ΕιρΚαρλοβασίου 1/2017

 

Αναστολή κατ' άρθρο 25 ΠτΚ των ατομικών διώξεων του πτωχού. Απαράδεκτη άσκηση αγωγής κατά πτωχού λόγω μη επιτρεπτού της άσκησής της.

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΟΥ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1/2017

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΟΥ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας, Θεώνη Α. Κάδρα, Δόκιμη Ειρηνοδίκη Ικαρίας, που ορίστηκε από τον Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Σάμου Πρόεδρο Πρωτοδικών, και την Γραμματέα Χαρά Γιαννοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στο Καρλόβασι Σάμου, στις 7 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Κ., κατοίκου ………., με Α.Φ.Μ. …., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Εμμανουήλ Χιώτη του Γεωργίου, Δικηγόρο Σάμου (Α.Μ. 000040), κάτοικο Καρλοβασίου Σάμου, οδός Γοργύρας (αρ. γραμ. Δ.Σ. Σάμου: Α01115/2016).

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ε. Μ. του Α.,  κατοίκου …., με Α.Φ.Μ. …., ο οποίος  παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Βιλλαντζάκη του Εμμανουήλ, Δικηγόρο Σάμου (Α.Μ. 000052), κάτοικο Σάμου, οδός Αρχιερέως Κυρίλλου αρ. 4 (αρ. γραμ. Δ.Σ. Σάμου: Α01121/2016).

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-12-2015 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 94/18-12-2015 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ, αρχικά για τη δικάσιμο της 01-04-2016, οπότε και αναβλήθηκε λόγω αποχής του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος από τα καθήκοντά του για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου εκθέματος.

 

Στη συνέχεια, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή του και τα όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγόμενου, χωρίς να καταθέσει έγγραφες προτάσεις (άρθρο 115 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), γνωστοποίησε στο Δικαστήριο την υπ’ αρ. 16/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου περί κήρυξης του εναγομένου σε πτώχευση, αρνήθηκε την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της και  ακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Επειδή στο άρθρο 21 του Πτωχευτικού Κώδικα (ΠτΚ - Ν. 3588/2007), ορίζεται: «Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων: α. η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές)·β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές) γ. η απαίτηση εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας (ενέγγυοι πιστωτές)· δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών (πιστωτές τελευταίας σειράς). 2. Ο Πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά».

 

Επειδή η ιδιότητα του πτωχευτικού πιστωτή είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά του ως δικαιούχου πιστωτή κατά την πτωχευτική διαδικασία (βλ. Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7η έκδοση, αρ. 147 και 161, σελ. 262-263, 278-279), δηλαδή η ιδιότητα του πιστωτή ως «πτωχευτικού» υφίσταται έστω και αν αυτός δεν ζήτησε την ικανοποίηση της απαίτησής του κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, με ενάσκηση του δικαιώματος που του παρέχει η ιδιότητα του πτωχευτικού πιστωτή, αναγγέλλοντας την απαίτησή του κατά τους ορισμούς των άρθρων 89 επ. ΠτΚ. Κατά συνέπεια, ο πτωχευτικός πιστωτής υπόκειται σε όλους τους περιορισμούς του πτωχευτικού πιστωτή που απορρέουν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξάρτητα εάν συμμετάσχει ή όχι στην πτωχευτική διαδικασία.

 

