ΕφΛαρ 502/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Πώληση με παρακράτηση κυριότητας - Αίρεση - Υπερημερία οφειλέτη - Υπαναχώρηση - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Εκχώρηση - Τριμερής σύμβαση - Δάνειο - Τράπεζα - Ενστάσεις - Εφεση - Αιτιολογία απόφασης - Δεδικασμένο - Αδικοπραξία -.

 

Πώληση με παρακράτηση κυριότητας. Αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος. Επί υπερημερίας του αγοραστή, ο πωλητής έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει το τίμημα, ή, υπαναχωρώντας από τη σύμβαση, να ασκήσει τα εκ της κυριότητας δικαιώματα, ή να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη ενοχικά δικαιώματα και δη, υπαναχωρώντας, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επί σύμβασης εκχώρησης, ο εκδοχέας καθίσταται από και δια της αναγγελίας στον οφειλέτη κύριος της εκχωρούμενης απαίτησης ως προς όλα, εκτός από εκείνα που συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή. Ενστάσεις εκχωρούμενου οφειλέτη. Αγορά αυτοκινήτου με παρακράτηση κυριότητας με δανειακή χρηματοδότηση του αγοραστή από Τράπεζα, προς την οποία η πωλήτρια εταιρία εκχώρησε τις κατά του αγοραστή αξιώσεις της για το τίμημα και το πράγμα (τριμερής σύμβαση). Όταν το σφάλμα της εκκαλουμένης επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου δεν αρκεί η αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας, εφ όσον οδηγεί σε διαφορετικό κατ' αποτέλεσμα διατακτικό. Δικαίωμα της δανείστριας και εκδοχέως Τράπεζας να επιλέξει την ικανοποίηση των αξιώσεών της κατά του αγοραστή, είτε με αναγκαστική εκποίηση πραγμάτων κυριότητας του αγοραστή, είτε με περιέλευση του πωληθέντος αυτοκινήτου σε αυτήν κατά κυριότητα, κατόπιν άσκησης του ρητώς εκχωρηθέντος δικαιώματος υπαναχώρησης από την πώληση. Ζημία του αγοραστή από αδικοπρακτική συμπεριφορά των οργάνων της εκδοχέως Τράπεζας, τα οποία καθυστέρησαν την εκποίηση του αφαιρεθέντος αυτοκινήτου με συνέπεια την επίτευξη μικρότερου τιμήματος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Πρόεδρος: Γεωρ. Μπαρμπάτσης

  Μέλη: Ελευθ. Παπαγιάννης, Δημ. Τίγγας (Εισηγητής)

  Δικηγόροι: Χρ. Καρακώστας, Ελένη Ψαραλίδου

 

  Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αρ. 268/2002 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν, κατά την τακτική διαδικασία, επί αγωγής της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης που απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495, 516 και 518 του ΚΠολΔικ). Επομένως πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔικ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία.

  Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 455, 458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ συνάγεται ότι, αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα, ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι επί υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, του τιμήματος, ο πωλητής, που κατ' αρχήν παραμένει όχι μόνον κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου, σημειωτέον, θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα όπως είναι η άσκηση διεκδικητικής ως προς το κινητό αγωγής κατά του αγοραστή, ο οποίος ως κάτοχος του κινητού δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοσή του με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (Ολ.ΑΠ 22/1987 ΕΔ. 29.91, ΑΠ 1136/2000 ΕΔ. 42.1349). Η δήλωση υπαναχωρήσεως είναι μονομερής δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, που δεν υποβάλλεται σε τύπο και μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που αναμφισβήτητα δηλώνουν τον προς τούτο σκοπό, όπως είναι η από τον πωλητή επιχειρούμενη και στρεφομένη κατά του αγοραστή δικαστική επιδίωξη της ανάκτησης του κινητού (ΑΠ 1136/2000 ΕΔ. 42.1349, 897/1979 ΝοΒ 28.262).

  Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 455, 458, 460-463, 280 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι επί συμβάσεως εκχωρήσεως, που καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου (εκδοχέα), ο τελευταίος καθίσταται από και δια της αναγγελίας στον οφειλέτη κύριος της εκχωρούμενης απαίτησης με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που ανάγονται στη φύση της, εκτός από εκείνα που συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή. Η αναγγελία είναι μονομερής δικαιοπραξία, δεν υποβάλλεται σε πανηγυρικό τύπο, ούτε υπόκειται καθ' εαυτή σε προθεσμία και μπορεί να γίνει εγγράφως και προφορικώς, όπως και με την επίδοση αγωγής από τον εκδοχέα προς καταβολή της απαιτήσεως που εκχωρήθηκε (ΑΠ 658/1974 ΝοΒ 23.273, 477/1976 ΝοΒ 24.1053). Ο εκχωρούμενος οφειλέτης δύναται να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις γεννημένες πριν από την αναγγελία σ' αυτόν της εκχωρήσεως ουσιαστικές ενστάσεις, τις οποίες είχε κατά του εκχωρητή. Όταν η εκχώρηση συντελείται στα πλαίσια χρηματοδότησης του αγοραστή πράγματος, με δάνειο προς αυτόν τρίτου και αφορά την απαίτηση του πωλητή για το τίμημα του πράγματος που πωλήθηκε με τον όρο διατήρησης της κυριότητάς του μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος, τότε ο πωλητής οφείλει συγχρόνως να μεταβιβάσει, κατά τα άρθρα 977 και 1035 ΑΚ, προς τον εκδοχέα και την υπό αίρεση κυριότητά του. Μόνη η εκχώρηση της απαίτησης του τιμήματος δεν επιφέρει κατ' αρχήν και μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος, αφού αυτή δεν είναι παρεπόμενο δικαίωμα κατά το άρθρο 458 ΑΚ, εκτός αν προκύπτει αυτό από το περιεχόμενο της σύμβασης. Και στην περίπτωση αυτή όμως ο εκδοχέας δεν καθίσταται αντισυμβαλλόμενος του αγοραστή χωρίς τη συγκατάθεσή του και συνεπώς δεν έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως χωρίς σύμπραξη του πωλητή (βλ. Γαζή στην Ερμ. ΑΚ 532 αρ. 49 και 89).

  Στην προκείμενη περίπτωση εκτίθεται στην ένδικη αγωγή ότι η ενάγουσα-εκκαλούσα προέβη κατά το έτος 1996 σε αγορά ενός αυτοκινήτου, με τον όρο παρακράτησης της κυριότητάς του μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος, για το οποίο δανειοδοτήθηκε με ποσό 2.200.000 δραχμών από την εναγομένη-εφεσίβλητη τράπεζα και επειδή κατέστη υπερήμερη ως προς την πληρωμή του τιμήματος προς την εκδοχέα τούτου εναγόμενη, προέβη η τελευταία αφενός μεν σε αναγκαστική κατάσχεση επί ενός ακινήτου της ενάγουσας, που υπερκάλυπτε το χρέος της, αφετέρου δε σε αφαίρεση του αυτοκινήτου από την κατοχή της και εκποίησή του με αδικαιολόγητη καθυστέρηση ενός έτους σε υπολειπόμενη κατά 800.000 δραχμές τίμημα σε σύγκριση με την αξία του κατά την αφαίρεσή του από την κατοχή της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί αυτή κατά τα εξής ποσά: 1) ποσό 250.000 δραχμών, που αφορά δαπάνες για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες αφαίρεσης του αυτοκινήτου από την κατοχή της ενάγουσας όπως και ασφάλιστρα αυτού 2) ποσό 500.000 δραχμών, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, «κατά δικαία και εύλογη κρίση αποτελεί επιβάρυνση με παράνομους τόκους και πανωτόκια στο κατάλοιπο του λογαριασμού (της) από τις εγγραφές με αρ. 87, 90, 92, 94, 95, 96, 97, 99, 100, 101, 103, 105, 107, 108, 109, 110, 115, 116, 117, 119, 124, 130, 132, 133 συνολικού ποσού 1.551.639 δραχμών», 3) ποσό 1.700.000 δραχμών, κατά το οποίο υπολείφθηκε το τίμημα πώλησης του αυτοκινήτου που αφήρεσε η εναγόμενη από την ενάγουσα στις 17-3-2000, αλλά από βαριά αμέλεια της το εκποίησε μετά πάροδο ενός έτους περίπου (6-2-2001) 4) ποσό 1.416.000 δραχμών κατά το οποίο επιβαρύνθηκε η οφειλή της ενάγουσας επειδή δεν αφαιρέθηκε από το λογαριασμό της η αξία του αυτοκινήτου (1.500.000 δραχμές) κατά το χρόνο που το παρέλαβε η εναγόμενη από την ενάγουσα (29-2-2000) και 5) ποσό 54.000 δραχμών που κατέβαλε η ενάγουσα στην εναγομένη ως δικαστικά έξοδα κατά τη συζήτηση αίτησής της αναστολής του πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας της. Ζητείται δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα τα ως άνω χρηματικά ποσά κυρίως λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και επικουρικώς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως και ποσό 3.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 532, 455, 460, 462, 361, 914, 71, 297, 298, 299, 932, 904 επ., 346 ΑΚ, όσον αφορά τα υπό στοιχεία 3 και 4 αγωγικά αιτήματα, όπως και το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας.

