ΕφΛαμ 141/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αυτοκινητικό ατύχημα - Καταστροφή οχήματος - Μείωση αποζημιώσεως κατά την αξία των υπολειμμάτων καταστραφέντος οχήματος - Στοιχεία ορισμένου ένστασης - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Αν ο ιδιοκτήτης του ζημιωθέντος οχήματος προέβη στην επισκευή αυτού και η επισκευή αποδεικνύεται ότι ήταν οικονομικά ασύμφορη, αφού το ποσό που διατέθηκε ήταν σχεδόν ίσο με την αξία που το όχημα είχε πριν από τη σύγκρουση, ενώ συγχρόνως, μειώνεται ουσιωδώς η εμπορική αξία του οχήματος, τότε αυτός παραβαίνει το καθήκον του για περιορισμό της ζημίας του, αφού σκοπός της αποζημίωσης, είναι να αποκαταστήσει τη ζημία που επήλθε και που παρουσιάζεται ως διαφορά της περιουσιακής κατάστασης σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία και όχι να οδηγήσει σε πλουτισμό, όπως συμβαίνει όταν το αιτούμενο ποσό υπερβαίνει την αξία του οχήματος. Συνεπώς εάν η δαπάνη αυτή υπερβαίνει την αξία του αυτοκινήτου πριν από την βλάβη που επήλθε, θα μείνει τελικώς, κατά το υπερβάλλον, εις βάρος του ιδιοκτήτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που με το δικόγραφο της αγωγής εμφανίζεται η ζημία του ενάγοντος ως μη αποκατασταθείσα και ο ενάγων αιτείται την καταβολή της απαιτούμενης δαπάνης για την αποκατάσταση των βλαβέντων μερών του ζημιωθέντος αυτοκινήτου, η επισκευή του οποίου αποδεικνύεται ότι ήταν οικονομικά ασύμφορη, όταν το ποσό που απαιτείται υπερβαίνει την αξία του αυτοκινήτου. Για τη μείωση της αποζημιώσεως κατά την αξία των υπολειμμάτων του καταστραφέντος οχήματος, απαιτείται η προβολή σχετικού ισχυρισμού (ενστάσεως) από την πλευρά του εναγομένου. Η ένσταση αυτή πρέπει να είναι πλήρως ορισμένη, δηλαδή να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων (είδος και αξία των υλικών που διασώθηκαν) και να έχει αίτημα κατευθυνόμενο στον περιορισμό της αποζημιώσεως που θα επιδικασθεί, κατά την αξία των υπολειμμάτων, αλλιώς απορρίπτεται από το δικαστήριο ως αόριστη. Η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη ο παθών από αδικοπραξία, επιδικάζεται σ' αυτόν κατ' ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, χωρίς αυτό να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ως προς την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης, καθώς και ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως. Μεταξύ των λαμβανομένων υπ' όψη από το δικαστήριο κριτηρίων είναι οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας και η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 141/2008

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παρέσσα Τσαντεκίδου, Πρόεδρο Εφετών, Λεωνίδας Ντούλης και Χαίδω Μπάρτζια, Εισηγήτρια Εφέτες, και την Γραμματέα Βασιλική Λάιου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ των :

   Του εκκαλούντος: Α. Σ. του Χ., κατοίκου Δ.Δ. Φιλιαδώνος του Δήμου Δομοκού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Ευθύμιο Καραΐσκο.

   Της εφεσίβλητης: της εδρεύουσας στην Αθήνα, στην Λ. Κ. αριθ. ***, Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία «ALLIANZ Α.Ε.Γ.Α.» νομίμως εκπροσωπούμενης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κων/νο Φούντα.

   Ο εκκαλών, με την από 30/12/2004 και υπ' αριθ. πράξεως καταθέσεως του Δικαστηρίου αυτού 4027/ ΕΓα 487 / 30-12-200 αγωγή του, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο, δικάζοντας την υπόθεση αυτή, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, με την υπ' αριθ. 280/2006 απόφασή του.

   Την απόφαση αυτή, προσέβαλε η εκκαλούσα, με την υπ' αριθ. πράξεως καταθέσεως του κ. Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας 300 / 17-08-2006 και από 20/09/2007 έφεση του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   1.- Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την από 20-9-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 14572007 αίτηση - κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 7-8-2006 και με αριθμό 151/7-8-2006 πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας έφεση κατά της υπ' αριθμ. 280/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε για τις 18-9-2007, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω των βουλευτικών εκλογών της 16-9-2007.

   2.- Η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος, που νίκησε και ηττήθηκε εν μέρει κατά της υπ' αριθμ. 280/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς- Πρωτόδικε ίου Λαμίας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία επιλύσεως διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο κ,λ.π., ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ) . Είναι συνεπώς παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ, 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.-

   2. Ο εκκαλών άσκησε με τις προτάσεις του (άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρόσθετο λόγο εφέσεως, παραπονούμενος για την αφαίρεση από το ποσό της αποζημίωσης λόγω ολικής καταστροφής του αυτοκινήτου του της αξίας των υπολειμμάτων, μολονότι, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχε υποβληθεί σχετική ένσταση από μέρους της δεύτερης εναγομένης. Ο πρόσθετος αυτός λόγος εισήχθη παραδεκτά για συζήτηση με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος (άρθρο 674 παρ. 1 σε συνδυασμό με 681 Α και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ), διότι αναφέρεται στο κεφάλαιο των ζημιών [ολοσχερή καταστροφή], που υπέστη το αυτοκίνητο του ενάγοντος-εκκαλούντος, που έχει προσβάλλει και με σχετικό λόγο έφεσης και συνέχεται μαζί του αναγκαστικά (αντί για άλλον βλ. Καλ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 65 σημ. 134 και σελ. 170, όπου παραπομπές στη νομολογία), Πρέπει συνεπώς να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα και του πρόσθετου λόγου της έφεσης κατά την ίδια διαδικασία.-

   3.- Η εφεσίβλητη άσκησε με τις προτάσεις της, οι οποίες κατατέθηκαν στην αρμόδια γραμματέα του Πολιτικοί; Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου την 8-2-2008, αντέφεση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, το οποίο έχει προσβληθεί με την έφεση. Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 523 παρ.1, 68ΙΑ, 674 παρ. 1 ΚΠολΔ) και γι' αυτό πρέπει να συνεκδικαστεί με την έφεση και να ερευνηθεί ο λόγος της από ουσιαστική άποψη.

   4.- Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 30-12-2004 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 4027/ΕΓα 487/30-12-2004 αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά του Δ. Ζ., οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, από το δικόγραφο της οπαίας παραιτήθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν από την προφορική επί της ουσίας συζήτηση της υπόθεσης ως προς τον πρώτο εναγόμενο Δ. Ζ., ισχυρίσθηκε ότι αυτός, οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ******* ΙΧΕ αυτοκίνητο της κυριότητας του, που ήταν ασφαλισμένο στη εναγομένη, ασφαλιστική εταιρεία, έγινε υπαίτιος αυτοκινητικού ατυχήματος, εξ αιτίας του οποίου το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ****** ΙΧΕ αυτοκίνητο της κυριότητας του ενάγοντα υπέστη τις αναφερόμενες σ' αυτήν υλικές ζημιές. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 24.293,59 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του αδικοπραξία. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση κατ' αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Ο εκκαλών με την έφεση του και τον πρόσθετο λόγο αυτής προσβάλλει την απόφαση και παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με το ζήτημα της υπαιτιότητας και το ύψος των επιδικασθέντων κονδυλίων, ζητώντας να εξαφανισθεί και να γίνει καθ' ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης και του πρόσθετου λόγου αυτής,

   5.- Σε περίπτωση ολοκληρωτικής βλάβης ή καταστροφής του οχήματος, όπως συμβαίνει όταν είναι μεν τεχνικά δυνατή η αποκατάσταση των βλαβών, αλλά η αποκατάσταση αυτής θα απαιτήσει χρόνο και κυρίως, δαπάνες, των οποίων το ύφος είτε είναι ίσο, είτε υπερβαίνει το κόστος για την απόκτηση άλλου, ισάξιου με το ζημιωθέν, οχήματος, η αποκατάσταση αυτή είναι ασύμφορη οικονομικά (βλ. Σταθόπουλο Γεν. Ενοχ. Δικ. Ι, σελ. 311, ΕφΑΘ 6879/1989 ΕπίθΣυγκΔ 1990,187, ΕφΑΘ 10988/88 ΕπίθΣυγκΔ 1989, 329, ΕφΑΘ 220/1994 ΕπίθΣυγκΔ 1994, 427, ΕφΑΘ 5613/1993 ΕπίθΣυγκΔ 1995, 186). Έτσι, αν ο ιδιοκτήτης του ζημιωθέντος οχήματος προέβη στην επισκευή αυτού και η επισκευή αποδεικνύεται ότι ήταν οικονομικά ασύμφορη, αφού το ποσό που διατέθηκε ήταν σχεδόν ίσο με την αξία που το όχημα είχε πριν από τη σύγκρουση, ενώ συγχρόνως, μειώνεται ουσιωδώς η εμπορική αξία του οχήματος, τότε αυτός παραβαίνει το καθήκον του για περιορισμό της ζημίας του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, αφού σκοπός της αποζημίωσης, κατά την έννοια του άρθρου 297 ΑΚ, είναι να αποκαταστήσει τη ζημία που επήλθε και που παρουσιάζεται ως διαφορά της περιουσιακής κατάστασης σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία και όχι να οδηγήσει σε πλουτισμό, όπως συμβαίνει όταν το αιτούμενο ποσό υπερβαίνει την αξία του οχήματος. Συνεπώς εάν η δαπάνη αυτή υπερβαίνει την αξία του αυτοκινήτου πριν από την βλάβη που επήλθε, θα μείνει τελικώς, κατά το υπερβάλλον, εις βάρος του ιδιοκτήτη (Κρητικός Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα εκδ. 1992, παρ. 787-788, ΑΠ 2060/1983 ΝοΒ 33, 25, ΕφΠειρ 80/2002 ΠειρΝομ. 2002. 65, ΕφΑΘ 10396/1989 ΝοΒ 1991, 403). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που με το δικόγραφο της αγωγής εμφανίζεται η ζημία του ενάγοντος ως μη αποκατασταθείσα και ο ενάγων αιτείται την καταβολή της απαιτούμενης δαπάνης για την αποκατάσταση των βλαβέντων μερών του ζημιωθέντος αυτοκινήτου, η επισκευή του οποίου αποδεικνύεται: ότι ήταν οικονομικά ασύμφορη, όταν το ποσό που απαιτείται υπερβαίνει την αξία του αυτοκινήτου. Περαιτέρω, για τη μείωση της αποζημιώσεως κατά την αξία των υπολειμμάτων του καταστραφέντος οχήματος, απαιτείται η προβολή σχετικού ισχυρισμού (ενστάσεως) από την πλευρά του εναγομένου. Η ένσταση αυτή πρέπει να είναι πλήρως ορισμένη, δηλαδή να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων (είδος και αξία των υλικών που διασώθηκαν) και να έχει αίτημα κατευθυνόμενο στον περιορισμό της αποζημιώσεως που θα επιδικασθεί, κατά την αξία των υπολειμμάτων, αλλιώς απορρίπτεται από το δικαστήριο ως αόριστη (Κρητικός ο.π. παρ. 807, ΕφΠειρ 80/2002 ο.π., ΕφΑΘ 9068/1984 ΕπιθΣυγκΔ 1985, 169). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 300, 914 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη ο παθών από αδικοπραξία, επιδικάζεται σ αυτόν κατ ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, χωρίς αυτό να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ως προς την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης/ καθώς και ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως. Μεταξύ των λαμβανομένων υπ' όψη από το δικαστήριο κριτηρίων είναι οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας και η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40,1515). 2την προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς πρωτοδικείου Λαμίας με αριθμό 280/2006), από όλα ανεξαιρέτως τα έγραφα, που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων : α) η από 2-11-2004 ιδιωτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης Σ.Α.Π του Κ.υ Ψ. β) η από 20-1-2005 ιδιωτική έκθεση ελέγχου του Α. Τ., με τις συνημμένες σ' αυτήν είκοσι επτά φωτογραφίες, από τις οποίες οι 13 απεικονίζουν τον τόπο του ατυχήματος και οι λοιπές τα σημεία που υπέστη βλάβη το επίδικο αυτοκίνητο του εκκαλούντος, γ) είκοσι φωτογραφίες, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών από τις οποίες οι τέσσερις απεικονίζουν τον τόπο του ατυχήματος και οι λοιπές το ζημιωθέν όχημα και δ) οκτώ φωτογραφίες, τις οποίες με επίκληση προσκομίζει η εφεσίβλητη, το απεικονιζόμενο περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους αυτών που τις προσκομίζουν (άρθρο 444 αριθμ. 3 και 457 παρ. 4ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρα 261, 270, 336 παρ. 4, 339, 340, 352, 395, 524 παρ. 1, 671 και 681 Α ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα έγινε στις 14-10-2004 και περί ώρα 17,00 μ.μ. στην 9η χ/θ της Ε.. Ο. Λαμίας Δομοκού. Η οδός αυτή στο εν λόγω σημείο είναι διπλής κατεύθυνσης, με μια λωρίδα κυκλοφορίας για τα οχήματα που κινούνται: προς τη Λαμία και είναι κατωφερής, και δύο λωρίδες κυκλοφορίας για τα οχήματα που κινούνται προς Δομοκό και για τους κινούμενους προς αυτήν την κατεύθυνση η οδός είναι ανωφερής, ενώ μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας υφίσταται διπλή συνεχής διαχωριστική γραμμή. Επί πλέον στο σημείο εκείνο της οδού υπάρχει κλειστή δεξιά στροφή, για τους οδηγούς, που κινούνται στο ρεύμα πορείας προς Λαμία, μετά την οποία υπάρχει κλειστή αριστερή στροφή για τους ίδιους οδηγούς, η οποία είναι αντίστοιχα δεξιά για τους οδηγούς, που κινούνται προς τον Δομοκό. Κατά τον ως άνω χρόνο το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό, γιατί «ψιλόβρεχε». Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, ήταν οι ακόλουθες: Ο ενάγων κινεί το επί της εν λόγω Ε.Ο, οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ***** ΙΧΕ αυτοκίνητο, της κυριότητας του, στο ρεύμα πορείας προς Λαμία. Την ίδια ώρα ο Δ. Ζ., οδηγώντας το υπ αριθμ. κυκλοφορίας ***** ΕΙΧΕ αυτοκίνητο, της κυριότητας του πατέρα του, Π. Ζ., που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι των τρίτων αστική ευθύνη, κατά τις διατάξεις του ν. 489/1976, στην (δεύτερη) εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, έβαινε στο αντίθετο ρεύμα πορείας της ίδιας ως άνω Ε.Ο., με κατεύθυνση προς Δομοκό. Όταν ο τελευταίος έφθασε στην προαναφερόμενη χιλιομετρική θέση, επειδή δεν είχε ρυθμίσει πριν από την είσοδο του στην ως άνω κλειστή δεξιά στροφή, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες της οδού (ανωφέρεια, ολισθηρότητα του οδοστρώματος λόγω της βροχόπτωσης κλειστή δεξιά στροφή) την ταχύτητα του αυτοκινήτου που οδηγούσε, το ύψος της οποίας δεν διακριβώθηκε, γιατί δεν υπήρξαν ίχνη τροχοπεδήσεως, η οποία κατά τη δήλωση του προς την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ήταν περίπου 50 χιλιόμετρα / ώρα, έχασε προσωρινά τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κατά την έξοδο του από την εν λόγω στροφή, και εισήλθε αιφνίδια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προς Λαμία. Τελικά όμως αντιδρώντας άμεσα, με τους κατάλληλους χειρισμούς, κατάφερε να επαναφέρει το αυτοκίνητο του στο ρεύμα κυκλοφορίας του. Κατά την ίδια χρονική στιγμή, ο ενάγων έβγαινε από την προηγούμενη της παραπάνω στροφής, δεξιά στροφή, η οποία, όπως προελέχθη, υπήρχε στο δικό του ρεύμα πορείας, οπότε αντιλαμβανόμενος την αιφνίδια είσοδο του