ΕφΛαμίας 249/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αυτοκινητικό ατύχημα - Μέριμνα για την υγεία των πολιτών - Βλάβη σώματος και υγείας - Aναπηρία ή παραμόρφωση - Χρηματική ικανοποίηση - Δεδικασμένο - Ενστάσεις - Ασφάλιση αυτοκινήτων - Ασφαλιστική σύμβαση - Κάτοχος αυτοκινήτου -.

 

Ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζομένου κατά την ΑΚ 931 ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ' αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας και παραμορφώσεως αφενός, και αφετέρου την ηλικία του παθόντος. Η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ' ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητος του παθόντος προς εργασίας και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ολες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται ν' ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονομένως, αφού πρόκειται περί αυτοτελών αξιώσεων και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών. Η τελεσίδικη πολιτικού δικαστηρίου απόφαση, δια της οποίας τούτο 1) ανεγνώρισε την έννομη σχέση αδικοπραξίας ή της προς αποζημίωση υποχρεώσεως, της απορρεούσης όχι υποκειμενικώς αλλ' εκ της διακινδυνεύσεως για ζημίες εξ αυτοκινήτου και 2) εδέχθη αίτημα αποζημιώσεως (αναγνωριστικώς μόνο ή και καταψηφιστικώς) για κάποια ειδική ζημία, τελούσα σε αιτιώδη προς το ζημιογόνο γεγονός σύνδεσμο, αποτελεί δεδικασμένο ως προς το προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα της καθ' όλου αξιώσεως και της αντιστοίχου υποχρεώσεως προς αποζημίωση για κάθε δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτή παρισταμένων ιδιότητα διεξαχθησομένη, αφορώσα δε σε ειδική εκ του αυτού ζημιογόνου γεγονότος ζημία, του δεσμευομένου εντεύθεν δικαστηρίου οφείλοντος να θεωρήσει την καθ' όλου αξίωση προς αποζημίωση δεδομένη και να αποκρούσει κάθε περί αυτής αμφισβήτηση, εφόσον το νομικό καθεστώς δεν μετεβλήθη. Η καταχρηστική περί της συνυπαιτιότητος ένσταση, η μη υπαγομένη στην κατηγορία των μη στηριζομένων επί αυτοτελούς δικαιώματος, δυναμένου ν' ασκηθεί και δια κυρίας αγωγής, σε μεταγενέστερη αγωγή, δια της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση μερικοτέρας αξιώσεως εξ αδικοπραξίας ή εξ αυτοκινητικού ατυχήματος, καλύπτεται εκ του δεδικασμένου, εάν η κυρία ενοχή εκ της αδικοπραξίας κλπ εκρίθη τελεσιδίκως, είτε προεβλήθη στην πρώτη περί της κυρίας ενοχής δίκη, είτε όχι, και θα αποκρούεται συνεπεία του δεδικασμένου ως απαράδεκτος. Η σύμβαση ασφαλίσεως καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών, συντελείται από τον χρόνο αποδοχής της αιτήσεως για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρά με την αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του ασφαλιστή. Κατά το άρθρο 25 περ. 8 και 6 της Κ4/585/1978 αποφάσεως του Υπουργείου Εμπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978), αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία, όταν προξενείται σε χρόνο που ο οδηγός του οχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών ή (και) από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος, το οποίο οδηγεί, άδεια οδηγήσεως, χωρίς τα αίτια της ελλείψεως αυτής να ερευνώνται, περιλαμβανομένης εντεύθεν στον εκ της ασφαλίσεως αποκλεισμό τόσον της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία ο οδηγός δεν είχε ζητήσει να λάβει τέτοια άδεια, όσο και εκείνης κατά την οποία είχε μεν λάβει τέτοια άδεια, αλλά μεταγενεστέρως, για κάποιο νόμιμο λόγο, η άδεια ανεκλήθη ή έληξε η διάρκεια ισχύος της. Και ναι μεν οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες, ως ευρισκόμενες εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 489/1976, αφού με αυτή δεν καθορίζεται κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά επιβάλλεται περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, όμως τέτοιες απαλλακτικές ρήτρες υπέρ του ασφαλιστή μπορούν να συμπεριληφθούν ως συμβατικοί όροι στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, έχει όμως δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη. Οι ως άνω ρήτρες μπορεί να συμπεριληφθούν στη σύμβαση ασφαλίσεως αυτοτελώς, δι' ενσωματώσεως σ' αυτή αυτουσίων των όρων, είτε δι' αναφοράς στην, ως άνω, ΑΥΕ, ενώ ως επαρκής παραπομπή θεωρείται και η απλή αναφορά του αριθμού του ΦΕΚ, στο οποίο έχει δημοσιευθεί η εν λόγω ΑΥΕ, χωρίς πρόσθετη αναφορά των άρθρων της, αφού μέσω της παραπομπής αυτής στο ΦΕΚ είναι δυνατή η γνώση του περιεχομένου της ΑΥΕ. Για τη δέσμευση του ασφαλισμένου δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο απ' αυτόν, καθόσον η εκ μέρους του αποδοχή μπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρώς δια της παραλαβής του ασφαλιστηρίου, της καταβολής του ασφαλίστρου κλπ. Το ασφαλιστήριο είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό της συμβάσεως έγγραφο. Οι περιεχόμενοι σ' αυτό γενικοί και ειδικοί όροι, εκ των οποίων οι ειδικοί επικρατούν των γενικών, δεσμεύουν τον ασφαλισμένο και όταν ακόμα δεν υπέγραψε, εφόσον αυτός στηρίζει σ' αυτό τις αξιώσεις του, το επικαλείται και το προσκομίζει στο δικαστήριο. Ειδικά στα αυτοκινητικά ατυχήματα, οι γενικοί όροι της ασφάλισης δεν επιβάλλονται από τον ασφαλιστή, αλλά διατυπώνονται στην Κ4/585/1978. Δεν δικαιολογείται άγνοια των όρων από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν επιτρέπεται η τροποποίησή τους με συμφωνία των μερών ή μονομερώς από τον ασφαλιστή. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος της, ως άνω, αναγωγής του ασφαλιστή, ασκούμενο και με παρεμπίπτουσα αγωγή, και μάλιστα πριν από την καταβολή στον ζημιωθέντα τρίτο κατ' άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ', ε' ΚΠολΔ, είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος, δεδομένου ότι στο νόμο δεν γίνεται καμία διάκριση, οι οποίοι ευθύνονται όχι από αδικοπραξία, αλλ' εκ του νόμου και της συμβάσεως εις ολόκληρον έκαστος έναντι του ασφαλιστή, που δικαιούται να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου, και τόκους και τη δικαστική δαπάνη, και δη νομιμοτόκως από της καταβολής. Ο κύριος του αυτοκινήτου, το οποίο ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα, εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κατόχου, ακόμη και αν κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν το οδηγούσε ο ίδιος, αλλά τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το είχε εμπιστευθεί δυνάμει σχέσεως προστήσεως, χωρίς να υπάρχει το επιπρόσθετο στοιχείο της εκμεταλλεύσεως του αυτοκινήτου από τον τελευταίο, οπότε η ευθύνη του προστήσαντος, γνησία αντικειμενική, εξακολουθεί να έχει αδικοπρακτικό χαρακτήρα.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 249/ 2007

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παρέσσα Τσαντεκίδου, Πρόεδρο Εφετών, Λεωνίδα Ντούλη Εισηγητή και Παναγιώτα Δάλλα, Εφέτες, και την Γραμματέα Βασιλική Λάϊου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2007, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ των :

   A] του εκκαλούντος: ........., κατοίκου Στυλίδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο

   Της εφεσίβλητης:  ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ»,        που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αθανασίου.

   Β] Της εκκαλούσας:  ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ»,        που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αθανασίου.

   Των εφεσιβλήτων: 1) ......, κατοίκου Λαμίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Παπασταμούλη, σύμφωνα με την από 12-11-2007 δήλωσή του και 2) ....... κατοίκου Αγ. Μαρίνας Φθ/δος, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ράπτη.

 

   Ο εκκαλών ..... με την από 14/02/2006 και υπ' αριθ. πράξεως καταθέσεως 645 / ΕΓα 62/14-02-2006 κύρια αγωγή του, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρεται σ' αυτή. Επίσης η εκκαλούσα «ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ» με την από 30-08-2006 και με αριθ. πράξεως καταθέσεως 3660/Εγα 378/14-09-2006, παρεμπίπτουσα αγωγή της, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο, δικάζοντας την υπόθεση και συνεκδικάζοντας τις άνω αγωγές, απέρριψε αυτές, με την υπ' αριθ. 214/2007 απόφασή  του.

   Την απόφαση αυτή, προσέβαλαν οι  εκκαλούντες, αντίστοιχα με τις από  03/07/2006 [αριθ. καταθέσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας 153/03-07-2007] και από 21-9-2007 [αριθ. καταθέσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας 203/24-09-2007]  εφέσεις τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   I. Φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς εκδίκαση: α)  η από 3-7-2006 έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος .... κατά της, υπό την επωνυμία "ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ", ασφαλιστικής εταιρίας και β) η, επικουρικώς (ή υπό όρο), για την περίπτωση παραδοχής της ως άνω εφέσεως του ενάγοντος της βασικής αγωγής ασκηθείσα, από 21-9-2007 έφεση της, ως άνω, εναγομένης και εφεσιβλήτου εταιρίας κατά του .... και .... και κατά της υπ' αριθμ. 214/2007 αποφάσεως του ενταύθα Μονομελούς Πρωτοδικείου (Λαμίας), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο (ΚΠολΔ 681Α επ.), οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν γιατί συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις (ΚΠολΔ 246). Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν (ΚΠολΔ 533 παρ. 1), σημειουμένου συναφώς και καθόσον αφορά την τελευταία έφεση (της ασφαλιστικής, ως άνω, εταιρίας), ότι, κατ' εξαίρεση του κανόνα περί του ανεπιδέκτου της προσθήκης αιρέσεως στις διαδικαστικές πράξεις και τα ένδικα μέσα, επιτρέπεται η προσθήκη αιρέσεως στην άσκηση εφέσεως όταν δεν συντρέχουν οι λόγοι που επιβάλλουν τον αποκλεισμό της, ως εν προκειμένω, συμβαίνει με την λόγω έφεση, που είναι ως εκ τούτου επιτρεπτή, αφού μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που αναφέρεται στην κριθείσα και απορριφθείσα, ως άνευ αντικειμένου, παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του ..... και ...., μετά την απόρριψη της (βασικής) αγωγής του κυρίως ενάγοντος .... κατ' αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας - βλ. Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκ. Ατυχήματα, εκδ. 3η, παρ. 2705 επ., σελ. 898 επ., όπου περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).

   II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον …..". Ως "αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραμόρφωση" νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως "μέλλον" νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό - οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητος της αγοράς. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγειών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ' ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με τον βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική - οικονομική εξέλιξη αυτού, κατά τρόπο που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος.

   Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος και της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολάβει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία ορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Ετσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζομένου κατά την ΑΚ 931 ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ' αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας και παραμορφώσεως αφενός, και αφετέρου την ηλικία του παθόντος. Είναι πρόδηλο ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ' ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητος του παθόντος προς εργασίας και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται ν' ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονομένως, αφού πρόκειται περί αυτοτελών αξιώσεων και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 765/2007, 154/2007, 1645/2006, 670/2006, 122/2006, 1874/2006). Εν προκειμένω, δια της, ενώπιον του ενταύθα Μονομελούς Πρωτοδικείου (Λαμίας) απευθυνομένης, από 14-2-2006 αγωγής, ο δι' αυτής ενάγων ...... , επικαλούμενος, ιδία, ότι, ο, ιδιοκτησίας του ....., δ' ασφαλισμένος υπ' αυτού για τις εκ της κυκλοφορίας του προς τρίτους προκαλούμενες ζημίες στην υπό την επωνυμία "ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ" εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, υπ' αριθμ. κυκλ. ΑΜ-... (και πρώην ΦΘ-....) γεωργικός ελκυστήρ (τρακτέρ) περί 13.10 ώρα της 5ης-7-2000, επί της, προς την πόλη του Βόλου και προς Λαμία αγούσης, Π.Ε.Ο. κινούμενος και υπό του Δημητρίου Αδάμ οδηγούμενος, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος του εν λόγω οδηγού του σοβαρώς ετραυμάτισε, στη 12η χ/θ της άνω οδού, έως και παραμορφώσεως και κατέστησε ανάπηρο εκείνον (ενάγοντα), ομορρόπως την αυτή οδό (προς Λαμία), δια της υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΤΧ-.... δικύκλου μοτοσικλέτας του, διατρέχοντα, και ισχυριζόμενος ότι, η εκ του ως άνω ατυχήματος προκληθείσα σ' αυτόν παραμόρφωση και αναπηρία του επιδρούν και για τους σ' αυτή μνημονευομένους τρόπους επηρεάζουν δυσμενώς το οικονομικό του μέλλον, περιορίζουσες, έως αποκλεισμού, την επαγγελματική, αλλά και κοινωνική εξέλιξη και προαγωγή του, ζήτησε, μετά νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, προς αποκατάσταση της ούτω πως προσγενομένης σ' αυτόν "ζημίας", την αναγνωριστική υποχρέωση της αντιδίκου του προς καταβολή σ' αυτόν, της, υπό της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, για την ως άνω αιτία, προβλεπομένης και (αδοκίμως) υπολογισθείσης ως ανερχομένης στο ποσό των 246.540 ευρώ, χρηματικής παροχής, νομιμοτόκως, από της επιδόσεως της ως ανεπιδέκτου δικαστικής εκτιμήσεως εκτιμηθείσης και απορριφθείσης, περί του αυτού δ' αντικειμένου, από 5-5-2002 και υπ' αυξ. αριθμ. καταθ. 1540/ΕΓα 258/28-5-2002, αγωγής, άλλως από της επιδόσεως της ενδίκου έως εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίναν, ότι, υπό τα εις αυτή διαλαμβανόμενα πραγματικά περιστατικά και αίτημα, η αγωγή περιέχει "αξίωση αποζημιώσεως ως συνέπεια της ανικανότητας του ενάγοντος για εργασία και απόκτηση απ' αυτή των επικαλουμένων στην αγωγή μελλοντικών εισοδημάτων" και, κατ' ακολουθίαν, ότι ευρίσκει νόμιμο έρεισμα όχι στην επικαλουμένη του άρθρου 931 ΑΚ διάταξη, αλλά σ' εκείνες των άρθρων 929 και 298 ΑΚ, με την εκκαλουμένη, υπ' αριθμ. 214/2007, απόφασή του, μη δεσμευόμενο εκ του, υπό του ενάγοντος επικαλουμένου, νομικού χαρακτηρισμού του πραγματικού υλικού της, κατά την αυτεπάγγελτη υπαγωγή του στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, θεωρήσαν αυτή ως επί των άνω διατάξεων θεμελιουμένη, απέρριψε, ακολούθως, την εν λόγω αγωγή, κατά μεν το σκέλος "που αφορά μελλοντική απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του ενάγοντος ως δημοτικού υπαλλήλου στο Δήμο Στυλίδας" ως απαράδεκτη λόγω της αρνητικής λειτουργίας του, υπό της υπ' αριθμ. 48/2006 αποφάσεως του αυτού Δικαστηρίου απορρέοντος και καταλαμβάνοντος το άλλο ζήτημα, δεδικασμένου, κατά δε το έτερο (σκέλος της) περί "μελλοντικής απωλείας εισοδημάτων λόγω της ανικανότητος του ενάγοντος ν' ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα απαιτεί κίνηση χεριών και ποδιών και συγκεκριμένα του αγρότη, του εργάτη, οδηγού" απέρριψε την αγωγή λόγω της εξιχνιασθείσης αοριστίας της, ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Όμως, η ενώπιόν του, προς δίκη αχθείσα, ως άνω αγωγή, μη σε σκέλη επιμεριζομένη, δεν είναι, κατά τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ελλειπής και ανεπαρκής προς δικαστική, στα πλαίσια της ΑΚ 931, εκτίμηση, ουδέ η υπό του Δικαστηρίου έρευνα περί του προσδιορισμού του ύψους του, προς χρηματική παροχή αιτηθέντος, ποσού παρακωλύεται εκ του παραγομένου υπό της πράγματι τελεσιδίκου, ως κατωτέρω, αποφάσεως (48/2006), κατά την αρνητική λειτουργία του, δεδικασμένου, ως μη του ως άνω ζητήματος μετά τοιαύτης δυνάμεως υπ' αυτής καλυπτομένου, αφού στην αγωγή αυτή με σαφήνεια και επάρκεια, μη δ' εξ ετέρας, περί του ύψους της χρηματικής παροχής, τελεσιδίκου αποφάσεως, κριθέντα, εκτίθενται τα αναγκαία για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ότι: A) …..την αυτή του ατυχήματος ημέρα, στο Ν.Γ.Ν. Λαμίας εισαχθείς και λόγω της σοβαρότητος και του κρισίμου της καταστάσεώς του στο Π.Ν. "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" την επομένη διακομισθείς και διασωληνωμένος ή μη στη Δ' Χειρουργική και Α' Ορθοπεδική κλινική του ως άνω νοσοκομείου έως της 9-8-2000 νοσηλευθείς, διεπιστώθη, κατόπιν ακτινολογικού ελέγχου, υπό μεν της πρώτης κλινικής (Χειρουργικής) ότι υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με εμπύεσμα κρανίου, κάταγμα των πρώτων πλευρών άμφω, θλάσεις πνευμόνων, κατάγματα ηβοισχιακών, κάταγμα δεξιάς πηχαιοκαρπικής και κατάγματα παραρινιακών κοιλοτήτων, υπό της δ' ετέρας (Ορθοπεδικής) ότι υπέστη κάταγμα οπισθίου τοιχώματος κοτύλης δεξιά με πάρεση του περινιαίου νεύρου, υποβληθείς σε εσωτερική οστεοσύνθεση και κατάγματα ηβοϊσχιακών κλάδων άμφω, ότι Β) εκ των εν λόγω, βαρυτάτης μορφής, κακώσεων: α) προκλήθηκε σ' αυτόν έντονη διαταραχή της μνήμης, του συνειρμού και γενικώς των ανωτέρω πνευματικών λειτουργιών, αίσθημα ιλίγγου, κεφαλαλγίας, αστάθειας βαδίσεως, αγχώδης κατάθλιψη, ευσυγκινησία, αϋπνία και φοβικές αντιδράσεις και β) προξενήθηκε σ' εκείνον αναπηρία και παραμόρφωση στο δεξιό κάτω άκρο και ιδία αγκύλωση και πάρεση στο άκρο τούτο από το γόνατο μέχρι το πέλμα (περονιαίο δεξιό) και νέκρωση του ισχιακού νεύρου (πάρεση ισχιακού), ότι Γ) η εν λόγω αναπηρία, συνεπαγομένη την έλλειψη κινητικής αυτονομίας, την αδυναμία να σταθεί στα πόδια του και τη στέρηση αυτοδύναμης μετακινήσεως των μελών του σώματός του με φυσιολογικές κινήσεις που πραγματοποιεί κάθε άνθρωπος: 1) θα συνίσταται: α) στη μερική του αδυναμία να κινήσει με την παλαιά ικανότητα, ακρίβεια και ταχύτητα το δεξί του πόδι λόγω της αγκύλωσης και της πάρεσης στο δεξιό κάτω άκρο από το γόνατο μέχρι το πέλμα και πάρεσης του ισχιακού νεύρου, με ως εκ τούτου συνέπεια την αδυναμία βαδίσεως και αυτοεξυπηρετήσεως, αλλά και β) στην αμνησία του και στις λοιπές, ως άνω, ψυχολογικές διαταραχές, 2) θα: α) συνιστά σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξη τόσο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όσο και της επαγγελματικής του ανελίξεως και αποκαταστάσεως. Για τον περίγυρό του θα αποτελεί αντικείμενο συμπαθείας μεν αλλά και οίκτου, με αποτέλεσμα τόσον οι οποιεσδήποτε συναλλαγές όσο και η δυνατότητα συνάψεως γάμου να περιορίζονται σημαντικά έως αποκλεισμού. Ετσι, ενώ άγει το 35ο της ηλικίας του, δεν θα έχει επαγγελματικό μέλλον, αφού προς τούτο απαιτείται ικανότητα κινήσεως και ορθοστασία, τις οποίες μόνο φυσιολογικά άτομα έχουν, β) αποτελεί πραγματικά ανυπέρβλητο εμπόδιο στο μέλλον του, ήτοι στην προσωπική του ζωή, αφού αδυνατεί πλέον να παντρευτεί, αλλά και στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη και αυτοτέλεια, διότι μειώνει την προσωπικότητά του (μειωμένη αισθητική εμφάνιση λόγω της σωματικής του παραμορφώσεως) και δυσκολεύει τις μελλοντικές κοινωνικές, οικογενειακές και λοιπές σχέσεις και συναναστροφές του, αφού πλέον για το σύνολο των συνανθρώπων του θα είναι "ο σακάτης". Η αναπηρία του αυτή θα δημιουργεί ισοβίως δυσμενείς ψυχολογικές επιδράσεις, ήτοι θα μειονεκτεί και υστερεί ισοβίως έναντι των αρτιμελών προσώπων και γ) καταστήσει, ειδικότερον, αδύνατη την άσκηση στο μέλλον υπ' αυτού οιασδήποτε, απαιτούσης προς εκτέλεσή της ορθοστασία και κίνηση, και δη υπό φόρτιση των άκρων (χεριών, ποδιών), επαγγελματικής δραστηριότητος, μεταξύ των οποίων και της εργασίας που, υπό την ιδιότητα του εργάτη εκείνος στο Δήμο Στυλίδος προσέφερε, κατόπιν της μεταξύ τους καταρτισθείσης και προ του ατυχήματος λυθείσης συμβάσεως εργασίας, ενώ προσέτι θα επιδράσει αρνητικώς στην παρ' οιουδήποτε εργοδότη πρόσληψή του, αφού ουσιωδώς εκ της αναπηρίας του πάντα θα μειονεκτεί έναντι των λοιπών προς πρόσληψη, για οιαδήποτε εργασιακή απασχόληση, ενδιαφερομένων, (ΑΠ 1582/2001, ΑΠ 1073/2001), ενόψει δε των στην ένδικο αγωγή (βλ. αυτή), ως άνω, ιστορουμένων, πραγματικών περιστατικών, εκ των οποίων αβίαστα συνάγεται η επίκληση της δυσμενούς επιρροής και επιδράσεως της αναπηρίας του στο επαγγελματικό - οικονομικό ιδία, αλλά και κοινωνικό - προσωπικό μέλλον του, καθώς και τον τρόπο της στο εν λόγω μέλλον επενεργείας της (αναπηρίας), ζητείται, δι' αυτής, κατ' ορθή (δέουσα και προσήκουσα) εκτίμησή της, όπως αναγνωριστικώς επιδικασθεί υπέρ του ενάγοντος το αιτούμενο ποσό, προς υπολογισμό του ύψους του οποίου και μόνο γίνεται (αδοκίμως) αναφορά στο ύψος του, κατά τη λειτουργία της ως άνω εργασιακής συμβάσεως, καταβληθέντος, υπό του ρηθέντος Δήμου, μηνιαίως, ως αντάλλαγμα, για την ως άνω εργασία του, μισθού, υπό την μορφή της χρηματικής παροχής - "αποζημιώσεως", προς αποκατάσταση όχι της προσγενομένης σ' εκείνον περιουσιακής εκ της ανικανότητος προς εργασία του μελλοντικής ζημίας, αλλά (προς αποκατάσταση) της "ζημίας" την οποία θα προκαλέσει στο μέλλον του ανάπηρου ενάγοντος η εν λόγω εκ του ατυχήματος αναπηρία. Εντεύθεν, η εκκαλουμένη, την ένδικο αγωγή, για τους ως άνω λόγους, αλλά και την παρεμπίπτουσα της ασφαλιστικής εταιρίας τοιαύτη, ως άνευ αντικειμένου, απορρίψασα, και μη προς όμοιο, ως άνω, συμπέρασμα, περί του εντός των πλαισίων της ΑΚ 931 ορισμένου του δικογράφου της πρώτης εκ τούτων (κυρίας αγωγής), καταλήξασα, έσφαλλε περί την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και βασίμως κατ' ουσίαν πλήττεται με τους λόγους που διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο α', ως άνω, έφεση του ενάγοντος, αιτουμένου δι' αυτής την, μετ' εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατ' ουσίαν αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Πρέπει επομένως, κατ' αποδοχήν των εφέσεων ως και κατ' ουσίαν βασίμων, η προσβαλλομένη εξ ολοκλήρου να εξαφανισθεί, και, διακρατουμένης της υποθέσεως στο Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί η πρόσθεν, νόμω, επί των διατάξεων των άρθρων 330 εδ. β', 481 επ., 914, 931, 345, 346 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, 2  Ν. ΓΠΝ/1911, 10, 11 παρ. 1 Ν. 489/1976 ερειδομένη αγωγή, κατ' ουσίαν, συνεκδικαζομένη, κατ' άρθρο 260 ΚΠολΔ, μετά της, ενώπιον του αυτού ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, υπό της μνησθείσης εφεσιβλήτου και κυρίως εναγομένης εταιρίας, ασκηθείσης, από 20-8-2006, ανακοινώσεως δίκης μετά προσεπικλήσεως προς αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπιπτούσης αγωγής, αιτουμένης της δι' αυτής εναγούσης όπως υποχρεωθούν οι, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δι' αυτής, άνω εναγόμενοι, τους οποίους προσεπικαλεί, αφού δεν είναι διάδικοι στην κυρία δίκη, να της καταβάλλουν κάθε ποσό το οποίο θα υποχρεωθεί να καταβάλλει η ίδια σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κυρίας αγωγής, ως ασφαλίσασα τον, ως ζημιογόνο στην εν λόγω αγωγή φερόμενο, ιδιοκτησίας και τελούντος υπό την κατοχή του πρώτου (......), γεωργικού ελκυστήρος, καθόσον ο δεύτερος εξ αυτών (....), οδηγός του, κατείχε άδεια οδηγήσεως την 5η-7-2000, προ πολλού λήξασα και μη μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος (αλλ' ουδέποτε) ανανεωθείσα (= εστερείτο αδείας οδηγήσεως), αλλά και διότι κατά τον χρόνο εκείνο οδηγούσε το εν λόγω τρακτέρ υπό την επίδραση οινοπνεύματος, περιπτώσεις οι οποίες είχαν εξαιρεθεί της ασφαλιστικής καλύψεως με συμβατικούς όρους που αποδέχτηκε ο ασφαλισμένος, αφού στη μεταξύ τους καταρτισθείσα ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνονται και οι, υπό της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 8 και 6 της ΑΥΕ Κ4/585/1978 προβλεπόμενες, άνω εξαιρέσεις, ως συμβατικοί όροι, αλλά και διότι, κυρίως, η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση είχε ήδη, δια σιωπηράς των συμβαλλομένων συμφωνίας, από 17-3-2000, λήξει, την τοιαύτη δε της ασφαλίσεως λύση εγνώριζε, και δι' αντιστοίχου συμπεριφοράς του απεδέχθη, ο ασφαλισμένος, αφού 1) επεστράφη σ' αυτή ως μη παραλειφθέν το ασφαλιστικώς καλύπτον την από 17-3-1999 έως 17-3-2000 χρονική περίοδο "ανανεωτήριο" σήμα, χωρίς  να εκδοθεί νέο, 2) ουδόλως ο τελευταίος ανταποκρίθηκε στην, εκ της συμβάσεως, υποχρέωσή του,  προς καταβολή ασφαλίστρων της προηγηθείσης της 17-3-2000, αλλά και εν συνεχεία, χρονικής περιόδου, 3) ουδέποτε εδήλωσε προς εκείνη το επίδικο ατύχημα και 4) αμέσως μετά το ατύχημα τούτο, και ειδικότερα την 7-7-2000, συνομολόγησε αυτός μετά της υπό την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ" ασφαλιστικής εταιρίας, νέα, αφορώσα την από 7-7-2000 έως 7-7-2001 χρονική περίοδο, προς ασφαλιστική κάλυψη του ιδίου ελκυστήρος, ασφαλιστική σύμβαση, της εν λόγω (παρεμπιπτούσης) αγωγής ούσης νόμω βασίμου, ως ερειδομένης επί των διατάξεων των κατωτέρω άρθρων και των τοιούτων των άρθρων 2, 4, 9 , 10 Ν. ΓΠΝ/1911, 11 παρ. 1 Ν. 489/1976, 927 ΑΚ,  25 παρ. 6, 8 Κ4/585/1978 ΑΥΕ, 69 παρ. 1 δ', ε', 91, 88, 176 ΚΠολΔ.

   III. Εκ των εν συνδυασμώ λαμβανομένων διατάξεων των άρθρων 287, 914 ΑΚ, 4 εδ. α' Ν. ΓΠΝ/1911, 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι, η τελεσίδικη πολιτικού δικαστηρίου απόφαση, δια της οποίας τούτο 1) ανεγνώρισε την έννομη σχέση αδικοπραξίας ή της προς αποζημίωση υποχρεώσεως, της απορρεούσης όχι υποκειμενικώς αλλ' εκ της διακινδυνεύσεως για ζημίες εξ αυτοκινήτου και 2) εδέχθη αίτημα αποζημιώσεως (αναγνωριστικώς μόνο ή και καταψηφιστικώς) για κάποια ειδική ζημία, τελούσα σε αιτιώδη προς το ζημιογόνο γεγονός σύνδεσμο, αποτελεί δεδικασμένο ως προς το προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα της καθ' όλου αξιώσεως και της αντιστοίχου υποχρεώσεως προς αποζημίωση για κάθε δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτή παρισταμένων ιδιότητα διεξαχθησομένη, αφορώσα δε σε ειδική εκ του αυτού ζημιογόνου γεγονότος ζημία, του δεσμευομένου εντεύθεν δικαστηρίου οφείλοντος να θεωρήσει την καθ' όλου αξίωση προς αποζημίωση δεδομένη και να αποκρούσει κάθε περί αυτής αμφισβήτηση, εφόσον το νομικό καθεστώς δεν μετεβλήθη. Εξάλλου, εκ της διατάξεως του άρθρου 330 ΚΠολΔ, της οριζούσης ότι "το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν καθώς και σ' εκείνες που μπορούσαν να προταθούν αλλά δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή", εν συνδυασμώ ορωμένης: 1) προς τις καθιερούσες το συντρέχον του ζημιωθέντος πταίσμα, τόσον επί της υποκειμενικής εξ αδικοπραξίας ευθύνης (ΑΚ 914), όσο και επί της εκ της διακινδυνεύσεως (αρ. 2 του ΓΠΝ/1911) τοιαύτης, διατάξεις των άρθρων 300 του ΑΚ και 6 του ΓΠΝ/1911, αντιστοίχως, ως λόγο μειώσεως ή μη επιδικάσεως καν αποζημιώσεως, αναλόγως του διαπιστωθέντος βαθμού της συνδρομής υπαιτιότητος και 2) προς τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, της οριζούσης ότι η ένσταση πρέπει να έχει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν αυτή και τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, είναι ικανά προς στήριξη της ως άνω νομικής καταστάσεως της συνυπαιτιότητος, συνάγεται ότι η καταχρηστική περί αυτής ένσταση, η μη υπαγομένη στην κατηγορία των μη στηριζομένων επί αυτοτελούς δικαιώματος, δυναμένου ν' ασκηθεί και δια κυρίας αγωγής, σε μεταγενέστερη αγωγή, δια της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση μερικοτέρας αξιώσεως εξ αδικοπραξίας ή εξ αυτοκινητικού ατυχήματος, καλύπτεται εκ του δεδικασμένου, εάν η κυρία ενοχή εκ της αδικοπραξίας κλπ εκρίθη τελεσιδίκως, είτε προεβλήθη στην πρώτη περί της κυρίας ενοχής δίκη, είτε όχι, και θα αποκρούεται συνεπεία του δεδικασμένου ως απαράδεκτος. Εν προκειμένω, ο ώδε ενάγων, ως ζημιωθείς εκ της σωματικής βλάβης της προσγενομένης σ' αυτόν εκ του ιστορουμένου στην αγωγή αυτοκινητικού ατυχήματος, άσκησε τμηματικώς την αξίωσή του κατά της ιδίας εναγομένης, προς αποζημίωση εκ της εντεύθεν ζημίας, στο πλαίσιο της εξουσίας της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης. Ειδικότερον, ο ενάγων άσκησε κατ' αρχάς την από 5-5-2002 (υπ' αυξ. αριθ. καταθ. 1641/ΕΓα274/4-6-2002) αγωγή του, ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου και κατά της ιδίας εναγομένης, επιδιώξας αποζημίωση για τις σ' αυτή υλικές ζημίες και χρηματική λόγω ηθικής βλάβης ικανοποίηση εκ του ατυχήματος. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως κατά τη δικάσιμο της 23-9-2005 γενομένης, εξεδόθη, η μη, εξ ουδενός εκ των μερών, προσβληθείσα δια τακτικού ή εκτάκτου ενδίκου μέσου (βλ. περί επιδόσεως στην εναγομένη υπ' αριθμ. 9573Γ'/13-9-2006 έκθεση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητού Ιωάννη Ανάγνου και υπ' αριθμ. πρωτ. 2758/30-10-2006 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Λαμίας περί μη ασκήσεως κατ' αυτής τακτικού ή εκτάκτου ενδίκου μέσου), και ως εκ τούτου τελεσιδικήσασα, υπ' αριθμ. 48/2006 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δεχθείσα ειδικότερον ότι, Α) "….. Την 5η.7.2000 και περί ώρα 13.10 ο πρώτος ενάγων ....οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ΤΧ-... δίκυκλη μοτοσικλέτα του, στερούμενος της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας ικανότητας οδηγού, εκινείτο στην ΠΕΟ Λαμίας - Βόλου, με κατεύθυνση προς Λαμία, έχοντας αναπτύξει ταχύτητα 81 χιλιόμετρα την ώρα. Την ίδια ώρα ο ...., γεωργός, ηλικίας 70 ετών, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΑΜ-.... γεωργικό ελκυστήρα (τρακτέρ) εργοστασίου κατασκευής STAYER, ιδιοκτησίας του ...., ο οποίος ήταν ασφαλισμένος στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο στην αυτή οδό, με την ίδια κατεύθυνση, στο δεξιό άκρο αυτής, με μικρή ταχύτητα (20 χιλιόμετρα την ώρα) προπορευόμενος της μοτοσικλέτας περίπου 200 μέτρα. Στο ύψος της 12 χ/θ της ανωτέρω οδού, η οποία στο συγκεκριμένο σημείο είναι διπλής κατευθύνσεως, συνολικού πλάτους οδοστρώματος 6,60 μ. με σήμανση διπλής συνεχόμενης διαχωριστικής γραμμής, πινακίδας Κ-28δ, δηλαδή διακλάδωση από δεξιά με την κάθετη σε σχέση με την ΠΕΟ οδό προς Αυλάκι, πινακίδας Κ-15, δηλαδή «κίνδυνος λόγω διαβάσεως πεζών» και πινακίδα Ρ-32, με την οποία καθορίζεται ανώτατο όριο ταχύτητας 50 χλμ ωριαίως και είναι ευθεία σε μήκος ενός χιλιομέτρου, ενώ κατά την πιο πάνω ημεροχρονολογία και ώρα ο φυσικός φωτισμός ήταν επαρκής, η ορατότητα δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρή και η κυκλοφορία των οχημάτων κανονική, ο ...., οδηγός του ελκυστήρα, προτιθέμενος να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας, δηλαδή προς Βόλο, προκειμένου να κατευθυνθεί στο παρακείμενο κατάστημα - μηχανουργείο ...., το οποίο βρίσκεται επί της ΠΕΟ Λαμίας - Βόλου με πρόσοψη επί του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας, πραγματοποίησε όλως αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα στροφή προς τα αριστερά, χωρίς όμως να προειδοποιήσεις περί της τοιαύτης προθέσεώς του με το χέρι, εφόσον δεν λειτουργούσαν οι δείκτες κατευθύνσεως του οχήματός του (άρθρο 21 παρ. 2 του ΚΟΚ) και χωρίς να ελέγξει ότι μπορεί να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών κινουμένων επί της οδού, διέβη την προαναφερόμενη υπάρχουσα κατά μήκος διαγράμμιση (διπλή συνεχή λευκή διαχωριστική γραμμή) και εισήλθε κατά ένα μέρος στο αντίθετο ρεύμα πορείας, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την πορεία της μοτοσικλέτας. Ο οδηγός της τελευταίας, προσπάθησε, ανεπιτυχώς όμως, να αποφύγει την επ' αυτού πρόσκρουση πραγματοποιώντας αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά και χρησιμοποιώντας την πέδη, με αποτέλεσμα η μοτοσικλέτα να επιπέσει στη μεσαία αριστερή πλευρά του γεωργικού ελκυστήρα και να προκληθούν σοβαρές υλικές ζημίες και στα δύο οχήματα και να τραυματισθεί σοβαρά ο οδηγός της μοτοσικλέτας, που εκτινάχθηκε έξω από το οδόστρωμα, στο αντίθετο προς Βόλο ρεύμα κυκλοφορίας. Ενόψει των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, κυρίως υπαίτιος για την πρόκληση της ως άνω σύγκρουσης και του εξ αυτής τραυματισμού του οδηγού της μοτοσικλέτας είναι ο οδηγός του γεωργικού ελκυστήρα ....., ο οποίος λόγω της ελλείψεως της σε κάθε συνετό οδηγό προσήκουσας επιμέλειας και προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε εύκολα να καταβάλει, ενήργησε αλλαγή κατευθύνσεως προς τα αριστερά, για να εισέλθει ανεπίτρεπτα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και κινήθηκε καθέτως επί του οδοστρώματος χωρίς προηγούμενο έλεγχο και χωρίς καμιά προειδοποίηση και παρά το γεγονός ότι υπήρχε διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή, ευρισκόμενος μάλιστα υπό την επίδραση οινοπνεύματος, καθόσον όπως διαπιστώθηκε από την εξέταση του αίματός του, το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του ήταν 0,59 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος, ποσοστό το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της προαναφερόμενης ηλικίας του, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μείωσε αρκετά την αντίληψή του, καθώς και τον τρόπο αντιδράσεώς του, ενεργώντας συνεπώς κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 8, 12 παρ. 1, 21 παρ. 1,2, 23 παρ. 1,2, 42 και 78 ΚΟΚ. Συνυπαίτιος, όμως, του ατυχήματος είναι και ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ο οποίος λόγω του ότι δεν οδηγούσε έχοντας συνεχώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση του οχήματός του και χωρίς να ασκεί τον επιβαλλόμενο έλεγχο και εποπτεία του, ώστε να μπορεί οποτεδήποτε να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς αλλά και της απειρίας και της ανεπιτηδειότητάς του περί την οδήγηση, καθόσον όπως προαναφέρθηκε εστερείτο της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας ικανότητας οδηγού, όπως τούτο συνομολογείται από αυτόν, έχοντας μάλιστα αναπτύξει αυξημένη για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα 81 χιλιομέτρων την ώρα, αν και πριν από το σημείο της συγκρούσεως υπήρχε διασταύρωση και διάβαση πεζών, σημαινόμενες πινακίδες Κ-28δ και Κ-15, που επέβαλαν τη μείωση της ταχύτητας αλλά και πινακίδα Ρ-32 που καθόριζε ανώτατο όριο ταχύτητας 50 χιλιομέτρων την ώρα (άρθρα 94, 19 παρ. 1,2,3 ΚΟΚ), αν και αντελήφθη τον αντικανονικό προς τα αριστερά ελιγμό του προπορευόμενου γεωργικού ελκυστήρα από ικανή απόσταση, δεν κατάφερε να ακινητοποιήσει το όχημά του, αν και τροχοπέδησε επί 40,05 μ. Ενώ αν έβαινε με την κανονική ταχύτητα και οδηγούσε με σύνεση και προσοχή και αν ακόμη δεν προλάβαινε να ακινητοποιήσει το όχημά του, θα είχε μειωμένη επίπτωση στην πρόκληση των ζημιών σε αυτό και στις επελθούσες σωματικές βλάβες αυτού. Ακόμη, όμως, λόγω της προαναφερομένης αμελούς συμπεριφοράς του, δεν προέβη στον πλέον ενδεδειγμένο αποφευκτικό ελιγμό για την αποφυγή της συγκρούσεως που ήταν ο ελιγμός προς τα δεξιά. Ισχυρίζεται βέβαια αυτός ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ελιγμό προς τα δεξιά λόγω της θέσεως της μοτοσικλέτας του στο πίσω αριστερό μέρος του γεωργικού ελκυστήρα, κατά το χρόνο της αντικανονικής προς τα αριστερά κινήσεως του τελευταίου. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα, ότι προσπάθησε να κάνει αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά κρίνεται ως ουσία αβάσιμος και απορριπτέος, διότι αναιρείται κυρίως από το γεγονός της τροχοπεδήσεώς του επί 40,5 μέτρων, πράγμα που ασφαλώς δεν θα συνέβαινε στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η προς τα αριστερά αιφνίδια κίνηση του γεωργικού ελκυστήρα έλαβε χώρα όταν το όχημά του ευρίσκετο σε πολύ μικρή απόσταση από αυτόν. Το ποσοστό συνυπαιτιότητος καθορίζεται για τον οδηγό του γεωργικού ελκυστήρα σε ποσοστό 70% και για τον ενάγοντα σε 30%. Απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγομένης εταιρίας ότι η ένδικη σύγκρουση δεν θα είχε τα παραπάνω αποτελέσματα αν ο ενάγων φορούσε προστατευτικό κράνος, όπως υποχρεούται βάσει του άρθρου 102 παρ. 2 ΚΟΚ, δεδομένου ότι οι σοβαρές σωματικές βλάβες εντοπίζονται σε σημεία του σώματος που η χρήση του προστατευτικού κράνους δεν μπορούσε να αποτρέψει το αποτέλεσμα, συνεπώς λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράλειψης και αποτελέσματος ….." , Β) "……. Περαιτέρω, ο ενάγων εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος υπέστη βαριές σωματικές βλάβες και συγκεκριμένα κάκωση κρανίου μετά θλαστικών τραυμάτων, κάκωση θώρακος, λεκάνης - ισχύων, αντιβραχίου, κάκωση γονάτων άμφω, όπως διαπιστώθηκε από το Νομαρχιακό Νοσοκομείο Λαμίας όπου και μεταφέρθηκε και στο οποίο νοσηλεύτηκε για μια ημέρα, δηλαδή στις 6.7.2000. Εκεί, αφού υποβλήθηκε σε ερευνητική λαπαροτομία, διαπιστώθηκε οπισθοπεριτοναϊκό αiμάτωμα στον προκυστικό χώρο και στο Regine. Λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεώς του διακομίσθηκε στο περιφερειακό Νοσοκομείο Αθηνών «Ευαγγελισμός» και νοσηλεύθηκε στην Δ' Χειρουργική Κλινική από 6.7.2000 μέχρι 19.7.2000 διασωληνωμένος και σε καταστολή. Από τον ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκαν κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις με εμπύεσμα κρανίου, κατάγματα των πρώτων πλευρών άμφω, θλάσεις πνευμόνων, κατάγματα παραρινικών κοιλοτήτων. Αποσωληνώθηκε στις 12.7.2000 και στις 17.7.2000 μεταφέρθηκε στην Α' Ορθοπεδική Κλινική για περαιτέρω νοσηλεία. Στην κλινική αυτή διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί α. κάταγμα οπισθίου τοιχώματος κοτύλης δεξιά με πάρεση του περονιαίου νεύρου και υποβλήθηκε σε εσωτερική οστεοσύνθεση και β. κάταγμα ηβοϊσχιακών κλάδων άμφω. Εξήλθε από το παραπάνω νοσοκομείο στις 9.8.2000. Οι προαναφερόμενες σωματικές βλάβες του προκάλεσαν αναπηρία και παραμόρφωση στο δεξιό κάτω άκρο από το γόνατο μέχρι το πέλμα (περονιαίο δεξιό), ενώ έχει νεκρωθεί το ισχιακό νεύρο (πάρεση ισχιακού) και έχει παραμορφωθεί το πρόσωπό του από το εμπύεσμα στο κρανίο του ……" και Γ) "….. Αναφορικά δε με την ευθύνη της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και τον ισχυρισμό της περί μη ευθύνης της λόγω λήξης της συναφθείσας σύμβασης ασφάλισης και μη ανανέωσής της, αποδεικνύεται ότι το ζημιογόνο όχημα, δηλαδή ο γωργικός ελκυστήρας ήταν ασφαλισμένος στην ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Α.Ε.», για το χρονικό διάστημα από 17-3-1999 μέχρι 17-3-2000. Εκτοτε, παρόλο που το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα στις 5-7-2000, δηλαδή 4 μήνες περίπου μετά τη λήξη της τελευταίας ασφαλιστικής περιόδου, καλύπτεται εντούτοις ασφαλιστικά, εφόσον η σύμβαση ασφαλίσεως που συνομολογήθηκε με το τελευταίο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανανεώθηκε αυτοδίκαια, κατά τους όρους του νόμου, για ίσο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι 17-3-2001, που συμπεριλαμβάνεται το ατύχημα, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν επικαλείται ειδοποίηση του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη προς το άλλο, με συστημένη επιστολή του, τριάντα μέρες πριν το τέλος της παραπάνω τελευταίας ασφαλιστικής περιόδου για το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία γνωστοποίησε στον ασφαλισμένο της σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κωδ. ΠΔ 237/1986 την ακύρωση, λύση ή λήξη της προαναφερόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως, ούτε και ότι όταν συνέβη το ατύχημα είχε παρέλθει διάστημα 16 ημερών από την ως άνω γνωστοποίηση….." (βλ. άνω απόφαση). Ο αυτός ενάγων ήσκησε κατά της αυτής εναγομένης την από 14-2-2006 αγωγή του, δια της οποίας άρχισε η ένδικη διαφορά, αιτούμενος, κατά τ' ανωτέρω, χρηματική παροχή για άλλη, διαφορετική των δια της προηγουμένης αγωγής του ενδίκων, αιτία. Κατόπιν τούτων και των στην ηγουμένη αιτιολογία μνημονευομένων σκέψεων, περί της προς αποζημίωση καθ' όλου αξιώσεως του ενάγοντος έναντι της εναγομένης εκ του ενός και του αυτού αδικήματος, του αποτελέσαντος το προδικαστικό ζήτημα, γεννάται δεδικασμένο για την παρούσα επί του κυρίου ζητήματος δίκη και, συνεπώς, η αξίωση και η αντίστοιχη υποχρέωση θεωρούνται δεδομένες για την προκειμένη δίκη, καθόσον δεν επήλθε μεταβολή του διέποντος τη σχέση νομικού καθεστώτος, δ' ειδικότερον το εκ της, ως άνω, αποφάσεως πηγάζον δεδικασμένο καταλαμβάνει και καλύπτει το ζήτημα: α) της υπαιτιότητος των προκαλεσάντων το ένδικο ατύχημα οδηγών, β) των εκ του ατυχήματος προκληθεισών στον ενάγοντα σωματικών κακώσεων και βλαβών και της εκ τούτων επελθούσης σ' αυτόν αναπηρίας και γ) της υπό της εναγομένης εταιρίας ασφαλιστικής καλύψεως του ως αυτοκινήτου χαρακτηριζομένου γεωργικού ελκυστήρος. Περαιτέρω, εκ της διαλαμβανομένης στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη πρακτικά καταθέσεως της, ενόρκως επ' ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως μάρτυρος, επιμελεία του ενάγοντος, εξετασθείσης, εξαδέλφης του, ....., εκτιμωμένης κατά το λόγο γνώσεως και τον βαθμό αξιοπιστίας της μάρτυρος αυτής, και εξ όλων, χωρίς εξαίρεση, των εγγράφων, τα οποία μετ' επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή από αυτά δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η 1) διαλαμβάνουσα περί του ενάγοντος τη διάγνωση «πολυτραυματίας ΚΕΚ, κάταγμα κοτύλης ΔΕ, κάταγμα ηβοϊσχιακών κλάδων ΑΡ - πάρεση περονιαίου ΔΕ» υπ' αριθμ. 2839/25-9-2000 γνωμάτευση της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής του ΙΚΑ Λαμίας, 2) περί του ανωτέρω αναφέρουσα ότι πάσχει από «πλήρη παράλυση ΔΕ άκρου ποδός» υπ' αριθμ. 651/2000 γνωμάτευση της αυτής ως άνω επιτροπής του ΙΚΑ, 3) υπ' αριθμ. πρωτ. 771 και 781/12-3-2001 και 1782/30-5-2001, τρεις ιατρικές βεβαιώσεις του Νοσοκομείου Καρπενησίου, συμφώνως προς τις οποίες ο ανωτέρω πάσχει "από πλήρη παράλυση ΔΕ άκρου ποδός - μετατραυματική", "παράλυση άκρου ποδός (συνεπεία βλάβης του ισχιακού νεύρου δεξιά μετά από τροχαίο ατύχημα)" και "βαρεία μετατ. βλάβη δεξιού ισχιακού νεύρου (κνημιαία και περονιαία μοίρα - παράλυτος άκρου ποδός, κατάργηση ραχιαίας και πελματιαίας κλπ)", 4) υπ' αριθμ. 1665/7-12-2004 απόφαση Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Λαμίας περί απονομής συντάξεως μερικής αναπηρίας παρεχομένης σε ποσοστό 55%, 5) υπ' αριθμ. 1204/2-10-2002 απόφαση ιδίου Διευθυντού περί απονομής συντάξεως μερικής, ανερχομένης σε ποσοστό 55%, αναπηρίας, διαλαμβανούσης περί του ενάγοντος τη γνωμάτευση ότι πάσχει από "δυσχρησία ΔΕ σκέλους λόγω τροχαίου ατυχήματος με παράλυση ΔΕ ισχιακού νεύρου…..", 6) από 9-5-2006 γνωμάτευση (κατ' εντολή του ΙΚΑ) του ιατρού ....., ο οποίος "βρήκε", κατόπιν κλινικής εξετάσεώς του, ότι ο ενάγων παρουσιάζει αγχώδεις εκδηλώσεις - διαταραχή ύπνου, κατάθλιψη, κεφαλαλγίες κλπ και 7) από 8-2-2003 και από 22-9-2005 δύο ιατρικές γνωματεύσεις - πιστοποιητικά του νευρολόγου - ψυχιάτρου ......, ο οποίος πιστοποίησε ότι ο ανωτέρω παρουσιάζει έντονες διαταραχές μνήμης, ιδίως της προσφάτου, της συγκεντρώσεως και του συνειρμού, έντονη αγχώδη κατάθλιψη και ευσυγκινησία κλπ (βλ. ως άνω βεβαιώσεις και πιστοποιητικά), αποδεικνύεται ότι, ο, κατά το χρόνο του ατυχήματος άγων το 34ο έτος της ηλικίας του, ενάγων υπέστη, συνεπεία των εξ αυτού προκληθεισών σ' εκείνον ως άνω, μνημονευομένων στο υπό στοιχείο III-Β' της παρούσης σοβαρών σωματικών αλλά και ψυχικών βλαβών και κακώσεων, αναπηρία, συνισταμένη στη μερική αδυναμία να κινήσει με την παλαιά ικανότητα, ακρίβεια και ταχύτητα το δεξιό του πόδι και στην αδυναμία, λόγω της αγκυλώσεως και πάρεσης στο δεξιό κάτω άκρο, από το γόνατο μέχρι το πέλμα, και της πάρεσης του ισχιακού νεύρου, βαδίσεως και αυτοεξυπηρετήσεως, και συνεπαγομένη την έλλειψη κινητικής αυτονομίας, τη στέρηση της αυτοδυνάμου κινήσεως των μελών του σώματός του με φυσιολογικές κινήσεις που πραγματοποιεί κάθε άνθρωπος και την αδυναμία αυτού να σταθεί στα πόδια του. Εκ της εν λόγω αναπηρίας, αλλά και της σωματικής παραμορφώσεώς του, το μέλλον του καταφάσκεται πενιχρό και οδυνηρό, αφού η εν λόγω κατάσταση αυτού, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα επηρεάσει και οπωσδήποτε θα επιδράσει δυσμενώς, έως και καταλυτικώς, στον περαιτέρω (μελλοντικό) επαγγελματικό - οικονομικό και κοινωνικό - προσωπικό βίο του, και ειδικότερον, μεγάλως εκ της επιδράσεως σ' αυτό, θα πληγεί το επαγγελματικοοικονομικό του μέλλον, καθόσον θα αδυνατεί ν' ασκήσει οποιαδήποτε, απαιτούσα προς εκτέλεσή της, ορθοστασία και κίνηση των άκρων, επαγγελματική δραστηριότητα και θα μειονεκτεί και θα υστερεί έναντι των λοιπών προς πρόσληψη, παρ' οιουδήποτε εργοδότη, και προς παροχή οιασδήποτε εργασίας, ενδιαφερομένων, γεγονός που θα υποβαθμίσει ποιοτικά το μέλλον του, αφού θα στερηθεί της δυνατότητος της, δια της εργασίας, αναπτύξεως της προσωπικότητός του. Αλλά και το κοινωνικό του μέλλον δεν θα έχει καλύτερη τύχη, αφού εξ αυτής (αναπηρίας) περιορίζονται, έως αποκλεισμού, οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφές και δραστηριότητες. Για τον κοινωνικό περίγυρο θ' αποτελεί αδιάφορο κατ' ουσίαν αντικείμενο απλής συμπάθειας και ανεξόδου οίκτου και θα προκαλεί ποικίλα, μη κολακευτικά, και ενδεχομένως απαξιωτικά και δυσμενή και άλλα συναφή σχόλια, και υποσκάπτοντα την αυτοπεποίθηση, καταφρονητικά συναισθήματα, ενώ για μεγάλη μερίδα των συνανθρώπων του δεν θα είναι παρά "ο ανάπηρος, ο σακάτης". Στην προσωπική, τέλος, έκφανση του κοινωνικού του μέλλοντος, εντόνως θα καταγραφεί η απουσία συζύγου, αφού η δυνατότητα τελέσεως γάμου ενδεχομένως, έως αποκλεισμού, περιορίζεται, ή, έστω, η έλλειψη συντρόφου, αφού ήδη και προϊόντος του χρόνου θ' αδυνατεί ή ανεπαρκώς θ' ανταποκρίνεται στα, εκ της συμβιώσεως, καθήκοντα και απορρέουσες εν γένει υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα την συναισθηματική σύνθλιψη και μαρασμό του. Ετσι, ενώ τώρα άγει το 39ο της ηλικίας του έτος, δεν θα έχει σχεδόν καμία, για επαγγελματοοικονομική και κοινωνικοπροσωπική εξέλιξη, βάσιμη προσδοκία, αφού προς τούτο απαιτείται ικανότης κινήσεως και ορθοστασία, τις οποίες μόνο τα φυσιολογικά άτομα έχουν, αλλά και αυτοπεποίθηση και όραμα και ελπίδα για το μέλλον, το οποίο θα καταστήσουν ακόμη δυσμενέστερο και επαχθέστερο οι αναπόδραστα εκ της αναπηρίας του αυτής δημιουργούμενες έντονα πολλές φορές και αναπόφευκτα βιαίως κατά θετικό ή αρνητικό τρόπο εκδηλούμενες ψυχοβόρες ψυχολογικές αντιδράσεις. Ενόψει των ανωτέρω, και δοθέντος ότι η ως άνω κατάσταση της υγείας του θα επιδράσει οπωσδήποτε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αρνητικώς στο οικονομικό ιδία, αλλά και στο επαγγελματικό και κοινωνικό του μέλλον, το Δικαστήριο άγεται στη βάσιμη κρίση ότι αυτός πρέπει να υπαχθεί στην, υπό της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ διαλαμβανομένη, ρύθμιση, δικαιούμενος εντεύθεν ευλόγου, για την ως βάσιμο κριθείσα ανωτέρω αιτία, χρηματικής παροχής, ανερχομένης, βάσει του είδους και των συνεπειών της αναπηρίας και παραμορφώσεως αφενός, και της ηλικίας του αφετέρου, στο εξ ευρώ 80.000 ποσό και, μετ' αφαίρεση του αντιστοιχούντος στο άνω ποσοστό της συνυπαιτιότητός του ποσού, στο εξ ευρώ 56.000 τοιούτο. Πρέπει, κατ' ακολουθίαν, απορριπτομένων των απαραδέκτως, ως μη κατ' άρθρον 240 ΚΠολΔ επαναφερομένων προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμών της εναγομένης, η οποία "συνέραψε" προς τούτο τις διαλαμβάνουσες αυτούς πρωτόδικες προτάσεις της σ' αυτές της παρούσης συζητήσεως (βλ. ΑΠ 1107/2003 ΕλλΔνη 46, 160, ΑΠ 1154/2002 ΕλλΔνη 45, 459), να γίνει εν μέρει, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, δεκτή η κρινομένη αγωγή και ν' αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τελευταίας (εναγομένης εταιρίας) προς καταβολή στον ενάγοντα του ανωτέρω χρηματικού ποσού, νομιμοτόκως έως εξοφλήσεως από της, δια της προηγουμένης περί της ιδίας αξιώσεως, από 5-5-2002, αγωγής (υπ' αυξ. αριθμ. καταθ. 1540/ΕΓα258/28-5-2002) και γενομένης δια της επιδόσεως αυτής, σχετικής οχλήσεως. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του ενάγοντος, ανάλογο προς την έκταση της νίκης του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της μερικώς ηττωμένης εναγομένης και εφεσιβλήτου, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερον.  

   IV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 185, 189, 192 και 361 ΑΚ, 189 και 192 ΕμπΝ προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλίσεως καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών, συντελείται από τον χρόνο αποδοχής της αιτήσεως για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρά με την αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του ασφαλιστή. Εξάλλου, κατά το άρθρο 25 περ. 8 και 6 της Κ4/585/1978 αποφάσεως του Υπουργείου Εμπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978), αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία, όταν προξενείται σε χρόνο που ο οδηγός του οχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ , ή (και) από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος, το οποίο οδηγεί, άδεια οδηγήσεως, χωρίς τα αίτια της ελλείψεως αυτής να ερευνώνται, περιλαμβανομένης εντεύθεν στον εκ της ασφαλίσεως αποκλεισμό τόσον της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία ο οδηγός δεν είχε ζητήσει να λάβει τέτοια άδεια, όσο και εκείνης κατά την οποία είχε μεν λάβει τέτοια άδεια, αλλά μεταγενεστέρως, για κάποιο νόμιμο λόγο, η άδεια ανεκλήθη ή έληξε η διάρκεια ισχύος της. Και ναι μεν οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες, ως ευρισκόμενες εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 489/1976, αφού με αυτή δεν καθορίζεται κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά επιβάλλεται περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, όμως τέτοιες απαλλακτικές ρήτρες υπέρ του ασφαλιστή μπορούν να συμπεριληφθούν ως συμβατικοί όροι στην ασφαλιστική σύμβαση (άρθρα 189 και 192 ΕμπΝ και μετά την κατάργησή τους από το Ν. 2494/1997, άρθρο 1 παρ. 2 νόμου τούτου), οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, έχει όμως δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη. Οι ως άνω ρήτρες μπορεί να συμπεριληφθούν στη σύμβαση ασφαλίσεως αυτοτελώς, δι' ενσωματώσεως σ' αυτή αυτουσίων των όρων, είτε δι' αναφοράς στην, ως άνω, ΑΥΕ, ενώ ως επαρκής παραπομπή θεωρείται και η απλή αναφορά του αριθμού του ΦΕΚ, στο οποίο έχει δημοσιευθεί η εν λόγω ΑΥΕ, χωρίς πρόσθετη αναφορά των άρθρων της, αφού μέσω της παραπομπής αυτής στο ΦΕΚ είναι δυνατή η γνώση του περιεχομένου της ΑΥΕ. Για τη δέσμευση του ασφαλισμένου δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο απ' αυτόν, καθόσον η εκ μέρους του αποδοχή μπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρώς δια της παραλαβής του ασφαλιστηρίου, της καταβολής του ασφαλίστρου κλπ. Το ασφαλιστήριο είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό της συμβάσεως έγγραφο. Οι περιεχόμενοι σ' αυτό γενικοί και ειδικοί όροι, εκ των οποίων οι ειδικοί επικρατούν των γενικών, δεσμεύουν τον ασφαλισμένο και όταν ακόμα δεν υπέγραψε, εφόσον αυτός στηρίζει σ' αυτό τις αξιώσεις του, το επικαλείται και το προσκομίζει στο δικαστήριο. Εξάλλου, οι γενικοί όροι της ασφάλισης υπάγονται στην ευρύτερη κατηγορία των γενικών όρων των συναλλαγών. Στην ουσία πρόκειται για όρους που επιβάλλονται από τον ασφαλιστή στον αντισυμβαλλόμενο και ισχύουν σε όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις ορισμένου τύπου. Ειδικά στα αυτοκινητικά ατυχήματα, οι γενικοί όροι δεν επιβάλλονται από τον ασφαλιστή, αλλά διατυπώνονται στην άνω Κ4/585/1978. Δεν δικαιολογείται άγνοια των όρων από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν επιτρέπεται η τροποποίησή τους με συμφωνία των μερών ή μονομερώς από τον ασφαλιστή (ΑΠ 76/2005 ΕλλΔνη 46, 1414, ΑΠ 432/2004 ΕλλΔνη 47, 1009). Τέλος, παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος της, ως άνω, αναγωγής του ασφαλιστή, ασκούμενο και με παρεμπίπτουσα αγωγή, και μάλιστα πριν από την καταβολή στον ζημιωθέντα τρίτο κατ' άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ', ε' ΚΠολΔ, είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος, δεδομένου ότι στο νόμο δεν γίνεται καμία διάκριση, οι οποίοι ευθύνονται όχι από αδικοπραξία, αλλ' εκ του νόμου και της συμβάσεως εις ολόκληρον έκαστος έναντι του ασφαλιστή, που δικαιούται να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου, και τόκους και τη δικαστική δαπάνη, και δη νομιμοτόκως από της καταβολής (βλ. Αθ. Κρητικό, ο.π., παρ. 1970 επ., σελ. 672 επ.). Εν προκειμένω, εκ των αυτών, ως άνω, αποδεικτικών μέσων και εκ των μετ' επικλήσεως προσκομιζομένων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότης δεν αμφισβητείται (ΚΠολΔ 444 παρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4), αποδεικνύονται, ακολούθως, και δη μετά της προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως απαιτουμένης πειστικότητας, τα ως άνω, υπό τα στοιχεία III -Α', Β' και Γ', εκτιθέμενα, περί την πρόκληση και επέλευση του ατυχήματος, την υπαιτιότητα των πρωταγωνιστών οδηγών, τις προκληθείσες στον κυρίως ενάγοντα σωματικές βλάβες και κακώσεις που επέφεραν την μνησθείσα αναπηρία του και την ασφαλιστική κάλυψη του ζημιογόνου ελκυστήρος από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα, πραγματικά περιστατικά, ήτοι, εν συντομία, ότι, περί την 13.10 ώρα της 5ης-7-2000 ο, υπό του άγοντος τότε το 70ο έτος της ηλικίας του 2ου παρεμπιπτόντως εναγομένου, ....οδηγούμενος, ιδιοκτησίας του εκ τούτων 1ου, υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΑΜ-... γεωργικός ελκυστήρ (τρακτέρ) και η, υπό του κυρίως ενάγοντος οδηγουμένη, υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΤΧ-..... δίκυκλη μοτοσικλέτα, την αυτή προς την πόλη της Λαμίας και προς Βόλο άγουσα Π.Ε.Οδό ομορρόπως, με ταχύτητα μικρή (περί τα 20 χλμ/ώρα) ο πρώτος, και μεγάλη, πέραν της επιτρεπομένης των 50, ανερχομένης στα 81 χλμ/ώρα, ο δεύτερος, διατρέχοντες, στην 12η χ/θ της άνω οδού συνεκρούσθησαν, ότι κυρίως μεν, κατά ποσοστό 70% υπαίτιος της συγκρούσεως ήταν ο οδηγός του ανωτέρω ελκυστήρος, ο οποίος επραγματοποίησε όλως αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα στροφή προς τα αριστερά, χωρίς καμία προειδοποίηση, τελών μάλιστα υπό την επίδραση οινοπνεύματος, καθόσον το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του ήταν 0,59 g (ανά λίτρο), το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω της προαναφερομένης ηλικίας του, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μείωσε αρκετά την αντίληψή του, καθώς και τον τρόπο αντιδράσεώς του και συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος, ενώ αφετέρου (συν)υπαίτιος, κατά το ποσοστό 30%, της προκλήσεώς του υπήρξε και ο οδηγός της μοτοσικλέτας, ο οποίος οδηγούσε αυτή άνευ αδείας οδηγήσεως και με ηυξημένη κατά πολύ, ενόψει των συνθηκών της οδού, ταχύτητα, εκ της οποίας εστερήθη της δυνατότητος τελεσφόρου πέδης (ακινητοποιήσεώς της), και ότι ο ζημιογόνος ελκυστήρ ήταν ασφαλισμένος στην πρόσθεν παρεμπιπτόντως ενάγουσα εταιρία για την από 17-3-1999 έως 17-3-2000 χρονική περίοδο και μολονότι το ατύχημα έλαβε χώρα την 5-7-2000, εντούτοις ασφαλιστικώς καλύπτεται, εφόσον η σχετική σύμβαση που συνομολογήθηκε με το τελευταίο ασφαλιστήριο ανανεώθηκε αυτοδικαίως, κατά τους όρους του νόμου, για ίσο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι 17-3-2001, ενόψει του ότι εξ ουδενός των μερών γίνεται επίκληση ειδοποιήσεως δια συστημένης επιστολής προ 30 ημερών περί του αντιθέτου, και σε κάθε περίπτωση ουδόλως απεδείχθη ότι η ως άνω ενάγουσα γνωστοποίησε στον ασφαλισμένο της, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κωδ.ΠΔ 237/1986, την ακύρωση, λήξη ή λύση της επιμάχου ασφαλιστικής συμβάσεως, ούτε και ότι ο χρόνος του ατυχήματος τοποθετείται πέραν της 16ης ημέρας από της γνωστοποιήσεως. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο οδηγός του ως άνω ελκυστήρος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος: 1) εστερείτο αδείας ικανότητος οδηγού, αφού κατά τον κρίσιμο, ως άνω, χρόνο δεν είχε εκείνος ανανεώσει (θεωρήσει) την αρμοδίως από του έτους 1978 (17/6) εκδοθείσα υπ' αριθμ. ΦΧ/2032/17-6-1978 σχετική άδεια (οδηγήσεως), η ισχύς της οποίας έπαυσε μόλις εκείνος, άγων κατά τον του ατυχήματος χρόνο το 70ο έτος της ηλικίας του, συνεπλήρωσε το 65ο τοιούτο. Συνεπώς, ο εκ των παρεμπιπτόντως εναγομένων 2ος ήταν οδηγός, που κατά τον μνησθέντα χρόνο δεν είχε την υπό του νόμου προβλεπομένη άδεια οδηγήσεως, γεγονός το οποίο, ας σημειωθεί, ούτε ο ίδιος αμφισβητεί, αλλ' αντιθέτως καταθέτων προανακριτικώς ότι "…το δίπλωμά μου αμέλησα να το θεωρήσω …" ρητώς ομολογεί και 2) ετέλει υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ. Πράγματι, ενώ με την υπ' αριθμ. 13382Φ70511/4δ της 25/26-11-1977 ΦΕΚ Β'(1266) απόφαση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημοσίας Τάξεως «περί του τρόπου διαπιστώσεως χρήσεως οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών υπό των οδηγών ή πεζών κατά την οδήγηση οχημάτων ή εις τροχαία ατυχήματα», «η μεγίστη επιτρεπομένη συγκέντρωσις οινοπνεύματος εν τω αίματι, πέραν της οποίας το άτομον υπέχει ευθύνην είναι η των 0,50%0 ….», η "εν τω αίματι" εκείνου (άνω οδηγού), κατά τον χρόνο του ατυχήματος, δια της αιμοληπτικής μεθόδου μετρηθείσα υπό του Χημικού - Αστυνομικού ....., συγκέντρωση οινοπνεύματος υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπομένη, ανερχομένη σε 0,59%0 (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 3022/10/1195Β/8-8-2000 έκθεση εξετάσεως αίματος άνω αστυνομικού). Και ναι μεν η ποσότης αυτή απέχει της προς κατάφαση πλήρους μέθης απαιτουμένης, από 0,80%0 και άνω, τοιαύτης, οπότε και υφίσταται πλήρης απόδειξη, όμως ασφαλές, εν προκειμένω, εξάγεται συμπέρασμα περί του ότι ο ανωτέρω ετέλει υπό την επήρεια οινοπνεύματος και εκ της επιδειχθείσης κατά την οδήγηση του ελκυστήρος συμπεριφοράς του (όλως αιφνιδιαστικής και ανεξέλεγκτης, χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση, στροφής προς τα αριστερά), λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης ηλικίας του, αλλά και του χρόνου του συμβάντος (13.10 ώρα, δηλαδή μεσημέρι του μηνός Ιουλίου, δηλαδή θέρους), κρινομένης εντεύθεν της, ως άνω, στο αίμα του ... συγκεντρωθείσης, ποσότητος οινοπνεύματος ως αιτιωδώς συνδεομένης με την πρόκληση του ατυχήματος, αλλά και δικαιολογούσης την εις βάρος του απαγγελθείσα σχετική κατηγορία. Περαιτέρω, εκ των αυτών, ως άνω, αποδεικτικών μέσων, απεδείχθη, ότι, ο 1ος των παρεμπιπτόντως εναγομένων, Δημήτριος Μποβιάτσος, και η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία προήλθον σε κατάρτιση της υπ' αριθμ. 7076/195556/515550 1527, με αριθμό πρότασης 1007076, ασφαλιστικής συμβάσεως, δυνάμει της οποίας η δεύτερη ασφάλισε τον υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΦΘ - ... (και ήδη ΑΜ-...) γεωργικό ελκυστήρα, ιδιοκτησίας του πρώτου, για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες τρίτων, αλλά και για προσωπικά ατυχήματα οδηγού, του εν λόγω ασφαλιστηρίου, που φέρει την υπογραφή του ασφαλιστή, χωρίς για τη δέσμευση του αντισυμβαλλομένου - ασφαλισμένου ν' απαιτείται να υπογράφεται και υπ' αυτού, διαλαμβάνοντος στην πρώτη σελίδα, ευαναγνώστως, ότι, και δη επί λέξει, «η παρούσα ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 489/1976, της ΥΑ Κ4-585-78/ΦΕΚ 795, η οποία εκδόθηκε με εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 6 του Ν. 489/76, και τις διατάξεις του Ν. 2496/97, όπου δεν τροποποιείται από τους ως άνω ειδικούς νόμους, του Ν.Δ. 400/70 και τους συνημμένους ασφαλιστικούς όρους (γενικούς, ειδικούς και προαιρετικών καλύψεων), οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο και ενιαίο σύνολο μετ' αυτής. Οποιαδήποτε τροποποίηση ή μεταβολή του περιεχομένου της παρούσης σύμβασης είναι άκυρη εφόσον δεν φέρει την υπογραφή των νόμιμων εκπροσώπων της εταιρίας» (βλ. άνω ασφαλιστήριο). Εντεύθεν παρέπεται, ότι, οι περί των ως άνω όρων διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 8 και 6 της πιο πάνω ΑΥΕ, συμπεριληφθείσες στο μνησθέν ασφαλιστήριο δια παραπομπής (αναφοράς) στην εν λόγω ΑΥΕ και στο ΦΕΚ, στο οποίο αυτή έχει δημοσιευθεί, αποτελούν συμβατικούς όρους αυτού, μη αντιτιθεμένους σε καμία συνταγματική διάταξη, και η ισχύς των οποίων είναι αναμφισβήτητη, χωρίς να δικαιολογείται άγνοια αυτών από τα συμβαλλόμενα μέρη, και τους οποίους απεδέχθη ο εν λόγω εναγόμενος, που παρέλαβε το ασφαλιστήριο, αλλά και όπως ο ίδιος, την 18-11-2000, προανακριτικώς ως κατηγορούμενος εξεταζόμενος, ομολογεί, εγνώριζε ότι "ο γεωργικός ελκυστήρας από το έτος 1979 είναι ασφαλισμένος στην ασφαλιστική εταιρία ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ και παραδόξως την ημέρα του ατυχήματος ευρέθη ανασφάλιστος…. και έχω στραφεί εναντίον της εταιρίας και του ασφαλιστού", και το οποίο ενώπιον του προανακριτού επεκαλέσθη και ανεζήτησε για να το χρησιμοποιήσει. Τέλος, ουδόλως εκ των αποδείξεων προέκυψε ότι το, για το χρονικό διάστημα 17-3-1999 έως 17-3-2000, "ανανεωτήριο" σήμα απεστάλη στον ως άνω ασφαλισμένο, καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος αποστολής του, ούτε ότι ηρνήθη ο τελευταίος να πληρώσει σε εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της εταιρίας και σε ποίο τα ασφάλιστρα, το σχετικό δ' ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναζήτησε ο ασφαλισμένος αντισυμβαλλόμενος, προκειμένου, επιδεικνύων, να χρησιμοποιήσει τούτο στο Τ.Τ. Στυλίδος, μη θεωρών την σχετική σύμβαση λήξασα. Κατ' ακολουθίαν, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, αρκουμένη μόνο στο ότι τ' ανωτέρω υπ' αυτής, περί τη λήξη της ασφαλίσεως, "προκύπτουν", χωρίς όμως ουδόλως να μνημονεύει και το «πόθεν», αναποδείκτως διατείνεται ότι η μεταξύ αυτής και του αντισυμβαλλομένου της "σύμβαση ασφαλίσεως έληξε την 17-3-1999, άλλως την 17-3-2000, δεν καλύπτεται ασφαλιστικά", μόνον δε η συνομολόγηση υπό του αντιδίκου της μετά της, υπό την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ", εταιρίας, κατά την 7-7-2000, άλλης ασφαλιστικής, υπέρ του ελκυστήρος, συμβάσεως, δεν αρκεί προς σχηματισμό κρίσεως ομοίας προς την υπ' αυτής επικαλουμένη άνω άποψη, αφού η εν λόγω ενέργεια δεν αποδεικνύεται ότι προέκυψε εξ εμφιλοχωρησάσης, προ της ημέρας του ατυχήματος, αντιστοίχου προαιρέσεως (σιωπηρής διαθέσεως περί λύσεως της συμβάσεως). Μετά από όλα αυτά, το Δικαστήριο άγεται στη βάσιμη κρίση ότι η ανωτέρω αξίωση του, δια της κυρίας αγωγής, ενάγοντος, Ιωάννη Μιχαλίτση, εξαιρείται από την ασφάλιση, και νομίμως η ασφαλιστική εταιρία, επικαλουμένη τους εξαιρούντες αυτήν εκ της ασφαλιστικής καλύψεως, άνω όρους, προς τον ασφαλισμένο και τον οδηγό του ελκυστήρα, ζητά με την παρεμπίπτουσα αγωγή της να υποχρεωθούν εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλουν το ποσό που αυτή θα υποχρεωθεί (και υπό τον όρο) να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από της ημέρας της καταβολής, χωρίς με την ενέργειά της αυτή να ενεργεί καταχρηστικά, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, αφού δια της επικλήσεως των ως άνω, περί εξαιρέσεως εκ της ασφαλίσεως, όρων, δεν διαταράσσονται, και μάλιστα υπερμέτρως, ενόψει της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών, οι ισορροπίες των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και εν προκειμένω εις βάρος των ώδε εναγομένων, ούτε παραβλάπτονται τα οποιαδήποτε νόμιμα συμφέροντα των ανωτέρω καταναλωτών, ούτε άλλωστε με την κατάργηση των εν λόγω όρων θα μπορούσε να εμποδιστεί η επέλευση του κινδύνου που αποσκοπούν ν' αποτρέψουν οι συγκεκριμένοι όροι, αλλ' αντιθέτως η διατήρησή τους εξυπηρετεί εναργέστερα τους σκοπούς της ασφαλιστικής συμβάσεως, η οποία λειτουργεί έτσι με αυστηρότητα μεν για τον ασφαλισμένο, αλλά δικαιότερα για όλους τους καταναλωτές, αφού εμμέσως αποτρέπουν το κοινωνικό σύνολο από αποδοκιμαζόμενες υπό του νόμου και της κοινωνικής συνύπαρξης και συμβίωσης συμπεριφορές, όπως σαφώς είναι η οδήγηση γεωργικού ελκυστήρα υπό την επίδραση οινοπνεύματος (ποσότητος πέραν της ανώτατης επιτρεπομένης) και χωρίς άδεια οδηγήσεως, χορηγουμένης, σε περίπτωση λήξης, λόγω παρόδου του 65ου έτους της ηλικίας, κατόπιν ιατρικού ελέγχου περί της καταλληλότητος του ενδιαφερομένου οδηγού να χειρίζεται ακινδύνως για τον ίδιο αλλά και για πολλούς τρίτους τέτοιο όχημα.

   Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. ΓΠΝ/1911 «δια πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά την λειτουργίαν του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεις ο τε οδηγός και ο κατά το άρθρο 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος ή ο κάτοχος ενέχεται μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του αυτού, ως άνω, νόμου «….. κάτοχος του αυτοκινήτου θεωρείται και ο κατά τον χρόνον του ατυχήματος κατέχων το αυτοκίνητον, είτε κατά κυριότητα, είτε εκ συμβάσεως, εκμεταλλευόμενος δε αυτό ιδίω ονόματι, ως και ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος της κατοχής του αυτοκινήτου και χρησιμοποιών τούτο καθ' οιονδήποτε τρόπον ….». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι, κάτοχος του αυτοκινήτου δεν θεωρείται ο κατά τις διατάξεις του ΑΚ τοιούτος (δηλαδή εκείνος που ασκεί απλώς την επ' αυτού φυσική εξουσία - ΑΚ 974), αλλά εκείνος που εκμεταλλεύεται το αυτοκίνητο ως ιδιοκτήτης (κύριος ή επικαρπωτής), ή ο δικαιούμενος σε εκμετάλλευση του αυτοκινήτου, δυνάμει συμβάσεως μετά του κυρίου (λ.χ. μισθώσεως, χρησιδανείου, εταιρίας κλπ). Εισάγεται δηλονότι, για τον καθορισμό της εννοίας του κατόχου, το στοιχείο της εκμεταλλεύσεως του αυτοκινήτου, υπό την έννοια του προσπορισμού οικονομικού οφέλους από τη λειτουργία του, είτε υπό τη μορφή κέρδους, είτε υπό τη μορφή της εξυπηρετήσεως διαφόρων αναγκών του κατόχου. Συνεπώς, ο κύριος του αυτοκινήτου, που θεωρείται κάτοχος τούτου γιατί το χρησιμοποιεί για τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες, δεν αποβάλλει την ιδιότητα του κατόχου όταν το παραχωρεί ή επιτρέπει την οδήγησή του σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την ύπαρξη ιδιαίτερης συμβάσεως σχετικώς με την μεταβίβαση της κατοχής, αφού το προμνησθέν διακριτικό της κατοχής στοιχείο της εκμεταλλεύσεως εξακολουθεί να υφίσταται στο πρόσωπο του κυρίου. Επομένως, ο κύριος του αυτοκινήτου, το οποίο ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα, εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κατόχου, ακόμη και αν κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν το οδηγούσε ο ίδιος, αλλά τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το είχε εμπιστευθεί δυνάμει σχέσεως προστήσεως (ΑΚ 922), χωρίς να υπάρχει το επιπρόσθετο στοιχείο της εκμεταλλεύσεως του αυτοκινήτου από τον τελευταίο, οπότε η ευθύνη του προστήσαντος, γνησία αντικειμενική, εξακολουθεί να έχει αδικοπρακτικό χαρακτήρα. Ενόψει των ανωτέρω και αβιάστως, εκ του αυτού ως άνω αποδεικτικού υλικού, αποδεικνυομένου, ότι, ο, κατ' εντολήν του 1ου των παρεμπιπτόντως εναγομένων, χρησιμοποιούμενος υπό του εκ τούτων 2ου εντός και μόνον προς καλλιέργεια των αγρών εκείνου (1ου), γεωργικός ελκυστήρ, ο οποίος μόνον προς επισκευή εξαρτήματός του (κάποιου ανταλλακτικού) και όχι αυτογνωμώνως ή για άσχετη με τη λειτουργία του αιτία "διεκομίζετο" κατά τον κρίσιμο χρόνο υπό του οδηγού του στο οικείο συνεργείο (βλ. προανακριτικές τους καταθέσεις), είχε παραδοθεί στον 2ο παρεμπιπτόντως εναγόμενο προς φύλαξη για το χρονικό διάστημα που δεν προέβαινε ο τελευταίος σε καλλιέργεια των αγρών και συγκομιδή ελαιών (ελαιοκάρπου), μέσα στο οποίο εμπίπτει η χρονική στιγμή που συνέβη το τροχαίο ατύχημα, δηλαδή ήταν θεματοφύλακας και συνεπώς δεν είχε αυτός την κατοχή επί του ελκυστήρος, αλλά ο 1ος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ιδιοκτήτης αυτού, χωρίς ν' αποδεικνύεται, μετά της προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως απαιτουμένης πειστικότητος, σχετική, μεταξύ τους καταρτισθείσα, έστω και σιωπηρώς, σύμβαση, περί εκμεταλλεύσεως, υπό του οδηγού, του ελκυστήρος, εις τρόπον ώστε αυτός να καταστεί και κάτοχος αυτού, ο, υπό του κατόχου συνεπώς και κυρίου αυτού προβαλλόμενος, εκ του ως άνω άρθρου, ισχυρισμός (περί περιορισμού της ευθύνης του) πρέπει, ως αβάσιμος, ν' απορριφθεί, καθώς, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και η επικουρικά προβαλλομένη δήλωσή του - αίτημα περί παραχωρήσεως του ζημιογόνου οχήματος, αφού, εκ των αποδείξεων, ουδόλως απεδείχθη η πραγματική αξία του εν λόγω οχήματος μετά το ατύχημα, αλλά και οι λοιποί, για τον ίδιο λόγο (ως αβάσιμοι), βάσει όλων των ανωτέρω, στις παρούσες προτάσεις διαλαμβανόμενοι ισχυρισμοί του, ενώ οι του 2ου τοιούτοι (ισχυρισμοί) απαραδέκτως, ως μη κατ' άρθρον 240 ΚΠολΔ, επαναφέρονται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δια της συρραφής προς τούτο των διαλαμβανουσών αυτούς πρωτοδίκων προτάσεών του σ' αυτές της παρούσης συζητήσεως, σημειουμένου συναφώς ότι κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ,, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μόνο με τον πιο πάνω τρόπο επαναφέρονται στη δίκη για την έφεση οι ισχυρισμοί που είχαν προβληθεί στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου. Απαιτείται συγκεκριμένα τόσο η επανυποβολή τους, τουλάχιστον με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτοδίκων προτάσεων που τους περιέχουν, όσον και η προσκομιδή σε επικυρωμένο αντίγραφο των τελευταίων. Η συρραφή και ενσωμάτωση ολοκλήρου του κειμένου των προτάσεων που είχαν υποβληθεί στον πρώτο βαθμό, στις προτάσεις για το Εφετείο, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών που επαναφέρονται σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρώτων, που τους περιέχουν, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς των ισχυρισμών (βλ. ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 1107/2003 ΕλλΔνη 46, 160, ΑΠ 1154/2002 ΕλλΔνη 45, 459).

   Κατ' ακολουθίαν, η μετά της προσεπικλήσεως προς αναγκαστική παρέμβαση σωρευθείσα, ως άνω, παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει ως και κατ' ουσίαν βάσιμη να γίνει δεκτή και να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, νομιμοτόκως από της καταβολής, το ως άνω ποσό (κατά κεφάλαιο και τόκους, καθώς και τη δικαστική δαπάνη), που αναγνωριστικώς υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα (με τον όρο της προηγουμένης καταβολής του), σημειουμένου ότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να απαγορεύει στον ασφαλιστή να αξιώσει απ' τον ασφαλισμένο την δικαστική δαπάνη της δίκης αποζημιώσεως, ούτε εν προκειμένω οι εναγόμενοι επικαλούνται, αλλ' ουδ' απεδείχθησαν στοιχεία που να καθιστούν αδικαιολόγητη την προηγηθείσα δίκη αποζημιώσεως,  και να επιβληθούν στους παρεμπιπτόντως εναγομένους τα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 176, 183), κατά τα στο διατακτικό ειδικότερον.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Συνεκδικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων τις στο σκεπτικό μνημονευόμενες εφέσεις.

   Δέχεται τύποις και κατ' ουσίαν τις εφέσεις αυτές.

   Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 214/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.

   Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει τις στο σκεπτικό μνημονευόμενες από 14-2-2006 αγωγή του ..... και την από 30-8-2006 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή της, υπό την επωνυμία "ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ'' εταιρίας.

   Δέχεται μερικώς την πρώτη αγωγή.

   Αναγνωρίζει την υποχρέωση της δια της αγωγής αυτής εναγομένης, υπό την επωνυμία "ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ", εταιρίας, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων (56.000) ευρώ, νομιμοτόκως, όπως στο σκεπτικό ορίζεται.

   Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης - εφεσιβλήτου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

   Δέχεται την δεύτερη,  ως άνω, παρεμπίπτουσα αγωγή.

   Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα.

   Υποχρεώνει τους παρεμπιπτόντως εναγομένους, ......., να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 56.000 ευρώ, κατά κεφάλαιο, τόκους, καθώς και τη δικαστική δαπάνη, που ως άνω υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, με τον όρο της προηγουμένης καταβολής του, νομιμοτόκως από της καταβολής του.

   Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της εναγούσης, εκ ποσού επτακοσίων πενήντα (750,00) ευρώ, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 30 Νοεμβρίου 2007 και δημοσιεύτηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2007 στη Λαμία, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.