ΕιρΚρεστενών 11/2010

 

Εξώδικος συμβιβασμός - Διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως προς νπδδ χωρίς τη διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας - Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Δικαστικά προνόμια Δημοσίου - Αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής - Υπαγωγή στη ρύθμιση της εξόφλησης οφειλών σε δύο φάσεις βάσει εγκυκλίου - Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος -.

 

Ο εξώδικος συμβιβασμός δεν καταργεί τη δίκη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ένσταση ανατρεπτική, η οποία αν προταθεί και αποδειχθεί υποχρεώνει το δικαστήριο της ουσίας να ρυθμίσει το διατακτικό της απόφασής του σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού και αποφανθεί περαιτέρω ότι δεν υφίσταται αντικείμενο δίκης. Η υπαγωγή της ενάγουσας εταιρίας (προμηθεύτριας) στη ρύθμιση εξόφλησης των οφειλών του εναγομένου νπδδ (δημοσίου νοσοκομείου) βάσει εγκυκλίου του γενικού γραμματέα του ΥΥΚΑ (διαδικασία επιβεβαίωσης των οφειλών και εξόφλησής τους σε δύο φάσεις χρονικά καθορισμένες) θεωρείται ως σύναψη εξώδικου συμβιβασμού με το εναγόμενο για την ρύθμιση των εν λόγω οφειλών με τον τρόπο πληρωμής που ορίζει η εγκύκλιος. Επομένως, κατά παραδοχή της ανατρεπτικής ένστασης του εναγομένου, η αγωγή για την καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης των πληρωμών της ως άνω ρύθμισης ασκείται καταχρηστικά και απορρίπτεται λόγω έλλειψης αντικειμένου για τη συνέχιση της δίκης.

 

 

Αριθμός απόφασης 11/2010

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΡΕΣΤΕΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Δελλαπόρτα Βαρβάρα, η οποία ορίσθηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ηλείας και από τη Γραμματέα Αναγνωστοπούλου Χρυσούλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12-1-2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «ABBOTT LABORATORIES (ΕΛΛΑΣ) Α.Β.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Βασιλείου Σάσσαλου.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία« Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων», που εδρεύει στην Κρέστενα Ηλείας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον διοικητή του Γεώργιο Κολάΐτη.

 

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 72/2008, ορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας μετά από αναβολή.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΝΟΜΙΜΑ

 

 

Κατά το άρθρο 871 AK, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, ο οποίος φέρει χαρακτήρα αμφοτεροβαρούς σύμβασης και δεν απαιτείται, κατ' αρχήν, η τήρηση κάποιου ιδιαίτερου τύπου για τη σύναψη του (Καυκά, ΕνοχΔ, έκδ. Δ', κάτω απ' το αρθ. 871 αρ. 35» Γεωργιάδη-Σταθοπούλου, Αστ. Κωδ., κάτω από το ίδιο άρθρο, αρ. 17, EA 1716/1988 ΕλΔ 31.128-129) οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις φιλονικία τους ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 293 ΚΠολΔ, οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστή ή ενώπιον συμβολαιογράφου και επάγεται αυτοδικαίως την κατάργηση της δίκης. Συμβιβασμός, όμως, που έγινε κατ' άλλο τρόπο δεν επάγεται κατάργηση της δίκης, κρίνεται δε κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Από αυτές τις διατάξεις σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 361 και 871ΑΚ συνάγεται ότι ο γενόμενος χωρίς τις διατυπώσεις του πιο πάνω άρθρου 293 ΚΠολΔ συμβιβασμός και ειδικότερα ο εξώδικος συμβιβασμός δεν καταργεί τη δίκη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ένσταση ανατρεπτική, η οποία, αν προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριο της ουσίας να ρυθμίσει το διατακτικό της απόφασης του σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού και αποφανθεί περαιτέρω ότι δεν υφίσταται αντικείμενο δίκης (ΑΠ 824/1988 ΕλΔ 30. 1316, EA 1716/1988 οπ. παρ., ΕΑ 7149/1979 Αρμ. 1980 σελ. 2961).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εκθέτει ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χωρίς τη διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων προμηθείας, πώλησε στο τελευταίο τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή εμπορεύματα (ιατροφαρμακευτικό υλικό), τα οποία παρέδωσε σ' αυτό στην έδρα του. Ότι για τις πωλήσεις αυτές η ενάγουσα εξέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια. Ότι καίτοι παρήλθε προ πολλού η προθεσμία εξόφλησης του τιμήματος των εμπορευμάτων, η οποία είχε συμφωνηθεί σε 90 ημέρες από την παραλαβή των ειδών, το εναγόμενο δεν έχει καταβάλει την αξία τους, παρ' όλο που οχλήθηκε επανειλημμένα προς τούτο. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 8.067,42 ευρώ ως τίμημα πωλήσεως, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 του ΠΔ 166/2003, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

 