Επειδή το άρθρο 25 ΠτΚ ορίζοντας: «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες», θεσπίζει μια από τις βασικές συνέπειες της πτώχευσης για τους πιστωτές, την αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων. Από τον συλλογικό χαρακτήρα της πτώχευσης που στοχεύει στη σύμμετρη ικανοποίηση όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνάγεται ότι τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών περιορίζονται, με αποτέλεσμα από την  έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, οι πτωχευτικοί πιστωτές να μην μπορούν να ασκήσουν κατά του οφειλέτη τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Αυτό δεν ισοδυναμεί με απώλεια της απαίτησης, απλώς η ενάσκησή της επιτρέπεται μόνο με τον τρόπο που προβλέπει η πτωχευτική νομοθεσία (μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, αρ. 21 παρ. 2 ΠτΚ), δηλαδή με αναγγελία της απαίτησης, η οποία τους δίνει το δικαίωμα συμμετοχής στο προϊόν της εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ ταυτοχρόνως κατά άρθρο 264 ΑΚ με την αναγγελία αυτή για επαλήθευση διακόπτεται η παραγραφή της απαίτησης (βλ. Ρόκα Ν., Στοιχεία πτωχευτικού δικαίου, 2η έκδοση, §7 ΙΑ2). Η άρση του δικαιώματος των πτωχευτικών πιστωτών για τις ατομικές τους διώξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο  (βλ. ΠΠρΘεσσαλ 6697/2012, ΔΕΕ 2012/472, ΝοΒ 2012, 1195, και υπό το προϊσχύον δίκαιο: ΑΠ 808/1990, ΕλλΔ 1991, 538, , ΕφΑΘ 8745/1991 ΕλλΔνη 34,1655) καταλαμβάνοντας όλα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο μέσα ικανοποίησης των δανειστών, μεταξύ και των οποίων και η έγερση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής κατά του οφειλέτη-πτωχού για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής του. Δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση αγωγές που τείνουν όχι στην πληρωμή ποσού, αλλά στην αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης ή διεκδίκησης πράγματος (βλ. ΕφΘεσσαλ 566/2005, ΔΕΕ 2005, 821, ΕφΑθ 3535/2004, Δνη 2006, 548). Κάθε πράξη κατά παράβαση της αναστολής αυτής είναι απολύτως άκυρη. Αγωγή, καταλαμβανόμενη από τη συνέπεια της αναστολής, που ασκείται κατά του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτη  (βλ.  Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7η έκδοση, αρ. 163 σελ. 285-286, και ΜΠρΑθ 1546/2015, ΝοΒ 2016, 576, και υπό το προϊσχύον δίκαιο: ΕφΑθ 3575/2010, ΔΕΕ 2010, 1307, ΕφΘεσσαλ 407/2008, ΔΕΕ 2008, 596, ΕφΛαρ 497/2005, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2005/419,  ΕφΑθ 8745/1991 ΕλλΔνη 34, 1655).

 

Επειδή στο άρθρο 17 ΠτΚ ορίζονται τα εξής: «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. Η πτώχευση θεωρείται ότι έχει κηρυχθεί από την έναρξη της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο. […] 3. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την Πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δικονομική συνέπεια της πτώχευσης είναι ότι ο πτωχεύσας, στις δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία, παύει καταρχήν να νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς, εκπροσωπείται δε εφεξής από τον σύνδικο (κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση), ο οποίος ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος, μόνο όμως στις δίκες που δεν καταλαμβάνονται από την ως άνω αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων (όπως σε δίκες με ενέγγυους ή ομαδικούς πιστωτές), δυνάμενος ο οφειλέτης-πτωχός μόνο κατ’ εξαίρεση να ασκήσει ένδικα βοηθήματα και μέσα υπό τους όρους του ως άνω άρθρου, δηλαδή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Ο πτωχεύσας εξακολουθεί μεν να είναι το υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της πτωχευτικής περιουσίας και το υποκείμενο των αναφερομένων στην πτωχευτική περιουσία έννομων σχέσεων, αλλά η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής περιέρχεται στο σύνδικο και για τις δικαστικές ενέργειες νομιμοποιείται ο σύνδικος παριστάμενος αυτός εκπροσωπώντας τον πτωχό στο δικαστήριο. Οι εγχειρόγραφοι πιστωτές βάσει της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων υποχρεούνται να ακολουθήσουν τη διαδικασία της πτωχεύσεως και δικαιούνται να μετάσχουν μετά την επαλήθευση των πιστώσεών τους, στη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας. Έτσι, δεν δύνανται ούτε να εναγάγουν τον σύνδικο και πολύ περισσότερο τον πτωχό ούτε να συνεχίσουν εκκρεμή δίκη (βλ. Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7η έκδοση, αρ. 139 σελ. 247-249, και αρ. 142 πλαγιαριθμ. 127, σελ. 254 και ΔΕφΑθ 731/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και υπό το προϊσχύον δίκαιο: ΑΠ 342/1994, ΔΕΕ 1995, 191, ΕφΑθ 3575/2010, ΔΕΕ 2010, 1307, ΕφΘεσσαλ 566/2005, ΔΕΕ 2005, 821, ΕφΑθ 12214/1995, ΔΕΕ/1996, 164, ΠΠρΑθ 5051/1995, ΕΕΜΠΔ/1995, 494).

