Ειρ (Ασφ.Μ.) Λαρίσης 184/2016

 

Δικηγόροι - Δικηγορική εταιρία - Αντιποίηση δικηγορικού λειτουργήματος - Δικηγορικός Σύλλογος - Ασφαλιστικά μέτρα - Νομικές συμβουλές - Διοικητικές αρχές - Υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Υποκατάστημα εταιρίας - Παραγγελία προς επίδοση - Μητρώο Εφορίας - Κωδικοί δραστηριότητας - Σφράγιση καταστήματος -.

 

Επί αντιποίησης δικηγορικού λειτουργήματος, αίτηση οικείου Δικηγορικού Συλλόγου στο Ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, για σφράγιση γραφείου ή καταστήματος όπου ασκούνται οι παράνομες ενέργειες ή και κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο, καθώς και για απαγόρευση διαφήμισης ή χρήσης κάθε διακριτικού γνωρίσματος που προσιδιάζει στο δικηγορικό λειτούργημα. Αρκεί πιθανολόγηση αλλά πρόκειται για οριστική διάγνωση της υπόθεσης. Αποκλειστικό έργο δικηγόρων και η παροχή νομικών συμβουλών, ως και η επιμέλεια υποθέσεων στα δικαστήρια αλλά και στις διοικητικές αρχές. Αντιποίηση δικηγορίας από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εμφανίζεται ή διαφημίζει διαδικτυακά ότι αναλαμβάνει υποθέσεις ρύθμισης υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ως και διοικητικές, χωρίς να είναι δικηγόρος. Αντιποίηση και η επίκληση ή χρήση του τίτλου ή της ιδιότητας του Δικηγόρου. Επί αντιποίησης υπό εταιρίας, δεν απαγορεύεται μεν να απασχολεί δικηγόρους με οποιοδήποτε καθεστώς, αλλά αυτοί θα πρέπει να υποστηρίζουν νομικά την ίδια την εταιρία και όχι τρίτους πελάτες αυτής, διότι έτσι ασκείται δικηγορική δραστηριότητα από μη δικηγορική εταιρία. Η δράση και λειτουργία υποκαταστήματος εταιρίας διέπεται από τους ίδιους καταστατικούς σκοπούς της μητρικής. Η παραγγελία προς επίδοση δικογράφου συνιστά εξωδιαδικαστική πράξη, δυνάμενη να γίνει μόνο από τον ίδιο τον διάδικο και όχι από τρίτο μη διάδικο και μη δικηγόρο. Η φορολογική αρχή με την καταχώρηση επιτηδευματιών στο μητρώο δεν χορηγεί άδεια άσκησης επαγγέλματος ούτε υποκαθιστά τα αρμόδια όργανα, η δε χορήγηση κωδικών δραστηριότητας δεν νομιμοποιεί δραστηριότητες δικηγορικές για τις οποίες ο επιτηδευματίας δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου. Υποχρεωτική η προβλεπόμενη κύρωση του Κώδικα Δικηγόρων για σφράγιση του γραφείου του αντιποιούμενου.

 

 

... Οι προϋποθέσεις εισόδου στο δικηγορικό σώμα καθορίζονται επακριβώς από τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, απηχώντας θεμελιώδεις αξιολογήσεις του ιστορικού νομοθέτη αναφορικά με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), τη δικηγορική ιδιότητα αποκτά εκείνος: «α) ο οποίος έχει επαρκείς γνώσεις για να ασκεί το λειτούργημα του μετά από επιτυχή συμμετοχή του σε πανελλήνιες εξετάσεις, β) για τον οποίο εκδίδεται απόφαση διορισμού από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γ) ο οποίος δίδει τον προβλεπόμενο στον παρόντα Κώδικα νόμιμο όρκο ενώπιον του Εφετείου ή του Πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ανήκει ο Δικηγορικός Σύλλογος όπου έχει εγγραφεί και δ) ο οποίος έχει εγγραφεί στο μητρώο ενός από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Κράτους». Σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 «Αστική Επαγγελματική Δικηγορική εταιρεία, επιτρέπεται να συσταθεί μόνο μεταξύ εν ενεργεία δικηγόρων με αποκλειστικό σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών (οπουδήποτε, εντός ή εκτός Ελλάδος) και τη διανομή αποκλειστικά μεταξύ των Εταίρων (κατά τη μέθοδο, που θα συμφωνούν κατά την αδέσμευτη κρίση τους) των συνολικών κερδών, που θα προκύπτουν από τη δραστηριότητα της εταιρείας». Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 8, 43 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) συνδυαζόμενων προς τα άρθρα 648 επ., 713 επ. του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι η κατ εξαίρεση επιτρεπόμενη στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια (ετήσια ή μηνιαία) αμοιβή ρυθμίζεται από τον ως άνω Κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής της σχέσης, δεν δύναται δε η τέτοια παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν ισχύουν καταρχήν επ' αυτής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Η σχετική σύμβαση για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, άλλως, έστω και αν συνήφθη για ορισμένο χρόνο, θεωρείται ότι είναι αορίστου χρόνου, λύεται δε με έγγραφη καταγγελία, με καταβολή αποζημίωσης, μέχρι πλήρους καταβολής της οποίας οφείλονται οι αποδοχές, η αξίωση δε καταβολής αυτής απορρέει από σύμβαση έγκυρης, έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σχέση εξαρτημένης εργασίας. Εξάλλου ως δικαστικός ή νομικός σύμβουλος νοείται ο δικηγόρος ο οποίος, άσχετα με τον τίτλο της θέσης που κατέχει και την ονομασία που έλαβε κατά την πρόσληψη του ή μετά ταύτα ως δικηγόρος ή νομικός σύμβουλος ή νομικός συνεργάτης, δεν ασχολείται, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις του προς τον εντολέα του, με τη δικαστική εκπροσώπηση και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αυτού έναντι τρίτων, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην παροχή νομικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων ή στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους (ΑΠ 226/2004 ΕλΔνη 43.103, ΑΠ 509/1998 ΕλΔνη 40.596, ΑΠ 414/1986 ΝοΒ 36.907). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 40 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954): «1. Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, παρέχει τις υπηρεσίες που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 42 ή προβαίνει στην έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων κατά παράβαση του άρθρου 41, διώκεται και τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 175 του ποινικού Κώδικα και σε περίπτωση υποτροπής με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων δραχμών. Ως υποτροπή θεωρείται η εξακολούθηση της παροχής της παραπάνω υπηρεσιών μετά  από κάθε καταδίκη. Στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 42 η παραπάνω ποινική κύρωση επιβάλλεται και αν δεν είναι υποχρεωτική η Παράσταση Δικηγόρου.  2. Κάθε ιδιώτης που αναλαμβάνει, χωρίς δικηγόρο ή με δικηγόρο της εκλογής του, ή εμφανίζεται ή διαφημίζει ότι αποδέχεται την επιμέλεια υποθέσεων ή άσκηση έργων, για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδιος ο δικηγόρος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39, 41 και 42, και αν στην περίπτωση του άρθρου 42 δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, τιμωρείται ύστερα από έγκληση δικηγόρου ή δικηγορικού συλλόγου με τις ποινές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την ίδια ποινική ευθύνη έχει ο εκπρόσωπος του.  3. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος μπορεί να ζητήσει, με αίτηση που υποβάλλεται στο ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τη σφράγιση του γραφείου ή καταστήματος, όπου ασκούνται οι παράνομες ενέργειες, που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους». Ήδη, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ισχύοντος Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) προβλέπονται τα εξής : «Όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εμφανίζεται με αυτήν και διενεργεί πράξεις που ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικηγορικού λειτουργήματος ή υπόσχεται τη διενέργεια τέτοιων πράξεων, ακόμα και εάν διορίζει για αυτό δικηγόρο της εκλογής του, τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει, εκτός εάν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος δικαιούται να παρίσταται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ως πολιτικώς ενάγων για την υποστήριξη της κατηγορίας. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2: «Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο αντιποιείται την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος με τον οποιονδήποτε τρόπο, ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος μπορεί να ζητήσει, με αίτηση που υποβάλλεται στο Ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τη σφράγιση του γραφείου ή του καταστήματος, όπου ασκούνται οι παράνομες ενέργειες ή και οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο, καθώς και την απαγόρευση της διαφήμισης ή της χρήσης (έντυπης, ηλεκτρονικής) κάθε διακριτικού γνωρίσματος που προσιδιάζει στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος». Η νομοθετική αυτή παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπηρετεί την ανάγκη ταχείας εκδικάσεως της εν λόγω υποθέσεως, και ως εκ τούτου στη σχετική δίκη, καίτοι μη αφορώσα σε προσωρινή δικαστική προστασία με τη μορφή ασφαλιστικού μέτρου αλλά στην οριστική διάγνωση της υποθέσεως, εφαρμόζεται και το άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το οποίο στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών. Η καθιέρωση της πιθανολογήσεως επάγεται τη διεξαγωγή ελεύθερης αποδείξεως, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμη τους, αλλά έχει την ευχέρεια να στηρίξει την κρίση του σε οποιαδήποτε «κατάλληλα» μέσα, τα οποία είναι σε θέση να πιθανολογήσουν την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (άρθρο 347 ΚΠολΔ). Αντίθετη εκδοχή θα προκαλούσε σημαντική δυσχέρεια στη σκοπηθείσα συναφώς γρήγορη δικαστική διάγνωση, και άρα θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη συρρίκνωση του ρυθμιστικού εύρους της επίμαχης νομοθετικής παραπομπής (Α.Π.1149/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 του νέου Κώδικα Δικηγόρων το έργο της παροχής νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που ανατίθενται αποκλειστικά και μόνο σε δικηγόρους. Ειδικότερα, το κείμενο της σχετικής διάταξης έχει ως εξής: «1. Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή-οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια.. Επίσης η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή δια δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 39 παρ. 1 και 3, 40 παρ. 1, 91, 92 και 166 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) προέκυπτε ότι «αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων.» (ΑΠ 328/2001, ΕλΔνη42.1294).  Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 94 ΚπολΔ, 30 παρ. 1ΚΔιοικΔ και των άρθρων  1, 2, 3, 4, 5, 6 Ν. 4194/2013, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος Κώδικος περί Δικηγόρων (ν.δ 3026/1954), οι οποίες αποσκοπούν στην περιφρούρηση των επαγγελματικών συμφερόντων των δικηγόρων και στην καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης, υπό την ευρεία έννοια του όρου, προκύπτει ότι η επιμέλεια των υποθέσεων των πολιτών όχι μόνον στα δικαστήρια, αλλά και στις διοικητικές αρχές, είναι έργο αποκλειστικά των δικηγόρων, δεδομένου ότι αυτοί λόγω της ειδικής επιστημονικής και επαγγελματικής των κατάρτισης είναι ικανοί και κατάλληλοι προς πληρέστερη κατανόηση και ευστοχότερη διεξαγωγή των υποθέσεων ενώπιον των ανωτέρω αρχών. Και ναι μεν επιτρέπεται κατ εξαίρεση η αυτοπρόσωπη παράσταση των πολιτών προς επιμέλεια των υποθέσεών τους ειδικώς ενώπιον των διοικητικών αρχών, όμως όσες φορές δεν παρίστανται αυτοπροσώπως αλλά ενεργούν δια πληρεξουσίου, ο τελευταίος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά μόνο δικηγόρος. Συνεπώς, δεν μπορεί να διορισθεί ως πληρεξούσιος μη δικηγόρος, για να επιμεληθεί επ αμοιβή υπόθεση τρίτου ενώπιον διοικητικής αρχής με την έννοια της παρακολούθησης αυτής σε κάθε στάδιο μέχρι την τελική διεκπεραίωσή της, και με το δεδομένο αυτό δεν είναι επιτρεπτή και ειδική συμφωνία με πληρεξούσιο μη δικηγόρο, που εξαρτά την αμοιβή του ή το είδος της αμοιβής του από την έκβαση μιας υπόθεσης, την οποία αναλαμβάνει αυτός να επιμεληθεί και προωθήσει ενώπιον διοικητικών ή και δικαστικών αρχών, καθόσον πρόκειται για έργο που έχει ανατεθεί αποκλειστικά στους δικηγόρους και μάλιστα μόνο σ αυτούς κατ` αποκλεισμό των δικολάβων (ΑΠ 1403/1992 ΕλΔ/νη 35 (1994), 1516,  ΕφΑθ 2397/1997, Δ/νη 1998 (623), ΕιρΠατρ 682/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 199 (περίπτ. δ) του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων η μέριμνα των δικηγορικών συλλόγων εκτείνεται και «περί παντός ζητήματος ενδιαφέροντος το Δικηγορικό Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ως επαγγελματική τάξη». Ήδη με το νέο Κώδικα Δικηγόρων (άρθρο 90 παρ. γ, ζ του Ν. 4194/2013) μεταξύ των σκοπών των Δικηγορικών Συλλόγων είναι η φροντίδα και μέριμνα για τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ... και η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής ... για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση . ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Από το συνδυασμό των προπαρατιθέμενων διατάξεων προκύπτει ότι   κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό που αναλαμβάνει χωρίς δικηγόρο ή με δικηγόρο της εκλογής του ή εμφανίζεται ή διαφημίζει ότι αποδέχεται την επιμέλεια υποθέσεων ευνοϊκής ρυθμίσεως των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και δηλ. την οριστική διαγραφή των χρεών αυτών χωρίς να είναι δικηγόρος, αντιποιείται την άσκηση δικηγορίας υποκείμενο στις ποινικές (άρθρο 179 παρ.2 Κ.