ΕιρΙλίου 398/2016

 

Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά - Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Ενταξη ασφαλιστικών οργανισμών στον Ν. 3869/2010 - Συνταγματικότητα ρύθμισης - Χρέη προς ΙΚΑ - Ποινικό αδίκημα -.

 

Υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς. Συνταγματική η ένταξη των ασφαλιστικών οργανισμών στον Ν. 3869/2010. Δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα η οφειλή προς ΙΚΑ όταν είναι κατά κεφάλαιο μικρότερη των 10.000,00 ευρώ και εντάσσεται κανονικά στην ρύθμιση. Δέχεται την αίτηση.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΡΙΘΜΟΣ 398/2016

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΙΛΙΟΥ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ-ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ)

 

Συγκροτήθηκε από τον δόκιμο Ειρηνοδίκη Νεκτάριο Παπακοσμόπουλο και από τη Γραμματέα Σοφία Τσιμή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 5η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας την αίτηση μεταξύ των:

 

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αθανάσιου Καβουρίνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (Π0230228/3-10-2016 ΔΣΑ).

 

ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΩΝ, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους (άρθρα 5 ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παραστάθηκαν ως εξής: 1. Η Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος αριθμό 8 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παπαδάκη Αντωνίας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (Π0236049/5-10-2016 ΔΣΑ), 2. Η Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου αριθμός 40 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3. Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ» (Ο.Α.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αριθμός 22 και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Καραδήμα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (Π0232402/4-10-2016 ΔΣΑ) και 4. Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αγίου Κωνσταντίνου αριθμός 8 και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Αντωνόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (ΑΤΕΛΩΣ).

 

Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.12.2015 αίτηση του, όπως αυτή νομίμως συμπληρώθηκε τόσο προφορικά στο ακροατήριο όσο και με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1326/2015.

 

