ΕιρΚαρλοβασίου 73/2017

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Εκούσια δικαιοδοσία - Παράσταση με δικηγόρο - Το ληξιπρόθεσμο των οφειλών προς ρύθμιση στο ν. 3869/2010 - Μη ληξιπρόθεσμες οφειλές - Εγγυητής - Επανάληψη συζήτησης -.

 

Αίτηση υπαγωγής στις ρυθμίσεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εγγυητή ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη παράστασή του. Απαιτείται παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο. Το ληξιπρόθεσμο του χρέους αποτελεί μια από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις του νόμου. Αν ο αιτών επικαλείται την ύπαρξη μόνο μη ληξιπρόθεσμων οφειλών και υποβάλει την αίτηση διαβλέποντας ότι δεν θα μπορέσει να τις καταβάλει στο μέλλον, η αίτησή του είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Αν μερικές μόνο από τις αναφερόμενες στην αίτηση οφειλές είναι ληξιπρόθεσμες, ενώ άλλες δεν είναι, πληρούται η σχετική προϋπόθεση. Το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στη συνολική ρύθμιση των οφειλών ακόμη και των μη ληξιπρόθεσμων. Απαιτείται και αρκεί η ύπαρξη μιας τουλάχιστον ληξιπρόθεσμης οφειλής του οφειλέτη. Ο εγγυητής εφόσον βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των δικών του ληξιπρόθεσμων χρεών δικαιούται να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία υπαγωγής του στον ν. 3869/2010, υπαγάγοντας στη δικαδικασία τις απαιτήσεις, στις οποίες είναι ο ίδιος μόνος πρωτοφειλέτης, αλλά και την απαίτηση για την οποία έχει εγγυηθεί και η οποία δεν έχει καταστεί ακόμα ληξιπρόθεσμη. Διαταγή επανάληψης της συζήτησης στο ακροατήριο λόγω κενών ή αμφίβολων σημείων που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Διατάχθηκε η προσκόμιση αντιγράφων των ένδικων δανειακών συμβάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί το ληξιπρόθεσμο της κάθε οφειλής, στοιχεία κρίσιμα για τον ορισμό των δόσεων της ρύθμισης για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση κ.λπ.

 

 

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

 

Αριθμός Απόφασης 73/2017

Αριθμός κατάθεσης αίτησης: ΡΟ 44/18-06-2015

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΟΥ

 

(Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας,

ν. 3869/2010, όπως ισχύει με το ν. 4161/2013)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δόκιμη Ειρηνοδίκη Ικαρίας, Θεώνη Κάδρα, που ορίστηκε με πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Σάμου Προέδρου Πρωτοδικών ως Ειρηνοδίκης Υπηρεσίας, με τη σύμπραξη της Γραμματέα Χαράς Γιαννοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στο Καρλόβασι Σάμου, στις 11 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:    

 

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ε. Β. του Ι., κατοίκου της Τ.Κ. Σ... της Δ.Ε. Μαραθοκάμπου του Δήμου Σάμου, με Α.Φ.Μ. …… η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Εμμανουήλ Χιώτη του Γεωργίου, Δικηγόρου Σάμου (Α.Μ. 40), κατοίκου Καρλοβασίου Σάμου, οδός Γοργύρας, ο οποίος κατέθεσε τις από 11-11-2016 προτάσεις και την από 14-11-2016 προσθήκη επί αυτών (αρ. γραμ. Α01517/2016 Δ.Σ.Σ.).    

 

ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, που κατέστη διάδικος μετά από τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ), ήτοι της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86, όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

ΤΟΥ ΜΕΤΕΧΟΝΤΟΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΕΓΓΥΗΤΗ που κατέστη διάδικος με τη νόμιμη κλήτευσή του (άρθρο 5 ν. 3869/2010 και άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ): Ι. Β. του Κ., κατοίκου της Τ.Κ. Σ.. της Δ.Ε. Μαραθοκάμπου του Δήμου Σάμου, με την ιδιότητά του ως εγγυητή του με αρ. 4210886424 στεγαστικού δανείου που έλαβε η αιτούσα, ο οποίος εμφανίστηκε μεν αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, πλην όμως δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο Δικηγόρο.