Π.) και αστικές κυρώσεις (άρθρο 9 ν. 4194/2013) και τούτο διότι αφενός ο νομοθέτης περιορίζει την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος δια διαφόρων δεσμεύσεων (π.χ. αρθρ. 1και 2 του Κώδικα Δικηγόρων) είναι «υπόχρεος» προς τον δικηγόρο για την κατοχύρωσή του έναντι του ανταγωνισμού ο οποίος ασκείται παρά προσώπων μη υποκείμενων στις δεσμεύσεις του δικηγόρου, αφετέρου είναι σε όλους γνωστό ότι το δικηγορικό λειτούργημα διέρχεται μακροχρόνια κρίση, οφειλόμενη κυρίως στο μέγα αριθμό δικηγόρων, με τις εντεύθεν γνωστές δυσμενείς συνέπειες για την άσκηση της δικηγορίας, αλλά και στα ιδιωτικά συμφέροντα των πολιτών, του σκοπού της δίκης και της έννομης τάξης γενικότερα. Έτσι κρίθηκε ότι η ίδρυση και λειτουργία δικηγορικού γραφείο από πρόσωπο που δεν είναι δικηγόρος με σκοπό  την διεκπεραίωση δικαστικών ή εξωδικαστικών υποθέσεων οι οποίες μόνο από δικηγόρο μπορούν να διεκπεραιωθούν συνιστούν αντιποίηση ασκήσεως δικηγορίας ( ΑΠ 474/2003). Αντιποίηση ασκήσεως της Δικηγορίας τιμωρουμένη κατά τους όρους του άρθρ. 175 παρ. 2 του Ποινικού Κωδικός αποτελεί επίσης και η επίκλησις ή η οιαδήποτε χρήσις του τίτλου ή της ιδιότητος του Δικηγόρου υπό προσώπων, μη κεκτημένων τούτον, κατά τα εν εδαφ. 1 οριζόμενα, (βλ. ΑΠ 474/2003, ΠΟΙΝΛΟΓ 2003.522). Όταν κάποιος ιδιώτης έστω και μη διατηρών γραφείον αλλά αναλαμβάνων είτε δια δικηγόρου της προτιμήσεώς του είτε άνευ τοιούτου, τοιαύτας υποθέσεις ως και ο παριστάμενος ενώπιον παντός δικαστηρίου ή αρχής είτε ο εμφανιζόμενος ή ο διαφημιζόμενος ως επιμελητής τοιούτων υποθέσεων διαπράττει το αδίκημα της αντιποιήσεως ασκήσεως της δικηγορίας. Έτσι επιχειρείται η καταστολή του φαινομένου παρασιτικά άτομα μεμονωμένα να εμφανίζονται, διαφημίζονται και αναλαμβάνουν αυτοπροσώπως τη διεκπεραίωση δικηγορικών υπηρεσιών χωρίς να είναι δικηγόροι, είτε αναλαμβάνουν τέτοιες υποθέσεις για λογαριασμό δικηγόρων μετά των οποίων συνδέονται δια συγγενείας ή φιλίας ή παρά των οποίων λαμβάνουν ποσοστά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή του, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της και όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με το σημείωμά του ως προς τη νομική μορφή της δεύτερης των καθ ων, το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Λ.», επικαλούμενο επείγουσα περίπτωση, εκθέτει ότι ο πρώτος των καθ ων και η δεύτερη των καθ ων , εκπρόσωπος της οποίας εμφανίζεται ο πρώτος στη Λ., λειτουργούν γραφείο στη Λ. επί της οδού Π. αριθ. στο δεύτερο όροφο και έχουν αναρτήσει στο διαδίκτυο και σε ιστοσελίδες τους  κείμενα στα οποία αναφέρουν ότι  παρέχουν υπηρεσίες που προσιδιάζουν στο αντικείμενο του δικηγορικού λειτουργήματος, αντιποιούμενοι δικηγορική ύλη θεσμικά κατοχυρωμένη ως αποκλειστικό έργο δικηγόρου σύμφωνα με το νόμο, όπως ειδικότερα επικαλείται και αναλυτικά αναφέρει στην αίτησή του. Ότι την ως άνω δραστηριότητα ασκούν οι καθ' ων, χωρίς ο μεν πρώτος να έχει τη δικηγορική ιδιότητα και χωρίς η δεύτερη εξ αυτών  να λειτουργεί υπό τη μορφή δικηγορικής εταιρίας του Κώδικα Δικηγόρων, αλλά ως εμπορική εταιρία, διεπόμενη από τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου, αποβλέπουσα στην προσέλκυση εντολέων και αποκόμιση αμοιβής για παρεχόμενες υπηρεσίες, κατά παράβαση του άρθρου 36 του Κώδικα περί Δικηγόρων, παραπλανώντας με τον τρόπο αυτό το κοινό. Έτσι το αιτούν ζητά να απαγορευτεί στους καθ ων η παροχή κάθε μορφής νομικών υπηρεσιών, να υποχρεωθούν οι καθ ων να παύουν να διαφημίζουν με οποιοδήποτε τρόπο και δη στις διαδικτυακές ιστοσελίδες τους ότι αναλαμβάνουν την παροχή κάθε μορφής νομικών δικηγορικών υπηρεσιών, να διαταχθεί η σφράγιση του καταστήματος/γραφείου των αντιδίκων που βρίσκεται στη Λ. επί της οδού Π. αριθ. (δεύτερος όροφος) και οποιουδήποτε υποκαταστήματος στο Νομό Λ., να διαταχθεί η απόσυρση των διαφημίσεων από τις ως άνω ιστοσελίδες με υποχρέωση ανάρτησης ρητά σε αυτές της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και να απειληθεί κατά των καθ ων χρηματική ποινή ύψους 100.000 ευρώ για τον καθένα για κάθε παράβαση των όρων της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθεί ο πρώτος των καθ ων σε προσωπική κράτηση ενός έτους για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικαστούν οι καθ ων στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος.

 

Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο να τη δικάσει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. 731, 732, 947 ΚΠολΔ και 9 του Ν. 4194/2013), είναι αρκούντως ορισμένη και περαιτέρω είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις  των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 8, 9, 40, 90 παρ. γ, 139 του Ν. 4194/2013 (ο οποίος με το άρθρο 166 παρ. 1, 2, 3, κατάργησε τον κώδικα περί δικηγόρων όπως αυτός είχε κυρωθεί με το Ν.Δ 3026/1954), άρθρο 157 Π.Κ., 947 παρ.1, 1047 και 176 ΚΠολΔ  και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί και περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί  δικαίωμα   του   παρεμβαίνοντος   ή   να   αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Σ.», που εδρεύει στη Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του αιτούντος, αιτούμενο να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτά χωρίς κατάθεση και κοινοποίηση δικογράφου, με τις προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του παρεμβαίνοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά κατ άρθρο 686 παρ.6 ΚΠολΔ, η οποία είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και είναι περαιτέρω παραδεκτή και από άποψη εννόμου συμφέροντος,  εφόσον το ανωτέρω παρεμβαίνον ν.π.δ.δ. έχει έννομο συμφέρον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. γ, ζ΄ Ν. 4194/2013 σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, ενώ ειδικότερα επικαλείται ενέργειες των καθ ων που συνιστούν αντιποίηση του δικηγορικού λειτουργήματος που έλαβαν χώρα σε δικαστήριο δικαιοδοσίας του (Ειρηνοδικείο Καρλοβασίου). Περαιτέρω δε ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις και επειδή υπάγεται στην ίδια διαδικασία πρέπει να ενωθεί και να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη αίτηση λόγω της πρόδηλης συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους και της κατ` αυτόν τον τρόπο επερχόμενης διευκολύνσεως της διεξαγωγής της δίκης και μειώσεως των δικαστικών εξόδων (31 § 1 και 246 ΚΠολΔ).

