ΕιρΑθ 847/2014

 

Μειώσεις αποδοχών εργαζομένων στην ΣΤΑΣΥ Α.Ε. - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Κρίση ότι οι επιβαλλόμενες μειώσεις κατ εφαρμογή των Ν. 3833/2010 και 3845/2010 δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα (άρθρα 22 παρ. 2, 23 παρ. 1, 25 παρ. 1 εδαφ. δ) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Υπ αριθμ. 34/2006 ατομική γνωμοδότηση του ΝΣΚ. Κρίση ότι η ΑΜΕΛ Α.Ε. (νυν ΣΤΑΣΥ Α.Ε.) θυγατρική της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. δεν εξαιρέθηκε από το δημόσιο τομέα, διότι οι θυγατρικές εταιρείες διαθέτουν ίδια και διακριτή σε σχέση με την μητρική εταιρεία νομική προσωπικότητα και αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 847/2014

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

 

 

Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Πέτρο Νικάκη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Ανδρονίκη Κατσαρού.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Φεβρουαρίου 2014 για να δικάσει την εξής υπόθεση :

 

Των εναγόντων : 1. Α Ν του Η, οδηγού συρμών, κατοίκου Μοσχάτου Αττικής οδός Ε αρ. .., 2. Α Γ του Π, εκπαιδευτή θεμάτων λειτουργίας συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Ν αρ. ..., 3. Α Μ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Π αρ. ..., 4. Α Μ του Β, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Ι αρ. .., 5. Α Σ του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Γ Αττικής οδός Α αρ. ..., 6. Α Τ του Η, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Α αρ. .., 7. Β Ε του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Αλ. Π αρ. …, 8. Β Α του Δ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α, οδός Α αρ. .., 9. Β Δ του Σ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Ν αρ. .., 10. Β Α του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Μ αρ. …, 11. Β Ι του Σ οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Ν αρ..., 12. Γ Ι του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Τ Αττικής οδός Κ αρ. .., 13. Γ Ν του Λ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Κ αρ. .., 14. Γ Γ του Λ, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Α αρ. …, 15. Γ Ν του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Ι Αττικής οδός Ι Π αρ. .., 16. Γ Α του Η, εκπαιδευόμενου οδηγού συρμών, κατοίκου Α Δ Αττικής οδός Φ Ε αρ. …, 17. Δ Δ του Σ οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Ε Μ αρ. …, 18. Ζ Χ του Β, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Φ Αττικής οδός Ι Φ αρ. …, 19. Η Δ του Ι, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Μ. Μ αρ. …, 20. Θ Η του, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Ε Α αρ. …, 21. Θ Μ του Φ, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Π, οδός Α αρ. …, 22. Κ Ε του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Φ αρ. …, 23. Κ Δ του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Α Αττικής οδός Μ αρ…., 24. Κ Ι του Μ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Δ Αττικής οδός Κ Κ αρ. …, 25. Κ Μ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Π, οδός Μ αρ. .., 26. Κ Κ του Ι, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Ρ αρ. …, 27. Κ Ν του Χ, οδηγού συρμών, κατοίκου Μ Αττικής οδός Α Μ αρ. …, 28. Κ Ι του Σ εκπαιδευόμενου οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Π αρ.  …, 29. Κ Ι του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Π, οδός Κ αρ. .., 30. Κ Κ του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Ι Αττικής οδός Α αρ. …, 31. Κ Χ του Ι, οδηγού συρμών, κατοίκου ’ Π Αττικής, οδός Κ αρ. …, 32. Κ Κ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Α οδός Α αρ. …, 33. Κ Π του Γ, οδηγού συρμού, κατοίκου Σ Α οδός Φ αρ. .., 34. Κ Π του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Π, οδός Ν αρ. …, 35. Κ Ν του Μ, επιβλέποντος λειτουργίας συρμών, κατοίκου Π, οδός Α Ό αρ. …, 36. Κ Ι του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Γ Αττικής οδός Π αρ. …, 37. Κ Ν του Δ, οδηγού συρμών, κατοίκου Λ Σ Αττικής οδός Δ αρ. …, 38. Κ Γ του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου ’ Χ Αττικής οδός Μ αρ. …, 39. Κ Α του Δ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ε οδός Χ αρ. …, 40. Κ Χ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Α (περιοχή Κ), οδός Ε αρ. …, 41. Κ Δ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Π αρ. …, 42. Λ Α του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Η αρ. …, 43. Λ Α του Μ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Λ Αττικής οδός Κ αρ. …, 44. Μ Ι του K, επιβλέποντος λειτουργίας συρμών, κατοίκου Κ Π, οδός Μ αρ. …, 45. Μ Π του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Κερατσινίου Πειραιά, Λ. Δημοκρατίας αρ. …, 46. Μ Ε του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α (περιοχή Π), οδός Α αρ. …, 47. Μ Ε του Θ, εκπαιδευόμενου οδηγού συρμών, κατοίκου Α (περιοχή Θ), οδός Η. Π αρ. …, 48. Μ Δ του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Κ αρ. 1…, 49. Μ Α του Θ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Σ Α αρ. …, 50. Μ Χ του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Ψ Αττικής οδός Α Γ αρ. …, 51. Μ Π του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Α αρ. .., 52. Μ Ι του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Κ αρ. …, 53. Μ Π του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Μ αρ. …, 54. Μ Α του Κ, εκπαιδευόμενου οδηγού συρμών, κατοίκου Γ Αττικής οδός Μ αρ. …, 55. Μ Π του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Α αρ. …, 56. Μ Δ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Δ αρ. …, 57. Μ Ε του Γ, επιβλέποντος λειτουργίας συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Ι αρ. …, 58. Μ Ε του Α, οδηγού συρμών, κατοίκου Α (περιοχή Π), οδός Ε αρ. …, 59. Μ Χ του Α, οδηγού συρμών, κατοίκου Γ Αττικής οδός Α Σ αρ. …, 60. Μ Ε του Μ, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Α Γ αρ. …, 61. Ν Κ του Βασιλείου, οδηγού συρμών, κατοίκου Α, οδός Κ αρ. …, 62. Π Σ του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Α, οδός Ε αρ. …, 63. Π Θ του Ι, επιβλέποντος λειτουργίας συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Β αρ. …, 64. Π Ι του Χ, επιβλέποντος λειτουργίας συρμών, κατοίκου Α Α Αττικής, οδός Μ αρ. …, 65. Π Γ του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Σ Αττικής οδός Ν αρ. …, 66. Π Κ του Χ, οδηγού συρμών, κατοίκου Β Αττικής οδός Α αρ. …, 67. Π Κ του Ι, οδηγό συρμού, κατοίκου Π Αττικής οδός Θ αρ. …, 68. Π Χ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Ι Αττικής οδός Ν αρ. …, 69. Ρ Φ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Σ αρ. …, 70. Σ Δ του Ν, οδηγού συρμών, κατοίκου Π, οδός Ο αρ. …, 71. Σ Λ του Ι, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Γ αρ. .., 72. Σ Π του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Η Α οδός Α αρ. …, 73. Σ Γ του Θ, οδηγού συρμών, κατοίκου Ι Αττικής οδός Π αρ. …, 74. Σ Γ του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Σ Αττικής οδός Έ αρ. …, 75. Σ Α του Κ, εκπαιδευόμενης οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Σ αρ. …, 76. Σ Κ του Δ, οδηγού συρμών, κατοίκου Κ Αττικής οδός Π αρ. …, 77. Τ Σ του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Μ αρ. …, 78. Τ Π του Κ, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Κ αρ. …, 79. Τ B του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου ’ Π Αττικής οδός Τ Ι αρ. …, 80. Τ Β του Γ, οδηγού συρμών, κατοίκου Γ Αττικής οδός Π και Π αρ. …, 81. Τ Ι του Λ, εκπαιδευόμενου εκπαιδευτή θεμάτων λειτουργίας συρμών, κατοίκου Ν Π, οδός Μ αρ. …, 82. Φ Σ του Ε, οδηγού συρμών, κατοίκου Η Αττικής οδός Ζ αρ. …, 83. Χ Β του Β, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής οδός Κ αρ. …, 84. Ψ Π του Π, οδηγού συρμών, κατοίκου Α Αττικής οδός Μ αρ. …, 85. Ψ Χ του Β, οδηγού συρμών, κατοίκου Χ Αττικής οδός Α αρ. …, 86. Ψ Α του Α, οδηγού συρμών, κατοίκου Π Αττικής, οδός Μ αρ. … και 87. Σ Ι του Ε, επιβλέποντος λειτουργίας κατοίκου Π Αττικής οδός Ε Β αριθμ. …, εκ των οποίων ο ενάγων με αύξ. αριθμό 53 παραστάθηκε μετά και οι λοιποί ενάγοντες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Στ. Τζαβέλα.

