Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

 

ΕιρΑθ 892/2018

Εργατικές διαφορές - Κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα - Αρχή της αναλογικότητας - Προστασία της περιουσίας - Αρχή ισότητας στα δημόσια βάρη - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων υποπαρ. Γ.1 άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012 -.

 

Οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι του εναγόμενου ΟΑΕΔ συνδεόμενοι με το εναγόμενο με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου οι 8η, 78η και 108η και αορίστου χρόνου οι υπόλοιποι και αμείβονται με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου. Κρίθηκε ότι τα προβλεπόμενα από το άρθρο 16 του ν.4024/2011 επιδόματα εορτών και αδείας καταργήθηκαν από 1-1-2013 με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (Περ. 1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, η οποία όμως αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α και στις αρχές των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως ανίσχυρη και έτσι τυγχάνουν εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν.4024/2011.

 

 

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ (ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ) ΕΡΓΑΤΙΚΏΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός 892/2018

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Αικατερίνη Ζοβάνου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Δήμητρα Αθανασοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23-4-2018, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

 

Των εναγόντων: 1. ……… του ……, ΑΦΜ ……, - 211. ……… του ……, ΑΦΜ ……, κατοίκων όλων ως εκ της εργασίας τους Αλίμου Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Λιανουλόπουλου.

 

Του εναγόμενου: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με των επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ - ΟΑΕΔ», νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο εδρεύει στον ʼλιμο Αττικής και παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικολάου Κουλοχέρη.

 

Η καλούσα-ενάγουσα με την από 4-12-2013 και με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 1823/5-12-2013 κλήση της, της ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών, φέρει προς συζήτηση την από 27-12-2011 και με αριθμό καταθέσεως 2845/28-12-2011 αγωγή της ίδιας διαδικασίας, με την οποία ζήτησε, όσα αναφέρονται σ' αυτή.

 

Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε [μετʼ αναβολή] η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά της εγγραφής της σ' αυτό, επακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά και το δικαστήριο αφού,

 

 

Μελέτησε τη δικογραφία.

 

Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.

 

 

Στην αγωγή, που κρίνεται, εκτίθενται τα παρακάτω: Οι ενάγοντες εργάζονται στο εναγόμενο με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου οι 8η, 78η και 108η ορισμένου χρόνου και οι υπόλοιποι αορίστου χρόνου στην κατηγορία και ειδικότητα, που αναφέρονται στην αγωγή και μισθοδοτούνται από το εναγόμενο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου. Από 1-1-2013 και εφεξής το εναγόμενο δεν τους καταβάλει τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα άδειας επικαλούμενο την κατάργηση αυτών από τις διατάξεις του νόμου 4093/2012. Η ολοσχερής κατάργηση των ως άνω επιδομάτων δεν είναι συμβατή με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ θίγει τον πυρήνα του οικείου περιουσιακού δικαιώματος που παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας των περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων και συγχρόνως παραβιάζεται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των οικονομικώς ασθενέστερων τάξεων (άρθρο 2 παρ. 1 του Συν/τος) και παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών ειδικότερα. Κατόπιν αυτών, αναφέρουν, ότι οι διατάξεις του νόμου 4093/2012 δεν μπορεί να εφαρμοστούν ως αντισυνταγματικές, επομένως σύμφωνα με το 16 του ν.4024/2011, το οποίο είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή και αποτελούν τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και το επίδομα άδειας των ετών 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017 με τον νόμιμο τόκο από τότε που η κάθε παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητούν ακόμα να κηρυχθεί η απόφαση αυτή προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη στο εναγόμενο. Με τα παραπάνω για περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο [άρθρα 9, 14 Ια Κ.Πολ.Δ., 25 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.] κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 591, 614, 622 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητά της από νομική άποψη, μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζητήσεως και την προείσπραξη των δικηγορικών αμοιβών, αφού δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου [άρθρο 6 παρ. 17 του ν.2479/1997 Φ.Ε.Κ,Α' 67/1997, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.].

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν.3833/2010 «Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), αντίστοιχα» . Σύμφωνα με το άρθρο τρίτο παρ. 6 του ν.3845/2010 «6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3. Το Επίδομα Αδείας ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του. 5. Τα επιδόματα των παραγράφων 1, 2 και 3 καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους, το ύψος αυτό, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ.1 « ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/12 «τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013.» Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν .δ. 53/1974 (Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο - από - την τυπική - κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή των προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, No .69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ' αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, No 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S-Α.και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25 Adrejeva κατά Λετονίας, - της 18.2.2009, σκέψη 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50).Σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω στην έννοια της περιουσίας που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω κατάργησή τους αποτελεί εν όλω στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για την στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλειά της». Στην προκειμένη περίπτωση η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας των εναγόντων, ως τμήμα του καταβαλλόμενου σʼ αυτούς μισθού, προβλεπόταν από το άρθρο 1 του ν. 4024/2011 (Α' 297). Πρόκειται δηλαδή περί γεγεννημένων δικαιωμάτων που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και για τον λόγο αυτό η εν όλω αφαίρεση των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων και όχι ο περιορισμός τους, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5 του ν.3833/2010, 3 παρ. 6 του ν. 3845/2010 και 16 του ν. 4024/2011, συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία θα ηδύνατο μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημίωσης για την απώλειά της», όπως έγινε δεκτό με την υπʼ αριθμ. 668/2012 του ΣΤΕ, που θεωρεί ότι παραβιάζεται η διάταξη του εδαφίου 2 του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Ε.Σ.Δ.Α. σε περίπτωση πλήρους στέρησης και όχι απλώς περιορισμού των επιδομάτων, (κατά την μειοψηφία ακόμα και στην περίπτωση του περιορισμού), αφού στην περίπτωση της πλήρους στέρησης θα απαιτούνταν καταβολή αποζημιώσεως για να είναι σύννομη κατά το ΠΠΠ η στέρηση. Εν όψει αυτού η εν όλω κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (Περ. 1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 δεν συνιστά απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος θα ηδύνατο να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί εφόσον δεν θα έθιγε τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ενώ τώρα τον θίγει με την ολοσχερή κατάργηση. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ο σχετικός λόγος της αγωγής είναι νόμιμος. Περαιτέρω οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν.4093/2012, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα), αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικότερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις, καθʼ ο μέρος προβλέπουν πλήρη κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων Πάσχα και αδείας των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, διότι δεν πλήττουν, κατʼ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφʼ ενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφʼ ετέρου. Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, νόμιμος ο λόγος της αγωγής περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας και, ειδικότερα, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος). Ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει την ανθρώπινη αξία, είναι βάσιμος, στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 δεν συναρτούν την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, με τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού αποδοχών, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως (βλ. ΣΤΕ 668/2012 σκεψ.36 ΝΟΜΟΣ). Επομένως η αγωγή με εξαίρεση το αίτημα να κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή κρίνεται νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις και σʼ αυτή του άρθρου 21 εδ. α του ΒΔ26.06/10,07,1944 . Το αίτημα όμως να κηρυχτεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή είναι μη νόμιμο διότι κατʼ άρθρο 909 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ δεν μπορεί να διαταχθεί προσωρινή εκτέλεση απόφασης κατά του Δημοσίου. Το άρθρο 909 παρ.1 του Κ.Πολ δεν θεωρείται ότι έχει καταργηθεί μετά τη δημοσίευση του Ν.2462/1997 που κύρωσε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αλλά συνεχίζει να ισχύει χωρίς να προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.3 του Συμφώνου, που υποχρεώνει τα Κράτη μέλη να εγγυώνται την εκτέλεση (όχι την προσωρινή εκτέλεση) από τις αρμόδιες αρχές κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή μια προσφυγή (αγωγή), αφού με το άρθρο 909 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ δεν αποκλείεται γενικά η εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου και των ΟΤΑ (όπως συνέβαινε με τις χρηματικές απαιτήσεις με το ήδη καταργηθέν άρθρο 8 του ν.2097/1952), αλλά απαγορεύεται απλά και μόνον η εκτέλεση σε ένα πρώιμο στάδιο , προτού δηλαδή η απόφαση τελεσιδικήσει και αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (Π.Πρ.Θεσ. 12582/2015 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή και κατʼ ουσίαν.

 

 

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα:

 

 

Οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι του εναγόμενου συνδεόμενοι με το εναγόμενο με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου οι 8η, 78η και 108η και αορίστου χρόνου οι υπόλοιποι και αμείβονται με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου. Σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προπαρατέθηκαν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 16 του ν.4024/2011 επιδόματα εορτών και αδείας καταργήθηκαν από 1-1-2013 με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΑΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (Περ.1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, η οποία όμως σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο νομικό μέρος της παρούσας αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α και στις αρχές των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως ανίσχυρη και έτσι τυγχάνουν εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν.4024/2011. Περαιτέρω οι αξιώσεις των εναγόντων για την καταβολή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος άδειας των ετών 2013, 2014 και 2015 έχουν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 ν.2362/1995, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο [άρθρο 94 ν.2362/1995] δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή, με την οποία διακόπηκε η παραγραφή, κατατέθηκε στις 13-2-2018 και επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 15-2-2018 [έκθεση επιδόσεως με αριθμό 3044/15-2-2018 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………]. Τέλος η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του ασκούμενου με την υπό κρίση αγωγή δικαιώματος των εναγόντων, που πρόβαλε το εναγόμενο με τον ισχυρισμό ότι οι ρυθμίσεις του ν. 4093/2012 έγιναν στα πλαίσια της άμεσης αντιμετώπισης της διαπιστωθείσας από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας και οι υπό κρίσει περικοπές δεν έγιναν αποσπασματικά μόνο στους ενάγοντες αλλά σε όλους του δημοσίους υπαλλήλους και δεν είχαν στόχο να πλήξουν την οικονομική κατάσταση ειδικά των εναγόντων, κατʼ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της αναφέρεται στο νόμω βάσιμο της αγωγής και ήδη έχει απαντηθεί. Κατά ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί λόγω παραγραφής ως προς τις 143η, 188η, 200η, 203η ενάγουσες, και να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατʼ ουσία βάσιμη ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον κάθε ένα από αυτούς τα ποσά, που αναφέρονται στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας για το Δημόσιο (6% ετησίως) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατʼ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει τους διαδίκους κατά αντιμωλία.

 

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τις 143η, 188η, 200η, 203η, ενάγουσες.

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.

 

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην 174η ενάγουσα το ποσό των οκτακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών [833,73] ευρώ, στην 177η ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [1.520,27], στην 207η ενάγουσα το ποσό των χιλίων διακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα επτά λεπτών [1.272,57] ευρώ και στον καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες το ποσό των δύο χιλιάδων [2.000] ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

Επιβάλλει στο εναγόμενο μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, που ορίζει στο ποσό των διακοσίων [200] ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίασή του στις 30 Ιουλίου 2018.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