 

Από την εξέταση μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του δικαστηρίου τούτου και λαμβάνονται υπόψη και εκτιμούνται κατά το λόγο της γνώσης και το μέτρο της αξιοπιστίας αυτών, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι μετ' επικλήσεως προσκομίζουν, πλην της από 21-9-2016 υπεύθυνης δηλώσεως  του του άρθρου 8 Ν. 1599/86 του δικαστικού επιμελητή Β.Α. που προσκομίζουν μετ επικλήσεως οι καθ ων, η  οποία  κατά την κρίση του Δικαστηρίου έγινε από τρίτο για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη και συνεπώς αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, μη λαμβανόμενο υπόψη ούτε στην προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων , διότι το Δικαστήριο, μπορεί να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, αλλά αυτό δεν περιλαμβάνει και μη νόμιμα ή ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και η υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, που δεν δόθηκε κατά τον τρόπο ο οποίος ορίζεται από το νόμο, εφόσον έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην μεταξύ άλλων πολιτική δίκη και δε μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Ολ ΑΠ 8/1987, ΑΠ 370/2004 Ελλ.Δ/νη 46, 1408), πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το αιτούν είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, φέρει την επωνυμία  «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Λ.»  και λειτουργεί από το έτος 1908 με την ψήφιση του Ν. ΑΤΙΖ΄/27-12-1908 (Ν. 3317/1908) περί Δικηγορικών Συλλόγων, τα μέλη του οποίου, παρέχουν  νομικές - δικαστικές και εξώδικες υπηρεσίες στους πολίτες έναντι αμοιβής. Από την άλλη πλευρά, στις 10-4- 2014 ο πρώτος των καθ ων, Κ.Β.,  ίδρυσε τη δεύτερη των καθ ων, μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης (ΜΕΠΕ), με την επωνυμία «Β.ΜΕΠΕ» και το διακριτικό τίτλο V. LTD  με έδρα τη Βουλγαρία και συγκεκριμένα την πόλη Π., με νόμιμο εκπρόσωπο τον μοναδικό εταίρο αυτής, πρώτο των καθ ων, κάτοικο Λ. Ως αντικείμενα εργασιών της εταιρίας, δυνάμει της ιδρυτικής  της πράξης ορίσθηκαν: η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η χρηματοδότηση και διαχείριση επενδυτικών σχεδίων, ο στρατηγικός σχεδιασμός στις επιχειρηματικές δράσεις-διαμεσολαβήσεις, οι εμπορικές δραστηριότητες, αγοραπωλησίες γης συμπεριλαμβανομένων γεωργικών γαιών, εκμίσθωση λοιπών ακινήτων και λοιπή νόμιμη δραστηριότητα, ενώ με την υπ αριθ. /27-06-2016 ανακοίνωση του Προέδρου του Επιμελητηρίου Λ.ς περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο της ανωτέρω εταιρίας με αριθμό ΓΕΜΗ ως αντικείμενα εργασιών αυτής περιγράφονται η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η χρηματοδότηση και διαχείριση επενδυτικών σχεδίων, ο στρατηγικός σχεδιασμός στις επιχειρηματικές δράσεις-διαμεσολαβήσεις και οι εμπορικές δραστηριότητες. Στις 27-06-2016 η δεύτερη των καθ ων ίδρυσε υποκατάστημα της αλλοδαπής εταιρίας στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Λάρισα, το οποίο εγκρίθηκε με την υπ αριθ. 2510/23-06-2016 απόφαση  του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας, διατηρούσα προς  τούτο γραφείο επί της οδού Π. αριθ. , με αντικείμενο εργασιών: υπηρεσίες παροχής επαγγελματικής και τεχνικής υποστήριξης και παροχής συμβουλών, επιχειρηματικές υπηρεσίες μεσιτείας και επαγγελματικές συμβουλές σε υπαλλήλους δημόσιου τομέα, ιδιωτικούς υπαλλήλους, ελεύθερους επαγγελματίες.  Στην υπ αριθ. /19-07-2016  βεβαίωση έναρξης εργασιών του ανωτέρω υποκαταστήματος ενώπιον της αρμόδιας Δ.Ο.Υ Λ., ως δραστηριότητες της επιχείρησης (υποκαταστήματος) καταχωρήθηκαν οι υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά θέματα, οι υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε θέματα οικονομικής διαχείρισης (εκτός θεμάτων φορολογίας νομικών προσώπων) και υπηρεσίες συμβουλών διαχείρισης από οργανωμένο γραφείο που απασχολεί μέχρι τριάντα άτομα, ενώ ως υπεύθυνη (νόμιμη εκπρόσωπος) για τη λειτουργία του υποκαταστήματος δηλώθηκε η Μ. Π. του Χ.. Πλην όμως, παρά τους προρρηθέντες καταστατικούς σκοπούς της αλλοδαπής εταιρίας και τις δηλωθείσες ενώπιον της Δ.Ο.Υ Λ. δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτής στη Λ. επί της οδού Π. αριθ. , εντούτοις, στην ιστοσελίδα αυτής εμφανίζεται και διαφημίζει ότι αποδέχεται την επιμέλεια υποθέσεων και την άσκηση εργασιών για τις οποίες αποκλειστικά αρμόδιος είναι ο δικηγόρος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, στην αρχική σελίδα (homepage) της ιστοσελίδας της δεύτερης των καθ ων (a.gr), όπως το περιεχόμενο αυτής ήταν διαμορφωμένο πριν την προσωρινή τροποποίησή του που έλαβε χώρα σε συμμόρφωση προς την από 8-9-2016 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδίκη Λάρισας, διαλαμβάνονται τα εξής: « Η εταιρία μας δραστηριοποιείται στο χώρο παροχής συμβουλών και υποστήριξης σε στρατιωτικούς και πολίτες για θέματα που αφορούν τη δημόσια διοίκηση και αναλαμβάνει τη σύνταξη όλων των εγγράφων που απαιτούνται προκειμένου να προσφύγει, αιτηθεί, υποβάλλει, παραπονεθεί κάποιος για θέματα και συναλλαγές ειδικά με τη Στρατιωτική Υπηρεσία και γενικότερα με τις Υπηρεσίες του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα.» «Ενημερώνουμε τους συνδρομητές μας σχετικά με όλους τους σε ισχύ Στρατιωτικούς Κανονισμούς (ΣΚ 20-1, ΣΚ 20-2, ΣΚ 230-3, ΣΚ 20-50 κ.α), Πάγιες Διαταγές και Διαταγές Μόνιμης Ισχύος, Γενικές Διαταγές που αφορούν Μέριμνα Υπέρ Στρατιωτικού Προσωπικού, Επιστροφές κρατήσεων και εισφορών έναντι εφάπαξ βοηθήματος συνέπεια αποστρατείας (αφορά όλο το Στρατιωτικό Προσωπικό) Μονίμων Αξιωματικών, Μονίμων Υπαξιωματικών, ΕΜΘ και ΕΠΟΠ Υπαξιωματικών, αιτήσεις πολιτών για πρόσληψη στις Ένοπλες Δυνάμεις (ΣΣΕ, ΣΙ, ΣΜΑ, ΣΣΑΣ, ΣΑΝ, ΣΝΔ, ΣΜΥ, ΣΤΥΑ,ΣΥΔ, ΣΜΥΝ, Οπλίτες Βραχείας Ανακατάταξης κ.