 

Η αιτούσα κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 17-06-2015 αίτησή της, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτήν, και έλαβε αριθμό κατάθεσης δικογράφου: ΡΟ-44/18-06-2015 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λαμβάνοντας αριθμό πινακίου ΡΟ-4, οπότε και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του. Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από την υπ αρ. 6452ΣΤ΄/26-06-2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ... και την υπ αρ. 386/29-06-2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Σάμου, ... που προσκομίζει μετ επικλήσεως η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα (κατά τους ορισμούς των άρθρων 110 παρ. 2, 122 παρ. 1, 123, 124 παρ. 1, 126 παρ. 1 α και γ, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2318/1995) και εμπρόθεσμα εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας της παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 (όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4161/2013 και πριν τις τροποποιήσεις των ν. 4336/2015 και ν. 4346/2015) τόσο στην καθ ης η αίτηση πιστώτρια τράπεζα, όσο και στον εγγυητή αντίστοιχα, καθιστώντας τους αυτοδικαίως μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, λόγω της εκ του νόμου υποχρεωτικής επίδοσης της αίτησης σε αυτούς, ανεξαρτήτως της συμμετοχής ή παρέμβασής τους σε αυτή (βλ. Κρητικός Αθ., Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016,  άρθρο 5, αρ. 3, 27-28, σελ. 199, 207 και Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., Εφαρμογή του ν. 386/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 3η έκδοση, αρ. 685-688, σελ. 319-321, βλ. και  ΕφΑθ 5847/1998, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην όμως ουδείς εξ αυτών παραστάθηκε κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συνεπώς πρέπει αμφότεροι να δικαστούν ερήμην (άρθρα 741, 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Σημειώνεται πως η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εγγυητή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη παράστασή του κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης δεδομένου ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 94 ΚΠολΔ με το άρθρο 1 άρθρο πρώτου παρ. 2 του ν. 4335/2015, από 01-01-2016 δεν επιτρέπεται παράσταση από διάδικο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να είχαν εμφανιστεί τα ανωτέρω πρόσωπα (με ιστορική ερμηνεία του άρθρου 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο έκτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στη σελ. 20 της Αιτιολογικής Έκθεσης του ίδιου νόμου και την προϊσχύουσα μορφή του άρθρου 754 παρ. 2,  271 παρ. 1 και 2, 741 ΚΠολΔ, βλ. και Κρητικός Αθ., Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016,  άρθρο 5, αρ. 48, σ. 212 και Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 3η έκδοση, αρ. 696-697, σσ. 324-325).

 

 

