ΕιρΝίκαιας 23/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Διαταγή πληρωμής - Ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής και  αναγκαστικής εκτέλεσης - Δικαστικά έξοδα - Επιταγή προς πληρωμή - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Επικόλληση ενσήμων Ταμείου Προνοίας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρων 4 και 5 καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρων 4 και 5 Β.Δ. της 3/8-4-1937 - Αμοιβή δικηγόρου - Αρχή αναλογικότητας - Επίδοση διαταγής πληρωμής - Προθεσμία δίμηνη - Υποχρεώσεις δικαστικού επιμελητού - Ενστάσεις -.

 

Ο λόγος ανακοπής ως προς τον χαρακτηρισμό του ύψους του ποσού για την έκδοσή της δικαστικών εξόδων ως μη νόμιμου και υπέρογκου, είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες, δεν εξειδικεύουν στο δικόγραφό της ποια ακριβώς από τα συναπαρτίζοντα το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων επί μέρους κονδύλια θεωρούν αυτοί μη νόμιμα και υπέρογκα, αλλά και σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως μη νόμιμος, στο βαθμό που ο Κώδικας περί Δικηγόρων καθορίζει μόνο τα ελάχιστα και όχι και τα ανώτατα όρια της αμοιβής των δικηγόρων. Τόσο οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, όσο και οι αντίστοιχες των άρθρων 4 και 5, επίσης, του Β.Δ. της 3/8-4-1937, με το οποίο ιδρύθηκε το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά και με τις οποίες διατάξεις τίθεται ως κύρωση, για τη μη επικόλληση ή τη μη έγκυρη επικόλληση επί των εγγράφων ή των δικογράφων, των συντασσομένων από δικηγόρους μέλη των Ταμείων αυτών, το απαράδεκτο των συνταχθέντων εγγράφων ή δικογράφων και των επ' αυτών στηριζομένων δικαστικών ή εξώδικων πράξεων, είναι αντίθετες προς το άρθρο 20 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και κατά συνέπεια μη εφαρμοστέες, μη ασκώντας, ως εκ τούτου, την οποιαδήποτε επιρροή στο κύρος των παραπάνω εγγράφων ή δικογράφων και επομένως και στο κύρος της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή. Και υπό το καθεστώς των ως άνω αντισυνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του Β.Δ. της 3/8-4-1937, η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ' ης ορθά επικόλλησε επί του σώματος της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή το ειδικό ένσημο του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά και όχι εκείνο Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών και μάλιστα ολόκληρο και χωρίς να έχει αφαιρέσει από αυτό το απόκομμά του, στο βαθμό που ο εκτελεστός τίτλος, στον οποίο αφορά η εν λόγω επιταγή, αποτελούσα άμεση συνέχεια τούτου, δηλαδή η ανακοπτόμενη, επίσης, διαταγή πληρωμής, έχει εκδοθεί από δικαστή του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο ανήκει στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά. Η αμοιβή που δικαιούται να λάβει ο δικηγόρος για την εκ μέρους του σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, αφορώσας σε απόφαση ή εκτελεστό τίτλο του Ειρηνοδικείου, ανέρχεται, με την επιφύλαξη πάντοτε της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 127 του Ν.Δ. 3026/1954, στο ελάχιστο ποσό των 2800 δραχμών ή 8,22 ευρώ (20 μεταλλικές δραχμές Χ 140 μονάδες ο σχετικός συντελεστής = 2800 δραχμές, 340,75 δραχμές η ισοτιμία του ευρώ προς τη δραχμή = 8,22 ευρώ), ποσό για το οποίο και μόνο η συνταχθείσα επιταγή προς πληρωμή συνιστά εκτελεστό τίτλο, όσον αφορά την αμοιβή του συντάξαντος την τελευταία δικηγόρου, του δικαστηρίου, βέβαια, δυναμένου, στα πλαίσια της συζήτησης και της εξέτασης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, να επιδικάσει στο δικηγόρο αυτό υψηλότερη αμοιβή, εφ' όσον, όμως, κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις του άρθρου 98 του ως άνω Ν.Δ. και ιδίως εάν τούτο κρίνει ότι υπήρξε υψηλός ο βαθμός δυσκολίας σύνταξης της συγκεκριμένης επιταγής, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη και του ύψους της οφειλής του καθ' ου η εκτέλεση. Εάν περισσότεροι εις ολόκληρον συνοφειλέτες επιτάσσονται, ο καθένας τους, με ιδιαίτερη επιταγή προς πληρωμή ή με την ίδια επιταγή, η οποία έχει κοινοποιηθεί στον καθένα από αυτούς σε αντίγραφο, οφείλεται από όλους μία και μόνο αμοιβή του συντάξαντος την εν λόγω επιταγή δικηγόρου για τη σύνταξη αυτής. Το τυχόν υπέρογκο και μη νόμιμο του κονδυλίου της επιταγής, που αφορά στην αμοιβή, για τη σύνταξή της, του συντάξαντος αυτή δικηγόρου, προβαλλόμενο με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, επιφέρει, και στην προκειμένη περίπτωση, την ακυρότητα της προσβαλλόμενης επιταγής, μόνο ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής αυτής πράξης και δεν πλήττει το κύρος της επιταγής στο σύνολό της, πλην, όμως, δεδομένης της ισχύος της γενικής αρχής «του περιεχομένου στο μείζον ελάσσονος» το αίτημα της προαναφερόμενης ανακοπής για (ολική) ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής για τον πιο πάνω λόγο, δεν απορρίπτεται ως μη νόμιμο στο σύνολό του, αλλά μόνο κατά το μέρος του που πλήττει και τα νόμιμα και συνεπώς έγκυρα κεφάλαια και τμήματα της επιταγής, γενομένου δεκτού, ως νομίμου, κατά το υπόλοιπο μέρος αυτού. Δεδομένης της σχετικής ακυρότητας - με τελολογική ερμηνεία του άρθρου 630Α ΚΠολΔ, υπό το πρίσμα και την καθοδήγηση των κριτηρίων της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας - της μη εμπρόθεσμα επιδοθείσας διαταγής πληρωμής και του γεγονότος ότι η από τη διάταξη του άρθρου 630Α εδ. β' ΚΠολΔ ένσταση είναι, κατ' αναλογία προς την ένσταση της παραγραφής, γνήσια αυτοτελής ένσταση, αυτή δεν μπορεί και για το λόγο αυτό και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 § 2 του ΚΠολΔ, να προταθεί από τον καθ' ου στρέφεται η διαταγή πληρωμής οφειλέτη, στον οποίο η τελευταία επιδόθηκε εμπρόθεσμα, έστω και αν η συγκεκριμένη διαταγή δεν έχει επιδοθεί ή δεν έχει επιδοθεί εμπρόθεσμα και στους υπολοίπους των καθ' ων αυτή στρέφεται. Με τις διατάξεις των εδ. γ' και δ' του άρθρου 630Α ΚΠολΔ επιβάλλεται στο μεν δικαστικό επιμελητή, που προβαίνει στην επίδοση της διαταγής πληρωμής, το καθήκον να καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο εκδόσας τη διαταγή δικαστής, αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής και μάλιστα μέσα στη δίμηνη προθεσμία του εδ. α' του ίδιου ως άνω άρθρου, στη δε γραμματεία του εν λόγω δικαστηρίου η υποχρέωση να καταχωρίσει τη χρονολογία της επίδοσης στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων, χωρίς η αθέτηση των προαναφερόμενων υποχρεώσεων να ασκεί επιρροή στο κύρος της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 23/2007

   ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

 

   Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Παναγιώτη Σκουρκέα και τη Γραμματέα Ευθυμία Κοτσιμπού.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20-3-2007, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

   Των ανακοπτόντων: 1) Της Ομόρρυθμης Εμπορικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ Δ Ο.Ε.», η οποία εδρεύει στον ’γιο Δημήτριο του νομού Αττικής, στην οδό Ταινάρου αριθμός 16 και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Του Γ Δ του Β, 3) Του Σ Δ του Β, 4) Του Π Δ του Β, 5) Του Α Δ του Β και 6) Του Β Δ του Κ, κατοίκων των τελευταίων, ομοίως, Αγίου Δημητρίου του νομού Αττικής, στην οδό Τ αριθμός *, με την ιδιότητά τους των ομορρύθμων εταίρων της ως άνω υπ' αριθμόν «1» Ομόρρυθμης Εμπορικής Εταιρείας. Οι ανωτέρω ανακόπτοντες παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου δια της πληρεξουσίας των δικηγόρου Σοφίας Κούρτη.

   ΚΑΤΑ

   Της καθ' ης η ανακοπή: Φ Χ, κατοίκου Πολιτείας του νομού Αττικής, στην οδό Α αριθμός *, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Οδυσσέα Ιωσηφίδη.

   Οι ανακόπτοντες με την από 25-7-2006 και με αριθμό πράξης κατάθεσης 52/2006 ανακοπή τους, ζήτησαν όσα στο αιτητικό της αναφέρονται, δικάσιμος δε προς τούτο ορίσθηκε, με την από 25-7-2006 σημείωση του Ειρηνοδίκη, αυτή της 2-11-2006, οπότε, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, μετά από σχετικό αίτημα και των δύο πλευρών, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

   Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες με το από 18-1-2007 ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής ζήτησαν, επίσης, όσα στο αιτητικό του αναφέρονται, δικάσιμος δε προς συζήτηση τούτου ορίσθηκε, με την από 19-1-2007 σημείωση της Ειρηνοδίκου, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατά την οποία:

   Αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο αντίστοιχο έκθεμα και άκουσε όσα περιλαμβάνονται στα σχετικά πρακτικά:

   Μελέτησε τη δικογραφία — Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.