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για να δικάσει την υπόθεση με την προκείμενη τακτική διαδικασία, (άρθρα 14, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ), καθόσον η επίδικη διαφορά δεν ανέκυψε στα πλαίσια διοικητικής συμβάσεως αλλά αντιθέτως στα πλαίσια ιδιωτικού δικαίου, (ΔΕφΛαρ 599/2007, ΔΕφΤριπ 181/2006, αδημοσίευτες, ΔΠρΠειρ 177/2007, ΔΔίκη 2007,1175)» αφού οι επικαλούμενες συμβάσεις πωλήσεως δεν περιέχουν όρους που να δημιουργούν υπέρ του εναγομένου εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, ούτε διέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, από κανόνες διοικητικού δικαίου. Είναι δε νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, πλην του παρεπόμενου αιτήματος της κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον το εναγόμενο αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. που απολαμβάνει τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου (πρβλ. ΠολΠΠατρ 350/1995, ΑρχΝ 1996,174,175, Κεραμέας, Κονδύλης, Νικάς ΕρμΚΠολΔ άρθρο 909 αρ. 2, σ. 1723). Στηρίζεται δε, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 513 επ, 529 ΑΚ, 3, 4 του Π.Δ 166/2003 της 29.5/5-6.2003 περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεως πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΦΕΚ Α' 138/5.6.2003), 176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα είναι η επικουρική βάση της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω της επιβοηθητικής φύσεως της σχετικής αξιώσεως και ενόψει του γεγονότος ότι θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά που στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, (ΟλΑΠ 22/2003, ΕλΔνη 44, Ι26ι ΑΠ 725/2004, Νόμος, ΑΠ 222/2003, ΕλΔνη 45, 475, ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 2003,983, ΑΠ 1440/2000, ΕλΔνη 42, 730, ΕφΠειρ 3121/2003, ΠειρΝομ 2003,289, ΕφΔωδ 333/2003, Νόμος). Π ρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας, δεδομένου ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, (βλ. το με αριθμό 3144573 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ζαχάρως).

 

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και για μερικά από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και από τις ομολογίες των διαδίκων, είτε ρητές είτε στον βαθμό που συνάγονται σιωπηρά, κατά το μέτρο που δεν αρνούνται ειδικά την αλήθεια ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών των αντιδίκων του συνδυασμό με την υπόλοιπη δικονομική τους συμπεριφορά αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι εμπορική εταιρεία κατά το τυπικό σύστημα και αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας είναι, μεταξύ άλλων, η εν γένει εμπορία και διανομή παντός αντικείμενου δεκτικού συναλλαγής, ιδίως αναλώσιμου υγειονομικού υλικού, μηχανημάτων και εξοπλισμού ιατρικής, νοσηλευτικής και θεραπευτικής χρήσης, περιλαμβανομένων των φαρμάκων, φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων σε δημόσια νοσοκομεία. Περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2θθ6 έως Δεκέμβριο 2007, χωρίς τη διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο δημόσιο νοσοκομείο, κατόπιν παραγγελίας του, τα λεπτομερώς αναφερόμενα στα εκδοθέντα τιμολόγια πωλήσεως κατά μονάδα μετρήσεως, ποσότητα, τιμή μονάδος και αξία εμπορεύματα για τις ανάγκες της λειτουργίας του τελευταίου (ιατροφαρμακευτικό υλικό), τις παρακάτω ημερομηνίες, όπως αυτά περιγράφονται ακολούθως από τον πίνακα ανεξόφλητων τιμολογίων του εναγομένου:

