ΕιρΧαλ 914/2005

 

Αρχή ισότητας - Ισότητα αμοιβής - Υπάλληλοι ΝΠΔΔ ΟΤΑ - Επίδομα 176 Ευρώ - Επίδομα ειδικής απασχόλησης - Εξοδα κίνησης -.

 

Χορήγηση ειδικής αμοιβής ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002 και από 1-7-2002 κα εφεξής ύψους 176 ευρώ στο επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου προσωπικό υπηρεσιακών μονάδων Υπουργείων, αλλά και ΝΠΔΔ. Η αμοιβή αυτή χορηγήθηκε σε όλους τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997, καθώς και στους αποσπώμενους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ και αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, εντασσόμενη στις τακτικές αποδοχές τους και χορηγούμενη αδιακρίτως σε όλο το προσωπικό (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) των οικείων Διοικητικών φορέων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν. 2470/1997, αλλά και στο νυν ισχύον από 1-1-2004 βάσει του Ν. 3205/2003, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων όρων εργασίας τους, κατά τρόπο τυχαίο και μη συναρτώμενο με κλαδικές ή άλλου είδους εργασιακές ιδιότητες. Η καταβολή επιδόματος «ειδικής απασχόλησης» δεν παρεμποδίζει τη γέννηση της ένδικης αξίωσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14§2 Ν. 3016/2002, καθώς οι εν λόγω παροχές είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού. Εξ' ίσου μη συμψηφιστέα θα πρέπει να θεωρηθεί και η χορηγούμενη επίσης στους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των υπαγομένων σε αυτούς ΝΠΔΔ, χρηματική παροχή των «εξόδων κίνησης», η οποία αποτελεί αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι των ΟΤΑ, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους και όχι τακτική εισοδηματική παροχή όπως η επίδικη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002.

 

 

  ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 ΑΡΙΘΜΟΣ  914/2005

 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

 

   Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου Χαβλοπούλου Βιολέττα, παρουσία και της Γραμματέως Όλγας Τσέρου .

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του σης 27-10-2005 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

    Των εναγόντων: 1) Μ. Λ., 2) Χ. Λ., 3) Α. Τ. Π., 4) Σ. Θ., 5) Κ. Π., 6) Ε. Π., 7) Π. Λ. και 8) Σ. Σ., όλων κατοίκων Χαλανδρίου, υπαλλήλων του εναγομένου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια Δικηγόρο τους Μαριάνθη Φωτιάδου.

   Του εναγομένου : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΌΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ & ΑΘΛΗΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο

   Οι ενάγοντες με την από 30-12-2004 αγωγή τους, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή.

   Για τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής ορίσθηκε αρχική δικάσιμος η 2-6-2005 και κατόπιν αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

   Κατά την συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτές οι προτάσεις

της.

 

    ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Από την υπ' αριθμ. 4855/31-12-2004 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Μ., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο εναγόμενο, για την αρχική δικάσιμο της 2-6-2005 οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Το εναγόμενο ωστόσο δεν παρέστη και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην, εν όψει του ότι η μετά από αναβολή της συζητήσεως εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους (άρθρα 271 §1 και 226§4 ΚΠολΔ). Η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 672 ΚΠολΔ).

   Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 4§1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι: «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διάφορο τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και προβαίνοντας σε διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Ακόμη ορίζεται ότι η συνδρομή των λόγων αυτών υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων τα οποία, κρίνοντας αντισυνταγματική την εξαίρεση και εφόσον πρόκειται για παροχή προβλεπόμενη από το νόμο που καθιέρωσε την εξαίρεση, επιδικάζουν την παροχή και σ'αυτούς οι οποίοι αυθαιρέτως εξαιρέθηκαν από την καταβολή της (ΟλΑΠ 15/1999 ΝοΒ 2000,456, ΟλΑΠ 12/1997 ΝοΒ 1998, 40, ΑΠ 456/1999 ΕλΔνη 1999, 1726, ΑΠ 462/1999 ΕλΔνη 40,1729, ΣτΕ 466/1999, στηνΕιρΜυτ 83/2005, Ειρ.Χίου 123/2005). Επιπλέον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ισχύοντος Συντάγματος, που δεν τροποποιήθηκε κατά την πρόσφατη τροποποίηση: «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται άνευ οργανικού ή άλλου νόμου», έπεται ότι για να καταβληθεί σε μισθωτό του Δημοσίου των Ο.Τ.Α και των Ν.Π.Δ.Δ., οποιαδήποτε μισθολογική παροχή με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, θα πρέπει να το προβλέπει οργανικός ή άλλος νόμος. Ακόμη με το Ν.2470/1999 ο οποίος αντκατέστησε το Ν.1505/1984, καθορίστηκε το πλαίσιο μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, τους Ο.Τ. Α. και τα ΝΠΔΔ και ορίστηκε ότι (άρθρο 27 αυτού), κάθε μισθολογική παροχή, εκτός των προβλεπομένων από τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν μπορεί να χορηγηθεί χωρίς τροποποίηση του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 13§1 ν. 2738/1999, ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη Δημόσια Διοίκηση (ΔΣΕ κυρωθείσα με το ν. 2403/1996). «Η Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα των μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία», ενώ κατά την §2 του ίδιου άρθρου: «Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ : α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση». Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 προβλέπουν τα εξής: « ..... 1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν.2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001». «2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των 176 ευρώ μηνιαίως». «3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες στον προϋπολογισμό τους δυνατότητες». «4.Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές Υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπ' όψιν για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής τους καθώς και τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χορήγηση τους (....).». Εν συνεχεία δυνάμει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 14§2 του ως άνω νόμου, εκδόθηκαν (κατά το άρθρο 43 §2 περ. β' του Συντάγματος) πλείστες ΚΥΑ (άνω των πενήντα), δια των οποίων προβλέφθηκε η χορήγηση ειδικής αμοιβής ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002 και από 1-7-2002 κα εφεξής ύψους 176 ευρώ στο επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου προσωπικό υπηρεσιακών μονάδων Υπουργείων αλλά και ΝΠΔΔ. Συγκεκριμένα και ενδεικτικά αναφέρονται οι ΚΥΑ: υπ'αριθμ. 2/40326/0022 (ΦΕΚ Β'1242/23-9-2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευομένων από αυτό Δημοσίων Υπηρεσιών, υπ'αριθμ. 2/40098/0022 (ΦΕΚ Β Ί266/27-9-2002 για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ, υπ'αριθμ 2/31813/0022 (ΦΕΚ Β Ί266/27-9-2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, η υπ' αριθμ. 2/41890/0022 (ΦΕΚ 1266/27-9-2002) για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης κ.λ.π. Η αμοιβή αυτή χορηγήθηκε σε όλους τους μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997, καθώς και στους αποσπώμενους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. Σε όλες δε τις ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι, η καταβολή της αμοιβής αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κυήσεως κλπ.) και ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων, συνεντελλομένης αυτής με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων, ενώ, κατά το άρθρο 1 του Ν. 3029/2002, η εν λόγω παροχή λαμβάνεται υπ' όψιν στη βάση του υπολογισμού της συντάξεως. Τέλος ο Ν. 3205/2003, παρά το γεγονός ότι με το άρθρο 28§4 κατήργησε το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 και όλες τις δυνάμει αυτού εκδοθείσες ΚΥΑ, εντούτοις, με το άρθρο 24§2 αυτού, διατήρησε την επίμαχη παροχή ως προσωπική διαφορά, κατά τρόπον ώστε να μην μειωθεί το εισόδημα των μισθωτών που τη λάμβαναν μέχρι την 31-12-2002, αλλά να διατηρείται η επίδικη παροχή και να μειώνεται ανάλογα με τις μισθολογικές αυξήσεις που θα ελάμβαναν αυτοί στο μέλλον. Από όλα τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι η εν λόγω παροχή αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, εντασσόμενη στις τακτικές αποδοχές τους και χορηγούμενη αδιακρίτως σε όλο το προσωπικό (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) των οικείων Διοικητικών φορέων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν. 2470/1997 αλλά και στο νυν ισχύον από 1-1-2004 βάσει του Ν. 3205/2003, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων όρων εργασίας τους, κατά τρόπο τυχαίο και μη συναρτώμενο με κλαδικές ή άλλου είδους εργασιακές ιδιότητες.

