ΕιρΣκύδρας 22/2014

 

Πραγματικά ελαττώματα στην πώληση.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 22/2014

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΚΥΔΡΑΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

 

       Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ταρσή Γαλάτου, η οποία ορίσθηκε με πράξη της κ. Προέδρου Πρωτοδικών Έδεσσας, παρουσία και της Γραμματέως Νίκης Αποστολάρα.

 

 

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στη Σκύδρα στις 24 Σεπτεμβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

 

       ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: του εδρεύοντος στον Προφήτη Ηλία του Δήμου Σκύδρας και νομίμως εκπροσωπουμένου Αγροτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία «Αγροτικός Συνεταιρισμός Προφήτη Ηλία (ΣΥΝΠΕ)», ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Αρδίτσογλου του Δ.Σ. Έδεσσας.

 

 

       ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της εδρεύουσας στη Σκύδρα (Αργυρουπόλεως 2) και νομίμως εκπροσωπούμενης Μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «RUSELLA FRUIT LTD-ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ», η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Παπαδοπούλου του Δ.Σ. Έδεσσας.

 

 

       Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 26-2-2012 αγωγή, η οποία κατατέθηκε νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε με αυξ. αριθμό καταθέσεως 82/19-3-2012, επί της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος η 22α Ιανουαρίου 2013 και μετά από αναβολή η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.

 

 

       Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

 

 

                         ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                        ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 

       Στην ένδικη αγωγή, ο ενάγων συνεταιρισμός εκθέτει ότι, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που κατήρτισε στην έδρα του στον Προφήτη Ηλία Σκύδρας με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης στις 27-6-2008, 3-7-2008, 8-7-2008 και 5-8-2008, μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε σ' αυτήν τις λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή ποσότητες και ποικιλίες ροδάκινων και νεκταρινιών, αντί τιμήματος που συμφωνήθηκε ανά κιλό, ανάλογα με την ποικιλία και το είδος των πωληθέντων προϊόντων, και αναφέρεται στην αγωγή, εξέδωσε δε επί πιστώσει τα υπ'αρ. 2.930/27-6-2008, 2.965/3-7-2008, 2.966/3-7-2008, 3.004/87-2008 και …/5-8-2008 τιμολόγια-δελτία αποστολής, ποσών 5.428,90 ευρώ, 14.290,10 ευρώ, 8.936,50 ευρώ, 11.786,25 ευρώ και 13.200,65 ευρώ αντιστοίχως. Ότι έναντι του συνολικού τιμήματος των (5.428,90 + 14.290,10 + 8.936,50 + 11.786,25 + 13.200,65 =) 53.642,40 ευρώ η εναγομένη κατέβαλε 20.000 ευρώ στις 4-7-2008, 6.000 ευρώ στις 9-4-2009, 5.000 ευρώ στις 29-5-2009, ενώ της αφαιρέθηκε το ποσό των 14.290,10 ευρώ με το υπ' αρ. …/10-8-2010 πιστωτικό τιμολόγιο εκδόσεως του, οφείλει δε αυτή ακόμη το ποσό των (53.642,40 - 20.000 -6.000 - 5.000 - 14.290,10 =) 8.352,30 ευρώ, το οποίο έπρεπε κατά τη συμφωνία τους να εξοφλήσει μέχρι τις 31-12-2008, έχοντας καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή του από τις 1-1-2009. Ζητά δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 8.352,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 1-12009, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα.

 

 

       Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (Κ.Πολ.Δ. 12, 13, 14 παρ. 1 περ. α' και 25 παρ. 2), κατά την τακτική διαδικασία. Είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513, 341, 345 και 346 του ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλ. το υπ' αυξ. αρ. 10154/26-9-2013 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας και τη Νο …/26-9-2013 απόδειξη εισπράξεως της Εθνικής Τράπεζας).