   Όπως συνάγεται ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 632§1 του Κ.Πολ.Δικ. καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της κατά της διαταγής πληρωμής ανακοπής, της προβλεπόμενης από τη διάταξη αυτή, είναι το εκάστοτε καθ' ύλην, κατά τις γενικές διατάξεις, αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι το Ειρηνοδικείο, εφ' όσον η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου τούτου. Όσον αφορά δε την κατά τόπον αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ως άνω ανακοπής, αυτή ανήκει στο δικαστήριο εκείνο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και μάλιστα η εν λόγω αρμοδιότητα είναι αποκλειστική (βλέπε: Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα «Ερμηνεία Κ.Πολ.Δικ.», έκδοση 2000, τόμος ΙΙ, υπό το άρθρο 632, αριθ. 6 και 7, σελ. 1183, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση», τόμος Γ', έκδοση 1995, υπό το άρθρο 632, αριθ. 16 και 17, σελ. 840 και 841). Από το συνδυασμό, εξ' άλλου, των διατάξεων των άρθρων 632§3 και 635 του Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση πιστωτικό τίτλο, όπως είναι και η τραπεζική επιταγή, εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους των άρθρων 637επ. του Κ.Πολ.Δικ. Από την άλλη μεριά, η καθ' ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκαση της από το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δικ. προβλεπόμενης ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο διαταγή πληρωμής, ανήκει, κατά την άποψη που δέχεται, ως ορθή, το παρόν δικαστήριο και παρά την εκ παραδρομής και συνακόλουθα εσφαλμένη διατύπωση της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου, στο Ειρηνοδικείο, εφ' όσον η εκτελούμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από το δικαστήριο αυτό και σε κάθε άλλη περίπτωση στο Μονομελές Πρωτοδικείο (βλέπε: Γέσιου - Φαλτσή «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης», τόμος Ι, γενικό μέρος, έκδοση 1998, παρ. 37, σελ. 548 και 549, Κ. Μπέη «Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας - Αναγκαστική Εκτέλεση», σελ. 52, τον ίδιο στη Δίκη 1, 480, αντίθετοι: Κεραμέας - Κονδύλης - Νίκας ό.π., υπό το άρθρο 933, αριθ. 15, σελ. 1776, Βασίλης Αντ. Βαθρακοκοίλης ό.π., τόμος Ε', έκδοση 1997, υπό το άρθρο 933, αριθ. 61 και 110, σελ. 393, 394 και 408). Αναφορικά δε με την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανωτέρω ανακοπής, το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δικ. στην παρ. 2 αυτού ορίζει ρητά ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφ' όσον, όμως, μετά την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν ακολούθησαν άλλες πράξεις, η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 584 του ίδιου κώδικα, από την οποία συνάγεται ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αρμόδιο κατά τόπον καθίσταται το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος, με την επιφύλαξη, όμως, των διατάξεων των ειδικών δωσιδικιών. Ωστόσο και δεδομένου ότι η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 584 του Κ.Πολ.Δικ. καθιερούμενη δωσιδικία, εφ' όσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής κάποιας άλλης ειδικής και αποκλειστικής δωσιδικίας, είναι, κατ' αρχήν, συντρέχουσα και όχι αποκλειστική, δεν αποκλείει αυτή την ακόμα και με σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστηρίου (βλέπε: Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., τόμος Γ', έκδοση 1995, υπό το άρθρο 584, αριθ. 1, σελ. 684, τόμος Ε', έκδοση 1997, υπό το άρθρο 933, αριθ. 63, σελ. 394 και 395, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα ό.π., τόμος Ι, υπό το άρθρο 584, αριθ. 2, σελ. 1086) και επομένως κατά τόπον αρμόδιο, για την εκδίκαση της προαναφερόμενης ανακοπής, είναι δυνατό να καταστεί, στο βαθμό, βέβαια, που για τον ή τους ανακόπτοντες δεν συντρέχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποια άλλη ειδική και αποκλειστική δωσιδικία, εκτός από το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας των τελευταίων και οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο, κατά σιωπηρή παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας, συναγομένη είτε από σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, είτε από το γεγονός της μη έγκαιρης προβολής από τον καθ' ου η ανακοπή της ένστασης της αναρμοδιότητας του δικαστηρίου (βλέπε τις διατάξεις των άρθρων 42§§1 και 2 και 44 του Κ.Πολ.Δικ.). Περαιτέρω, με τα άρθρα 933επ. του Κ.Πολ.Δικ. δεν καθιερώνεται ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά τίθενται μόνο ορισμένοι ειδικοί κανόνες. Συνεπώς, αν για τη διάγνωση της εκτελεστέας αξίωσης εφαρμόζεται κάποια ειδική διαδικασία, όπως, μεταξύ άλλων, η ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, η ίδια διαδικασία θα εφαρμοσθεί και για την εκδίκαση της από το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δικ. ανακοπής (βλέπε: Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., τόμος Ε', έκδοση 1997, υπό το άρθρο 933, αριθ. 82, σελ. 399, Ι. Χαμηλοθώρης - Χ. Κλουκίνας - Θ. Κλουκίνας «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης», γενικό μέρος, έκδοση 2003, σελ. 359, Εφ.Θεσ.610/2005 Αρμ. 2005, 882). Όσον αφορά, εξ' άλλου, το ζήτημα της δυνατότητας σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο της από το άρθρο 632 του Κ.Πολ.Δικ. ανακοπής και εκείνης του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα, η σώρευση αυτή, σύμφωνα με την άποψη που δέχεται, ως ορθότερη, το παρόν δικαστήριο, δεν εμποδίζεται και είναι παραδεκτή αν και για τις δύο αυτές ανακοπές καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο είναι το ίδιο δικαστήριο, αν αυτές υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και εφ' όσον, ασφαλώς, η σύγχρονη εκδίκαση τούτων δεν επιφέρει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σύγχυση (βλέπε: άρθρο 218§1 του Κ.Πολ.Δικ., καθώς και Κ. Μπέη «Πολιτική Δικονομία», έκδοση 1983, υπό το άρθρο 632, σελ. 223, έκδοση 1974, υπό το άρθρο 218, σελ. 976, Α.Π.337/2006 ΕλλΔνη 47, 779, Ε.Α.4711/2002 ΕλλΔνη 44, 528, Εφ.Πειρ.144/2000 Αρχ.Νομ. 2001, 105, Ε.Α.2497/1998 ΕλλΔνη 39, 916, αντίθετοι: Βασίλης Αντ. Βαθρακοκοίλης ό.π., τόμος Γ', έκδοση 1995, υπό το άρθρο 632, αριθ. 19, σελ. 842, Κεραμέας - Κονδύλης - Νίκας ό.π., τόμος ΙΙ, υπό το άρθρο 632, αριθ. 36, Εφ.Πειρ.285/1998 ΕλλΔνη 1998, 894, Ε.Α.5369/1990 ΕλλΔνη 1992, 877). Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 632§1 και 934§§1 και 2 του Κ.Πολ.Δικ., η μεν ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής πρέπει, για το παραδεκτό της, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής, η δε ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με βάση τη διαταγή αυτή, με την οποία και επιτάσσεται ο καθ' ου αυτή σε καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού, πρέπει, για το παραδεκτό της, επίσης, να ασκηθεί το αργότερο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφ' ότου συνταχθεί η σχετική έκθεση για την κατάσχεση, ενώ, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 585§2εδ.β' του Κ.Πολ.Δικ., η οποία έχει εφαρμογή και επί των ανακοπών των άρθρων 632 και 933 του ίδιου κώδικα, αφού αυτές αποτελούν ειδικές μορφές της ανακοπής των άρθρων 583επ. του κώδικα αυτού, νέοι λόγοι, που δεν περιέχονται στα δικόγραφα των πιο πάνω ανακοπών ή στο ενιαίο δικόγραφο τούτων, στην περίπτωση σώρευσής τους σε ένα δικόγραφο, μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται οι εν λόγω ανακοπές και το οποίο δικόγραφο, αν οι τελευταίες εκδικάζονται κατά τις διατάξεις κάποιας των ειδικών διαδικασιών, κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση των ανακοπών αυτών.

   Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους λόγους, τους αναφερόμενους τόσο στο δικόγραφο αυτής, όσο και σ' εκείνο των προσθέτων λόγων της, αφ' ενός μεν η με αριθμό 572/2006 διαταγή πληρωμής της δικαστού αυτού του δικαστηρίου, που εκδόθηκε, μεταξύ των άλλων και εναντίον της πρώτης αυτών, της οποίας οι λοιποί τούτων είναι ομόρρυθμοι εταίροι, μετά από αίτηση της καθ' ης και με βάση μία τραπεζική επιταγή, ποσού 7950 ευρώ και αφ' ετέρου η από 20-7-2006 επιταγή προς πληρωμή, που έχει καταχωρηθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, το οποίο η καθ' ης έχει κοινοποιήσει στους ανακόπτοντες. Ενόψει των διατάξεων και των όσων, γενικά, εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η υπό κρίση ανακοπή, συμπεριλαμβανομένων και των προσθέτων λόγων αυτής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην, λόγω δε του ότι η καθ' ης δεν πρόβαλλε την ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας αυτού, και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, κατά την οποία αυτή και έχει εισαχθεί (βλέπε αναφορικά με τη νομιμοποίηση των εκ των ανακοπτόντων ομόρρυθμων εταίρων της πρώτης αυτών για την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής και των προσθέτων λόγων της, τις διατάξεις των άρθρων 631, 920 του Κ.Πολ.Δικ. και 22 του Εμπ.Ν., καθώς και Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα ό.π., αριθ. 13, σελ. 1184) και δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί και τα νόμιμα τέλη της συζήτησής της, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και η ουσιαστική βασιμότητα του συνόλου των λόγων αυτής, παραδεκτώς σωρευομένων, κατά τα, επίσης, εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και παρά τα αντίθετα από την καθ' ης υποστηριζόμενα, τόσο στο δικόγραφό της όσο και στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της, της ανακοπής του άρθρου 632§1 του Κ.Πολ.Δικ., αλλά και εκείνης του άρθρου 933§1 του ίδιου κώδικα, αφού και οι δύο αυτές ανακοπές, στην προκειμένη περίπτωση, υπάγονται στην καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου, δικάζονται δε και οι δύο κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία και, επιπρόσθετα, η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, σύγχυση.

   Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», «η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει. Πάσα αντίθετος μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Η επιταγή εμφανιζομένη προς πληρωμήν προ της ημέρας της σημειουμένης, ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής, είναι πληρωτέα κατά την ημέραν της εμφανίσεως». Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια συνάγεται ότι η επιταγή, ως μέσο πληρωμής, είναι πάντοτε, από το νόμο και αναγκαστικά, πληρωτέα «ενόψει» ή «επί τη εμφανίσει», ακόμα, δηλαδή και κατά την ημέρα της έκδοσής της. Μολονότι, όμως, η επιταγή είναι, κατά jus cogens, πληρωτέα ενόψει, η μεταχρονολόγησή της ωστόσο και κατά τη σαφή διάταξη της παρ. 2 του ως άνω άρθρου δεν βλάπτει το κύρος αυτής. Η μεταχρονολογημένη επιταγή, λοιπόν, είναι καθ' όλα έγκυρη και παράγει πλήρως τις έννομες συνέπειές της, η απόκτησή της δε δεν αποκλείει την άμεση εμφάνιση αυτής από τον κομιστή της, ήτοι την εμφάνισή της πριν ακόμα και από την ημερομηνία, την αναγραφόμενη στην εν λόγω επιταγή ως ημερομηνία της έκδοσής της, παρέχοντας στον τελευταίο τη δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων, που απορρέουν από τον τίτλο αυτό. Συνακόλουθα, η δυνατότητα εμφάνισης της μεταχρονολογημένης επιταγής πριν από τη σημειούμενη σ' αυτή χρονολογία έκδοσής της συνιστά δικαίωμα του κομιστή της, το οποίο απορρέει από τον ίδιο το νόμο περί επιταγής και συμπορεύεται με τη λειτουργία της, είναι δε άλλο το θέμα της ύπαρξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας των μερών για τη μεταγενέστερη εμφάνιση της εν λόγω επιταγής και ειδικότερα για την εμφάνιση αυτής όχι πριν από τη σημειούμενη σ' αυτή ως χρονολογία έκδοσής της, η οποία, όμως, συμφωνία δεσμεύει μόνο τους απ' ευθείας συμβαλλομένους και δεν μπορεί, ασφαλώς, να προταθεί, ως συνιστώσα προσωπική ένσταση, κατά του καλόπιστου τρίτου κομιστή της μεταχρονολογημένης επιταγής, παρά μόνο κατ' εξαίρεση και εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 22 του Ν.5960/1933 «περί επιταγής» (βλέπε: Ι. Π. Μάρκου «Δίκαιο Επιταγής», Β' έκδοση, υπό το άρθρο 28, αριθ. 1, 2 και 3, σελ. 191 έως 194). Εξ' άλλου, επιταγή ευκολίας είναι η επιταγή, η οποία έχει, συνήθως, χαριστική αιτία, με την έννοια ότι δίνεται χωρίς αντάλλαγμα και προς διευκόλυνση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, του λήπτη της ή του υπέρ ου η οπισθογράφησή της, πλην, όμως, η επιταγή αυτή δεν είναι εικονική, αλλά σπουδαία. Η εν λόγω επιταγή θεμελιώνει την ένσταση περί αχρεωστήτου του άρθρου 904 του Α.Κ., γιατί η υπογραφή μιας τέτοιας επιταγής δεν δημιουργεί, κατά τη συμφωνία των μερών, υποχρέωση προς πληρωμή της, μη συνιστώντας ταυτόχρονα και δωρεά, πλην, όμως και η ένσταση αυτή, ως προσωπική ένσταση, δεν μπορεί να προβληθεί κατά του τρίτου καλόπιστου κομιστή της επιταγής ευκολίας, παρά μόνο, και εν προκειμένω, κατ' εξαίρεση και υπό τις προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 22 του Ν.5960/1933 (βλέπε: Ι. Π. Μάρκου ό.π. παρ. V3στ', σελ. 25 και 26 και υπό το άρθρο 22, παρ.6γ', σελ. 173, πρβλ. για την ταυτότητα του νομικού λόγου και Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., αριθ. 30, σελ. 845). Σύμφωνα με τη γενική αρχή, την οποία εισάγει η τελευταία αυτή διάταξη, όπως τούτη συμπληρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 78§2 του Ν.Δ. της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», τα υπόχρεα από την επιταγή πρόσωπα, εναγόμενα από τον νόμιμο (από οπισθογράφηση) κομιστή αυτής, δεν μπορούν να αντιτάξουν ενστάσεις που πηγάζουν από τις προσωπικές τους σχέσεις, με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές της (προσωπικές ενστάσεις). Κατ' εξαίρεση, μόνο, επιτρέπεται η προβολή των ως άνω ενστάσεων, όταν ο κομιστής, κατά την κτήση του πιστωτικού τίτλου, από το ένα μέρος τελούσε σε γνώση για την ύπαρξη των ενστάσεων αυτών του οφειλέτη του τίτλου και από το άλλο μέρος ενήργησε έτσι για βλάβη του τελευταίου (Α.Π.694/2003 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α., Α.Π.1436/2003 ΕλλΔνη 46, 772, Ε.Α.6636/2001 ΕλλΔνη 44, 831, Εφ.Πειρ.257/1994 ΕλλΔνη 35, 1703). Τέτοια ενέργεια δε υπάρχει, όταν ο κομιστής της επιταγής γνωρίζει, κατά την απόκτησή της, ότι με τη μεταβίβασή της αυτή μπορεί να ματαιωθεί η προβολή των παραπάνω ενστάσεων και ότι έτσι να επιτευχθεί η πληρωμή του τίτλου (της επιταγής), η οποία, χωρίς την εν λόγω μεταβίβαση, δεν θα πραγματοποιείτο. Κρίσιμο χρονικό σημείο για τη γνώση, από μέρους του κομιστή, των ενστάσεων που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εναγομένου από την επιταγή προσώπου με τον εκδότη ή και με τους προηγούμενους κομιστές αυτής (προσωπικών ενστάσεων), καθώς και για την εκ μέρους του πρόθεση βλάβης του οφειλέτη της επιταγής, είναι εκείνο κατά το οποίο αυτός (ο κομιστής) απέκτησε την επιταγή (βλέπε: Ι. Π. Μάρκου ό.π., υπό το άρθρο 22, παρ. 2β, σελ. 166, Α.Π.370/1993 ΕλλΔνη 35, 397). Ο εναγόμενος, λοιπόν, οφειλέτης της επιταγής, πλην των πραγματικών γεγονότων που απαρτίζουν την ιστορική βάση της ένστασής του, πρέπει, στις προτάσεις του ή ανάλογα στην ανακοπή του, να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό της εκ μέρους του αποκτήσαντος τον τίτλο γνώσης, κατά το χρόνο της κτήσης αυτού, της ύπαρξης της προσωπικής ένστασης τούτου (εναγομένου από την επιταγή) και επί πλέον το γεγονός ότι ο κομιστής του τίτλου και ενάγων από αυτόν είχε, κατά τον ίδιο χρόνο, συνείδηση, ότι με την εκ μέρους του απόκτηση της επιταγής ήταν ενδεχόμενο να βλαβεί ο οφειλέτης αυτής (βλέπε: Ι. Π. Μάρκου ό.π., παραγ. 2γ, Α.Π.482/1990 Ε.Ε.Ν. 58, 86). Αν δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής και τα δύο αυτά στοιχεία, η ανακοπή είναι αόριστη και απορριπτέα, ως απαράδεκτη (βλέπε: Ν. Δελούκα «Αξιόγραφα», έκδοση τρίτη, παρ. 207, Ε.Θ.1340/2001 Αρμ. 2003, 42, Ε.Θ.2543/2000 Ε.Εμπ.Δικ. 2001, 682, Μον.Πρ.Θεσ.11558/2004 Αρμ. 2005, 47). Τέλος, το βάρος απόδειξης της προαναφερόμενης ένστασής του, καθ' όλα τα θεμελιούντα αυτή, κατά το νόμο, στοιχεία, το φέρει ο ενιστάμενος και εναγόμενος από την επιταγή οφειλέτης και συνεπώς επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με βάση τραπεζική επιταγή, το εν λόγω βάρος το φέρει ο ανακόπτων (βλέπε και: Ι. Π. Μάρκου «Δίκαιο Συναλλαγματικής», Β' έκδοση, υπό το παρεμφερές άρθρο 17 του Ν.5325/1932 «περί συναλλαγματικής», παρ. V1, σελ. 185).

   Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι μολονότι ήταν μεταχρονολογημένη η τραπεζική επιταγή, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοσή της, φέρουσα ως ημεροχρονολογία έκδοσης την 30-7-2006, εντούτοις αυτή εμφανίσθηκε, προς πληρωμή, στην πληρώτρια τράπεζα από τον αντιπρόσωπο και για λογαριασμό της φερομένης, ως τελευταίας νόμιμης κομίστριάς της καθ' ης, Ο Ι, πρόωρα και παράνομα και συγκεκριμένα στις 17-7-2006, γεγονός, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, καθιστά άκυρη τη στηριχθείσα στην επιταγή αυτή και προσβαλλόμενη με την κρινόμενη ανακοπή τους διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω και με τον ίδιο αυτό λόγο της ανακοπής τους οι τελευταίοι ζητούν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και για το ότι, όπως αυτοί διατείνονται, η πιο πάνω τραπεζική επιταγή δεν ενσωματώνει την οποιαδήποτε οφειλή της πρώτης τούτων ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας, κατά της οποίας και εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, προς τη λήπτρια της τραπεζικής αυτής επιταγής, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για επιταγή ευκολίας, την οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης αυτών εξέδωσε και παρέδωσε στη λήπτριά της, αποκλειστικά και μόνο προς διευκόλυνσή της και με τη συμφωνία ότι αυτή θα εξοφλούσε το ποσό της κατά τη φερομένη ως ημεροχρονολογία έκδοσής της, γεγονός και συμφωνία την οποία γνώριζε, κατά το χρόνο της εκ μέρους της κτήσης της επίδικης επιταγής, η καθ' ης και τελευταία νόμιμη κομίστριά της και παρά ταύτα δέχθηκε να της μεταβιβασθεί με οπισθογράφηση, με σκοπό να βλάψει με τον τρόπο αυτό, εν γνώσει της, τους ανακόπτοντες, ήτοι αποβλέποντας στη ματαίωση της εκ μέρους τους προβολής της περί ου ο λόγος ένστασής τους και στην επίτευξη της πληρωμής του ποσού της ανωτέρω επιταγής, καθισταμένη έτσι αδικαιολόγητα και χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας τους. Έτσι έχοντας ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, είναι, κατά το πρώτο μεν μέρος του και ενόψει των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, ενώ αντίθετα, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αυτός νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 22 του Ν.5960/1933 «περί επιταγής» και 904επ. του Α.Κ. και επομένως, πρέπει, κατά το μέρος του αυτό, να εξετασθεί στη συνέχεια και από την ουσιαστική του άποψη.

