ΕιρΑργοστολίου 75/2015

 

Αμοιβή δικηγόρου - Περιφέρεια Ιονίων Νήσων - Δικηγόρος Ο.Τ.Α.- Αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση - Χρονοεπίδομα -  Μισθολογικές διαφορές - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Κρίθηκε ότι τόσο η διάταξη της ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28.12.12 «Καθορισμός Αποδοχών Δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011» με την οποία έγινε κατάταξη των δικηγόρων που υπηρετούν στους φορείς αυτούς σε βαθμούς αναλόγως του δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένοι, όσο και η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ' «Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα» αριθμός 9 του ν. 4093/2012 με την οποία καταργείται το χρονοεπίδομα για τους δικηγόρους των φορέων αυτών, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές (άρθ. 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 Συντ.), αφού εισάγουν αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση εις βάρος των δικηγόρων που υπηρετούν στους ΟΤΑ, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, δεδομένου ότι με αυτές εισάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δικηγόρων, μη συνδεόμενης με αξιολογικά κριτήρια και με τη μορφή χαριστικού μέτρου, ήτοι ειδικώς υπέρ των δικηγόρων που υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η ίδια πιο πάνω ΚΥΑ είναι αντίθετη και προς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και τούτο διότι αφενός μεν υπαγορεύθηκε από λόγους οικονομικούς, οι οποίοι δε συνάπτονται αμέσως προς τις προσωπικές ικανότητες εκάστου (ηθικές και πνευματικές) για την ευδόκιμη άσκηση δικηγορικού επαγγέλματος, αφετέρου δε διότι με την καθήλωση της ενάγουσας στο βαθμό Β' της κατηγορίας ΠΕ, δεν υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω μισθολογική της εξέλιξη σε ανώτερο υπάρχοντα βαθμό, δηλαδή το βαθμό Α' στον οποίο ήδη έχουν καταταχθεί οι συνάδερφοί της δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της’ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αφού η βαθμολογική της κατάταξη έγινε αμετάκλητα με βάση το Δικαστήριο στο οποίο αυτή υπηρετεί (είναι ήδη δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω) ενώ, περαιτέρω, αυτή έχει υποβιβασθεί τόσο βαθμολογικά, όσο και μισθολογικά, σε σχέση με την προηγούμενη υπηρεσιακή της κατάσταση, η οποία διήρκεσε αμετάβλητη για περισσότερο από 8 χρόνια, αφού αυτή ελάμβανε το βασικό μισθό του πρώτου μισθολογικού κλιμακίου, της κατηγορίας ΠΕ για όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

 

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 75/2015

 

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ

 

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δόκιμη Ειρηνοδίκη Σαμαίων Τρίανταφύλλου Μαριάννα, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Κεφαλληνίας και τη Γραμματέα Αμαλία Λυκιαρδοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 27η Οκτωβρίου 2014 και ώρα 9.00 για να δικάσει τη με αριθμό 85/30.10.2013 αγωγή' μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ….. του ……, Δικηγόρου Παρ' Αρείω Πάγω, υπηρετούσης με πάγια αντιμισθία στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων-Περιφερείακή Ενότητα (Π.Ε. Κεφαλληνίας), κατοίκου Αργοστολιού, οδός …. αριθμ. … και …., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ν. Δάρα.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ., OTA Β' Βαθμού με την επωνυμία «Περιφέρεια Ιονίων Νήσων» με έδρα την Κέρκυρα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υποκατέστησε νόμιμα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της από 01.01.2011 με το άρθρο 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010 («Καλλικράτης») την καταργηθείσα Ν.Α. Κεφαλονιάς και Ιθάκης, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γ. Κομπούγια.

 

Η ενάγουσα με την υπό ημερομηνία 30.10.2013 αγωγή της που απηύθυνε στο Δικαστήριο αυτό και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της.

 

Για τη συζήτηση τη υπόθεσης ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 85/2013 πράξη της Γραμματέα, δικάσιμος η 31.03.2014, μετά δε από αναβολή, εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος" καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί νομικό κανόνα, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων, που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. 0 κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η παράβασή του δε, ελέγχεται από. τα Δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η, κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπ' όψιν των υφιστάμενων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε υπό τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή, αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ ΣτΕ 250/2005, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1202/2003, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2495/2000, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3587/1997, ΔΔικη 1998, 120, ΣτΕ 1519/1995 κ.α.). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου», καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα του Νόμου έναντι αυτών, αλλά δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων. Εάν δε το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως, διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, που θα συνίσταται στη θέσπιση ειδικής ρυθμίσεως, ευνοϊκής για ορισμένη κατηγορία προσώπων από την οποία αποκλείσθηκαν, ρητά ή σιωπηρά, πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη κατηγορία, αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με τα πρόσωπα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία αναφέρεται η σχετική ρύθμιση, τότε το Δικαστήριο, προς άρση της διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας, οφείλει να προβεί σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και στην 'κατηγορία των προσώπων που αποκλείσθηκαν (ΣτΕ 3587/97, ΣτΕ 466/99). Συνεπώς, αν γίνει από το Νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, ομάδα άλλων εργαζομένων, που παρέχουν ίδια, υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και προσόντα εργασία, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η ειδική αυτή ρύθμιση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Για την αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση. Με τον τρόπο αυτό και μόνο αίρεται η, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του Συντάγματος, δημιουργημένη ανισότητα, η οποία θα παρέμενε, με αποτέλεσμα να είναι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία, αν το Δικαστήριο περιοριζόταν σε μόνη την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας της διάταξης, που καθιερώνει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να εφαρμόσει περαιτέρω την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση (ΟλΑΠ 13/1991, ΕλλΔικ32, 1484, ΟλΑΠ 9/2004, ΝοΒ 2005, 44). Ειδικότερη εκδήλωση της καθιερούμενης με το άρθρο 4 παρ. 1 της Συνταγματικής Αρχής της ισότητας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. Β' αυτού, που ορίζει ότι όλοι ο l εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και επομένως τα παραπάνω ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο και γενικά μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε αυτούς που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει όχι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. 87 επ. Συντάγματος, αφού τα Δικαστήρια, στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 αυτού, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη της την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση (ΟλΑΠ 3/1997, ΕΕΔ56, 585, ΟΛΑΠ 12/1992, ΕλλΔνη 1992, 762, ΑΠ 933/2004, 1348, ΑΠ 751/2010, ΑΠ 754/2010,δημοσίευση ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») . Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη» σκοπείται η κατοχύρωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της αξιοπρεπείας του, που πραγματώνεται με την ελευθερία του ατόμου για την αδέσμευτη, μέσα στα όρια που διαγράφονται από τη διάταξη, επιχείρηση ενεργειών που αναφέρονται στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητα του (ΟλΑΠ 7/2012, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΜΠΚορίνθου 359/2014 προσκομιζόμενη).