 

 

         Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21-8-2002), προκύπτει, ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Εναλλακτικά και υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις δικαιούται να επιλέξει τη μη άσκηση των δικαιωμάτων διόρθωσης, αντικατάστασης ή υπαναχώρησης και αντ' αυτών να ζητήσει απευθείας αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Εξάλλου, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990 ΕλλΔνη 1991. 53, ΑΠ 1544/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 383/2011 Αρμ. 2011. 945, ΕφΑU 9456/2002 ΕλλΔνη 2003. 857). Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του (ΕφΑU 9455/2002 ΕλλΔνη 2003. 858). Εξάλλου, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 243/2009 ΤΝΠ Νόμος). Τα εκ του άρθρου 540 ΑΚ χορηγούμενα στον αγοραστή δικαιώματα και αξιώσεις και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, δεν μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά, αλλά ο αγοραστής έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μία από αυτές και να την ασκήσει (ΑΠ 1312/1997 ΑρχΝ 1998. 484), γιατί κατά τη διάταξη του άρθρου 306 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί διαζευκτικής συρροής αξιώσεων, η επιλογή που έγινε μία φορά είναι αμετάκλητη (ΑΠ 575/2013 ΤΝΠ Νόμος) και ανεπίδεκτη αιρέσεως ή προθεσμίας, και αναλίσκεται με μόνη τη δήλωση του αγοραστή, της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται από την περιέλευση της δηλώσεως στον πωλητή, δίχως να απαιτείται και αποδοχή αυτής από τον τελευταίο (ΕφΑU 12669/1989 ΕλλΔνη 1994. 490, Μπαλής, Γενικαί Αρχαί Έκδ. 7η παρ. 96 και 139, ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο Εισαγ. Παρατ. στα άρθρα 305-315 σελ. 126, 127 και Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο άρ. 539, 11 αρ. 6-10, Καυκάς έκδ. Π (1960) άρθρα 540 παρ. 2 σελ. 147-151 και 559 παρ. 3 σελ. 190). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 547 παρ. 1 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3043/2002, αν ο αγοραστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που του προσέθεσε ο ίδιος, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε. Ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα». Το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση της πώλησης, είναι διαπλαστικό δικαίωμα (ΑΠ 1373/2006 ΧρΙΔ 2007. 707, Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 389-401, αρ. 1 και 2), ασκείται κατ' αρχήν άτυπα, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον αντισυμβαλλόμενο, αλλά και με εξώδικη δήλωση, αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, επιταγή προς εκτέλεση, αλλά και με συμφωνία των μερών (Παπανικολάου, ό.π., άρθρο 390 αρ. 2). Η έγκυρη και νόμιμη άσκηση της υπαναχώρησης λύει τη σύμβαση πώλησης αυτοδικαίως και αναδρομικώς και την μετατρέπει σε σχέση εκκαθάρισης, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται από την περιέλευση της σχετικής άτυπης και μονομερούς δήλωσης στον πωλητή, οπότε και γεννώνται οι «αποκαταστατικές» αξιώσεις για αμοιβαία επιστροφή των παροχών που ενδεχομένως είχαν καταβληθεί, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 274/2008 ΝοΒ 2008. 1581, ΕφΠειρ 242/2009 ΕλλΔνη 2010. 259, ΕφΑΘ 4794/2008 ΕφΑΔ 2009. 928). Ο πωλητής υποχρεούται προσθέτως στην απόδοση στον αγοραστή των εξόδων για την κατάρτιση της πώλησης και την εκπλήρωση της, όπως π.χ. κάθε είδους φόρων, χαρτοσήμων και τελών που συναρτώνται με τη σύναψη της πώλησης, εξόδων μεταφοράς, όπως ναύλοι, αγώγια, φορτωτικά και εκφορτωτικά, έξοδα συναρμολόγησης, εγκατάστασης, παραλαβής (ΑΠ 18/2002 ΕλλΔνη 43. 766, ΕφΑΘ 10616/1996 Αρμ. 51. 1451), εκτελωνισμού του πράγματος, αποθήκευσης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, υπό άρθρο 547, αρ. 13).