   Από τις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου ένορκες καταθέσεις των προταθέντων από τους διαδίκους μαρτύρων τους και τα έγγραφα που αυτοί προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα και παραδεκτά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Απρίλιο του έτους 2006 ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης των ανακοπτόντων εξέδωσε σε διαταγή της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «Α. Μ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» τη με αριθμό 42091552-4 τραπεζική επιταγή της τράπεζας «EMPORIKI BANK», ποσού 7950 ευρώ, η οποία ήταν μεταχρονολογημένη, φέρουσα ως ημεροχρονολογία έκδοσης την 30-7-2006. Την επιταγή αυτή η ως άνω λήπτριά της τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον Α Μ, ο οποίος με τη σειρά του τη μεταβίβασε στον Π Π και αυτός στη συνέχεια και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του έτους 2006 επίσης, τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση, ωσαύτως, στην καθ' ης, η οποία και την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, μέσω του αντιπροσώπου της Ο Ι, στις 17-7-2006, ήτοι, όπως είχε δικαίωμα, πριν από τη σημειούμενη επί του σώματος της μεταχρονολογημένης αυτής επιταγής ως ημεροχρονολογίας της έκδοσής της, πλην, όμως, δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί το ποσό της, λόγω του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εκδότριάς της στην πληρώτρια τράπεζα, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 17-7-2006 σχετική βεβαίωση της τελευταίας στο κάτω μέρος της οπίσθιας πλευράς του σώματος της εν λόγω επιταγής. Κατόπιν τούτων, η καθ' ης, ως τελευταία νόμιμη κομίστρια της επίδικης επιταγής, νόμιμα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής της δικαστού του παρόντος δικαστηρίου, της οποίας ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφό της, με την κάτω από αυτό καταχωρηθείσα και από 20-7-2006 επιταγή προς πληρωμή, η καθ' ης νομότυπα και εμπρόθεσμα κοινοποίησε τόσο στην πρώτη των ανακοπτόντων όσο και στους λοιπούς αυτών και ομορρύθμους εταίρους της (βλέπε τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την καθ' ης σχετικές εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου της Αθήνας Κ Γ. Σ), οι οποίοι και, βάλλοντας κατά της διαταγής αυτής πληρωμής με την κρινόμενη ανακοπή τους, διατείνονται, όπως προεκτέθηκε, με τον πρώτο λόγο της και κατά το δεύτερο μέρος αυτού, ότι η ως άνω τραπεζική επιταγή υπήρξε επιταγή ευκολίας, μη ενσωματώνουσα την οποιαδήποτε οφειλή τους προς τη λήπτριά της, γεγονός το οποίο γνώριζε, όπως επίσης αυτοί ισχυρίζονται, η καθ' ης, κατά το χρόνο της εκ μέρους της κτήσης της εν λόγω επιταγής και παρά ταύτα δέχθηκε να την αποκτήσει με αποκλειστικό σκοπό να τους βλάψει εν γνώσει της και να καταστεί αδικαιολόγητα και χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος και από την περιουσία τους. Όμως, πέρα από το γεγονός ότι δεν προέκυψε ότι πράγματι η επίδικη επιταγή υπήρξε επιταγή ευκολίας, η καθ' ης, όπως αποδείχθηκε, δεν γνώριζε, κατά το χρόνο της εκ μέρους της κτήσης της επιταγής αυτής, τις ειδικότερες προσωπικές σχέσεις και συμφωνίες, που συνέδεαν την εκδότρια και τη λήπτρια αυτής και αποτέλεσαν τη αιτία της έκδοσής της και κατά συνέπεια, και αν ακόμα θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η περί ου ο λόγος επιταγή υπήρξε επιταγή ευκολίας, τούτο δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει η καθ' ης, η οποία, όπως προέκυψε, ουδεμία σχέση ή συναλλαγή είχε με την εκδότρια και τη λήπτρια αυτής και επομένως, και ενόψει των όσων εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το γεγονός τούτο δεν μπορεί πλέον να προταθεί νόμιμα και παραδεκτά κατά της καθ' ης, ως καλόπιστης τρίτης και τελευταίας νόμιμης κομίστριας της επίδικης επιταγής, της οποίας, μάλιστα, καθ' ης την άγνοια περί την τυχόν ιδιότητα της εν λόγω επιταγής, ως επιταγής ευκολίας, βεβαίωσε και ο εξετασθείς μάρτυρας των ανακοπτόντων, καταθέτοντας επί λέξει σχετικά: «Η Χ (καθ' ης) δεν γνώριζε, όταν έπαιρνε την επιταγή στα χέρια της, ότι είναι ευκολίας». Κατ' ακολουθίαν λοιπόν αυτών, πρέπει ο πρώτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής να απορριφθεί και κατά το δεύτερο μέρος του, ως προς τούτο, όμως, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

   Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 εδ.α' του Ν.5960/1933 «περί επιταγής», «ο κάτοχος οπισθογραφησίμου επιταγής θεωρείται νόμιμος κομιστής, εάν στηρίζει το δικαίωμά του επί αδιακόπου σειράς οπισθογραφήσεων και εάν έτι η τελευταία οπισθογράφησις είναι εν λευκώ», ενώ με τη διάταξη του άρθρου 21 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «εάν τις εστερήθη της κατοχής της επιταγής εξ οιουδήποτε γεγονότος, ο κομιστής εις ον περιήλθε η επιταγή - είτε πρόκειται περί επιταγής εις τον κομιστήν είτε πρόκειται περί επιταγής οπισθογραφησίμου, δι' ην ο κομιστής θεμελιοί το δικαίωμα αυτού κατά τον εν τω άρθρω 19 οριζόμενον τρόπον - δεν υποχρεούται να αποξενωθή της επιταγής, εκτός εάν απέκτησεν αυτήν κακή τη πίστη ή εάν κατά την κτήσιν αυτής διέπραξε βαρύ πταίσμα». Τέλος, κατά την έχουσα γενική εφαρμογή επί των αξιογράφων διάταξη του άρθρου 78§2 του Ν.Δ. της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», «κατά του νομιμοποιουμένου, ως κατόχου του δικαιογράφου, δύναται ο οφειλέτης να αντιτάξει αντιρρήσεις μόνον εάν α)αφορούν το κύρος της ιδίας αυτού δηλώσεως (ενστάσεις εγκυρότητας), β)συνάγονται εκ του περιεχομένου του εγγράφου και γ)ανήκουν εις αυτόν αμέσως κατά του κατόχου». Από τη θεσπιζόμενη με τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του προαναφερόμενου άρθρου 22 του Ν.5960/1933, γενική αρχή της υποχρέωσης από την επιταγή, λόγω πρόκλησης φαινομένου δικαίου, συνάγεται ότι οι κατά το άρθρο 78§2α' ενστάσεις για μη έγκυρη ανάληψη υποχρέωσης του οφειλέτη από επιταγή προτείνονται, πάντοτε μεν κατά του πρώτου δικαιούχου από την επιταγή, κατά του τρίτου όμως κομιστή, ο οποίος θεμελιώνει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, προτείνονται, μόνο αν αυτός ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη, εκτός από τις ενστάσεις της πλαστότητας, της βίας ή απειλής, της ανικανότητας ή της έλλειψης πληρεξουσιότητας, οι οποίες ενστάσεις κατά ρητή διάταξη του νόμου (άρθρα: 10 και 11 του Ν.5960/1933 «περί επιταγής») προτείνονται κατά παντός κομιστή, έστω και καλόπιστου (εμπράγματες ενστάσεις ή άλλως ενστάσεις in rem). Κατά συνέπεια, η ένσταση κλοπής της επιταγής, η οποία κατ' ουσίαν συνιστά ένσταση έλλειψης σύμβασης παράδοσης του τίτλου στην κυκλοφορία με τη βούληση του εκδότη η του εκάστοτε νόμιμου κομιστή του, προτείνεται πάντοτε κατά του κλέπτη, ενώ κατά του, κατά τα προεκτεθέντα, τρίτου κομιστή αυτού, προς τον οποίο ο κλέπτης μεταβίβασε την επιταγή, προτείνεται, μόνο αν αυτός, κατά το χρόνο της εκ μέρους του κτήσης της επιταγής υπήρξε κακόπιστος, ήτοι, ειδικότερα, τελούσε σε κακή πίστη ή διέπραξε βαρύ πταίσμα, στοιχεία τα οποία κρίνονται κατά τις γενικές αρχές του κοινού δικαίου και είναι θεμελιωτικά της προαναφερόμενης ένστασης και πρέπει, επομένως, να αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής, καθισταμένου, άλλως και στην περίπτωση αυτή, αορίστου του σχετικού λόγου της ανακοπής και συνεπώς απορριπτέου τούτου ως απαραδέκτου (βλέπε: Ι. Π. Μάρκου «Δίκαιο Επιταγής», υπό το άρθρο 21, αριθ. 2, στοιχ. α, β και γ, σελ. 158 και 159, Α.Π.580/2001 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Ε.Α.3816/2006 Δ.Ε.Ε. 2006, Εφ.Δωδ.109/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Εφ.Ναυπ.521/2004 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

   Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες διατείνονται με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής τους ότι ακύρως εκδόθηκε κατά της πρώτης αυτών η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθ' όσον, όπως αυτοί υποστηρίζουν, η ως άνω τραπεζική επιταγή, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοσή της, είχε εκφύγει, πριν καταλήξει στην καθ' ης, από την κατοχή του νόμιμου κομιστή της Α Μ, χωρίς τη θέλησή του και με αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα λόγω κλοπής της από αγνώστους, γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, νόμιμα μπορεί να προταθεί κατ' ένσταση κατά οποιουδήποτε, έστω και καλόπιστου τρίτου, κομιστή της κλεμμένης επιταγής, αποτελώντας, συνακόλουθα, νόμιμο και παραδεκτό λόγο της ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δικ. Όμως, ενόψει των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ο δεύτερος αυτός λόγος της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως μη νόμιμος, αφού, όπως εκτέθηκε εκεί, η ένσταση της κλοπής μπορεί να προταθεί νόμιμα μόνο κατά του τελούντος σε κακή πίστη ή διαπράξαντος βαρύ πταίσμα τρίτου κομιστή της κλεμμένης επιταγής και όχι, όπως αβάσιμα οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν, κατά οποιουδήποτε κομιστή της επιταγής αυτής. Όσον αφορά δε, ειδικότερα, το αίτημα που οι τελευταίοι υπέβαλαν προς το δικαστήριο με το δεύτερο, επίσης, λόγο της υπό κρίση ανακοπής τους, ζητώντας από αυτό να παραπέμψει την υπόθεση, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 του Κ.Ποιν.Δικ., στον αρμόδιο Εισαγγελέα για την άσκηση ποινικής δίωξης, το αίτημα τούτο είναι απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθ' όσον από κανένα από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες στοιχεία δεν προέκυψαν, έστω και ενδείξεις για το βάσιμο του ισχυρισμού τους περί κλοπής από τον Α Μ της επίδικης επιταγής από αγνώστους.