  Κατά το υπόλοιπο περιεχόμενό της η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη για τους εξής λόγους: 1) Η επικαλούμενη αφαίρεση και εκποίηση του αυτοκινήτου που είχε αγορασθεί από την ενάγουσα με τον όρο παρακράτησης της κυριότητάς του, λόγω της υπερημερίας της ενάγουσας ως προς την πληρωμή του τιμήματος, του οποίου η αξίωση είχε εκχωρηθεί από την πωλήτρια προς την εναγόμενη, συνιστούσε νόμιμη (άρθρο 532 ΑΚ) ενέργεια της εναγομένης και λιγότερο επαχθή για την ενάγουσα από την αναγκαστική εκποίηση του διαμερίσματός της που χρησιμοποιούσε για κύρια κατοικία, δεν μπορούσε δε να θεωρηθεί ως καταχρηστική και παράνομη, ώστε να γεννάται αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας (άρθρο 914 ΑΚ), επειδή η εναγόμενη είχε επιχειρήσει προηγουμένως αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας, χωρίς να προβεί σε πλειστηριασμό. Συνεπώς δεν συνιστούν παράνομη (και αποκαταστατέα) ζημία της ενάγουσας οι επιβαρύνσεις της για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες της εναγομένης για να αφαιρεθεί το αυτοκίνητο και να ικανοποιηθεί η αξίωσή της πληρωμής του τιμήματος, που της είχε εκχωρηθεί από την πωλήτρια του αυτοκινήτου. 2) Η αιτούμενη αποζημίωση της ενάγουσας 500.000 δραχμών για «παράνομους τόκους και ανατοκισμό» δεν μπορεί κατά νόμο να έχει ως προσδιοριστικό παράγοντα τη «δίκαιη και εύλογη κρίση» αλλά είναι συνάρτηση του μεγέθους της ζημίας της ενάγουσας (άρθρα 297-298 ΑΚ) για την οποία ζημία όμως η τελευταία δεν επικαλείται για ποια συγκεκριμένα ποσά και για πόσο χρόνο υπερημερίας της ενάγουσας υπολογίσθηκαν τόκοι από την εναγόμενη και πόσο ήταν το μέγεθος αυτών, ώστε να εκτιμηθεί ο βαθμός υπέρβασης των νόμιμων ή συμβατικών τόκων υπερημερίας. 3) Δεν συνιστά επίσης παράνομη ζημία της ενάγουσας, ώστε να μπορεί να ζητηθεί η επανόρθωσή της με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ η επικαλούμενη πληρωμή του ποσού των 54.000 δραχμών στην εναγόμενη για δικηγορική αμοιβή αναστολής του επισπευδόμενου πλειστηριασμού της 7-2-2001, αφού επί αναστολής εκτελέσεως τη δαπάνη αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του επισπεύδοντος την εκτέλεση φέρει ο ωφελούμενος από την αναστολή και αιτών αυτή οφειλέτης (άρθρο 178 παρ. 3 εδ. γ' ν.δ. 3026/1954 «περί Κώδικος Δικηγόρων»). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε ως νόμιμα τα προαναφερόμενα τρία αγωγικά αιτήματα αποζημίωσης και ακολούθως απέρριψε αυτά ως ουσιαστικά αβάσιμα ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε. Επειδή όμως το ανωτέρω σφάλμα επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου που απορρέει απ' την απόφαση, δεν αρκεί η αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας με την ορθή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 534 ΚΠολΔικ, γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό κατ' αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 739/1991 ΕΔ. 37. 583, Σ. Σαμουήλ Η Έφεση έκδ. 1979 περίπτ. 464, Εφ.Αθ. 3211/1987 ΕΔ. 30.1361). Πρέπει συνεπώς, μολονότι δεν έχει υποβληθεί ειδικό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 ΚΠολΔικ, εφόσον η εκκαλούσα παραπονείται με την έφεση για την κατ' ουσίαν απόρριψη της αγωγής (πρβλ. ΑΠ 8/1987 ΕΔ. 29.112, 1540/1980 ΝοΒ 28. 878), να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία η αγωγή κρίθηκε κατά το ανωτέρω σκέλος της ορισμένη και νόμιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔικ) να απορριφθεί η αγωγή για τον ανωτέρω λόγο (ως μη νόμιμη), δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι για την εκκαλούσα ευμενέστερη από την εκκληθείσα (άρθρα 68 και 536 ΚΠολΔικ).

  Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔικ) αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν συμβάσεως πωλήσεως που καταρτίσθηκε στο Β. με το από 18 Απριλίου 1996 ιδιωτικό «Συμφωνητικό πωλήσεως αυτοκινήτου παρακράτησης της κυριότητας και εκχώρησης δικαιωμάτων» μεταξύ της ενάγουσας και της (μη διαδίκου) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία Β. ΑΕ (με έδρα στην Α.), η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στην ενάγουσα με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής SCODA, τύπου FELICIA LXI, με αριθμό πλαισίου ΤΟΟ78583 και κινητήρα 2304200 έναντι συνολικού τιμήματος 2.850.000 δραχμών, από το οποίο προκατέβαλε η ενάγουσα στην πωλήτρια εταιρία ποσό 650.000 δραχμών. Η πληρωμή του υπολοίπου τιμήματος (των 2.200.000 δραχμών) συνδυάσθηκε με χρηματοδότηση της ενάγουσας από την εναγόμενη κατόπιν δανειακής σύμβασης μεταξύ τους που καταρτίσθηκε με το υπό την αυτή ημεροχρονολογία (18-4-1996) ιδιωτικό συμφωνητικό «σύμβασης δανείου καταναλωτικής πίστης για αγορά αυτοκινήτου (μέσω σύμβασης πλαισίου) με κυμαινόμενο επιτόκιο». Η δανειακή σύμβαση των διαδίκων όχι μόνον μνημονεύεται στο συμφωνητικό πωλήσεως, αλλά συνεβλήθη με το ίδιο συμφωνητικό, προσυπογράφοντας τούτο και η εναγόμενη, στην οποία η πωλήτρια εκχώρησε «και μεταβίβασε το δικαίωμα αναγωγής και τις αξιώσεις της κατά της αγοραστή (παρακράτηση της κυριότητας κλπ) που αναφέρονται στο συμφωνητικό και ιδιαίτερα στα άρθρα 3, 4, 5, 6, 7 και 12 αυτού», η δε ενάγουσα δήλωσε ότι «αναγνωρίζει και αποδέχεται την εκχώρηση των δικαιωμάτων της πωλήτριας προς την Τράπεζα (εναγομένη)», με τον ρητό όρο ότι η τελευταία «κατά την ενάσκηση τυχόν των εκχωρουμένων δικαιωμάτων της θα τηρεί τους όρους της σύμβασης για τη μεταξύ τους συνεργασία» (άρθρο 9 συμβάσεως πωλήσεως). Με τα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω σύμβασης ορίζονται τα εξής: «4. Σε περίπτωση οποιασδήποτε καθυστέρησης της πληρωμής και μιας ακόμα δόσεως του Δανείου, ανεξάρτητα αν προήλθε από υπαιτιότητα ή μη του αγοραστή, η δανείστρια Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα και να επιμείνει και να επιδιώξει την είσπραξη των υπολοίπων (άληκτων) δόσεων που θα γίνονται αμέσως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, μαζί με όλα τα άλλα ποσά που οφείλονται από τον αγοραστή, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και των εξόδων και ενεργώντας στο όνομα της πωλήτριας και βάσει της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων αυτής, που θα γίνει στη συνέχεια, να προβεί στη διάλυση του παρόντος ασκούσα το δικαίωμα υπαναχώρησης, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο επόμενο άρθρο. 5) Η διάλυση του παρόντος συμφωνητικού από την πωλήτρια σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μιάς δόσης από τον αγοραστή, θα γίνεται με μονομερή δήλωση της πωλήτριας η οποία και θα δικαιούται να ζητήσει την αφαίρεση του αυτοκινήτου από την κατοχή και χρήση του αγοραστή ή και κάθε τρίτου στον οποίο τυχόν έχει περιέλθει η χρήση του. Στην περίπτωση αυτή όσο και σε περίπτωση εκουσίας επιστροφής του αυτοκινήτου από τον αγοραστή, μέρος του τιμήματος πώλησης που ήδη έχει καταβληθεί μέχρι την αφαίρεση θεωρείται μίσθωμα της χρήσης του και αποζημίωση για τη φθορά και τις βλάβες του αυτοκινήτου από σήμερα ως το χρόνο της αφαίρεσης και εκπίπτεται υπέρ της πωλήτριας. Σε κάθε περίπτωση διάλυσης του παρόντος η πωλήτρια διατηρεί το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε μια ζημία που θα υποστεί και ενδεικτικά από την μεταπώληση του αυτοκινήτου (μετά την αφαίρεση της κατοχής του από τον αγοραστή) με μικρότερο τίμημα». Τέλος στο άρθρο 11 του ίδιου συμφωνητικού ορίζονται τα εξής: «Συμφωνίες που δεν περιέχονται στο παρόν είναι ανίσχυρες και κάθε τροποποίηση των όρων του παρόντος θα γίνεται μόνον εγγράφως…».