 

 

         Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 554, 555 και 557 του ΑΚ, οι αξιώσεις του αγοραστή από την υπαναχώρηση ή για μείωση του τιμήματος ή για αποζημίωση ή για αντικατάσταση κατά γένος ορισμένου πράγματος, λόγω ελαττώματος ή ελλείψεως συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος, παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δυο ετών για τα κινητά (ΟλΑΠ 17/1993 ΕλλΔνη 35. 1244, ΑΠ 1277/2003 ΧρΙΔ 2004. 215, ΑΠ 1730/2001 ΧρΙΔ 2002. 27, ΑΠ 894/2000 ΕλλΔνη 41. 1661, ΑΠ 292/1999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 312/1999 ΕλλΔνη 40. 1361-1363, ΕφΠειρ 878/2004 ΕλλΔνη 2005. 276, ΠΠρθεσ 18996/2007 Αρμ. 2007. 1693). Η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, ενώ το ίδιο ισχύει και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα. Ο πωλητής δεν δύναται να επικαλεσθεί την ως άνω παραγραφή εάν δολίως απέκρυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας. Από τις παρατεθείσες διατάξεις, δικαιολογικός λόγος της θεσπίσεως των οποίων αποτέλεσε η ασφάλεια των συναλλαγών και η αποτροπή αποδεικτικών δυσχερειών των αξιώσεων αυτών, προκύπτει ότι στην ως άνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή υπόκειται κάθε αξίωση του αγοραστή που έχει ως γενεσιουργό λόγο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, αδιαφόρως αν θεμελιώνεται στο νόμο, τη σύμβαση ή σε πταίσμα. Επομένως, υπάγονται σε αυτήν οι αξιώσεις εκ της υπαναχωρήσεως ή μειώσεως του τιμήματος (άρθρο 540), η αξίωση αποζημιώσεως εκ των άρθρων 543 και 544 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση δόλου του πωλητή, η αξίωση αντικαταστάσεως του πράγματος (άρθρο 559) καθώς και οι παρεπόμενες αξιώσεις που πηγάζουν από ελλείψεις του πράγματος, όπως είναι οι απαιτήσεις λόγω δαπανών γι'αυτό (άρθρ. 547 εδ. β'), εφόσον είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι της συντελέσεως της υπαναχώρησης, ήτοι μέχρι της περιελεύσεως στον πωλητή της σχετικής δηλώσεως του αγοραστή. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνονται στην παραγραφή αυτή οι αξιώσεις που γεννώνται από της συντελέσεως της υπαναχώρησης και εφεξής, διότι, ως προς αυτές, δεν συντρέχει ο δικαιολογικός λόγος του άρθρου 554 ΑΚ, ούτε οι δευτερογενείς αξιώσεις για περαιτέρω ζημίες (ΟλΑΠ 17/1993 ΝοΒ 42. 975, ΑΠ 60/1992, ΕφΑΘ 5143/1998 ΝοΒ 1999. 618, Δωρής σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπό άρθρα 554-558, σελ. 214-215, αρ. 14, 18).

 

 

         Εξάλλου, κατά το άρθρο 558 του ίδιου Κώδικα, ο αγοραστής μπορεί και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής να ασκήσει με ένσταση τα εξ αιτίας του ελαττώματος δικαιώματα του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εντός του χρόνου της παραγραφής ειδοποίησε τον πωλητή γι' αυτό. Η παραγραφή των αξιώσεων του αγοραστή διακόπτεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ενώ η ειδοποίηση του πωλητή εντός του χρόνου παραγραφής για την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων δεν διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης του αγοραστή, αλλά απλά παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα να ασκήσει τα δικαιώματα του κατ' ένσταση, δηλαδή εναγόμενος από τον πωλητή. Εφόσον, λοιπόν, συντρέχει η προϋπόθεση της εμπρόθεσμης ειδοποιήσεως, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ασκήσει, αλλά μόνο κατ' ένσταση, χωρίς χρονικό πλέον περιορισμό, κάθε δικαίωμα που έχει λόγω της υπάρξεως ελαττώματος ή ελλείψεως κάποιας από τις συμφωνηθείσες ιδιότητες. Η ειδοποίηση που προβλέπει η ΑΚ 558 πρέπει να είναι ειδική, θα πρέπει δηλαδή να καθορίζεται σ' αυτή το συγκεκριμένο ελάττωμα ή η έλλειψη της ιδιότητας (ή ενδεχομένως τα περισσότερα ελαττώματα ή ελλείψεις) που εμφανίζει το πωληθέν και να συνάγεται από αυτή, έστω και συμπερασματικά ότι ο αγοραστής επιφυλάσσεται να ασκήσει τα δικαιώματα του. Μια αόριστη ειδοποίηση του αγοραστή προς τον πωλητή ότι το πωληθέν έχει ελαττώματα και ελλείψεις θα δημιουργούσε αβεβαιότητα στον πωλητή, πράγμα που θα αντέβαινε στο σκοπό της ΑΚ 558 (ΕφΑθ 7460/2002 ΕλλΔνη 45. 255, ΕφΘεσ 655/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 77/1998 ΔΕΕ 5. 498, ΕφΑθ 9134/1986 ΝοΒ 35. 388, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο [Ειδικό Μέρος, τ. I, έκδ. 2004], αρ. 131-135, 142, 143, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΑΚ, υπό άρθρο 554 αρ. 1, 4, υπό άρθρο 555 αρ. 11 και υπό άρθρο 558 αρ. 1, 5). Η ειδοποίηση αυτή αποτελεί μονομερή δήλωση του αγοραστή, από τη λήψη της οποίας εξαρτά ο νόμος ορισμένο έννομο αποτέλεσμα, μπορεί δε να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και σιωπηρά και δεν απαιτεί ορισμένο τύπο (ΕφΑθ 10451/1999 ΕλλΔνη 41. 1426, ΕφΠειρ 878/2004 ΕλλΔνη 2005. 283).

 

 

         Τέλος, από το γεγονός ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται, κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δηλώσεως του ενός από αυτά, δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν το συμψηφισμό των μεταξύ τους υφιστάμενων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού, με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, μόλις γεννηθούν και συνυπάρξουν αντιμέτωπες απαιτήσεις μεταξύ των μερών (ΑΠ 313/1999 ΝοΒ 2000. 397, ΕφΘεσ 334/2009 Αρμ. 2010. 1326). Ο συμψηφισμός μπορεί να προταθεί: α) εξώδικα και συνεπώς αν ο διάδικος τον επικαλεστεί (μονομερή ή συμβατικό) η ένσταση αυτή (καταχρηστική ένσταση συμψηφισμού) δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλή ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό, ή β) κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 442 ΑΚ) με τη μορφή ένστασης κατά της αγωγής (γνήσια ένσταση συμψηφισμού) με σκοπό την απόσβεση της επίδικης απαίτησης αναδρομικά, δηλαδή από το χρονικό σημείο που δημιουργήθηκε η κατάσταση συμψηφισμού (ΑΠ 313/1999 ΝοΒ 2000. 937, Εφθεσ 2136/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 9869/1998 ΕλλΔνη 1999. 1195, ΕφΑΘ 11155/1995 ΕλλΔνη 1996. 1406, Πολυζωγόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 442, αρ. 1, 4, και άρθρο 441, αρ. 2, 7, 10). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη συνομολογεί την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων, πλην όμως ισχυρίζεται ότι η αγώγιμη αξίωση έχει αποσβεσθεί με συμψηφισμό, εκθέτοντας τα εξής: ότι στις 3-7-2008 αγόρασε από τον ενάγοντα συνεταιρισμό διά του υπ' αρ. …/3-7-2008 τιμολογίου τις αναφερόμενες στην αγωγή ποσότητες ροδάκινων και νεκταρινιών, αντί τιμήματος 14.290,10 ευρώ, προκειμένου να τις μεταπωλήσει σε πελάτη της στη Ρωσία, ο οποίος θα αναλάμβανε το κόστος μεταφοράς, εκτελωνισμού και λοιπών εξόδων ελέγχου φυτοϋγείας εφόσον τα προϊόντα έφεραν τις συνομολογηθείσες ιδιότητες. Ότι αυτά μεταφέρθηκαν ως τα σύνορα της Ρωσίας, πλην όμως, επειδή ανέπτυξαν σκουλήκι, κρίθηκαν ακατάλληλα για εισαγωγή στο ρωσικό έδαφος και επανεισήχθησαν ατελώς από δασμούς στην Ελλάδα. Ότι ο ενάγων αποδέχθηκε την ευθύνη του για την κακή ποιότητα των προϊόντων και εξέδωσε το υπ' αρ. …/10-8-2008 πιστωτικό τιμολόγιο επιστροφής, συνοδευόμενο από το υπ' αρ. …/16-7-2008 δελτίο αποστολής προς αυτόν από το Τελωνείο Σκύδρας των ακατάλληλων προϊόντων. Ότι στη συνέχεια ζήτησε από τον ενάγοντα να αναλάβει να καλύψει το διαφυγόν της κέρδος καθώς και το κόστος των μεταφορικών και του εκτελωνισμού των ακατάλληλων φρούτων από και προς τη Ρωσία, το οποίο δεν πλήρωσε ο ρώσος αγοραστής, και έτσι ζημιώθηκε κατά το ποσό των 9.784,90 ευρώ, καθώς επιβαρύνθηκε η ίδια με τα εξής ποσά, δηλ.: 1) 4.500 ευρώ για το κόστος μεταφοράς των προϊόντων που αναφέρονται στο υπ' αρ…/3-7-2008 τιμολόγιο από την έδρα του ενάγοντος στο Ροστόβ της Ρωσίας, 2) 2.500 ευρώ για το κόστος μεταφοράς τους από το Ροστόβ στην Ελλάδα, 3) 100 ευρώ για τον εκτελωνισμό, 4) 100 ευρώ για τον εκτελωνισμό επανεισαγωγής, 5) για τον έλεγχο των προϊόντων από γεωπόνους, 70 ευρώ κατά την εξαγωγή και 70 ευρώ κατά την επανεισαγωγή, 6) (επί λέξει) «το ποσό των αμοιβών μας εκ 2.444,90 ευρώ, που προέρχεται από μεταπώληση των ποσοτήτων φρούτων που ενσωματώνονται στο υπ' αρ. …/3-7-2008 τιμολόγιο, τα οποία, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ' αρ. …/3-7-2008 τιμολόγιο μας προς την αγοράστρια της ίδιας ποσότητας φρούτων εδρεύουσα στο Ροστόβ της Ρωσίας ρώσικη εταιρία ΙΜΡΡΕΧ 110, πουλήσαμε με συμφωνηθέν τίμημα 16.375 ευρώ ενώ τα αγοράσαμε με τίμημα 14.290,10 ευρώ από τον αντίδικο (16.375 - 14.290,10 =) 2.444,90 ευρώ». Ότι ο ενάγων αντιπρότεινε να συμψηφίσουν τη διαφορά με απαίτηση του από το τίμημα φρούτων που στο μεταξύ της είχε πωλήσει και για το λόγο αυτό αυτή ουδέποτε πλήρωσε το υπόλοιπο τίμημα των μεταξύ τους συναλλαγών. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναφέρει στις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της προς ανάπτυξη του ισχυρισμού που προέβαλε ενώπιον του ακροατηρίου με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά, η εναγομένη προβάλλει, κατ' ορθή εκτίμηση, την ένσταση εξοφλήσεως της αγώγιμης αξιώσεως διA συμβατικού συμψηφισμού με δική της απαίτηση ύψους 9.784,90 ευρώ. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 440, 441, 547, 548 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.

 

 

         Ο ενάγων, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως, ισχυρίζεται, προβάλλοντας σχετική αντένσταση, την οποία αναπτύσσει στην προσθήκη -αντίκρουση που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, πως η αξίωση της εναγομένης από τα ελαττώματα των πωληθέντων έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 554 ΑΚ. Η αντένσταση αυτή είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 250 παρ. 1, 251, 261, 277, 554 ΑΚ, και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.

 

 

         Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ένας για κάθε πλευρά), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως, τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων τα φωτοαντίγραφα του υπ' αρ. …/3-7-2008 εγγράφου και του από 16-7-2008 εγγράφου (commercial credit invoice) που μετ' επικλήσεως προσκομίζει η εναγομένη, τα οποία παρότι έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ), λαμβάνονται υπόψη αφού κατά την προκείμενη διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1267/2010 ΕλλΔνη 2011. 432, 489, ΑΠ 1511/2009 ΕΠολΔ 2010. 740, ΑΠ 284/1999 ΕλλΔνη 1999.1309, ΑΠ 1462/1996 ΕλλΔνη 1997. 544), τις επιμέρους ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων στην έδρα του ενάγοντος συνεταιρισμού στον Προφήτη Ηλία Σκύδρας κατά το χρονικό διάστημα από 27-6-2008 έως 10-8-2008, ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην εναγομένη εταιρία τις εξής ποσότητες και ποικιλίες ροδάκινων και νεκταρινιών, δηλ.: 1) στις 27-6-2008, ι) 4.090 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,77 ευρώ το κιλό, αξίας (4.090 χ 0,77 =) 3.149,30 ευρώ, ιι) 2.780 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,82 ευρώ το κιλό, αξίας (2.780 χ 0,82 =) 2.279,60 ευρώ, αντί συνολικού τιμήματος (3.149,30 + 2.279,60 =) 5.428,90 ευρώ (βλ. το υπ' αρ. …/27-6-2008 τιμολόγιο - δελτίο αποστολής), 2) στις 3-7-2008, α) 1.390 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,85 ευρώ το κιλό, αξίας (1.390 χ 0,85 =) 1.181,50 ευρώ, β) 3.530 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,75 ευρώ το κιλό, αξίας (3.530 χ 0,75 =) 2.647,50 ευρώ, γ) 2.000 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,72 ευρώ το κιλό, αξίας (2.000 χ 0,72 =) 1.440 ευρώ, δ) 2.590 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Flavor Crest» προς 0,65 ευρώ το κιλό, αξίας (2.590 χ 0,65 =) 1.683,50 ευρώ, ε) 2.100 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Μey Grand» προς 0,80 ευρώ το κιλό, αξίας (2.100 χ 0,80 =) 1.680 ευρώ, ζ) 380 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 0,80 ευρώ το κιλό, αξίας (380 χ 0,80 =) 304 ευρώ, αντί συνολικού τιμήματος (1181,50 + 2.647,50 + 1.440 + 1.683,50 + 1.680 + 304 =) 8.936,50 ευρώ (βλ. το υπ' αρ. …/3-7-2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής), 3) στις 8-7-2008, α) 1.425 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «RED HAVEN» προς 0,77 ευρώ το κιλό, αξίας (1.425 χ 0,77 =) 1.097,25 ευρώ, β) 6.340 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «RED HAVEN»  προς 0,70 ευρώ το κιλό, αξίας (6.340 χ 0,70 =) 4.438,00 ευρώ, γ) 8.400 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «RED HAVEN» προς 0,63 ευρώ το κιλό, αξίας (8.400 χ 0,63 =) 5.292 ευρώ, δ) 1.370 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Καλτέζι» προς 0,70 ευρώ το κιλό, αξίας (1.370 χ 0,70 =) 959 ευρώ, αντί συνολικού τιμήματος (1097,25 + 4.438 + 5.292 + 959 =) 11.786,25 ευρώ (βλ. το