α)». «Αναλαμβάνουμε την σύνταξη, αποστολή, εξεύρεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για δήλωση παραίτησης, δήλωση αποστρατείας, απονομή σύνταξης, απονομή εφάπαξ βοηθήματος, απονομή Βοηθήματος Επαγγελματικής Αυτοτέλειας (ΒΕΑ) στα τέκνα Στρατιωτικών». «Συμβουλεύουμε το Στρατιωτικό Προσωπικό που παραπέμπεται στις Επιτροπές Απαλλαγών καθώς και στην Ανωτάτη (Στρατού, Αεροπορίας, Ναυτικού) Υγειονομική Επιτροπή (ΑΣΥΕ, ΑΑΥΕ & ΑΝΥΕ) για την διαδικασία, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και αναλαμβάνουμε την μεταφορά του στελέχους, διεκπεραίωση, σύνταξη και υποβολή όλων των απαιτούμενων εγγράφων συνέπεια λήψης Μακράς Αναρρωτικής ʼδειας ή αποστρατείας». «Συμβουλεύουμε, παριστάμεθα και αναλαμβάνουμε την υποστήριξη στελεχών που κλητεύονται ως μάρτυρες ή ως προς διερεύνηση πρόσωπα σε ένορκες προανακρίσες, ένορκες διοικητικές εξετάσεις ή άτυπες διοικητικές εξετάσεις. Συντάσσουμε την κατά παραγγελία κατάθεση για τα παραπάνω εφόσον αυτή απαιτείται.» «Αναλαμβάνουμε την προσφυγή των πελατών μας μέσω της υποστήριξης αυτών από το συνεργαζόμενο επιστημονικό προσωπικό μας στα αρμόδια κατά τόπους Διοικητικά Εφετεία για θέματα που το αφορούν ( προσβολή Έκθεσης Ικανότητας, ακύρωση μεταθέσεων κ.α). Επίσης αναλαμβάνουμε τη σύνταξη Ενδικοφανών Προσφυγών προς την ιεραρχία για εξέταση αιτημάτων» «Τέλος συντάσσουμε τεκμηριωμένα αναφορές παραπόνων, κατ΄ εξαίρεση μετάθεσης, χορήγησης αδειών άνευ αποδοχών, ακύρωσης μετάθεσης κ.α.» «Αναλαμβάνουμε την εκπροσώπηση για υπαγωγή στελεχών και πολιτών στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869 (Νόμου Κατσέλη-Υπερχρεωμένα νοικοκυριά όπως αυτός ίσχυε αρχικά και μετέπειτα τροποποιήθηκε». «Συνεργαζόμαστε με επιστημονικό προσωπικό (δικηγόρους, φοροτεχνικούς, οικονομολόγους κ.α.)και παρέχουμε 24ωρη κάλυψη όλες τις ημέρες του χρόνου για τα παραπάνω θέματα». Περαιτέρω, στην ιστοσελίδα της καθ ης υπάρχει καταχωρημένος σύνδεσμος με τον τίτλο «ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ», όπου αναγράφονται τα εξής: « Η εταιρία μας υποστηρίζει έναντι μιας συμβολικής ετήσιας συνδρομής ποσού διακοσίων (200) ευρώ, όλα τα εγγεγραμμένα μέλη-πελάτες της σε ό,τι αφορά στην παροχή  όλων των υπηρεσιών που αναφέρονται στην αρχική σελίδα πλην της δικαστικής συνδρομή και εκπροσώπησης στα κατά τόπους Στρατοδικεία ή πολιτικά δικαστήρια καθόσον απαιτείται καταβολή παραβόλου παράστασης σε αυτές τις περιπτώσεις. Σε αυτή την περίπτωση η αμοιβή των επιστημονικών μας συνεργατών καθορίζεται σε ελάχιστα όρια κατόπιν συμφωνίας».   Οι ως άνω διαδικτυακά διαφημιζόμενες υπηρεσίες της δεύτερης των καθ ων, της οποίας μοναδικός εταίρος και εκπρόσωπος είναι ο πρώτος εξ αυτών, και δη η επ αμοιβή διενέργεια των αναλυτικά προπεριγραφόμενων διοικητικών πράξεων ενώπιον διοικητικών αρχών για λογαριασμό πολιτών, καθώς και η σύνταξη εγγράφων με έννομη ισχύ, συνιστούν επιμέλεια και προώθηση  επ αμοιβή υποθέσεων τρίτων ενώπιον διοικητικής αρχής, με την έννοια της παρακολούθησης αυτών σε κάθε στάδιο μέχρι την τελική διεκπεραίωσή τους, και ως τέτοιες συνιστούν έργο που έχει ανατεθεί αποκλειστικά στους δικηγόρους και δεν είναι επιτρεπτή η διεξαγωγή τους από πληρεξούσιο μη δικηγόρο. Και τούτο, διότι, ναι μεν επιτρέπεται κατ εξαίρεση η αυτοπρόσωπη παράσταση των πολιτών προς επιμέλεια των υποθέσεών τους ειδικώς ενώπιον των διοικητικών αρχών, όμως όσες φορές δεν παρίστανται αυτοπροσώπως αλλά ενεργούν δια πληρεξουσίου, ο τελευταίος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά μόνο δικηγόρος, σύμφωνα και με όσα προηγήθηκαν στην μείζονα της παρούσας. Ωστόσο, όπως, προέκυψε,  ο πρώτος των καθ ων, δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα, καθώς τυγχάνει απόστρατος συνταξιούχος αλλά ούτε και η δεύτερη των καθ ων συνιστά δικηγορική εταιρία, αλλά εμπορική, ως μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης και ως εκ τούτου, ουδένας εκ των καθ ων δύναται να μετέρχεται εν γένει δικηγορικής ύλης, η δε  εκ μέρους τους διαφήμιση  των ανωτέρω νομικών δραστηριοτήτων συνιστά αντιποίηση της άσκησης της δικηγορίας. Σημειώνεται δε ότι επειδή ένα υποκατάστημα δεν διαθέτει ανεξάρτητη ή χωριστή νομική προσωπικότητα από την μητρική του εταιρεία, αλλά από νομικής απόψεως, αποτελεί μέρος της μητρικής εταιρείας και  υπόκειται στο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την λειτουργία της,  το δε εύρος των νομικών συνεπειών των ενεργειών του υποκαταστήματος εξαρτάται από την νομική μορφή της μητρικής εταιρείας, στην προκειμένη περίπτωση, η δράση και η λειτουργία του υποκαταστήματος της δεύτερης των καθ ων στη Λ., το οποίο δεν έχει αυτοτελή νομική οντότητα, υποχρεωτικά διέπεται από τους ίδιους καταστατικούς σκοπούς της μητρικής εταιρίας και ως εκ τούτου εξυπακούεται ότι δε δύναται επίσης να ασκεί δικηγορικές δραστηριότητες. Ειδικότερα δε, αναφορικά με τη διαδικτυακά διαφημιζόμενη εκ μέρους των καθ ων επιμέλεια υποθέσεων ευνοϊκής ρυθμίσεως των χρεών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ν. 3869/2010) πιθανολογήθηκαν τα εξής: Ο πρώτος των καθ ων, απόστρατος συνταξιούχος, εκπρόσωπος της δεύτερης των καθ ων, αναλάμβανε τη διεκπεραίωση υποθέσεων υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, μεριμνώντας αρχικά για την ανεύρεση πελατών, μέσω και της διαδικτυακής διαφήμισης της διεξαγωγής των υποθέσεων αυτών στην ιστοσελίδα της δεύτερης των καθ ων. Όπως, προέκυψε, μεγάλο μέρος της πελατείας των καθ ων προέρχεται από τη Σ., όπου ο πρώτος των καθ ων διατηρεί κύκλο επαφών και όπου διαμένει και η κόρη αυτού, η οποία είναι ιδιωτική υπάλληλος. Τη σύνταξη των δικογράφων των αιτήσεων υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 των ως άνω πελατών του πρώτου των καθ ων υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ανέθετε αυτός σε συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, οι οποίοι δεν ανήκαν στον Δικηγορικό Σύλλογο Σ., όπως στον Κ. Π., δικηγόρο Κ., που κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ως μάρτυρας ανταπόδειξης. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο πρώτος των καθ ων παρείχε στον ανωτέρω συνεργάτη δικηγόρο τα απαραίτητα στοιχεία των φυσικών προσώπων για τη σύνταξη των αιτήσεων ή τον έφερνε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους πελάτες του για την παροχή των στοιχείων αυτών. Η νομική συνδρομή του ανωτέρω δικηγόρου εξαντλούνταν  αποκλειστικά στη σύνταξη του δικογράφου των αιτήσεων των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και  σε ορισμένες περιπτώσεις και στην παραγγελία των επιδόσεων, χωρίς να υπάρχει άλλη περαιτέρω προσωπική επαφή του με τους πελάτες του πρώτου των καθ ων και χωρίς περαιτέρω νομική συμβολή του δικηγόρου στην διεξαγωγή των υποθέσεων, αφού ουδέποτε αυτός μετέβη στη Σ. για να παρασταθεί ούτε για τη συζήτηση των προσωρινών διαταγών, ούτε για τη συζήτηση των κυρίων αιτήσεων, μάλιστα, όπως ο ίδιος δικηγόρος κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, δε γνώριζε καν ποιος δικηγόρος παρίστατο για την αναβολή ή τη συζήτηση των υποθέσεων για τις οποίες ο ίδιος είχε συντάξει τα εισαγωγικά δικόγραφα. Αντιθέτως, ο ανωτέρω δικηγόρος, αφού κατήρτιζε τις επίμαχες αιτήσεις, τις απέστελλε ταχυδρομικώς μαζικά πίσω στη Λ., στον πρώτο των καθ ων, ο οποίος συγκέντρωνε τα δικόγραφα και είτε τα μετέφερε ο ίδιος στη Σ., όπου μετέβαινε συχνά, είτε τα απέστελλε με τη σειρά του ταχυδρομικώς στην κόρη του στη Σ., προκειμένου αυτή να τα διανείμει στους πελάτες-κατοίκους Σ., οι οποίοι, υπό την καθοδήγηση τους τις κατέθεταν στα αρμόδια κατά τόπους Ειρηνοδικεία της Σάμου. Όπως, περαιτέρω, πιθανολογήθηκε, στις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις, ο πρώτος των καθ ων, αφού παρέλαβε τα κατά ανωτέρω συνταχθέντα δικόγραφα του Ν. 3869/2010 των διαφόρων φυσικών προσώπων-πελατών του, υπέγραψε θέτοντας ολογράφως το όνομά του κάτωθι των επ αυτών χειρόγραφων παραγγελιών επίδοσης προς τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή ως «πληρεξούσιος δικηγόρος», όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από το αιτούν φωτοαντίγραφα των αιτήσεων του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 με αριθ. κατάθεσης /2015, Ρ.Ο. /2015,  /2015, των υπερχρεωμένων  φυσικών προσώπων Σ. Α.,  Σ. Σ. και Σ. Χ. αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρλοβασίου. Ομοίως, στις υπ αριθ. /17-4-2015, /17-4-2015, /23-11-2015  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Β.Α., ο τελευταίος βεβαιώνει επί των εκθέσεών του ότι του δόθηκε γραπτή παραγγελία από τον «δικηγόρο Κ. Β.», (πρώτο των καθ ων)  πληρεξούσιο, στις δυο πρώτες περιπτώσεις, της Ε. Β. και στην τρίτη περίπτωση, του Σ. Α.,  να επιδώσει αντίστοιχα τις με αριθ. /2015 και /2015 αιτήσεις  του Ν. 3869/2010 προς τα αναφερόμενα στις ανωτέρω εκθέσεις πιστωτικά ιδρύματα. Ομοίως, ο ανωτέρω δικαστικός επιμελητής στην προσκομιζόμενη από το αιτούν από 13-1-2016 έκθεση επίδοσής του προς την Τράπεζα Π. Α.Ε. αναφέρει ότι ενεργεί ύστερα από τη γραπτή παραγγελία του δικηγόρου Κ. Β., πληρεξούσιου του Σ. Χ.. Τα όσα δε ισχυρίζεται ο πρώτος των καθ ων με το  έγγραφο σημείωμά του, ότι ο ανωτέρω δικαστικός επιμελητής εκ παραδρομής ανέγραψε στις προαναφερόμενες εκθέσεις επίδοσης το όνομά του ως δότη των σχετικών παραγγελιών προς επίδοση, διότι, παρασύρθηκε από το γεγονός ότι ο πρώτος των καθ ων ήταν αυτός που απέστειλε ταχυδρομικώς τον σχετικό φάκελο στον εν λόγω δικαστικό επιμελητή,  ενώ το ορθό ήταν ότι η σχετική παραγγελία δόθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κ. Κ.Π., δεν κρίνονται ουδόλως πειστικά και ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Και τούτο, διότι, δεν αντέχει στην κοινή λογική ο ισχυρισμός ότι το ίδιο «λάθος» είναι δυνατό να εμφιλοχώρησε, εκτός από όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις και στις περιπτώσεις των υπ αριθ. ./8-1-2016 και  /8-1-2016 εκθέσεων επιδόσεως και άλλης δικαστικής  επιμελήτριας και δη της Μ.Π.Α., στις οποίες, επίσης, ρητά αναγράφεται ότι οι επιδόσεις διενεργήθηκαν κατόπιν γραπτής παραγγελίας του πρώτου των καθ ων ως πληρεξουσίου δικηγόρου των  αναφερόμενων διαδίκων. Εξάλλου, ειδικά για την περίπτωση της υπ αριθ. /8-1-2016 εκθέσεως επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Μ.Π.Α. δε θα μπορούσε επουδενί να γίνει λόγος περί παραδρομής, διότι, το περιεχόμενο  αυτής ταυτίζεται πλήρως με το περιεχόμενο της χειρόγραφης παραγγελίας επί του δικογράφου της  αντίστοιχης αιτήσεως και συγκεκριμένα επί της με αριθ/2015 αιτήσεως των Σ. Σ. και Γ. Μ. υπάρχει χειρόγραφη παραγγελία για την επίδοσή της προς την Ε. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., υπογεγραμμμένη από τον πρώτο των καθ ων, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ, αντίστοιχα στην προαναφερόμενη έκθεση επίδοσης η ανωτέρω επιμελήτρια  βεβαιώνει ότι διενήργησε την επίδοση της με αριθ. /2015 αιτήσεως  προς την Ε. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., κατόπιν γραπτής παραγγελίας του δικηγόρου Κ.Β., πληρεξούσιου των Σ. Σ. και Γ. Μ., πρόκειται δηλαδή περί απολύτου αντιστοιχίας του περιεχομένου των δυο εγγράφων, με αποτέλεσμα να μη δύναται να γίνεται λόγος περί λάθους. ʼλλωστε, ο ανωτέρω  ισχυρισμός περί του υποτιθέμενου «λάθους» των δικαστικών επιμελητών δεν αναιρεί ούτε εξηγεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρώτος των καθ’ ων έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος την χειρόγραφη παραγγελία επί των δικογράφων των αιτήσεων των ανωτέρω διαδίκων (Σ.Χ., Α. Σ., Σ. Σ.), χωρίς όμως να έχει τη δικηγορική ιδιότητα, τα όσα δε ισχυρίζεται ο ίδιος με το σημείωμά του ότι ουδέποτε προέβη στη σύνταξη ή υπογραφή των εν λόγω παραγγελιών και ότι δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του στα σχετικά δικόγραφα είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτα, μη πειστικά και συνακολούθως ουσία αβάσιμα. Σημειωτέον δε ότι η παραγγελία προς επίδοση ενός δικογράφου συνιστά εξωδιαδικαστική πράξη, η οποία δύναται να γίνει μόνο από τον ίδιο τον διάδικο και όχι από τρίτο μη διάδικο και μη δικηγόρο. Εν προκειμένω δε, ο τρόπος με τον οποίο  ενεργεί ο πρώτος των καθ ων, εμφανιζόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος και  ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται και διαφημίζονται διαδικτυακά οι παρεχόμενες υπηρεσίες από τη δεύτερη των καθ ων  , είναι ικανός να διαμορφώσει  στους πολίτες την πεποίθηση ότι οι καθ ων μπορούν να τους βοηθήσουν και στην επίλυση νομικών προβλημάτων και τούτο, διότι, ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει ότι νομικές υπηρεσίες παρέχονται μόνον από ιδιώτη δικηγόρο ή από δικηγορική εταιρία. Ενόψει όλων των  ανωτέρω πιθανολογήθηκε η επ αμοιβή διενέργεια εργασιών εκ μέρους του πρώτου των καθ ων που προσιδιάζουν αποκλειστικά και μόνο στο αντικείμενο του δικηγορικού λειτουργήματος και η διαφήμιση διενέργειας δικηγορικών εργασιών από τη δεύτερη των καθ ων, κατ αντιποίηση του δικηγορικού λειτουργήματος, ενέργειες που αντίκεινται στις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων,  σύμφωνα με τις οποίες (άρθρο 9 Ν 4194/2014), όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εμφανίζεται με αυτήν και διενεργεί πράξεις που ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικηγορικού λειτουργήματος ή υπόσχεται τη διενέργεια τέτοιων πράξεων, ακόμα και εάν διορίζει για αυτό δικηγόρο της εκλογής του, τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει. Εξάλλου, οι παραπάνω διαφημιστικές ενέργειες (διατήρηση ιστοσελίδας) είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη λειτουργία της εταιρίας, καθώς χρησιμοποιούνται σε συστηματική βάση τόσο για την προβολή της δεύτερης των  καθ' ων και των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών, όσο και για την προσέλκυση πελατείας και τη διευκόλυνση της επικοινωνίας των πολιτών - εντολέων με την καθ' ης και εντέλει της ίδιας της πρόσβασης των τελευταίων στο γραφείο της. Από όλα τα ανωτέρω πιθανολογήθηκε ότι οι καθ ων  αντιποιούνται την ιδιότητα του δικηγόρου, διαφημίζοντας ότι παρέχουν νομική υποστήριξη, συγκεντρώνοντας πελατεία, δεχόμενοι πελάτες για παροχή τέτοιων υπηρεσιών, κατά τρόπο όμως ο οποίος παραπλανά το κοινό που επιζητά αποτελεσματική πρόσβαση στη Δικαιοσύνη και παροχή υπηρεσιών ικανών να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων του. Οι δε εκάστοτε συνεργαζόμενοι με την δεύτερη των καθ ων δικηγόροι, όπως προέκυψε παρέχουν δικηγορικές υπηρεσίες όχι στο νομικό πρόσωπο αυτής, αλλά σε πελάτες της καθ' ής και για λογαριασμό της. Πλην όμως, η συνεργασία της δεύτερης των καθ ων με τους εν λόγω δικηγόρους, δεν παρέχει σε αυτήν το δικαίωμα να αναλαμβάνει και να παρέχει δικηγορικές υπηρεσίες σε πολίτες, διότι, η δυνατότητα αυτή παρέχεται εκ του νόμου είτε ατομικά σε δικηγόρους είτε σε νομίμως συστημένες δικηγορικές εταιρίες. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εμπορική εταιρία που ναι μεν δεν απαγορεύεται να απασχολεί δικηγόρους με οποιοδήποτε καθεστώς (έμμισθης εντολής, πάγιας αντιμισθίας), πλην όμως αυτοί θα πρέπει να υποστηρίζουν νομικά την ίδια την εταιρία και όχι να παρέχουν νομική υποστήριξη τρίτων, πελατών αυτής, διότι με τον τρόπο αυτό ασκείται δικηγορική δραστηριότητα απαγορευμένη σε εμπορικές εταιρίες, καθώς αυτή ανατίθεται εκ του νόμου μόνον σε δικηγόρους ατομικώς ή σε νόμιμα συστημένες δικηγορικές εταιρίες. Η  κατά τα ανωτέρω συνεργασία των  δικηγόρων με την εταιρία αυτή, δεν αποτελεί αποδεκτή μορφή παροχής νομικών υπηρεσιών, όπως αυτή προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων (Αστική Επαγγελματική Δικηγορική Εταιρία) και συνιστά στην πραγματικότητα άμεση συνδρομή τους προς την δεύτερη των καθ ων για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς η μόνη αποδεκτή μορφή παροχής νομικών υπηρεσιών από νομικό πρόσωπο είναι αυτή της Αστικής Επαγγελματικής Δικηγορικής Εταιρίας, που συστήνεται και ισχύει σύμφωνα με το οριζόμενα στο άρθρο 49 του Ν. 4194/2013. ʼλλωστε, η επιμέλεια των υποθέσεων των πολιτών όχι μόνον ενώπιον των δικαστηρίων αλλά και ενώπιον των διοικητικών αρχών, αποτελεί έργο που ανήκει αποκλειστικά στους δικηγόρους, δεδομένου ότι αυτοί λόγω της ειδικής επιστημονικής και επαγγελματικής τους κατάρτισης, είναι ικανοί και κατάλληλοι προς πληρέστερη κατανόηση και ευστοχότερη διεξαγωγή των υποθέσεων ενώπιον των προαναφερθεισών αρχών. Πράγματι, οι ενέργειες των καθ ων δημιουργούν ζήτημα παραπλάνησης του κοινού και εντέλει ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας του ίδιου του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης καθώς μέρος της ύλης που μετέρχονται οι ίδιοι, προϋποθέτει την εκπροσώπηση του πολίτη ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών μέσω δικηγόρου, η παρουσία και παρέμβαση του οποίου γίνεται αντιληπτή διαχρονικά από τον ιστορικό νομοθέτη ως εχέγγυο αποτελεσματικής και σύμφωνης με το νόμο διεκπεραίωσης των εν λόγω υποθέσεων. Οι καθ ων ισχυρίζονται ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο τους παρέχει τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στο χώρο της παροχής συμβουλών σε υποθέσεις πολιτών με τη διοίκηση, όπως για παράδειγμα σε ασφαλιστικά ζητήματα ή σε σχέση με τη διαδικασία που απαιτείται για την απονομή συντάξεως, πλην όμως, όπως πιθανολογήθηκε η δραστηριότητα των καθ ων δεν περιορίζεται σε συμβουλές επί διαδικαστικών ζητημάτων των πολιτών με τη διοίκηση, αλλά επεκτείνεται και σε επ αμοιβή επιμέλεια και προώθηση  υποθέσεων πολιτών ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών, δραστηριότητα που αποτελεί  κατεξοχήν δικηγορική ύλη, σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν,  ενώ, σε κάθε περίπτωση το έργο της παροχής νομικών συμβουλών  και της νομικής επιμέλειας φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών εν γένει υποθέσεων συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που ανατίθεται αποκλειστικά σε δικηγόρους (ΑΠ 328/2001, ΕλΔνη 42, 1294). Περαιτέρω, οι καθ ων ισχυρίζονται ότι η δραστηριότητά τους είναι νόμιμη, διότι, σε διαφορετική περίπτωση δεν θα είχε προηγηθεί πιστοποίησή της από την αρμόδια φορολογική αρχή. Ωστόσο, η φορολογική αρχή δια της καταχωρίσεως των επιτηδευματιών στο μητρώο αυτής, προφανώς δε χορηγεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ούτε βεβαίως υποκαθιστά τα αρμόδια προς τούτα όργανα, η δε χορήγηση από την αρμόδια Δ.Ο.Υ των κωδικών δραστηριότητας της δεύτερης των καθ ων, όπως άνω αναλυτικά περιγράφονται, δε δύναται να λειτουργήσει ως μανδύας νομιμοποίησης άλλων δραστηριοτήτων και δη δικηγορικών, για τη διενέργεια των οποίων αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου. Οι καθ ων ισχυρίζονται, επίσης, ότι η σφράγιση του γραφείου που χρησιμοποιεί η δεύτερη των καθ ων ως έδρα του υποκαταστήματός της στη Λάρισα είναι μέτρο ιδιαιτέρως επαχθές, ιδίως για την υπεύθυνη λειτουργίας αυτού, Μαρία Πλακιά, το εισόδημα της οποίας βασίζεται αποκλειστικά στη λειτουργία αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πέραν του ότι είναι αναπόδεικτος, διότι, από την αποδεικτική διαδικασία ουδόλως πιθανολογήθηκε  ότι η δηλωθείσα ενώπιον της φορολογικής αρχής ως υπεύθυνη λειτουργίας του υποκαταστήματος στη Λ., Μ. Π., σύζυγος του πρώτου των καθ ων (βλ. το υπ αριθ. πρωτ. /2016 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Λ. που προσκομίζει ο ίδιος) είναι και η πραγματική υπεύθυνη λειτουργίας αυτού και ότι αποκομίζει το εισόδημά της από τη λειτουργία του εν λόγω υποκαταστήματος, αντιθέτως δε στην ελληνική ιστοσελίδα της δεύτερης των καθ ων, στο σημείο όπου εμφανίζονται τα στοιχεία επικοινωνίας (διεύθυνση καταστήματος στη Λ., επί της οδού Π. και τηλέφωνο), εμφανίζεται αποκλειστικά το όνομα του πρώτου των καθ ων ,  σε κάθε περίπτωση, βέβαια, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι, σύμφωνα με τη  σαφή και ρητή διατύπωση της  διάταξης του άρθρου 9 παρ.2 του  ισχύοντος Κώδικα περί Δικηγόρων, η προβλεπόμενη κύρωση για την αντιποίηση της δικηγορικής ιδιότητας, ως εν προκειμένω, είναι η σφράγιση του γραφείου του αντιποιούμενου, η οποία είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Σημειωτέον δε ότι  για τον πρώτο των  καθ ων , δε θα μπορούσε να τεθεί θέμα βλάβης του βιοπορισμού του, αφού αυτός, λόγω της ρηθείσας ιδιότητάς του ως απόστρατου συνταξιούχου, δε δύναται να ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Εφόσον, κατά τα ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι  η δεύτερη των καθ ων, αλλοδαπή μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, δια του εδώ υποκαταστήματος της, με πρόσχημα τους καταστατικούς της σκοπούς επιδίδεται κατά κύριο λόγο σε δραστηριότητες ασύμβατες με τους σκοπούς αυτούς, ήτοι επιδίδεται στις ανωτέρω παράνομες διαφημίσεις δικηγορικής ύλης και σε ενέργειες που συνιστούν αντιποίηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ενώ, αντιθέτως δεν πιθανολογήθηκε ότι ταυτόχρονα διενεργεί και άλλες σύννομες δράσεις που προάγουν και εξυπηρετούν τους προαναφερθέντες καταστατικούς σκοπούς της, αφού οι καθ ων δεν επικαλέσθηκαν ούτε απέδειξαν εκκρεμείς εμπορικές συναλλαγές με τρίτους, σύμφωνες με τους σκοπούς αυτούς, είναι αναγκαία και επιβεβλημένη η προβλεπόμενη κατά τα ανωτέρω σφράγιση του οικήματος όπου στεγάζεται το υποκατάστημά της στη Λ. επί της οδού  Π. αριθ. . Επιπρόσθετα, κρίνεται ότι πρέπει να διαταχθούν ως πρόσφορα ασφαλιστικά μέτρα και τα ακόλουθα : 1) η απαγόρευση ασκήσεως έργων για τα οποία αποκλειστικά αρμόδιοι είναι οι δικηγόροι και η παροχή κάθε μορφής νομικών και δικηγορικών υπηρεσιών σύμφωνα με τον κώδικα περί δικηγόρων, 2) η απαγόρευση διαφήμισης κάθε μορφής νομικών υπηρεσιών από τους καθ ων καθοιονδήποτε τρόπο και δη  μέσω της ιστοσελίδας που διατηρεί η δεύτερη των καθ ων και χρησιμοποιείται για την προβολή των εμπορικών δραστηριοτήτων αυτής,  τελώντας σε αναπόσπαστη σχέση με την ύπαρξη της, η οποία επιβάλλεται να διαταχθεί, ιδίως καθώς είναι αυταπόδεικτος ο άμεσος και επικείμενος κίνδυνος επέλευσης ζημίας σε βάρος του αιτούντος, αλλά και των δυνητικών εντολέων προς τους οποίους απευθύνονται οι καθ ων. Μάλιστα το συγκεκριμένο μέτρο τυγχάνει απόλυτα πρόσφορο, ενόψει του ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η λειτουργία της εν λόγω ιστοσελίδας, τελεί σε αναπόσπαστη συνοχή και εξάρτηση με τη λειτουργία του γραφείου της δεύτερης καθ' ής, διευκολύνοντας την επικοινωνία της με μεγάλο αριθμό προσώπων προς το σκοπό της παροχής προς αυτούς μεταξύ άλλων και νομικών υπηρεσιών.  Ενδεικτικά, θα πρέπει να υποχρεωθούν οι καθ ων να παύσουν να διαφημίζουν ότι αναλαμβάνουν: α) την επιμέλεια και προώθηση επ αμοιβή υποθέσεων τρίτων ενώπιον διοικητικών αρχών, β) την παροχή συμβουλών, παράσταση και υποστήριξη όσων κλητεύονται ως  μάρτυρες ή σε ένορκες προανακρίσεις, ένορκες διοικητικές εξετάσεις ή άτυπες εξετάσεις και σύνταξη της κατά παραγγελία κατάθεσης για τα ως άνω, γ) την προσφυγή των πελατών τους μέσω της υποστήριξης αυτών από το συνεργαζόμενο επιστημονικό προσωπικό τους στα αρμόδια κατά τόπους δικαστήρια και τη σύνταξη ενδικοφανών προσφυγών, δ) την παροχή υπηρεσιών σε πολίτες και εκπροσώπηση αυτών  για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, ε) την υπογραφή δικογράφων και παραγγελιών επίδοσης αυτών με υπογραφή του πρώτου των καθ ων, στ) την παροχή κάθε άλλης απαγορευόμενης εκ του νόμου συναφούς δικηγορικής νομικής εργασίας και δραστηριότητας για λογαριασμό τρίτων προσώπων. Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η οριστική απόσυρση των ρηθεισών διαφημίσεων εκ της διαδικτυακής ιστοσελίδας της δεύτερης των καθ ων και να υποχρεωθούν οι καθ ων να αναρτήσουν σε αυτή το διατακτικό της παρούσας απόφασης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, και να διαταχθούν τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ως επίσης πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και η πρόσθετη παρέμβαση του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Επιπρόσθετα πρέπει να απειληθεί κατά των καθ ων η αναφερόμενη στο διατακτικό χρηματική ποινή  και προσωπική κράτηση κατά του πρώτου των καθ ων για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους με τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος και του προσθέτως παρεμβαίνοντος  θα πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των καθ ων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 182, 180 ΚΠολΔ).