ΕιρΣκύδρας 15/2014

 

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης - Αρμοδιότητα - Διαδικασία - Ερημοδικία ανακόπτοντος -.

 

Η ανακοπή κατά της εκτέλεσης εισάγεται στο Ειρηνοδικείο αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από αυτό και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Ειδική δωσιδικία της κατοικίας του ανακόπτοντος. Εισαγωγή της ανακοπής ενώπιον αναρμοδίου κατά τόπον δικαστηρίου. Τεκμήριο συμφωνίας του για παρέκταση της αρμοδιότητας, καθώς είναι δυνατή η παρέκταση στις δίκες περί την εκτέλεση, ως προς την οποία παρέκταση ο καθ’ ού η ανακοπή δεν προβάλλει αντιρρήσεις. Εφαρμογή της διαδικασίας των πιστωτικών τίτλων. Ο ανακόπτων που δεν παραστάθηκε πρέπει να δικασθεί ερήμην διότι τη συζήτηση της υποθέσεως την επισπεύδει αυτός. Απόρριψη της ανακοπής.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 15/2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΚΥΔΡΑΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ)

(κατόπιν μετατροπής από ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

       Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ταρσή Γαλάτου, η οποία ορίσθηκε με πράξη της κ. Προέδρου Πρωτοδικών Έδεσσας, παρουσία και του Γραμματέα Νεκτάριου Παπαγιάννη.

 

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στη Σκύδρα στις 12 Νοεμβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

       ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Έδεσσας, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

       ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΌΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: …, κατοίκου Λιτοχωρίου Σκύδρας, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

       Ο ανακόπτων ζητά να γίνει δεκτή η από 8-1-2012 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε με αυξ. αριθμό καταθέσεως 14/14-1-2013, επί της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος η 11η Ιουνίου 2013 και κατόπιν αναβολής η στην αρχή της παρούσας σημειούμενη.

 

       Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο καθ' ού η ανακοπή ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 1 εδ. α' και γ' του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, «Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση.... Η ανακοπή μπορεί να επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924 ή παρέσχε την εντολή για τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει σαφώς, ότι, μετά την ισχύ του Ν. 4055/2012, καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο να εκδικάσει την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., καθώς και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα που, κατά παραπομπή της διάταξης που το προβλέπει, εκδικάζεται από το δικαστήριο του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., είναι το Ειρηνοδικείο, όταν έχει εκδοθεί από αυτό ο εκτελεστός τίτλος (και όχι μόνο δικαστική απόφαση, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4055/2012) με βάση τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, και το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση (ΜΠρΘηβ 253/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ., «Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584», σύμφωνα με το οποίο «η ανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος με την επιφύλαξη των διατάξεων των ειδικών δωσιδικιών», δηλ. θεσπίζεται ειδική δωσιδικία της κατοικίας του ανακόπτοντος, ο οποίος επέχει τη διαδικαστική θέση του αμυνόμενου (ΕφΑθ 10683/1986 ΕλλΔνη 1987. 890, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, σελ. 1086, 1776, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 933, σελ. 395). Όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση εξακολουθεί να ισχύει η εφαρμογή των διατάξεων εκείνων που καθιερώνουν ειδικές νόμιμες δωσιδικίες, οπότε κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής αυτής μπορεί να είναι και το δικαστήριο οποιασδήποτε συντρέχουσας ή αποκλειστικής δωσιδικίας, μάλιστα δε, εάν υπάρχει αποκλειστική δωσιδικία, αυτή υπερισχύει και επικρατεί της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (Βαθρακοκοίλης, ό.π., υπό άρθρα 584, σελ. 684-685, και 933, σελ. 394-395, ΜΠρΘεσ 30332/2007 Δίκη 2008. 70).

 

        Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012, «Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α'». Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου αναφορικά με το άρθρο 19 αυτού εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα «...για τους ανωτέρω λόγους προτείνεται η συντόμευση της διαδικασίας εκδίκασης των ανακοπών με την προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 937, δηλαδή με εφαρμογή του άρθρου 643, όπως αυτή τροποποιείται με το παρόν (και ανεξάρτητα από το είδος της εκτελούμενης αξίωσης), και αποσκοπεί στην ταχύτατη απονομή της δικαιοσύνης και στην εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία, υποτίθεται, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν σύντομη για τους λόγους που ήδη έχουν εκτεθεί, αφού διαφορετικά παραβιάζεται σε βάρος του δανειστή η αρχή της ισότητας στη διαδικασία παροχής έννομης προστασίας». Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι και στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση η διαδικασία καθορίζεται καταρχήν από τη φύση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε ο τίτλος με τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, με τις αποκλίσεις όμως των άρθρων 933937 (άρα και 643, 591 παρ. 1 περ. α' και 583-585 Κ.Πολ.Δ. (ΕιρΧαν 687/2013 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αν για τη διάγνωση της εκτελεστέας αξιώσεως εφαρμόζεται η ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, η ίδια διαδικασία θα εφαρμοστεί και για την εκδίκαση της εκ του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ. ανακοπής, με τις αποκλίσεις που εισάγονται για την καθ' ύλην και την κατά τόπον αρμοδιότητα (933 παρ. 1 και 2), την παραχρήμα απόδειξη των ισχυρισμών που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης (933 παρ. 4), τις προθεσμίες του άρθρου 934, το σύστημα συγκέντρωσης (935), την απαγόρευση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (937 παρ. 2) και την έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος κατά την προθεσμία άσκησης των ένδικων μέσων (937 παρ. 3) (ΕφΠατρ 821/1994 ΕλλΔνη 37. 1628, ΜΠρΒόλου 73/2008 ΝΟΜΟΣ).

 

        Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη ανακοπή, ο ανακόπτων ζητά να ακυρωθεί αφενός η υπ' αρ. 185/2012 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκου του Ειρηνοδικείου τούτου, δίχως ωστόσο να επικαλείται κάποιον λόγο για την ακύρωση της, και αφετέρου η παρά πόδας αυτής από 20-12-2012 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στον καθ' ού η ανακοπή το συνολικό ποσό των 25.991,16 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 20.000 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 5.215,86 για τόκους, 310 για δικαστική δαπάνη, 65 ευρώ για επιδόσεις της διαταγής, 369 ευρώ για σύνταξη πρώτης επιταγής εκτελέσεως, 31,30 ευρώ για λήψη απογράφου, ισχυριζόμενος με τον πρώτο λόγο ότι η επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη λόγω μη αναγραφής της χρονικής περιόδου που αφορούν οι τόκοι, και με το δεύτερο λόγο ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.

 