Για τη συζήτηση της αίτησης ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά της εγγραφής της σε αυτό και ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά στην οποία οι διάδικοι, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα διαλαμβάνονται στα πρακτικά συζητήσεως της υποθέσεως και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τη με αριθμό 106995/7.1.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ..., που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 5.10.2016, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη των καθ' ων, η οποία όμως δεν εμφανίστηκε, συνεπώς θα δικαστεί ερήμην. Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση του ν. 4336/2015, ορίζεται ότι: «1. Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από τα χρέη του, όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 επιτρέπεται μόνο μία φορά. Απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος κατά τον παρόντα νόμο. 2. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εμπίπτει το σύνολο των οφειλών των προσώπων της παραγράφου 1 προς τους ιδιώτες. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου περιλαμβάνονται επίσης: α) οι βεβαιωμένες οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β) οι βεβαιωμένες οφειλές προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' και β' βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών που προκύπτουν από εισφορά σε χρήμα ή τη μετατροπή εισφοράς γης σε χρήμα των προς ένταξη ή και των ήδη ενταγμένων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με το ν. 1337/1983 από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α', β' και γ' πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές. 3. Στη διαδικασία ρύθμισης του νόμου δύνανται να υπαχθούν οφειλές του εδαφίου β' της παραγράφου 2 οι οποίες: α) έχουν γεννηθεί ένα έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης και β) βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή και του δικογράφου οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης αίτησης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου κατά τον παρόντα νόμο, εφόσον οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου δύνανται κατ' επιλογήν του οφειλέτη να υπαχθούν επίσης οι οφειλές του, οι οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αιτήσεως του οφειλέτη για την υπαγωγή στη διαδικασία του παρόντος νόμου, τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία είναι σε ισχύ. 4. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οφειλές, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, είτε γ) συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, είτε δ) αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Ο περιορισμός του εδαφίου α' στοιχείο α' δεν ισχύει όσον αφορά τις οφειλές του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.». Ακολούθως, στις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του ίδιου νόμου, γίνεται αναφορά στη διαδικασία συμβιβασμού, στο αρμόδιο δικαστήριο και στην κατάθεση των εγγράφων στη γραμματεία του δικαστηρίου και ιδίως της αίτησης, για την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ 2, 118, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ 741 και 747 παρ. 2 ΚΠολΔ και 1 και 4 του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αιτήσεως κατά τη διαδικασία αυτή, πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο. Ειδικά πρέπει να γίνεται αναφορά στην αίτηση 1) στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντος, ο οποίος πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο, στερούμενο της πτωχευτικής ιδιότητας, 2) στην περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και του συζύγου και στα πάσης φύσεως εισοδήματα τους, 3) στην κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) στο σχέδιο προδικαστικού συμβιβασμού, 5) στις τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων του επί ακινήτων, στις οποίες ο οφειλέτης προέβη την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης και 6) σε αίτημα ρύθμισης αυτών των οφειλών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή, με σχέδιο για τη διευθέτηση των οφειλών του, που λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογενείας του και την προστασία της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του νόμου (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, Έκδοση 2016, άρθρο 4 παρ. 2 επ. σελ 113 επ. πληρότητα της αιτήσεως). Από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημοσίας εμβέλειας συμφερόντων, ο οποίος επιβάλλει και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, επιτρέπει δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 (ΑΠ 1131/87, Ειρ. Αλεξ. 19/2014, Ειρ.Κορ. 121/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Συνεπώς, στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών ελεύθερα δύναται να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά τη συζήτηση και καταχώρηση τους στα πρακτικά (άρθρα 236 και 256 ΚΠολΔ), αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε να προκαλείται μεταβολή της αίτησης, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή, θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει και τα συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων. ʼλλωστε στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση του ρυθμιστικού αποτελέσματος (Ειρ.Πατρ. 25/2013, Ειρ.Αλεξ. 19/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Εφόσον, επομένως, το αντικείμενο της υπόθεσης στις δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας εξαντλείται στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου δίχως δεσμευτική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης, είναι επιτρεπτή η προβολή και νέων πραγματικών ισχυρισμών, ώσπου να καταστεί η υπόθεση ώριμη για την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθρο 745 ΚΠολΔ). Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας αφενός εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα (άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ) και αφετέρου δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθρα 745 και 765 ΚΠολΔ). Με την τροποποίηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 από το ν. 4336/2015 ορίζεται στην παράγραφο 2 ότι «Η αίτηση της παραγράφου 1 πρέπει να συνοδεύεται από: α) τα έγγραφα που ο οφειλέτης έχει στη διάθεση του και αφορούν στην περιουσία και τα εισοδήματα του ιδίου και του συζύγου, στα κάθε φύσης εισοδήματα του, στους πιστωτές του και τις απαιτήσεις τους, β) έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη όσον αφορά την ορθότητα του περιεχομένου της αιτήσεως της παραγράφου 1». Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς του ν. 4161/2013 η μη προσκομιδή από τον αιτούντα της προβλεπόμενης υπεύθυνης δήλωσης δύναται να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης του. Η παράλειψη δε προσκομιδής των υπολοίπων εγγράφων δεν οδηγεί αυτομάτως στο απαράδεκτο της αίτησης, μπορούν όμως αυτά να ζητηθούν από το Δικαστή στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος για τη διαπίστωση των πραγματικών ισχυρισμών, πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3869/2010 (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, Έκδοση 2016, άρθρο 4 παρ. 140 επ. σελ 159 επ. και I. Βενιέρης - Θ. Κατσάς Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα 3η έκδοση, παρ. 530 επ, σελ 260 επ. αίτηση και συνοδευτικά έγγραφα).

 

Ο αιτών επικαλούμενος με την αίτηση του, όπως αυτή νομίμως διορθώθηκε και συμπληρώθηκε τόσο προφορικά στο ακροατήριο όσο και με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις, ότι στερείται της πτωχευτικής ικανότητας και έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους πιστωτές, που αναφέρονται στην αίτηση, αφού εκθέτει την οικογενειακή του κατάσταση, την εισοδηματική κατάσταση του και τις βιοτικές του ανάγκες, διατυπώνει πρόταση δικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές και ζητεί επικουρικά δικαστική ρύθμιση των οφειλών, την οποία και περιγράφει. Σύμφωνα με αυτά ζητεί να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης οφειλών που προτείνει κι επικουρικά ζητεί τη ρύθμιση των χρεών του κατά το αρ. 8 παρ. 1, 2 ν. 3869/2010 από το δικαστήριο, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση. Επίσης, ζητεί να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της ως άνω ρύθμισης θα απαλλαγεί των χρεών του προς τους πιστωτές του. Το αίτημα αυτό της απαλλαγής από τα χρέη είναι μη νόμιμο, αφού σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3869/2010 υποβάλλεται στο Δικαστήριο με μεταγενέστερη αίτηση του οφειλέτη και επ' αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών, εφόσον πληρούνται οι κατά νόμο προϋποθέσεις. Επίσης, ζητεί την εξαίρεση περιουσιακού του στοιχείου από την εκποίηση. Το αίτημα αυτό είναι μη νόμιμο, διότι ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση από την εκποίηση μόνο της κύριας κατοικίας του.

 

Το τρίτο και το τέταρτο των καθ' ων προέβαλαν την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της αίτησης, έναντι των διοικητικών δικαστηρίων, διότι η υποκείμενη αιτία είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 ΚΠολΔ «Στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά, γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά» και «τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως». Ιδιωτική διαφορά υφίσταται, όταν το αντικείμενο της δίκης είναι έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβήτηση ή έριδα των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης συγκεκριμένου προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 1800/87). Διοικητική διαφορά θεωρείται η διαφορά που αναφύεται μεταξύ του Κράτους και των απ' αυτό διοικούμενων από εκτελεστές διοικητικές πράξεις που σχετίζονται προς τη λειτουργία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν υποθέσεις δημοσίου δικαίου, εννοιολογικό γνώρισμα των οποίων είναι η έλλειψη του στοιχείου της διαφοράς, εφόσον αυτό προβλέπεται με ειδική διάταξη νόμου. Το αντικείμενο της διάταξης αυτής περιορίζεται στην κάλυψη εκείνων των περιπτώσεων, κατά τις οποίες τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν τις υποθέσεις αυτές, παίρνουν διοικητικά μέτρα τα οποία περιβάλλονται τον τύπο της δικαστικής απόφασης. Δεν υπάρχει δηλαδή διαφορά ούτε αίτημα αυθεντικής διάγνωσης ορισμένης έννομης σχέσης με δύναμη δεδικασμένου, αλλά οι υποθέσεις αυτές έχουν παραπεμφθεί στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, για μεγαλύτερη εγγύηση τήρησης της νομιμότητας (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης,   Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Ερμηνευτική - Νομολογιακή ανάλυση, άρ. 1 αριθ. 7 εττ. σελ. 25 επ., Έκδοση 1996). Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεν υπάγονται όλες οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας αλλά μόνο όσες ορίζει ο νόμος, δηλαδή ο ΚΠολΔ ή άλλος ειδικός νόμος. Οι υποθέσεις αυτές κινούνται στο μεταίχμιο διοικητικής και δικαιοδοτικής λειτουργίας. Από τις υποθέσεις αυτές απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς, το δε δικαστήριο δεν προβαίνει σε αυθεντική διάγνωση της διαφοράς ή του προσβαλλόμενου δικαιώματος, αλλά δρα συνήθως προληπτικά και ρυθμιστικά, λαμβάνοντας μέτρα διαπιστωτικού ή διαπλαστικού χαρακτήρα (βλ. Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 1 παρ. 25 σελ. 13). Παράλληλα, με τη διαδικασία των άρθρων 739 έως 781 ΚΠολΔ εκδικάζονται και ορισμένες ιδιωτικού δικαίου διαφορές, αντικείμενα δηλαδή όπου εμφανίζεται κανονικά το στοιχείο της αντιδικίας. Οι διαφορές αυτές χαρακτηρίζονται ως μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Πρόκειται κυρίως για διαφορές διαπλαστικού και όχι αναγνωριστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας παραπέμπει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία αντί της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (βλ. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2000,1460). Ο νομοθέτης υπήγαγε με τον ειδικό νόμο 3869/2010 στα πολιτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στα Ειρηνοδικεία, τα οποία θα δικάζουν με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Στην αρχή από τη ρύθμιση εξαιρείτο η ρύθμιση οφειλών που προέκυπταν από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Με την τροποποίηση όμως του νόμου 3869/2010 από το νόμο 4336/2010 υπήχθησαν και αυτές οι οφειλές στη ρύθμιση. Το Ειρηνοδικείο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, αφού διαπιστώσει ότι πρόκειται για φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ρυθμίζει τις οφειλές του κατά τις διατάξεις του νόμου και σύμφωνα με τις βιοτικές του ανάγκες. Συνεπώς, δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης ή της υπάρξεως της υποκείμενης ασφαλιστικής σχέσης ή αν αυτή είναι νόμιμη ούτε κρίνεται η νομιμότητα των οφειλών ή αν αυτές είναι ορθές καθ' ύψος ή αν νομίμως επιβλήθηκαν εισφορές, τέλη, φόροι ή προσαυξήσεις επί αυτών ή κάποια διαφορά στη διαδικασία είσπραξης τους (βλ. Κ.Ε.Δ.Ε.) αλλά διατάσσεται το κατάλληλο ρυθμιστικό μέτρο, που είναι η ρύθμιση των οφειλών στο σύνολο τους. Επομένως, δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας που ανήκει στην αρμοδιότητα των Διοικητικών δικαστηρίων. Επισημαίνεται ότι η εκούσια δικαιοδοσία έχει επιλεγεί και σε άλλες συλλογικές διαδικασίες αντιμετώπισης χρεών (πτώχευση, εξυγίανση, αναδιάρθρωση κ.λπ.). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο ισχυρισμός των καθ' ων ως αβάσιμος.

 

Το τρίτο των καθ' ων προέβαλε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ. 2 ν. 3869/2010, καθόσον αντιτίθεται στα άρθρα 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 5, 22 και 25 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στη περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Με το ν. 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφληση τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημα τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίηση της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική, κατάσταση από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010). Με το ν. 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στ' γ', κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής υπάγονται «γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α β' και γ' πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές». Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του ν. 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη (υπό προϋποθέσεις) από τα χρέη του και η επάνοδος του στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, καθώς τυχόν απαλλαγή από τα χρέη προς ιδιώτες με διατήρηση των μέχρι πρότινος εξαιρουμένων χρεών (εν προκειμένω και έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης) θα καθιστούσε άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος τυχόν επιτυγχανόμενη απαλλαγή του οφειλέτη, ο οποίος θα εξακολουθούσε να βαρύνεται με τα εξαιρούμενα χρέη. Η δε εξαίρεση συγκεκριμένων απαιτήσεων από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είχε ως συνέπεια τη δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, καθώς οι πιστωτές που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων, διατηρώντας στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ' εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου (π.χ. 100 δόσεις) θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών (ειδικά όσον αφορά στις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, πιθανότητα απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και περίθαλψης). Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, όπως ισχυρίζεται το καθ' ου, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητα τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. ʼλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητας του δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. ʼλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεως του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την απόληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης είναι ήδη γνωστή στο δικαϊικό μας σύστημα, καθώς και στο θεσμό της πτώχευσης επέρχεται υπό προϋποθέσεις τέτοια απαλλαγή (άρθρο 170 παρ. 5 Ν. 3588/2007). Επιπροσθέτως, προϋφιστάμενος νόμος, ο οποίος επέφερε γενναίες περικοπές στις εν λόγω οφειλές, επιρρωνύει τη θέση υπέρ της σύμφωνης με το Σύνταγμα επιλογής του νομοθέτη για υπαγωγή και των ανωτέρω οφειλών στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Η ανυπαρξία δε πλαισίου ρύθμισης συνολικά των οφειλών ενός υπερχρεωμένου προσώπου, όπως ο νόμος ορίζει, που στερείται δηλαδή πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, τον οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση και οικονομικό αποκλεισμό, σε αντίθεση με τις επιταγές του Συντάγματος. ʼλλωστε, τέλος, υπάρχουν πλείστα παραδείγματα άλλων χωρών, με αφετηρία αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαθέτουν ήδη από μακρού ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τα χρέη τους, όταν αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά, και επίσης δικαϊικών συστημάτων, όπου τα εν λόγω χρέη υπάγονται στις ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων οφειλετών από τα χρέη τους. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο ισχυρισμός ως αβάσιμος.

 

Το τέταρτο των καθ' ων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι οφειλές προς αυτό δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010, διότι συνιστούν ποινικό αδίκημα, κατ' άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, 2 του αναγκαστικού νόμου 86/1967 «Όστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγόμενους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ' ης αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών» και «Όστις παρακρατών ασφαλιστικός εισφοράς των παρ' αυτώ εργαζομένων επί σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ' ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπεξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών». Βάση του άρθρου 33 του ν. 3346/2005, για την εφαρμογή της παρ. 1 του ως άνω άρθρου απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του ως άνω άρθρου απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4321/2015, η διάταξη του ως άνω άρθρου, όπως ισχύει, δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις ατομικές ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). Η μη καταβολή των προσαυξήσεων δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα, καθόσον αντικείμενο των εγκλημάτων του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 είναι μόνον οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές ή εργατικές), ενώ οι προσαυξήσεις δεν έχουν χαρακτήρα εισφοράς, αλλά προστίμου (διοικητική κύρωση) που επιβάλλεται συνεπεία της καθυστερήσεως περί την καταβολή ή την απόδοση των εισφορών και η ικανοποίηση του Ταμείου, ως προς το ποσό των προσαυξήσεων, γίνεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (βλ. ενδεικτικά 193/2008 Α.Π.). Ο ισχυρισμός του καθ' ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η οφειλή του αιτούντος κατά κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 6.573,08 ευρώ, μικρότερο δηλαδή των ως άνω ορίων (βλ. προσκομισθείσα βεβαίωση οφειλών).

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού της πρώτης και του τρίτου των καθ' ων, αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), αφού δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτηση του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ' άρθρο 13 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου (βλ. σχετική βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών 617/2016) και αφού α) προσκομίζεται η από 28/12/2015 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την ορθότητα και την πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία και β) προσκομίστηκαν τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος. Παραδεκτά δε εισάγεται προς συζήτηση μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση, κατ' άρθρο 5 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου, των πιστωτών που μετέχουν στη δίκη και την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού. Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4, 8 και 9 του ν. 3869/2010, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτή περιστατικά, πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη του δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης, όπως ανωτέρω αναλύθηκε και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μη πληρωμής των οφειλών του. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος αναφέρθηκε στην αίτηση του, τη συμπλήρωσε και τροποποίησε νόμιμα και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.

 

Στις διατάξεις του ν. 3869/2010 υπάγονται φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πτωχευτικού Κώδικα, πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, δηλαδή αυτοί που κατά σύνηθες επάγγελμα ασκούν εμπορικές πράξεις. Η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του.

 

Η πληρεξούσιος της πρώτης των καθ' ων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, αρνήθηκε την αίτηση και προέβαλε τους εξής ισχυρισμούς, α) ένσταση αοριστίας της αίτησης, β) ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και γ) νόμω και ουσία αβάσιμο της αίτησης. Ο πληρεξούσιος του τρίτου των καθ' ων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, αρνήθηκε την αίτηση και προέβαλε, πέραν των ανωτέρω αναφερθέντων, τους εξής ισχυρισμούς α) ένσταση εμπορικής ιδιότητας του αιτούντος και β) ένσταση αοριστίας. Ο πληρεξούσιος του τετάρτου των καθ' ων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, αρνήθηκε την αίτηση και προέβαλε, πέραν των ανωτέρω αναφερθέντων, τον ισχυρισμό της εμπορικής ιδιότητας του αιτούντος. Η ένσταση αοριστίας των καθ' ων, η οποία αποτελεί άρνηση της αίτησης, καθίσταται απορριπτέα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δοθέντος ότι η ένδικη αίτηση περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για το ορισμένο της, ενώ τα λοιπά αποτελούν μέρος της ουσιαστικής βασιμότητας αυτής και αντικείμενο απόδειξης, όπως τα βιοτικά έξοδα του αιτούντος, ο χρόνος ανάληψης των υποχρεώσεων, τα εισοδήματα του τόσο κατά την ανάληψη των υποχρεώσεων όσο και σήμερα και ο χρόνος και η αιτία παύσης των πληρωμών του. Η ένσταση της πρώτης των καθ' ων περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι οι ισχυρισμοί αυτοί, έτσι όπως προτείνονται, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, γιατί δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δοθέντος επίσης ότι οι ορισμοί του άρθρου αυτού δεν ισχύουν επί δικαιωμάτων που ασκούνται κατά εφαρμογή δικονομικών διατάξεων, όπως είναι και το δικαίωμα άσκησης αιτήσεως ή αγωγής ή ενδίκου μέσου (βλ. σχετ. Α.Π. 1006/1999, ΕλλΔνη 40,1718, Α.Π. 392/1997, ΕλλΔνη 38, 1842). Ο ισχυρισμός νόμω και ουσία αβάσιμο της αίτησης αποτελεί άρνηση αυτής. Ο ισχυρισμός ότι ο αιτών είχε την εμπορική ιδιότητα, άρα και την πτωχευτική ικανότητα ως διατηρών στο παρελθόν εμπορική επιχείρηση αρτοποιείου και ειδών ζαχαροπλαστικής, και περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών πριν παύσει η εμπορική του αυτή ιδιότητα, είναι παραδεκτός και ορισμένος και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από την επισκόπηση της αίτησης, του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι και επικαλούνται, καθώς και από εκείνα, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β, Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Ερμηνευτική - Νομολογιακή ανάλυση, άρ. 759 αριθ. 5 σελ. 453, Έκδοση 1996, Α.Π. 174/1987 Δ 19/928), την ανώμοτη κατάθεση του αιτούντος, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο αιτών, 38 ετών, είναι ιδιωτικός υπάλληλος και συγκεκριμένα εργάζεται ως φύλακας από τη 12-3-2009 έως και σήμερα στο «ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε. ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΙΚΟΥ» (βλ. την από 15-12-2015 προσκομισθείσα βεβαίωση). Κατά το παρελθόν διατηρούσε ατομική επιχείρηση αρτοποιείου και ειδών ζαχαροπλαστικής από την 9-12-2003 μέχρι και την 30-6-2009, όποτε και προέβη σε παύση εργασιών (βλ. την 7-7-2009 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου της ... Δ.Ο.Υ. Αθηνών). Σε αυτήν την επιχείρηση ο αιτών απασχολούσε προσωπικό και ο κύκλος εργασιών του ανερχόταν για το οικονομικό έτος 2005 σε 107.038,31 ευρώ και για το οικονομικό έτος 2006 σε 98.066,80 (βλ. τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά των οικονομικών ετών 2005 και 2006). Από αυτά, προκύπτει ότι ο αιτών είχε μια οργανωμένη επιχείρηση στην οποία είχε επενδύσει σημαντικό κεφάλαιο, συνεπώς απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, αφού έκανε κατά κύριο επάγγελμα εμπορικές πράξεις, όπως αυτής της αγοράς προς μεταπώληση (αγορά πρώτων υλών αρτοποιίας και πώληση των