ΕΠΕΙΔΗ η αίτηση υπαγωγής στο ν. 3869/2010 είναι νόμιμη, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, εάν υποβάλλεται από φυσικό πρόσωπο μη έμπορο που επικαλείται ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του. Προϋπόθεση για να υπαχθεί στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου ο οφειλέτη είναι να έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει κατ άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης (βλ. Κρητικός Αθ., ό.π., άρθρο 1, αρ. 18, σ. 44, Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 291, σ. 151). Η αδυναμία αυτή του οφειλέτη προς πληρωμή πρέπει, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών της (μονιμότητα, γενικότητα, χρηματικές οφειλές, άνευ δόλου), να συνίσταται σε μη εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρεών.  Το ληξιπρόθεσμο του χρέους αποτελεί μια από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις του νόμου. Ληξιπρόθεσμη είναι η οφειλή όταν έχει αφενός γεννηθεί και αφετέρου έχει επέλθει ο χρόνος εκπλήρωσης της (οπότε είναι απαιτητή-επιδιώξιμη από τον δανειστή), που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 323 και 324 ΑΚ (βλ. Κρητικός Αθ., ό.π., άρθρο 1, αρ. 25, σ. 46, Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 279-280, σ. 148 και Γεωργιάδη Απ.-Σταθόπουλο Μ., κατ άρθ. ΕρμΑΚ στα άρθρα 323, 324 αρ. 1 και 340 αρ. 7 και σχετικά με το ληξιπρόθεσμο σε: ΜΠρΚαβαλ 563/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΕιρΧαλανδ 39/2012, ΕλλΔνη 2013/242 με σημείωση Αθ. Κρητικού σσ. 246-248). Εάν ο αιτών επικαλείται την ύπαρξη μόνο μη ληξιπρόθεσμων οφειλών και υποβάλλει την αίτηση διαβλέποντας ότι δεν θα μπορέσει να τις καταβάλει στο μέλλον, η αίτηση του είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη και ειδικότερα ως προώρως υποβαλλόμενη (βλ. ΕιρΚορινθ 121/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕιρΑλμωπ 59/2010). Αν όμως μερικές μόνο από τις αναφερόμενες στην αίτηση οφειλές είναι ληξιπρόθεσμες, ενώ άλλες δεν είναι, πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη, διότι το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει, λόγω της αδυναμίας εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων, στη συνολική ρύθμιση των οφειλών, ακόμη και αυτών των οποίων δεν έληξε η προθεσμία εκπλήρωσης, καθώς οι τελευταίες αυτές οφειλές θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία που έχουν στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (άρθρο 6 παρ. 3 in finem του ν. 38690/2010). Απαιτείται και αρκεί η ύπαρξη μιας τουλάχιστον ληξιπρόθεσμης οφειλής του οφειλέτη (βλ. Κρητικός Αθ., ό.π., άρθρο 1, αρ. 25, σ. 46, Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 281, 287, σ. 149-150). Αν δεν υπάρχει έστω μια ληξιπρόθεσμη απαίτηση, ακόμα και εάν ο οφειλέτης δε δύναται να καλύψει με πληρωμή τις οφειλές του, δεν πληρούται η προϋπόθεση για αδυναμία πληρωμών (βλ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ευ., Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το Ν. 3869/2010, Αρμ2010, σ. 1482). Κρίσιμος χρόνος της συνδρομής της αδυναμίας πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης, κατάσταση (αδυναμία) που πρέπει να διατηρηθεί μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο (βλ. Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 289-290, σ. 151). Η κατά πλάσμα του νόμου (άρθρο 6 παρ. 3) θεώρηση των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων ως ληξιπρόθεσμων διαφέρει από τα ληξιπρόθεσμα χρέη του οφειλέτη κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, οπότε πρόκειται να αρχίσει η διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τουλάχιστον ληξιπρόθεσμου χρέους. Ο οφειλέτης πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ήδη ληξιπρόθεσμων οφειλών, και όχι μη ληξιπρόθεσμων οφειλών που θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ως ληξιπρόθεσμες λόγω κοινοποίησης της αίτησης από τον οφειλέτη στους πιστωτές του (βλ. Κρητικός Αθ., ό.π., άρθρο 6, αρ. 84, σ. 280).

 

 

ΕΠΕΙΔΗ στη διαδικασία του ν. 3869/2010 δύναται να υπαχθεί και χρέος από σύμβαση εγγύησης τόσο για την προστασία των πιστωτών, όσο και του οφειλέτη, στα πλαίσια της συλλογικής διευθέτησης της κατάστασης των οφειλών του. Αν ο οφειλέτης δεν εντάξει και την εγγύηση, ο δανειστής θα μπορεί να κινηθεί κατά της περιουσίας του οφειλέτη και να διαταράξει τη διαδικασία ρύθμισης σε βάρος των πιστωτών που έχουν ενταχθεί. Και ο οφειλέτης προστατεύεται από την ένταξη της εγγύησης, ανεξαρτήτως αν ο πρωτοφειλέτης καταβάλει, καθώς το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3869/ 2010 αναφέρεται σε άπαξ απαλλαγή. Αν ο οφειλέτης-εγγυητής δεν εντάξει και αυτήν την απαίτηση στη διαδικασία και ο πρωτοφειλέτης κάποια στιγμή σταματήσει την ικανοποίηση του πιστωτή, ο τελευταίος θα κινήσει τη διαδικασία ικανοποίησής του κατά του εγγυητή, χωρίς ο τελευταίος να μπορεί να εντάξει πλέον την εγγύηση σε κάποια διαδικασία (βλ. Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 1725, σ. 739). Έτσι, γίνεται δεκτό ότι ο εγγυητής εφόσον βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των δικών του (ληξιπρόθεσμων χρεών), τότε ανεξαρτήτως της κατάστασης του πρωτοφειλέτη και της επιθυμίας του να υπαχθεί στη διαδικασία (ανεξαρτήτως δηλαδή εάν καταβάλλει ο πρωτοφειλέτης), ο εγγυητής δικαιούται να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία υπαγωγής του στο ν. 3869/ 2010, υπαγάγοντας στη διαδικασία τις απαιτήσεις, στις οποίες είναι ο ίδιος μόνος πρωτοφειλέτης, αλλά και την απαίτηση για την οποία έχει εγγυηθεί και η οποία δεν έχει καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμη (βλ. ΜΠρΚαβαλ 563/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕιρΑθ 182/2012, ΧρΙδΔ 2012/444, ΕιρΘηβ 17/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αν έχει επέλθει μόνιμη αδυναμία πληρωμών για τα λοιπά χρέη του οφειλέτη-εγγυητή, η απαίτηση από τη σύμβαση εγγύησης, ακόμη και εάν δεν είναι ληξιπρόθεσμη, αντιμετωπίζεται κατά το άρθρο 6 παρ. 3 in finem του ν. 3869/2010 ως ληξιπρόσθεσμη και εντάσσεται και αυτή στη ρύθμιση του νόμου (βλ. Κρητικός Αθ., ό.π., άρθρο 1, αρ. 23-24, σ. 46, Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π.,  αρ. 1726, σ. 739).