      Από το προεκτεθέν περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει ότι η ένδικη ανακοπή στρέφεται μόνον κατά της από 20-12-2012 επιταγής προς εκτέλεση και όχι κατά της -εκδοθείσας με βάση συναλλαγματική- υπ' αρ. 185/2012 διαταγής πληρωμής. Η ανακοπή αυτή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα σχετικώς στη μείζονα σκέψη, είναι αρμόδιο καθ' ύλην, αφού ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από αυτό. Πλην όμως, αφού μετά την επίδοση της ανωτέρω επιταγής δεν ακολούθησαν άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας και η κατοικία του ανακόπτοντος είναι η Έδεσσα, δεν προκύπτει δε η ύπαρξη ειδικής νόμιμης δωσιδικίας, αρμόδιο κατά τόπον θα ήταν κατ' αρχήν το Ειρηνοδικείο Έδεσσας, της κατά τόπον αρμοδιότητας ερευνωμένης αυτεπαγγέλτως, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης. Ωστόσο, εφόσον ο ανακόπτων εισήγαγε την ανακοπή του ενώπιον του -κατ' αρχήν αναρμόδιου κατά τόπον- Δικαστηρίου τούτου, τεκμαίρεται συμφωνία του για παρέκταση της αρμοδιότητας, δεδομένου ότι είναι δυνατή η παρέκταση στις δίκες περί την εκτέλεση (ΕφΑθ 10683/1986 ΕλλΔνη 1987. 890, ΕφΑθ 2556/1980 ΝοΒ 1980. 1547), ως προς την οποία παρέκταση ο καθ' ού η ανακοπή δεν προβάλλει αντιρρήσεις. Επομένως, το Δικαστήριο τούτο καθίσταται και αρμόδιο κατά τόπον, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.. Η ανακοπή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ' άρθρο 934 παρ. 1 περ. α', καθώς δεν αποκλείεται να ασκηθεί παραδεκτώς ανακοπή κατά της επιταγής και πριν από την επιβολή της κατασχέσεως (ΕφΑΘ 5040/1987 ΕλλΔνη 1988. 1679, ΕφΑΘ 5867/1993 ΑρχΝ 1994. 564). Πλην όμως, δεν εισήχθη νομίμως να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία και για το λόγο τούτο πρέπει, αυτεπαγγέλτως, να διαταχθεί η εκδίκαση της κατά την προβλεπόμενη από τη φύση της υπόθεσης ειδική διαδικασία των άρθρων 635-644 του Κ.Πολ.Δ., κατά τα προεκτεθέντα σχετικώς στη μείζονα σκέψη (Κ.Πολ.Δ. 591 παρ. 2), μη υφισταμένου κανενός εμποδίου προς τούτο, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από τις διατάξεις των άρθρων 933 επ. του Κ.Πολ.Δ.. Από το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο υπό του καθ' ού αντίγραφο της ένδικης ανακοπής με την επ' αυτού επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Έδεσσας …, το οποίο κοινοποιήθηκε στον καθ' ού η ανακοπή με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο της 11-6-2013, προκύπτει ότι η συζήτηση αυτής επισπεύδεται από τον ανακόπτοντα. Ο ανακόπτων είναι ο αμυνόμενος στην εκτελεστική διαδικασία και η θέση του ταυτίζεται σχηματικά με αυτήν του εναγομένου της διαγνωστικής δίκης (Χ.Φραγκίστας-Π.Γέσιου/Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση I, 1978/1986, παρ. 34, II σελ. 151, σελ. 398-399, ΕφΑΘ 10683/1986 ΕλλΔνη 1987. 890, Κεραμέως/ Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, σελ. 1086, 1776, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 933, σελ. 395). Η διαδικαστική πάντως ταύτιση ανακόπτοντος-εναγομένου και, αντίστοιχα, καθ'ού-ενάγοντος, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της ερημοδικίας τους. Έτσι, για τον καθ'ού εφαρμόζεται η ρύθμιση του άρθρου 271 Κ.Πολ.Δ. (ΕφΑΘ 2521/1983 Αρμ. ΛΖ'. 1121, ΜΠρΛαμ 319/1985 ΑρχΝ 1980. 597), ενώ για τον ανακόπτοντα αυτή του άρθρου 272 Κ.Πολ.Δ. (Χ. Φραγκίστας-Π.Γέσιου/Φαλτσή, ό.π., Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, παρ. 158, σελ. 433, ΜΠρΤρικ 536/1988 Αρμ. 1988. 1237). Κατά δε το άρθρο 272 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ. που τέθηκε (στη θέση του καταργηθέντος άρθρου 272) με το άρθρο 30 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α' 165/25-7-2011), εάν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή, ενώ αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του εναγομένου εφαρμόζεται το άρθρο 271 και σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος απορρίπτεται η ανακοπή (ΜΠρΛαρ 177/ 1994 Δίκη 1995. 920, ΜΠρΤρικ 536/1988 Αρμ. 1988. 1237). Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, ο ανακόπτων, ο οποίος δεν παραστάθηκε, πρέπει να δικασθεί ερήμην, διότι τη συζήτηση της υποθέσεως την επισπεύδει αυτός, εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 272 Κ.Πολ.Δ., επειδή η θέση του δικονομικά ταυτίζεται με εκείνη του ενάγοντος, με αποτέλεσμα την απόρριψη της ανακοπής. Τα δικαστικά έξοδα του καθ' ού βαρύνουν τον ανακόπτοντα (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.). Παράβολο ερημοδικίας δεν θα ορισθεί, γιατί στις δίκες περί την εκτέλεση απαγορεύεται απολύτως η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 αρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του ανακόπτοντος.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα του καθ' ού η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πενήντα (50) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2014 στη Σκύδρα σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση του στο ακροατήριο του.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