προϊόντων που παρασκευάζονταν από αυτές). Ο αιτών ισχυρίστηκε ότι κατά την ημέρα παύσης της εμπορίας του δεν είχε παύσει και τις πληρωμές του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, αφού συνέχισε για κάποιους μήνες μετά να εξυπηρετεί τις οφειλές του προς την πρώτη των καθ' ων και για αρκετά έτη πλήρωνε, μέσω ρυθμίσεων, τις οφειλές του προς το τέταρτο των καθ' ων (βλ. την κατάθεση του αιτούντος). Από τα προσκομισθέντα από 29-7-2010, 1-9-2010, 28-9-2010, 29-9-2010, 30-9-2010, 27-10-2010, 29-11-2010, 22-12-2010, 27-1-2011, 28-2-2011, 31-3-2011, 23-5-2011, 27-6-2011, 31-8-2011, 6-10-2011, 29-11-2011, 28-12-2011, 30-1-2012, 29-3-2012, 31-5-2012, 8-6-2012, 30-7-2012, 29-8-2012 και 11-5-2015 ταμειακά παραστατικά είσπραξης του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. και από την προσκομισθείσα από 6-7-2010 απόδειξη πληρωμής του Ο.Α.Ε.Ε. προκύπτει ότι ο αιτών δεν είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, όταν έπαυσε την εμπορία του. Αυτός δε δεν είχε προβεί σε υπέρμετρο δανεισμό, αφού οι δανειακές του υποχρεώσεις προέρχονται από ρύθμιση οφειλών με την πρώτη καθ' ης την 19-12-2008 ύψους 12.100 ευρώ (βλ. την προσκομισθείσα σύμβαση) και από μία σύμβαση δανείου με τη δεύτερη καθ' ης ύψους του κεφαλαίου 1.909,13 ευρώ. Συνεπώς, ο αιτών είχε αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα και άρα την πτωχευτική ικανότητα, την οποία απώλεσε την 30-6-2009, όταν και έπαψε την εμπορία, χωρίς όμως να έχει πάψει τις πληρωμές του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, απορριπτόμενου στην ουσία του αντίθετου ισχυρισμού των καθ' ων. Ο αιτών είναι παντρεμένος με την Παύλου Κατερίνα, η οποία είναι άνεργη και διαμένουν σε μισθωμένο ακίνητο στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, όπου καταβάλλουν μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ (βλ. την προσκομισθείσα απόδειξη υποβολής πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης). Από το γάμο τους έχουν αποκτήσει δύο παιδιά τη ... 8 ετών και τον ... 3 ετών (βλ. την προσκομισθείσα από 30-10-2015 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του ΚΕΠ Δήμου Αγίων Αναργύρων - Καματερού). Ο αιτών ανέβαλε τις ως άνω δανειακές υποχρεώσεις για να ενισχύσει την επιχείρηση του, η οποία στην αρχή ήταν κερδοφόρα (βλ. την κατάθεση του αιτούντος στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά). Όταν αργότερα άρχισε να έχει αυτή καθοδική πορεία, δεν προέβη σε επιπλέον δανεισμό αλλά ρύθμισε τις ως άνω οφειλές και προέβη στη διακοπή της, πριν σωρευθούν περαιτέρω οφειλές. Όπως αναφέρθηκε, προσπάθησε να εξυπηρετήσει μέρος αυτών και μετά την παύση της εμπορικής του δραστηριότητας, πλην όμως η αύξηση των εξόδων του με τον ερχομό του δεύτερου τέκνου του το 2013 και μία μείωση του μισθού του επίσης το 2013, τον οδήγησαν στη μόνιμη πλέον αδυναμία πληρωμών. Η ως άνω μείωση έπαψε να υφίσταται εν συνεχεία, αφού προστέθηκαν τα επιδόματα του τέκνου και των τριετιών (βλ. προσκομισθείσα ανάλυση καταβαλλομένου μισθού και εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2010, 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015), γεγονός όμως που δεν αναίρεσε την ήδη επελθούσα αδυναμία πληρωμών λόγω των αυξημένων εξόδων διαβίωσης. Ο αιτών είχε οικογενειακά εισοδήματα το έτος 2015 17.328,40 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν σε 1.444 ευρώ μηνιαίως. Από τα ως άνω αποδείχθηκε ότι ο αιτών περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του το 2013 χωρίς δόλο, επομένως, υπάγεται στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Το ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται από τον αιτούντα κάθε μήνα για την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών είναι 1.344 ευρώ (βλ. δαπάνες διαβίωσης ΕΛ. ΣΤΑΤ για δύο ενήλικες με δύο τέκνα στην 1η κατηγορία δαπανών).

Ο αιτών δεν έχει στην κυριότητα του ακίνητα, ενώ διαθέτει στην πλήρη κυριότητα του ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ALPHA ROMEO 147, με αριθμό κυκλοφορίας ΖΚΧ- ..., με ημέρα κυκλοφορίας 29-4-2000, το οποίο δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, διότι εκτιμάται ότι δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον και αφού καλυφθούν τα έξοδα της εκποίησης, δεν θα απομείνει αξιόλογο ποσό για διανομή στους πιστωτές.

 

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αιτήσεως ο αιτών είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, εκ των οποίων αυτά που είναι εξασφαλισμένα με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής, οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους και οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους (Ι. Βενιέρης - Θ. Κατσάς Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα 3η έκδοση, παρ. 624 επ, σελ. 295 επ. - άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/2010).

 

Προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» υπάρχει οφειλή από τη με αριθμό ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 23.042,18 ευρώ. Προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» υπάρχει οφειλή από τη με αριθμό ... σύμβαση δανείου, ύψους 1.989,49 ευρώ. Προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ» (Ο.Α.Ε.Ε.) υπάρχει οφειλή ύψους 16.368,21 ευρώ. Προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ- ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.) υπάρχει οφειλή ύψους 12.617,83 ευρώ.

 

Από τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του από το 2013, η αδυναμία του δε αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, ενώ δεν αναμένεται αύξηση στα εισοδήματα του και βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα σε αυτή του άρθρου 8 παρ. 2. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών θα γίνει με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών απευθείας στους πιο πάνω πιστωτές από τα εισοδήματα του επί τριετία, οι οποίες ορίζονται, λαμβανομένων υπ' όψιν των εξόδων διαβίωσης αυτού (1.444 ευρώ με βάση το εκκαθαριστικό έτους 2015 - 1.344 ευρώ έξοδα διαβίωσης), στο ποσό των 100,00 ευρώ το μήνα, το οποίο θα καταβάλλεται συμμέτρως και συγκεκριμένα προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» ποσό 42,66 μηνιαίως, προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» ποσό 3,68 μηνιαίως, προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ» (Ο.Α.Ε.Ε.) ποσό 23,36 μηνιαίως και προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ- ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.) ποσό 30,30 μηνιαίως. Οι καταβολές αυτές θα αρχίσουν την πρώτη (1) του μηνός που ακολουθεί το μήνα της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης και θα διαρκέσουν 36 μήνες.

 

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη στην ουσία της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιδικαστούν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει ερήμην της δεύτερης των καθ' ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

 

Δέχεται κατά τα λοιπά την αίτηση.

 

Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντος καθορίζοντας μηνιαίες καταβολές ποσού εκατόν (100,00) ευρώ για διάστημα 36 μηνών (3 έτη χ 12 μήνες), καταβλητέου συμμέτρως και συγκεκριμένα προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» ποσό 42,66 μηνιαίως, προς την Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» ποσό 3,68 μηνιαίως, προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ    ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ» (Ο.Α.Ε.Ε.) ποσό 23,36 μηνιαίως και προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.) ποσό 30,30 μηνιαίως, αρχομένων των καταβολών από την πρώτη (1) του επόμενου μήνα της δημοσίευσης της παρούσης και θα γίνονται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στο Ίλιον στις 29 Νοεμβρίου 2016 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων αυτών.

 

ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ         ΣΟΦΙΑ ΤΣΙΜΗ