 

 

ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του άρθρου δεύτερου του ν. 4335/2015, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Από την διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης και με την οποία θεσπίζεται απόκλιση από το σύστημα της συζητήσεως που καθιερώνεται με το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να διατάξει αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο της κυριαρχικής του εξουσίας (βλ. αναλογικά στην ΑΠ 1076/1992 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, ώστε να προσκομιστούν στην κατ επανάληψη συζήτηση έγγραφα από τα οποία δύναται να καλύψει τα υπάρχοντα κενά ή τα αμφίβολα σημεία και να οδηγηθεί σε ασφαλέστερα συμπεράσματα (βλ. ΕφΑθ 508/1985 Δ 16, 4-25), ακόμη και να διατάξει την προσαγωγή εκείνων των εγγράφων που επικαλούνται, αλλά δεν τα προσκομίζουν οι διάδικοι (βλ. ΑΠ 197/2001 και ΕφΘεσ 1043/1994 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή που επαναλαμβάνεται θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης (βλ. ΟλΑΠ 30/1997, ΕφΘεσσαλ 2295/2000, ΕιρΑθ 88/2012 και ΕιρΡοδ 19/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται εξάλλου, ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται κατ άρθρο 741 ΚΠολΔ και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (βλ. ΕφΑθ 7575/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπου ισχύει μεν το ανακριτικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 744 ΚΠολΔ, σχετικά με τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας των γεγονότων, σε συνδυασμό με το σύστημα ελεύθερης απόδειξης, σύμφωνα με το άρθρο 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, σχετικά με τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αυτεπαγγέλτως αποδείξεις, εντούτοις η ευρεία εξουσία του Δικαστηρίου που καθιερώνεται με τις ως άνω διατάξεις στην διαδικασία αυτή κατά την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που τίθενται υπόψη του δεν σημαίνει ότι μπορεί να παραβλέψει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των διαδίκων σε ακρόαση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του σε αποδεικτικό υλικό που αναζήτησε αυτεπαγγέλτως, εάν δεν έχει προηγουμένως δώσει τη δυνατότητα σε όλα τα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία να πληροφορηθούν τα αποδεικτικά μέσα αυτά και να διατυπώσουν την άποψή τους για τη βασιμότητά τους ή να προβάλλουν την εναντίωσή τους με άλλα γεγονότα ή να προσκομίσουν ανταποδείξεις (βλ. Απαλαγάκη Χ., Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 744, αρ. 2 και άρθρο 759, αρ. 2 και εφαρμογή των ως άνω σε: ΕιρΚορινθ 258/2016, ΕιρΘεσσαλ 3394/2016, ΕιρΡοδ 19/2012, ΕιρΑθ 88/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚρωπ 20/2014, ΕιρΧαλανδ 25,23/2013, ΕιρΧαλανδ 42-41/2012 σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

 

Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής, άνευ υπαιτιότητάς της, των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την καθ ης πιστώτρια τράπεζα, τις οποίες αναφέρει αναλυτικά, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα στην κατάσταση που περιλαμβάνει στην αίτησή της, ζητά αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά της, η οικογενειακή και περιουσιακή της κατάσταση, που αναλυτικά εκθέτει, να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της ή όπως αυτό τροποποιηθεί, ώστε να αποκτήσει ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, επικουρικά δε σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού, ζητά κατ εκτίμηση, να διαταχθεί η δικαστική ρύθμιση των χρεών της σύμφωνα με το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της (πρόκειται για ένα σχέδιο ρύθμισης για όλη τη διαδικασία με αίτημα δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά δικαστικής ρύθμισης), ήτοι να διαταχθούν μηδενικές καταβολές για τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και 173 μηνιαίες καταβολές ύψους 46,83 για τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου αυτού, καθώς και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της που ανήκει στην πλήρη κυριότητά της, έχει εμβαδό 58,00 τ.μ. και βρίσκεται σε οικόπεδο εμβαδού 30,00  τ.μ. εντός του οικισμού Σ……. της Δ.Ε. Μαραθοκάμπου του Δήμου Σάμου, ενώ τέλος ζητά να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Η υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή παραδεκτά, κατ άρθρο 745 ΚΠολΔ, συμπληρώθηκε (επικαιροποιήθηκε) με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της αιτούσας στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και στις προτάσεις της αιτούσας (βλ. περί του παραδεκτού της διόρθωσης αυτής στην εκουσία δικαιοδοσία: Κρητικός Αθ., ό.π.,  άρθρο 4, σ. 191-192 και Βενιέρης Ιακ. Κατσάς Θεοδ., ό.π., αρ. 474, σ. 232-233 και σε ΕιρΜασσητ 78/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε με τις τροποποιήσεις του ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α΄ 143/14-06-2013), εφόσον η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου και πριν την έναρξη ισχύος των ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄ 94/14-08-2015) και ν. 4346/2015 (ΦΕΚ Α΄ 152/20-11-2015), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας, το οποίο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 3 του ν. 3869/2010 και 741 επ. ΚΠολΔ), εφόσον: α) έχει λάβει χώρα εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της καθ ης πιστώτριας τράπεζας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ επικλήσεως με αριθμό 6452ΣΤ΄/26-06-2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρίας Παπατρέχα-Αρσλανίδη  και β) απέτυχε ο (προ)δικαστικός συμβιβασμός των μερών, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της από την καθ ης πιστώτρια, όπως βεβαιώνεται στην υπ αρ. 44/16-10-2015 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Σάμου, Κωνσταντίνας Πανταζοπούλου. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε, κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο παρόν Δικαστήριο ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί προγενέστερα απόφαση για ρύθμιση των οφειλών της με μερική απαλλαγή από αυτές, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως προκύπτει από το σχετικό έλεγχο στο αρχείο του παρόντος Δικαστηρίου και στο Γενικό Αρχείο του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3869/2010 (βλ. το υπ αρ. 20/14-11-2016 και 1015/30-11-2016 πιστοποιητικό της γραμματείας του Ειρηνοδικείου αυτού και βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών αντίστοιχα). Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση είναι αρκούντως ορισμένη διαλαμβάνοντας με πληρότητα όλα τα κατ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 απαιτούμενα στοιχεία και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8 και 9 του ν. 3869/2010, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4161/2013, εφόσον τα εκτιθέμενα σ αυτή περιστατικά πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, καθώς αναφέρεται πως πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενου πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της οποίας δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Πλην, όμως, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο το αίτημα επικύρωσης του υποβαλλόμενου σχεδίου διευθέτησης οφειλών της αιτούσας, διότι η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης, ως υποβλήθηκε ή τροποποιήθηκε από τους διαδίκους, δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων σε περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Κατ ακολουθίαν, η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.      

 

 

Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου του μάρτυρα της αιτούσας και υιού της, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, που εκτιμάται κατά το μέτρο της αξιοπιστίας της, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395, 741 και 744 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρα 336 παρ. 4 και 741 ΚΠολΔ), τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως και από όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα έχει γεννηθεί το 1948, διάγουσα σήμερα το 69ο έτος της ηλικίας της και είναι χήρα από τις 15-02-2001, οπότε αποβίωσε ο σύζυγός της Κ. Β. του Π.. Από το γάμο τους αυτό, απέκτησαν δύο ενήλικα σήμερα τέκνα, τον Π, ηλικίας σήμερα 49 ετών και τον Ι, ηλικίας σήμερα 39 ετών, που έχουν οικονομική αυτοτέλεια από την αιτούσα. Ο μεγαλύτερος υιός της είναι παντρεμένος από το 1993, ενώ ο μικρότερος είναι άγαμος και φιλοξενείται από την αιτούσα στην ιδιόκτητη διώροφη οικία της, εμβαδού 58 τ.μ. στα Σ  .. της Τ.Κ. Σ…….. της Δ.Ε. Μαραθοκάμπου, που αποτελεί την κύρια κατοικία της. Η αιτούσα τόσο κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, όσο και κατά τη συζήτηση αυτής λάμβανε σύνταξη γήρατος από τον Ο.Γ.Α. ποσού 530,00 μηνιαίως κατά μέσο όρο (βλ. το από 27-11-2015 ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων και το φωτοαντίγραφο της κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού που τηρεί στην Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.), ποσό που αποτελεί το κύριο εισόδημά της. Τα μικρού ύψους ετήσια μισθώματα που φαίνεται να λαμβάνει από εκμίσθωση αγροτεμαχίων της (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα: φορ. έτους 2015 ποσό  30, φορ. έτος και οικ. έτος 2014 ποσό 28,50, οικ. έτος 2012 ποσό 306,98 και οικ. έτη 2011 έως 2009 ποσού 230,19) δε λαμβάνονται υπόψη, διότι όπως κατέθεσε ο μάρτυρας και υιός της επρόκειτο για εικονικές μισθώσεις. ʼλλες πηγές εισοδημάτων δεν αποδείχθηκε ότι έχει η αιτούσα, καθώς ούτε αξιόλογα ποσά καταθέσεων προκύπτει να έχει (βλ. τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα όπου το ύψος των δηλωθέντων τόκων είναι από ανύπαρκτο μέχρι αμελητέο), ούτε εισοδήματα από τα ακίνητα και τα αγροτεμάχια που αναλυτικά περιγράφει στην αίτησή της, τα οποία της ανήκουν κατά κυριότητα, ενώ και η οικονομική συνδρομή που λάμβανε από τον υιό της, Ι, που συνίστατο στην πληρωμή των δόσεων των δανείων στα οποία ενέχεται η αιτούσα (βλ. σελ. 10 της αίτησης: «τα παραπάνω δάνεια εξυπηρετούνταν πάντοτε από το μισθό του υιού μου Ιπποκράτη»), δεν είναι πλέον εφικτή λόγω των μειώσεων που έχει υποστεί στο μισθό που λαμβάνει ο υιός της ως στρατιωτικός, που ανέρχεται μηνιαίως στο καθαρό ποσό των 1.117,83 (βλ. φύλλο μισθοδοσίας Νοεμβρίου 2016), σε συνδυασμό με τις δικές του οφειλές από τραπεζικά προϊόντα, για τις οποίες υπέβαλε μεν την υπ αρ. ΡΟ-100/2014 αίτηση υπαγωγής του στο ρυθμιστικό πεδίου του ν. 3869/2010 πλην, όμως, με την υπ αρ. 55/21-07-2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου απορρίφθηκε.

 