υπ' αρ. …/8-7-2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής), 4) στις 5-8-2008, α) 1.440 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Red Haven» προς 0,85 ευρώ το κιλό, αξίας (1.440 χ 0,85 =) 1.224 ευρώ, β) 7.115 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Red Haven» προς 0,75 ευρώ το κιλό, αξίας (7.115 χ 0,75 =) 5.336,25 ευρώ, γ) 8.445 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Red Haven» προς 0,72 ευρώ το κιλό, αξίας (8.445 χ 0,72 =) 6080,40 ευρώ, δ) 700 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 0,80 ευρώ το κιλό, αξίας (700 χ 0,80 =) 560 ευρώ, αντί συνολικού τιμήματος (1.224 + 5336,25 + 6080,40 + 560 =) 13.200,65 ευρώ (βλ. το υπ' αρ. …/5-8-2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής). Η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα έως το τέλος του έτους 2008, δηλ. έως τις 31-12-2008. Επίσης, στις 3-72008, ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην εναγομένη α) 2.050 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Gloria» προς 0,85 ευρώ το κιλό, αξίας (2.050 χ 0,85 =) 1.742,50 ευρώ, β) 5.570 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Gloria» προς 0,75 ευρώ το κιλό, αξίας (5.570 χ 0,75 =) 4.177,50 ευρώ, γ) 2.080 κιλά ροδάκινα ποικιλίας «Gloria» προς 0,72 ευρώ το κιλό, αξίας (2.080 χ 0,72 =) 1.497,60 ευρώ, δ) 380 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 1 ευρώ το κιλό, αξίας 380 ευρώ, ε) 1.410 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 1 ευρώ το κιλό, αξίας 1.410 ευρώ, ζ) 1.955 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 0,90 ευρώ το κιλό, αξίας (1.955 χ 0,90 =) 1.759,50 ευρώ, στ) 1.115 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Sun Fri» προς 0,80 ευρώ το κιλό, αξίας (1.115 χ 0,80 =) 892 ευρώ, και η) 2.860 κιλά νεκταρίνια ποικιλίας «Καλτέζι» προς 0,85 ευρώ το κιλό, αξίας (2.860 χ 0,85 =) 2.431 ευρώ, αντί συνολικού τιμήματος (1.742,50 + 4.177,50 + 1.495,60 + 380 + 1.410 + 1.759,50 + 892 + 2.431 =) 14.290,10 ευρώ, εξέδωσε δε προς τούτο το υπ' αρ. …/3-7-2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής. Σκοπός της εναγομένης ήταν να διαθέσει τα προϊόντα που αναφέρονται στο τιμολόγιο αυτό σε πελάτη της στη Ρωσία, όπου και μεταφέρθηκαν οδικώς. Διαπιστώθηκε, όμως, κατόπιν ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν, ότι αυτά εμφάνισαν σκουλήκι και ως εκ τούτου κρίθηκαν ακατάλληλα για εισαγωγή στη ρωσική αγορά και επανεισήχθησαν στην Ελλάδα στις 16-7-2008 (βλ. το σχετικό έγγραφο της Δ/σης επανεισαγωγής). Λόγω της ελαττωματικότητας των ως άνω προϊόντων, η εναγομένη, η οποία στις 4-7-2008 είχε καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, επέλεξε να ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης (ΑΚ 547 και 548), η άσκηση της οποίας ενήργησε αναδρομικώς, με αποτέλεσμα η καταρτισθείσα στις 3-7-2008 ως άνω σύμβαση πωλήσεως να λυθεί αυτοδικαίως και να γεννηθούν οι αξιώσεις για αμοιβαία επιστροφή των παροχών που είχαν καταβληθεί, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στις 10-8-2008, ο ενάγων εξέδωσε προς την εναγομένη το υπ' αρ. …/10-8-2008 πιστωτικό τιμολόγιο για το ποσό των 14.290,10 ευρώ, το οποίο αφορούσε στην αξία των ως άνω προϊόντων, ενώ αυτή επέστρεψε τα προϊόντα. Η εναγομένη ουδεμία επιφύλαξη διατύπωσε κατά την έκδοση του ως άνω τιμολογίου, με το οποίο θα μπορούσε να εκκαθαριστεί οριστικά η διαφορά, ως προς την αξίωση της για τις δαπάνες που ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε.