  Από το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών α) πωλήσεως αυτοκινήτου μεταξύ της ενάγουσας και της (μη διαδίκου) Β. ΑΕ, β) δανείου μεταξύ των διαδίκων για το υπόλοιπο του τιμήματος του αυτοκινήτου (2.200.000 δραχμών), γ) εκχωρήσεως από την πωλήτρια των (κατά της ενάγουσας) αξιώσεών της για το τίμημα και το πράγμα προς την εναγόμενη, προκύπτει ότι παρασχέθηκε το δικαίωμα επιλογής στην εναγόμενη να επιδιώξει την ικανοποίηση των αξιώσεών της κατά της ενάγουσας, για καθυστερούμενες δόσεις του δανείου που της είχε χορηγήσει για την αγορά του αυτοκινήτου είτε με την αναγκαστική εκποίηση πραγμάτων που ανήκαν στην κυριότητα της ενάγουσας, είτε με την περιέλευση του πωληθέντος αυτοκινήτου στην εναγομένη κατά κυριότητα, κατόπιν άσκησης του ρητώς εκχωρηθέντος σ' αυτή από την πωλήτρια δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση πωλήσεως και υποκαταστάσεώς της σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πωλήτριας. Μετά την υπαναχώρηση κατά το περιεχόμενο της προαναφερομένης τριμερούς συμφωνίας, επερχόταν απόσβεση στις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου - που είχαν παράλληλα και χαρακτήρα καθυστερούμενων δόσεων του τιμήματος πωλήσεως του αυτοκινήτου - κατά το ισάξιο του δικαιώματος κυριότητας του πράγματος, η οποία χανόταν οριστικά για την ενάγουσα αγοράστρια και αποκτώνταν από την εναγόμενη εκδοχέα των δικαιωμάτων της πωλήτριας, αρχικής κυρίας του αυτοκινήτου. Η σαφής αυτή έννοια του συμφωνητικού πωλήσεως του αυτοκινήτου δεν έρχεται, σημειωτέον, σε αντίθεση με τη δανειακή σύμβαση των διαδίκων. Η ενάγουσα κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή των δόσεων του δανείου προς την εναγόμενη, η οποία ασκώντας τα δικαιώματα που της εκχωρήθηκαν από την πωλήτρια του αυτοκινήτου υπαναχώρησε από τη σύμβαση πωλήσεως με την από 20-7-1999 εξώδικη δήλωσή της, την οποία επέδωσε στην εναγόμενη κατά τις 22-7-1999 και κατόπιν αιτήσεώς της εκδόθηκε η υπ' αρ. 570/27-12-1999 απόφαση του Ειρηνοδικείου, που υποχρέωσε την ενάγουσα να αποδώσει στην εναγόμενη το εν λόγω αυτοκίνητο (με αρ. κυκλοφορίας ΒΟΖ-... ). Η παράδοση του αυτοκινήτου από την ενάγουσα προς την εναγόμενη συντελέσθηκε στις 29-2-2000 (βλ. από 29-2-2000 απόδειξη παραλαβής αυτοκινήτου του Κ.Κ., που αντιπροσώπευε την εναγόμενη). Η αξία του αυτοκινήτου κατά το χρόνο παραλαβής του από την εναγόμενη ανερχόταν στο ποσό των 1.200.000 δραχμών, λαμβάνοντας υπόψη την αρχική τιμή κτήσης του και την παλαιότητά του. Τούτο προκύπτει και από την από 23-3-2000 ενημερωτική επιστολή της πωλήτριας εταιρίας προς την εναγόμενη. Η οφειλόμενη σε έλλειψη της προσήκουσας στις συναλλαγές προσοχής παράλειψη των οργάνων που εκπροσωπούσαν την εναγόμενη να επιμεληθούν για την έγκαιρη εκποίηση του αυτοκινήτου και η διατήρησή του σε αχρησία επί ένα έτος (μέχρι 6-2-2000) είχε ως συνέπεια να απωλέσει αυτό σημαντικό μέρος της αξίας του και να πωληθεί έναντι τιμήματος 940.000 δραχμών. Έτσι ζημιώθηκε η ενάγουσα κατά το ποσό της υποτίμησης της αξίας του αυτοκινήτου (1.200.000 - 900.000 = 300.000 δρχ.) από την αμελή συμπεριφορά της εναγομένης αφού η τελευταία δεν αφήρεσε από την οφειλή της ενάγουσας το σύνολο της αξίας (1.200.000 δρχ.) του αυτοκινήτου κατά το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή της και είχε τη δυνατότητα εκποίησής του (βλ. και από 13-6-2000 προσφορά αγοράς του Δ.Α.), αλλά αφήρεσε μικρότερο ποσό (900.000 δραχμών) και από μεταγενέστερο χρόνο αφετηρίας, επιβαρύνοντας την ενάγουσα και με τόκους υπερημερίας για τον ενδιάμεσο χρόνο οι οποίοι συνιστούν πρόσθετη ζημία της ενάγουσας και ανέρχονται στο ποσό των 652.800 δραχμών. Η συμπεριφορά αυτή των οργάνων της εναγομένης συνιστά άδικη πράξη και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης της ενάγουσας (άρθρα 71 και 914 ΑΚ).