 

Της εναγομένης : εταιρείας με την επωνυμία «Α …… Λ Α.Ε.», που εδρεύει στα Σ Αττικής οδός Κ αρ. 94, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και στην θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Σ …..Α Ε» («Σ Α.Ε.»), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Πηνιώτη.

 

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 27-12-2012 αγωγή τους διαδικασίας εργατικών διαφορών, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό 2971/28-12-2012. Για την συζήτηση της ένδικης αγωγής ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 4-6-2013 και μετ' αναβολήν αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως πιο πάνω αναφέρεται.

 

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι απασχολούνται δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του οδηγού συρμών στην εναγόμενη εταιρεία, στην θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Σ…. Α Ε». Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας τους καθορίζονται με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφει κάθε φορά η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη. Ότι η τελευταία μείωσε τις αποδοχές του συνόλου των εργαζομένων της μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3833/2010 (άρθρ. 1 παρ. 5) και Ν. 3845/2010 αφενός μη νόμιμα καθώς η εναγόμενη έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα ως θυγατρική της εταιρείας Α…Λ Α.Ε., αφετέρου δε αντισυνταγματικά αφού οι σχετικές διατάξεις των Ν. 3833/2010 και 3845/2010 τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στα άρθρα 22 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Ζητούν, λοιπόν, οι ενάγοντες να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς τα αιτούμενα με την αγωγή χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στην διαφορά που έχει προκύψει από την μείωση των αποδοχών τους δυνάμει των Ν. 3833/2010 και 3845/2010 σε σχέση με αυτές που έπρεπε να λάβουν με βάση τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-10-2010 καθώς επίσης στην διαφορά του δώρου Χριστουγέννων μεταξύ των ετών 2009 και 2010 και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό, ήτοι από της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός για το αντίστοιχο ποσό, άλλως νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι τη ολοσχερή εξόφληση καθενός εξ αυτών. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εναγόμενη εταιρεία στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη, συμπεριλαμβάνουσα την αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου τους.

Η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη (άρθ. 14 παρ. Ια ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρ. 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) αρμόδιο, για να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 663 έως 676 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του Ν. 2479/1997, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

 

 

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του ενάγοντος με αύξ. αριθμό 53 (ΠΜ), που εξετάστηκε στο ακροατήριο και των εγγράφων, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εταιρεία "Α…Λ Α.Ε.", καθολικός διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "Σ…. Α.Ε.", με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάζονται άπαντες με την ειδικότητα του οδηγού συρμών πλην των εναγόντων με αύξ. αριθμό 35, 44, 57, 63, 64 και 87, οι οποίοι έχουν την ειδικότητα του επιβλέποντος λειτουργίας συρμών και του ενάγοντος με αύξ. αριθμό 2, που έχει την ειδικότητα του εκπαιδευτή θεμάτων λειτουργίας συρμών. Οι ενάγοντες δε, με αύξ. αριθμό 16, 28, 47, 54, 75 και 81 είναι εκπαιδευόμενοι οδηγοί συρμών. Οι όροι εργασίας και αμοιβής τους καθορίζονταν κάθε φορά με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραφε η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη. Συγκεκριμένα, με τον Ν. 1955/1991 «Ίδρυση Εταιρείας με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Ανώνυμος Εταιρεία και ρύθμιση συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α' 112), ιδρύθηκε στην Αττική η ανώνυμη εταιρεία "ΑΤTIΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.", με σκοπό την μελέτη, κατασκευή, οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του δικτύου υπόγειου σιδηρόδρομου (μετρό). Το σύνολο των μετοχών της εν λόγω εταιρείας ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο διορίζει και την διοίκηση της ως ο μοναδικός μέτοχος. Στο άρθ. 1 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι "η εταιρεία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σ' αυτήν οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο, πλην των ρητά οριζόμενων στον παρόντα νόμο εξαιρέσεων". Στη συνέχεια με τον Ν. 2669/1998 "Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και Περιχώρων" (ΦΕΚ Α' 283) και συγκεκριμένα με το άρθρο 7 παρ. 2 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι "εντός τριών (3) μηνών από την έγκριση του σχεδίου λειτουργίας η Εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. ιδρύει θυγατρική εταιρεία, με σκοπό τη λειτουργία και εκμετάλλευση των υπό κατασκευή γραμμών 2 και 3 της ΑΤTIΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. και κάθε επέκτασης τους καθώς και των εγκαταστάσεων, οχημάτων και των εν γένει υλικών και μέσων". Με το άρθρο 14 παρ. 3α' του Ν. 2867/2000 (ΦΕΚ Α'273), η προθεσμία ίδρυσης της εταιρείας παρατάθηκε μέχρι την 31-12-2000. Σε εκτέλεση των παραπάνω διατάξεων ιδρύθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Α….Λ Α.Ε.), η οποία είναι κατά 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΜ Α.Ε. και η διοίκηση της διορίζεται από το Δημόσιο, το οποίο αποτελεί και τον μοναδικό της μέτοχο. Όπως προαναφέρθηκε, με τον Ν. 1955/1991 η εταιρεία ΑΜ, μητρική της εναγόμενης Α…..Λ Α.Ε. (νυν …..) εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα, εξαίρεση όμως που δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι επεκτάθηκε αυτοδίκαια και στην ανωτέρω θυγατρική της Α.. Α.Ε., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες επικαλούμενοι την υπ' αριθ. 34/2006 ατομική γνωμοδότηση του ΝΣΚ σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση ορισμένης εταιρείας από το δημόσιο επεκτείνεται αυτόματα και στις θυγατρικές της καθώς και στις θυγατρικές που θα συστήσει μελλοντικό, αφού οι θυγατρικές εταιρείες διαθέτουν ίδια και διακριτή, σε σχέση με την μητρική εταιρεία, νομική προσωπικότητα, αποτελούν δηλαδή αυτοτελή νομικά πρόσωπα και η σύνδεση τους με την μητρική εταιρεία περιορίζεται στην χρηματοοικονομική συμμετοχή της τελευταίας και στον εκ μέρους της διορισμό των διοικήσεων των θυγατρικών. Οσοδήποτε στενή σχέση κι αν έχουν, ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις η σχέση αυτή πάντως έγκειται αποκλειστικά στην πραγματική (οικονομική και διοικητική) επιρροή της μητρικής επί των θυγατρικών και δεν εκτείνεται και στην νομική εξάρτηση τους με την έννοια της εξάρτησης από τη νομική μορφή και το νομικό καθεστώς της μητρικής. Αποτελεί, άλλωστε, κοινό τόπο ότι οι θυγατρικές μιας εταιρείας δεν υπάγονται απαραιτήτως στο ίδιο νομικό καθεστώς όπως και η μητρική, αλλά οι εφαρμοστέοι κανόνες καθορίζονται εκάστοτε ανάλογα με το αντικείμενο δραστηριοποίησης τη νομική μορφή, το μέγεθος και άλλα κριτήρια που κατά περίπτωση θέτει η νομοθεσία (βλ. την από 05-10-2010 προσαγόμενη σχετική γνωμοδότηση των καθηγητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Ο. I. Κουκιάδη και Κ. Χρυσόγονου). Τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2010 η εναγόμενη προέβη σε μειώσεις των αποδοχών των εναγόντων και κατέβαλε σε κάθε έναν από αυτούς τα εξής ποσά: Στην πρώτη ποσό 1.841,50 ευρώ, στον δεύτερο ποσό 2.248,25 ευρώ, στην τρίτη ποσό 1.812,25 ευρώ, στον τέταρτο ποσό 2.249,48 ευρώ, στον πέμπτο ποσό 1.868,39 ευρώ, στον έκτο ποσό 1.695,64 ευρώ, στον έβδομο ποσό 1.828,17 ευρώ, στον όγδοο ποσό 1.492,95 ευρώ, στην ένατη ποσό 2.278,63 ευρώ, στον δέκατο ποσό 1.546,77 ευρώ, στον ενδέκατο ποσό 1.914,26 ευρώ, στον δωδέκατο ποσό 2.060,01 ευρώ, στον δέκατο τρίτο ποσό 2.526,40 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ποσό 1.957,99 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ποσό 930,84 ευρώ, στον δέκατο έκτο ποσό 1.812,24 ευρώ, στην δέκατη έβδομη ποσό 1.885,12 ευρώ, στον δέκατο όγδοο ποσό 2.570,12 ευρώ, στον δέκατο ένατο ποσό 1.968,39 ευρώ, στον εικοστό ποσό 2.132,88 ευρώ, στον εικοστό πρώτο ποσό 2.332,08 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο ποσό 2.190,21 ευρώ, στον εικοστό τρίτο ποσό 2.176,61 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο ποσό 2.176,60 ευρώ, στον εικοστό πέμπτο ποσό 1.689,81 ευρώ, στον εικοστό έκτο ποσό 1.987,14 ευρώ, στον εικοστό έβδομο ποσό 2.322,35 ευρώ, στον εικοστό όγδοο ποσό 980,26 ευρώ, στην εικοστή ένατη ποσό 1.340,17 ευρώ, στον τριακοστό ποσό 2.269,08 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο ποσό 1.841,39 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο ποσό 1.885,11 ευρώ, στην τριακοστή τρίτη ποσό 1.987,14 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο ποσό 2.351,49 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο ποσό 2.641,77 ευρώ, στον τριακοστό έκτο ποσό 2.497,24 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο ποσό 1.787,16 ευρώ, στην τριακοστή όγδοη ποσό 2.132,88 ευρώ, στον τριακοστό ένατο ποσό 2.030,86 ευρώ, στον τεσσαρακοστό ποσό 1.885,11 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο ποσό 1.987,14 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο ποσό 1.915,41 ευρώ, στην τεσσαρακοστή τρίτη ποσό 1.685,92 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο ποσό 2.726,90 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πέμπτο ποσό 2.132,88 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έκτο ποσό 1.841,39 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έβδομο ποσό 1.749,77 ευρώ, στον τεσσαρακοστό όγδοο ποσό 2.103,73 ευρώ, στον τεσσαρακοστό ένατο ποσό 1.841,39 ευρώ, στον πεντηκοστό ποσό 2.060,01 ευρώ, στον πεντηκοστό πρώτο ποσό 2.132,89 ευρώ, στον πεντηκοστό δεύτερο ποσό 1.885,11 ευρώ, στον πεντηκοστό τρίτο ποσό 1.841,39 ευρώ, στον πεντηκοστό τέταρτο ποσό 1.622,77 ευρώ, στον πεντηκοστό πέμπτο ποσό 1.939,25 ευρώ, στον πεντηκοστό έκτο ποσό 1.508,09 ευρώ, στον πεντηκοστό έβδομο ποσό 2.641,77 ευρώ, στον πεντηκοστό όγδοο ποσό 2.322,35 ευρώ, στον πεντηκοστό ένατο ποσό 2.726,90 ευρώ, στον εξηκοστό ποσό 1.859,84 ευρώ, στον εξηκοστό πρώτο ποσό 1.885,11 ευρώ, στον εξηκοστό δεύτερο ποσό 2.268,90 ευρώ, στον εξηκοστό τρίτο ποσό 2.522,59 ευρώ, στον εξηκοστό τέταρτο ποσό 2.675,81 ευρώ, στον εξηκοστό πέμπτο ποσό 1.689,81 ευρώ, στην εξηκοστή έκτη ποσό 1.885,11 ευρώ, στον εξηκοστό έβδομο ποσό 1.987,14 ευρώ, στον εξηκοστό όγδοο ποσό 1.543,45 ευρώ, στην εξηκοστή ένατη ποσό 1.851,28 ευρώ, στον εβδομηκοστό ποσό 1.987,14 ευρώ, στον εβδομηκοστό πρώτο ποσό 1.885,11 ευρώ, στον εβδομηκοστό δεύτερο ποσό 1.809,71 ευρώ, στον εβδομηκοστό τρίτο ποσό 2.030,86 ευρώ, στον εβδομηκοστό τέταρτο ποσό 1.014,86 ευρώ, στον εβδομηκοστό πέμπτο ποσό 1.812,24 ευρώ, στον εβδομηκοστό έκτο ποσό 2.263,66 ευρώ, στον εβδομηκοστό έβδομο ποσό 2.278,62 ευρώ, στον εβδομηκοστό όγδοο ποσό 2.132,88 ευρώ, στον εβδομηκοστό ένατο ποσό 1.768,52 ευρώ, στον ογδοηκοστό ποσό 1.907,65 ευρώ, στον ογδοηκοστό πρώτο ποσό 2.484,98 ευρώ, στον ογδοηκοστό δεύτερο ποσό 1.689,81 ευρώ, στον ογδοηκοστό τρίτο ποσό 1.812,24 ευρώ, στον ογδοηκοστό τέταρτο ποσό 2.205,76 ευρώ, στην ογδοηκοστή πέμπτη ποσό 1.987,14 ευρώ, στον ογδοηκοστό έκτο ποσό 2.395,23 ευρώ και στον ογδοηκοστό έβδομο ποσό 2.522,59 ευρώ (βλ. τις προσαγόμενες από τους ενάγοντες αποδείξεις πληρωμής - εκκαθάρισης των μηνών Οκτωβρίου - Νοεμβρίου 2010). Επιπρόσθετα, παρακρατήθηκαν αναδρομικά (για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-5-2010) από την εναγομένη στις αποδοχές του ανωτέρω μήνα τα ποσά, που παρατίθενται αναλυτικά στην ένδικη αγωγή και αναγράφονται στις ανωτέρω αποδείξεις πληρωμής. Όμως βάσει της ισχύουσας ΕΣΣΕ και των ημερών εργασίας τους οι ενάγοντες έπρεπε να έχουν λάβει για τον ίδιο μήνα ως αποδοχές τα εξής χρηματικά ποσά : Η πρώτη ποσό 2.006,50, ευρώ, ο δεύτερος ποσό 2.385,32 ευρώ, η τρίτη ποσό 1.977,28 ευρώ, ο τέταρτος ποσό 2.414,50 ευρώ, ο πέμπτος ποσό 2.000,08 ευρώ, ο έκτος ποσό 1.860,68 ευρώ, ο έβδομος ποσό 1.845,98 ευρώ, ο όγδοος ποσό 1.644,73 ευρώ, η ένατη ποσό 2.443,67 ευρώ, ο δέκατος ποσό 1.685,46 ευρώ, ο ενδέκατος ποσό 2.079,30 ευρώ, ο δωδέκατος ποσό 2.225,05 ευρώ, ο δέκατος τρίτος ποσό 2.652,58 ευρώ, ο δέκατος τέταρτος ποσό 2.079,31 ευρώ, ο δέκατος πέμπτος ποσό 1.012,92 ευρώ, ο δέκατος έκτος ποσό 1.977,28 ευρώ, ο δέκατος έβδομος ποσό 2.123,03 ευρώ, ο δέκατος όγδοος ποσό 2.618,56 ευρώ, ο δέκατος ένατος ποσό 2.139,30 ευρώ, ο εικοστός ποσό 2.297,92 ευρώ, ο εικοστός πρώτος ποσό 2.443,68 ευρώ, ο εικοστός δεύτερος ποσό 2.268,78 ευρώ, ο εικοστός τρίτος ποσό 2.297,93 ευρώ, ο εικοστός τέταρτος ποσό 2.341,65 ευρώ, ο εικοστός πέμπτος ποσό 1.831,53 ευρώ, ο εικοστός έκτος ποσό 2.152,18 ευρώ, ο εικοστός έβδομος ποσό 2.466,99 ευρώ, ο εικοστός όγδοος ποσό 1.066,13 ευρώ, η εικοστή ένατη ποσό 1.441,76 ευρώ, ο τριακοστός ποσό 2.370,90 ευρώ, ο τριακοστός πρώτος ποσό 2.006,43 ευρώ, ο τριακοστός δεύτερος ποσό 2.050,15 ευρώ, η τριακοστή τρίτη ποσό 2.123,03 ευρώ, ο τριακοστός τέταρτος ποσό 2.516,54 ευρώ, ο τριακοστός πέμπτος ποσό 2.823,16 ευρώ, ο τριακοστός έκτος ποσό 2.662,29 ευρώ, ο τριακοστός έβδομος ποσό 1.932,48 ευρώ, η τριακοστή όγδοη ποσό 2.297,92 ευρώ, ο τριακοστός ένατος ποσό 2.195,90 ευρώ, ο τεσσαρακοστός ποσό 2.050,15 ευρώ, ο τεσσαρακοστός πρώτος ποσό 2.152,18 ευρώ, ο τεσσαρακοστός δεύτερος ποσό 2.060,74 ευρώ, η τεσσαρακοστή τρίτη ποσό 1.857,81 ευρώ, ο τεσσαρακοστός τέταρτος ποσό 2.875,38 ευρώ, ο τεσσαρακοστός πέμπτος ποσό 2.297,93 ευρώ, ο τεσσαρακοστός έκτος ποσό 2.006,43 ευρώ, ο τεσσαρακοστός έβδομος ποσό 1.920,68 ευρώ, ο τεσσαρακοστός όγδοος ποσό 2.268,78 ευρώ, ο τεσσαρακοστός ένατος ποσό 2.006,43 ευρώ, ο πεντηκοστός ποσό 2.225,05 ευρώ, ο πεντηκοστός πρώτος ποσό 2.152,18 ευρώ, ο πεντηκοστός δεύτερος ποσό 2.050,15 ευρώ, ο πεντηκοστός τρίτος ποσό 2.006,43 ευρώ, ο πεντηκοστός τέταρτος ποσό 1.787,81 ευρώ, ο πεντηκοστός πέμπτος ποσό 1.964,41 ευρώ, ο πεντηκοστός έκτος ποσό 1.640,20 ευρώ, ο πεντηκοστός έβδομος ποσό 2.823,16 ευρώ, ο πεντηκοστός όγδοος ποσό 2.487,39 ευρώ, ο πεντηκοστός ένατος ποσό 2.881,05 ευρώ, η εξηκοστή ποσό 1.932,48 ευρώ, ο εξηκοστός πρώτος ποσό 2.050,16 ευρώ, ο εξηκοστός δεύτερος ποσό 2.440,79 ευρώ, ο εξηκοστός τρίτος ποσό 2.652,90 ευρώ, ο εξηκοστός τέταρτος ποσό 2.806,14 ευρώ, ο εξηκοστός πέμπτος ποσό 1.831,53 ευρώ, η εξηκοστή έκτη ποσό 2.050,15 ευρώ, ο εξηκοστός έβδομος ποσό 2.152,18 ευρώ, ο εξηκοστός όγδοος ποσό 1.635,71 ευρώ, η εξηκοστή ένατη ποσό 1.985,06 ευρώ, ο εβδομηκοστός ποσό 2.113,31 ευρώ, ο εβδομηκοστός πρώτος ποσό 2.050,15 ευρώ, ο εβδομηκοστός δεύτερος ποσό 2.019,55 ευρώ, ο εβδομηκοστός τρίτος ποσό 2.195,90 ευρώ, ο εβδομηκοστός τέταρτος ποσό 1.107,26 ευρώ, η εβδομηκοστή πέμπτη ποσό 1.977,28 ευρώ, ο εβδομηκοστός έκτος ποσό 2.314,00 ευρώ, ο εβδομηκοστός έβδομος ποσό 2.370,80 ευρώ, ο εβδομηκοστός όγδοος ποσό 2.268,77 ευρώ, ο εβδομηκοστός ένατος ποσό 1.933,56 ευρώ, ο ογδοηκοστός ποσό 2.066,16 ευρώ, ο ογδοηκοστός πρώτος ποσό 2.618,58 ευρώ, ο ογδοηκοστός δεύτερος ποσό 1.831,53 ευρώ, ο ογδοηκοστός τρίτος ποσό 1.933,56 ευρώ, ο ογδοηκοστός τέταρτος ποσό 2.331,94 ευρώ, η ογδοηκοστή πέμπτη ποσό 2.006,43 ευρώ, ο ογδοηκοστός έκτος ποσό 2.560,27 ευρώ και ο ογδοηκοστός έβδομος ποσό 2.703,98 ευρώ.

 

 

Η εναγόμενη συνομολογεί ότι προέβη στην ανωτέρω μείωση των αποδοχών τους πλην όμως νόμιμα, κατ' εφαρμογή του όρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 το οποίο ορίζει ότι "οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του όρθρου 1 του Ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστά επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας". Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αφενός μεν δεν υπάγονται στην ανωτέρω ρύθμιση εφόσον η εναγόμενη είναι θυγατρική της εταιρείας "Α Μ Α.Ε.", η οποία έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα (άρθ. 2 του ν. 3310/2005) και δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις των Ν. 3833/2010 και 3845/2010, αφετέρου δε και πέρα από την ανωτέρω εξαίρεση, οι διατάξεις των νόμων αυτών δεν είναι εφαρμοστέες ως αντικείμενες στα άρθρα 22 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το οποίο έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ αφού θίγεται με αυτές η συλλογική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συμφωνούν στην κατάρτιση ΣΣΕ και προσβάλλονται κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών.

Ο πρώτος ισχυρισμός των εναγόντων περί μη υπαγωγής τους στις διατάξεις των ανωτέρω νόμων λόγω της εξαίρεσης της εναγόμενης από τον δημόσιο τομέα ως συνέπεια παρόμοιας εξαίρεσης της μητρικής της εταιρείας Α Μ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, με τον Ν. 1955/1991 «Ίδρυση Εταιρείας με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Ανώνυμος Εταιρεία και ρύθμιση συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α' 112), ιδρύθηκε στην Αττική η ανώνυμη εταιρεία «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.», με σκοπό τη μελέτη, κατασκευή, οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του δικτύου υπόγειου σιδηρόδρομου (μετρό). Το σύνολο των μετοχών της εν λόγω εταιρείας ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο διορίζει και την διοίκησή της ως ο μοναδικός μέτοχος. Στο άρθ. 1 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «η εταιρεία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σ' αυτήν οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο, πλην των ρητά οριζόμενων στον παρόντα νόμο εξαιρέσεων». Στη συνέχεια με τον Ν. 2669/1998 «Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών Πειραιώς και Περιχώρων» (ΦΕΚ Α' 283) και συγκεκριμένα με το άρθρο 7 παρ. 2 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι «εντός τριών (3) μηνών από την έγκριση του σχεδίου λειτουργίας η Εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. ιδρύει θυγατρική εταιρεία, με σκοπό τη λειτουργία και εκμετάλλευση των υπό κατασκευή γραμμών 2 και 3 της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. και κάθε επέκτασής τους καθώς και των εγκαταστάσεων οχημάτων και των εν γένει υλικών και μέσων». Με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2867/2000 (ΦΕΚ Α' 273), η προθεσμία ίδρυσης της εταιρείας παρατάθηκε μέχρι την 31-12-2000. Σε εκτέλεση των παραπάνω διατάξεων ιδρύθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Α…..Λ Α.Ε. (Α.. Α.Ε.), η οποία είναι κατά 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΜ Α.Ε. και η διοίκησή της διορίζεται από το Δημόσιο, το οποίο αποτελεί και τον μοναδικό της μέτοχο. Όπως προαναφέρθηκε, με τον Ν. 1955/1991 η εταιρεία ΑΜ, μητρική της εναγόμενης Α….Λ Α.Ε. (νυν Σ….) εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα, εξαίρεση όμως που δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι επεκτάθηκε αυτοδίκαια και στην ανωτέρω θυγατρική της Α…..Λ Α.Ε. όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες επικαλούμενοι την υπ' αριθμ. 34/2006 ατομική γνωμοδότηση του ΝΣΚ σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση ορισμένης εταιρίας από το δημόσιο επεκτείνεται αυτόματα και στις θυγατρικές της καθώς και στις θυγατρικές που θα συστήσει μελλοντικά, αφού οι θυγατρικές εταιρείες διαθέτουν ίδια και διακριτή, σε σχέση με την μητρική εταιρεία, νομική προσωπικότητα, αποτελούν δηλαδή αυτοτελή νομικά πρόσωπα και η σύνδεσή τους με την μητρική εταιρεία περιορίζεται στην χρηματοοικονομική συμμετοχή της τελευταίας και στον εκ μέρους της διορισμό των διοικήσεων των θυγατρικών. Οσοδήποτε στενή σχέση κι αν έχουν, ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις η σχέση αυτή πάντως έγκειται αποκλειστικά στη πραγματική (οικονομική και διοικητική) επιρροή της μητρικής επί των θυγατρικών και δεν εκτείνεται και στην νομική εξάρτησή τους με την έννοια της εξάρτησης από τη νομική μορφή και το νομικό καθεστώς της μητρικής. Αποτελεί, άλλωστε, κοινό τόπο ότι οι θυγατρικές μιας εταιρείας δεν υπάγονται απαραιτήτως στο ίδιο νομικό καθεστώς όπως και η μητρική, αλλά οι εφαρμοστέοι κανόνες καθορίζονται εκάστοτε ανάλογα με το αντικείμενο δραστηριοποίησης τη νομική μορφή, το μέγεθος και άλλα κριτήρια που κατά περίπτωση θέτει η νομοθεσία (βλ. την ως άνω γνωμοδότηση των προαναφερομένων καθηγητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.). Κατά συνέπεια, προκειμένου οι θυγατρικές μιας εταιρείας να εξαιρεθούν από τον δημόσιο τομέα, πρέπει αυτό να προβλεφθεί ρητά με ειδική διάταξη νόμου (του ιδρυτικού τους ή άλλου). Στην προκείμενη περίπτωση η εξαίρεση της Α.. Α.Ε. δεν προβλέφθηκε με καμία διάταξη νόμου, ούτε του ιδρυτικού της (Ν. 2669/1998 - άρθρ. 7) αλλά ούτε και οποιουδήποτε άλλου ή έστω με κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ1 εξουσιοδότηση νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί βούληση του νομοθέτη για εξαίρεση της Α.. Α.Ε. από τον δημόσιο τομέα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε τέτοια εξαίρεση θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε για την επίσης θυγατρική της Α Μ Α.Ε., την εταιρεία Τ.. Α.Ε., ο ιδρυτικός νόμος της οποίας (Ν. 2669/1997 άρθ.7Α όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β' του Ν. 2867/2000) ρητά προέβλεψε, κατά παραπομπή στις οικείες διατάξεις για την μητρική εταιρεία, την εξαίρεση της από τον δημόσιο τομέα. Ειδικότερα στην παρ. 1 του άρθρου 7Α του Ν. 2669/1998 προβλέφθηκε ότι η θυγατρική εταιρεία που η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. θα συστήσει για την κατασκευή και διαχείριση του δικτύου αστικών τροχιοδρόμων (τραμ), θα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του Ν. 1955/1991, με τις οποίες η εταιρεία εξαιρείται από την κατηγορία των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αντιθέτως το άρθρο 7 του Ν. 2669/1998, δυνάμει του οποίου ιδρύθηκε η ΑΜΕΛ Α.Ε., επίσης θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., δεν παραπέμπει σε διατάξεις του Ν. 1955/1991. Στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση επισημαίνεται ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θυγατρικών εταιρειών της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., είναι απολύτως εύλογη, ενόψει του διαφορετικού τους αντικειμένου καθώς κύριο αντικείμενο τόσο της μητρικής ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ όσο και της θυγατρικής ΤΡΑΜ Α.Ε., είναι η κατασκευή και επέκταση ενός έργου (του μετρό και του τραμ αντίστοιχα) με μοναδικές για τα ελληνικά δεδομένα κατασκευαστικές τεχνικές και χρηματοοικονομικές απαιτήσεις η επιτυχής εκτέλεση του οποίου προϋποθέτει την αποδέσμευση από τις διατάξεις περί δημόσιου τομέα ενώ αντικείμενο της Α Α.Ε. είναι η λειτουργία και η εκμετάλλευση των γραμμών του μετρό μετά την αποπεράτωση τους για τις οποίες δεν συντρέχουν οι όλως εξαιρετικές απαιτήσεις που συνδέονται με το κατασκευαστικό σκέλος δεδομένου ότι υφίσταται μακρόχρονη εμπειρία στη διαχείριση αντίστοιχων μέσων σταθερής τροχιάς από δημόσιες επιχειρήσεις (Η.. Α.Ε. για τους αστικούς ηλεκτρικούς σιδηρόδρομους και Ο... - ήδη Τ.. Α.Ε. και Π.. Α.Ε. - για τους εθνικούς σιδηρόδρομους και επομένως δεν συνέτρεχαν για την Α.. Α.Ε. λόγοι εξαίρεσης της από τον δημόσιο τομέα. Πέραν αυτών, από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 2669/1998, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα συγχώνευσης με προεδρικό διάταγμα, της Α.. Α.Ε. με την εταιρεία του δημοσίου Η.. Α.Ε., προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να συγχωνευθούν οι ως άνω εταιρείες ως υπαγόμενες και οι δύο στον δημόσιο τομέα. Οι ενάγοντες επικαλούνται το καταστατικό της Α.. Α.Ε., το οποίο έχει περιβληθεί τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου (πράξη 12.727/2001 της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μασούρου-Τσανάκα) και στο οποίο ορίζεται ότι η εταιρεία "δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο πλην των ρητά οριζόμενων στο παρόν καταστατικό" (άρθρ. 1). Όμως το εν λόγω καταστατικό ουδέποτε κατέστη περιεχόμενο νόμου (αντίθετα με το καταστατικό της μητρικής Α Μ Α.Ε., το οποίο αποτέλεσε το άρθρ. 2 του Ν. 1955/1991 και συνεπώς έχει ισχύ νόμου), αλλά τέθηκε με κοινή συμβολαιογραφική πράξη σύμφωνα με τον νόμο περί ανωνύμων εταιρειών. Το καταστατικό της Α.. Α.Ε. έχοντας ισχύ ιδιωτικού εγγράφου έπρεπε να μην αντίκειται στον νόμο. Δεδομένου ότι ουδέποτε προβλέφθηκε με νόμο η εξαίρεση της Α.. από το δημόσιο οι παραπάνω καταστατικές διατάξεις είναι άκυρες και πρέπει να θεωρούνται ως μη γεγραμμένες (βλ. ίδια ως άνω γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. I. Κουκιάδη και Κ. Χρυσόγονου). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγόντων περί εξαιρέσεως της εναγόμενης Α.. Α.Ε. (νυν Σ..) από τον δημόσιο τομέα και την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3833/2010 και 3845/2010 (ΕιρΑθηνών 599/2012 ΤΝΠΔΣΑ).

