ΕφΚρήτης 446/2002

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εκτακτο προσωπικό ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Αντίθεση σε Οδηγία 1999/70/ΕΚ -. Οι διατάξεις του Ν. 2112/1920 εφαρμόζονται και σε συμβάσεις εργασίας ορισμένης διάρκειας εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα για καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως. Αν η συνομολόγηση ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως ή τις ανάγκες της επιχειρήσεως, όπως συμβαίνει και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί πάγιες και τακτικές ανάγκες της, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι διατάξεις του ν. 2112/1920 εφαρμόζονται και στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου τομέα ακόμη και όταν η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου προβλέπεται από νομοθετική διάταξη, που αφορά τη συγκεκριμένη υπηρεσία ή φορέα του δημοσίου ή όταν σχετική διάταξη νόμου απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, αφού οι σχετικές αυτές διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με την αριθμ. 1999/70/ΕΚ οδηγία του Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ενωσης που επιβάλλει στα κράτη μέλη την καθιέρωση νομοθετικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός Απόφασης 446/2002

   ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Δημήτριο Μεταξάκη, Πρόεδρο Εφετών, Ευριπίδη Λαγουδιανάκη - Εισηγητή, Ελένη Μαλιαρακη, Εφέτες, και από την Γραμματέα Μαρία Μπαντουβάκη.

   Συνεδρίασε στο ακροατήριο του στις 2 Απριλίου 2002, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: του Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αναστάσης Γαλάνης.

   ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Κ.Κ., κατοίκου Χανίων, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Καλλιόπης Κελαϊδή-Καπιδάκη.

   Η εφεσίβλητη άσκησε την από 23-4-2001 και με αρ. πρωτ. 263//27.4.2001 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Πρωτοδικείο με την υπ' αριθμ. 259/2001 οριστική του απόφαση, δέχτηκε την αγωγή.

   Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη από 6-9-2001 και με αριθμ. πρωτ. 779/13-11-2001 έφεση του προς το Δικαστήριο αυτό.

   Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και στην σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 259/2001 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. Κ.Πολ.Δ.) και δέχτηκε αγωγή εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε ν' αναγνωρισθεί ότι η σχέση εργασίας της με το εναγόμενο είναι εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Συνεπώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγω της κατά την αυτή διαδικασία.