  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθούν 100.000 δραχμές, ποσό το οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, σταθμίζοντας τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας εκ μέρους οργάνων της εναγομένης και την κατάσταση των διαδίκων μερών (άρθρο 932 ΑΚ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά το ως άνω σκέλος της, εσφαλμένως εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η υπό κρίση έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα υπό στοιχεία 3 και 4 αγωγικά αιτήματα αποζημίωσης και το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, να κρατηθεί στο Δικαστήριο αυτό προς κατ' ουσίαν εκδίκαση η αγωγή κατά το ως άνω σκέλος της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔικ) να γίνει αυτή κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα 1) το ποσό των 300.000 δραχμών που αποτελεί υπαίτια για την εναγομένη απώλεια της αξίας του αυτοκινήτου από την αφαίρεσή του από την κατοχή της ενάγουσας μέχρι την εκποίησή του. 2) το ποσό των 652.800 (816.000 Χ δραχμών, που αντιστοιχεί στην επιβάρυνση της ενάγουσας με τόκους για την αξία του αυτοκινήτου, οι οποίοι δεν αφαιρέθηκαν από το χρόνο παραλαβής του αυτοκινήτου από την εναγόμενη μέχρι την πώλησή του, δεδομένου ότι ομολογείται από αυτή ότι για την επικαλούμενη με την αγωγή αξία του αυτοκινήτου 1.500.000 δραχμών η επιβάρυνση της ενάγουσας με τόκους υπερημερίας από 14-4-2000 και εφεξής θα ήταν κατά 816.000 δραχμές λιγότερη (1.426.000 - 600.000 δρχ. η εκτιμώμενη από την ενάγουσα διαφορά του τιμήματος πώλησης του αυτοκινήτου) και 3) το ποσό των 100.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, ήτοι σύνολο 1.052.800 (300.000 + 652.800 + 100.000) δραχμές (3.089 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγόμενη, θα επιβληθούν όμως μειωμένα ανάλογα με την έκταση της νίκης της ενάγουσας (άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔικ).