Ειρηνοδικείο Αθηνών 2589/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προστασία καταναλωτών - Τράπεζες - Σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού καταθέσεων - Εξοδα κίνησης - Καταχρηστικότητα Γ.Ο.Σ. -.

 

Σε τραπεζική κατάθεση η συμφωνία περί καταβολής αμοιβής και εξόδων υπάγεται στον έλεγχο περί καταχρηστικότητας. Τέτοιο χαρακτήρα καταχρηστικότητας λόγω και της αδιαφάνειας του εμφανίζει γενικός όρος τραπεζικής συναλλαγής, σύμφωνα με τον οποίο "η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το λογαριασμό κατά την κρίση της με έξοδα τηρήσεως και κινήσεως αυτού", αφού ένας τέτοιος όρος επιφυλάσσει στον προμηθευτή (τράπεζα) το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, αφήνοντας παράλληλα το τίμημα (έξοδα κίνησης) αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Ο  νόμος για την προστασία των καταναλωτών εφαρμόζεται και σε εν ισχύι σύμβαση με προσαρτημένους ΓΟΣ, έστω και αν αυτή καταρτίστηκε πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη όταν αυτός άρχισε να ισχύει, αφού κρίσιμο χρονικό σημείο είναι εκείνο της χρήσεως των ΓΟΣ και όχι της διατυπώσεως τους.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Κωνσταντίνα Μποζιονέλου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Μελπομένη Μήτσικα.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Μαΐου 2003 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Των εναγόντων: 1. Ν.Μ. του Κ. και 2. Κ. συζ. Ν.Μ., κατοίκων Νέας Σμύρνης, από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πρώτο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της.

   Της εναγομένης: της Τραπεζικής Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." (ALPHA BANK), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Χαρμπαλή.

   Οι ενάγοντες με την από 18-7-2002 αγωγή τους, που εισάγεται με τις διατάξεις περί μικροδιαφορών και κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 7667/02 ζήτησαν όσα περιέχονται σ' αυτή.

   Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε δικάσιμος μετ' αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το οικείο πινάκιο με τη σειρά εγγραφής της.

   Το δικαστήριο αφού άκουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά μελέτησε τη δικογραφία και

   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

   Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών συναλλαγών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 "προστασία των καταναλωτών", που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24β του ν. 2141/1999 "γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24β του ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι "υπέρμετρη" διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (6291/2000 ΝοΒ 2001.644). Περαιτέρω, η τραπεζική κατάθεση αποτελεί μεν ανώμαλη παρακαταθήκη, στην οποία κατ' αρχήν δεν επιτρέπεται η καταβολή αμοιβής, δαπάνης και εξόδων φύλαξης στο θεματοφύλακα, αφού αυτός έχει αποκτήσει την κυριότητα των πραγμάτων και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δανείου, κατ' άρθρο 830 ΑΚ (Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 830 αριθ. 26). Οι διατάξεις όμως αυτές είναι βέβαια ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου μπορεί να συνομολογηθεί η καταβολή αμοιβής και εξόδων. Η συμφωνία όμως αυτή υπάγεται στον έλεγχο περί καταχρηστικότητας. Τέτοιο χαρακτήρα καταχρηστικότητας λόγω και της αδιαφάνειας του εμφανίζει γενικός όρος τραπεζικής συναλλαγής, σύμφωνα με τον οποίο "η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το λογαριασμό κατά την κρίση της με έξοδα τηρήσεως και κινήσεως αυτού", αφού ένας τέτοιος όρος επιφυλάσσει στον προμηθευτή (τράπεζα) το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, αφήνοντας παράλληλα το τίμημα (έξοδα κίνησης) αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε και ια του ν. 2251/1994) (βλ. ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 11.1128, Εφ Αθ 6291/2000 ό.π.). Ο ως άνω νόμος, τέλος, για την προστασία των καταναλωτών εφαρμόζεται και σε εν ισχύι σύμβαση με προσαρτημένους ΓΟΣ, έστω και αν αυτή καταρτίστηκε πριν την έναρξη ισχύος του άνω νόμου, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη όταν αυτός άρχισε να ισχύει, αφού κρίσιμο χρονικό σημείο είναι εκείνο της χρήσεως των ΓΟΣ και όχι της διατυπώσεως τους (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11.1125). Στα μέσα άμυνας, εξάλλου, κατά της καταχρήσεως δικαιώματος (281 ΑΚ) περιλαμβάνεται και η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας (Γεωργιάδη -Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 281 αριθ. 30).

   Στην υπόκριση αγωγή οι ενάγοντες ιστορούν ότι στις 12-6-1990 συνήψαν με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημά της της Νέας Σμύρνης, σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού καταθέσεων, τον οποίο με αριθμό 131-002101-057128 και διατηρούν από τότε. Οτι κατά την ενημέρωση του βιβλιαρίου τους διαπίστωσαν ότι στις 25-6-2002 η εναγομένη χρέωσε με τον κωδικό ΔΕ (διάφορες εισπράξεις) και αριθμό 099 στον παραπάνω λογαριασμό τους και αφαίρεσε από αυτόν το ποσό των 9 ευρώ, όταν δε ζήτησε εξηγήσεις για την ενέργεια αυτή ο πρώτος των εναγόντων, η εναγομένη απάντησε ότι το ποσό αυτό αφορά έξοδα που επιβάλλονται στο λογαριασμό για την τήρηση του, επειδή το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν υπερέβαινε κάποιο ποσό. Οτι στα επόμενα βιβλιάρια πλην του πρώτου που τους χορήγησε η τράπεζα εμπεριέχεται όρος με το περιεχόμενο "ο λογαριασμός χρεώνεται με έξοδα τηρήσεως ή κινήσεως αυτού, σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο της τράπεζας", ο όρος δε αυτός είναι καταχρηστικός κατά το ν. 2251/94 και παράνομα και υπαίτια από την εναγομένη αφαιρέθηκε από το λογαριασμό τους το πιο πάνω ποσό, κατά το οποίο ζημιώθηκαν και το οποίο ζητούν να υποχρεωθεί να τους καταβάλει. Ζητούν επίσης να επιδικαστεί σε καθέναν από τους ενάγοντες το ποσό των 150 ευρώ ως χρηματική τους ικανοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι υπέστησαν ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας τους από την παραπάνω ενέργεια της εναγομένης, η οποία χρησιμοποιεί εν γνώσει της τον παραπάνω καταχρηστικό όρο και εκμεταλλεύεται την αδυναμία των καταθετών - καταναλωτών να αντιδράσουν απέναντι σε τέτοιου είδους μικροχρεώσεις, λόγω της υπέρμετρης σε σχέση με το ποσό που αυθαιρέτως αφαιρείται δικαστικής δαπάνης και του χρόνου που η αντιδικία συνεπάγεται, εξασφαλίζοντας κατ' αυτό τον παράνομο τρόπο από το σύνολο των καταθετών της ένα τεράστιο κέρδος. Ζητούν, τέλος, νομίμους τόκους από την επίδοση της αγωγής.

   Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του αρμοδίου αυτού δικαστηρίου με τις διατάξεις περί μικροδιαφορών και είναι ορισμένη και νόμιμη κατά το μέρος που ζητείται η αποζημίωση, στηριζόμένη στις παραπάνω διατάξεις του ν. 2251/94, 914, 297, 298 και 346 ΑΚ, υφίσταται δε έννομο συμφέρον στα πρόσωπα των εναγόντων προς άσκηση της, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού πρόκειται για περιουσιακό τους δικαίωμα και είναι χωρίς επιρροή για την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος το ύψος τη απαίτησης. Πρέπει, αντιθέτως, να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά το μέρος που ζητείται χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν μάλιστα το σύνολο των καταθετών - καταναλωτών της εναγομένης, δεν συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων, δηλαδή προσβολή κάποιου αγαθού της σωματικής, ψυχικής πνευματικής ή κοινωνικής ατομικότητας τους.

   Για το αντικείμενο της αγωγής καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο (123706 και 123707 ΣΑ αγωγόσημα). Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

   Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την με αριθμό 9702/03 νόμιμα ληφθείσα ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται και όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες στις 12-6-1990 συνήψαν με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημά της της Νέας Σμύρνης, σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού καταθέσεων, τον οποίο με αριθμό 131-002101-057128 και διατηρούν από τότε. Στις 25-6-2002 η εναγομένη χρέωσε με τον κωδικό ΔΕ (διάφορες εισπράξεις) και αριθμό 099 στον παραπάνω λογαριασμό τους και αφαίρεσε από αυτόν το ποσό των 9 ευρώ ισχυριζόμενη, όπως και στις προτάσεις της ότι επιβάλλει το ποσό αυτό, κατόπιν μελετών των αρμοδίων διευθύνσεων της ως έξοδα τηρήσεως και κινήσεως λογαριασμών ταμιευτηρίου, των οποίων το μέσο ημερήσιο υπόλοιπο εξαμήνου είναι μικρότερο των 9 ευρώ, δικαιούμενη να προβεί σε αυτό, αφού στην αρχική σύμβαση της 12-6-1990 υπάρχει όρος υπογεγραμμένος από τους ενάγοντες κατά τον οποίο "η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το λογαριασμό κατά την κρίση της με έξοδα τηρήσεως και κινήσεως αυτού". Ο πιο πάνω γενικός όρος, όμως, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη είναι καταχρηστικός σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε και ια του ν. 2251/1994, που εφαρμόζεται εν προκειμένω αν και η ισχύς του άρχισε μετά την κατάρτιση της άνω συμβάσεως, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εναγομένη, αφού η χρήση του γενικού αυτού όρου γίνεται μετά την έναρξη της εφαρμογής του. Με την παράνομη, ως καταχρηστική και υπαίτια αφαίρεση από το λογαριασμό των εναγόντων του ποσού των 9 ευρώ, η εναγομένη τους ζημίωσε κατά το ποσό αυτό, και πρέπει αφού γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή κατά το μέρος αυτό, να υποχρεωθεί να τους το καταβάλει, όπως ορίζεται στο διατακτικό, αφού απορριφθεί ως μη νόμιμη η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του, διότι πριν την άσκηση της αγωγής ουδέν παράπονο εξέφρασαν, ούτε αμφισβήτησαν ως μη νόμιμη και καταχρηστική την επίδικη χρέωση ούτε ζήτησαν την εξάλειψη της, δεν επεδίωξαν δε τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, αφού υπό τα παραπάνω περιστατικά δεν παρίσταται ως καταχρηστική η άσκηση του με την αγωγή προβαλλόμενου δικαιώματος των εναγόντων, δεδομένου μάλιστα ότι δεν εκδηλώνει η εναγομένη συγχρόνως την υπάρξασα πρόθεση της να επιλύσει εξωδικαστικά υπέρ των εναγόντων την επίδικη διαφορά. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να κατανεμηθεί ανάλογα με την έκταση της νίκη και ήττας κάθε διαδίκου και να επιβληθεί ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, κατά το νόμιμο αίτημα τους, εις βάρος της ενάγουσας (178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

   Για τους λόγους αυτούς

   Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε αποριπτέο.

   Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

   Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες τέσσερα ευρώ και πενήντα λεπτά (4,50), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

   Επιβάλλει εις βάρος της εναγομένης ένα μέρος από τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων, το οποίο ορίζει σε σαράντα (40) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στις 16 Σεπτεμβρίου 2003.