 

 

Όσον αφορά, δε, στον ισχυρισμό των εναγόντων περί της αντίθεσης των ανωτέρω νόμων στις αναφερόμενες στην αγωγή διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος (άρθρ. 22 παρ. 2, 23 παρ. 1, 25 παρ. 1 εδ. δ') η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι "με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία". Στους γενικούς όρους εργασίας περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και ο μισθός. Επομένως το Σύνταγμα δεν καθορίζει ως αποκλειστική πηγή προσδιορισμού των όρων εργασίας και συνεπώς και του μισθού, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίες αλλά παραλλήλως και το νόμο. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και σε κατάσταση εξαιρετικώς έκτακτων οικονομικών συνθηκών, παρέχεται για το λόγο αυτό από το Σύνταγμα η εξουσία στον κοινό νομοθέτη να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στον καθορισμό των αποδοχών των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως ακριβώς έγινε και με την διάταξη του άρθρου 31 του Ν. 4024/2011. Συνεπώς η περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, όπως και των λοιπών εργαζομένων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η οποία έγινε αφενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσης η οποία κατ' αυτόν είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της και αφετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος αλλά ούτε και στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας όπως όλως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες καθόσον για την περικοπή των αποδοχών τους τηρήθηκαν όλες οι από το Σύνταγμα και το νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις (ΕιρΧαλανδρίου 117/2013, προσκομιζόμενη με τις προτάσεις της εναγομένης). Επιπρόσθετα, με τους ανωτέρω νόμους ρυθμίστηκαν οι βασικοί όροι αμοιβής των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ενώ σε κανένα σημείο του νόμου δεν προβλέπεται ότι απαγορεύεται η δυνατότητα κατάρτισης νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις επιμέρους επιχειρήσεις με τις οποίες θα ρυθμιστούν οι λοιποί όροι εργασίας ενώ, αντίθετα, με το άρθρ. 37 του Ν. 4024/2011 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης και τις ενώσεις των εργαζομένων. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4024/2011 παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρ. 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τη συλλογική αυτονομία είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος και συνακόλουθα απορριπτέος (ΜΠρΘηβών 57/2014 ΔΕΝ τ. 1643 [16-31 Μαρτίου 2014], σελ. 297 επ.).

 

 

Περαιτέρω, οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων. Η δημοσιονομική εξυγίανση δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας στην οποία, κατ' αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα. Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και 3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αυξήσεως των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίσθηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων του Δημοσίου, για την αναθεώρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών, για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων, για την αναδιάρθρωση και την ανάπτυξη του ομίλου Ο.. . Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. Με το σύνολο των μέτρων που έχει λάβει ο νομοθέτης μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνον η αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσεως αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον. Περαιτέρω, με τα επίμαχα μέτρα εξασφαλίζεται ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και συνταξιούχους των οποίων, αντιστοίχως οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ή των 2.500 ευρώ. Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, με τα ανωτέρω δεδομένα δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης εφ' όσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεων και δεν αποκλείεται κατ' αρχήν η διαφοροποίηση αυτών αναλόγως με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέσπισε ως υποχρεωτική τη μείωση των επιδομάτων για όλους τους εργαζομένους και των συνταξιοδοτικών παροχών για όλους τους συνταξιούχους χωρίς να προβλέψει ευχέρεια της Διοικήσεως να κρίνει υπό τον έλεγχο στη συνέχεια των δικαστηρίων, αν θα εφαρμόσει ή όχι την θεσπισθείσα από το νομοθέτη ως γενικό μέτρο μείωση σε κάθε ατομική περίπτωση χωριστά δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 7-5-2013 ΤΝΠΝομος με παραπομπές στην ΟλΣτΕ 668/2012 ΝοΒ 2012, 384 κ.α.).

 

 

Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, ερειδόμενη στος διατάξεις των άρθρ. 4 παρ. 1, 22 παρ. 2, 31 παρ. 1 και 93 παρ. 4 Συντάγματος και 176 ΚΠολΔ, πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 179 περ. γ' ΚΠολΔ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμολία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την ένδικη αγωγή.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαΐου 2014, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΝΙΚΑΚΗΣ          ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