ΕιρΦαρσ. 12/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αλληλόχρεος λογαριασμός - Αναγκαστική εκτέλεση - Προνόμια ΑΤΕ - Στοιχεία κύρους επιταγής - Ανακοπή εκτέλεσης - Αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 11 α.ν. 4332/29 - Αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου -.

 

Αλληλόχρεος λογαριασμός και σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό. Η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την Αγροτική Τράπεζα Ελλάδας ενεργείται βάσει του δανειστικού εγγράφου και αρχίζει με επίδοση επιταγής προς πληρωμή. Στοιχεία που πρέπει να διαλαμβάνει η επιταγή, με ποινή ακυρότητας, απαγγελλομένης με συνδρομή βλάβης. Εφαρμογή ειδικών προνομιακών υπέρ ΑΤΕ διατάξεων του αν 4332/29 και συμπληρωματικά των διατάξεων του από 17. 7/13.8.1923 νδ περί ανωνύμων εταιριών. Μετά το ν. 2076/1992 που ενσωμάτωσε ευρωπαϊκή οδηγία στην Ελληνική Τραπεζική νομοθεσία, κατάργηση των προνομίων της ΑΤΕ, άλλως ανεφάρμοστο αυτών ως αντικειμένων στο Σύνταγμα, στις  διεθνείς συμβάσεις και στο Κοινοτικό δίκαιο. Αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 11 αν 4332/29, βάσει της οποίας επιτρέπεται η από τον καθ ου η εκτέλεση  προβολή αντιρρήσεων μόνο για απόσβεση της απαίτησης  και όχι για άλλο λόγο. Οι ανακοπές κατά εκτέλεσης επισπευδόμενης από την ΑΤΕ υπάγονται στην καθ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και όχι του Ειρηνοδικείου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64 - 67 του ΝΔ 17. 7/13. 8. 1923 «περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιριών» αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία συμφωνείται από τα μέρη από τα οποία τουλάχιστον ένας είναι έμπορος, ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις συναλλαγές τους δεν θα επιδιώκονται μεμονωμένα αλλά θα φέρονται σε κοινό λογαριασμό προς απόσβεση τους, κατά το μέρος που καλύπτονται ώστε τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο, ν' αποτελεί την μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών. Ο λογαριασμός κλείνει  περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της συμβάσεως (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ). Το χαρακτήρα δε συμβάσεως  αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η σύμβαση  παροχής πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, δια αποσβέσεως κατά τη διάρκεια  λειτουργίας του λογαριασμού των επιμέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο.

   Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 4332/1929 «περί κυρώσεως της μεταξύ του Δημοσίου και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος συμβάσεως περί συστάσεως και λειτουργίας της ΑΤΕ» όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 του Ν. 5237/1931, διατηρήθηκε δε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ, ενόψει δε και του άρθρου 924 εδ. β ορίζεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτων  ενυπόθηκων ή μη των οφειλετών και συνυπόχρεων προς την ΑΤΕ ενεργείται επί τη βάσει του δανειστικού εγγράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου αποδεικτικού της απαιτήσεως, τα οποία αποτελούν τίτλο εκτελεστό, άνευ οποιασδήποτε  περιαφής τύπο εκτέλεσης, αρχίζει δε με επίδοση επιταγής προς πληρωμή, η οποία περιέχει περίληψη του εγγράφου  αυτού, μετά μνείας ιδίως του οφειλομένου ποσού και της περιγραφής του ακινήτου, ενυπόθηκου ή μη, επιδιδόμενης στον συνοφειλέτη ή συνυπόχρεο ή τρίτο διακάτοχο. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η επιταγή εγγράφεται με αίτηση του επισπεύδοντος στο βιβλίο κατασχέσεων και η εγγραφή ισχύει ως αναγκαστική κατάσχεση, καθώς και ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 58 - 67 του από 17. 7/13. 8. 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών».

   Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 2, 48, 50, 53  και 57 του ΝΔ της 17. 7/13. 8. 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ με το άρθρο 52 αριθ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην περίπτωση χρεωλυτικού δανείου ασφαλισμένου με υποθήκη που χορηγήθηκε  από τράπεζα υποκείμενη στην εφαρμογή του ως άνω ΝΔ η επιταγή του άρθρου 57 παρ. 1 - 2 του ίδιου ΝΔ κατά ρητή παραπομπή και στο άρθρο 40 παρ. 2, περιλαμβάνει: α) περίληψη του συμβολαιογραφικού εγγράφου που περιέχει τους όρους του  δανείου και την παραχώρηση της υποθήκης, β) περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου και γ) σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού. Και ως περίληψη του συμβολαιογραφικού εγγράφου που περιέχει τους όρους του δανείου και την παραχώρηση της  υποθήκης ο νόμος εννοεί την αναγραφή των βασικών στοιχείων του εκτελούμενου τίτλου και την παράλειψη των επουσιωδών. Αρα, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια, εκτός από τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως της επισπεύδουσας της εκτέλεση και του  καθ' ου, η αιτία της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως καθώς και οι ουσιώδεις όροι της πιστωτικής συμβάσεως και ιδίως η διάρκεια του δανείου ή της άλλης πιστώσεως, το ποσοστό του τόκου και της προμήθειας και σχετικές με τις τυχόν καθορισθείσες δόσεις ιδιαίτερες συμφωνίες, με ποινή διαφορετικά, την ακυρότητα της επιταγής που κηρύσσεται όμως με την προβολή και απόδειξη του στοιχείου της βλάβης. Αν ο επιτασσόμενος έχει συστήσει υποθήκες στο ίδιο ή διαφορετικό ακίνητο για ασφάλεια περισσότερων δανείων ή πιστώσεων, η επιταγή θα πρέπει να περιλαμβάνει «περίληψη» των όρων κ. λ. π. της καθεμιάς από τις απαιτήσεις αυτές και σαφή διαχωρισμό των κονδυλίων που τους αντιστοιχούν. Η περίληψη αυτή πρέπει να είναι τόσο ορισμένη, ώστε ο καθ' ου να είναι σε θέση να παρακολουθήσει τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται κατά την επιταγή η οφειλή του, προκειμένου να τα ελέγξει και να προβάλει την τυχόν άμυνα του. Ως «σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού νοείται όχι απλά η συνολική χρέωση, με αναφορά στον κοινοποιούμενο τίτλο, αλλά η κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα σαφής και ορισμένη έκθεση, με εξειδίκευση και χαρακτηρισμό των σχετικών κονδυλίων, όπως  είδος εξόδων, είδος τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο, χρονική περίοδος και επιτόκια. Πρέπει πάντως «η σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού» να είναι τόσο σαφής και ορισμένη, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση ν' αντιληφθεί τα κονδύλια χρέωσης του, να μπορεί να τα ελέγξει και ν'  αντιτάξει την άμυνα του.

   Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 64 - 65 παρ. 2 του ανωτέρω ΝΔ, ορίζεται ότι προκειμένου περί πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 47 αυτού, με την τρίτη παράγραφο του οποίου ορίζεται ότι κάτωθι της  επιταγής προς πληρωμή, πρέπει η πιστώτρια ν' αναγράφει, απόσπασμα των βιβλίων αυτής που να εμφανίζει την κίνηση του λογαριασμού και το χρεωστικό υπόλοιπο, με την τέταρτη δε παράγραφο, ότι ο οφειλέτης δικαιούται να αμφισβητήσει τον λογαριασμό. 

   Εξαίρεση, όσον αφορά το αντικείμενο της εκτέλεσης, καθιερώθηκε με το άρθρο 13 Ν. 4332/1929 (όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 5277/1931) υπέρ της ΑΤΕ με το οποίο παρασχέθηκε σ' αυτήν η ευχέρεια να κάνει χρήση των διατάξεων των άρθρων 57 επ. του ανωτέρω ΝΔ όχι μόνο όταν επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε ενυπόθηκα σ' αυτήν (και μάλιστα με βάση οποιονδήποτε τίτλο) ακίνητα των οφειλετών της αλλά και σε μη ενυπόθηκα. Η υπό της ΑΤΕ επισπευδόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως διέπεται βασικά από τις ειδικές, προνομιακές για την ΑΤΕ, διατάξεις των άρθρων 9 - 15 Ν 4332/1929. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ δυνάμει του άρθρου 52 αριθ. 4 ΕισΝΚΠολΔ. Ηδη με το άρθρο 26 παρ. 4 Ν. 1914/1990 ορίσθηκε ότι οι εν  λόγω προνομιακές ρυθμίσεις παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται υπέρ της ΑΤΕ και μετά την (δυνάμει  του άρθρου 26 παρ. 1  του εν λόγω νόμου) μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 58 - 67 του από 17. 7/13. 8. 1923 ΝΔ.