 

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει κατ’ ορθή εκτίμηση ότι στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας συμφώνησε προφορικά με τον εναγόμενο, την πώληση προς αυτόν τμηματικά και με πίστωση τιμήματος τριάντα (30) ημερών, διαφόρων ειδών της εμπορίας του (ποτά και αφεψήματα), όπως αυτά περιγράφονται ανά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας, αξία, Φ.Π.Α. και συνολική τιμή στα επτά (7) συνολικά εκδοθέντα από τον ίδιο δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης με αριθμούς …/01-04-2010,  …/01-04-2010, …/03-04-2010, …/24-04-2010, …/03-05-2010, …/07-08-2010 και …/31-12-2010,  συνολικής αξίας 5.506,39€, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Ότι παρά το γεγονός ότι τα ως άνω εμπορεύματα παραδόθηκαν προσηκόντως στον εναγόμενο, ο οποίος τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα και τα χρησιμοποίησε, εκείνος έως σήμερα έχει καταβάλει το ποσό των 934,96€ και δεν έχει καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 4.751,43€, μη έχοντας έτσι εξοφλήσει τα ως άνω τιμολόγια, παρά το γεγονός ότι έχει οχληθεί προφορικώς από τον ενάγοντα πολλές φορές προς τούτο. Ενόψει των παραπάνω και δεδομένου ότι ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος ως προς την εν λόγω οφειλή του, ζητά ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό οφειλόμενο ποσό των 4.751,43€, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξεως της πίστωσης εκάστου τιμολογίου πώλησης - δελτίου αποστολής, ήτοι με το νόμιμο τόκο από την 31η ημέρα από την έκδοση του κάθε τιμολογίου πώλησης - δελτίου αποστολής, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επιπλέον ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή εισάγεται προς συζήτηση κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών (άρθρα 466 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1 α και 22 παρ.1 ΚΠολΔ), πλην όμως η άσκηση της υπό κρίση αγωγής είναι απαράδεκτη κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, παρελκουμένης της εξέτασης της νομικής και ουσιαστικής της βασιμότητας, λόγω του μη επιτρεπτού της άσκησής της. Η υπό κρίση από 13-12-2015 αγωγή του ενάγοντος, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 94/18-12-2015, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 23-12-2015 (βλ. την υπ’ αρ. 527/23-12-2015 έκθεση επίδοσης του Δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου Σάμου Β. Α.), ασκήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο ο εναγόμενος είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση βάσει της υπ’ αρ. 16/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου που προσκόμισε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου, η έως σήμερα ισχύς της οποίας δεν αμφισβητήθηκε. Ειδικότερα, η ως άνω προσκομιζόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που την εξέδωσε στις 11-04-2013, ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι ο εναγόμενος πτώχευσε, με αποτέλεσμα από την ημερομηνία αυτή να επέλθει, μεταξύ των λοιπών συνεπειών της πτώχευσης, αναστολή των εναντίον του εναγομένου-πτωχού ατομικών διώξεων των εγχειρόγραφων πτωχευτικών πιστωτών του και ο ενάγων έχοντας ατομική ενοχική απαίτηση κατά του εναγόμενου, γεννηθείσα εντός του έτους 2010 (πριν την πτώχευση του εναγόμενου), να αποκτήσει την ιδιότητα του πτωχευτικού πιστωτή. Κατά τη διάρκεια της αναστολής αυτής, ο ενάγων, παραβιάζοντας την εκ του άρθρου 25 ΠτΚ αναστολή, άσκησε την υπό κρίση αγωγή, που ως ατομικό καταδιωκτικό μέτρο κατά του ήδη πτωχού απαγορεύεται. ’λλωστε, κανένας διάδικος δεν επικαλείται, ούτε από άλλο στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει πως η απαίτηση του ενάγοντος είναι ασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ότι έχει ειδικό προνόμιο έναντι της πτώχευσης, ώστε να εξαιρείται από την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του εναγόμενου-πτωχού, και να χωρεί  έγερση αγωγής του ενάγοντος για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του  (που και πάλι, με βάση τα οριζόμενα στη μείζονα, η υπό κρίση αγωγή θα ήταν παθητικά ανομιμοποίητη, καθόσον θα έπρεπε να στρέφεται κατά του συνδίκου και όχι κατά του πτωχού). Συνεπώς, ο ενάγων ως πτωχευτικός πιστωτής, όφειλε να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τον ΠτΚ πτωχευτική διαδικασία και όχι να ασκήσει την ένδικη αγωγή, που συνιστά ατομικό καταδιωκτικό μέτρο, απαγορευόμενο από την αρχή της αναστολής.  Η αναστολή δε αυτή εξακολουθεί μέχρι σήμερα, αφού ούτε ο ενάγων επικαλείται, ούτε από άλλο στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει, ότι επακολούθησε κάποια περίπτωση, που να επιτρέπει στον εγχειρόγραφο πιστωτή, όπως είναι ο ενάγων, να προβεί σε ατομικά καταδιωκτικά μέτρα. Συνεπώς η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο ενάγων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των είκοσι ευρώ (20,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στο Καρλόβασι Σάμου, την  17η Ιανουαρίου 2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι.

 

Η ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΘΕΩΝΗ ΚΑΔΡΑ                                      ΧΑΡΑ  ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