ΕφΛαμίας 213/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Έφεση - Συνεκδίκαση εφέσεων - Κυνηγετικό ατύχημα - Πλαγιαστική αγωγή - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Προσεπίκληση - Διάδικος - Δικονομικός εγγυητής - Επίδειξη εγγράφων - Σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης έναντι τρίτων - Λήπτης της ασφάλισης - Ομαδική ασφάλιση - Ενεργητική νομιμοποίηση - Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα -  Έγγραφα ποινικής δικογραφίας - Συντρέχον πταίσμα - Δικαστικά έξοδα -.

 

Συνεκδίκαση συναφών εφέσεων. Σκοπός, περιπτώσεις και άσκηση προσεπίκλησης. Η προσεπίκληση διαδίκου είναι απαράδεκτη. Δεν θίγεται η τυχόν ενωθείσα με την προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου. Απόρριψη ως αορίστου αιτήματος του εναγομένου για επίδειξη εγγράφων επειδή δεν διατυπώθηκε συγκεκριμένα ούτε συμπληρώθηκε με τις προτάσεις ότι ο ενάγων έχει στην κατοχή του τα έγγραφα αυτά. Ασφάλιση αστικής ευθύνης. Στην ομαδική ασφάλιση μετέχουν κατά κανόνα τρία πρόσωπα, ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος και ο λήπτης της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενος), ο οποίος μπορεί να συνάψει ασφάλιση για λογαριασμό άλλου (του ασφαλισμένου), που είτε κατονομάζεται, είτε δεν κατονομάζεται στη σύμβαση. Ο ασφαλισμένος δεν είναι μεν αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, αλλά είναι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, το πρόσωπο δηλ. που ορίστηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση. Πλαγιαστική αγωγή. Στην περίπτωση σύμβασης ασφαλίσεως αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, είναι η γένεση της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή. Όταν ο ζημιωθείς τρίτος με το ίδιο δικόγραφο ασκεί ευθεία αγωγή κατά του υπόχρεου σε αποζημίωσή του, που έχει ασφαλίσει την έναντι αυτού αστική ευθύνη του και πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή, δεν έχει προλάβει να συντρέξει η κατά τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ προϋπόθεση της αδράνειας του οφειλέτη και η πλαγιαστική αγωγή είναι απαράδεκτη ως προώρως ασκούμενη. Ασφάλιση μελών κυνηγετικού συλλόγου για την αστική τους ευθύνη έναντι τρίτων από ατύχημα κατά την άσκηση του κυνηγιού. Προσδιορισμός της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Καταδίκη των εναγομένων που ηττώνται στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος κατά την έκταση της ήττας τους.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 213/2009

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Πρόεδρο Εφετών, Θωμαΐτσα Πατρώνα και Χάϊδω Μπάρτζια, Εισηγήτρια, Εφέτες, και τη Γραμματέα Βασιλική Λάϊου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2009, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ των:

   Α] Του  εκκαλούντος: ..., κοινοτικού υπαλλήλου, κατοίκου Νέας Πεντέλης Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρου του, Δημήτριο Χριστοδούλου.

   Του εφεσίβλητου: ..., συνταξιούχου ΤΕΒΕ, κατοίκου Δημοτικού  Διαμερίσματος Βαθυκοίλου, του Δήμου Πελασγίας Φθιώτιδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρους του Ευθύμιο Καραΐσκο.

   Β] Της  εκκαλούσας: της εδρεύουσας στο Μαρούσι Αττικής,  Ανώνυμης Εταιρείας  Ασφαλίσεων Ζημιών με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Α.Ζ.», η οποίος εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Χρόνη.

   Του εφεσίβλητου: ..., συνταξιούχου ΤΕΒΕ, κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Βαθυκοίλου, του Δήμου Πελασγίας Φθιώτιδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρους του Ευθύμιο Καραΐσκο.

   O εφεσίβλητος και η εκκαλούσα, αντίστοιχα με τις από 12/09/2005 και 14/03/2006 αγωγή και ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση [αντίστοιχα με αριθμούς  πράξεως καταθέσεως 3071/Τ.Μ.154/2005 και 1505/ Τ.Μ.100/2006],  που απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ΄ αυτές. Το Δικαστήριο δικάζοντας την υπόθεση,  με την υπ. αριθ.139/2007 απόφασή του, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, και απέρριψε την ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση.

   Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες αντίστοιχα με τις από 17/12/2007 και από 03/01/2008 [ αντίστοιχα με αριθμούς καταθέσεως 1/2008 και 9/2008] εφέσεις τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   1.- Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατά της υπ' αριθμ. 139/2007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς. Πρωτοδικείου Λαμίας, συζητήθηκαν δύο εφέσεις: Ι) Η από 17-12-2007 και με αριθμό εκθέσεως 1/2008 και II) η από 3-1-2008 και με αριθμό εκθέσεως 9/2008. Και οι δύο εφέσεις είναι συναφείς, γιατί στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αφορούν στο ίδιο αυτοκινητικό ατύχημα. Πρέπει, λοιπόν, να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).-

   2.- Οι υπό κρίση εφέσεις των ηττημένων εναγομένων κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκαν εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση των σχετικών δικογράφων στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Συνεπώς οι εφέσεις είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.