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, χορηγήθηκαν από την καθ ης στην αιτούσα δύο τραπεζικά προϊόντα για τα οποία χορηγήθηκε εμπράγματη εξασφάλιση στην καθ ης (προσημείωση υποθήκης).  Συγκεκριμένα, η αιτούσα συμβλήθηκε 1) ως εγγυήτρια στη με αρ. ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου που ανέλαβε ως πρωτοφειλέτης ο μικρότερος υιός της, Ι, η συνολική οφειλή της οποίας ανερχόταν στις 26-06-2015 (ημερ. επίδοσης της αίτησης) στο ποσό των 19.507,95 (αντιστοιχώντας σε κεφάλαιο 18.901,15, τόκους 545,32, έξοδα 0,00), καθώς και 2) ως πρωτοφειλέτης στη με αρ. ... και αρ. λογαριασμού ... σύμβαση στεγαστικού δανείου, για την οποία  εγγυήθηκε ο μικρότερος υιός της, Ι, η συνολική οφειλή της οποίας ανερχόταν στις 26-06-2015 (ημερ. επίδοσης της αίτησης) στο ποσό των 16.255,67 (αντιστοιχώντας σε κεφάλαιο 16.153,47, τόκους 57,08, έξοδα 27,58). Όμως, από τη μελέτη του προσκομισθέντος υλικού του φακέλου της αιτούσας δεν προκύπτει εάν τα ως άνω φερόμενα προς ρύθμιση δάνεια έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά από την καθ ης πιστώτρια τράπεζα κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ληξιπρόθεσμου τουλάχιστον μιας απαίτησης της καθ ης κατά της αιτούσας από τις ένδικες δανειακές συμβάσεις, ώστε να μπορεί να διαπιστώσει εάν συντρέχει πράγματι αδυναμία πληρωμής στο πρόσωπο της αιτούσας, διότι κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας το ληξιπρόθεσμο τουλάχιστον ενός χρέους κατά το χρόνο της κατάθεσης της αίτησης είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό της έννοιας της αδυναμίας πληρωμής του οφειλέτη, ήτοι προϋπόθεση για την υπαγωγή του στο ν. 3869/2010. Από την επισκόπηση της από 15-01-2016 αναλυτικής κατάστασης οφειλών που εξέδωσε η καθ ης πιστώτρια για τις οφειλές της αιτούσας, στην οποία οι ένδικες συμβάσεις εμφανίζονται κατά το κρίσιμο χρόνο όχι μόνο ενεργές (και όχι καταγγελμένες ή σε προσωρινή έστω καθυστέρηση), αλλά και έχουσες μικρό ύψος συσσωρευμένων τόκων υπερημερίας (βλ. σχετικά με τους τόκους ως ένδειξη του ληξιπρόθεσμου σε ΜΠρΚορ 187/2014 σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΜΠρΚαβαλ 563/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δημιουργούνται αμφιβολίες στο Δικαστήριο για το εάν υπήρχαν πράγματι ληξιπρόθεσμες οφειλές της αιτούσας είτε από τη σύμβαση στην οποία συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης είτε από τη σύμβαση που συμβλήθηκε ως εγγυήτρια. Έτσι, η μη προσκόμιση αφενός αντιγράφων των ένδικων αυτών δανειακών συμβάσεων, από τα οποία θα προέκυπτε εάν στη σύμβαση το ληξιπρόθεσμο της κάθε οφειλής είχε εξαρτηθεί από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας ή όχι, καθώς και ποιος ήταν ο χρόνος εκπλήρωσης κάθε δόσης, και αφετέρου η μη προσκόμιση έγγραφης καταγγελίας των συμβάσεων αυτών ή εξώδικων οχλήσεων προς την αιτούσα καλώντας την να καταβάλει ληξιπρόθεσμες δόσεις δημιουργεί αδυναμία στο Δικαστήριο να εξακριβώσει εάν οι συγκεκριμένες οφειλές είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησης.

 

Πέραν τούτων, για λόγους οικονομίας της δίκης, στην περίπτωση που κριθεί πως η αιτούσα υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3869/2010 διαπιστώνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι από το υπάρχον υλικό του φακέλου ελλείπουν επίσης στοιχεία κρίσιμα για τον ορισμό των δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 σχετικά με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, καθώς και για την κρίση περί ύπαρξης ή όχι «ρευστοποιήσιμης» περιουσίας της αιτούσας κατ άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, παρόλο που η αιτούσα δηλώνει, όπως προεκτέθηκε, ότι οι απαιτήσεις της καθ ης και από τα δύο ένδικα δάνεια είναι ασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωσης υποθήκης), εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει σε ποιο ακίνητο της αιτούσας έχουν εγγραφεί οι εν λόγω προσημειώσεις, ήτοι εάν έχουν εγγραφεί στο ακίνητο της κύριας κατοικίας της ή σε άλλο ιδιοκτησίας της ή σε ακίνητο τρίτου, καθώς και ποια η σειρά εγγραφής τους στην περίπτωση που έχουν εγγραφεί στο ίδιο ακίνητο. Επίσης, αμφιβολίες δημιουργούνται ως προς την αξία των αγροτεμαχίων πλήρους κυριότητας της αιτούσας, δεκατριών στον αριθμό, που περιγράφονται επαρκώς στην αίτηση και περιλαμβάνονται στο προσκομισθέν έντυπο Ε9 του έτους 2016, διότι τα περισσότερα από αυτά (οκτώ) είναι ελαιοχώραφα άνω των 2 στρεμμάτων έκαστο, και άρα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας εκμεταλλεύσιμα με παραγωγική αξιοποίησή τους (καλλιέργεια και συγκομιδή καρπού) που δύναται να προκαλέσει είτε αγοραστικό ενδιαφέρον είτε ενδιαφέρον μίσθωσή τους από όμορους ιδιοκτήτες ή και άλλους παραγωγούς λαδιού της ευρύτερης περιοχής για αύξηση της παραγωγής τους. Η κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας περί μηδαμινής αξίας όλων των αγροτεμαχίων λόγω καταστροφής τους από πυρκαγιά το 2002 δεν κρίνεται πειστική, διότι ο ίδιος μάρτυρας στη συνέχεια καταθέτει πως παράγουν λάδι από τα αγροτεμάχια αυτά για τις ανάγκες της οικογένειάς τους ποσότητας 30-40 κιλά.  Έτσι, λόγω των προαναφερθέντων ελλείψεων το Δικαστήριο αφενός αδυνατεί να ορίσει την προνομιακή ικανοποίηση των απαιτήσεων της καθ ης για τις δόσεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, αφού δεν είναι γνωστό ποια εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση προηγείται χρονικά και σε ποιο ακίνητο έχει εγγραφεί η κάθε προσημείωση υποθήκης, και αφετέρου αδυνατεί να εκτιμήσει την αξία των αγροτεμαχίων, πλήρους κυριότητας της αιτούσας, προκειμένου να αποφανθεί εάν είναι ρευστοποιήσιμα (με εκποίηση ή εκμίσθωσή τους) ή όχι.