 

 

Περαιτέρω, κατ' αρθ. 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η δικαστική διαταγή για την εκδίκαση της υπόθεσης με την προσήκουσα διαδικασία δεν παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία, αλλά παρέχει την ευχέρεια στο δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως δεν επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση, για προπαρασκευή των διαδίκων. Το δικαστήριο πρέπει να ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο δικαστήριο, για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε, σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης. Η διαφορά ως προς την εγγραφή στο πινάκιο δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτή απαιτείται μόνο για την ολοκλήρωση του προσδιορισμού της δικασίμου (ΕφΑΘ 1999/2000, ΕΔΠολ 2002/182). Εξ άλλου, δεν μπορεί, η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους με πάγια αμοιβή, να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν ισχύουν καταρχήν επί αυτής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43, 1019-149.2006, Νόμος, ΕφΑΘ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσ 1535/2006 Αρμ 2006.1352), ενώ οι διαφορές, που προκύπτουν, από τη σύμβαση εργασίας δικηγορικής εντολής εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των διαφορών για τις αμοιβές από εργασία (ΑΠ 50/2000 ΑρχΝ 2000.566, 85/1999 ΔΕΝ 1999.1508, ΕφΘεσ 1535/2006, ΕφΑΘ 1715/2004, ό.π. ΜονΠρΑΘ 10760/1987 ΕλλΔνη 1988.760, ΜΠΑ 184/2013, ΝΟΜΟΣ).

 

 

Η υπό εξέτασιν αγωγή διορθώθηκε παραδεκτώς με τις προτάσεις της κατ' άρθρον 224 ΚΠολΔ ως προς το οφειλόμενο ποσό, όπως αυτό περιγράφεται και αναλύεται στην αγωγή, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής ή το αίτημα αυτής, το οποίο παραμένει ίδιο, ήτοι έχει εσφαλμένα υπολογιστεί στην αγωγή ως οφειλόμενο κάποιο κονδύλι ανερχόμενο σε 515 € (υπό στοιχ. Γ σελ. 22), από το κονδύλι αυτό δηλώνει ότι παραιτείται, ωστόσο ουδεμία μεταβολή φέρει στην αγωγή, καθώς δεν έχει συμπεριληφθεί καν στο αιτητικό της. Η ενάγουσα, στην υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι, δυνάμει σχετικής απόφασης του τότε Νομάρχη Κεφαλληνίας και, Ιθάκης, δημοσιευθείσας νομίμως προσελήφθη στην καταργημένη Ν.Α. Κεφαλονιάς-Ιθάκης και ήδη Περιφέρεια Ιονίων Νήσων σε κενή οργανική θέση του κλάδου Π.Ε. δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έχοντας αναλάβει υπηρεσία από 24.02.2003. Ότι μετά την ισχύ του Ν.38 52/2010 («Καλλικράτης») και δυνάμει της με αριθμό 265/3/7-1-2011 διαπιστωτικής πράξης του Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων διαπιστώθηκε η μεταφορά της θέσης της στην ΠΙΝ-Π.Ε. Κεφαλληνίας, όπου υπηρετεί μέχρι και σήμερα. Ότι η σχέση που τη συνδέει με την εναγόμενη είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αμειβόμενη με πάγια περιοδική μηνιαία παροχή. Ότι μέχρι και την 31.10.2011 αμειβόταν σύμφωνα με τη με αριθμό 2/8250/0022/2004 απόφαση των -Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί «κατάταξης δικηγόρων με έμμισθη εντολή στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ σε μισθολογικά κλιμάκια», η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του α. 21 του ν. 3205/2003, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 92Α του Κώδ. Δικ. (Ν.Δ. 3026/1954), κατατασσόμενη, ως δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω στο 1° Μ.Κ., ήτοι το ανώτατο μισθολογικό κλιμάκιο του μισθολογίου των Δημοσίων Υπαλλήλων, όπως άλλωστε και οι έμμισθοι δικηγόροι στον ’ρειο Πάγο που υπηρετούσαν σε όλες τις ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές. Ότι εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β' 498/28.02.2012 α) η ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28.02.2012 «περί καθορισμού αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α'226)», με την οποία καθορίστηκε ο βασικός μισθός για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή που υπηρετούν στους παραπάνω φορείς στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού, καθώς και ΝΠΔΔ, αναλόγως του Δικαστηρίου, στο οποίο αυτοί είναι διορισμένοι και ασκούν τα καθήκοντα τους, καθώς και β) η ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 «περί καθορισμού αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής ίων Ανεξάρτητων Διοικητικών η Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων». Ότι δυνάμει της πρώτης ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28. 02.2012, κατατάχθηκε η ενάγουσα, ως δικηγόρος στον ’ρειο Πάγο στο β' βαθμό της κατηγορίας ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) με βασικό μισθό το ποσό των 1906,00 μηνιαίως, . ενώ, αντίθετα, δυνάμει της δεύτερης με αριθμό 2/17127/0022/2012 ΚΥΑ όλοι οι δικηγόροι που υπηρετούν στις εκεί εμπίπτουσες υπηρεσίες (ΑΔΑ κλπ) κατατάχθηκαν στον Α' βαθμό της κατηγορίας ΠΕ, ανεξάρτητα από το Δικαστήριο στο οποίο, ασκούν τα καθήκοντά τους, λαμβάνοντας ως βασικό μισθό το ποσό των 2.097,00 € και παρ' όλο που αυτοί παρέχουν ομοειδείς υπηρεσίες με αυτές των εμμίσθων δικηγόρων των ΟΤΑ, όπως η ενάγουσα, οι δε τελευταίοι (δικηγόροι των ΟΤΑ) μάλιστα περισσότερες και πολυπλοκότερες, δεδομένου ότι παρέχουν υπηρεσίες (σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στις ως άνω ΑΔΑ κλπ, οι οποίοι ασχολούνται με ένα , περιορισμένο αντικείμενο) σε όλο το φάσμα της επιστήμης και των κλάδων δικαίου και παρ' όλο που μέχρι τις 31.10.2011 αμείβονταν με το ίδιο μισθολόγιο και κατατάσσονταν στην ίδια μισθολογική κλίμακα αναλόγως βαθμού Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούσαν. Ότι, επιπρόσθετα, σι ίδιοι δικηγόροι (ΑΔΑ κλπ), με την παρ. 4 της ως άνω 2/17127/2012 ΚΥΑ σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη 2/71801/0022/02.10.2012 (ΦΕΚ Β' 2827/2012, η οποία αντικατέστησε την παρ. 4 της 2/127/0022/28.02.2012 προγενέστερης ΚΥΑ ώστε να συμπεριληφθούν και οι έμμισθοι δικηγόροι των Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι οποίοι είχαν παραλειφθεί από την ως άνω παρ. 4 και να λαμβάνουν αναδρομικά από 01.11.2011 το χρονοεπίδομα 2%) εξακολουθούν να λαμβάνουν και το χρονοεπίδομα 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου, το οποίο, αντιθέτως, μη νομίμως και όλως αντισυνταγματικώς καταργήθηκε από 01.01.2013, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος Γ', υποπαράγραφος Γ' περί μισθολογικών διατάξεων του Δημοσίου Τομέα» αριθμός 9 του Ν. 4093/2012, για όλους τους υπόλοιπους έμμισθους δικηγόρους του Δημοσίου, των ΟΤΑ (Α' και Β' βαθμού) και των ΝΠΔΔ, όπως και για την ενάγουσα. Ότι τόσο η ως άνω ΚΥΑ με αριθμό 17132/2012 όσο κα l η διάταξη του α. 1 παράγραφος Γ', υποπαράγραφος Γ' περί μισθολογικών διατάξεων του Δημοσίου Τομέα αριθμός 9 του Ν. 4093/2012 σε συνδυασμό με την παρ. 4 της ΚΥΑ 17127/2012, αλλά καl η ΚΥΑ 71801/2012 εισάγουν δυσμενή και ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ των εμμίσθων δικηγόρων που υπηρετούν στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ -συμπεριλαμβανομένης και της ενάγουσας- και των λοιπών εμμίσθων δικηγόρων που υπηρετούν στις ΑΔΑ ή στις Ρυθμιστικές αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι οποίοι τελευταίοι έχουν καταταχθεί συνολικώς στο βαθμό Α' με αντίστοιχο βασικό μισθό εξ 2.097,00 € (αντί του βασικού μισθού 1906,00 € που λαμβάνει η ενάγουσα) μηνιαίως και μάλιστα ανεξάρτητα από το Δικαστήριο στο οποίο είναι διορισμένοι, ενώ διατηρείται για τους ίδιους το χρονοεπίδομα 2%, το οποίο έχει καταργηθεί για τους άλλους (δικηγόρους ΟΤΑ κλπ) . Ότι οι διατάξεις αυτές εισάγουν διάκριση' κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και αναλογικότητας ενώ αντιβαίνουν και σ' αυτές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και οικονομικής εξέλιξης με ίσους όρους, στη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού δημιουργούν έμμισθους δικηγόρους «δύο ταχυτήτων», χωρίς μάλιστα επίκληση οποιουδήποτε δημοσίου και εννόμου συμφέροντος για την ύπαρξη και διατήρηση της διάκρισης αυτής, αλλά και κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη καl τυγχάνουν, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικές.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η ενάγουσα, επικαλούμενη την αντισυνταγματικότητα των ως άνω αναφερόμενων διατάξεων, οι οποίες εισάγουν δυσμενή εις βάρος της διάκριση, ζητά: α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να την αναγνωρίσει αναδρομικά από 01.01.2011 και εφεξής ως έμμισθη δικηγόρο της με το βαθμό Α', β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ποσό των 3.318,00 € που ανταποκρίνεται στη διαφορά του βασικού της μισθού της πάγιας αντιμισθίας της και του χρονοεπιδόματος από 01.11.2011 μέχρι και 31.12.2012 και να υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει το ποσό αυτό από 01.11.2011 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 7.010,00 €, που αντιστοιχεί στη διαφορά του βασικού μισθού της παγίας αντιμισθίας της και σε ολόκληρο το χρονοεπίδομα 2% από την 01.01.2013 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (Οκτώβριος 2013) και να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό αυτό μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει εφεξής από το χρόνο άσκησης της αγωγής του και για το μέλλον το βασικό μισθό της, υπολογιζομένου τούτου με το βαθμό Α', όπως ο τελευταίος διαμορφώνεται εκάστοτε με το αντίστοιχο χρονοεπίδομα 2% για κάθε δύο χρόνια δικηγορίας από την εγγραφή στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, υπολογιζόμενο επί του εκάστοτε διαμορφούμενου βασικού μισθού της προηγούμενης διετίας ε) να υποχρεωθεί η εναγόμενη με τη διάταξη του 947 ΚΠολΔ να την ανεχθεί στον παραπάνω βαθμό Δ' και για το μέλλον με τις εντεύθεν μισθολογικές έννομες συνέπειες ήτοι την καταβολή του εκάστοτε βασικού μισθού του βαθμού Α' και την αντίστοιχη καταβολή χρονοεπιδόματος 2% με την απειλή χρηματικής ποινής κατ' αυτής, ύψους 3.000,00 € για κάθε μελλοντική παραβίαση της υποχρέωσης ανοχής της, στ) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη με τη διάταξη του α. 947 ΚΠολΔ να την ανεχθεί στον παραπάνω βαθμό Α' και για το μέλλον με τις εντεύθεν μισθολογικές έννομες συνέπειες, ήτοι την καταβολή του εκάστοτε βασικού μισθού του βαθμού Α' και την αντίστοιχη καταβολή χρονοεπιδόματος 2% με την απειλή χρηματικής ποινής κατ' αυτής ύψους 3.000 € για κάθε μελλοντική παραβίαση της υποχρέωσης ανοχής της ζ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει όλα τα κονδύλια νομιμότοκα από τότε που το καθένα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της κοινοποιήσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, η) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινός εκτελεστή και θ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της.