άλλου οχήματος στο δικό του ρεύμα πορείας, που ήταν σε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων και αντιδρώντας άμεσα, επειδή πίστευε δικαιολογημένα ότι το άλλο όχημα θα συνεχίσει την ανέλεγκτη πορεία του και προκειμένου να το αποφύγει από τη δεξιά του πλευρά, τροχοπέδησε και προέβη σε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα πορείας προς Δομοκό, καθόσον τυχόν απότομος ελιγμός- προς τα δεξιά του ρεύματος πορείας του θα είχε ως συνέπεια την επίπτωση του αυτοκινήτου αρχικά επί της προστατευτικής μπάρας, που υπάρχει δεξιά του ερείσματος της οδού προς Λαμία και στη συνέχεια την πιθανή πτώση του στον γκρεμό (βλ. σχετικές φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος, που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι). Όμως, ένεκα των δυνάμεων που αναπτύχθηκαν (φυγόκεντρης και κεντρομόλου) από τον αιφνίδιο ελιγμό, που αναγκάσθηκε να κάνει ο ενάγων προς τα αριστερά, σε συνάρτηση με την ταχύτητα με την οποία κινείτο, το ύψος της οποίας δεν διακριβώθηκε, γιατί δεν υπήρξαν ίχνη τροχοπεδήσεως, η οποία, κατά τη δήλωση του προς την δεύτερη εναγομένη, που επισυνάπτεται στην από 20-1-2005 έκθεση ελέγχου του Α. Τ., την οποία με επίκληση προσκομίζει η εφεσίβλητη, ήταν περίπου 70 χιλιόμετρα ανά ώρα και την ολισθηρότητα της οδού, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, το οποίο εξετράπη της πορείας του και περιστρεφόμενο δύο φορές προσέκρουσε αρχικά με το οπίσθιο δεξιό μέρος του και στη συνέχεια με το αριστερό μέρος του στο υπάρχον στην άκρη του εν λόγω ρεύματος πορείας στηθαίο (κράσπεδο), όπου και ακινητοποιήθηκε, ενώ ο Δ. Ζ. στάθμευσε το δικό του όχημα πιο πίσω στην ίδια κατεύθυνση, που ήταν ακινητοποιημένο το αυτοκίνητο του ενάγοντος, όπως μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ο μάρτυρας αποδείξεως, ο οποίος βρήκε στις παραπάνω θέσεις τα δύο οχήματα, όταν έφθασε στο σημείο αυτό της ΕΟ λίγο μετά το συμβάν. Ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ότι ο ενάγων, προκειμένου να δικαιολογήσει την αποκλειστικά δική του ευθύνη για την εκτροπή του αυτοκινήτου, που οδηγούσε, ισχυρίζεται ψευδώς ότι προηγήθηκε η ανέλεγκτη είσοδος του ασφαλισμένου σ1 αυτήν αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο Δ. Ζ., πράγμα που δεν συνέβη, σύμφωνα με όσα πιο πάνω αποδείχθηκαν δεν είναι αληθής. Τα παραπάνω προέκυψαν από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο οποίος βεβαίωσε ένορκα : α) ότι όταν έφθασε μετά από λίγα λεπτά στον τόπο του ατυχήματος ήταν εκεί ο Δ. Ζ., β) ότι πριν φύγει ο ίδιος επιλήφθηκε του ατυχήματος η Τροχαία Λαμίας, που έφθασε επί τόπου, γ) ότι άκουσε τον Δ. Ζ. να λέει ότι φταίει για την εκτροπή του αυτοκινήτου του ενάγοντα και δ) προσδιόρισε την ακριβή θέση των δύο εμπλεκομένων στο ατύχημα οχημάτων, σε συνδυασμό με την εξώδικη ομολογία του τελευταίου, η οποία περιέχεται στην από 3-11-2004 προφορική δήλωση του, που έγινε στο Τμήμα Τροχαίας Λαμίας και καταχωρήθηκε στο δελτίο αδικημάτων και συμβάντων της ίδιας ημέρας, στην οποία επιβεβαιώνοντας τη δήλωση που έκανε ο ενάγων στο Τμήμα Τροχαίας Λαμίας, που επιλήφθηκε της υποθέσεως την ημέρα του συμβάντος, δήλωσε την είσοδο του αυτοκινήτου του στο αντίθετο ρεύμα πορείας προς Λαμία και τον αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, που επιχείρησε ο ενάγων, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση των δύο οχημάτων, η οποία είχε ως συνέπεια την εκτροπή του αυτοκινήτου του εκτός του οδοστρώματος (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα απόδειξης στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την από 14-10-2004 δήλωση ιδιώτη και την από 3-11-2004 δήλωση τροχαίου υλικών ζημιών που περιέχονται στα αντίστοιχα δελτία αδικημάτων και συμβάντων του Τμήματος Τροχαίας Λαμίας). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το ένδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται στην συγκλίνουσα υπαιτιότητα τόσο του Δ. Ζ., οδηγού του αυτοκινήτου, που ήταν ασφαλισμένο στην δεύτερη εναγομένη, όσο και του ενάγοντος. Συγκεκριμένα το ατύχημα οφείλεται κυρίως σε υπαιτιότητα του Δ. Ζ., ο οποίος κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 2, 3 και 8 περ. α, 12 παρ. 1,16 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2696/1999, από έλλειψη της προσοχής του, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επειδή δεν ρύθμισε την ταχύτητα του στις επικρατούσες συνθήκες, που προαναφέρθηκαν, παραβίασε τη διπλή διαχωριστική γραμμή, που ήταν στο οδόστρωμα της ως άνω Ε.Ο. και διαχώριζε τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις κυκλοφορίας και κατέλαβε ανεπίτρεπτα και παράνομα το οδόστρωμα, το οποίο ήταν προορισμένο για την αντίθετη με την κατεύθυνση του κυκλοφορία από Δομοκό προς Λαμία, με συνέπεια να αναγκαστεί ο ενάγων να πραγματοποιήσει τον παραπάνω αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά. Εάν το αυτοκίνητο του Δ. Ζ. δεν εισήρχετο στο αντίθετο ρεύμα πορείαςΛ κατά την έξοδο του από την παραπάνω στροφή, η εκτροπή του αυτοκινήτου του ενάγοντος, οπωσδήποτε θα αποφευγόταν, καθόσον δεν θα ήταν αναγκασμένος να κάνει αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, για να αποφύγει τη σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων. Όμως και ο ενάγων, βαρύνεται και αυτός κατά ποσοστό 30% στην επέλευση του ατυχήματος αυτού, γιατί, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 2696/1999, δεν ασκούσε πλήρη έλεγχο και εποπτεία στο όχημα του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ούτε μείωσε την ταχύτητα του, επειδή κινητό σε οδό με στροφές και κατωφέρεια, το οδόστρωμα της οποίας ήταν ολισθηρό ένεκα της βροχόπτωσης, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορεί να προβλεφθεί και που βρίσκεται στο ορατό από αυτόν τμήμα της οδού, με αποτέλεσμα να μην δυνηθεί να κρατήσει επί του οδοστρώματος το αυτοκίνητο του, πράγμα που θα μπορούσε να κάνει αν η ταχύτητα του ήταν μικρότερη των 70 χιλιομέτρων ανά ώρα, με την οποία κατ' εκείνο τον χρόνο κινητό, όταν επιχείρησε τον αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, αφού, κατά τον επίδικο χρόνο στο αντίθετο ρεύμα πορείας προς Δομοκό, στο οποίο εισήλθε με τον επιχειρούμενο ελιγμό του, δεν κινούνταν άλλα οχήματα, πλην όμως δεν το έπραξε. Τα ως άνω στοιχεία προκύπτουν από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, που προαναφέρθηκε. Κατ' ακολουθία των παραπάνω αποδειχθέντων η σχετική ένσταση περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος για τις υλικές ζημίες που υπέστη το αυτοκίνητο του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, την οποία νομότυπα προέβαλε η δεύτερη εναγόμενη με τις επί της έδρας κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της και με σχετική προφορική δήλωση της, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, έπρεπε να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να κριθεί συνυπαίτιος των υλικών ζημιών που υπέστη το αυτοκίνητο του κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα και ο ενάγων κατά ποσοστό 30%.

   Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι εξαιτίας της εκτροπής το αυτοκίνητο του ενάγοντος υπέστη εκτεταμένες υλικές ζημιές στην οπίσθια δεξιά πλευρά, στην εμπρόσθια αριστερή και πλάγια πλευρά του και κυρίως στο κάτω μέρος του (βλ. προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους φωτογραφίες). Για την αποκατάσταση αυτών απαιτείται δαπάνη α) 14.450,87 ευρώ για την αγορά των ανταλλακτικών και β) για τις εργασίες επισκευής του 4.842,72 ευρώ (βλ. την από 2-11-2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Κ. Ψ.) και συνολικά σε 19.293,59 ευρώ, ποσό, το οποίο υπερβαίνει την εμπορική αξία, που το αυτοκίνητο του ενάγοντα -εργοστασίου κατασκευής Honda. Motor, τύπου Civic, 1590 κυβικών, 11 ίππων, έτους κυκλοφορίας 2003 [αγοράστηκε από τον ενάγοντα καινούργιο στις 26-8-2003 με τίμημα 19.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ1 αριθμ. 3/9-9-1003 απόδειξη πώλησης της εταιρείας ΑΦΟΙ Γ. ΑΕΒΕ σε συνδυασμό με την άδεια κυκλοφορίας του ***** ΙΧΕ αυτοκινήτου)] αποδείχθηκε ότι είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος και που ανερχόταν σε 18.000 ευρώ, με συνέπεια, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας σκέψης, να πρέπει να θεωρηθεί ότι το αυτοκίνητο υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή υπό οικονομική έννοια. Η ζημία του ενάγοντος από την αιτία αυτή ανέρχεται στο ποσό των 18.000 ευρώ, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανερχόταν η εμπορική αξία του αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος. Ως εκ. τούτου έπρεπε να επιδικαστεί στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας που υπέστη από την ολοκληρωτική καταστροφή του αυτοκινήτου του, το ποσό των 18.000 ευρώ, μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας (30°/ο) που τον βαρύνει, δηλαδή 12.600 ευρώ (ήτοι 18.000 Χ 30%=5.400 ευρώ, 18.000 ευρώ -5.400 = 12.600 ευρώ), από το οποίο δεν πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό της αξίας των υπολειμμάτων αυτού, αφού η σχετική: ένσταση της δεύτερης εναγομένης, που έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για το ποσό των 2.000 ευρώ, είναι αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί, διότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτήν το είδος των υλικών που διασώθηκαν (βλ. πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης σε συνδυασμό με την δήλωση της που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως), κατά τον συναφή βάσιμο πρόσθετο λόγο της έφεσης του ενάγοντος. Εξάλλου το κονδύλιο της αγωγής με το οποίο ζητεί το αποζημίωση για μείωση της εμπορικής αξίας του αυτοκίνητου, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του μετά την κατά τα παραπάνω παραδοχή του δικαστηρίου, ότι καταστράφηκε ολικά, αφού η εμπορική υπαξία του αυτοκινήτου συνδυάζεται με επισκευάσιμη ζημία (βλ. Αθ Κρητικός ο.π. παρ. 795, σελ. 278). Τέλος, εν όψει των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, του βαθμού υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης αυτού του τελευταίου και του ενάγοντος, η χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ.

   Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή εν μέρει και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να πληρώσει στον ενάγοντα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, συνολικά 12.900 ευρώ [12.600 εύρο για χρηματική του ικανοποίηση + 300 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορθά ότι συνυπαίτιοι είναι τόσο ο Δ. Ζ., οδηγός του υπ' αριθμ. **** ΙΧΕ αυτοκινήτου όσο και ο ενάγων, όμως καθ' ο μέρος: α) δέχθηκε ότι ο εναγόμενος ευθυνόταν κατά ποσοστό 30% και ο ενάγων ήταν συνυπαίτιος κατά ποσοστό 70% για το ατύχημα, κατά τον συναφή βάσιμο 2.1. λόγο της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται αυτό το παράπονο, β) έκρινε ορισμένη την ένσταση των εναγομένων για συνυπολογισμό ζημίας και κέρδους και, ακολούθως, αφαίρεσε από την αποζημίωση των 18.000 ευρώ, που δικαιούται ο ενάγων ποσό 2.000 ευρώ, ως αξία των διασωθέντων τμημάτων (υπολειμμάτων) του ζημιωθέντος αυτοκινήτου του ενάγοντος, κατά τον συναφή βάσιμο πρόσθετο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και γ) επιδίκασε 100 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, κατά τον συναφή βάσιμο 2.2.2 λόγο έφεσης και εν τέλει έκανε μερικά δεκτή την αγωγή κατά, το ποσό των 4,900 ευρώ. Κρίνοντας όμως έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε τον νόμο ορθά εφάρμοσε, ούτε τις αποδείξεις σωστά εκτίμησε και γι' αυτό η έφεση του ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη να απορριφθεί ο σχετικός [μοναδικός] λόγος της αντέφεσης και συνακόλουθα και η αντέφεση της δεύτερης εναγομένης, με τον οποίο ζητεί να απορριφθεί εντελώς η αγωγή γιατί είναι αποκλειστικά υπαίτιος ο ενάγων και επικουρικά συνυπαίτιος κατά ποσοστό 98 % του επιδίκου ατυχήματος και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμενη, το δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της (535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή εν μέρει κατά τα προαναφερόμενα και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβαίνει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής 12.900 ευρώ ( 12.600 ευρώ θετική ζημία + 300 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει τη:ν δεύτερη εναγομένη, που ηττάται, αλλά κατά την έκταση της ήττας της (178, 183 σε συνδ. με 191 παρ 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

   ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την συνεκδίκαση  της κρινόμενης έφεσης,  του πρόσθετου λόγου και της αντέφεσης.-

   ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την αντέφεση  αλλά την απορρίπτει κατ' ουσίαν.

   ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.-

   ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθμ. 280/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.-

   ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.-

   ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει

   ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την δεύτερη εναγομένη να πληρώσει στον ενάγοντα δώδεκα χιλιάδες εννιακόσια (12.900) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.-

   ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ένα μέρος από την δικαστική δαπάνη του ενάγοντος και για του δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της δεύτερης εναγομένης και την προσδιορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 5 Ιουλίου 2008 και δημοσιεύτηκε στις 31 Ιουλίου 2008 στη Λαμία, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, με την εξής σύνθεση: Παρέσσα Τσαντεκίδου Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτα Δάλλα, Χάιδω Μπάρτζια, Εφέτες (λόγω αναχωρήσεως του Εφέτη Λεωνίδα Ντούλη), χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.