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασία ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η χρονική διάρκεια της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε αρχικά ή μεταγενέστερα, ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως. Αντίθετα σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι εκείνη την οποίας η διάρκεια ούτε ορίστηκε ρητά ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920, που ορίζουν ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και σε συμβάσεις εργασίας ορισμένης διάρκειας εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα για καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, συνάγεται ότι ο καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας στη σύμβαση εργασίας είναι δικαιολογημένος από τη φύση αυτής, όταν όχι μόνο η σύμβαση, ως εκ του είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει χαρακτήρα σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά και όταν η διάρκεια της υπαγορεύεται από αποχρώντα λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, όπως λ.χ. ανάγκες του εργοδότη, Εποχιακή λειτουργία της επιχείρησης κλπ. Οταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η κατάρτιση συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε σκόπιμα για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου. Αντίθετα αν η συνομολόγηση ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως ή τις ανάγκες της επιχειρήσεως, όπως συμβαίνει και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί πάγιες και τακτικές ανάγκες της, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Ε.Θεσσ. 1989/1997 Αρμ. 1997,1042). Περαιτέρω οι παραπάνω διατάξεις του Ν. 2112/1920 εργάζονται και στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου τομέα ακόμη και όταν η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου προβλέπεται από νομοθετική διάταξη, που αφορά τη συγκεκριμένη υπηρεσία ή φορέα του δημοσίου, ή όταν σχετική διάταξη νόμου απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, αφού σχετικές διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με την αριθμ. 1999/70/ΕΚ οδηγία του Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ενωσης την 28.6.1999, που επιβάλλει στα κράτη μέλη την καθιέρωση νομοθετικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχτηκαν τ' ακόλουθα:Το εναγόμενο ΝΠΙΔ συστήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 1845/1989 και υπάγεται, σύμφωνα με αυτό, στο δημόσιο τομέα. Με την 2886/10.8.1990 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Γεωργίας (ΦΕΚ Β' 530/21.8.1990) μεταφέρθηκε στο εναγόμενο το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελιάς και με το 11207/9.9.1994 έγγραφο του εναγομένου προς τον Προϊστάμενο του Ινστιτούτου Υποτροπικών και Ελιάς Χανίων, ανατέθηκε σ' αυτόν η έκδοση αποφάσεως για την πρόσληψη του αναγκαίου, για την κάλυψη των αναγκών του προσωπικού. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής ο Προϊστάμενος του εν λόγω ινστιτούτου με την 2318/6.10.1994 απόφασή του προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για να εργασθεί στο εναγόμενο κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.1994 μέχρι 31.12.1004, ως εργατρια με τις ανάγκες του λειτουργικού προγράμματος φυλλοξήρα Κρήτης. Με τις με αριθμ. 184/30.1.1995, 1293/13.2.1995 και 783/18.4.1995 αποφάσεις του ίδιου Προϊσταμένου η πιο πάνω σύμβαση παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 30.6.1995. Στη συνέχεια με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου η ενάγουσα εργάζεται στο εναγόμενο μέχρι την άσκηση της αγωγής, αφού η τελευταία σύμβαση που έγινε με την 1810/5.1.2001 απόφαση του εναγομένου λήγει την 30.6.2001. Σε όλη τη χρονική διάρκεια των διαδοχικών αυτών συμβάσεων, η ενάγουσα εργάσθηκε στον εναγόμενο, προσφέροντας τις υπηρεσίες της ως διοικητικός υπάλληλος αυτού απασχολούμενη με την επεξεργασία, τακτοποίηση και καταχώρηση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στοιχείων που αφορούν θέματα αρμοδιότητας του διοικητικού τμήματος του εναγόμενου, όπως συμβάσεις προσωπικού, καταχώρηση εγγράφων, διεκπεραίωση αλληλογραφίας, σύνταξη και αποστολή εγγράφων, χρήση INTERNET για τη λήψη πληροφοριών ενδιαφέροντος αυτού, ενώ παράλληλα της ανατέθηκαν καθήκοντα γραμματειακής υποστήριξης της διεύθυνσης της υπηρεσίας (Φαξ, τηλεφωνικό κέντρο κλπ) καθώς και των ερευνητικών προγραμμάτων, που εκτελούνται σ' αυτήν. Τα εν λόγω καθήκοντα η ενάγουσα ασκούσε διαρκώς από την αρχική πρόσληψή της (1.11.1994) και ασκεί μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή είναι δε και η μοναδική διοικητική υπάλληλος του εναγόμενου, που ασχολείται με τους Η/Υ και τη γραμματειακή υποστήριξη της διεύθυνσης. Συνεπώς η ενάγουσα καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα εργάζεται στο εναγόμενο για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών του, οι οποίες δεν είναι ούτε προσωρινές ούτε απρόβλεπτες, αλλά πάγιες και διαρκείς όπως άλλωστε προκύπτει από την από 2850/9.11.2000 έγγραφο του Ινστιτούτου Υποτροπιών και Ελιάς Χανίων και την κατάθεσή του πιο πάνω μάρτυρα που είναι Διευθυντής του εν λόγω Ινστιτούτου. Ο χρονικός περιορισμός των διαδοχικών αυτών συμβάσεων εργασίας δεν δικαιολογείται ούτε από τη φύση των υπηρεσιών που παρέχει η ενάγουσα, ούτε από τη φύση των καλυπτομένων από την εργασία της αναγκών του εναγομένου και επομένως οι συμβάσεις αυτές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν είναι άκυρες, ως προς τον χρονικό αυτό περιορισμό, και συνιστούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η απαγόρευση της σύναψης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που επιβάλλει ο Ν. 2190/1994, την οποία επικαλείται το εναγόμενο, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερθείσα οδηγίας ης Ευρωπαϊκής Ενωση και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των άρθρων 1 και 8 του ν. 2112/1920, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφού συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Μετά από τα παραπάνω έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή και ν' αναγνωρισθεί ότι η σχέση εργασίας που συνδέει την ενάγουσα με το εναγόμενο είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού δε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την χαρακτήρισε ως τέτοια και δέχτηκε ως βάσιμη την αγωγή δεν παραβίασε τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ούτε έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο μοναδικός λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και η έφεση στο σύνολό της ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία.

   Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στον εναγόμενο που νικήθηκε (άρθρο 176 και 178 Κ.Πολ.Δ.).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων.

   Δέχεται τυπικά την έφεση.

   Απορρίπτει αυτήν στην ουσία

   Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ΕΥΡΩ στον εναγόμενο.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στα Χανιά στις 4 Ιουνίου 2002, και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 11 Σεπτεμβρίου 2002, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.