ΕφΛαμίας 212/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Έφεση - Αντέφεση - Δικαστικά έξοδα - Τράπεζες - Σύμβαση ενεχύρασης - Σύμβαση εκχώρησης - Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση - Νομάρχης - Έξοδα ν.π.δ.δ. - Αναγγελία - Δημόσια έργα - Επίδοση - Δικηγόρος - Προνόμια Ελληνικού Δημοσίου -.

 

Νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης και περαιτέρω έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων της. Παραδεκτή άσκηση αντέφεσης από τον εναγόμενο κατά του συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης επί εφέσεως του ενάγοντος με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής. Περαιτέρω έρευνα του λόγου ως προς την ουσία του σε συνεκδίκαση με την έφεση. Σε περίπτωση σύμβασης ενεχύρασης χρηματικής απαιτήσεως ονομαστικής τρίτου κατά  Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως υπέρ Τράπεζας, που συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρησή της, απαιτείται για το έγκυρό της να κοινοποιηθεί η σχετική αναγγελία στην αρμόδια για την πληρωμή ειδική υπηρεσιακή μονάδα (ταμιακή υπηρεσία οικονομικής διαχείρισης) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, (Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών) καθώς και «σωρευτικώς» στον οικείο Νομάρχη. Κοινοποίηση της εν λόγω αναγγελίας και στην αρμόδια για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης εντός δέκα πέντε ημερών από την επίδοση της αναγγελίας στην ως άνω αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Ακυρότητα της αναγγελίας λόγω μη τέλεσης όλων των απαιτούμενων κοινοποιήσεων. Ο συμψηφισμός, εν όλω ή εν μέρει, της δικαστικής δαπάνης λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Δεν περιορίζεται το ύψος της δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ν.π.δ.δ. που ηττάται διότι η νομική υπηρεσία του δεν διεξάγεται από το ΝΣΚ.  

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 212/2009

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτα Δάλλα Εισηγήτρια και Θωμαΐτσα Πατρώνα, Εφέτες, και τη Γραμματέα Βασιλική Λάϊου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2009, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ των:

   Α] Του  εκκαλούντος: Του Πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ - ΣΥΝ.ΠΕ», που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Κοκκαλάκη.

   Της εφεσίβλητης: Της «Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος», νομίμως εκπροσωπούμενης υπό του Νομάρχου Φθιώτιδος, που εδρεύει στη Λαμία, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευθύμιο Καραΐσκο,  Παναγιώτη Συγγούρη και Φωτεινή Κανέτη, σύμφωνα  με τις από 11/05/2009 δηλώσεις τους

   Β] Της  αντεκκαλούσας: Της «Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος», νομίμως εκπροσωπούμενης υπό του Νομάρχου Φθιώτιδος, που εδρεύει στη Λαμία, η οποία εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο,  σύμφωνα  με την από 11/05/2009 δήλωσή  του.

   Του αντεφεσίβλητου : Του Πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ - ΣΥΝ.ΠΕ», που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Κοκκαλάκη.

   Το άνω εκκαλούν και αντεφεσίβλητος, με την από 10/01/2004 και υπ.' αριθ. πράξεως καταθέσεως 197/ ΤΠ 12/ 22-01-2004 αγωγή του,  που απηύθυνε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο δικάζοντας την υπόθεση απέρριψε  την αγωγή, με την υπ' αριθ. 71/2007 απόφασή του.

   Την απόφαση αυτή προσέβαλαν το εκκαλούν και η αντεκκαλούσα, αντίστοιχα  με τις από 02/07/2007 και υπ' αριθ. πράξεως καταθέσεως του κ. Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας 162/ 09-07-2007 έφεση και από 26/07/2007 και υπ' αριθ. πράξεως καταθέσεως του Δικαστηρίου τούτου 287/27-07-2007 αντέφεση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

   Oι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Η υπό κρίση έφεση (αριθμ. εκθ. 162/09-07-2007 ) της ηττηθείσας ενάγουσας, κατά της υπ' αριθ. 71/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

   Η εφεσίβλητη άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντέφεση με την οποία προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλούμενης αναφορικά με τα έξοδα, παραπονούμενη ότι εσφαλμένα συμψηφίστηκαν κατ' άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ. λόγω του δυσερμήνευτου των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν , ενώ έπρεπε να επιδικασθούν υπέρ της, κατ' αρθ. 176 Κ.Πολ.Δ., λόγω της ήττας της ενάγουσας. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός, καθόσον, το κεφάλαιο περί εξόδων της αποφάσεως, συνέχεται αναγκαίως με την υπόθεση, αφού σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της εφέσεως ως προς την ουσία, εξαφανίζεται η απόφαση και ως προς την διάταξη της, περί εξόδων. Επομένως επί εφέσεως του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής, παραδεκτά ασκείται από τον εναγόμενο αντέφεση, κατά του συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, δεδομένου ότι δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το απαράδεκτο του άρθρου 193 ΚπολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι η προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο δεν συγχωρείται, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως, εφόσον η προσβολή της αποφάσεως ως προς τα έξοδα δεν είναι αυτοτελής, αλλά συνέχεται με την προσβολή της ως προς την ουσία της υποθέσεως, ανεξάρτητα του αν ο διάδικος που προσβάλλει την απόφαση ως προς τα έξοδα δεν είναι ο ίδιος που προσβάλλει αυτήν ως προς την ουσία (βλ. από Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»: ΕφΛαρ. 102/2004 Δικογραφ. 2004/319, ΕφΑθην. 4561/2003, ΕφΘεσ. 13/1993 ΕλΔνη 1994/645, ΕφΑθην. 9349/1986 ΕλΔνη 1989/327, Εφ.Αθ. 6240/1985 Δίκη 17.362, ΕφΑΘ 2463/1977 ΝοΒ 26/385).Συνεπώς και η αντέφεση είναι παραδεκτή (άρθρα 523 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ο λόγος της ως προς την ουσία του , αφού συνεκδικασθεί με την έφεση γιατί αφορούν την ίδια απόφαση και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (αρθ. 246, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

   Από τα άρθρα 1, 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», που, κατά τα άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 ΑΚ, συνάγονται τα εξής : Κατ' ειδική ρύθμιση του ως άνω ν.δ., για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή της Α.Ε.) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση δανείου (πιστώσεως) με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαιτήσεως οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης, όμως, βάσει του χρόνου γεννήσεως της, από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχύρασης, καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Κατ' ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου ν.δ., αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχύρασης στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας αλλά νομέας της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η εν λόγω δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφληση της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή ( Α.Π. 857/2004 ΧρΙΔ. 2005/52 και ΑΠ 1048/1998 ΕλλΔνση 1998/1571). Περαιτέρω, σύμφωνα και με το άρθρο 460 ΑΚ ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του, επί δε νομικών προσώπων στον κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπο τους. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως (ΠΔ 30/1996, ΦΕΚ Α', 21), ο Νομάρχης, μεταξύ των άλλων, εκπροσωπεί τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (που είναι αυτοδιοικούμενο κατά τόπο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου άρθρο 1 πδ 30/1996) δικαστικώς και εξωδίκως, διατάσσει την είσπραξη των εσόδων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και αποφασίζει για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού της (παρ. 1 περ. β', γ' και ε'), ενώ με το άρθρο 89 του Π.Δ. 30/1996, που αναφέρεται στην οικονομική διαχείριση, ορίζεται, στην παρ. 1, ότι «Η ταμιακή υπηρεσία των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων διεξάγεται από ειδική υπηρεσιακή μονάδα». Σύμφωνα δε με το άρθρο 95 του ίδιου Κώδικα, με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κανονίζονται τα θέματα τα σχετικά με τη βεβαίωση των εσόδων, την ανάληψη υποχρεώσεων, την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων, την ευθύνη και τον καταλογισμό σε βάρος των προσώπων που τα εκδίδουν και τα προσυπογράφουν, τη διαδικασία και το περιεχόμενο του ελέγχου των χρηματικών ενταλμάτων, τη χρηματική διαχείριση της ταμιακής υπηρεσίας, τη λογοδοσία των υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα ταμιών, τα βιβλία που πρέπει να τηρούν οι ταμιακές υπηρεσίες και γενικά την οικονομική διοίκηση και το λογιστικό των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, ενώ μέχρι να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα για το λογιστικό των Ν.Α., εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.δ. 496/1974 (ΦΕΚ 204 Α'), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και οι διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του. Περαιτέρω, το άρθρο 12 του ν.δ. 496/1974 που έχει τον υπότιτλο «Διάθεσις των πιστώσεων υπό των διατακτών», ορίζει στην παρ. 1 «Το διοικούν το ν.π.δ.δ. συλλογικόν όργανον, ως κύριος διατάκτης αυτού, διαθέτει τας αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ πιστώσεις ας δύναται να μεταβιβάζει δι' επιτροπικών ενταλμάτων εις έτερα όργανα εγκρίσεως δαπανών (δευτερεύοντας διατάκτας)», και στην παράγραφο 4 «Το διοικούν το νομικόν πρόσωπον συλλογικόν όργανον ορίζει εκκαθαριστήν των δαπανών αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ορίζεται υπό των κειμένων περί του νομικού προσώπου διατάξεων». Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ίδιου ν.δ. 496/1974 («Αναγνώρισις, εκκαθάρισις και εντολή πληρωμής εξόδων») «Τα έξοδα των νομικών προσώπων αναγνωρίζονται και εκκαθαρίζονται υπό των αρμοδίων οργάνων, βάσει των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων δι' έκαστον ν.π. ή είδος δαπάνης δικαιολογητικών, των αποδεικνυόντων την κατ' αυτών απαίτησιν, δυναμένων να συμπληρωθούν και δι' ετέρων στοιχείων καθοριζομένων δι' αποφάσεων του διοικούντος ταύτα συλλογικού οργάνου» (παρ. 1 εδ. α), ενώ «Δια την πληρωμήν οιουδήποτε εξόδου απαιτείται η έκδοσις χρηματικού εντάλματος» (παρ. 4). Το ίδιο άρθρο 13 του ν.δ. 496/1974 ορίζει στην παρ. 6 εδ. β' αυτού, ότι με Προεδρικό Διάταγμα, εκδιδόμενο με πρόταση του Υπουργού των Οικονομικών, ορίζεται «η διαδικασία εκκαθαρίσεως και εντολής πληρωμής των εξόδων των νομικών προσώπων υπό της οικονομικής αυτών υπηρεσίας ή των δια των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος προβλεπομένων Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων», ενώ με το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 496/1974 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση Π.Δ/των σχετικά με τη σύσταση Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων στα ν.π.δ.δ. καθώς και την ανάθεση εκκαθάρισης και εντολής πληρωμής των δαπανών νομικών προσώπων σε ήδη υφιστάμενες Υπηρεσίες Εντελλομένων Εξόδων. Ακόμη, το άρθρο 53 του αυτού ν.δ. 496/1974, υπό τον τίτλο «Κατάσχεσις εις χείρας του ν.π. και   εκχώρησις»   ορίζει  τα   εξής:   «…1.   Δια   πάσαν   κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριον ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμοδίαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριον κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθού η κατάσχεσις και εις την αρμοδίαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεως του εις την αρμοδίαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2. Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατάξεις, είναι άκυρος…». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι προκειμένου για σύμβαση ενεχύρασης χρηματικής απαιτήσεως ονομαστικής τρίτου κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως υπέρ Τράπεζας, συνεπαγόμενης εκ του νόμου εκχώρησή της, απαιτείται, για το έγκυρό της, να κοινοποιηθεί η σχετική αναγγελία στην αρμόδια για την πληρωμή ειδική υπηρεσιακή μονάδα (ταμιακή υπηρεσία οικονομικής διαχείρισης) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, (Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών) καθώς και «σωρευτικώς» στον οικείο Νομάρχη, ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (κύριος διατάκτης, ως αποφασίζων για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Ν.Α.). Επίσης , εντός δέκα πέντε ημερών από την επίδοση της αναγγελίας στην ως άνω αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να κοινοποιηθεί η αυτή αναγγελία και στην αρμόδια για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 87 παρ. Ι εδ. γ του ΠΔ 30/1996 («Την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής των εξόδων των Ν.Α. ενεργούν οι Υπηρεσίες Εντελλομένων Εξόδων που λειτουργούν στις Ν.Α. και υπάγονται στον Υπουργό των Οικονομικών»). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 7 και 8 Ν. 1418/1984, 40 παρ. 1 και 7 Π.Δ. 609/1985, 18 του Ν. 1947/1991, 2 παρ. 6 του Ν. 2229/1994 και 1 επ. του Π.Δ. 186/1996 προκύπτει ότι, προκειμένου περί έργου νομαρχιακού επιπέδου, εκτελούμενου από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, και υπαγόμενου στις διατάξεις περί δημοσίων έργων του Ν. 1418/1984 και ΠΔ 609/1985, αρμόδια υπηρεσία της Ν.Α. για την εκκαθάριση της αμοιβής του αναδόχου του έργου (έλεγχος των οικείων λογαριασμών και πιστοποίηση των εργασιών) και για την έκδοση της εντολής πληρωμής της είναι η διευθύνουσα υπηρεσία, ήτοι η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της κυρίας του έργου Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Στην περίπτωση που δεν γίνουν όλες οι κοινοποιήσεις αυτές (σωρευτικώς), οι οποίες οπωσδήποτε δεν αναπληρώνονται από την ευθεία αναγωγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης από τον εκδοχέα, δεν επέρχεται το μεταβιβαστικό της απαιτήσεως αποτέλεσμα της συμβάσεως εκχωρήσεως έναντι της οφειλέτιδος Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, δεδομένου ότι ρητά θεωρείται, με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 53 του ν.δ. 496/1974, η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γενόμενη αναγγελία, ως άκυρη. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και μπορεί να προταθεί τόσο από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, όσο και από οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη δε και να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 480/2006 από Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Γνωμ.ΝΣΚ 6/2006 σε Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και ΑΠ 176/1974, Εφ. Αιγαίου 268/2004).

   Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας ΣΥΝ.ΠΕ στην από 11/09/2003 αγωγή της , εκθέτει ότι, είχε χορηγήσει στην εταιρεία με την επωνυμία « Κοινοπραξία ΕΛΙΞ Α. Τ.Ε.-ΔΟΜΟΜΗΧΑΝ1ΚΗ Α.Τ.Ε.» πίστωση συνολικού ύψους 350.000.000 δραχμών, με βάση τις αναφερόμενες συμβάσεις πίστωσης, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Ότι για την εξασφάλιση της εν λόγω απαίτησης η πιστούχος εταιρεία, με την από 4-3-1998 σύμβαση ενεχύρου, ενεχύρασε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. δ. 17.7/13.8.1923, στην ενάγουσα, απαίτηση συνολικού ποσού 147.688.800 δραχμών, που διατηρούσε κατά του εναγόμενου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας», ως εργοδότη, από την εκτέλεση και παράδοση του έργου, που αναλυτικά περιγράφεται στην ίδια αγωγή, το οποίο είχε αναλάβει να εκτελέσει για λογαριασμό του ως εργολάβος, με σύμβαση έργου, διεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του πδ 609/1985. Ότι το έργο αυτό ολοκληρώθηκε με συνολική δαπάνη 322.655.027 δρχ., εκδόθηκε δε γι' αυτό από την αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου (Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Ν.Α.Φ.), η αναφερόμενη στην αγωγή πιστοποίηση και αντίστοιχη εντολή πληρωμής υπέρ της αναδόχου του έργου πιστούχου για το ανωτέρω ποσό, στο οποίο περιλαμβάνονταν και εκείνο που εκχωρήθηκε εκ δραχμών 186.065.400. Ότι αντίγραφο της εν λόγω συμβάσεως ενεχύρου, που συνεπαγόταν αυτοδικαίως την εκχώρηση της ενεχυρασμένης απαιτήσεως προς την ενάγουσα , κοινοποιήθηκε από την τελευταία στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας. Και ότι παρόλο που το εναγόμενο όφειλε να καταβάλει στην εκδοχέα ενάγουσα, το ποσό της ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαιτήσεως της πιστούχου εταιρείας, από την παραπάνω αιτία, παρανόμως αρνείται να προβεί στις καταβολές αυτές. Ζητεί δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των δραχμών 186.065.400 ή 546.046,66 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

   Σύμφωνα, όμως, με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω σχετικά με τις εφαρμοζόμενες εν προκειμένω διατάξεις, για να είχε η επίδοση της επίμαχης σύμβασης ενεχύρασης τα αποτελέσματα της αναγγελίας της εκχωρούμενης απαίτησης, έπρεπε να γίνει αυτή (επίδοση) σωρευτικά στην αρμόδια για την πληρωμή ειδική υπηρεσιακή μονάδα του εναγομένου (Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών) και στον οικείο Νομάρχη (Φθιώτιδας), ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο αυτού. Οι επιδόσεις, όμως, αυτές δεν έλαβαν χώρα σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς και δεν αρκεί η επικαλούμενη επίδοση της σύμβασης στο εναγόμενο. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται από την ενάγουσα στην αγωγή, αλλά και αποδεικνύεται από την προσαγόμενη και επικαλούμενη υπ.' αριθ. 10047β'/06-03-1998 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λαμίας Κ. Μ., η σύμβαση ενεχυράσεως παραγγέλθηκε να επιδοθεί μόνο στην «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας», όπου και παραλήφθηκε από την νόμιμο αναπληρωτή του Νομάρχη Φθιώτιδας και υπεύθυνη για την παραλαβή των εγγράφων. Δεν κοινοποιήθηκε, όμως, ούτε στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, ως μόνη αρμόδια για την πληρωμή ειδική υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ούτε εντός δέκα πέντε ημερών από την επίδοση της αναγγελίας στην ως άνω αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, στην Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών, ως μόνη αρμόδια για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ούτε στο Δημόσιο Ταμείο (Δ.Ο.Υ.) Συνεπώς, η αναγγελία της σύμβασης ενεχύρασης δεν έγινε νόμιμα και προς την άνω αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία του ν.π.δ.δ. και στο αρμόδιο για την αναγνώριση της ίδιας δαπάνης όργανο αυτού και έτσι, ως απολύτως άκυρη, δεν επέφερε τα αποτελέσματα της εκχώρησης, δηλαδή η ενάγουσα δεν απέκτησε το δικαίωμα να ασκήσει την τακτική αγωγή από την απαίτηση, όπως αυτή απορρέει από κάθε μια εργολαβική σύμβαση, και να εισπράξει αυτή και εντεύθεν η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη για έλλειψη σχετικώς νομιμοποίησης της ενάγουσας (βλ. και ΑΠ 480/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και σε Ελλ.Δνη 49 σελ. 45 458) του εναγομένου υποχρεουμένου να προχωρήσει στην καταβολή της ένδικης απαίτησης , στο νόμιμο δικαιούχο, όπως και έχει ήδη γίνει κατά τα αναγραφόμενα στην αγωγή. Επομένως , το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον Νόμο και ειδικότερα τις άνω διατάξεις των άρθρων 460 ΑΚ, 12, παρ. 1, 13, παρ. 1, 4, 6β, 14, παρ. 1, 2, 53 ν.δ. 496/1974 και 95 ΠΔ 30/1996, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στους, συναφείς και αλληλοσυμπληρούμενους, λόγους έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς ερεύνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της.

   Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς των άρθρων 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 98 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων, σαφώς συνάγεται ότι τα έξοδα της κατ' έφεση δίκης επιβάλλονται στον ηττώμενο διάδικο και ορίζονται κατά την κρίση του δικαστηρίου αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών σ' αυτήν περιστάσεων και γενικά των ενεργηθεισών δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών (ΑΠ 1584/1997 Ελλ.Δνη 39. 1284, ΑΠ 1/1997 Ελλ.Δνη 38. 1543). Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη πάντα τα προαναφερόμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αξία της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, της οποίας το αντικείμενο είναι ποσό ύψους 186.065.400 δραχμών ή 546.046,66 ευρώ, κρίνει ότι η επιβλητέα σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας Συνεταιριστικής Τράπεζας Λαμίας ΣΥΝ. ΠΕ. και υπέρ της νικήσασας  εφεσίβλητης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας (ΝΠΔΔ) δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ανέρχεται στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ και όχι σε εκείνο των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι (10.920) ευρώ, που ζητεί αυτή (εφεσίβλητη) με τις προτάσεις της, υπολογίζοντας το ύψος της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα σ' αυτές, με βάση τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων ( ήτοι 546.046,66 ευρώ χ 2% = 10.920 ευρώ, άρθρ. 107, 110 εν λόγω Κώδικα).-

   Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ.), ενώ ο συμψηφισμός, εν όλω ή εν μέρει, της δικαστικής δαπάνης λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007 σε ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της ασκηθείσας με ιδιαίτερο δικόγραφο αντέφεσης η εφεσίβλητη - αντεκκαλούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας, ισχυρίζεται ότι με την αντεκκαλουμένη απόφαση συμψηφίστηκαν εν όλω τα δικαστικά έξοδα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 179 του Κ.Πολ.Δ., λόγω του δυσερμηνεύτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, ενώ θα έπρεπε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 176 του ίδιου Κώδικα, να καταδικασθεί η ενάγουσα και ήδη αντεφεσίβλητη Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας ΣΥΝ. ΠΕ. στη δικαστική δαπάνη της, σύμφωνα με τον κατάλογο αμοιβών  που είχε υποβάλλει για εκκαθάριση, κατά τα άρθρα 189 - 191 Κ.Πολ.Δ. και 100 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων. Ο μοναδικός αυτός λόγος της αντέφεσης είναι παραδεκτός, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αφού με την έφεση προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρ. 193 Κ.Πολ.Δ.), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσία. Τούτο δε διότι και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση νόμιμος κατ' ουσία λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Τέλος η αντεκκαλούσα πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αντεφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρ. 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και υπ' αριθμ.1085081/1473/Α0012/24.9.2003 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ΦΕΚ 1960 τ. Β'/31.12.2003), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειούται ότι, το γεγονός ότι το ΝΠΔΔ που ηττάται απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των προνομίων που παρέχονται στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρ. 99 §§ 1, 2 ΠΔ 30/1996, 28 Ν. 2579/1998) δεν συνεπάγεται τον κατ' άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 περιορισμό του ύψους της σε βάρος του δικαστικής δαπάνης και τούτο διότι η νομική υπηρεσία αυτού δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1617/1999 Ελλ. Δνη 41. 368).-

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.-

   Συνεκδικάζει α) την από 2.7.2007 και με αριθμό κατάθεσης 162/2007 έφεση της εδρεύουσας στη Λαμία Συνεταιριστικής Τράπεζας Λαμίας ΣΥΝ.ΠΕ και β) την από 26.7.2007 και με αριθμό κατάθεσης ΒΑΒ 93/2007 αντέφεση του εδρεύοντος στη Λαμία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας» κατά της υπ' αριθμ. 71/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.-

   Δέχεται αυτές τυπικά.-

   Απορρίπτει κατ' ουσία την έφεση.-

   Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου ΝΠΔΔ, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.-

   Απορρίπτει κατ' ουσία την αντέφεση.- Και

   Καταδικάζει το αντεκκαλούν ΝΠΔΔ στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αντεφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.-

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 30 Ιουλίου 2009 και δημοσιεύτηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 στη Λαμία, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.