   Κατά το άρθρο ΙΙ παρ. Ι του Ν. 4332/1929 «η εκτέλεση επί της κινητής περιουσίας των  ενεχομένων οφειλετών άρχεται δια επιδόσεως επιταγής προς πληρωμήν περιεχούσης περίληψης της απαιτήσεως μετά μνείας ιδία του οφειλομένου ποσού, επιδίδεται  δε η τοιαύτη επιταγή εις τον οφειλέτη ή τους συνυποχρέους ή τους αντικλήτους των. Μετά  5 ημέρες από της επιδόσεως δύναται  να γίνει αναγκαστική κατάσχεση της κινητής περιουσίας του επιτασσομένου....». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Κατά της κοινοποιηθείσης συμφώνως τω παρόντι επιταγής και της περαιτέρω εκτελέσεως ουδέν ένδικο μέσον χωρεί ή μόνον ανακοπή, ασκούμενη επί τω λόγω της εξοφλήσεως ή ετέρω αποσβεστικώ της απαιτήσεως γεγονότι, εφόσον ταύτα δύνανται ν' αποδειχθώσιν παραχρήμα εκ μέρους του οφειλέτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου εντός  5 ημερών από της κοινοποιήσεως αυτού του δικογράφου της επιταγής ή ετέρου δικογράφου της εκτελεστικής διαδικασίας». Το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 4332/1929, περιορίζοντας τους δυνάμενους να προταθούν από τον οφειλέτη λόγους ανακοπής μόνο στους ισχυρισμούς περί αποσβέσεως της απαίτησης  και αποκλείοντας κάθε άλλη  αντίρρηση κατά της απαιτήσεως (όπως π.χ. επίκληση δικαιοκωλυτικών γεγονότων που εμπόδισαν την γένεση της απαιτήσεως ή προβολή ανατρεπτικών ή αναβλητικών ενστάσεων που παραλύουν οριστικά  ή προσωρινά την ενέργεια της εκτελούμενης απαιτήσεως, ώστε να μην δικαιολογείται επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση  της) αντιβαίνει ευθέως στο συνταγματικό δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Διότι στο μέτρο που αποκλείει την προβολή εν γένει αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας, αλλά και των ενστάσεων (πλην των υπό στενή έννοια αποσβεστικών λόγων) κατά απαιτήσεως δημιουργεί κενό έννομης προστασίας, όταν οι πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας πάσχουν από ακυρότητα, λόγω παραβάσεως διατάξεων του δικαίου της εκτελέσεως ή όταν η εκτελούμενη απαίτηση είναι ανύπαρκτη, επειδή δεν γεννήθηκε ποτέ (π.χ. συνδρομή λόγων ακυρότητας της δανειακής σύμβασης) ή υπόκειται στην προβολή ενστάσεως του ουσιαστικού δικαίου (ανατρεπτικής  π.χ. παραγραφής ή αναβλητικής  π.χ. του μη εισέτι απαιτητού της οφειλής).

   Γίνεται δεκτό ότι η διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως επί τη βάσει τίτλου που δεν είναι  δικαστική απόφαση, τότε μόνο δεν προσκρούει στη συνταγματική έννομη τάξη, όταν συνδυάζεται και με την καθιέρωση πλήρους συστήματος άμυνας του καθ' ου για τον  δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της εκτελέσεως, συνοδευόμενο και από την δυνατότητα αιτήσεως αναστολής, ενόσω εκκρεμεί η δίκη για το κύρος της εκτελέσεως. Δυνάμει του άρθρου 20 παρ. 1 Συντάγματος, το πλήρες σύστημα άμυνας του καθ' ου η εκτέλεση,  το οποίο καθιερώνεται κατά το κοινό δίκαιο, στο οποίο  άλλωστε παραπέμπει το άρθρο 53 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923, έχει εφαρμογή (για την κατά τα λοιπά ρύθμιση της διαδικασίας της εκτελέσεως) σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 4332/1929. Αλλωστε ο Ν. 2076/1992, ο οποίος ενσωμάτωσε στην Ελληνική Τραπεζική νομοθεσία τις διατάξεις της με αριθ. 89/646/ΕΟΚ οδηγίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και έχει εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 3 αυτού σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ορίζει στο άρθρο 26 παρ. 9 ότι η εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 17.7/13.8.1923 αυτόματα στις τράπεζες, αφότου δοθεί η άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος για την λειτουργία τους. Επομένως, σήμερα το καθεστώς του εν λόγω ΝΔ, το οποίο, ως προς το ζήτημα της άμυνας του οφειλέτη, παραπέμπει στο κοινό δίκαιο, είναι εκείνο που πρέπει να ισχύσει στη θέση της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 4 Ν. 4332/1929 όσον αφορά τους λόγους της ανακοπής. (Βλ. Γνωμοδοτήσεις της καθηγήτριας του ΑΠΘ, Πελαγίας Γεσίου - Φαλτσή, Γεωργίου Μητσόπουλου - Απ. Γεωργιάδη, καθηγητών Πανεπιστημίου Αθηνών  και Λ. Γεωργακόπουλου, ομότιμου καθηγητού Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις οποίες αναφέρεται ότι το προνομιακό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Ν. 4332/1929 υπέρ της ΑΤΕ έχει καταργηθεί με το Ν. 2076/1992, οπότε και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστο ως μη συμβιβαζόμενο με θεμελιώδεις εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από το Σ/1975/1986/2001 και τις διεθνείς συμβάσεις, όπως και με το Κοινοτικό Δίκαιο).

   Εξάλλου, αν οι δανειστικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μετά το έτος 1991 και υπό της ΑΤΕ ως ανωνύμου εταιρίας, ουδέν προνόμιο δικονομικό ή ουσιαστικό, εκ των του Ν. 4332/1929 ισχύει υπέρ αυτών. (267/2002 ΕιρΚαβ ΔΕΕ 2002: 1117, ΑρχΝ ΝΔ: 550). Όπως είναι γνωστό, ακρογωνιαίος λίθος της ΕΕ είναι η εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς, που καθοδηγείται καταρχήν από τον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό. Ετσι υπάρχει πλήθος βασικών διατάξεων στις Συνθήκες που εξασφαλίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό (π.χ (τώρα) τα άρθρα 8, 1-82 και 87 επ. της Συνθήκης του Αμστερνταμ). Οι διατάξεις  αυτές θεωρούνται σήμερα ότι ανήκουν στις ουσιαστικές αρχές του λεγόμενου οικονομικού συντάγματός της και αποτελούν κανόνες άμεσου αποτελέσματος (Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Αθέμιτου και Ελεύθερου (2000), αρ. 425, 426, σελ. 387 επ.). Επομένως, η παραβίαση από τον Εθνικό Νομοθέτη κράτους - μέλους των όρων του ανόθευτου ανταγωνισμού, με την εγκαθίδρυση προνομιακού καθεστώτος υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως σε ένα κράτος- μέλος θα ήταν προεχόντως ασυμβίβαστη με τις θεμελιώδεις διατάξεις των Συνθηκών. Αξίζει μάλιστα, να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ (βασική η απόφαση Walt Wilhelm V. Bundes Kartellamt  της 13-02-1969, υπόθεση 14/1968, Συλλογή 1969.1 (1969) ECR 1), τα περιοριστικά για τη διασφάλιση του ανόθευτου ανταγωνισμού μέτρα, που απορρέουν από το Κοινοτικό Δίκαιο, παράγουν αποτελέσματα και μέσα στα εδαφικά όρια των κρατών μελών (όχι μόνο στις ενδοκοινοτικές σχέσεις), Κοτσίρης, ό.π., αρ. 432-435, σελ΄. 389 επ.). Εξάλλου, μια τέτοια συμπεριφορά του εθνικού νομοθέτη σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται από την Κοινοτική  νομοθεσία ως πιστωτικοί οργανισμοί,  θα συνιστούσε συγχρόνως και παραβίαση των Οδηγιών για την ενιαία  τραπεζική αγορά (βλ. πιο πάνω), όπως και του σκοπού τους για την εξασφάλιση των ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των Πιστωτικών οργανισμών της ΕΕ., με αποτέλεσμα ότι θα προσέκρουε και πάλι στην αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού  δικαίου (για το θέμα ειδικά ως προς την υπεροχή των οδηγιών, βλ. Σαχπεκίδου στο Στάγκος/Σαχπεκίδου, Δίκαιο των ΕυρΚοιν και της ΕΕ, αρ. 170, σελ. 245 επ.)  ώστε οι κανόνες του εσωτερικού  δικαίου που εγκαθιδρύουν προνομιακό καθεστώς υπέρ ορισμένου πιστωτικού οργανισμού να πρέπει να παραμένουν ανεφάρμοστοι. Το γενικό συμπέρασμα των όσων εκτέθηκαν είναι ότι, ακόμη και αν ο ν. 4332/1929 δεν είχε καταργηθεί ρητά με το άρθρο 26 παρ. 7 Ν. 2076/1992, η διατήρησή του σε ισχύ θα προσέκρουε στο πλέγμα των εγγυήσεων που απορρέουν από το Σύνταγμα  και  διεθνείς συμβάσεις όπως και στο Κοινοτικό δίκαιο.

   Όπως αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω, το άρθρο 26 παρ. 9 Ν. 2076/1992 προβλέπει ρητά ότι εφεξής επεκτείνεται αυτόματα σε όλες τις τράπεζες που διέπονται από τις διατάξεις του, άρα και στην ΑΤΕ ΑΕ, η εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 17.7/13.8.1923. Το διάταγμα αυτό, με το άρθρο 53 παρ. 2, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και στο πλήρες σύστημα παροχής έννομης προστασίας που χορηγεί για τον καθού η εκτέλεση ο ΚΠολΔ με τα άρθρα 933 επ. και 938 (Καράσης, Αρμ ΜΘ (1995), σελ. 1504 (1507), για το θέμα επίσης Μπρίνιας, ΑνΕκτ 12, άρθρο 933, αρ. 148, άρθρο 934, αρ. 162. Μάζης, Εμπράγματη εξασφάλιση (1998), αρ. 351 επ., και οι δύο με παραπομπές στη νομολογία). Οι διατάξεις αυτές των άρθρων 933 και 938 καλούνται λοιπόν τώρα σε εφαρμογή, και λειτουργούν αντί εκείνων του Ν. 4332/1929, που έχουν ήδη ρητά καταργηθεί με το άρθρο 26 παρ. 8 Ν. 2076/1992. Όπως εξάλλου έδειξε η έρευνα που προηγήθηκε, οι ρυθμίσεις  αυτές των άρθρων 933 και 938 ΚΠολΔ θα ήταν ούτως ή άλλως εφαρμοστέες, ακόμη και αν δεν είχε προηγηθεί η ρητή κατάργηση των προνομιακών διατάξεων του ν. 4332/1229 με το άρθρο 16 παρ. 8 Ν 2076, καθώς πρόκειται για κανόνες, που  θα έπρεπε να παραμερισθούν και να παραμείνουν ανεφάρμοστοι, ενόψει της πρόδηλης αντιθέσεως, τους προς θεμελιώδεις κανόνες της ελληνικής έννομης τάξεως, όπως  και προς το Κοινοτικό δίκαιο.

   Σύμφωνα τέλος με όσα προέκυψαν από την ανάλυση που επιχειρήθηκε, μεταξύ των κανόνων που πρέπει να θεωρούνται καταργημένοι, είναι και το άρθρο 14 παρ. Ν. 4332/1929, το οποίο, ειδικά ως προς την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδει  η ΑΤΕ ΑΕ, χορηγεί  ένδικο βοήθημα υπαγόμενο στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Το συμπέρασμα των όσων εκτέθηκαν είναι ότι το καθ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για την κρίση της επίδικης ανακοπής μετά την κατάργηση του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 4332/1929, θα πρέπει να εντοπισθεί με εφαρμογή των σχετικών κανόνων του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ανακοπή εισάγεται πάντοτε στο Μονομελές Πρωτοδικείο, εκτός εάν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίον βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του Ειρηνοδικείου (Γεσίου - Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ 1, παρ. 37 ΙΙ, αρ. 3-6). Με βάση αυτή τη ρητή ρύθμιση του ΚΠολΔ, θεωρείται αναμφίβολα ότι οι ανακοπές που ασκούνται κατά την εκτελεστική διαδικασία, η οποία επισπεύδεται με εφαρμογή του ΝΔ του 1923, ανήκουν πάντοτε στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (Μάζης, Εμπράγματη  εξασφάλιση, αρ. 354, σελ. 296-297, Βαθρακοκοίλης, Ε, άρθρο 933, αρ. 74, σελ. 397/398, Γεσίου Φαλτσή, ο.π., αρ. 8).

   Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή της να ακυρωθεί η επισπευδόμενη από την καθής «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» δυνάμει της από  19.04.2003 κατασχετήριας επιταγής αναγκαστική εκτέλεση επί των αναφερόμενων στην κατασχετήρια επιταγή ακινήτων και να ακυρωθεί στο σύνολό της η από 19.04.2003 κατασχετήρια επιταγή, με την οποία επιτάσσετο να καταβάλει σ' αυτήν τα περιγραφόμενα ποσά, τα οποία, προέρχονται από δύο συμβάσεις δανείων, όπως αυτά αναφέρονται, πλέον τόκων από 18-04-2003 που είχε συνάψει η αιτούσα με την καθής.

   Με βάση τα παραπάνω προκύπτει  ότι η από 12.3.2002 «Επιταγή - Προς Πληρωμή - Κατάσχεση Ακινήτων» της ΑΤΕ ΑΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, διότι ο Ν. 4332/1929 στον ο ποίο αυτή βασίσθηκε έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 26 παρ. 8 Ν. 2076/1992  και το προνομιακό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Ν. 4332/1929 υπέρ της ΑΤΕ ΑΕ, ακόμη και αν δεν είχε ρητά καταργηθεί με το Ν. 2076/1992, θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να παραμείνει ανεφάρμοστο, ως μη συμβιβαζόμενο με θεμελιώδεις εγγυήσεις  που κατοχυρώνονται από το Σ/1975/1986/2001 και τις διεθνείς συμβάσεις, όπως και με το Κοινοτικό δίκαιο και μετά την κατάργηση ή την αδυναμία εφαρμογής, του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 4332/1929 καθ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για να κρίνει την από 1/4/2002 ανακοπή είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα με τα συνδυασμένα άρθρα 26 παρ. 9 Ν. 2076/1992 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ. (Ισχύς προνομιακών διατάξεων Ν. 4332/1929 υπέρ ΑΤΕ (γνωμ) ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΓΕΣΙΟΥ - ΦΑΛΤΣΗ, Καθηγήτριας ΑΠΘ ΔΕΕ 11/2002 (ΕΤΟΣ 80) 1073: 9 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ - ΜΕΛΕΤΕΣ).

   Με βάση τα προεκτεθέντα, η υπό κρίση ανακοπή, αναρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο. Αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπάγγελτα, προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο και παραπέμπει εκεί την υπόθεση. (344 1991 ΕιρΑΘ ΑρχΝ ΜΒ: 333). Στην περίπτωση αποφάσεως παραπομπής από το αναρμόδιο στο αρμόδιο Δικαστήριο, δεν τάσσεται διάταξη για δικαστικά έξοδα, αφού η απόφαση της παραπομπής είναι οριστική, όχι όμως και τελειωτική και αφού δεν καταργείται η εκκρεμοδικία (425 1990 ΜΠρΚερκ ΙονιαΕπιθΔικ ΜΑΡ 1991: 80)  Στην προκειμένη περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ ύλην αναρμόδιο, ήτοι  το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, κηρυσσομένης της συζητήσεως απαραδέκτου. Δικαστικά έξοδα  δεν επιδικάζονται σύμφωνα με τα παραπάνω, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική.