ΕιρΣάμου 85/2016

Βεβαίωση γεγονότος κατ' άρθρο 782 ΚΠολΔ - To τεκμήριο θανάτου του άρθρου 39 ΑΚ για πρόσωπο το σώμα του οποίου δεν βρέθηκε -.

Οι συνθήκες που έλαβε χώρα η εξαφάνιση του προσώπου του πρέπει να καθιστούν τον θάνατό του απολύτως βέβαιο και όχι απλώς πολύ πιθανό.

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΑΜΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

 

Αριθμός  85/2016

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΑΜΟΥ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας, Θεώνη Α. Κάδρα, Δόκιμη Ειρηνοδίκη Ικαρίας, που αναπληρώνει νόμιμα, βάσει της υπ αρ. 33/2016 πράξης του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Σάμου Προέδρου Πρωτοδικών, τον μη υπάρχοντα Ειρηνοδίκη Σάμου, και την Γραμματέα Διονυσία Κουλούρη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στη Σάμο (Βαθύ), στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση:

 

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΤΟΣ: .... κατοίκου Γκέτεμπουρκ Σουηδίας, διαμένοντος προσωρινά στην Ελλάδα, στην πόλη της Αθήνας (οδός ...), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου Ι. Βούρου, κατοίκου Σάμου Σάμου, οδός Γυμν. Κατεβαίνη αρ. 2 (αρ. γραμ. ΔΣΣ 2737/2015).

 

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-11-2015 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμ. κατ. 78/28-12-2015, προσδιορίστηκε δε η συζήτησή της αρχικά για τη δικάσιμο της 18/03/2016, και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε εκφωνήθηκε νόμιμα κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ζήτησε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του και ακολούθησε συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, όπως σημειώνεται στα πρακτικά.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 Επειδή ορίζοντας το άρθρο 39 ΑΚ ότι: «Θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί ο θάνατος προσώπου που το σώμα του δεν βρέθηκε, αν εξαφανίστηκε υπό συνθήκες που κάνουν το θάνατό του βέβαιο», εισάγει τεκμήριο θανάτου του προσώπου το οποίου το σώμα δεν βρέθηκε. Για να ισχύσει το τεκμήριο αυτό, ο νόμος αξιώνει απόλυτη βεβαιότητα για τον θάνατο του προσώπου το πτώμα του οποίου δεν βρέθηκε. Σημειώνεται δε πως με μη ανεύρεση του πτώματος εξομοιώνεται και η περίπτωση που υπάρχει αδυναμία αναγνώρισης κάποιου πτώματος ως προερχόμενο από συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτή η βεβαιότητα υπάρχει όταν η εξαφάνιση του προσώπου έλαβε χώρα υπό συνθήκες που δεν αφήνουν αμφιβολία πως ο θάνατος αυτός επήλθε. Το συμπέρασμα για το θάνατο πρέπει να προέρχεται από τις συνθήκες εξαφάνισης του προσώπου κατά λογική αναγκαιότητα, η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποκλείει εξαγωγή άλλου συμπεράσματος. Να μην επιτρέπεται δηλαδή, καμία άλλη εκδοχή για την τύχη του συγκεκριμένου ανθρώπου, εκτός από αυτή του θανάτου. (βλ. Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ, τομ. 1ος, 2010,  άρθρα 38-39, σ. 106-107, όπου και παραπομπές σε Σόντη, ΕρμΑΚ 39, αρ. 2 και Γαζή, Γεν. Αρχαί Το φυσικόν πρόσωπον, σ. 5). Τέτοιες ενδεικτικές περιπτώσεις συνθηκών, που παρέχουν βεβαιότητα θανάτου, είναι η απώλεια κάθε ίχνους προσώπου που βρισκόταν σε οικοδόμημα που κάηκε ή προσώπου που εξαφανίστηκε σε καταστροφική έκρηξη στο χώρο όπου αποδεδειγμένα βρισκόταν, χωρίς καμία πιθανότητα επιβίωσης ή προσώπου που βρισκόταν σε αεροπλάνο που εξερράγη στον αέρα σε μεγάλο ύψος και κατέπεσε και από το οποίο δεν υπήρξε ούτε ήταν δυνατό να υπάρξει κανένας επιζών (βλ. Α. Γεωργιάδης - Μ. Σταθόποuλος, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 39, σ. 73, Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, 2001, άρθρο 39 - αρ. 6), ή μεταλλωρύχου που παρέμεινε στο βάθος μεταλλείου ύστερα από έκρηξη που έγινε ή αστροναυτών που επέβαιναν σε διαστημόπλοιο που δεν γύρισε στη γη (βλ. Κ. Σημαντήρας, Γενικές Αρχές, 1988, παρ. 380). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, που ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί, αλλά ο θάνατός του δεν είναι απολύτως βέβαιος, ακόμη και αν είναι πολύ πιθανός, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αφάνεια των άρθρων 40-50 ΑΚ (βλ. ΜονΠρΜυτιλ 358/1996). Για να ισχύσει δηλαδή το εκ του άρθρου 39 ΑΚ τεκμήριο θανάτου προσώπου το σώμα του οποίου δεν βρέθηκε πρέπει η εξαφάνιση να έλαβε χώρα υπό συνθήκες που ο θάνατός του δεν είναι απλώς πιθανός, αλλά απολύτως βέβαιος. Αν υπάρχει έστω και η ελάχιστη αμφιβολία μόνο κήρυξη αφάνειας μπορεί να χωρήσει (βλ. Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, 2001, άρθρο 39 - αρ. 2).