1) 07590 ποσού 504,82 ευρώ, 2) 10599 ποσού 938,93 ευρώ, 3) 18623 ποσού 336,55 ευρώ, 4) 00914 ποσού 938,93 ευρώ, 5) 24992 ποσού 723,04, 6) 20373 ποσού 938,93 ευρώ, 7) 32043 ποσού 938,93 ευρώ, 8) 01376 ποσού - 45,69 ευρώ, 9) 00050 ποσού 260,93 ευρώ 10) 07536 ποσού 624,99 ευρώ, 11) 11169 ποσού 53,69 ευρώ, 12) 25401 ποσού 1.076,75 ευρώ, 13) 25995 ποσού 465,98 ευρώ, 14) 00872 ποσού -1.076,75 ευρώ, 15) 30815 ποσού 156,91 ευρώ, 16) 01273 ποσού - 125,52 ευρώ, 17) 59.000 ποσού 938,93 και 18) 04134 ποσού 938,93, συνολικά δε το ποσό των 8.067,42 ευρώ. Το εναγόμενο, όπως συνομολογεί έχει πράγματι παραλάβει τα προϊόντα που περιγράφονται στα επίδικα τιμολόγια και εξαιτίας αυτού του λόγου έχει συντάξει τον σχετικό πίνακα. Όμως περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι με την με αριθμό 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του ΥΥΚΑ, ρυθμίστηκε ο τρόπος εξόφλησης των μέχρι 31-12-2008 οφειλών του εναγομένου προς τις προμηθεύτριες εταιρείες και καθορίστηκε η διαδικασία επιβεβαίωσης των οφειλών και εξόφλησης τους σε δύο φάσεις εκ των οποίων η πρώτη αφορούσε στην άμεση πληρωμή των μέχρι και 30-6-2007 οφειλών και η δεύτερη στην πληρωμή σε επόμενο χρόνο των οφειλών από 1-7-2007 μέχρι 31-12-2008. Η ενάγουσα εταιρεία με την από 2-7-2009 επιστολή της υπογραφομένη από τα αρμόδια όργανα της, η οποία προσκομίζεται από το εναγόμενο, ενημερώνει το τελευταίο για τα επίδικα ανεξόφλητα τιμολόγια και ζητεί ενημέρωση από αυτό για την υπαγωγή της στην ως άνω ρύθμιση οφειλών. Στη συνέχεια, η ενάγουσα αφού ενημερώθηκε από την οικονομική υπηρεσία του εναγομένου για την διαδικασία και τα απαραίτητα πιστοποιητικά που απαιτούντο προκειμένου να τύχει της ρύθμισης αυτής, προσκόμισε στην ως άνω υπηρεσία όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά και έγγραφα που απαιτούντο και συγκεκριμένα βεβαιώσεις φορολογικής ενημερότητας, βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας και σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις των οργάνων της, (βλ. σχετικά προσκομιζόμενα έγγραφα) το εναγόμενο δια των αρμοδίων υπηρεσιών του σε υλοποίηση της άνω ρύθμισης εξέδωσε το με αριθμό 114/2009 ένταλμα πληρωμής προς την ενάγουσα εταιρεία, ποσού 6,189,56 ευρώ, που αφορούσε στην πρώτη φάση της ρύθμισης, στα παραστατικά δε με αύξοντα αριθμό από ι) έως ιό) (βλ. ανωτέρω) και το ποσό αυτό εξοφλήθηκε από το εναγόμενο, στις 31-12-2009 δια της καταβολής σε πίστωση λογαριασμού της ενάγουσας εταιρείας (βλ. σχετική απόδειξη είσπραξης από την Εθνική Τράπεζα) και αφορούσε στα μέχρι 30-6-2007 ανεξόφλητα τιμολόγια, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ρύθμισης. Τα παραπάνω δεν τα αρνείται η ενάγουσα εταιρεία. Με τον τρόπο αυτό όμως η ενάγουσα συνήψε εξώδικο συμβιβασμό με το εναγόμενο για την ρύθμιση των οφειλών αυτών, αποδεχόμενο τον τρόπο πληρωμής που ορίζει η ως άνω εγκύκλιος και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή θα πραγματοποιούταν σε δύο φάσεις, η πρώτη φάση αφορά σε οφειλές μέχρι 30-6-2007 (των οποίων και η καταβολή έγινε όπως προαναφέρθηκε) και η δεύτερη σε οφειλές από 1-7-2007 μέχρι 31-12-2008, σε επόμενο χρόνο. Συνεπώς, το ανεξόφλητο υπόλοιπο από τα επίδικα αυτά τιμολόγια ανέρχεται στο ποσό των 1.877,86 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εναγομένου θα εξοφληθεί στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της δευτέρας φάσης πληρωμών της ως άνω ρύθμισης στην οποία συμφώνησε να ενταχθεί η ενάγουσα εταιρεία και ως εκ τούτου καταρτίστηκε ολοκληρωμένη σύμβαση ρυθμίσεως των χρεών του εναγομένου προς την ενάγουσα εταιρεία, η οποία φέρει το χαρακτήρα της συμβάσεως συμβιβασμού, ενόψει του ότι τα μέρη άρχισαν να την εκπληρώνουν, όπως προαναφέρθηκε και από τον συνδυασμό των ως άνω εγγράφων προκύπτει ότι επήλθε πλήρης συμφωνία η οποία είναι ισχυρή και φέρει τα αποτελέσματα αυτά έναντι της ενάγουσας. Ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει δεκτή η προβληθείσα ανατρεπτική της αγωγής εκ μέρους του εναγομένου ένσταση του άρθρου 281AK δεδομένου ότι το δικαίωμα της ενάγουσας θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση, η οποία διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκηση του, η οποία αντιθέτως εμφανίζεται να εξέρχεται προφανώς των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος που ασκείται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ειδικώς αφού όπως προκύπτει από τα περιστατικά ο ως άνω εξώδικος συμβιβασμός έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και πριν από τη συζήτηση της στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως αντικειμένου για τη συνέχιση της δίκης, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσης, η δε δικαστική δαπάνη θα πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων κατά την διάταξη του άρθρου 179 περ. 2 ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την αγωγή για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό και αναγνωρίζει ότι μεταξύ των διαδίκων έχει συναφθεί εξώδικος συμβιβασμός, από το περιεχόμενο του οποίου συνάγεται ότι το εναγόμενο νομικό πρόσωπο οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.877,86 ευρώ στα πλαίσια της ρύθμισης των χρεών σύμφωνα με την με αριθμό 676/2-42009 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του ΥΥΚΑ.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Κρέστενα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 28/4/2010.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Βαρβάρα Δελλαπόρτα                                Χρυσ. Αναγνωστοπούλου