   3.- Ο ... [ήδη εφεσίβλητος και στις δύο ως άνω εφέσεις] άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 12-9-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3071/ΤΜ 154/2005 κύρια και ευθεία αγωγή εναντίον 1) του ... [εκκαλούντος της με αριθμό έκθεσης 1/2008 έφεσης] και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΑΖ» [εκκαλούσας της με αριθμό έκθεσης 9/2008 έφεσης], εναντίον της οποίας με το ίδιο δικόγραφο άσκησε επικουρικά πλαγιαστική αγωγή, στην οποία ισχυριζόταν ότι στον αναφερόμενο σ' αυτήν τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος, που είναι ασφαλισμένος, ως μέλος του Κυνηγετικού Συλλόγου Αμαρουσίου Αττικής, για τις αξιώσεις τρίτων από τις βλάβες, που θα προκαλέσει κατά την άσκηση του κυνηγιού, στην δεύτερη εναγομένη, την ώρα που κυνηγούσε πετούμενα θηράματα, προκάλεσε από υπαιτιότητα του, σωματική βλάβη σ' αυτόν. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, 79.320 ευρώ για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επικουρικά, δε για την περίπτωση, που απορριπτόταν η ως άνω κύρια και ευθέως ασκηθείσα αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης, για το λόγο ότι δεν νομιμοποιούταν αυτός ενεργητικά να στραφεί εναντίον της και επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, ο πρώτος εναγόμενος παραμελεί, και αδρανεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεως του εκ του ασφαλίσματος εκ της ως άνω συμβάσεως, καίτοι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η πλαγιαστικώς εναγομένη, ασφαλιστική εταιρεία, είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ασφαλισμένο της - πρώτο εναγόμενο το ίδιο ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 14-3-2006 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1505/ΤΜ/100/2006 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση για παρέμβαση, με την οποία προσεπικάλεσε στη δίκη τη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία, ως δικονομική εγγυήτρια αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε την αγωγή και την προσεπίκληση, κατ' αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση [με αριθμό 139/2007], με την οποία απορρίφθηκε η προσεπίκληση ως απαράδεκτη, κρίθηκε νόμιμη η αγωγή (κύρια ευθέως ασκηθείσα και επικουρική πλαγιαστική), έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια [και ευθέως ασκηθείσα] αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα 21.000 ευρώ, ο δε πρώτος από αυτούς πέραν του ανωτέρω ποσού και το ποσό των 9.075 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, για την πλαγιαστική αγωγή σιγή αποφάνθηκε ότι παρέλκει η κατ' ουσίαν ερευνά της, ως άνευ αντικειμένου, μετά την ως άνω απόφανση του επί της ευθείας αγωγής. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονιούνται τώρα με τις υπό κρίση εφέσεις τους οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν α): ο μεν πρώτος εναγόμενος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί καθ' ολοκληρία η ένδικη αγωγή και να        γίνει δεκτή η προσεπίκληση για παρέμβαση, που έχει ασκήσει και β) η δε δεύτερη εναγομένη να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί καθ' ολοκληρία η αγωγή, άλλως να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων κάθε έφεσης.-

   4.- Με την προσεπίκληση σκοπείται ο εξαναγκασμός τρίτου να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη και να υποστεί τις συνέπειες της απόφασης. Τα υποκειμενικά όρια της δίκης  έναντι τρίτων με την προσεπίκληση διευρύνονται. Οι περιπτώσεις προσεπίκλησης αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά (άρθρα 86, 87 και 88 ΚΠολΔικ). Για την άσκηση της πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αφορούν το πρόσωπο του τρίτου ή στο αντικείμενο της δίκης. Πρέπει ακόμη να συντρέχουν και άλλες ειδικές προϋποθέσεις, ανάμεσα, στις οποίες και η ιδιότητα του προσεπικαλουμένου ως τρίτου. Δεν επιτρέπεται να προσεπικληθεί ήδη διάδικος (π.χ. άλλος συνεναγόμενος) εφόσον αυτός δεν είναι τρίτος. Τότε η προσεπίκληση είναι απαράδεκτη. Δεν θίγεται όμως η τυχόν με την προσεπίκληση ενωθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου (βλ. ΑΠ 245/2006 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 14-3-2006 προσεπίκληση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1505/ΤΜ 100/13-4-2006), [στην οποία, ας σημειωθεί, ότι δεν ενώνεται παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά της δεύτερης εναγόμενης], ο προσεπικαλών - πρώτος εναγόμενος προσεπικαλεί την συνεναγομένη του (δεύτερη εξ αυτών) στην ίδια κύρια δίκη, ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΑΖ», ως δικονομική του εγγυήτρια για να παρέμβει (στην άνοιγε Ίσα δίκη). Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας σκέψης η προσεπίκληση δεν είναι επιτρεπτή κατά το νόμο, εφόσον η προσεπικαλούμενη είναι διάδικος στην κύρια δίκη και επομένως τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την προσεπίκληση ως απαράδεκτη, με τις παραδοχές αυτές, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 74, 88 και 69 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλά σωστά, σύμφωνα με το νόμο, κήρυξε απαράδεκτο. Συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος της υπ' αριθμ. 1/2008 έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

   5.- Επειδή, κατά το άρθρο 450 παρ. 2 ΚΠολΔ κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη. Εκείνος δε ο διάδικος που έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει να υποχρεωθεί ο αντίδικος του στην επίδειξη των εγγράφων τα οποία κατέχει, μπορεί κατά το άρθρο 451 παρ.2 ΚπολΔ, να υποβάλλει στο δικαστήριο της κύριας δίκης το σχετικό αίτημα με τις προτάσεις του. Στη προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εναγόμενος κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν από την έναρξη της  αποδεικτικής διαδικασίας με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως, υπέβαλε το αίτημα να επιδείξει ο ενάγων ιατρική βεβαίωση από την οποία να προκύπτει α) το ποσοστό μείωσης της ακοής του και β) η ανάγκη λήψης βελτιωμένης τροφής. Το αίτημα αυτό, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον δεν διατυπώθηκε συγκεκριμένα, ούτε συμπληρώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι ο ενάγων έχει στην κατοχή του τα έγγραφα αυτά (ΑΠ 1334/2003 Επιδικία 2004/24, ΑΠ 953/2002 και ΑΠ 945/2002 δημοσιευμένες σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), ούτε ότι ο τελευταίος επικαλέστηκε αυτά (ΑΠ 945/2002 ο.π.}.

   Επομένως, η εκκαλουμένη, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε το αίτημα αυτό του πρώτου εναγομένου, ορθά εφάρμοσε το νόμο και όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον σχετικό λόγο της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

   6.- Επειδή στο άρθρο 26 του ν. 2496/1997, ορίζονται τα εξής: "Όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από το ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ... 3. Γεγονός που οδηγεί στην άρση ή τη λήξη της ασφαλιστικής σχέσης, δεν αντιτάσσεται κατά του τρίτου ζημιωθέντα παρά μόνο μετά πάροδο ενός (1) μηνός από τότε που ο ασφαλιστής το κοινοποιήσει στην υπηρεσία ή στο νομικό πρόσωπο που έχει ορισθεί για το σκοπό αυτόν ... 5. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται οι υπηρεσίες ή τα νομικά πρόσωπα που θα δέχονται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών, η διαδικασία ελέγχου τήρησης της υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και οι αναγκαίες λεπτομέρειες λειτουργίας υποχρεωτικών ασφαλίσεων αστικής ευθύνης. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται, αν δεν έχει προσδιορισθεί η υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο". Κοινή υπουργική απόφαση που να προσδιορίζει την εν λόγω υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο δεν έχει ακόμη εκδοθεί και, επομένως, οι ως άνω διατάξεις, που προβλέπουν ευθεία αξίωση του τρίτου σε περιπτώσεις υποχρεωτικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης δεν εφαρμόζονται (βλ. ΑΠ 1502/2008 ΕΕμπΔ 2009/77).

   Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 5 παρ. 2 εδ. β του ν. 2496/1997, που αφορά "την ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις)" και άρχισε να ισχύει από τις 16.5.1997, συνάγεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση ο συμβαλλόμενος ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στο συμβαλλόμενο λήπτη της ασφάλισης ή σε τρίτο το ασφάλισμα, δηλαδή την αποζημίωση έως το τυχόν συμφωνημένο ανώτατο όριο (ασφαλιστικό ποσό), όταν επέλθει ο ζημιογόνος κίνδυνος, από τον οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστικός κίνδυνος ή ασφαλιστική περίπτωση), κατά την τυχόν συμφωνημένη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης (βλ. ΑΠ 8/05 ΕΕμπΔ 2005.75). Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι στη διάταξη του αρθρ. 1 παρ.1 του ίδιου νόμου χρησιμοποιείται ο διεθνώς δόκιμος όρος "λήπτης της ασφάλισης" αντί του όρου "ασφαλισμένος") που χρησιμοποιεί ο ΕμπΝ, αφού το πρόσωπο, που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή, μπορεί να μην είναι ο ίδιος ασφαλισμένος. Για να καλυφθεί δε και αυτή η περίπτωση, αντί του περιγραφικού "προσώπου του ενεργούντος την ασφάλιση" που χρησιμοποιεί ο ΕμπΝ (αρθρ. 203) και του αόριστου όρου "αντισυμβαλλόμενος" προτιμήθηκε ο πιο πάνω όρος του "λήπτη της ασφάλισης" (βλ. Εισηγ. Έκθεση του ως άνω νόμου). Ειδικότερα κατά την παρ. 2 του αρθρ. 1 η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική του αξία ή την περιουσία, που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων, το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή, τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Από άποψη εσωτερικής λειτουργίας της ασφαλιστικής σύμβασης, των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και του τρόπου υπολογισμού της παροχής του ασφαλιστή, η ασφάλιση διακρίνεται σε ασφάλιση ζημιών και ασφάλιση ποσού, κατά δε τον ΑσφΝ και το νόμο για την επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλισης, σε ασφάλιση κατά ζημιών και ασφάλιση προσώπων. Στην πρώτη περίπτωση ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την αποκατάσταση της ζημιάς του ασφαλισμένου, ενώ στη δεύτερη την υποχρέωση να πληρώσει ορισμένο ποσό εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους ή να αποκαταστήσει τη συγκεκριμένη οικονομική ζημιά, που προήλθε εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. Ειδικότερα στην ασφάλιση προσώπων ένα ασφαλιστήριο μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα φυσικά πρόσωπα, η διάρκεια ή τα συμβάντα της ζωής των οποίων έχουν συνδεθεί συμβατικά με την υποχρέωση του ασφαλιστή για ασφάλισμα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με περισσότερους ασφαλισμένους σε μια ασφάλιση προσώπων, με την οποία ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι, κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις, υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Το είδος αυτό ονομάζουμε ομαδική ασφάλιση, θεσμό των συναλλαγών που βρίσκεται σε εξέλιξη και υπό διαμόρφωση, για τον οποίο ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο αρθρ. 29 παρ.3 ΑσφΝ, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ασφάλισης επί ομαδικής ασφάλισης ζωής. Στην ομαδική ασφάλιση μετέχουν κατά κανόνα τρία πρόσωπα, ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος και ο λήπτης της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενος), ο οποίος μπορεί να συνάψει ασφάλιση για λογαριασμό άλλου (του ασφαλισμένου), που είτε κατονομάζεται, είτε δεν κατονομάζεται στη σύμβαση (αρθρ. 9 παρ.1 ΑσφΝ). Αυτός δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ασφαλισμένου, αφού εδώ έχουμε ειδική ρύθμιση, διάφορη της αντιπροσωπείας του ΑΚ, αλλά στο όνομα του, γι' αυτό και στο πρόσωπο του κρίνεται η ικανότητα δικαιοπραξίας, ο δόλος, η πλάνη, η συμφωνία με τον ασφαλιστή, ενώ βαρύνεται παράλληλα με τα διάφορα καθήκοντα, όπως το καθήκον πληρωμής του ασφαλίστρου, το καθήκον αποφυγής ή μείωσης της ζημίας, το καθήκον επιτάσεως του κινδύνου κλπ (πρβλ. αρθρ. 9 παρ. 2 εδ. α' ν. 2496/97). Ο ασφαλισμένος δεν είναι μεν αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, αλλά είναι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, το πρόσωπο δηλ. που ορίστηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση. Η ομαδική ασφάλιση αποτελεί γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, που διέπεται από τα άρθρα 410 επ. ΑΚ, καθ' ο μέρος δεν τροποποιούνται από ειδικές διατάξεις του ν. 2496/1997 (βλ. ΑΠ 1895/2008 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 705/2005 ΕΕμπΔ 2006/370). Περαιτέρω ο τρίτος, που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλισμένου, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά του ασφαλιστή, όταν οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, αλλ' η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου, οπότε πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτον (βλ. ΑΠ 381/2008 ΧΡΙΔ 2008/837). Εξάλλου, από το άρθρο 72 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν ο οφειλέτης δεν ασκεί δικαστικά τα δικαιώματα του κατά του δικού του οφειλέτη, ο δανειστής του δικαιούται να ζητήσει δικαστική προστασία για λογαριασμό του, ασκώντας αυτός τα δικαιώματα του οφειλέτη του, εκτός από εκείνα, που έχουν στενά προσωποπαγή χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα αυτά, που δεν ασκεί ο οφειλέτης είναι κεκτημένα και απαιτητά. Ειδικότερα, στην περίπτωση σύμβασης ασφαλίσεως αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, είναι η γένεση της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή. Από το συνδυασμό δε των άρθρων 189, 195 του ΕμπΝ (άρθρα 25, 26 του ν. 2.496/1997) και 201 του ΑΚ συνάγεται, ότι η αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση αυτή κατά του ασφαλιστή γεννιέται, όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημίας του αγωγή. Τούτο δε, διότι από τότε επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή με εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου και από τότε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή. Κατά λογική ακολουθία, όταν ο ζημιωθείς τρίτος με το ίδιο δικόγραφο ασκεί ευθεία αγωγή κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση του, που έχει ασφαλίσει την έναντι αυτού αστική ευθύνη του και πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή, δεν έχει προλάβει να συντρέξει η κατά τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της αδράνειας του οφειλέτη, η πλαγιαστική αγωγή είναι απαράδεκτη ως προώρως ασκούμενη (βλ. ΑΠ 381/2008 ΧΡΙΔ 2008/837).

   Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων προς θεμελίωση της αγωγής του εναντίον της δεύτερης εναγόμενης, ασφαλιστικής εταιρείας, ιστορεί ότι είναι μέλος του Κυνηγετικού Συλλόγου Αμαρουσίου Αττικής, ο οποίος [Κυνηγετικός Σύλλογος Αμαρουσίου] έχει συνάψει με την δεύτερη εναγομένη σύμβαση ασφαλίσεως, με την οποία η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύπτει την αστική ευθύνη για πληρωμή αποζημιώσεως για σωματικές βλάβες (συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης), που τυχόν θα προκληθούν σε τρίτους από τα μέλη του, κατά την διάρκεια του κυνηγιού και της κυνηγετικής περιόδου και ζητεί να αναγνωριστεί ότι είναι υποχρεωμένη και αυτή να του καταβάλει, εις ολόκληρον με τον πρώτο ενάγοντα, την ως άνω αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση. Επικουρικά, επικαλούμενος ότι είναι δανειστής του πρώτου εναγόμενου, ασφαλισμένου, σύμφωνα με τα ιστορούμενα σ' αυτήν και σε προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά ζητεί, ασκώντας τα δικαιώματα του κατά το άρθρο 72 του ΚΠολΔ, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς τα αξιούμενα με την αγωγή ποσά. Έτσι, στο ίδιο δικόγραφο έχουν σωρευθεί κατά της δεύτερης εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας δύο αγωγές, η πρώτη, κύρια, ευθεία και η δεύτερη, επικουρικά, πλαγιαστική. Η ως άνω κύρια και ευθεία αγωγή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, όσον αφορά την δεύτερη εναγόμενη, ασφαλιστική εταιρεία, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 9 παρ. 1 του ν. 2496/1997 σε συνδ. με 410 επ., 914, 932, 330 εδ. β, 297, 298, 481, 346 του ΑΚ. Και τούτο, διότι με τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, η ένδικη ασφάλιση συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, οπότε ο ενάγων, τρίτος, που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του πρώτου εναγομένου, λόγω του τραυματισμού του, που έγινε υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες, από τον τελευταίο, την ώρα που κυνηγούσε κατά τη κυνηγετική περίοδο, και ήταν ασφαλισμένο μέλος του ως άνω συμβληθέντος κυνηγετικού συλλόγου, με την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, έχει ευθεία αξίωση κατά της ως άνω ασφαλιστικής. Ως εκ τούτου ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά να στραφεί ευθέως κατά της δεύτερης εναγομένης για να ικανοποιήσει την παραπάνω ένδικη αξίωση του. Η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε μεν νόμιμη την κύρια και ευθεία αγωγή, όσον αφορά την δεύτερη εναγόμενη, όμως στήριξε το νόμω βάσιμο αυτής στις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2496/1997, οι οποίες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη, δεν εφαρμόζονται και όχι στις προαναφερόμενες, που εφαρμόζονται εν προκειμένω. Συνεπώς έσφαλε αυτή περί τη νομική θεμελίωση της υπό κρίση αγωγής, πλην όμως και επειδή δεν αποδεικνύεται από τώρα και σφάλμα ως προς την ουσιαστική εκτίμηση της αγωγής, για τούτο και πρέπει να ερευνηθεί αυτή πλέον περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, με βάσει τις  προαναφερόμενες ορθές διατάξεις, στις οποίες θεμελιούται [ήτοι αυτές των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 9 παρ. 1 του ν. 2496/1997 σε συνδυασμό με άρθρα 410 επ. 914, 932, 330 εδ. β, 297, 298, 481, 346 του ΑΚ]. Κατ' ακολουθία τούτων ο σχετικός λόγος εφέσεως και των δύο υπό κρίση εφέσεων των εναγομένων, σύμφωνα με τον οποίο η κύρια και ευθεία αγωγή, όσον αφορά την εκκαλούσα - δεύτερη εναγομένη, έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, γιατί στην ασφάλιση αστικής ευθύνης ο τρίτος-παθών δεν δικαιούται από το νόμο να στραφεί απευθείας κατά του ασφαλιστή, πρέπει, μετά τα προαναφερόμενα, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

   Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η δεύτερη, επικουρικά ασκηθείσα, πλαγιαστική αγωγή του ενάγοντος κατά της δεύτερης εναγομένης, ως προώρως ασκηθείσα. Το πρωτοβάθμιο όμως δικαστήριο δεν απέρριψε την πλαγιαστική αγωγή ως απαράδεκτη, όπως όφειλε, αλλά την έκρινε παραδεκτή, ενώ ακολούθως, επειδή έκανε ουσιαστικά δεκτή κατά ένα μέρος την κύρια και ευθεία αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης, αποφάνθηκε σιγή ότι παρέλκει η κατ' ουσίαν έρευνα της πλαγιαστικής αγωγής, ως άνευ αντικειμένου. Επομένως, αφού το δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το παραδεκτό της πλαγιαστικής αγωγής λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), μπορεί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, εφόσον η εκκαλούσα -δεύτερη εναγόμενη ζητεί την απόρριψη της και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι' αυτήν. Ως εκ τούτου το δικαστήριο θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (ως προς το κεφάλαιο αυτό) και θα απορρίψει στη συνέχεια την πλαγιαστική αγωγή ως απαράδεκτη, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

   7.- Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως του) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων δύο φωτογραφίες, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και στις δύο εφέσεις, στις οποίες απεικονίζεται ο τόπος του ατυχήματος, το απεικονιζόμενο περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες (άρθρο 444 αριθμ. 3 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε στα πλαίσια της διενεργηθείσας από την αρμόδια αστυνομική αρχή προανακρίσεως, που λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το πρωί της 8-1-2005 και περί ώρα 11.30 π.μ. στη θέση «Καναπίτσα» της κτηματικής περιφέρειας Βαθύκοιλου του Δήμου Πελασγίας Ν. Φθιώτιδας, ο ενάγων συνέλλεγε άγρια χόρτα σε ένα ελαιοπερίβολο. Την ίδια ώρα, στην ίδια περιοχή και συγκεκριμένα σε παρακείμενο του κτήματος, εντός του οποίου βρισκόταν ο ενάγων, ρέμα, παραμόνευε, έχοντας πάρει την κατάλληλη θέση, ο πρώτος εναγόμενος, που κυνηγούσε πτηνά θηράματα και ήταν μέλος του Κυνηγετικού Συλλόγου Αμαρουσίου, ο οποίος, όπως θα αναφερθεί με λεπτομέρεια παρακάτω, είχε ασφαλίσει τα μέλη του για την αστική τους ευθύνη έναντι τρίτων από ατύχημα κατά την άσκηση του κυνηγιού, μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος στη δεύτερη εναγόμενη. Στη θέση δε που βρισκόταν αυτός (πρώτος εναγόμενος), που ήταν πιο χαμηλά, λόγω του πρανούς του εδάφους, είχε ορατότητα προς το μέρος όπου βρισκόταν ο ενάγων, που ήταν ελαιοπερίβολο με ελαιόδεντρα, σε απόσταση το ένα από το άλλο και ενδιάμεσα τους χαμηλή βλάστηση (βλ. κατάθεση μάρτυρα αποδείξεως στα πρακτικά συνεδριάσεως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό 139/2007, σε συνδυασμό με τις με επίκληση προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο δύο φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται ο τόπος του ατυχήματος). Όταν ο τελευταίος αντιλήφθηκε την ύπαρξη κάποιου θηράματος, στοχεύοντας προς αυτό πυροβόλησε με την κυνηγετική του καραμπίνα, όταν θεώρησε ότι το θήραμα ήταν στην κατάλληλη θέση [ήτοι κατά τη κυνηγετική ορολογία «την ώρα που είχε ισιώσει»], δίχως όμως προηγουμένως να κάνει γνωστή την εκεί παρουσία του στον ενάγοντα και ότι προτίθεται να πυροβολήσει, με σφυρίγματα, φωνητικά σήματα κλπ, όπως κάνουν συνήθως οι συνετοί οι κυνηγοί, λίγο πριν πυροβολήσουν, ώστε ο τελευταίος να προφυλαχθεί. Τότε, λοιπόν, επειδή πυροβόλησε χαμηλά [ήτοι σε μικρή απόσταση από το έδαφος σε κινούμενο στόχο (πουλί) κοντά στον ενάγοντα, κάποιο από τα σκάγια, που διασκορπίστηκαν, από το φυσίγγι του όπλου, κατά τον πυροβολισμό, έπληξε και τραυμάτισε στο αριστερό αυτί τον τελευταίο. Για τον ανωτέρω τραυματισμό, αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτούνταν, ώστε να αποφευχθεί το ως άνω ατύχημα, όπως θα έπραττε σε παρόμοια περίπτωση κάθε μέσος συνετός κυνηγός, που θα βρισκόταν υπό παρόμοιες συνθήκες. Ειδικότερα, ο πρώτος, εναγόμενος α) αρκέστηκε στο ότι κυνηγούσε εντός περιοχής όπου επιτρεπόταν το κυνήγι [ήτοι στο ως άνω ρέμα], χωρίς να λάβει υπόψη του ότι δίπλα σ' αυτό υπήρχαν ελαιοπερίβολα, γεγονός που καθιστούσε πολύ πιθανή την παρουσία ανθρώπων, ενόψει και της ώρας του ατυχήματος (ήταν, όπως προελέχθη, περίπου 11:30 π.μ.), κατά την οποία, με βάση τα διδάγματα κοινής πείρας, εκτελούνται καλλιεργητικές εργασίες στην ελληνική ύπαιθρο, β) κατά τη διάρκεια της αναμονής του θηράματος, είχε επικεντρώσει την προσοχή του μόνο στα μέρη, από τα οποία θα μπορούσε το θήραμα να εμφανιστεί και δε φρόντισε να ελέγχει περιοδικά οπτικά την ευρύτερη περιοχή. Αν έκανε τούτο, οπωσδήποτε θα είχε αντιληφθεί τον ενάγοντα, ο οποίος μάζευε χόρτα ήδη από τις 11,00 π.μ. περίπου σε απόσταση 70 μέτρων από αυτόν, γιατί όπως προαναφέρθηκε, είχε ορατότητα προς το μέρος όπου βρισκόταν ο τελευταίος και γ) πριν να πυροβολήσει δεν έκανε γνωστή την εκεί παρουσία του στον ενάγοντα και το ότι προτίθεται να πυροβολήσει, όπως κάνει ο μέσος συνετός κυνηγός, λίγο πριν πυροβολήσει. ’λλωστε ο πρώτος εναγόμενος με την υπ' αριθμ. 844/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας καταδικάστηκε για την υπό κρίση σωματική βλάβη από αμέλεια εις βάρος του ενάγοντος σε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών. Αντίθετα πραγματικά περιστατικά, που να στοιχειοθετούν συνυπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενάγοντος, δεν αποδείχτηκαν από κανένα στοιχείο. Ειδικότερα, αυτός βρισκόταν εκεί από τις 11.00 π.μ. περίπου, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ένδειξη για την ύπαρξη κυνηγών, κοντά στο αγρόκτημα που μάζευε χόρτα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι στο ημίωρο που μεσολάβησε από τότε που πήγε μέχρι και τη στιγμή του ατυχήματος (11.30 π.μ.) δεν είχε ακουστεί κανένας πυροβολισμός σε κοντινή με αυτόν απόσταση, ώστε να έχει κατά νου την τυχόν ύπαρξη στην περιοχή αυτή κυνηγών (βλ. σχετ. την κατάθεση του μάρτυρα ... σε συνδυασμό με την από 08-01-2005 προανακριτική κατάθεση του ενάγοντος). Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος για τον τραυματισμό του, που προεβλήθη κατ' ένσταση, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Κατ' ακολουθία τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απέρριψε την σχετική ένσταση των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμη και δέχθηκε τα ίδια, ως προς την  αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων. Γι' αυτό, πρέπει οι αντίστοιχοι λόγοι και των δύο εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονιούνται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την υπαιτιότητα, υποστηρίζοντας ότι για το ατύχημα είναι συνυπαίτιος και ο ενάγων -εφεσίβλητος, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

   Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι μετά το ατύχημα ο ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λαμίας, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη διάτρηση αρ. τυμπανικού υμένα από σκάγι πυροβόλου όπλου, το οποίο είχε ενσφηνωθεί εντός του κροταφικού οστού και για το λόγο αυτό εισήχθη στην ωτορινολαρυγγολογική κλινική, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος από την ημέρα του ατυχήματος (8-1-2005) μέχρι και τις 12-01-2005, που πήρε εξιτήριο με συστάσεις για λήψη κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, ανάπαυση στο σπίτι για 15 ημέρες και επανέλεγχο (βλ. σχετ. το υπ' αριθ. πρωτ. Κ/794/14-01-2005 πιστοποιητικό νοσηλείας του ιατρού ..., Επιμελητή Α' της Ω.Ρ.Λ. κλινικής του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Λαμίας). Η ως άνω σωματική βλάβη αυτού, είχε ως αποτέλεσμα ο ενάγων να υποστεί δια βίου μέτριου προς μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα αντιλήψεως άμφω, ιδίως αριστερά και να εμφανίζει συχνά επεισόδια ιλίγγου, αστάθεια της βαδίσεώς του από εμβοές του αριστερού ωτός του, ενώ το σκάγι παραμένει ενσφηνωμένο εντός του κροταφικού οστού (βλ. με επίκληση νόμιμα (άρθρα 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β', 453, 524 παρ.1 και 529 ΚΠολΔ) (ΟλΑΠ 14/2005 ΕλλΔνη 2005/702) προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο ιατρικά πιστοποιητικά έγγραφα: α) υπ' αριθμ. 1/5012/6-3-2007 πιστοποιητικό εξετάσεως του ίδιου ως άνω ιατρού του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Λαμίας, και β) την από 6-3-2007 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου-ψυχίατρου ...). Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα των 15 ημερών, μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο, που έπρεπε να νοσηλευτεί κατ' οίκον ο ενάγων είχε ανάγκη πρόσληψης ειδικής βελτιωμένης διατροφής, όπως προκύπτει από την κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα αποδείξεως, για την οποία το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνει ότι δαπάνησε ημερησίως το ποσό των 5 ευρώ, επιπλέον του ποσού που θα δαπανούσε συνήθως και όχι 6 ευρώ ημερησίως για διάστημα 24 μηνών, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του. Επομένως, η αποζημίωση που αυτός δικαιούται για την αποκατάσταση της ανωτέρω ζημίας του ανέρχεται στο ποσό των 75 ευρώ (ήτοι 5 ευρώ ετησίως Χ 15 ημέρες = 75 ευρώ συνολικά), το οποίο και έπρεπε να εκδικαστεί στον ενάγοντα. Τα ίδια έκρινε και η εκκαλουμένη και όπως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι' αυτό τα αντίστοιχα παράπονα και των δύο εφέσεων, που αναφέρονται στην ουσιαστική βασιμότητα του κονδυλίου αυτού της αγωγής, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

   Πέρα απ' αυτά το Δικαστήριο, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής,  λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η ως άνω αδικοπραξία, τον βαθμό πταίσματος του πρώτου εναγόμενου (αποκλειστική υπαιτιότητα), την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (πλην της δεύτερης των εναγομένων της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική), την ηλικία του ενάγοντος (ήταν κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος 64 ετών), όπως επίσης το είδος της σωματικής βλάβης που υπέστη αυτός και το μη αναστρέψιμο αυτής, κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και  ότι δίκαιη και εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτού για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη και είναι απότοκος της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς  του πρώτου εναγόμενου, είναι το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 ευρώ). Τα ίδια έκρινε  και η εκκαλουμένη και συνεπώς ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις.  Γι'  αυτό τα αντίστοιχα παράπονα και των δύο εφέσεων, που αναφέρονται στην ουσιαστική βασιμότητα του κονδυλίου αυτού της αγωγής, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, το σύνολο της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος από την σωματική βλάβη, που υπέστη, ανέρχεται στο ποσό των 30.075 ευρώ (75 ευρώ για δαπάνες λήψης βελτιωμένης τροφής κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του + 30.000 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) , για το οποίο [ποσό] έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη στις 23-08-2004 συνήψε με τον Κυνηγετικό Σύλλογο Αμαρουσίου Αττικής το υπ' αριθμ.57272/2004 ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης κυνηγών, με διάρκεια ασφάλισης από 31-08-2004 έως 30-08-2005 και με τους συνημμένους γενικούς και ειδικούς όρους, που το συνοδεύουν και αποτελούν ενιαίο σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης. Το συμβόλαιο αυτό αποτελούμενο από πρώτες σελίδες και τους γενικούς όρους που το συνοδεύουν, μαζί με τα δύο έντυπα δηλώσεων εναντίωσης κατ' άρθρο 2 παρ. 5, 6 του Ν. 2496/1997, το παρέλαβε, το μελέτησε και το αποδέχθηκε ο ως άνω Κυνηγετικός Σύλλογος, ο οποίος και κατέβαλλε στην δεύτερη εναγομένη και τα ασφάλιστρα για όσα από τα μέλη του-κυνηγούς της ζήτησε να ασφαλίσει, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος εναγόμενος. Με βάση το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο το ανώτατο όριο ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης ανέρχεται μέχρι του ποσού των 21.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων στο ποσό αυτό και τυχόν τόκων και δικαστικών δαπανών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 των γενικών όρων αυτού. Επομένως έπρεπε να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση που προέβαλε παραδεκτά η εναγόμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ανωτέρω ποσού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα. Η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε μεν βάσιμη κατ' ουσίαν την ένσταση αυτή, πλην όμως, μη εκτιμώντας σωστά τις αποδείξεις, δεν συμπεριέλαβε στο ανώτατο όριο ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης των 21.000 ευρώ και τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα, που υποχρεούται να πληρώσει. Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας δεύτερης εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.

   8.-  Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω και μη υπάρχοντος όσον αφορά και τις δύο ένδικες εφέσεις, άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει: Α) η από  17-12-2007 και με αριθμό εκθέσεως 1/2008 έφεση του πρώτου εναγομένου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του ηττημένου εκκαλούντος (άρθρο 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και  Β) η από 3-1-2008 και με αριθμό εκθέσεως 9/2008 έφεση της δεύτερης εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ακολούθως, πρέπει η εκκαλουμένη να εξαφανισθεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτελέσεως του τίτλου και το δικαστήριο, αφού κρατήσει και δικάσει την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει α) να απορρίψει ως απαράδεκτη την πλαγιαστική αγωγή, που άσκησε επικουρικά ο ενάγων κατά της δεύτερης εναγομένης και β) να γίνει δεκτή η κύρια αγωγή εν μέρει και να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος  εναγόμενος  είναι  υποχρεωμένος να πληρώσει στον ενάγοντα 30.075 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, εις ολόκληρον δε με αυτόν να αναγνωριστεί ότι είναι υποχρεωμένη και η δεύτερη εναγόμενη να  πληρώσει στον ενάγοντα το ποσό των 21.000 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλόμενοι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει τους εναγόμενους, που ηττώνται αλλά κατά την έκταση της ήττας τους (άρθρο 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).-

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συνεκδίκαση των εφέσεων που αναφέρονται στο σκεπτικό.-

   ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

   ΔΕΧΕΤΑΙ την από 17-12-2007 και με αριθμό εκθέσεως 1/2008 έφεση του πρώτου εναγομένου από τυπική άποψη και την απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιμη.-

   ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας και τα προσδιορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.-

   ΔΕΧΕΤΑΙ την από 3-1-2008 και με αριθμό εκθέσεως 9/2008 έφεση της δεύτερης εναγομένης από τυπική και ουσιαστική άποψη.

   ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθμ. 139/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.-

   ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.-

   ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την  επικουρικά  ασκηθείσα  από  τον  ενάγοντα πλαγιαστική αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης ως απαράδεκτη.

   ΔΕΧΕΤΑΙ την κύρια αγωγή εν μέρει.

   ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να πληρώσει στον ενάγοντα τριάντα χιλιάδες εβδομήντα πέντε (30.075) ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, εις ολόκληρον δε με αυτόν αναγνωρίζει ότι είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα και η δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 21.000 ευρώ, συνολικά μαζί με τους οφειλόμενους τόκους και τα δικαστικά έξοδα.

   ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 30 Ιουλίου 2009 και δημοσιεύτηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 στη Λαμία, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.