 

 Επειδή, σε εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 39 ΑΚ περί τεκμηρίου θανάτου σε περίπτωση έλλειψης του πτώματος εξαφανισθέντος προσώπου, έχει τεθεί η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων», σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση που δεν βρεθεί το σώμα προσώπου και είναι βέβαιο ότι το πρόσωπο αυτό πέθανε, συντάσσεται από τον ληξίαρχο ληξιαρχική πράξη θανάτου, ύστερα από έκθεση της αρχής που βεβαιώνει το γεγονός αυτό (βλ. γνωμοδότηση 75/2002 ΝΣΚ). Παράλληλα με την ως άνω δυνατότητα του ληξιάρχου για τη σύνταξη ληξιαρχικής πράξης θανάτου κατόπιν βεβαίωσης του θανάτου από την αρχή, προβλέπεται στο άρθρο 15 του ίδιου ως άνω νόμου ότι ο ενδιαφερόμενος στην απόδειξη θανάτου ενός προσώπου μπορεί να ζητήσει από το ληξίαρχο τη σύνταξη ληξιαρχικής πράξης θανάτου, αφού προσκομίσει στο ληξιαρχείο επικυρωμένο αντίγραφο τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που βεβαιώνει ότι το γεγονός του θανάτου του προσώπου αυτού συντελέστηκε σε ορισμένο χρόνο.

 

 Επειδή το άρθρο 782 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 1 άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4335/2015 και ισχύει από 01-01-2016 σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015, προβλέπει τη δικαστική βεβαίωση γεγονότος με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, γεγονότος που σχετίζεται με την προσωπική κατάσταση φυσικού προσώπου με σκοπό είτε τη σύνταξη ελλείπουσας ληξιαρχικής πράξης είτε τη διόρθωση ήδη υπάρχουσας. Για την υποβολή της σχετικής αίτησης για τη βεβαίωση ορισμένου γεγονότος με δικαστική απόφαση, προκειμένου να επακολουθήσει η σύνταξη ή διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, νομιμοποιείται όποιος έχει έννομο συμφέρον, καθώς και ο εισαγγελέας της περιφέρειας του αρμόδιου ληξίαρχου. Έννομο συμφέρον υφίσταται, όχι μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσει άσκηση δικαιώματος (π.χ. κληρονομικού ή συνταξιοδοτικού), αλλά σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη για τη βεβαιότητα και ακρίβεια της ληξιαρχικής πράξης σχετικά με την προσωπική κατάσταση του αιτούντος ή τρίτου προσώπου ως προς γεγονός που επηρεάζει τις αστικές σχέσεις μεταξύ τους, ιδίως στενού συγγενή του αιτούντα (βλ. Βαθρακοκοίλης Β., ΚΠολΔ (κατ άρθρο), 1994, άρθρο 782 - αρ. 8, Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, τ. 18, Εκούσια Δικαιοδοσία, ειδ. μέρος α΄, σ. 479).