 

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίσιν αγωγή παραδεκτός και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 14 παρ. 1α και 678 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ορθή ειδική διαδικασία των άρθρων 677 επ. του, ΚΠολΔ και όχι κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ) με την οποία εισήχθη (βλ. ως άνω μείζονα), δεδομένου ότι δεν προκαλείται δικονομική βλάβη στους διαδίκους, ενώ καλύπτονται οι προϋποθέσεις της εφαρμοστέας διαδικασίας των αμοιβών από την εισαχθείσα διαδικασία, είναι ορισμένη, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 648 ΑΚ, 70, 176, 907, 908, 947 ΚΠολΔ και 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Σημειώνεται ότι ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας δεν υποχρεούται, ως εκ του ότι η τελευταία είναι δικηγόρος και αφορά προσωπική της υπόθεση, στην καταβολή γραμματίου προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ (άρθρο 82 περ. 2 του ν. 4194/2013). Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντ ικαταστάθηκε με την παρ. 17 του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997, η ενάγουσα δεν υποχρεούται στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Το αίτημα, τέλος, για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινός εκτελεστής, είναι νόμιμο στηριζόμενο στις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 7 του π.δ. 166/ 2003 καθώς και σε εκείνες των άρθρων 904, 907, 908 ΚΠολΔ, διότι η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κρότους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και-14 § 1 του, Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικό Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002. 1009, 21/2001 ΕλλΔνη 2002. 83, Εφ Αθ 6457/2011, ΕλλΔνη 2012, 1064, Πρακτικά 7ης Γεν. Συνεδρίασης της ΟλΕλΣυν της 12.3.2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη X., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η . αναγκαστική εκτέλεση, κατά του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ υπό την ισχύ του άρθρου 94 § 4Συντ, ΝοΒ 2003. 15*16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, ΝοΒ 2003. 3, 3811/2014 ΠΠΑΘ ΝΟΜΟΣ).

 

 

Τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός της ενάγουσας, υποβληθείς επ' ακροατηρίω, περί απαραδέκτου λόγω έλλειψης δικαστικής πληρεξουσιότητας του ανωτέρω παρασταθέντος δια λογαριασμό του αιτούντος Ν.Π.Δ.Δ. δικηγόρου Πατρών, Γεωργίου Κομπούγια, διότι προσκομίζεται το προγενέστερο της συζήτησης αποσπάσμα από το υπ’ αριθμ. 20/29.08.2014 (αριθμός απόφασης 571-20/29.08.2014) Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων [αλλά και το με αριθμ. 27/21.10.2014 πρακτικό .της ίδιας Επιτροπής (αριθμός απόφασης 704-27/21.10.2014) καθώς και με αρ. πρωτ. 32585/9011/24.10.2014 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης] [βλ. σχετ. και άρθρο 176 περ. ιγ' του ν. 3852/2010], με την οποία ανατέθηκε στον ως άνω δικηγόρο η εκπροσώπηση του εναγομένου νομικού προσώπου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την ως άνω δικάσιμο η σε οποιαδήποτε μετ' αναβολή αυτής με επαρκή αιτιολογία ως προς τη σε αυτόν ανάθεση. Σημειώνεται δε ότι η προσκόμιση των ως άνω νομιμοποιητικών παραδεκτώς προσκομίζονται μετά την επ' ακροατηρίω συζήτηση και εντός τριημέρου από αυτήν, δυνάμενα, άλλωστε να προσκομιστούν και αργότερα, μετά από σχετική παραγγελία του Δικαστηρίου κατ' άρθρον 227 ΚΠολΔ (βλ.και ΑΠ 537/2014, επιχείρημα a contrario).

 

 

Από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία χρησιμεύουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (α. 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ), τη με αριθμό 2338/2014 ένορκη βεβαίωση του …. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών …., που λήφθηκε νομότυπα με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από κλήτευση του εναγομένου προ τουλάχιστον δύο εργασίμων ημερών, από τους προβληθέντες ισχυρισμούς και από τη διαδικασία γενικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, δικηγόρος Κεφαλληνίας, διορίστηκε στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, δυνάμει της με αριθμό …./22.07.1991 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ Γ' με αριθμό …/29.07.1991, ενεγράφη δε στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας στις 17.09.1991 με Αριθμό Μητρώου …/1991, ενώ δυνάμει της με αριθμό …/31.05.2002 απόφασης του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας προήχθη σε δικηγόρο στον ’ρειο Πάγο (βλ. τη με αριθμό 224/10.09.2013 προσαγόμενη και προσεπικαλούμενη Βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας). Το έτος 2003, δυνάμει της με αριθμό 442/05.02.2003 απόφασης του τότε Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης, δημοσιευθείσας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος ΝΠΔΔ) στο φύλλο 29 στις 12.02.2003, προσελήφθη στην καταργημένη Ν.Α. Κεφαλονιάς-Ιθάκης και ήδη Περιφέρεια Ιονίων Νήσων σε κενή οργανική θέση του κλάδου Π.Ε. δικηγόρων με παγία αντιμισθία, έχοντας αναλάβει υπηρεσία από 24.02.2003 (βλ. προσαγόμενα και προσεπικαλούμενα με αριθμό 29/12.02.2003 ΦΕΚ και με αριθμό 720/27.02.2003 έγγραφο του Προϊστάμενου του Τμήματος Προσωπικού της Ν/Α Κεφαλληνίας και Ιθάκης). Μετά την ισχύ του Ν.3852/2010 («Καλλικράτης», ΦΕΚ 87Α) και την υποκατάσταση της Ν.Α. Κεφαλονιάς από την εναγόμενη Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, δυνάμει της προσαγόμενης και προσεπικαλούμενης με αριθμό 265/3/7-1-2011 διαπιστωτικής πράξης του Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων διαπιστώθηκε η μεταφορά της θέσης της στην ΠΙΝ-Π.Ε. Κεφαλληνίας ήδη από 01.01.2011, όπου υπηρετεί μέχρι και σήμερα, η δε σχέση που τη συνδέει· με την εναγόμενη είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αμειβόμενη με πάγια περιοδική μηνιαία παροχή, ενώ καταβάλλει φόρο μισθωτών υπηρεσιών, καθώς και εισφορές υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων και εν γένει υπόκειται στις κρατήσεις που υπόκεινται όλοι οι υπάλληλοι του εναγομένου ΝΠ, όπως ειδική εισφορά αλληλεγγύης, ειδική εισφορά υπέρ ΟΑΕΔ κλπ (βλ. σχετ. Από Ιανουαρίου 2013 Απόδειξη μισθοδοσίας). Μέχρι και τις 31.10.2011 η ενάγουσα αμειβόταν σύμφωνα με τη με αριθμό 2/8250/0022/2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί «κατάταξης δικηγόρων με έμμισθη εντολή στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ σε μισθολογικά κλιμάκια» η οποία εξεδόθη κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 3205/2003, ήτοι λαμβάνοντας, ως δικηγόρος στον ’ρειο Πάγο, το βασικό μισθό του πρώτου μισθολογικού κλιμακίου, ήτοι του ανώτατου μισθολογικού κλιμακίου του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β'498/28.02.2012: α) η ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28.02.2012 «περί καθορισμού αποδοχών δικηγόρων, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011» (Α'226), δυνάμει της οποίας καθορίστηκε ο βασικός μισθός για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή που υπηρετούν στους παραπάνω φορείς, συμπεριλαμβανομένων και των ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού καθώς και ΝΠΔΔ, αναλόγως του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείο, Εφετείο, ’ρειο Πάγο) στο οποίο αυτοί είναι διορισμένοι και ασκούν τα καθήκοντά τους, ανερχόμενος στο ποσό των 1.906,00 € (βλ. α. 13 του ν. 4024/2011 και της σχετικής του νόμου εγκυκλίου με αριθμ. Υπ. Οικ. 2/78400/0022/14.11.2011) μηνιαίως για δικηγόρους παρ' Αρείω Πάγω όπως η ενάγουσα, οι οποίοι (δικηγόροι στον ΑΠ) κατατάσσονται στο β' βαθμό της κατηγορίας Π.Ε. (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης). Επιπλέον καταβάλλεται επί του βασικού μισθού χρονοεπίδομα 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου, β) η ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 «περί καθορισμού αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων», δυνάμει της οποίας και αντίθετα με την προηγούμενη ΚΥΑ όλοι οι δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής που υπηρετούν στις ανεξάρτητες Διοικητικές (ΑΔΑ) ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων κατατάχθηκαν στον Α' Βαθμό της κατηγορίας ΠΕ, ανεξάρτητα από το Δικαστήριο στο οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους και λαμβάνοντας ως βασικό μισθό το ποσό των 2.097,00 €, όπως αυτός προκύπτει από τον υπολογισμό της διάταξης του α. 13 του ν. 4024/2011 και της σχετικής του νόμου εγκυκλίου με αριθμ. Υπ. Oικ. 2/78400/0022/14.11.2011. Ομοίως με ανωτέρω, με την παρ. 4 της εν λόγω ΚΥΑ, προβλέφθηκε για τους δικηγόρους των ΑΔΑ με έμμισθη εντολή η καταβολή χρονοεπιδόματος σε ποσοστό 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής στα μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, ενώ με τη μεταγενέστερη 2/71801/0022/02.10.2012 (ΦΕΚ Β'2827/2012) ΚΥΑ, τροποποιήθηκε η ως άνω παράγραφος 4 ώστε να συμπεριληφθούν στη χορήγηση του χρονοεπιδόματος και οι έμμισθοι δικηγόροι των Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων αναδρομικά από 01.11.2011. Αντίθετα, με το άρθρο 1 παρ. Γ, υποπαράγραφος Γ' «Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα», αριθμός 9 του ν. 4093/2012 καταργήθηκε από 01.01.2013 το χρονοεπίδομα που προβλέπεται στην παρ. 1 του διατακτικού της κοινής υπουργικής απόφασης : αριθμό 2/17132/0022/28.02.2012 (ΦΕΚ Β'498), δηλαδή χρονοεπίδομα που ως τις 31.12.2012 λάμβαναν οι δικηγόροι που  παρείχαν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 όπως η 'ενάγουσα, ενώ διατηρήθηκε αυτό για τους δικηγόρους που υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο των παραπάνω Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων, αλλά και του άρθρου 1 παράγραφος Γ', υποπαράγραφος Γ' «Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα», αριθμός 9 του Ν. 4093/2012, προκύπτει σαφώς ότι με τις διατάξεις αυτές καθιερώθηκε διάκριση μεταξύ των δικηγόρων που υπηρετούν στους ΟΤΑ και των δικηγόρων που υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και συγκεκριμένα, αφενός μεν ως προς τον καθορισμό του βασικού μισθού, με την κατάταξή τους σε βαθμούς αναλόγως του Δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένοι, αναφορικά με τους πρώτους, ενώ για τους δεύτερους με την κατάταξή τους συνολικώς στον Α' βαθμό χωρίς κανένα κριτήριο, αφετέρου δε ως προς την κατάργηση του χρονοεπιδόματος για τους πρώτους και τη διατήρησή του για τους δεύτερους. Επομένως οι προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκαν κατά παράβαση της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 αλλά και του άρθρου 22παρ. 1 εδ. β' Συντ. του Συντάγματος αφού εισάγουν ανεπίτρεπτες διακρίσεις, υπό τη μορφή ειδικού προνομίου, χωρίς αξιολογικά κριτήρια, εις βάρος των δικηγόρων που υπηρετούν στους ΟΤΑ σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που υπηρετούν στις προαναφερόμενες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές και Επιτροπές, δεδομένου μάλιστα ότι πριν από τη θέσπιση των διατάξεων αυτών όλοι οι υπηρετούντες στο Δημόσιο Τομέα, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ δικηγόροι, αμείβονταν χωρίς διάκριση, συνολικώς, δυνάμει της με αριθμό 2/8250/0022/2004 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Κατάταξη Δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια», η οποία εκδόθηκε κατ ' εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 3205/2003, καθώς και των άλλων ΚΥΑ που παρέπεμπαν στην προαναφερόμενη απόφαση για τον καθορισμό των αποδοχών (βλ. σχετ. ΚΥΑ 2/4771/0022/06 «Καθορισμός Αμοιβής Δικηγόρων του αυτοτελούς γραφείου νομικής υποστήριξης της Επιτροπής Ανταγωνισμού» και ΚΥΑ 2/70543/0022/05 «Καθορισμός Αμοιβής δικηγόρου με έμμισθη εντολή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ)») (Ειρ. Γιαννιτσών 83/2013, πρόσκομιζόμενη, Ειρ. Κορίνθου 995/2013 προσκομιζόμενη).

 

 

Επομένως, τόσο η διάταξη της ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28.12.12 (ΦΕΚ Β'498) «Καθορισμός Αποδοχών Δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με- σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α' 226)» με την οποία έγινε κατάταξη των δικηγόρων που υπηρετούν στους φορείς αυτούς σε βαθμούς αναλόγως του δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένοι, όσο και η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ' «Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα» αριθμός 9 του ν. 4093/2012 με την οποία καταργείται το χρονοεπίδομα για τους δικηγόρους των φορέων αυτών, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, αφού εισάγουν αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση εις βάρος των δικηγόρων που υπηρετούν στους ΟΤΑ, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, δεδομένου ότι με αυτές εισάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δικηγόρων, μη συνδεόμενης με αξιολογικά κριτήρια και με τη μορφή χαριστικού μέτρου, ήτοι ειδικώς υπέρ των δικηγόρων που υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων.

 

 

Ειδικότερα ως προς το ανωτέρω χρονοεπίδομα, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 που αφορά στη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος Γ', υποπαράγραφος Γ', «Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα», αριθμός 9, με την οποία καταργείται το χρονοεπίδομα αυτό για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, δεν αναφέρονται αναγκαίοι λόγοι κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, ούτε κάποιου άλλου είδους αιτιολογία για τη θέσπιση της διάταξης αυτής, όπως επίσης δεν υφίσταται κανενός είδους αιτιολογία και στην ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/28.12.12 (ΦΕΚ Β' 498) «Καθορισμός Αποδοχών Δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α'226)», με την οποία θεσπίζεται διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική μεταχείριση των αναφερόμενων σε αυτή δικηγόρων. Αντιθέτως, σε άλλο σημείο της προαναφερόμενης αιτιολογικής έκθεσης και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο ΙΓ' «Ρυθμίσεις Θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», αριθμός 8β', ο νομοθέτης παραδέχεται ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των παρεχόμενων δικηγορικών υπηρεσιών αναφέροντας επί λέξει ότι οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή, πρέπει να προβλέπονται νομοθετικά και να είναι ανάλογες με εκείνες των συναδέλφων τους, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως έχει ήδη προσδιορισθεί, γεγονός που επιβάλλεται από τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας, δεδομένου του ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι ίδιες (ΜΠΚορίνθου 359/2014, προσκομιζόμενη).

 

 

Εξάλλου, οι υπηρετούντες σε ΟΤΑ δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής έχουν την ίδια ιδιότητα με τους συναδέλφους τους που υπηρετούν σε Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και παρέχουν όμοιου επιπέδου νομικές υπηρεσίες (συμμετοχή σε συμβούλια και δημοτικές Επιτροπές, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, εκπροσώπηση του εναγομένου σε όλων των βαθμιδών και των δικαιοδοσιών δικαστήρια) και εργασία τουλάχιστον ίσης αξίας, μάλιστα ασχολούνται με όλο το φάσμα της νομικής επιστήμης και των κλάδων δικαίου και με πολλαπλάσιο όγκο δουλειάς μετά και τη μεταφορά πλήθους αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες με την εφαρμογή του Ν. 3852/2010, σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις ως άνω αρχές και Επιτροπές, οι οποίοι ασχολούνται με πιο περιορισμένο αντικείμενο (ΕιρΚορίνθου 995/2013 προσκομιζόμενη και ως άνω ένορκη βεβαίωση …). Περαιτέρω και ειδικά για την ενάγουσα, αποδείχθηκε (βλ. ως άνω ένορκη βεβαίωση) ότι αυτή ασχολείται με τη νομοθεσία αλλά και παραστάσεις στο ΣτΕ για δημόσια έργα, δημόσιο λογιστικό, προμήθειες δημοσίου τομέα, υποθέσεις αφορώσες στο υπαλληλικό δίκαιο, φαρμακευτική και περιβαλλοντική νομοθεσία ακόμα για την έκδοση και ανάκληση αδειών φαρμακείων, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, εκπροσώπηση της ΠΙΝ στα ανώτατα δικαστήρια (Στε, Ελεγκτικό Συνέδριο, ΑΠ) , Διοικητικά και Πολιτικά, Εφετεία, Πρωτοδικεία κ.ο.κ., ενώ έχει αρνηθεί κατά καιρούς να αναλάβει υποθέσεις άλλων εντολέων με αποτέλεσμα να μένει πίσω λόγω φόρτου εργασίας η προσωπική της πελατεία.

 

 

Περαιτέρω, η ίδια με αριθμό 2/17132/0022/2012 ΚΥΑ είναι αντίθετη και προς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, στην οποία περιλαμβάνεται η επαγγελματική ελευθερία και η οικονομική εξέλιξη με ίσους όρους και τούτο διότι αφενός μεν υπαγορεύθηκε από λόγους οικονομικούς, οι οποίοι δε συνάπτονται αμέσως προς τις προσωπικές ικανότητες εκάστου (ηθικές και πνευματικές) για την ευδόκιμη άσκηση δικηγορικού επαγγέλματος (ΣτΕ 1570/2011 ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε διότι με την καθήλωση της ενάγουσας στο βαθμό Β' της κατηγορίας ΠΕ, δεν υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω μισθολογική της εξέλιξη σε ανώτερο υπάρχοντα βαθμό, δηλαδή το βαθμό Α' στον οποίο ήδη έχουν καταταχθεί οι συνάδερφοί της δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αφού η βαθμολογική της κατάταξη έγινε αμετάκλητα με βάση το Δικαστήριο στο οποίο αυτή υπηρετεί (είναι ήδη δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω) ενώ, περαιτέρω, αυτή έχει υποβιβασθεί τόσο βαθμολογικά, όσο και μισθολογικά, σε σχέση με την προηγούμενη υπηρεσιακή της κατάσταση, η οποία διήρκεσε αμετάβλητη για περισσότερο από 8 χρόνια, αφού αυτή ελάμβανε το βασικό μισθό του πρώτου μισθολογικού κλιμακίου, της κατηγορίας ΠΕ για όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα (βλ. προσκομιζόμενες ΜΠΑλεξ. 238/2014, Ειρ. Γιαννιτσών 83/2013 και Ειρ. Κορινθου 995/2013).

 

 

Σημειώνεται ότι η ενάγουσα, προ της ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής, δυνάμει της με αριθμό πρωτ. 49991/14919/10.09.2013 αιτήσεώς (προσκομιζόμενη και προσεπικαλούμενη) της ενώπιον του εναγομένου (Δ/νση Διοικητικού-Οικονομικού) ζήτησε από αυτό τη θεραπεία της ως άνω περιγραφείσας διάκρισης σε βάρος της και τη συνακόλουθη αναδρομική κατάταξή της από 01.01.2011 και εφεξής στο βαθμό Α' καθώς και να της καταβληθεί η διαφορά της μισθοδοσίας της επί του βασικού μισθού της με την καταβολή της διαφοράς του χρονοεπιδόματος και εφεξής για το μέλλον, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση από την υπηρεσία.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, προς άρση της διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε επέκταση της εφαρμογής των ανωτέρω αναφερόμενων ειδικών ρυθμίσεων κα l στην ενάγουσα που αποκλείσθηκε αδικαιολόγητα (Στε 3587/1997,ΣτΕ466/1999), συνεπώς είναι άμεσα εφαρμοστέα από την ημερομηνία ισχύος της και για αυτήν η ευνοϊκότερη διάταξη της παραγράφου 2 της ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 (ΦΕΚ Β'498) «Καθορισμός αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων» με την οποία καθορίστηκε ως βασικός μισθός για δικηγόρους που υπηρετούν σ' αυτές ο μισθός του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, καθώς και η διάταξη της παρ. 4 της ίδιας ΚΥΑ με την οποία χορηγήθηκε το αναφερόμενο σε αυτήν χρονοεπίδομα, το οποίο κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 13 Ν. 4024/2011 και της σχετικής ερμηνευτικής του Νόμου αυτού εγκυκλίου μεν αριθμό ΥΠ.ΟΙΚ.2/78400/0022/14.11.2011 νοείται ως ποσοστό 2% επί του αρχικώς καθορισθέντος βασικού μισθού και στη συνέχεια επί' του αμέσως προηγούμενου προσαυξημένου βασικού μισθού στρογγυλοποιημένου στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Επιπροσθέτως είναι άμεσα εφαρμοστέα αναλογικά και για την ενάγουσα η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 Ν. 4024/2011 με την οποία χορηγείται προσαύξηση 2% επί του βασικού μισθού του προηγούμενου μισθολογικού κλιμακίου, που απονέμεται σε όλους τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και στους ΟΤΑ, δεδομένου ότι η ενάγουσα αντιμετωπίζεται μισθολογικά, φορολογικά και ασφαλιστικά, όπως και όλοι οι τακτικοί υπάλληλοι του εναγομένου, στον οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του (ΝΟΜΟΣ, ΓνΝΣΚ 111/2012, Ειρ. Γιαννιτσών 83/2013, Ειρ. Κορίνθου 995/2013 προσκομιζόμενες).

 

 

Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, το εναγόμενο οφείλει από 01.11.2011 να καταβάλει στην ενάγουσα τις αποδοχές του βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός διαμορφώθηκε με την προσθήκη χρονοεπιδόματος σε ποσοστό 2% για κάθε 2 έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής της ενάγουσας στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας (17.09.1991) και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού καθώς επίσης να υποχρεωθεί να εξακολουθεί να καταβάλει και μετά την 01.01.2013 στην ενάγουσα το προαναφερόμενο χρονοεπίδομα, σύμφωνα με την ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 (ΦΕΚ Β'498) «Καθορισμός αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού κα l των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων».

 

 

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ο βασικός μισθός της ενάγουσας, δικηγόρου στον ’ρειο Πάγου, εγγεγραμμένης στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας στις 17.09.1991, υπηρετούσας σε ΟΤΑ Β' βαθμού, είχε καθοριστεί δυνάμει της ΚΥΑ με αριθμό 2/17132/0022/2012 και του άρθρου 13 Ν. 4024/2011, την 01.11.2011 ως εξής: Αρχικός βασικός μισθός του βαθμού Β' της κατηγορίας ΠΕ: 1906,00 € συν 2% για την πρώτη διετία = 1.944, 00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 1993), συν 2% για την δεύτερη διετία = 1.983, 00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 1995), συν 2% για την τρίτη διετία = 2.023,00 (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 1997), συν 2% για την τέταρτη διετία = 2.063,00 (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 1999), 2% για την πέμπτη διετία = 2.104,00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2001), συν 2% για την έκτη διετία = .2.146,00 € ( η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2003), συν 2% για την έβδομη διετία = 2.189,00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2005), συν 2% για την όγδοη διετία = 2.233,00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2007), συν 2% για την ένατη διετία = 2.278,00 € (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2009), συν 2% για τη δέκατη διετία = 2.323,00 (η οποία συμπληρώθηκε το έτος 2011), ενώ από τον Ιανουάριο του 2013, ο βασικός μισθός της ενάγουσας μειώθηκε στο ποσό των 1.906,00 € λόγω καταργήσεως του χρονοεπιδόματος από 01.01.2013 (άρθρο 1 παρ. Γ, υποπαράγραφος Γ', αριθμός 9 του Ν. 4093/2012).

 

 

Αντιστοίχως, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο βασικός μισθός του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, συνυπολογιζομένου του χρονοεπιδόματος, όπως παραπάνω για τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, είχε διαμορφωθεί ως εξής: αρχικός βασικός μισθός του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ: 2.097, 00 συν 2% για την πρώτη διετία = 2.139,00 €, συν 2% για την δεύτερη διετία = 2.182, 00, συν 2% για την τρίτη διετία = 2.226,00 €, συν 2% για την τέταρτη διετία = 2.271,00 €, συν 2% για την πέμπτη διετία = 2.316,00 €, συν 2% για την έκτη διετία = 2.362,00 €, συν 2% για την έβδομη διετία = 2.409,00 €, συν 2% για την όγδοη διετία = 2.457, 00 €, συν 2% για την ένατη διετία = 2.506, 00 €, συν 2% για τη δέκατη διετία = 2.556, 00 €, συν 2% για την ενδέκατη διετία = 2.607,00 €.

 

 

Δηλαδή διαφορά μεταξύ των δύο βασικών μισθών, όπως είχαν διαμορφωθεί με το χρονοεπίδομα για τους μήνες από το Νοέμβριο του έτους 2011 μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2012 (14 μήνες) ανέρχεται στο ποσό των (2.556,00 € - 2.323 € = 233 €) 233 € ανά μήνα και συνολικά για 14 μήνες στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο ευρώ (3.262 €) και όχι 3.318,00 €, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Περαιτέρω, η διαφορά μεταξύ των δύο βασικών μισθών, όπως είχαν διαμορφωθεί με το χρονοεπίδομα για τους δικηγόρους τους υπηρετούντες με σχέση έμμισθης εντολής στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθμιστικές Αρχές, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων για τους μήνες Ιανουάριο έως και Σεπτέμβριο του έτους 2013 ανέρχεται στο ποσό των (2.556,00 € - 1906,00 € = 650 €) 650 € ανά μήνα και συνολικά για εννέα μήνες (9 * 650 € = 5850 €) 5.850,00 €, ενώ για το μήνα Οκτώβριο (οπότε και κατέθεσε την υπό κρίσιν αγωγή), κατά τον οποίο η ενάγουσα είχε συμπληρώσει την ενδέκατη 3 υπηρεσίας ανέρχεται στο ποσό των (2.607/00 € - 1906,00 €) 701 € και συνολικά για το έτος 2013 ( 5.850, 00 € + 701,00 € = 6.551,00 € και όχι 7.010,00 που αιτείται η ενάγουσα.

 

 

Επομένως, η συνολική διαφορά για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα μεταξύ του ποσού που έλαβε η ενάγουσα και του ποσού που θα έπρεπε να λάβει, ανέρχεται στο ποσό των (3.262,00 € + 6.551,00 € = 9.813,00 €) 9.813,00 €, το οποίο θα πρέπει η εναγομένη Περιφέρεια Ιονίων Νήσων να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα.

 

 

Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθησαν, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίσιν αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και ειδικότερα: Α) Να αναγνωριστεί το δικαίωμα της ενάγουσας να λαμβάνει και αντίστοιχα η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει από 01.11.2011 το .βασικό μισθό του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός διαμορφώνεται με την προσθήκη χρονοεπιδόματός σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, Β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να εξακολουθεί και μετά την 01.01.2013 να καταβάλλει στην ενάγουσα το χρονοεπίδομα που ορίζει η διάταξη της παραγράφου 4 της ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 και ισχύει για τους δικηγόρους που αναφέρονται σε αυτήν, καθώς και όπως ορίζει και η παράγραφος 4 του άρθρου 13 Ν. 4024/2011 , σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ. Γ) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο νπδδ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο ευρώ (3.262 €) νομιμότοκα, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά του βασικού μισθού Α' βαθμού που λαμβάνουν οι συνάδερφοι της ενάγουσας στις Ανεξάρτητες Διοικητικές και Ρυθμιστικές Αρχές κ.ο.κ. με το ενσωματούμενο σε αυτόν προαναφερθέν χρονοεπίδομα σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την- προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ σε σχέση με το βασικό μισθό β' βαθμού που πραγματικά λάμβανε αντιστοίχως η αιτούσα, ομοίως με το ενσωματούμενο χρονοεπίδομα από 01.11.2011 μέχρι και 31.12.2012. Δ) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο νπδδ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ (6.551,00 €) νομιμότοκα, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά του βασικού Μισθού Α' βαθμού που λαμβάνουν οι συνάδερφοι της ενάγουσας στις Ανεξάρτητες Διοικητικές και Ρυθμιστικές Αρχές κ.ο.κ. σε σχέση με το βασικό βαθμό β' βαθμού που πραγματικά λάμβανε αντιστοίχως η αιτούσα, και σε ολόκληρο το προαναφερθέν χρονοεπίδομα σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής της ενάγουσας στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, το οποίο, κατά τα ανωτέρω, δε λάμβανε, από 01.01.2013 μέχρι και το χρόνο άσκησης της υπό κρίσιν αγωγής (Οκτώβριος του 2013) Ε) ως προς το παρεπόμενο αίτημα των τόκων, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει τα παραπάνω δύο κονδύλια νομιμοτόκως, ήτοι σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής (βλ. 7 παρ. 2 νδ 496/1974 «περί λογιστικού των νπδδ» και Ολ. ΑΠ 1/2014, 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ΣΤ) Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δε συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ώστε να κηρύξει την παρούσα προσωρινά εκτελεστή (908 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας Ζ) Τέλος, θα πρέπει να καταδικαστεί το εναγόμενο, λόγω της ήττας του στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας (ΚΠολΔ 176), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει ό,τι κρίνεται απορριπτέο.

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα από 01.11.2011 το βασικό μισθό του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός διαμορφώθηκε για την ενάγουσα με την προσθήκη χρονοεπιδόματος σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του αρχικώς καθορισθέντος βασικού μισθού και στη συνέχεια και επί του εκάστοτε αμέσως προηγούμενου προσαυξημένου βασικού μισθού, στρογγυλοποιημένου στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.

 

Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα και μετά την 01.01.2013, επί του βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, το χρονοεπίδομα που ορίζει η διάταξη της παραγράφου 4 της ΚΥΑ με αριθμό 2/17127/0022/2012 και η παράγραφος 4 του άρθρου 13 Ν. 4024/2011, υπολογιζόμενο σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του αρχικώς καθορισθέντος βασικού μισθού και στη συνέχεια και επί του εκάστοτε αμέσως προηγούμενου προσαυξημένου βασικού μισθού, στρογγυλοποιημένου στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο νπδδ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο ευρώ (3.262 €) νομιμότοκα, ήτοι σε ποσοστό 6% ετησίως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά του βασικού μισθού Α' βαθμού που λαμβάνουν οι συνάδερφοι της ενάγουσας στις Ανεξάρτητες Διοικητικές και Ρυθμιστικές Αρχές κ.ο.κ. με το ενσωματούμενο σε αυτόν προαναφερθέν χρονοεπίδομα σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ σε σχέση με το βασικό μισθό β' βαθμού που πραγματικά λάμβανε αντιστοίχως η. αιτούσα, ομοίως με το ενσωματούμενο χρονοεπίδομα από 01.11.2011 μέχρι και 31.12.2012.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο νπδδ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ (6.551,00 €) νομιμότοκα, ήτοι σε ποσοστό 6% ετησίως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά του βασικού μισθού Α' βαθμού που λαμβάνουν οι συνάδερφοι της ενάγουσας στις Ανεξάρτητες Διοικητικές και Ρυθμιστικές Αρχές κ.ο.κ. σε σχέση με το βασικό βαθμό β' βαθμού που πραγματικά λάμβανε αντιστοίχως η αιτούσα, και σε ολόκληρο το προαναφερθέν χρονοεπίδομα σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής της ενάγουσας στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του βαθμού Α' της κατηγορίας ΠΕ, το οποίο, κατά τα ανωτέρω, δε λάμβανε, από 01.01.2013 μέχρι και το χρόνο άσκησης της υπό κρίσιν αγωγής (Οκτώβριος του 2013).

 

Καταδικάζει το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 100, 00 €.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Αργοστόλι και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αργοστολιού Κεφαλληνίας, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 30 Μαρτίου 2015, απάντων των διαδίκων.

 

Η ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