 

 

Μάλιστα, κατέβαλε στον ενάγοντα στις 9-4-2009 το ποσό των 6.000 ευρώ και στις 29-5-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ, δίχως και πάλι να διατυπώσει με οποιονδήποτε τρόπο κάποια σχετική επιφύλαξη, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ειδοποίησε τον ενάγοντα σχετικά με την αξίωση της αυτή εντός του χρόνου της παραγραφής των δύο ετών από την παραλαβή των προϊόντων, στην οποία παραγραφή υπάγονται οι δαπάνες αυτές, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι κατά τον ισχυρισμό της εναγομένης πραγματοποιήθηκαν μέχρι την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Επομένως, δεν δύναται αυτή να προβάλλει κατ'ένσταση την αξίωση της μετά την πάροδο των δύο ετών, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. ’λλωστε, δεν προσκομίζει έγγραφα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή και όχι κάποιος τρίτος υπεβλήθη σε δαπάνες καθώς και το ύψος τους, ενώ ο προταθείς εκ μέρους της μάρτυρας δεν καταθέτει τίποτα σχετικά με τα ανωτέρω. Επίσης, η εναγομένη δεν προέβαλε εγγράφως τις αξιώσεις της έναντι του ενάγοντος μετά την κοινοποίηση σ' αυτή της ένδικης αγωγής στις 24-5-2012 (βλ. την υπ' αρ. 11.335Γ724-5-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Έδεσσας …), όπως θα ήταν λογικά αναμενόμενο, εάν πράγματι είχε τέτοια αξίωση, με βάση τη στοιχειώδη επιμέλεια του συναλλασσομένου. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η εναγομένη υποβλήθηκε στις αναφερόμενες στην ένσταση της δαπάνες, ούτε ότι ειδοποίησε τον ενάγοντα εντός του χρόνου της παραγραφής για την αξίωση της αυτή, η οποία έτσι υπέπεσε σε παραγραφή μετά την πάροδο δύο ετών από την παραλαβή των πωληθέντων στις 3-7-2008 προϊόντων, δεκτής γενομένης της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντος ως και κατ' ουσίαν βάσιμης, ούτε ότι εχώρησε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων να συμψηφιστεί το ποσό των (4.500 + 2.500 + 100 + 100 + 70 + 70 + 2.444,90 =) 9.784,90 ευρώ με την ένδικη οφειλή της εναγομένης προς τον ενάγοντα. Εξάλλου, εάν ήθελε υποτεθεί ότι το ποσό των 2.444,90 ευρώ αφορά σε διαφυγόν κέρδος, αφενός μεν αυτό αορίστως διατυπώνεται ως τέτοιο αφετέρου δε, επιλέγοντας η εναγομένη να ασκήσει το δικαίωμα της υπαναχώρησης ανάλωσε το εκλεκτικό της δικαίωμα να επιλέξει μία μόνο αξίωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του ενάγοντος. Επομένως, η προταθείσα από την εναγομένη ένσταση εξοφλήσεως διά συμψηφισμού πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, να υποχρεωθεί δε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα συνεταιρισμό το ποσό των (39.352,30 - 20.000 - 6.000 - 5.000 =) 8.352,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 1-1-2009, επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας πιστώσεως. Ακόμη, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ο ενάγων συνεταιρισμός θα υποστεί σημαντική ζημία από την καθυστέρηση στην εκτέλεση (Κ.Πολ.Δ. 907 και 908 παρ. 1). Τέλος, η εναγομένη, λόγω της ήττας της (Κ.Πολ.Δ. 176), πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου (Κ.Πολ.Δ. 191 παρ. 2).

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (8.352,30) οκτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δύο ευρώ και τριάντα λεπτών, με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2009.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εβδομήντα (370) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Σκύδρα στις 20 Ιανουαρίου 2014 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.

      

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