 

 Επειδή στην υπό κρίση αίτηση, ο αιτών, παλαιστινιακής καταγωγής, εκθέτει ότι στις 6-09-2013 εντοπίστηκαν σε δασώδη περιοχή της Σάμου χρυσαφικά της οικογένειάς του, η οποία αγνοείτο στην ευρύτερη περιοχή από τις 21-07-2013, οπότε ο αιτών είχε χωριστεί από τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα τέκνα του (ένα αγόρι 4 ετών και ένα κορίτσι 7,5 μηνών), με σκοπό προχωρώντας μόνος του να μετακινηθεί γρηγορότερα για να βρει βοήθεια και να καταστεί εφικτός ο εντοπισμός και η διάσωσή τους από τις ελληνικές αρχές, αφού είχαν εγκαταλείψει τη Συρία, όπου και κατοικούσαν, λόγω εμφύλιου πολέμου, για να ζητήσουν διεθνή προστασία στην Ευρώπη. Ότι, επίσης, εντοπίστηκαν υπολείμματα πλήρως απανθρακωμένων οστών, κάποια από τα οποία ταυτοποιήθηκαν με τα οστά της συζύγου του και της ανήλικης κόρης του, για τις οποίες εκδόθηκαν πιστοποιητικά θανάτου και ληξιαρχικές πράξεις θανάτου αυτών, με τόπο θανάτου για αμφότερες το Βαθύ Σάμου και χρόνο την 21-07-2013 και ώρα 00:00. Ότι κανένα από τα ανευρεθέντα απανθρακωμένα οστά δεν ταυτοποιήθηκε με το βιολογικό υλικό του ανηλίκου υιού του, ούτε ανευρέθηκαν άλλα υπολείμματα οστών που να ανήκουν σε αυτόν και εξ αυτού του λόγου δεν έχει εκδοθεί ληξιαρχική πράξη θανάτου του υιού του, παρόλο που είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες εξαφάνισής του και τον βεβαιωμένο θάνατο των δύο άλλων μελών της οικογένειάς του, ότι ο ανήλικος υιός του έχει αποβιώσει μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του από την ίδια αιτία θανάτου. Κατόπιν των ανωτέρω, ο αιτών, επικαλούμενος έννομο συμφέρον ως πατέρας του ανηλίκου, που εξαφανίστηκε υπό τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην υπό κρίση αίτηση συνθήκες και του οποίου το σώμα δεν βρέθηκε, ζητά από το παρόν Δικαστήριο 1ον) να βεβαιώσει το γεγονός του θανάτου του ανήλικου υιού του, στις 21-07-2013 στο Βαθύ Σάμου λόγω βίαιου θανάτου-ατυχήματος, με σκοπό, κατ ορθή εκτίμηση του αιτήματος, να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη θανάτου, και 2ον) να δοθεί εντολή στον Ληξίαρχο Βαθέος Σάμου να εκδώσει ληξιαρχική πράξη θανάτου.

 

 Επειδή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η από 28-11-2015 υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση, κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που έχει δικαιοδοσία (άρθρο 741, 3 ΚΠολΔ), είναι καθ ύλην  και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 740 παρ. 1 και 782 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, 741 και 45 ΚΠολΔ και άρθρο 5 του ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων»). Είναι δε αρκούντως ορισμένη, κατά τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, και ως προς την επίκληση εννόμου συμφέροντος από τον αιτούντα, ο οποίος, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, επικαλείται την αναγκαιότητα έκδοσης ακριβούς ληξιαρχικής πράξης για γεγονός που αφορά την προσωπική κατάσταση (θάνατο) συγγενούς του (του υιού του).

 

 Επειδή η υπό κρίση αίτηση είναι, επίσης, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 39, 38 ΑΚ, 15 του ν. 344/1976, σε συνδυασμό με το άρθρο 782 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να διαταχθεί ο Ληξίαρχος Βαθέος Σάμου να εκδώσει ληξιαρχική πράξη θανάτου, το οποίο πρέπει να απορριφθεί αφενός ως μη νόμιμο, διότι η εκδιδόμενη κατά το άρθρο 782 ΚΠολΔ δικαστική απόφαση δεν περιέχει διαταγή, αλλά είναι στην ουσία διαπιστωτική θετική διοικητική πράξη, που δεν εκτελείται αμέσως κατά του ληξίαρχου, ούτε υποκαθιστά δική του ενέργεια, αλλά δημιουργεί εις βάρος του την υποχρέωση να προβεί στη σχετική διόρθωση (βλ. Μπρακατσούλας Β., Εκούσια Δικαιοδοσία, Θεωρία - Νομολογία Πράξη, 7η έκδ. σ. 207-210,  ΜΠρΘεσσαλ 3516/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και αφετέρου ως προώρως ασκηθέν, διότι ο ληξίαρχος υποχρεούται από το νόμο (άρθρα 4 περ. β΄ και 15 του ν. 344/1976) να καταχωρεί στα τηρούμενα από αυτόν ληξιαρχικά βιβλία κάθε επερχόμενη μεταβολή στην κατάσταση του φυσικού προσώπου που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, και μόνο σε περίπτωση άρνησής του να προβεί στην ως άνω ενέργεια (περίπτωση που δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση) μπορεί να υποχρεωθεί σε αυτήν δικαστικώς σύμφωνα με το άρθρο 791 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 2404/2003 Δνη 2003.1667, ΜονΠρΧίου 111/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2 ΚΠολΔ προδικασία (βλ. την υπ αριθ. 2820 Ε΄/30-12-2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Σάμου ... στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Σάμου).

 

 Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, από τους ισχυρισμούς του αιτούντος που περιλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτηση και στις από 23-09-2016 έγγραφες προτάσεις του, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και την εν γένει διαδικασία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, παλαιστινιακής καταγωγής, εκθέτει ότι λόγω του εμφύλιου πολέμου στη Συρία, όπου είχε εγκατασταθεί και διέμενε με την οικογένειά του, αναγκάστηκε μαζί με τη σύζυγό του, Λ.Ζ. του Y. και της S.,  και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, που γεννήθηκαν στη Συρία - ένα αγόρι, τον Ο.A., γεννηθέντα την 19-10-2009, και ένα κορίτσι, την  Λ.Α., γεννηθείσα την 3-12-2012 - να εγκαταλείψουν τη Συρία, όπου κατοικούσαν, με σκοπό να ζητήσουν διεθνή προστασία στην Ευρώπη. Το Σάββατο 20-07-2013 έφθασαν από το Κουσάντασι της Τουρκίας, μαζί με άλλους δύο Σύρους, τον Α.Κ. (επ.) J. (ον.) και τον Α.J. (επ.) Μ. (ον.), σε βραχώδη ακτή της Σάμου, και συγκεκριμένα στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου, στο ανατολικό άκρο του ακρωτηρίου Πράσσο (αλλιώς Ζωοδόχου Πηγής) στην Δ.Ε. Βαθέος του Δήμου Σάμου (όπως διαπιστώθηκε αργότερα από τις ελληνικές αρχές και προκύπτει από την από 14-11-2014 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού  της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης, Κ. Δ., που είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις έρευνας), όπου και αποβιβάστηκαν από τη βάρκα που τους μετέφερε περί ώρα 11:00 το πρωί. Σκαρφάλωσαν στο βουνό, απομακρυνόμενοι από τη θάλασσα και κάλεσαν μέσω κινητού τηλεφώνου σε βοήθεια τις ελληνικές αρχές. Επειδή ανέμεναν τον εντοπισμό τους για τη διάσωσή τους χωρίς αποτέλεσμα, παρόλο που γίνονταν προσπάθειες ανεύρεσης τους από τις ελληνικές αρχές, αποφάσισαν νωρίς το πρωί της Κυριακής της 21-07-2013, και περί ώρα 5:00, να ξεκινήσουν συνεχίζοντας την πορεία τους εντός της δασώδους έκτασης προς αναζήτηση κάποιου οικισμού ώστε να ζητήσουν βοήθεια. Στην πορεία, και περί ώρα 7.00 π.μ., και ενώ οι δύο άλλοι Σύροι πρόσφυγες ακολούθησαν διαφορετική πορεία κατευθυνόμενοι προς το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη, ο  αιτών χωρίστηκε από την οικογένειά του για να προχωρήσει μόνος του προς τη θάλασσα με σκοπό να μετακινηθεί γρηγορότερα για να βρει βοήθεια. Συμφώνησαν με τη σύζυγο του ότι εκείνη και τα παιδιά τους θα τον περίμεναν σε εκείνο το σημείο του δάσους που βρίσκονταν εκείνη την ώρα του πρωινού της 21-07-2013, επειδή αδυνατούσαν να περιπλανηθούν μαζί του προς άγνωστο προορισμό, λόγω εξάντλησής τους από την κούραση και της έλλειψης νερού και λόγω αρρώστιας της συζύγου του. Το πρωί της επόμενης ημέρας ο αιτών συνάντησε έναν άνθρωπο ο οποίος και κάλεσε τις λιμενικές αρχές, ακολούθησε σύλληψη του αιτούντος και εκκλήσεις του για τον εντοπισμό των υπολοίπων μελών της οικογένειάς του που βρίσκονταν στο βουνό, όπου εν τω μεταξύ στις 15:00 της 21-07-2013 είχε ξεσπάσει  δασική πυρκαγιά στη θέση «Ψιλή Βίγλα» του ακρωτηρίου αυτού, η οποία ξεκίνησε από τη μέση του ακρωτηρίου κατευθυνόμενη προς το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη, εντός του οποίου βρέθηκαν οι άλλοι δύο Σύροι πρόσφυγες (όπως προκύπτει από την από 3-12-2013 ένορκη κατάθεση του αξιωματικού της Πυροσβεστικής υπηρεσίας Σάμου, Κ. Ι.-Δ., ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου, που είχε λάβει μέρος στην κατάσβεση της πυρκαγιάς) και επεκτάθηκε σε σημαντικό βαθμό και έκταση 600 στρεμμάτων, ενώ η ολοσχερής κατάσβεσή της κατέστη εφικτή την πρωία της 01-08-2013 (όπως καταθέτει ο πυροσβέστης Π. Κ. στην από 14-11-2014 ένορκη κατάθεσή του). Ο αιτών μετέβη άμεσα μαζί με τις λιμενικές αρχές προς ανεύρεση των μελών της οικογένειάς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 13-08-2013 δηλώθηκε επισήμως η εξαφάνιση των τριών μελών της οικογένειά του με την από 13-08-2013 υπεύθυνη δήλωση - δήλωση εξαφάνισης του αιτούντος για τα τρία μέλη της οικογένειάς του. Οι έρευνες συνεχίστηκαν, αλλά απέβησαν άκαρπες, ενώ παράληλλα η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Σάμου έστειλε σήμα αναζητήσεων των εξαφανισθέντων σε πανελλαδικό επίπεδο (βλ. το υπ αρ. 17/13-05-2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων Σάμου).  