ΕιρΑθ 1896/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Σύμβαση στεγαστικού δανείου - Καταχρηστικότητα Γενικών Όρων Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) - Τόκοι - Ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων - Επιτόκιο - Πρόωρη εξόφληση δανείου -Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων, οι οποίες χορηγούν στην τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού του ύψους του τόκου ελέγχονται για καταχρηστικότητα. Η ανάγκη να είναι ορισμένη και εύλογη η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι ανεξάρτητη από το τυχόν παρεχόμενο στον οφειλέτη - πελάτη της τράπεζας δικαίωμα υπαναχώρησης ή καταγγελίας από τη σύμβαση δανείου. Καταχρηστικός κρίνεται ο όρος της σύμβασης στεγαστικού δανείου μεταξύ των διαδίκων περί αναπροσαρμογής του επιτοκίου από την εναγόμενη, αφού επιτρέπει στην εναγόμενη τράπεζα να μεταβάλλει το ποσοστό του τόκου, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον πελάτη κριτήρια ειδικά, ορισμένα και εύλογα. Κατά το μέρος που παρέχεται η δυνατότητα στην εναγόμενη να αυξάνει μονομερώς το επιτόκιο, δεν καθορίζει κάποιο ειδικό και σπουδαίο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αύξηση και δεν ορίζει ειδικά κριτήρια εύλογα για τον καταναλωτή, ώστε να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη αύξηση και αοριστία του επιτοκίου. Και κατά το μέρος που παρέχεται η δυνατότητα στην εναγόμενη, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τον οφειλέτη (ενάγουσα), να απαιτεί την εξόφληση του δανείου, επειδή επιφυλάσσεται στην εναγόμενη το δικαίωμα να ληγει ουσιαστικά μονομερώς τη σύμβαση, απαιτώντας την εξόφληση του δανείου, χωρίς ορισμένο και σπουδαίο λόγο. Σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί η μη αποδοχή από τον οφειλέτη της αύξησης του επιτοκίου που αξιώνει η εναγόμενη. Δεν αποδείχτηκε ότι η συμπεριφορά των οργάνων της εναγόμενης ήταν (και) αδικοπρακτική, ούτε ότι προσέβαλλε την προσωπικότητα της ενάγουσας και συνεπώς η ενάγουσα δεν δικαιούται αποκατάσταση ηθικής βλάβης από μόνη την παράβαση συμβατικής υποχρέωσης της εναγόμενης.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   Αριθμός 1896/2007

 

   Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Βασίλειο Παπακώστα, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Αμαλίας Καββαδία.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Απριλίου 2007, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

   Της ενάγουσας: Μ.Π. του Ι., συζύγου Γ.Φ., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μελίνα Μουζουράκη.

   Της εναγόμενης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Διονυσία Γαραντζιώτη.

   Η ενάγουσα, με την από 31-5-2006 αγωγή της διαδικασίας Τακτικής, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 4544/2006, ζήτησε όσα αναφέρονται σ' αυτή.

   Για την προκείμενη συζήτηση της αγωγής και μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου το δικαστήριο αφού:

   Ακουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά.

   Μελέτησε τη δικογραφία.

   Σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο.

   Ι. Με την κρινόμενη αγωγή ζητείται (κυρίως κατά τις διατάξεις για τις συμβάσεις, την προστασία των καταναλωτών και των αδικοπραξιών) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα α) 5.902,59 ευρώ για τόκους που της κατέβαλε λόγω μη αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου, β) 1.925,59 ευρώ για τόκους που της κατέβαλε λόγω μη αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου κατά την πρόωρη εξόφληση του δανείου και γ) 1.500,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που της προκάλεσε η εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής της αδυναμίας από την εναγόμενη), δηλαδή συνολικά 9.328,18 ευρώ, και (επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού) τα παραπάνω υπό τα στοιχεία α' και β' ποσά, δηλαδή συνολικά 7.828,18 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας.

   Η αγωγή αυτή φέρεται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 1, 25 παρ.2, 226 επ. ΚΠολΔ, είναι νόμω βάσιμη γιατί στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5, 6, 7 ια' Ν. 2251/1994, 806, 288, 57, 59, 914, 932, 345, 346, 293 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ και αφού καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη της συζήτησης (βλ. προσαγόμενα αγωγόσημα με αριθμ. 167708, 311056 και 080866) είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία.

   II. Από την εκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά της δίκης) και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και από τις ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

   Οι διάδικοι συνυπέγραψαν στις 18-7-2001 την έντυπη (ήδη διαμορφωμένη από την εναγόμενη) με αριθμό 4884 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 102.714,60 ευρώ, για αγορά οικοπέδου 195,22 τ.μ. με την εντός αυτού κατοικία 86,34 τ.μ. στο Ηράκλειο, στις οδούς Κ και Α.

   Σύμφωνα με τον όρο 7 της ίδιας σύμβασης: α) Το επιτόκιο του δανείου θα είναι κυμαινόμενο και ίσο πάντοτε με το εκάστοτε ισχύον Βασικό Επιτόκιο Στεγαστικών Δανείων (Β.Ε.Σ.Δ.) της εναγόμενης, το οποίο είναι σήμερα (18-7-2001) έξι τοις εκατό (6%) πλέον εισφοράς μηδέν δώδεκα τοις εκατό (0,12%) του Ν. 128/1975, ήτοι συνολικό επιτόκιο 6,12%, οι δε τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης, β) Σε περίπτωση μεταβολής (αύξησης ή μείωσης) του επιτοκίου κατά τα προαναφερθέντα, το νέο επιτόκιο συμφωνείται ότι θα ισχύει από την ημέρα λήψης της απόφασης της εναγόμενης, η δε οφειλέτρια (ενάγουσα) θα λάβει γνώση για τη μεταβολή αυτή από την εναγόμενη είτε μέσω της γνωστοποίησης σε δύο Αθηναϊκές εφημερίδες, είτε κατά την πληρωμή της δόσης του παρόντος δανείου. Αν η ενάγουσα διαφωνήσει με το νέο επιτόκιο και δεν επιτευχθεί συμφωνία, δύναται η εναγόμενη να απαιτήσει την εξόφληση του υπολοίπου του δανείου.

   Σύμφωνα με τον όρο 16 της σύμβασης: Το δάνειο αυτό διέπεται από τις διατάξεις της 1955/2-7-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και γενικά από τους εκάστοτε σε ισχύ κανόνες της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμοδίων οργάνων της «περί χρηματοδοτήσεως της οικονομίας», των οποίων η ενάγουσα δηλώνει ότι έχει πλήρη γνώση.

   Σύμφωνα με τον όρο 6 της σύμβασης: α) Η εξόφληση του δανείου από την ενάγουσα θα γίνει εντός δέκα (10) ετών από σήμερα με ίσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας ένα (1) μήνα μετά την εκταμίευση και της τελευταίας μετά από δέκα (10) έτη από σήμερα, οι οποίες θα αναπροσαρμόζονται από την εναγόμενη με κάθε μεταβολή του επιτοκίου.

   Το ποσό του παραπάνω δανείου εκταμιεύτηκε από την ενάγουσα (στις 27-8-2001) η οποία έδωσε στην εναγόμενη σχετική εντολή να εκταμιεύει, στις 27 κάθε μηνός ή την επόμενη εργάσιμη μέρα από το λογαριασμό ταμιευτηρίου (αριθμ. *) που διατηρούσε στην εναγόμενη, το ποσό της τοκοχρεολυτικής δόσης του δανείου. Σύμφωνα με την 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες. Σύμφωνα με αυτά οφείλουν να παρέχουν στοιχεία και πληροφορίες κατ' ελάχιστον, ώστε οι συναλλασσόμενοι να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Ως προς τις χορηγήσεις, η ελάχιστη ενημέρωση αφορά: α) Ι... II... III... IV. Σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικο επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως, π.χ., παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).

   Η ενάγουσα, με την από 1-3-2006 επιστολή της προς την εναγόμενη (την οποία η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ότι έλαβε, άρα το συνομολογεί κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ), της ανέφερε ότι: Όπως αποδεικνύεται από συνημμένο πίνακα εισπραχθεισών τοκοχρεολυτικών δόσεων του δανείου της, η εναγόμενη επί πέντε (5) σχεδόν συνολικά έτη δεν προέβη σε καμία προσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου, παραβιάζοντας ολοκληρωτικά την παράγραφο (όρο) επτά (7), εδάφια α και β, της υπογραφείσας μεταξύ τους σύμβασης. Ότι ενώ, π.χ., το χρονικό διάστημα από 6-6-2003 έως 30-11-2005 το ύψος του κυμαινόμενου επιτοκίου ήταν 2%, η εναγόμενη εισέπραττε τις τοκοχρεολυτικές δόσεις με επιτόκιο 6,12%, γεγονός που της προξένησε σημαντική οικονομική ζημία, σύμφωνα με υπεύθυνη ενημέρωση της Ένωσης Δανειοληπτών Καταναλωτών Ελλάδος, ενώ αντίθετα, όταν το ύψος του κυμαινόμενου επιτοκίου στην Ευρωζώνη ανήλθε σε 2,25% (1-1-2005), η εναγόμενη έσπευσε να προσαρμόσει το κυμαινόμενο επιτόκιο, προσαυξάνοντας τις τοκοχρεολυτικές δόσεις. Ότι για τους λόγους αυτούς και προς τον σκοπό να ανακοπεί η εις βάρος της οικονομική αδικία, της δηλώνει αμετάκλητα την απόφαση της για πρόωρη προεξόφληση του ανεξόφλητου μέρους του δανείου της και την παρακαλεί, υπολογίζοντας ως τελευταία τοκοχρεολυτική δόση τη μηνιαία δόση Φεβρουαρίου 2006, να της γνωρίσει εγγράφως το συντομότερο δυνατό το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου της, πιστεύοντας ότι η εναγόμενη έχει υπόψη της 5253/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την πρόωρη προεξόφληση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο.

   Η εναγόμενη προβάλλει τον ισχυρισμό της αοριστίας της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι δεν χρησιμοποίησε ως βάση διαμόρφωσης των επιτοκίων της (για τον υπολογισμό των τοκοχρεολυτικών δόσεων του δανείου της ενάγουσας) τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ούτε ότι αυτό επιβαλλόταν από κάποια ρητή διαταγή νόμου, ούτε επιβάλλεται από την 2501/2002 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά ότι αναφέρεται ενδεικτικά. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος γιατί, σύμφωνα με την 2501/2002 ΠΔ/ΤΕ, το γενικό επιτόκιο αναφοράς (στις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο) πρέπει να είναι σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια το χρηματαγορών και να υπάρχει πληροφόρηση του δανειολήπτη σχετικά με τα παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία αποτελούν (μερικούς από τους) βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου. Επίσης, η υποχρέωση της εναγόμενης να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, (που, όπως παραπάνω συνομολογεί, δεν χρησιμοποίησε), προκύπτει από τον όρο 16 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης που ορίζει ότι «το δάνειο αυτό διέπεται από τις διατάξεις της 1955/2-7-1991 ΠΔ/ΤΕ και γενικά από τους εκάστοτε σε ισχύ κανόνες της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμοδίων οργάνων της».

   Η εναγόμενη ασκεί την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας με την κρινόμενη αγωγή, γιατί (ισχυρίζεται ότι) θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τα υψηλότερα εξωτραπεζικά επιτόκια για τον υπολογισμό των τοκοχρεολυτικών δόσεων του δανείου της ενάγουσας. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα, γιατί η εναγόμενη είχε υποχρέωση να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την 2501/2002 ΠΔ/ΤΕ και τον όρο 16 της 4884/18-7-2001 σύμβασης στεγαστικού δανείου.

   Στην κρινόμενη αγωγή έχει ενσωματωθεί αναλυτικός πίνακας των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων με στήλες για τους μήνες, τα χρησιμοποιηθέντα επιτόκια, τα επιτόκια που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, τις δόσεις που η ενάγουσα κατέβαλε, τις δόσεις που θα έπρεπε να καταβάλει με το ορθό επιτόκιο, τα ποσά που κατέβαλε για τόκους, τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλει για τόκους με το ορθό επιτόκιο, τα μηνιαία χρεολύσια και τα υπόλοιπα του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον πίνακα αυτό, η ενάγουσα κατέβαλε 5.902,59 ευρώ περισσότερα για τόκους, τα οποία πρέπει να της επιστραφούν. Το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού του ποσού αυτού, καθώς και των στοχείων του πίνακα η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ειδικά, άρα συνομολογεί κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ.

   Μετά την παραπάνω επιστολή της, η ενάγουσα προέβη σε πρόωρη εξόφληση του δανείου της στις 16-5-2006, καταβάλλοντος το ποσό των 61.890,50 ευρώ, ενώ, σύμφωνα με τα παραπάνω, θα έπρεπε να καταβάλει 59.964,91 ευρώ. Δηλαδή, κατέβαλε 1.925,59 ευρώ περισσότερα, κατά παράβαση της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και του όρου 16 της σύμβασης μεταξύ τους, τα οποία πρέπει να της επστραφούν.

   Περαιτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι η συμπεριφορά των οργάνων της εναγόμενης (κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή αργότερα που δεν εφάρμοσαν τις παραπάνω διατάξεις και όρους) ήταν (και) αδικοπρακτική, ούτε ότι προσέβαλλε την προσωπικότητα της ενάγουσας κατά τα άρθρα 914 και 57 ΑΚ και συνεπώς η ενάγουσα δεν δικαιούται αποκατάσταση ηθικής βλάβης από μόνη την παράβαση συμβατικής υποχρέωσης της εναγόμενης (ΑΠ 1271/1988, ΕλλΔνη 31, 1240, ΕφΑΘ 3712/1984, ΑρχΝ 36, 725, ΕφΠειρ 396/1981Γ ΝοΒ 29, 911, ΕφΘεσσ 619/1981, Αρμ 36, 428). Έτσι το σχετικό κονδύλιο της αγωγής για τη χρηματική ικανοποίηση (1.500,00 ευρώ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο.

   III. Σε μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες πιστώσεις, που χορηγούνται από τράπεζες σε πελάτες, προβλέπονται ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων. Ρήτρες αναποσαρμογής τόκων οι οποίες χορηγούν στην τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού του ύψους του τόκου ελέγχονται για καταχρηστικότητα μέσω του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 και παρ. 7 περ. ε' και ια' του ίδιου νόμου. Καταρχήν τέτοιες ρήτρες δεν είναι καταχρηστικές, εφόσον για την αύξηση του τόκου υφίσταται βάσιμος λόγος και η αύξηση αυτή ανταποκρίνεται στην ανάγκη καθορισμού ορισμένων εύλογων κριτηρίων. Η ανάγκη να είναι ορισμένη και εύλογη η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι ανεξάρτητη από το τυχόν παρεχόμενο στον οφειλέτη - πελάτη της τράπεζας δικαίωμα υπαναχώρησης ή καταγγελίας από τη σύμβαση δανείου.    

   Ο όρος της σύμβασης στεγαστικού δανείου μεταξύ των διαδίκων (7 α και β) περί αναπροσαρμογής του επιτοκίου από την εναγόμενη εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην εναγόμενη τράπεζα να μεταβάλλει το ποσοστό του τόκου, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον πελάτη (ενάγουσα εν προκειμένω) κριτήρια ειδικά, ορισμένα και εύλογα. Έτσι παραβιάζεται από την εναγόμενη η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του Γ.Ο.Σ. χωρίς να εξετάζεται αν η πρακτική εφαρμογή του όρου αυτού από τη συγκεκριμένη τράπεζα έχει οδηγήσει πράγματι σε ανεπιεική για τους καταναλωτές επιτόκια. (ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42, 1632-33). Ο όρος αυτός είναι άκυρος ως καταχρηστικός γιατί αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρ. 2 παρ. 7 εδ. ε' και ια' Ν. 2251/1994, οι οποίες απαγορεύουν, θεωρώντας τον ως καταχρηστικό, γενικό όρο που επιφυλάσσει στον προμηθευτή την τροποποίηση ή λύση της σύμβασης, ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και επίσης αφήνει το τίμημα αόριστο, χωρίς να επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.

   Δεδομένου ότι, κατά το μέρος που παρέχεται η δυνατότητα στην εναγόμενη να αυξάνει μονομερώς το επιτόκιο, δεν καθορίζει κάποιο ειδικό και σπουδαίο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αύξηση και δεν ορίζει ειδικά κριτήρια εύλογα για τον καταναλωτή, ώστε να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη αύξηση και αοριστία του επιτοκίου. Και κατά το μέρος που παρέχεται η δυνατότητα στην εναγόμενη, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τον οφειλέτη (ενάγουσα), να απαιτεί την εξόφληση του δανείου, επειδή επιφυλάσσεται στην εναγόμενη το δικαίωμα να λήγει ουσιαστικά μονομερώς τη σύμβαση, απαιτώντας την εξόφληση του δανείου, χωρίς ορισμένο και σπουδαίο λόγο. Σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί η μη αποδοχή από τον οφειλέτη της αύξησης του επιτοκίου που αξιώνει η εναγόμενη, γιατί αυτή δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την τροποποίηση του επιτοκίου, παρά μόνο αν υπάρχει σχετικός όρος της σύμβασης, στον οποίο θα αναφέρονται τα ειδικά και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια, με βάση τα οποία θα γίνει η αύξηση του επιτοκίου (ΕφΑΘ 5253/2003, ΧρΙΔ 2004, 136).

   IV. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία ως προς την κύρια βάση της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα 7.828,18 με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, γιατί συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ανάλογα με την έκταση της νίκης, κατά τα άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 190 παρ.3, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει με τις διαδίκους σε αντιμωλία.

   Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

   Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αγωγή.

   Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα επτά χιλιάδες οκτακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (7.828,18), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

   Κηρύσσει την παρούσα προσωρινά εκτελεστή.

   Επιβάλλει εις βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα ενάγουσας, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220,00) ευρώ

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.

   Αθήνα, 30 Μαΐου 2007