 

Κατ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να συμπληρωθούν οι αποδείξεις και να διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 759 παρ. 3 σε συνδυασμό με 254 του ΚΠολΔ κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, προκειμένου να προσκομισθούν από τον επιμελέστερο διάδικο: α) αντίγραφα της υπ αρ. ... σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε η αιτούσα με την καθ ης ως εγγυήτρια και της υπ αρ. ... και με αρ. λογαριασμού ... σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε η αιτούσα ως πρωτοφειλέτης, β) απόσπασμα των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της καθ ης για τις δύο ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, από το οποίο να προκύπτει η αναλυτική κίνηση των δανειακών αυτών συμβάσεων, καθώς και το τυχόν υφιστάμενο κατά τον Ιούνιο του έτους 2015 ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των συμβάσεων αυτών, γ) πιστοποιητικό βαρών της κύριας κατοικίας της αιτούσας, από το οποίο να προκύπτει η σειρά εγγραφής των προσημειώσεων υποθήκης για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της καθ ης πιστώτριας και δ) πρόσφορα αποδεικτικά μέσα που να αποδεικνύουν την αξία των δεκατριών αγροτεμαχίων που έχει στην πλήρη κυριότητά της η αιτούσα, τα οποία περιγράφονται στην υπό κρίση αίτηση, όπως ένορκες βεβαιώσεις ή εκθέσεις εκτίμησης διαφόρων εκτιμητών (π.χ. μεσιτών, τοπογράφων μηχανικών) βάσει της υφιστάμενης κατάστασης των αγροτεμαχίων αυτών και της ζήτησης στην κάθε περιοχή  ή και άλλα έγγραφα από τα οποία θα προκύπτει η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να διαμορφώσει γνώμη για την αξία τους και αν είναι πρόσφορη η εκποίηση τους ή η εκμίσθωσή τους για την ικανοποίηση της καθ ης πιστώτριας. Η έλλειψη των ως άνω εγγράφων, δημιουργεί αμφιβολίες που καθιστούν ανέφικτη τη διαμόρφωση κρίσεως και το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί των ως άνω βασικών θεμάτων της προκείμενης υπόθεσης.

 

Κατ ακολουθία των ανωτέρω,  πρέπει να διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης της παρούσας υπόθεσης κατ άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να συμπληρωθούν οι επισημανθείσες ελλείψεις του αποδεικτικού υλικού με προσκόμιση από τον επιμελέστερο διάδικο των ως άνω αναφερόμενων εγγράφων. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ ης πιστώτριας και του εγγυητή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

 

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης, προκειμένου να προσκομιστούν από τον επιμελέστερο διάδικο τα διαδικαστικά έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στο Καρλόβασι Σάμου, στις 16 Οκτωβρίου 2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΘΕΩΝΗ ΚΑΔΡΑ                                      ΧΑΡΑ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