Στις 7-09-2013 εντοπίστηκαν χρυσαφικά πολύ κοντά σε κεντρικό μονοπάτι του ακρωτηρίου Πράσσο, δυτικά του σημείου έναρξης της πυρκαγιάς με κατεύθυνση προς το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής (βλ. την από 14-11-2014 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού  της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης, Κ.Δ., που είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις έρευνας), τα οποία κατά δήλωση του αιτούντος ανήκαν στη σύζυγό του, ενώ στο ίδιο σημείο εντοπίστηκαν και υπολείμματα πλήρως απανθρακωμένων οστών, κατακερματισμένα, έχοντας υποστεί αλλοιώσεις λόγω της πυρκαγιάς.  Κάποια από τα οστά αυτά κατόπιν ιατροδικαστικής εξέτασής τους και εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης (με ανάλυση βιολογικού υλικού / εξέταση DNA) ταυτοποιήθηκαν με τα οστά της συζύγου του και της ανήλικης κόρης του, οπότε και εκδόθηκαν από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον αιτούντα πιστοποιητικά θανάτου της συζύγου και της κόρης του, καθώς και από το Ληξιαρχείο Σάμου (Βαθέος) οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον αιτούντα ληξιαρχικές πράξεις θανάτου τους, με τόπο θανάτου για αμφότερες το Βαθύ Σάμου και χρόνο την 21-07-2013 και ώρα 00:00 με αιτιολογία «Βίαιος θάνατος, Ατύχημα, απροσδιόριστος λόγω της ανεύρεσης και εξέτασης μόνο ολίγων κατακερματισμένων οστικών τμημάτων». Όμως, κανένα από τα ανευρεθέντα οστά δεν ταυτοποιήθηκε με το βιολογικό υλικό του ανηλίκου υιού του, ούτε ανευρέθηκαν άλλα υπολείμματα οστών που να ανήκουν σε αυτόν. Το σώμα του εξαφανισθέντος και δηλωθέντος από τον αιτούντα ως αγνοούμενου υιού του, O.A., γεννηθέντα την 19-10-2009 και ηλικίας τότε τεσσάρων ετών, δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα. Τα ως άνω περιγραφόμενα περιστατικά και γεγονότα που έλαβαν χώρα την Κυριακή της 21-07-2013 στο ακρωτήριο Πράσσο της βορειοανατολικής Σάμου, τα οποία συνιστούν τις συνθήκες εξαφάνισης του τετράχρονου υιού του αιτούντος συνοψίζονται ιδίως στα εξής: δύσβατη και δασώδης περιοχή της Σάμου στην οποία βρισκόταν ο εξαφανισθείς, συσσωρευμένη κόπωση της προηγούμενης μέρας κατά τη διάρκεια της οποίας ανέβηκε μαζί με την οικογένειά του ψηλά στο βουνό από τις απόκρημνες ακτές, όπου αποβιβάστηκαν από τη βάρκα, έλλειψη νερού 18 και πλέον ωρών, πυρκαγιά στην περιοχή, απανθράκωση της μητέρας και της αδελφής του από την πυρκαγιά. Οι ως άνω συνθήκες εξαφάνισης του τετράχρονου ανηλίκου, αν και καθιστούν το θάνατό του πολύ πιθανό, αφού βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής, δεν δημιουργούν ωστόσο πλήρη και απόλυτη βεβαιότητα, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, περί του θανάτου του στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Παρόλο που από τις ως άνω περιγραφόμενες συνθήκες οι πιθανότητες να επήλθε ο θάνατος του τετράχρονου υιού του αιτούντος με απανθράκωση, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του στο ακρωτήριο Πράσσο της Σάμου, είναι αυξημένες, εντούτοις το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι ο θάνατός του δεν είναι κατά λογική αναγκαιότητα απολύτως βέβαιος, όπως αξιώνει ο νόμος για να βεβαιωθεί δικαστικά το γεγονός αυτό της προσωπικής κατάστασης του εξαφανισθέντος υιού του αιτούντος. Από τις συνθήκες εξαφάνισης του τετράχρονου αγοριού δεν μπορεί να αποκλειστεί η εκδοχή της έγκαιρης απομάκρυνσής του από την πυρκαγιά. Διότι αφενός, από αντικειμενική σκοπιά υπήρχε η δυνατότητα αυτή, αφού η πυρκαγιά εκδηλώθηκε σε τόπο ανοικτό (βουνό) και όχι περίκλειστο (όπως π.χ. ένα οικοδόμημα), και μάλιστα εκδηλώθηκε μέρα μεσημέρι (15:00) σε καλοκαιρινό μήνα (Ιούλιο), σε ώρα δηλαδή με ηλιοφάνεια και ορατότητα, με αποτέλεσμα να υπήρχε δυνατότητα απομάκρυνσής του και διαφυγής από το σημείο που βρισκόταν μέσω του δάσους, ώστε να φτάσει σε ασφαλή περιοχή μακριά από τη θέρμη της φωτιάς, τις φλόγες της φωτιάς που πλησίαζαν και τους αποπνικτικούς καπνούς της (από την οποία ασφαλή περιοχή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιους θα μπορούσε να συναντήσει και το πού θα μπορούσε να βρεθεί στη συνέχεια, παρά τις προσπάθειες των αρχών για τον εντοπισμό του, λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό ασυνόδευτων ανήλικων παιδιών προσφύγων που η τύχη τους αγνοείται και είναι εκτεθειμένα σε πολλούς κινδύνους από φυσικούς, αλλά και από ανθρώπινους παράγοντες). Και αφετέρου, από υποκειμενική σκοπιά, η ηλικία του εξαφανισθέντος ανηλίκου (τεσσάρων ετών), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, του επέτρεπε να μπορεί να αυτονομηθεί και να αυτενεργήσει από την μητέρα του (σε αντίθεση με την μόλις μερικών μηνών αδελφή του που είχε πλήρη εξάρτηση από την εξουθενωμένη και άρρωστη μητέρα τους), παρόλη την σωματική εξάντλησή του από τις κακουχίες που είχε ζήσει από τη στιγμή άφιξής του στην Σάμο την προηγούμενη ημέρα, καθώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης μπροστά στον ορατό κίνδυνο της ζωής είναι πιο ισχυρό. ʼλλωστε και οι δύο άλλοι Σύροι πρόσφυγες με τους οποίους ταξίδευε μαζί η οικογένεια και που σύμφωνα με τον αιτούντα είδαν τελευταίοι τη μητέρα με τα ανήλικα τέκνα, στην ένορκη κατάθεσή τους μια ημέρα μετά την πυρκαγιά καταθέτουν ότι χωρίστηκαν από την οικογένεια το πρωί της 21-07-2013 και συγκεκριμένα ότι: «Γύρω στις 7:00 αφήσαμε την οικογένεια πίσω και εγώ με το φίλο μου πήγαμε δυτικά », «.στις 7:00 η οικογένεια διάλεξε άλλο μονοπάτι .. κινηθήκανε νότια και εμείς δυτικά» (βλ. τις από 22-07-2013 ένορκες καταθέσεις των J.A. K. και Μ. A. S. αντίστοιχα). Συνεπώς, δεν μπορεί να εξαχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι από τις 7:00 το πρωί μέχρι τις 15:00 που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στην ευρύτερη περιοχή, το ανήλικο τετράχρονο αγόρι ήταν αναγκαίως «μαζί» με την μητέρα του, αφού η τελευταία οπτική επαφή που είχαν οι ως άνω Σύροι με τον ανήλικο ήταν αρκετές ώρες πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά. Τέλος, το γεγονός ότι στο συμπέρασμα της από 22-10-2013 ιατροδικαστικής έκθεσης του Ιατροδικαστή Αθηνών, Ν. Κ., σημειώνεται ότι «λίγα μικρά τεμάχια οστών δεν ήταν δυνατόν να ταυτοποιηθούν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να ανήκουν και σε άλλα άτομα», δεν σημαίνει ότι ανήκουν με βεβαιότητα στον εξαφανισθέντα υιό του αιτούντος, αφού ο ίδιος ο Ιατροδικαστής μιλά για πιθανότητα να ανήκουν σε άλλα άτομα, χωρίς δε να αποκλείεται να ανήκουν και στις ήδη ταυτοποιηθείσες θανούσες, μητέρα και κόρη, αφού όπως επισημαίνεται στο προοίμιο της ως άνω έκθεσης τα υπολείμματα των οστών αυτών βρίσκονταν σε κατάσταση προχωρημένης απανθράκωσης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να μην καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός κάποιου γενετικού τύπου στο βιολογικό υλικό που εντοπίστηκε σε κάποια από αυτά, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, όπως σημειώνεται στα υπ αρ. 3 και 16 συμπεράσματα της από 24-10-2013 έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Υπαρχιφύλακα Κ.Γ. του Τμήματος Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, χωρίς να μπορεί να εξαχθεί από την ως άνω διαπίστωση με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι τα μη ταυτοποιηθέντα οστά ανήκουν στον εξαφανισθέντα τετράχρονο, δεδομένου ότι τα ανευρεθέντα αυτά οστά βρέθηκαν σε ανοιχτό χώρο προσβάσιμο στον καθένα και μάλιστα σε περιοχή της Σάμου, η οποία είναι πέρασμα μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, αφού ο θάνατος του εξαφανισθέντος τετράχρονου υιού του αιτούντος είναι μεν πολύ πιθανός, καθώς οι συνθήκες εξαφάνισής του αποδεικνύουν ότι το μεσημέρι της 21-07-2013 βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής, αλλά εξ αυτών των συνθηκών δεν μπορεί να εξαχθεί  ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ο θάνατός του είναι απολύτως βέβαιος.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη Σάμο (Βαθύ), σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 7 Δεκεμβρίου 2016, χωρίς να παρευρίσκεται ο αιτών και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του.     

 

Η ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                  Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

ΘΕΩΝΗ Α. ΚΑΔΡΑ                                                  ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