   Στην κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας των αιτούντων στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ως προς την νεώτερη επωνυμία του εναγομένου (άρθρο 224 εδ.2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες μισθωτοί εκθέτουν ότι απασχολούνται στο τελευταίο, ως υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου καθ' όλο το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι και 31-12-2004, ως υπαγόμενοι μισθολογικά στο καθεστώς των ανωτέρω νόμων 2470/97 και 3205/2003, ζητούν να τους καταβληθεί αναδρομικά η ανωτέρω πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αμοιβή, ανερχόμενη για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι και 30-6-2002 σε 88 ευρώ μηνιαίως και από 1-7-2002 μέχρι και 31-12-2004 σε 176 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.820 ευρώ στον καθένα, εφαρμοζομένων των ως άνω διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Σ/τος και υπέρ αυτών. Ζητούν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, ως εργοδότης τους να καταβάλει σε καθένα από αυτούς, βάσει των παραπάνω, και επικουρικώς με τις διατάξεις από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου ή των ΟΤΑ ή των ΝΠΔΔ κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί (105, 106 ΕισΝΑΚ) τα ποσά που αναλυτικά εκθέτουν και τα οποία αντιστοιχούν στα προαναφερόμενα ποσά, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε μήνα που η περιοδικά καταβαλλόμενη επίδικη μηνιαία αποδοχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής.

   Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, παραδεκτώς φέρεται στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της, αφού αφορά σε σχέση

εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, πρόκειται δηλαδή για ιδιωτική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Είναι δε το Δικαστήριο αυτό αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο (άρθρα 7,9,10,14§1εδ.α' και 25 ΚΠολΔ), να εκδικάσει την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ). Για το αντικείμενο της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 6 παρ. 17 του Ν.2479/97 που τροποποίησε το άρθρο 71 ΕισΝ.ΚΠολΔ). Δεν είναι ωστόσο νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής, περί αδικοπραξίας των οργάνων του εναγομένου, που θα πρέπει να απορριφθεί, αφού, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η μη καταβολή των επιδίκων επιδομάτων στους ενάγοντες από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το εναγόμενο δε συνιστά αδικοπραξία των οργάνων του τελευταίου, με την έννοια ότι για την καταβολή του επιδόματος αυτού δεν απαιτείται να εκδοθεί πράξη των οργάνων του εναγομένου (βλ. ΑΠ 1489/1995 όπ., ΕφΠειρ 1282/1995 ό.π., ΕφΑΘ 2582/1992 ΑρχΝ 1993, 32 ΕλλΔνη 1993,124). Επομένως η αγωγή θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

   Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες, καθότι δεν εξέτασαν μάρτυρες, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες απασχολούνται ως υπάλληλοι στο εναγόμενο, ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΔΗΜΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ», νυν «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗΣ Δ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ», με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από 1-11-1997 οι τέσσερις πρώτες, από 14-1-2001 η πέμπτη, έκτη και όγδοη αυτών, ενώ ο έβδομος απασχολήθηκε στο εναγόμενο από 14-1-2001 μέχρι και 12-8-2002, οπότε και μετατέθηκε στο Δήμο Χαλανδρίου (βλ. σχετ. υπ' αριθμ. 110/2005 υπηρεσιακή βεβαίωση του εναγομένου). Δυνάμει του ν. 2470/1997, όπως ισχύει, που αφορά την «Αναμόρφωση του μισθολογίου της δημόσιας διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις», πλείστες ΚΥΑ και ιδίως των υπ' αριθμ.2/44212/0022 και 2/34586/0022 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας Πρόνοιας, που εκδόθηκαν κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του Ν.3016/2002, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4§1 και 22§1 του Συντάγματος δικαιούνται να λαμβάνουν από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002 πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αμοιβή ύψους 88 ευρώ και από 1-7-2002 μέχρι και 31-12-2004 αντίστοιχη αμοιβή 176 ευρώ μηνιαίως, η οποία χορηγήθηκε με τις ως άνω ΚΥΑ σε πλείστες κατηγορίες υπαλλήλων της Δημόσιας Διοίκησης και κυρίως των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, στους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ και οργανισμών που εποπτεύονται απ' αυτό, αλλά και στους εν αποσπάσει τελούντες υπαλλήλους στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, καθώς ουδεμία μνεία γίνεται τόσο στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14§2 του Ν. 3016/2002 όσο και στις ανωτέρω ΚΥΑ για ειδική αιτιολόγηση της καταβολής της επιδίκου πρόσθετης παροχής αναγόμενη στο είδος, ή την ένταση ή τις εν γένει εργασιακές δραστηριότητες των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων της παροχής, κατά τα αναφερόμενα και στη μείζονα σκέψη ανωτέρω. Ειδικότερα, οι ενάγοντες υπάγονται στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, όπως αυτό καθιερώθηκε και ισχύει από 1-1-1984 και εντεύθεν με το Ν. 1505/1984, από 1-1-1997 και εντεύθεν με το Ν. 2470/1997 και από 1-1-2004 και μέχρι σήμερα με το Ν. 3205/2003, δικαιούμενοι σε όλες τις προβλεπόμενες και χορηγούμενες εκ του νόμου παροχές, ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους στην απόληψη των ειδικών επιδομάτων και λοιπών αμοιβών ή παροχών, που λόγω των ειδικών και ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας τους δικαιολογημένα καταβάλλονται μόνο στους εργαζομένους στους ΟΤΑ και στα υπαγόμενα σ' αυτούς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου. Το δικαίωμα τους δε αυτό καθίσταται εμφανέστερο για το λόγο ότι η επίδικη παροχή έχει χορηγηθεί σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, σε πλείστες κατηγορίες της Δημόσιας Διοίκησης και ΝΠΔΔ, χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς οποιαδήποτε συνάρτηση με το είδος ή το εύρος της παρεχομένης εργασίας, με αποτέλεσμα η χορήγηση της να έχει προσλάβει λόγω της εν γένει κανονιστικής αντιμετώπισης της, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, εξ' αρχής χαρακτήρα επιμισθίου εργασίας, ήτοι γενικής προσαυξήσεως των τακτικών αποδοχών των εργαζομένων (ΣτΕ 828/2002) σωρευτικά με την ενιαία και απρόσβλητη μισθολογική βάση του Ν.2470/1997 και Ν.3205/2003. Κατά συνέπεια και επειδή η εξαίρεση κατηγορίας εργαζομένων, που τελούν υπό τις αυτές μισθολογικές συνθήκες από την απόληψη της παροχής αυτής, στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4§1 Συντάγματος) σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασίες (άρθρο 22§1 περ.β'του Συντάγματος), για την αποκατάσταση των οποίων, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 33,762, ΑΠ 22/1992 ΕλλΔνη 33,1437). Το γεγονός δε ότι, όπως αναφέρουν οι ενάγοντες στην υπό κρίση αγωγή τους, τους καταβάλλεται το επίδομα «ειδικής απασχόλησης» (διάταξη του άρθρου 8 παρ. 10 ν. 2470/1997 και εν συνεχεία των άρθρων 30 παρ. 2 ν. 2768/99 και 6 παρ.1 του ν. 3146/2003, μέχρι την στρογγυλοποίηση του από τον ν.3205/2003), δεν παρεμποδίζει τη γέννηση της ένδικη αξίωσης τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14§2 Ν. 3016/2002, καθώς οι εν λόγω παροχές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας τους, συνεπώς τυγχάνουν απολύτως και καταφανώς ετεροειδής με την επίδικη, η οποία αποτελεί γενική μισθολογική προσαύξηση και συνεπώς είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του άρθρου 14 Ν. 3016/2002 (ΣτΕ 498/2004, Νόμος).

   Εξ' ίσου μη συμψηφιστέα θα πρέπει να θεωρηθεί όμως και η χορηγούμενη επίσης στους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των υπαγομένων σε αυτούς ΝΠΔΔ, χρηματική παροχή των «εξόδων κίνησης»(ν. 2346/95 όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2685/99 σε συνδ. προς την ΚΥΑ υπ' αριθμ. 2040222/4110/0022/19-6-1998 και διαδοχικές τροποποιήσεις αυτής), καταβαλλομένη σ' αυτούς αρχικά σε τριμηνιαία βάση και από τις 1-1-2001 και εντεύθεν σε μηνιαία βάση. Τούτο συνάγεται και από το ότι, στο άρθρο 30 παρ. 1 του ν.3274/2004 ορίζεται ότι «τα κατ' αποκοπή έξοδα κίνησης που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού, όπως αυτά καθορίζονται με κοινές υπουργικές κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2685/99, δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1-4-1998, τυχόν δε καταλογισμοί που συντελέσθηκαν για την ανωτέρω αιτία δεν εκτελούνται και τα ποσά που βεβαιώθηκαν σε βάρος των αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων διαγράφονται, εκκρεμείς δε διαδικασίες καταλογισμού για την ίδια αιτία καταργούνται», γεγονός που σημαίνει ότι ο Νομοθέτης αντιμετωπίζει την εν λόγω παροχή ως δαπάνη για την απόκτηση εισοδήματος και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο την εκπίπτει του φορολογητέου εισοδήματος (βλ. σχετικώς άρθρο 4 του ν. 2238/94 «Κύρωση Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος», όπως ισχύει σήμερα αλλά και την Γνωμ. ΝΣΚ 107/2001). Από τα ανωτέρω στοιχεία σαφώς συνάγεται ότι, κατά την αληθή βούληση του Νομοθέτη, η εν λόγω χρηματική παροχή των εξόδων κίνησης αποτελεί αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι των ΟΤΑ, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους (βλ. ad hoc την ΔιοικΠρΑΘ 7242/2004) και όχι τακτική εισοδηματική παροχή όπως η επίδικη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν.3016/2002 (Ειρ.Ιλίου 125/2005).

   Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και να καταβληθούν από το εναγόμενο σε καθένα από τους ενάγοντες τα εξής ποσά, που αντιστοιχούν στην επίδικη παροχή και σύμφωνα με τον χρόνο απασχόλησης τους σε αυτό :

   Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 30-6-2002, ήτοι για 6 μήνες + επίδομα δώρου Πάσχα 2002 = 6,5 μήνες Χ 88 ευρώ = 572 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 31-12-2002, ήτοι για 6 μήνες + επίδομα αδείας 2002 + επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2002 = 7,5 μήνες Χ 176 ευρώ = 1320 ευρώ, για το έτος 2003, ήτοι για 12 μήνες + επίδομα δώρου Πάσχα + επίδομα αδείας + επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2003= 14 μήνες Χ 176 ευρώ = 2.464 ευρώ και για το έτος 2004 ομοίως 14 μήνες Χ 176 ευρώ= 2.464 ευρώ. Δηλαδή συνολικά θα πρέπει το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες, πλην του εβδόμου, το ποσό των 6.820 ευρώ, ενώ για τον τελευταίο (Παναγιώτη Λάβδα), ομοίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 30-6-2002, το ποσό των 572 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως και 12-8-2002 (μέχρι το οποίο απασχολήθηκε στο εναγόμενο), ήτοι για 1,5 μήνα + επίδομα άδειας 2002 = 2 μήνες Χ 176 ευρώ το ποσό των 352 ευρώ και συνολικά το ποσό των 924 ευρώ, απορριπτόμενης ως προς αυτόν της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και τα αντιστοίχως αιτηθέντα ποσά. Τα ανωτέρω δε ποσά θα καταβληθούν νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, εφόσον είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο το αίτημα περί καταβολής τόκου από τότε που κάθε επιμέρους μηνιαία παροχή κατέστη απαιτητή, καθ' όσον για τον, πριν την επίδοση της αγωγής χρόνο, υπήρχε αμφισβήτηση ως προς την καταβολή του, δεν υπήρχε δηλ. δήλη ημέρα καταβολής κατ' άρθρο 341 ΑΚ, ούτε οχλήθηκε το εναγόμενο για την καταβολή του κατ' άρθρο 340 ΑΚ..

   Κηρύσσεται η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για ποσό 3.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα (άρθρα 909, 910 περ.4 ΚΠολΔ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη κατ'άρθρο ερμηνεία ΚΠολΔ στο άρθρο 909 αριθ. 2,12 σε συνδ. με 199 ΚΔιοικ.Δ), πλην του

εβδόμου για τον οποίο κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο του επιδικασθέντος ποσού

    Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, κατόπιν σχετικού τους αιτήματος, βαρύνουν το εναγόμενο επειδή νικήθηκε (άρθρο 176 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1617/1999, ΕλλΔνη 2000,368, Νόμος), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δικάζει ερήμην του εναγομένου.

   Δέχεται την αγωγή ως προς τους πρώτη έως και τέταρτη, πέμπτη, έκτη και όγδοη των εναγόντων και εν μέρει ως προς τον έβδομο αυτών.

   Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε μία από τις πρώτη έως και τέταρτη, πέμπτη, έκτη και όγδοη των εναγόντων το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι (6.820) ευρώ, ενώ στον έβδομο (Π. Λ.), το ποσό των εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων (924) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κηρύσσει την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή για ποσό 3.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα, πλην του εβδόμου για τον οποίο κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο του επιδικασθέντος ποσού (924 ευρώ)

   Επιβάλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

   Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στο Χαλάνδρι, με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξούσια δικηγόρο των εναγόντων στις 30 Δεκεμβρίου 2005.