   Με τον τρίτο, εξ' άλλου, λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθ' όσον, όπως αυτοί διατείνονται, το ύψους 320 ευρώ ποσό των για την έκδοσή της δικαστικών εξόδων, στην πληρωμή των οποίων οι τελευταίοι και υποχρεώνονται με τη διαταγή αυτή πληρωμής, είναι μη νόμιμο και υπέρογκο. Έτσι έχοντας ο τρίτος αυτός λόγος της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 216 § 1 του Κ.Πολ.Δικ., δεν εξειδικεύουν στο δικόγραφό της ποια ακριβώς από τα συναπαρτίζοντα το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων επί μέρους κονδύλια θεωρούν αυτοί μη νόμιμα και υπέρογκα, γεγονός που καθιστά αφ' ενός μεν το συγκεκριμένο λόγο της ανακοπής τους ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και αφ' ετέρου αδύνατη την άμυνα της καθ' ης η ανακοπή στον συνιστώντα το λόγο αυτό ισχυρισμό των ανακοπτόντων. Στο σημείο δε αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι γίνεται δεκτό ότι ο εν λόγω ισχυρισμός των ανακοπτόντων είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως μη νόμιμος, στο βαθμό που, όπως υποστηρίζεται, ο Κώδικας περί Δικηγόρων καθορίζει μόνο τα ελάχιστα και όχι και τα ανώτατα όρια της αμοιβής των δικηγόρων (βλέπε: Δημητρίου Μακρή «Η άμυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής», έκδοση 2005, αριθ. 134, σελ. 140, Α.Π.592/1999 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α και ΕλλΔνη 41, 68).

   Σύμφωνα με το άρθρο 20§1 του ισχύοντος Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα για το έγκυρο της άσκησης διαδικαστικών πράξεων και ενδίκων μέσων και για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι, όμως, συνταγματικώς ανεκτά τέτοια μέτρα, πρέπει να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή από αυτά της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα οποία ισοδυναμούν με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη (Α.Ε.Δ.33/1995 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α). Κατά το άρθρο, εξ' άλλου, 1§§1, 2 και 3περ.β' και ε' του Α.Ν.87/1936 «περί ιδρύσεως Ταμείου Προνοίας παρ' εκάστω δικηγορικώ συλλόγω», «διά Β.Δ. προκαλουμένου υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης επιτρέπεται να συνιστάται ίδιον παρ' εκάστω συλλόγω Ταμείον Προνοίας δικηγόρων, το καταστατικόν του οποίου εκπονείται υπό της γενικής συνελεύσεως του οικείου δικηγορικού συλλόγου και δια του οποίου καταστατικού επιτρέπεται να επιβληθούν τέλη καταβλητέα και κατά την σύνταξιν εξωδίκων κοινοποιήσεων επί ποινή απαραδέκτου του σχετικού εγγράφου». Κατ' εφαρμογή της διάταξης αυτής ιδρύθηκε με το Β.Δ. της 16/20-1-1941 το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, του οποίου το καταστατικό κωδικοποιήθηκε με το από 6/22-9-1956 Β.Δ. Με τα άρθρα 4 και 5 του Καταστατικού αυτού ορίσθηκαν οι πόροι του εν λόγω Ταμείου, ο τρόπος είσπραξής τους και οι κυρώσεις από τη μη καταβολή τους. Ειδικότερα, ορίσθηκαν ως πόροι του Ταμείου και οι εισφορές, με ένσημα, οι οποίες καταβάλλονται από τον επισπεύδοντα δικηγόρο κατά την ενέργεια διαφόρων δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, που προβλέπονται υπό το στοιχείο Η' του άρθρου 2 του ιδρυτικού του Ταμείου αυτού Β.Δ. της 16/20-1-1941, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 24/5-5-1950 Β.Δ., βαρύνουν δε αυτές πάντοτε τούτον (το δικηγόρο) και όχι τους διαδίκους. Η μη καταβολή των ως άνω εισφορών και η μη επικόλληση στα δικαστικά και εξώδικα έγγραφα των οικείων ειδικών ενσήμων και μάλιστα ολόκληρων, εφ' όσον πρόκειται για δικηγόρους που ανήκουν σε άλλους δικηγορικούς συλλόγους και συνακόλουθα και σε άλλα Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων, στο βαθμό που μόνο οι δικηγόροι μέλη του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών δικαιούνται να αποκόπτουν το μικρότερο μέρος του ολόκληρου ενσήμου (απόκομμα) και να το επικολλούν στο ασφαλιστικό τους βιβλιάριο, έχει ως συνέπεια, κατά το άρθρο 5 § 5 του καταστατικού του παραπάνω Ταμείου, το απαράδεκτο του εγγράφου, το οποίο αίρεται με την καταβολή από τον υπόχρεο του πενταπλασίου του ποσού του τέλους. Το απαράδεκτο δε αυτό, εφ' όσον δεν αρθεί, συνεπάγεται την ακυρότητα της επί του εγγράφου στηριζομένης δικαστικής ή εξώδικης πράξης. Με την παραπάνω, όμως, διάταξη του άρθρου 1 § 3 εδ.β' και ε' του Α.Ν. 87/1936, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 4 και 5 του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, με τις οποίες κηρύσσεται απαράδεκτο το έγγραφο, επί του οποίου δεν επικολλήθηκε το οικείο ένσημο εισφοράς και, για το λόγο αυτό, άκυρη η επ' αυτού στηριζόμενη δικαστική ή εξώδικη πράξη, θεσπίζεται μια προϋπόθεση η οποία, αν και δεν συνάπτεται με την κατά το Σύνταγμα λειτουργία των δικαστηρίων, αλλά ούτε και με την απονομή της δικαιοσύνης από αυτά, εμποδίζει καίρια την άσκηση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και ισοδυναμεί με μερική έμμεση κατάλυσή του. Πράγματι, το ως άνω μέτρο αποσκοπεί μεν στη διευκόλυνση και εξασφάλιση της είσπραξης ασφαλιστικής εισφοράς, ήτοι πόρου οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, συνεπάγεται όμως ουσιώδη περιορισμό εις βάρος των αιτούντων δικαστική προστασία, σε βαθμό μη ανεκτό συνταγματικώς. Επομένως, οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο παραπάνω άρθρο 20§1 του Συντάγματος και δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής (βλέπε: Α.Π.ολ.20/1998 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και ΕλλΔνη 39, 311, Α.Π.707/1997 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α), ενώ, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει το ίδιο και για τις αντίστοιχες και πανομοιότυπες διατάξεις, όπως αυτές ισχύουν σήμερα μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις τους, των άρθρων 4 και 5 του Β.Δ. της 3/8-4-1937 (ΦΕΚ 133τ.Α'), με το οποίο ιδρύθηκε το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις ορίσθηκαν, κατ' αντιστοιχία προς τα ισχύοντα για το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, οι πόροι του ως άνω Ταμείου, ο τρόπος είσπραξής τους και οι κυρώσεις από τη μη καταβολή τους. Έτσι, ορίσθηκε ότι πόροι του εν λόγω Ταμείου συνιστούν και στην περίπτωση αυτή, μεταξύ άλλων και οι εισφορές, με ένσημα, οι οποίες καταβάλλονται από τον επισπεύδοντα δικηγόρο κατά την ενέργεια διαφόρων, ρητά προβλεπομένων, δικαστικών και εξωδίκων πράξεων και οι οποίες βαρύνουν πάντοτε τούτον (δικηγόρο) και όχι τους διαδίκους. Περαιτέρω, ορίσθηκε ότι η μη καταβολή των ανωτέρω εισφορών και η μη επικόλληση ολόκληρων των οικείων ειδικών ενσήμων στα δικαστικά και εξώδικα έγγραφα έχει, και εν προκειμένω, ως συνέπεια, το απαράδεκτο του εγγράφου ή δικογράφου και της επ' αυτού στηριζομένης δικαστικής ή εξώδικης πράξης, αιρουμένου τούτου με την καταβολή από τον υπόχρεο του πενταπλασίου του ποσού του τέλους. Τέλος, ορίσθηκε ότι το απαράδεκτο αυτό αφορά στο σύνολο των προαναφερόμενων δικαστικών και εξώδικων πράξεων, που διενεργούνται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν ο δικηγόρος, που επιχειρεί τη συγκεκριμένη πράξη, είναι ή όχι μέλος του πιο πάνω Ταμείου και συνακόλουθα, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, και του δικηγορικού συλλόγου Πειραιά, με μόνη διαφοροποίηση ότι μόνο εφ' όσον ο τελευταίος είναι μέλος του εν λόγω Ταμείου δικαιούται και στην προκειμένη περίπτωση να αποκόπτει το μικρότερο μέρος του ολόκληρου ενσήμου (απόκομμα) και να το επικολλάει στο ασφαλιστικό του βιβλιάριο (βλέπε σχετικά και το Π.Δ.172/1996 - Φ.Ε.Κ. Α', 132 «τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά», υπό Θ1 και Θ1,14).

   Στην προκειμένη περίπτωση με τον υπό στοιχεία «4Α» λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, ο οποίος βάλλει αποκλειστικά κατά της από 20-7-2006 επιταγής προς πληρωμή, η οποία έχει καταχωρηθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, το οποίο η καθ' ης έχει κοινοποιήσει στους ανακόπτοντες, οι τελευταίοι διατείνονται ότι είναι άκυρη η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, γιατί η συντάξασα αυτή πληρεξούσια δικηγόρος της καθ' ης Κωνσταντίνα Παπαϊωάννου, μολονότι είναι δικηγόρος Αθηνών και όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, να επικολλήσει επί του σώματος της ανακοπτόμενης επιταγής το ειδικό ένσημο του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, εντούτοις αυτή επικόλλησε επ' αυτού το αντίστοιχο ένσημο του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά και μάλιστα χωρίς το απόκομμά του, καθιστώντας έτσι απαράδεκτο το διαδικαστικό έγγραφο της επιταγής αυτής προς πληρωμή και άκυρη την επί τούτου στηριζομένη έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Έτσι έχοντας ο εδώ εξεταζόμενος λόγος της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού, ενόψει των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τόσο οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, όσο και οι αντίστοιχες των άρθρων 4 και 5, επίσης, του Β.Δ. της 3/8-4-1937, με το οποίο ιδρύθηκε το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά και με τις οποίες διατάξεις τίθεται ως κύρωση, για τη μη επικόλληση ή τη μη έγκυρη επικόλληση επί των εγγράφων ή των δικογράφων, των συντασσομένων από δικηγόρους μέλη των Ταμείων αυτών, το απαράδεκτο των συνταχθέντων εγγράφων ή δικογράφων και των επ' αυτών στηριζομένων δικαστικών ή εξώδικων πράξεων, είναι αντίθετες προς το άρθρο 20§1 του ισχύοντος Συντάγματος και κατά συνέπεια μη εφαρμοστέες, μη ασκώντας, ως εκ τούτου, την οποιαδήποτε επιρροή στο κύρος των παραπάνω εγγράφων ή δικογράφων και επομένως και στο κύρος της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή. Πέραν τούτου, όμως, θα μπορούσε στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι και υπό το καθεστώς των ως άνω αντισυνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του Β.Δ. της 3/8-4-1937, η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ' ης ορθά επικόλλησε επί του σώματος της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή το ειδικό ένσημο του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά και όχι εκείνο Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών και μάλιστα ολόκληρο και χωρίς να έχει αφαιρέσει από αυτό το απόκομμά του, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες, στο βαθμό που ο εκτελεστός τίτλος, στον οποίο αφορά η εν λόγω επιταγή, αποτελούσα άμεση συνέχεια τούτου, δηλαδή η ανακοπτόμενη, επίσης, διαταγή πληρωμής, έχει εκδοθεί από δικαστή του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο ανήκει στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά.

   Περαιτέρω, με τον υπό στοιχεία «4Βα» λόγο της υπό κρίση ανακοπής τους, ο οποίος, ωσαύτως, βάλλει αποκλειστικά κατά της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της τελευταίας, ισχυριζόμενοι ότι το ποσό των 160 ευρώ, που ο καθένας από αυτούς επιτάσσεται, με την εν λόγω επιταγή, να καταβάλει στην καθ' ης για έξοδα επίδοσης αυτής μετά του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επί του οποίου η επιταγή αυτή έχει συνταχθεί, είναι υπέρογκο και μη νόμιμο, αν ληφθεί υπ' όψιν η πορεία του επιδώσαντος την προσβαλλόμενη επιταγή δικαστικού επιμελητή. Έτσι έχοντας ο υπό στοιχεία «4Βα» λόγος της κρινόμενης ανακοπής είναι και αυτός απορριπτέος, ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, αφού οι ανακόπτοντες, διαμαρτυρόμενοι για το υπέρογκο και μη νόμιμο του παραπάνω κονδυλίου, δεν εξειδικεύουν, εντούτοις, σε τι ακριβώς συνίσταται το μη νόμιμο και υπέρογκο τούτου, μη προσδιορίζοντας ούτε καν την επικαλούμενη από τους ίδιους διαδρομή, που διένυσε ο πραγματοποιήσας στον καθένα από αυτούς την επίμαχη επίδοση. ’λλωστε, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, η τυχόν παραδοχή του λόγου αυτού της κρινόμενης ανακοπής, θα οδηγούσε σε μερική μόνο ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής και όχι, ασφαλώς, σε ολική ακύρωση αυτής, όπως οι ανακόπτοντες ζητούν (βλέπε και: Ιωάννη Σ. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις», Β' έκδοση, τόμος πρώτος, υπό το άρθρο 924, παρ. 115, αριθ. 2, σελ. 304, Α.Π.310/1992 Δ. 23, 813, Ε.Α.1839/2002 ΕλλΔνη 45, 852, Μον.Πρ.Πειρ.8506/2004 Αρχ.Νομ. 2006, 669).

   Όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 98 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του κώδικος των δικηγόρων» το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου για τις από αυτόν εκτελούμενες δικαστικές ή εξώδικες πράξεις ανέρχεται στο ποσό το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του Νομοθετικού αυτού Διατάγματος. Όμως, όπως συνάγεται από την ίδια ως άνω διάταξη, το δικαστήριο, εκτιμώντας και σταθμίζοντας την απαιτηθείσα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, τον καταναλωθέντα χρόνο, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τις τυχόν ιδιάζουσες και σχετιζόμενες με αυτή περιστάσεις και τις εν γένει απαιτηθείσες δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, μπορεί να επιδικάσει στο δικηγόρο αυξημένη αμοιβή σε σχέση με την οριζόμενη στα άρθρα 100 επ. του παραπάνω κώδικα. Ήτοι, η αμοιβή, που δικαιούται να λάβει εκάστοτε ο δικηγόρος για την διεκπεραιωθείσα από αυτόν υπόθεση, ανέρχεται, εφ' όσον δεν υφίσταται αντίθετη συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέως του, στα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του προαναφερόμενου Ν.Δ. ελάχιστα ποσά, του δικαστηρίου, ωστόσο, δυναμένου με απόφασή του και με τη συνδρομή των προαναφερόμενων όρων και προϋποθέσεων, να ορίσει για το δικηγόρο αυξημένη αμοιβή, δυναμένου, βέβαια, τούτου, από την άλλη μεριά, να ορίσει το ύψος αυτής, κατά την κυριαρχική του κρίση, η οποία μάλιστα δεν υπόκειται, για το συγκεκριμένο θέμα, στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου και στα κατά τα προεκτεθέντα ελάχιστα ποσά, εφ' όσον κρίνει ότι δεν δικαιολογείται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσδιορισμός αυξημένης αμοιβής. Εξ' άλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 127§1 του ανωτέρω Ν.Δ., το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, επί αποφάσεων ή εκτελεστών, εν γένει, τίτλων των Ειρηνοδικείων, ανέρχεται, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στις 20 μεταλλικές δραχμές, πολλαπλασιαζόμενες αυτές επί τον ισχύοντα, για την αξία της μεταλλικής δραχμής, κατά το χρόνο της επίδοσης της επιταγής, συντελεστή, ο οποίος με την υπ' αριθμόν 12398/9-2-1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, την ισχύουσα μέχρι και σήμερα, ορίσθηκε στις 140 μονάδες. Κατά συνέπεια λοιπόν, η αμοιβή που δικαιούται να λάβει ο δικηγόρος για την εκ μέρους του σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, αφορώσας σε απόφαση ή εκτελεστό τίτλο του Ειρηνοδικείου, ανέρχεται, με την επιφύλαξη πάντοτε της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 127 του Ν.Δ.3026/1954, στο ελάχιστο ποσό των 2800 δραχμών ή 8,22 ευρώ (20 μεταλλικές δραχμές x 140 μονάδες ο σχετικός συντελεστής = 2800 δραχμές, 340,75 δραχμές η ισοτιμία του ευρώ προς τη δραχμή = 8,22 ευρώ), ποσό για το οποίο και μόνο η συνταχθείσα επιταγή προς πληρωμή συνιστά εκτελεστό τίτλο, όσον αφορά την αμοιβή του συντάξαντος την τελευταία δικηγόρου, του δικαστηρίου, βέβαια, δυναμένου, στα πλαίσια της συζήτησης και της εξέτασης της ανακοπής του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δικ., να επιδικάσει στο δικηγόρο αυτό υψηλότερη αμοιβή, εφ' όσον, όμως, κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις του άρθρου 98 του ως άνω Ν.Δ. και ιδίως εάν τούτο κρίνει ότι υπήρξε υψηλός ο βαθμός δυσκολίας σύνταξης της συγκεκριμένης επιταγής, λαμβανομένου πάντοτε υπ' όψιν και του ύψους της οφειλής του καθ' ου η εκτέλεση (βλέπε και Α.Π.450/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.690/2004 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α, Μον.Πρ.Πειρ.8506/2004 ό.π.). Περαιτέρω, όπως συνάγεται ευθέως από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 127 του ίδιου ως άνω Ν.Δ., εάν περισσότεροι εις ολόκληρον συνοφειλέτες επιτάσσονται, ο καθένας τους, με ιδιαίτερη επιταγή προς πληρωμή ή με την ίδια επιταγή, η οποία έχει κοινοποιηθεί στον καθένα από αυτούς σε αντίγραφο, οφείλεται από όλους μία και μόνο αμοιβή του συντάξαντος την εν λόγω επιταγή δικηγόρου για τη σύνταξη αυτής. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το τυχόν υπέρογκο και μη νόμιμο του κονδυλίου της επιταγής, που αφορά στην αμοιβή, για τη σύνταξή της, του συντάξαντος αυτή δικηγόρου, προβαλλόμενο με την ανακοπή του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δικ., επιφέρει, και στην προκειμένη περίπτωση, την ακυρότητα της προσβαλλόμενης επιταγής, μόνο ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής αυτής πράξης και δεν πλήττει το κύρος της επιταγής στο σύνολό της (βλέπε τη σχετική νομολογία και άποψη της θεωρίας, που παρατίθενται παραπάνω και στο πλαίσιο της εξέτασης του προηγούμενου λόγου της υπό κρίση ανακοπής), πλην, όμως, δεδομένης της ισχύος της γενικής αρχής «του περιεχομένου στο μείζον ελάσσονος» το αίτημα της προαναφερόμενης ανακοπής για (ολική) ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής για τον πιο πάνω λόγο, δεν απορρίπτεται ως μη νόμιμο στο σύνολό του, αλλά μόνο κατά το μέρος του που πλήττει και τα νόμιμα και συνεπώς έγκυρα κεφάλαια και τμήματα της επιταγής, γενομένου δεκτού, ως νομίμου, κατά το υπόλοιπο μέρος αυτού.

   Στην προκειμένη περίπτωση με τον υπό στοιχεία «4Ββ» λόγο της υπό κρίση ανακοπής τους, όπως αυτός εκτιμάται από το δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση, επίσης, της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, ισχυριζόμενοι ότι με αυτή επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ' ης και επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση, για αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της για τη σύνταξη της εν λόγω επιταγής, το υπέρογκο ποσό των 450 ευρώ, αντί του ελαχίστου και νόμιμου ποσού των 8,22 ευρώ, που δικαιούται η τελευταία να λάβει για το λόγο αυτό, στο βαθμό που η σύνταξη της επίδικης επιταγής προς πληρωμή, λαμβανομένου υπ' όψιν και του ύψους της συνολικής οφειλής, δεν εμφανίζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, ούτε απαίτησε εξειδικευμένη και πολύωρη επιστημονική εργασία εκ μέρους της συνταξάσης αυτή δικηγόρου. Έτσι έχοντας ο λόγος αυτός της υπό κρίση ανακοπής, στηριζόμενος στις προαναφερθείσες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, είναι νόμιμος, κατά το μέρος του που πλήττει το σχετιζόμενο με την αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ' ης, για τη σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής, κονδύλιο αυτής και για το επί πλέον των 8,22 ευρώ ποσό τούτου και πρέπει, επομένως, αυτός να εξετασθεί περαιτέρω και από την ουσιαστική του άποψη.

   Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα και παραδεκτά και δη από το αντίγραφο της επιδοθείσας στους ανακόπτοντες και προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, προκύπτει ότι η καθ' ης ζητεί, πράγματι, από αυτούς να της καταβάλουν, ως αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της για τη σύνταξη της επιταγής αυτής, το ποσό των 450 ευρώ, αντί του ελαχίστου ποσού των 8,22 ευρώ, το οποίο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δικαιούται η τελευταία για το λόγο αυτό, στο βαθμό που, όπως επίσης προέκυψε, η σύνταξη της επίμαχης επιταγής, μη εμφανίζοντας κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, δεν απαίτησε από τη συντάξασα αυτή δικηγόρο εξειδικευμένη και πολύωρη επιστημονική εργασία, μη συντρεχουσών, έτσι εν προκειμένω, των όρων και προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 98 του «κώδικα περί των δικηγόρων», που θα δικαιολογούσαν την επιδίκαση ή αναγνώριση στην ως άνω δικηγόρο υψηλότερης αμοιβής και δη εκείνης που ζητείται με την ανακοπτόμενη επιταγή. Κατά συνέπεια λοιπόν, πρέπει ο υπό στοιχεία «4Ββ» λόγος της υπό κρίση ανακοπής να γίνει εν μέρει δεκτός από το δικαστήριο και ως κατ' ουσίαν βάσιμος, ακυρουμένης της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, κατά το κονδύλιό της που αφορά στην αμοιβή, για τη σύνταξή της, της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ' ης και κατά το επί πλέον του ποσού των 8,22 ευρώ μέρος τούτου, υποχρεουμένων των ανακοπτόντων σε καταβολή προς την καθ' ης του ποσού μόνο αυτού, ως μίας και ενιαίας αμοιβής της πληρεξούσιας δικηγόρου της τελευταίας.

   Η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζόμενη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5§1 και 25§1 του Συντάγματος του 1975, αλλά και των άρθρων 6§1, 8§2, 9§2 και 10§2 της Ε.Σ.Δ.Α. και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, δια του από 6/17-4-2001 Ψηφίσματος της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 αυτού, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας - ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη - πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήριά της, να είναι, δηλαδή, α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικά, να τελούν, δηλαδή, σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο και συνταγματικά προστατευόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης (βλέπε: Α.Π.ολ.43/2005 ΕλλΔνη 46, 1649). Η αρχή της αναλογικότητας, είτε υπό το διμερές αυτής σχήμα (ιδιώτης - κράτος) που αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ ενός ατομικού δικαιώματος και του δημόσιου συμφέροντος, είτε υπό το τριμερές της σχήμα (ιδιώτης - κράτος - ιδιώτης) που αναφέρεται με τη σειρά του στη σύγκρουση δύο ατομικών δικαιωμάτων μεταξύ τους, γνωστή υπό το σχήμα τούτο και ως αρχή της πρακτικής εναρμόνισης, δημιουργεί την υποχρέωση στο δικαστή, ως εφαρμοστή του Δικαίου, να ερμηνεύει τον εκάστοτε κανόνα δικαίου κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στις επιταγές του Συντάγματος και δη στη γενική δικαιϊκή αρχή της αναλογικότητας, διορθώνοντας τυχόν υπέρμετρους περιορισμούς του νομοθέτη, είτε εις βάρος ενός ατομικού δικαιώματος και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, είτε εις βάρος ενός ατομικού δικαιώματος και προς όφελος ενός άλλου ατομικού, επίσης, δικαιώματος, συγκρουόμενου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το πρώτο. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις σύγκρουσης ατομικών δικαιωμάτων μεταξύ τους, οπότε, κατά τα προεκτεθέντα, τυγχάνει εφαρμογής η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας υπό το τριμερές ως άνω σχήμα της, ήτοι ως αρχή της πρακτικής εναρμόνισης, ο δικαστής, κατά την τελολογική, ιδίως, ερμηνεία του εκάστοτε κανόνα δικαίου, υποχρεούται, συμμορφούμενος προς την ανωτέρω συνταγματική αρχή, να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, οριοθετώντας τα συγκρουόμενα ατομικά δικαιώματα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και τα δύο να αναπτύσσουν το πεδίο εφαρμογής τους, αποφεύγοντας κάθε ενδεχόμενη βεβιασμένη στάθμιση και αξιολόγηση του ενός εις βάρος του άλλου. Στη συνάφεια αυτή, δηλαδή, το κάθε ατομικό δικαίωμα θα πρέπει να περιορίζεται μόνο σε εκείνο το βαθμό, που είναι αναγκαίος για την ύπαρξη και του άλλου, επιβαλλομένης μεταξύ αυτών μίας δίκαιης και συνετούς οριοθέτησης, αποβλέπουσας το μεν στον αλληλοπεριορισμό των συγκρουόμενων αυτών ατομικών δικαιωμάτων με in concreto στάθμιση του βάρους του καθενός, το δε στην, κατά το δυνατό, παράλληλη και ισότιμη προστασία και των δύο δικαιωμάτων και των φορέων τους (βλέπε: Κ. Μπέη - Ευάγ. Μπέη - Ευαγ. Μπαλλογιάννη «Κύρος διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε μετά τη δίμηνη προθεσμία από την έκδοσή της» στη Δίκη 33, 54 έως 71). Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 630Α εδ.α' και β' του Κ.Πολ.Δικ. «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει». Με τη διάταξη αυτή, δηλαδή, προβλέφθηκε δίμηνη από την έκδοσή της προθεσμία για την επίδοση της διαταγής πληρωμής, που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, με συνέπεια, στην αντίθετη περίπτωση, την παύση της ισχύος της. Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν το μεν η σύντομη εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων, που απορρέουν από την ύπαρξη του συγκεκριμένου εκτελεστού τίτλου, η ισχύς του οποίου, πριν από τη θέσπιση της ανωτέρω διάταξης, δεν επηρεαζόταν από τη μη επίδοσή του, το δε η μέριμνα να λαμβάνει ο καθ' ου στρέφεται η διαταγή πληρωμής σύντομα γνώση της ύπαρξης αυτής και να έχει έτσι τη δυνατότητα έγκαιρης άμυνας εναντίον της, ώστε να μην παραμένει η διαταγή ανεπίδοτη για αόριστο χρόνο στα χέρια του δανειστή, ο οποίος θα μπορούσε κάποτε να την αξιοποιήσει αθέμιτα εις βάρος της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας του καθ' ου στις συναλλαγές, ενόψει, μάλιστα, και της ύπαρξης και λειτουργίας σήμερα από την «Ένωση Ελληνικών Τραπεζών» του ηλεκτρονικού προγράμματος «Τειρεσίας» (βλέπε: Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα ό.π., υπό το άρθρο 630Α, αριθ. 2, σελ. 1177, Μον.Πρ.Κιλκ.318/2005 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α, Μον.Πρ.Θεσ.18750/2002 Αρμ. 2003, 247). Αναφορικά, όμως, με την παραπάνω διάταξη τίθεται το ζήτημα, αν με αυτή προβλέπεται ως κύρωση, για τη μη εμπρόθεσμη επίδοση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, η απόλυτη ακυρότητα αυτής, με την έννοια αφ' ενός μεν ότι τη εν λόγω ακυρότητα μπορεί να προτείνει κατά του δανειστή ο οποιοσδήποτε των καθ' ων στρέφεται η διαταγή, ακόμα, δηλαδή, και εκείνος των καθ' ων στον οποίο αυτή επιδόθηκε εμπρόθεσμα και αφ' ετέρου ότι το ως άνω ελάττωμα της διαταγής συνεπάγεται και επιφέρει την ολοκληρωτική ακυρότητα αυτής, αίροντας αυτοδικαίως και αναδρομικά όλες τις έννομες συνέπειές της, ήτοι τόσο εκείνες που συνδέονται μόνο με την έκδοσή της, όσο και εκείνες που συνδέονται με την επίδοση αυτής, ή αν με την προαναφερόμενη διάταξη προβλέπεται, ως κύρωση, η σχετική μόνο ακυρότητα της μη επιδοθείσας ή της μη εμπρόθεσμα επιδοθείσας διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι την ακυρότητα αυτή μπορεί να προτείνει κατά του δανειστή μόνο ο καθ' ου, στον οποίο δεν επιδόθηκε η διαταγή και όχι και εκείνος στον οποίο αυτή επιδόθηκε εμπρόθεσμα, αίροντας η εν λόγω ακυρότητα μόνο εκείνες από τις έννομες συνέπειες της διαταγής πληρωμής, οι οποίες συνδέονται αποκλειστικά με την έκδοσή της και όχι και εκείνες που συνδέονται με την επίδοση αυτής, οι οποίες απλά παραμένουν ανενεργές κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την επίδοσή της, ακόμα και αν αυτό είναι τελικά μεγαλύτερο των δύο μηνών από την έκδοσή της. Εν προκειμένω μία στενή γραμματική και κατά λέξη ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή προβλέπει ως κύρωση, για τη μη εμπρόθεσμη επίδοση της διαταγής πληρωμής, την απόλυτη ακυρότητα αυτής. Ωστόσο, μία τέτοια ερμηνεία και ένα τέτοιο ερμηνευτικό πόρισμα βάλλει ευθέως κατά της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας υπό την τριμερή αυτής μορφή, αφού λαμβάνει υπ' όψιν, ουσιαστικά, μόνο το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του καθ' ου η διαταγή οφειλέτη για προστασία των προσωπικών του δεδομένων και για ελεύθερη και ακώλυτη συμμετοχή του στην οικονομική ζωή της χώρας, αγνοώντας, όμως, εν πολλοίς, το επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του υπέρ ου η διαταγή δανειστή για ταχεία και δραστική παροχή δικαστικής προστασίας με την έκδοση διαταγής πληρωμής, της οποίας η θεσμοθέτηση από την έννομη τάξη απέβλεπε ακριβώς στο να μπορεί ο τελευταίος να εξοπλίζεται το δυνατό ταχύτερο με εκτελεστό τίτλο και επιβάλλοντας σ' αυτόν έναν περιορισμό, που τον επιβαρύνει υπέρμετρα και δυσανάλογα σε σχέση με την αναμενόμενη από τον περιορισμό αυτό ωφέλεια για την προστασία του προαναφερόμενου ατομικού δικαιώματος του καθ' ου, υποχρεώνοντας συνάμα το δανειστή, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, να υποβάλλεται σε υπέρογκη και αδικαιολόγητη δικαστική και εξώδικη δαπάνη είτε για την επίδοση της εκδοθείσας διαταγής και σε εκείνους των καθ' ων στρέφεται αυτή, από τους οποίους, όμως, αυτός δεν αναμένει, λόγω της πλήρους αφερεγγυότητάς τους, κανένα απολύτως όφελος είτε για την έκδοση και την εν συνεχεία επίδοση νέας διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, πρέπει να προσφύγει το δικαστήριο σε τελολογική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του άρθρου 630Α του Κ.Πολ.Δικ., η οποία, υπό το πρίσμα και την καθοδήγηση των κριτηρίων της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή, παρά τη διατύπωσή της, προβλέπει ως κύρωση, για τη μη εμπρόθεσμη επίδοση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, όχι την απόλυτη, αλλά τη σχετική ακυρότητα αυτής, η οποία μπορεί να προταθεί κατά του δανειστή μόνο από τον οφειλέτη, στον οποίο δεν επιδόθηκε η διαταγή εμπρόθεσμα και όχι ασφαλώς και από εκείνο, στον οποίο αυτή επιδόθηκε νομότυπα και εντός της δίμηνης προθεσμίας από την έκδοσή της και η οποία ακυρότητα δεν συνεπάγεται το ολοκληρωτικά ανίσχυρο της διαταγής, αλλά την αναδρομική και αυτοδίκαιη άρση εκείνων μόνο των συνεπειών της, που συνδέονται αποκλειστικά με την έκδοσή της, μη ασκούσα απόλυτη ακυρωτική επιρροή στις έννομες συνέπειες αυτής, που συνδέονται με την επίδοσή της, οι οποίες απλά παραμένουν ανενεργές μέχρι τη νομότυπη, έστω και εκπρόθεσμη, επίδοση της διαταγής (βλέπε: Κ. Μπέη - Ευάγ. Μπέη - Ευαγ. Μπαλλογιάννη ό.π., αντίθετοι: Κεραμέας - Κονδύλης - Νίκας ό.π., αριθ. 3 και 4, σελ. 1177 και 1178, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση», συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2001, υπό το άρθρο 630Α, αριθ. 2, σελ. 604 και τόμος Η', έκδοση 2006, υπό το ίδιο άρθρο, αριθ. 2, σελ. 677). Δεδομένης λοιπόν, σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη την οποία θεωρεί ορθή το παρόν δικαστήριο, της σχετικής ακυρότητας της μη εμπρόθεσμα επιδοθείσας διαταγής πληρωμής και του γεγονότος ότι η από τη διάταξη του άρθρου 630Α εδ.β' του Κ.Πολ.Δικ. ένσταση είναι, κατ' αναλογία προς την ένσταση της παραγραφής, γνήσια αυτοτελής ένσταση, αυτή δεν μπορεί και για το λόγο αυτό και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 § 2 του Κ.Πολ.Δικ., να προταθεί από τον καθ' ου στρέφεται η διαταγή πληρωμής οφειλέτη, στον οποίο η τελευταία επιδόθηκε εμπρόθεσμα, έστω και αν η συγκεκριμένη διαταγή δεν έχει επιδοθεί ή δεν έχει επιδοθεί εμπρόθεσμα και στους υπολοίπους των καθ' ων αυτή στρέφεται (βλέπε και Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., τόμος Β', έκδοση 1994, υπό το άρθρο 262, αριθ. 20, σελ. 193, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα ό.π. τόμος Ι, υπό το άρθρο 262, αριθ. 15, σελ. 543). Τέλος, κατά τις διατάξεις των εδ.γ' και δ' της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 630Α του Κ.Πολ.Δικ. «ο δικαστικός επιμελητής οφείλει μέσα στην ίδια προθεσμία να καταθέσει αντίγραφο της σχετικής έκθεσης επίδοσης στη γραμματεία του δικαστηρίου, ο δικαστής του οποίου εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Ο αρμόδιος γραμματέας υποχρεούται να καταχωρίσει τη χρονολογία της επίδοσης στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων». Με τις πιο πάνω διατάξεις επιβάλλεται στο μεν δικαστικό επιμελητή, που προβαίνει στην επίδοση της διαταγής πληρωμής, το καθήκον να καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί ο εκδόσας τη διαταγή δικαστής, αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής και μάλιστα μέσα στη δίμηνη προθεσμία, την προβλεπόμενη από τη διάταξη του εδ.α' του ίδιου ως άνω άρθρου, στη δε γραμματεία του εν λόγω δικαστηρίου η υποχρέωση να καταχωρίσει τη χρονολογία της επίδοσης στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων. Ωστόσο, η αθέτηση των προαναφερόμενων υποχρεώσεων του δικαστικού επιμελητή και της γραμματείας του δικαστηρίου γίνεται ομόφωνα δεκτό ότι ουδεμία ασκεί επιρροή στο κύρος της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, στο βαθμό που οι ως άνω διατυπώσεις θεσπίσθηκαν αποκλειστικά και μόνο για λόγους δημοσιότητας της εκάστοτε εκδιδόμενης διαταγής και συνακόλουθα και των έννομων συνεπειών της (βλέπε: Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα ό.π., τόμος συμπληρωματικός, έκδοση 2003, υπό το άρθρο 630Α, αριθ. 1 και 2, σελ. 92, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., τόμος Η' - συμπληρωματικός, έκδοση 2006, υπό το άρθρο 630Α, αριθ. 1, σελ. 677).

   Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τους πρώτο και δεύτερο των προσθέτων λόγων της ανακοπής τους, όπως οι λόγοι αυτοί εκτιμώνται από το δικαστήριο, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, γιατί, όπως διατείνονται, η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται εναντίον τους με την τελευταία, βασίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ήτοι στη με αριθμό 572/2006 διαταγή πληρωμής της δικαστού του παρόντος δικαστηρίου, η οποία, όμως, έχει πλέον απωλέσει αυτοδικαίως την ισχύ της, γιατί αφ' ενός μεν, μολονότι αυτή επιδόθηκε στους ανακόπτοντες εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 630Α του Κ.Πολ.Δικ. δίμηνης προθεσμίας από την έκδοσή της, δεν συνέβη, εντούτοις, το ίδιο και με τους υπολοίπους των με την εν λόγω διαταγή πληρωμής συνοφειλετών τους, στους οποίους αυτή δεν επιδόθηκε καθόλου και αφ' ετέρου ο δικαστικός επιμελητής, που πραγματοποίησε τις προς αυτούς (ανακόπτοντες) επιδόσεις, δεν κατέθεσε, όπως είχε την προς τούτο υποχρέωση, αντίγραφα των σχετικών εκθέσεων επίδοσης στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, δικαστής του οποίου και εξέδωσε την επίδικη διαταγή πληρωμής. Με το προαναφερόμενο, όμως, περιεχόμενο οι πρώτος και δεύτερος των προσθέτων λόγων της υπό κρίση ανακοπής είναι αμφότεροι, ενόψει των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι και σαν τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν από το δικαστήριο.

   Κατ' ακολουθίαν, λοιπόν, όλων όσων προεκτέθηκαν, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή, στο βαθμό μεν που αυτή στρέφεται κατά της με αριθμό 572/2006 διαταγής πληρωμής της δικαστού του παρόντος δικαστηρίου, να απορριφθεί και να επικυρωθεί η εν λόγω διαταγή πληρωμής, στο βαθμό δε που αυτή στρέφεται κατά της από 20-7-2006 επιταγής προς πληρωμή, της συνταχθείσας κάτω από αντίγραφο πρώτο εκτελεστό της διαταγής αυτής πληρωμής, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή, κατά τον υπό στοιχεία «4Ββ» λόγο της, να γίνει εν μέρει δεκτή, ως νόμω και ουσία βάσιμη και να ακυρωθεί η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή μόνο κατά το κονδύλιο αυτής, το οποίο αφορά στην αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ' ης για τη σύνταξή της και μόνο για το επί πλέον των 8,22 ευρώ ποσό του κονδυλίου τούτου. Τέλος, πρέπει, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, να επιβληθεί σε βάρος των ανακοπτόντων το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της καθ' ης, γιατί το μέρος της κρινόμενης ανακοπής των πρώτων, που έγινε δεκτό, είναι ελάχιστο και η τελευταία δεν έδωσε καμμία αφορμή, για να αυξηθούν τα έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 178§2 του Κ.Πολ.Δικ.).

   Για τους λόγους αυτούς.

   Δικάζει τους διαδίκους κατ' αντιμωλίαν.

   Απορρίπτει την υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά της με αριθμό 572/2006 διαταγής πληρωμής της δικαστού του παρόντος δικαστηρίου.

   Επικυρώνει την ως άνω διαταγή πληρωμής.

   Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά της από 20-7-2006 επιταγής προς πληρωμή, της συνταχθείσας κάτω από αντίγραφο πρώτο εκτελεστό της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής και ως προς τον υπό στοιχεία «4Ββ» λόγο της.

   Ακυρώνει την ως άνω επιταγή προς πληρωμή μόνο κατά το ύψους 450 ευρώ κονδύλιο αυτής, το οποίο αφορά στην αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ' ης για τη σύνταξή της και μόνο για το επί πλέον των 8,22 ευρώ μέρος του πιο πάνω ποσού.

   Και

   Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων το σύνολο των δικαστικών εξόδων της καθ' ης, που ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Νίκαια στις .../7/2007 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.