Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Σ (Μισθοδικείο) 1/2018

 

Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης περί μείωσης των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

 

 

Αριθμός 1/2018

Το κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο

 

 

Αποτελούμενο από τους: Ειρήνη Σαρπ, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, κωλυομένων του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και των αρχαιοτέρων της Αντιπροέδρων, Πρόεδρο, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Σύμβουλο Επικρατείας, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένης της Βαρβάρας Ραφτοπούλου, Συμβούλου Επικρατείας, τακτικού μέλους, Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Ευγενία Σαχπεκίδου, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τακτικό μέλος, Καλλιόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του   Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κωλυομένων του Στέφανου Παύλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, τακτικού μέλους, του Φίλιππου Σπυρόπουλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικού μέλους, του Γεωργίου Τριανταφυλλάκη,  Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αναπληρωματικού μέλους, και της Ανθής Πελλένη-Παπαγεωργίου, Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικού μέλους, Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Ευθύμιο Καυκόπουλο, Δημήτριο Κορφιάτη, Δικηγόρους, τακτικά μέλη, Δημήτριο Μανώλη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Ελένη Γκίκα, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γραμματέα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 5  Δεκεμβρίου 2017, ημέρα Τρίτη  και ώρα 18.00, για να δικάσει την από 1 Νοεμβρίου 2017 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2017, ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου  και έλαβε αριθμό καταθέσεως 18.

 

Τ ο υ …, Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ε.τ., κατοίκου Αθηνών, οδός …, ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και ενέκρινε την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από τον υπογράφοντα δικηγόρο Χαράλαμπο Χρυσανθάκη (ΑΜ ΔΣΑ 11855).

 

Κ α τ ά   του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη δια του Νικολάου Καραγιώργη, Νομικού Συμβούλου του Κράτους.

 

Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον  εκπρόσωπο του Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε την εισηγήτρια της υποθέσεως Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, 

κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί τιμή, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε την 1η Ιουλίου 2015), ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να του καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει, επίσης νομιμοτόκως, το ποσό των 29.522,76 ευρώ. Το ως άνω συνολικώς διεκδικούμενο ποσό των 35.522,76 ευρώ, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως και 30.11.2017 και των ποσών που θα ελάμβανε, εάν δεν εφαρμόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011, του άρθρου 1 του ν. 4051/2012, του άρθρου πρώτου υποπαρ. Β.3 του ν. 4093/2012 και του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, υπολογιζόταν δε η μηνιαία σύνταξη του ενάγοντος με βάση μία σταθερή αναλογία με τις μηνιαίες αποδοχές των εν ενεργεία Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, ανερχόμενη σε ποσοστό 80% επί των ως άνω αποδοχών, χωρίς να συνυπολογίζονται το επίδομα βιβλιοθήκης και τα έξοδα παράστασης που καταβάλλονται στους εν ενεργεία Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων. Ειδικότερα, ο ενάγων προβάλλει ότι οι ανωτέρω διατάξεις, καθό μέρος με αυτές επιβλήθηκαν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, 26, 87 παρ. 1 και 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος και τις συνταγματικές αρχές που απορρέουν από τα άρθρα αυτά, δηλαδή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας καθώς και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Περαιτέρω δε, ο ενάγων προβάλλει ότι ειδικώς οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4387/2016 δεν είναι εφαρμοστέες επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, εφόσον ούτε στο νόμο ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτού γίνεται σχετικώς ειδική μνεία, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ.2 του Συντάγματος, για τη ρύθμιση του μισθολογικού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών απαιτείται ειδικός νόμος.

 

 

2. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια […]». Περαιτέρω, το Σύνταγμα, εξειδικεύοντας, προκειμένου περί της δικαστικής λειτουργίας, τις αρχές που συνάγονται από την ανωτέρω θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26, ορίζει, στο μεν άρθρο 87, ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 3. […]», στο δε άρθρο 88 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 87), ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει […] ».

 

 

3. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 3038/2012 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (Α' 180), που εκδόθηκε σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 4 ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η  επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων», στο άρθρο 5 ότι «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. […] . 3. […]», στο άρθρο 8 ότι «Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου παράγει τα αποτελέσματά της έναντι των διαδίκων της δίκης, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρεμβάντων» και στο άρθρο 9 ότι «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».    

 

 

4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω παρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 4, 5 παράγραφοι 1 και 2 και 8 του ν. 3038/2002, ερμηνευομένων ενόψει του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές, εφόσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων αφορά ειδικώς τους δικαστικούς λειτουργούς και μπορεί ταυτόχρονα να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών. Αντιθέτως, δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διαφορές δικαστικών λειτουργών, στις οποίες ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν και άλλες κατηγορίες λειτουργών, υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου. Και τούτο διότι, όταν το αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδικάζει όμοια με τα εγειρόμενα ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου νομικά ζητήματα που αφορούν και άλλους λειτουργούς, υπαλλήλους ή συνταξιούχους του Δημοσίου, πλην των δικαστικών λειτουργών, ενδέχεται να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις για το ίδιο νομικό ζήτημα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άρσεως της σχετικής σύγκρουσης (βλ. ιδία τις 137/2016, 203/2014, 8, 89/2013, 109/2012, 61, 62/2011, 11/2010 και 165/2008 αποφάσεις του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων, το Ειδικό Δικαστήριο, μετά την επίλυση του εμπίπτοντος στη δικαιοδοσία του νομικού ζητήματος, εφόσον τούτο δεν έχει ήδη επιλυθεί με προηγούμενη απόφασή του, παραπέμπει τη σχετική υπόθεση για την περαιτέρω εκδίκασή της στο αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή είτε σε τακτικό διοικητικό δικαστήριο είτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. τις 78, 88/2013 κ.ά. αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου). Το δικαστήριο δε, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, συμμορφούμενο, ως προς το επιλυθέν νομικό ζήτημα, με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, επιλύει οριστικώς τη διαφορά (βλ. τις 154/2011, 83/2013, 209/2017 κ.ά. αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου). Αν το τιθέμενο στην υπόθεση νομικό ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με προηγούμενη απόφασή του, το Ειδικό Δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τούτο, παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο για την περαιτέρω εκδίκασή της και δεν προβαίνει στην εκ νέου κρίση επί του ζητήματος αυτού.    

 

 

5. Επειδή, με τις κατωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011, 1 του ν. 4051/2012, πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β.3 του ν. 4093/2012 και 13 του ν. 4387/2016 θεσπίσθηκαν περικοπές στις συντάξεις όλων των συνταξιούχων του Δημοσίου. Ενόψει, όμως, του ότι με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα προβάλλεται ότι οι εν λόγω διατάξεις, κατά το μέρος που αφορούν τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, αντίκεινται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η επίλυση των ζητημάτων αυτών αφορά μόνον τους δικαστικούς λειτουργούς, ενόψει του ειδικού καθεστώτος που διέπει τη μισθολογική και τη συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, και μπορεί να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των εν λόγω λειτουργών.    

 

 

6. Επειδή, με την 164/2015 απόφαση του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκαν τα εξής: «[…] οι θεσπισθείσες με τους ν. 3833/2010 (άρθρο 1 παρ. 2), 3845/2010 (άρθρο τρίτο παρ. 6), 3865/2010 (άρθρο 11), 4002/2011 (άρθρο 2 παρ. 13), 4024/2011 (άρθρο 1 παρ. 10) και 4051/2012 (άρθρο 1 παρ. 1) περικοπές των συντάξεων του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικά εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και συμβάλλουν στην άμεση μείωση των κρατικών δαπανών. Ενόψει τούτων τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι αναγκαία, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο. Επομένως, εφόσον η κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των ν. 3833/2010, 3845/2010, 3865/2010, 4002/2011, 4024/2011 και 4051/2012 μείωση των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, όπως και όλων των συνταξιούχων του Δημοσίου, δεν υπερβαίν[ει] το αναγκαίο μέτρο, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί κλονισμού των συνθηκών οικονομικής ασφάλειας των δικαστών, της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών και προσβολής της δικαστικής (προσωπικής και λειτουργικής) ανεξαρτησίας». Το αυτό είχε κριθεί με την 35/2014 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τις περικοπές που είχαν θεσπισθεί στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων μέχρι και του ν. 4024/2011. Συνεπώς, με τις ανωτέρω αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου έχει ήδη επιλυθεί το τιθέμενο και στην παρούσα υπόθεση ζήτημα της συμφωνίας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011 και 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012 προς τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο επιλαμβάνεται της εξετάσεως του αντίστοιχου νομικού ζητήματος σε σχέση προς τις μεταγενέστερες διατάξεις νόμων, με τις οποίες επήλθαν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο κρίσεως από το παρόν Δικαστήριο και, συγκεκριμένα, προς τις κατωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β.3 του ν. 4093/2012 και του άρθρου 13 του ν. 4387/2016.

 

 

7. Επειδή, από το συνδυασμό των παρατιθέμενων στη σκέψη 2 διατάξεων των άρθρων 26, 87 παράγραφοι 1 και 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγονται τα ακόλουθα: Ο συνταγματικός νομοθέτης, για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β΄ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 47 εδ. β΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, μέσω δε αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής αποτελεί και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία μάλιστα καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας ρητώς, με το ως άνω άρθρο 88 παρ. 2, τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών, οι οποίες πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους, δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας (βλ. και την παρόμοια διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος του 1952). Συνεπώς, οι αποδοχές αυτές πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντίστοιχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αλλά και επαρκείς για να εξασφαλίσουν αφενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή τη διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και την αποστολή τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας και αφετέρου την απερίσπαστη εκ μέρους τους άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Και ναι μεν δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα συγκεκριμένο ύψος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, τούτο δε προφανώς καθορίζεται ενόψει των εκάστοτε κρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και των θεσπιζομένων για τα αντίστοιχα με τους δικαστικούς λειτουργούς όργανα των άλλων δύο λειτουργιών αποδοχών, απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών είναι και η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών τους και η αποφυγή, κατά το δυνατόν, της ανατροπής του μισθολογικού τους καθεστώτος με αιφνίδιες, αλλεπάλληλες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους, διότι μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να εξασφαλισθεί ότι θα είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι. Κατ’ ακολουθία, μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών με μείωση των αποδοχών τους, ιδιαιτέρως μάλιστα στην περίπτωση που η μείωση αυτή είναι τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως, ώστε να επιφέρει πράγματι ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει αφενός μεν χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου χωρίς να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία ότι η μείωση αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από άλλα μέτρα, ότι αντίστοιχες μειώσεις έχουν γίνει και στις αποδοχές των αντίστοιχων με τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, ώστε οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών να παραμένουν τουλάχιστον ίσες με τις αποδοχές των οργάνων αυτών και μετά τη μείωση, και ότι έχει εκτιμηθεί το όφελος από την εν λόγω μείωση σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην ανεξαρτησία των δικαστών και, κατά συνέπεια, στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, καθώς και στην εκ μέρους των δικαστών άσκηση των καθηκόντων τους με την αναγκαία προσήλωση, λαμβανομένων υπόψη και παραγόντων όπως το κόστος ζωής και οι φορολογικές και λοιπές οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις, τις οποίες οι δικαστές, όπως και οι άλλοι πολίτες, υπέχουν. Για το λόγο δε αυτό και το Σύνταγμα στο άρθρο 88 παρ. 2 επιβάλλει τα σχετικά με τη μισθολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών ζητήματα να ρυθμίζονται με ειδικό νόμο (βλ. και την παρόμοια διάταξη του άρθρου 87 παρ. 3 του Συντάγματος του 1952). Η πρόβλεψη δε αυτή περί ειδικού νόμου έχει την έννοια όχι ότι η ρύθμιση του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών πρέπει κατ’ ανάγκη να γίνεται με ιδιαίτερο νόμο με τον οποίο δεν θα ρυθμίζονται άλλα ζητήματα, αλλά ότι πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφισή του, με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι κατά τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη θέση που το άρθρο 26 του Συντάγματος και οι εξειδικεύουσες τις προκύπτουσες από αυτό αρχές συνταγματικές διατάξεις αποδίδουν, προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου, στη δικαστική εξουσία, καθιστώντας αυτήν ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες, και ότι το ύψος αυτών δεν καθορίσθηκε σε συνάρτηση με παράγοντες που αφορούν το μισθολογικό καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία (βλ. αποφάσεις του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου 88/2013, 203/2014, 127, 171/2016, πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 3670/1994, 3540-1/2003 κ.ά.).  

 

 

8. Επειδή, η ανωτέρω συνταγματική προστασία, η οποία αναφέρεται στον εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, και το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, διότι και αυτό αποτελεί εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστικού λειτουργού (αποφάσεις του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου 171/2016, 6/2015, 203/2014, 73/2012 κ.ά.). Πράγματι, αποτελεί ουσιώδη, αναγκαία και αυτονόητη εγγύηση για την εξασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού να γνωρίζει, κατά το χρόνο που είναι εν ενεργεία και ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του, ότι, και μετά την έξοδό του από την υπηρεσία (που είναι ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί και για τη διαφύλαξη της προσωπικής και λειτουργικής δικαστικής του ανεξαρτησίας), θα εξακολουθήσει να έχει την αυτή, ως προς τις αποδοχές του (σύνταξη), μεταχείριση και, πάντως, όχι δυσμενέστερη από τους εν ενεργεία συναδέλφους του (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3540-1/2003). Η ευχέρεια, συνεπώς, του κοινού νομοθέτη να καθορίζει τη σύνταξη των δικαστικών λειτουργών τελεί υπό τους περιορισμούς των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός του ύψους τους δεν μπορεί να γίνεται κατά τρόπο που να αποκλίνουν αυτές ουσιωδώς από τις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 του Συντάγματος και του εξειδικεύοντος, ως προς τη δικαστική εξουσία, τις προκύπτουσες από αυτό αρχές άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, καθοριζόμενες αποδοχές ενεργείας, στο βαθμό που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού κατά τη διάρκεια της άσκησης του λειτουργήματός του. Επομένως, η επέμβαση του κοινού νομοθέτη στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών είναι επιτρεπτή μόνο στο μέτρο που διατηρείται μία σταθερή αναλογία μεταξύ της σύνταξης και των συμφώνως προς το Σύνταγμα καθοριζομένων αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών, όπως αυτές προκύπτουν μετά τη φορολόγησή τους (βλ. αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου 6/2015, 73/2012, 39, 49/2011, πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 3540-1/2003). Η σταθερή δε αυτή αναλογία αφορά τις παροχές που συναρτώνται με το παρεχόμενο από τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς δικαιοδοτικό έργο και αποτελούν εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας και όχι και εκείνες που χορηγούνται ως αντιστάθμισμα δαπανών στις οποίες υποβάλλονται αυτοί για την αποτελεσματική άσκηση του λειτουργήματός τους (αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου 6/2015, 73/2012, 39, 49/2011, 4, 26/2006 κ.ά.). Κατ’ ακολουθία, και δεδομένου ότι δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα συγκεκριμένο ύψος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών κατά τα άνω, το ύψος της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών καθορίζεται μεν, και αυτό, ενόψει των εκάστοτε κρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ενώ, εξάλλου, σε περιπτώσεις επιτακτικής ανάγκης κάλυψης των οικονομικών αναγκών της Χώρας και βελτίωσης της δημοσιονομικής κατάστασης δεν αποκλείεται η επέμβαση του κοινού νομοθέτη για μειώσεις, εφεξής, των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, ακόμη και των ήδη απονεμηθεισών, εφόσον, όμως, οι μειώσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και είναι πράγματι πρόσφορες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, συνεκτιμωμένου και του συνόλου των υφιστάμενων οικονομικών υποχρεώσεων των δικαστικών λειτουργών, καθώς και του ύψους των συντάξεων των λοιπών συνταξιούχων λειτουργών του Δημοσίου και του γενικότερου επιπέδου διαβίωσης. Πρέπει, όμως, σε κάθε περίπτωση, οι χορηγούμενες στους δικαστικούς λειτουργούς συντάξεις να εξακολουθούν να εξασφαλίζουν σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος του λειτουργήματός τους, την ευθύνη της άσκησής του και τη σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου, καθώς και με το επίπεδο διαβίωσης που τους εξασφάλιζαν οι αποδοχές που ελάμβαναν ενόψει της θέσεως και του βαθμού που κατείχαν κατά τον χρόνο αποχωρήσεως από την ενεργό υπηρεσία [πρβλ. αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015, απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 244/2017, σκέψεις VI.A.3 και Δ• επίσης βλ. το άρθρο 6 παρ. 6.4 του Ευρωπαϊκού Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, ο οποίος εγκρίθηκε στις 8-10 Ιουλίου 2010 στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και δεν έχει δεσμευτική ισχύ]. Επομένως, λόγοι αποκλειστικώς οικονομικοί ή η επίτευξη δημοσιονομικών στόχων ή η ανάγκη περιστολής των αφορωσών τη χορήγηση συντάξεων δημοσίων δαπανών, δεν μπορούν, αυτοί και μόνον, να δικαιολογήσουν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, ιδιαιτέρως μάλιστα στην περίπτωση περικοπών αιφνίδιων, αλλεπάλληλων ή σοβαρών που ανατρέπουν πράγματι το έως τότε ισχύον συνταξιοδοτικό καθεστώς, εφόσον δεν προκύπτει, με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι, κατά τον καθορισμό του ποσοστού των περικοπών αυτών, ελήφθη υπόψη από τον κοινό νομοθέτη η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στους δικαστικούς λειτουργούς, Πρέπει, δηλαδή, να προκύπτει ότι, μετά από ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω περικοπές στην άσκηση και το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος, ελήφθη πρόνοια, ώστε με τα καταβαλλόμενα στους δικαστικούς λειτουργούς ποσά συντάξεων να διατηρείται η απαιτούμενη σταθερή αναλογία μεταξύ των συντάξεων αυτών και των σύμφωνα με το Σύνταγμα καθοριζομένων αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών και να αποτελούν πράγματι, μέσω της ποσοτικής αυτής σχέσης, οι καταβαλλόμενες συντάξεις, ως εκ του ύψους  τους, εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. [πρβλ. αποφάσεις Ολομ. ΣτΕ 22872290/2015, αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5.5.2015, - 2BvL 17/09 κ.λπ., και της 27.9.2005, - 2BvR 1387/02, απόφαση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 29.12.2014, Νο 377294, σκέψη 18] 

 

 

9. Επειδή, στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσης από τον Ιανουάριο του έτους 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L83/13), της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψης μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίσθηκε ο ν. 3847/2010 «Επανακαθορισμός των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου» (Α΄ 67), με το άρθρο μόνο παρ. 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου γενικά χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του και το συνολικό ποσό της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης δεν υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, το ύψος τους δε καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, τετρακόσια (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα, διακόσια (200) ευρώ. γ) το επίδομα αδείας, διακόσια (200) ευρώ. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξης του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης […], του επιδόματος ανικανότητας και της προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς». Ακολούθως, με το άρθρο 11 του ν. 3865/2010 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 120) επιβλήθηκε από 1.8.2010 μηνιαία Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων ως εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 […] Σκοπός του λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.). 2.α. Η ΕΑΣ παρακρατείται μηνιαία από τις συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο ως εξής: α) Για συντάξεις από 1.400,01 έως 1.700,00, ποσοστό 3%. β) Για συντάξεις από 1.700,01 έως 2.000,00, ποσοστό 4%. γ) Για συντάξεις από 2.000,01 έως 2.300,00, ποσοστό 5%. δ) Για συντάξεις από 2.300,01 έως 2.600,00, ποσοστό 6%. ε) Για συντάξεις από 2.600,01 έως 2.900,00, ποσοστό 7%. στ) Για συντάξεις από 2.900,01 έως 3.200,00, ποσοστό 8%. ζ) Για συντάξεις από 3.200,01 έως 3.500,00, ποσοστό 9%. η) Για συντάξεις από 3.500,01 και άνω, ποσοστό 10%. β) Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης […] και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς. 3. […] 4. […] 5. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου αποδίδονται στον Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 6. […]». Με την παράγραφο 10 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) τα ποσοστά παρακράτησης, μεταξύ άλλων, των ανωτέρω περιπτώσεων (β) έως και (η) της πραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 αναπροσαρμόσθηκαν, αντιστοίχως, σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14%, η ρύθμιση δε αυτή επαναλήφθηκε, ως προς τα ποσοστά του εν λόγω άρθρου 11 παρ.2, με την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011. Εξάλλου, με την παράγραφο 11 του ίδιου ως άνω άρθρου 44 του ν. 3986/2011 επιβλήθηκε ειδική μηνιαία εισφορά ως εξής: «α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου […] που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 ευρώ έως 2.300,00 ευρώ, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 ευρώ έως 2.900,00 ευρώ, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 ευρώ και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) […] δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από την συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) […]». Η ανωτέρω ρύθμιση επαναλήφθηκε, ως προς τους συνταξιούχους του Δημοσίου, με την παρ. 14 του άρθρου 2 του προαναφερθέντος ν. 4024/2011. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 10 του εν λόγω ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012/2015» (Α΄ 226), με τον οποίο επιβλήθηκαν περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις και, ειδικότερα, ορίσθηκαν τα εξής: «α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. ΄Οσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξής τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.  β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτήν ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης [...]  και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει [...] και της επιπλέον εισφοράς [...] γ. [...]». Εξάλλου, με τον ν. 4046/2012 (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκαν αφενός τα Σχέδια Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, το ανωτέρω Μνημόνιο Συνεννόησης, σχέδιο του οποίου προσαρτάται ως Παράρτημα V στον εν λόγω νόμο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Παράρτημα V.1), στο οποίο, εκτός άλλων, αναφέρονται τα εξής: «[...] Οικονομικές Πολιτικές Α. Δημοσιονομική πολιτική 5. [...] 6. Για να διασφαλίσει την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος, η κυβέρνηση θα αναλάβει τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά των δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη πορεία ανάκαμψης, τα συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση [...], θα απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα πέραν εκείνων που έχουν ήδη εγκριθεί [...]. Το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτευχθεί μέσω περικοπών δαπανών που αποσκοπούν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους [...]. Πολλές από αυτές τις περικοπές θα πρέπει να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις [...]. 7. Οι  βασικές μεταρρυθμίσεις [...] περιλαμβάνουν [τα εξής]: [...] Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Δεδομένου του υψηλού μεριδίου συντάξεων στις δαπάνες της Ελληνικής Κυβέρνησης, η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων. [...] [Μ]ε τρόπο που θα προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι. [...]». Επακολούθησε ο ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α´ 40/29.2.2012), ο οποίος προέβλεψε, αναδρομικώς, νέες περικοπές συντάξεων στο άρθρο 1 παρ. 1, ορίζοντας, ειδικότερα, τα εξής: «α. Από  1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ. β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία. γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα οφειλόμενα δε ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012. δ. [...]».

 

 

10. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. Β του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012), με το οποίο (άρθρο) επήλθαν περαιτέρω μειώσεις επί των μεγαλύτερων των 1.000 ευρώ συντάξεων των συνταξιούχων του Δημοσίου, ορίσθηκαν, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τα εξής: Υποπαράγραφος Β.3. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) με έναρξη ισχύος - σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου - από 19.11.2012] «α. Η  μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων, άνω των 1.000 ευρώ, που καταβάλλονται από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία, μειώνεται ως εξής: Για συνολικό ποσό σύνταξης ή αθροίσματος συντάξεων: αα. ’νω των 1.000,00 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. ββ.  Από 1.500,01 ευρώ έως και 2.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γγ. Από 2.000,01 ευρώ έως και 3.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ και δδ. Από 3.000,01 ευρώ και άνω, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. β. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού μείωσης λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης ή των μηνιαίων βασικών συντάξεων όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί την 31.12.2012 μετά την τυχόν παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς [...], καθώς και των τυχών μειώσεων που επιβλήθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του ν. 4051/2012. γ. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. δ. [...]». Υποπαράγραφος Β.4. «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2592/1998 (Α´ 57) και του άρθρου μόνου του  ν. 3847/2010 [...] καταργούνται. [...]». Υποπαράγραφος Β.8. «Η ισχύς των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων αρχίζει από 1.1.2013 [...]». Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις διατάξεις της παραγράφου Β αυτού επιχειρείται «να περισταλεί η δημοσιονομική δαπάνη των καταβαλλόμενων από το Δημόσιο συντάξεων», ότι «Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου 3 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των συντάξεων, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών καθώς και των μερισμάτων των Μετοχικών Ταμείων, που υπερβαίνει τα 1.000 €, μειώνεται [...]»,  και ότι «Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου 4 καταργείται από 1.1.2013 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, η χορήγηση δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του Επιδόματος Αδείας». Εξάλλου, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω ν. 4093/2012 κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. [...] Παράγραφος Β. Τροποποιείται και συμπληρώνεται η συνταξιοδοτική νομοθεσία του Δημοσίου στα εξής, κατά βάση, σημεία: [...] - Μειώνεται, από 1-1-2013, το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης ή το άθροισμα συντάξεων και μερισμάτων, άνω των 1.000 Ευρώ. [...] - Καταργείται, από 1-1-2013, η χορήγηση επιδόματος εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και επιδόματος αδείας στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου. (Σήμερα χορηγούνται σε συνταξιούχους που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας και η σύνταξή τους δεν υπερβαίνει τα 2.500 Ευρώ). [...] 2. Από τις προτεινόμενες διατάξεις προκαλούνται τα ακόλουθα οικονομικά αποτελέσματα: Α. Επί του κρατικού προϋπολογισμού 1. Ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης ποσού 2. 566.400.000  ευρώ περίπου, η οποία αναλύεται σε: [...] 438.000.000 ευρώ από την περικοπή συντάξεων κατά 5% ή 10% ή 15%. (Παρ. Β) - 242.000.000 ευρώ από την κατάργηση δώρων εορτών και επιδόματος αδείας στις συντάξεις του Δημοσίου. (Παρ. Β) [...]».

 

 

11. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 4334/2015 «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α΄ 80/16.7.2015), στον οποίο παρατίθεται η Ανακοίνωση του Συμβουλίου Κορυφής («Eurosummit»), που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 12.7.2015, σχετικά με τις δεσμεύσεις της Ελλάδας ενόψει μελλοντικής συμφωνίας με τον Ε.Μ.Σ., μεταξύ δε των δεσμεύσεων αυτών αναφέρεται και η λήψη εμπροσθοβαρών μέτρων για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος ως μέρος ενός προγράμματος συνολικής αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Περαιτέρω, στο ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94/14.8.2015), με τον οποίο θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις σχετικά με το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (άρθρο 1), παρατίθεται, στο άρθρο 3 παρ. Γ με τίτλο «Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων», το «Μνημόνιο Συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του ΕΜΣ» για την Ελλάδα (τρίτο «Μνημόνιο Συνεννόησης»), στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι δεσμεύσεις της Χώρας για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Στις δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνονται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η δημιουργία αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση, η καθιέρωση στενότερης σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, η καθιέρωση του πραγματικού εισοδήματος ως βάσης υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολουμένους, η ενοποίηση όλων των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης σε μία ενιαία οντότητα, η εναρμόνιση των κανόνων επιβολής εισφορών και χορήγηση συντάξεων κ.λπ.

 

 

12. Επειδή, σε συνέχεια των ανωτέρω δεσμεύσεων, τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.5.2016), το πρώτο δε μέρος του νόμου αυτού (άρθρα 1-111) φέρει τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Ασφαλιστικού -  Συνταξιοδοτικού Συστήματος». Ειδικότερα, με το πρώτο μέρος του εν λόγω νόμου εισήχθησαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες επιμέρους ρυθμίσεις: Στο άρθρο 1, με τίτλο «Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας», ορίζονται τα εξής: «1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται από το νόμο αυτόν. 2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. 3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του E.Φ.K.A.». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου παρατίθενται οι «[ε]ννοιολογικοί προσδιορισμοί» ως εξής: «1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας και εκ μεταβιβάσεως υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος. 2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. 3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. 4. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω παραγράφου 1 σύνταξης καταβάλλεται ανά μήνα. 5. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται.». Εξάλλου, στο άρθρο 4, με το οποίο εκκινεί το Β΄ Κεφάλαιο του ως άνω ν. 4387/2016 με τον τίτλο «Συντάξεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών», ρυθμίζονται τα ζητήματα υπαγωγής στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στρατιωτικών, ως εξής: «1.α. Από 1.1.2017 οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί της Βουλής, των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α) που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 51 και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος. β. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 2.α. Το Δημόσιο εξακολουθεί έως 31.12.2016 να υπολογίζει και να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις, καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. β. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έως 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. γ. Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου, συντάξεις όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την ημερομηνία αυτή, μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α. και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13 περί ανωτάτου ορίου σύνταξης. 3. [...] Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε ή μεταβιβάζεται η σύνταξη των υπαγομένων σε αυτές προσώπων. 4. [...]». Στο δε άρθρο 6 («Ειδικές - Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου») ορίζονται τα εξής: «1.α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους λόγω συνταξιοδότησης, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά τις 31.12.2014, και καταβάλλονται με τον περιορισμό των διατάξεων του άρθρου 13. β. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου. γ. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα αποχωρούν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα. Οι ανωτέρω προσωπικές διαφορές καταβάλλονται έως 31.12.2018. [Το τελευταίο εδάφιο της περιπτώσεως γ΄ προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 2 ν. 4472/2017, Α΄ 74/19.5.2017.] δ. [...] 2. [...] 3. Οι συντάξεις των προηγούμενων παραγράφων αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος. 4. [...].». Εξάλλου, στις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 7 του ίδιου ως άνω νόμου, με τίτλο «Εθνική Σύνταξη» ορίζεται ότι: «1. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε όλους, όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. 6. Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. [...] Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος». Στο δε άρθρο 8, με τίτλο «Ανταποδοτική σύνταξη» ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Οι υπάλληλοι - λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιώματα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 4, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. 2.α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. [...]. 3. (όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4488/2017, Α΄ 137/13.9.2017) Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου - λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά έως πέντε (5) ετών ασφάλισης. […] 4. […] 5. [όπως αναριθμήθηκε η παράγραφος 4 με το άρθρο 94 παρ. 2 του ν. 4461/2017, Α΄ 38/28.3.2017] Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. [Σύμφωνα δε με τον πίνακα αυτόν το ποσοστό αναπλήρωσης είναι για τα έτη 0-15  0,77%, για τα έτη 15,01-18 0,84%, για τα έτη 18,01-21 0,90%, για τα έτη 21,01-24 0,96%, 24,01-27 1,03%, για τα έτη 27,01-30 1,21%, για τα έτη 30,01-33 1,42%, για τα έτη 33,01-36 1,59%, για τα έτη 36,01-39 1,80% και για τα έτη 39,01-42 και περισσότερα  2,00%.]   […] Το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως αυτό προκύπτει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3. [Το τελευταίο εδάφιο της παρ.5 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4488/2017, Α΄ 137/13.9.2017.]». Περαιτέρω, με το άρθρο 13 θεσπίσθηκε προσωρινό ανώτατο όριο στο ύψος των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου και των στρατιωτικών, ως εξής: «1. Μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Α΄ 152), όπως ισχύει. 2. Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ. [...] 3. Από 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με [το] ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους». Με το τελευταίο δε αυτό άρθρο 14, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων - προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», όπως ίσχυε κατά την αρχική του διατύπωση, ορίσθηκε ότι: «1.α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη o συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2.α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. [...]. β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. [...]. 3.α. [...] β. [...]». Η ανωτέρω περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74/19.5.2017), ως εξής: «Από την 1.1.2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται. Το ποσό που περικόπτεται κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Αν, μετά την εφαρμογή της ρύθμισης του ανωτέρω εδαφίου, το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψη του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3.». 

 

 

13. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4387/2016 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[...] Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η πλήρης αναμόρφωση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, του οποίου οι γενικές αρχές ορίζονται στον νόμο ως εξής: εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. [...] Οι δύο θεμελιώδεις αρχές της μεταρρύθμισης είναι η ισονομία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται όμοιοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Κοινωνική δικαιοσύνη, γιατί με το νέο θεσμό της εθνικής σύνταξης επιτυγχάνεται αναδιανομή, αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εξασφαλίζεται επαρκής σύνταξη και για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες. [...] [Θ]εσπίζεται ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης με ένταξη σε αυτόν όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, χωρίς εξαίρεση, γιατί διαφορετικά το εγχείρημα της ενοποίησης θα υπονομευθεί στο σύνολό του. [...] Καθιερώνε[τα]ι πλήρη[ς] ισονομία [...] με θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους και ανακαθορισμό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισμένοι να απολαμβάνουν τον ίδιο βαθμό εθνικής - κοινωνικής αλληλεγγύης. [...] Όσον αφορά στις εισφορές προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση υπολογισμού τους το πραγματικό εισόδημα. Όσον αφορά στις παροχές, καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, με βάση το μέσο εργασιακό εισόδημα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους. [...] Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεμητικού συστήματος. [...] [Η Μεταρρύθμιση] [ε]γγυάται τη διαβίωση των συνταξιούχων με αξιοπρέπεια, και διατηρεί, στο βαθμό του δυνατού, την εγγύτητα με το κεκτημένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής. [...] [Γ]ίνεται ανακαθορισμός, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους. Παράλληλα όμως εξασφαλίζεται πλήρης προστασία των κύριων συντάξεων, με πρόβλεψη προσωπικής διαφοράς [...]. Η δημιουργία ενός φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως με ένταξη σ’ αυτόν όλων [των] φορέων ασφαλίσεως (κύριας, επικουρικής και εφ’ άπαξ παροχών) με ενιαίους κανόνες για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται σε μελέτη βιωσιμότητας. Ο ανακαθορισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στον νέο, ενιαίο, τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής συντάξεως για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, εφόσον συνεπάγεται μείωση των συντάξεων, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι σέβεται τις αρχές της ισότητας της συμμετοχής στα δημόσια βάρη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. [...]». Εξάλλου, σχετικά με τις ρυθμίσεις ειδικώς του ως άνω άρθρου 13 του ν. 4387/2016 περί ανωτάτου ορίου καταβολής σύνταξης, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρονται τα εξής: «Με το άρθρο 13 προβλέπονται τα ανώτατα ποσά συντάξεων που θα καταβάλλονται μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Σκοπός της μεταβατικής αυτής διάταξης είναι η οικονομική εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος και η άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων, ενώ με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η περαιτέρω επιβάρυνση των δικαιούχων μεσαίων και χαμηλών και παράλληλα διασφαλίζεται μεσοπρόθεσμα η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Σημειωτέον ότι η ρύθμιση αυτή δεν είναι διαρκής, εφόσον δεν καθιερώνει εις το διηνεκές το προβλεπόμενο ανώτατο όριο. Απλώς αναστέλλεται η καταβολή του επιπλέον του ανωτάτου ορίου τμήματος της σύνταξης, δεν περικόπτεται αυτό οριστικά. Θα καταβληθεί αυτό μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής και μετά τον επανυπολογισμό της οικείας σύνταξης, σύμφωνα με το άρθρο 14. ’λλωστε, κατά την πάγια νομολογία το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών δεν αποτελεί σταθερό ποσό, αλλά δύναται να μεταβάλλεται είτε επί τα βελτίω είτε επί τα χείρω, ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες και, σύμφωνα πάντοτε με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία εξειδικεύει ο νομοθέτης, εντός των ορίων της ευρείας εξουσίας που αυτός διαθέτει [...]. Περαιτέρω, δεν κατοχυρώνεται, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους [...] με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Επιπρόσθετα, [...] με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην προσβολή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος έγκειται στην αποκατάσταση της ισορροπίας του κοινωνικού προϋπολογισμού [...]. ’λλωστε, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, όταν θεσπίζουν μέτρα στον τομέα των συντάξεων, να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο λόγους πολιτικού, κοινωνικού ή δημογραφικού χαρακτήρα, αλλά και δημοσιονομικούς λόγους, εφόσον διασφαλίζεται η γενική αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγων ηλικίας. [...].». Περαιτέρω, ως προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 14 περί αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 συντάξεων, όπως οι ρυθμίσεις αυτές είχαν πριν από την τροποποίησή τους κατά τα άνω, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Με βάση το άρθρο 14, επανυπολογίζονται οι συντάξεις που ήδη καταβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. [...] Εντούτοις, ο νομοθέτης επιλέγει να εισάγει μία ευνοϊκή μεταχείριση για τους ήδη συνταξιούχους προβλέποντας ρητά ότι μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, παρακρατούμενης της εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης [...] η συγκεκριμένη πρόβλεψη στοχεύει στο σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αυτή προστατεύεται, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην περίπτωση που το ποσό της σύνταξης, όπως επανυπολογίζεται, είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο, η διαφορά καταβάλλεται σταδιακά, σε βάθος πενταετίας. [...]». Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017, με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον, κατά τα  ήδη εκτεθέντα, περικοπή, από 1.1.2019, μέχρι ποσοστού 18%, του ποσού της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης, που, μετά την αναπροσαρμογή, υπερβαίνει το προκύπτον βάσει των νέων, ενιαίων κανόνων υπολογισμού ποσό, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και να επιτευχθεί σταθερή και άμεση χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι η περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά ποσοστό 1% του ΑΕΠ για το έτος 2019, η οποία επιτρέπει την περιχαράκωση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος. [...] Λαμβάνοντας δε υπόψη την αρχή της ίσης κατανομής των βαρών, προβλέπεται ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα επιτευχθεί μόνο μέσω της αναπροσαρμογής των συντάξεων εκείνων, το ποσό των οποίων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων, ούτως ώστε να μην θίγεται η αλληλεγγύη μεταξύ παλαιών και νέων συνταξιούχων [...] [και] να μην διαταραχθεί σημαντικά και αιφνιδίως το επίπεδο διαβίωσης της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων.». Τέλος, στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω ν. 4387/2016 κατά την υποβολή του προς ψήφιση, αναφέρεται, ειδικώς όσον αφορά το ως άνω περί ανωτάτου ορίου καταβολής σύνταξης άρθρο 13 του νόμου, ότι: «[...] Υπό το φως [...] τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και της [...] νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., πρέπει να σταθμισθεί αν οι προτεινόμενες ειδικότερες ρυθμίσεις, οι οποίες θέτουν ανώτατα όρια στο ποσό καταβολής μίας ή περισσοτέρων συντάξεων, διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και αφετέρου του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και αν αυτές οι περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και μισθωτών τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους». 

 

 

14. Επειδή, όπως συνάγεται από τα παρατιθέμενα στη σκέψη 9 νομοθετήματα, σε συνδυασμό με τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων των χορηγουμένων στους συνταξιοδοτουμένους από το Δημόσιο συνταξιοδοτικών παροχών. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των συνταξιούχων και βοηθηματούχων του Δημοσίου (άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 3847/2010) και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων (άρθρο 11 του ν. 3865/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή της εισφοράς αυτής (άρθρο 44 παράγραφος 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011), την επιβολή επιπλέον εισφοράς (άρθρο 44 παρ. 11 του ν. 3986/2011), τις μειώσεις κατά 40% στις υπερβαίνουσες τα 1.000 ευρώ συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και κατά 20% στις μεγαλύτερες των 1.200 ευρώ συντάξεις των λοιπών συνταξιούχων (άρθρο 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011), καθώς και τις αναδρομικές μειώσεις κατά 12% των πέραν των 1.300 ευρώ συντάξεων (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που είχαν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου και του δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» καθώς και του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ετών 2012 - 2015) και απέβλεπαν στην άμεση μείωση των κρατικών δαπανών για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Όπως έχει δε ειδικότερα κριθεί από το παρόν Ειδικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση 164/2015, πρβλ. και απόφαση 35/2014), οι θεσπισθείσες με τους ανωτέρω νόμους 3847/2010, 3865/2010, 3986/2011, 4002/2011, 4024/2011 και 4051/2012 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιούχων του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, αποτελούσες τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό τόσο την άμεση κάλυψη των οικονομικών αναγκών όσο και τη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης, δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν προσβολή των συνταγματικών αρχών της διακρίσεως των λειτουργιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, λαμβανομένων υπόψη του ύψους, των χαρακτηριστικών τους και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν (πρβλ. αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 22872290/2015).  

 

 

15. Επειδή, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς περαιτέρω εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης, δημοσιεύθηκε ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο παρ. Β του οποίου αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, μεταξύ άλλων και στους δικαστικούς λειτουργούς, συντάξεις (ή το άθροισμα συντάξεων και μερισμάτων), που υπερέβαιναν τα 1.000 ευρώ, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης από 5% έως και 20% αναλόγως του ύψους τους και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου εναπομένουσας σύνταξης μετά την εφαρμογή κάθε ποσοστού μείωσης, αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές  - εκ των οποίων, μάλιστα, οι πιο πρόσφατες είχαν επέλθει με τον δημοσιευθέντα μόλις οκτώ μήνες ενωρίτερα ν. 4051/2012 -, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στην ανάγκη «να περισταλεί η δημοσιονομική δαπάνη των καταβαλλόμενων από το Δημόσιο συντάξεων». Εξάλλου, με τον επακολουθήσαντα ν. 4387/2016, στον οποίο ενσωματώνονται, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική του έκθεση, οι προβλέψεις της εγκριθείσης με το ν. 4336/2015 συμφωνίας της Χώρας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, επιχειρείται η πλήρης αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την εισαγωγή νέου, ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, το οποίο χαρακτηρίζεται αφενός από τη θέσπιση όμοιων κανόνων για όλους τους απασχολούμενους είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα και αφετέρου από την ενίσχυση του κοινωνικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα του μέσω της εθνικής σύνταξης. Ειδικότερα, με τον νόμο αυτόν ιδρύθηκε, κατά πρώτον, Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο υπάγονται όλες οι κατηγορίες απασχολουμένων και συνταξιούχων, ανεξαρτήτως απασχόλησης ή ιδιότητας, και δη τόσο οι λειτουργοί και υπάλληλοι του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, όσο και οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, ορίσθηκαν ενιαίοι, για όλους τους απασχολουμένους, μεταξύ των οποίων δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, κανόνες υπολογισμού των εισφορών και των παροχών, μέσω της θέσπισης του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την εθνική (χρηματοδοτούμενη από τον κρατικό προϋπολογισμό) σύνταξη και αθροίζεται με αυτήν, και της άρρηκτης σύνδεσής του με τις καταβληθείσες εισφορές, ως βάση υπολογισμού των οποίων καθιερώνεται, ενιαίως, το εισόδημα των υπαγομένων στην ασφάλιση του ανωτέρω φορέα από την ασφαλιστέα δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Προκειμένου δε να διασφαλισθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος (βλ. σχετικώς την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016), προβλέπεται η άμεση εφαρμογή των νέων, ενιαίων κανόνων υπολογισμού των συντάξεων και επί των ήδη συνταξιούχων του Δημοσίου, μέσω του επανυπολογισμού των συντάξεών τους κατά τους ορισμούς του άρθρου 14 του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, όπως ίσχυε αρχικώς, έως τις 31.12.2018 (οπότε ολοκληρώνεται, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής) οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου συντάξεις εξακολουθούν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή κατόπιν συνυπολογισμού των περικοπών που είχαν επέλθει στις συντάξεις του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των νόμων 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012, καθώς και της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, ενώ από 1.1.2019 και εφόσον το ποσό της σύνταξης, όπως υπολογίζεται, είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος, και ως την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Στη συνέχεια, όμως, και από 19.5.2017, οπότε δημοσιεύθηκε ο ν. 4472/2017, ορίσθηκε, τροποποιηθέντος με το νόμο αυτόν, κατά τούτο, του ως άνω άρθρου 14 του ν. 4387/2016, ότι το τυχόν υπερβάλλον μετά τον επανυπολογισμό ποσό περικόπτεται μέχρι ποσοστού 18% επί της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 του εν λόγω ν. 4387/2016  ορίσθηκε, για τους ήδη κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού συνταξιούχους του Δημοσίου, ανώτατο όριο δυναμένης να καταβληθεί σύνταξης. Ειδικότερα, προβλέφθηκε, ως προς αυτούς, η αναστολή καταβολής, έως τις 31.12.2018 (ημερομηνία ολοκλήρωσης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα), κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης, κατά το ποσό (ακαθάριστο) που υπερβαίνει τις 2.000 ευρώ (ή τις 3.000 ευρώ, προκειμένου περί αθροίσματος συντάξεων), καθώς και η καταβολή εκ νέου, από 1.1.2019, του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον αυτό προκύψει μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξης επί τη βάσει των οριζομένων στο ως άνω άρθρο 14, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου, όμως, όπως ήδη ισχύουν, το υπερβάλλον ποσό, όπως υπολογίζεται με βάση τις περικοπές που θεσπίσθηκαν με τους νόμους 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012 και μετά την αφαίρεση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 [η οποία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εξακολουθεί να αφαιρείται για να υπολογισθεί το τελικώς καταβλητέο στο συνταξιούχο ποσό σύνταξης, αν και με την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου 244/2017 οι προβλέπουσες την εισφορά αυτή διατάξεις (και συνακόλουθα και εκείνες των άρθρων 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011) κρίθηκαν ως αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διάγνωσης της αντισυνταγματικότητας αυτής ορίσθηκε ο χρόνος δημοσίευσης της ως άνω απόφασης, δηλαδή η 8.2.2017], υπόκειται σε περικοπή μέχρι ποσοστού 18% επί της καταβαλλόμενης σύνταξης, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, ειδικώς ως προς το άρθρο 13 του ν. 4387/2016, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ότι σκοπός των μεταβατικών αυτών διατάξεων είναι η οικονομική εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος και η άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Όσον αφορά δε την εισαχθείσα με το ν. 4472/2017 ως άνω τροποποίηση περί περικοπής του υπερβάλλοντος ποσού των συντάξεων κατά ποσοστό 18%, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού εκτίθεται σχετικώς ότι η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και να επιτευχθεί σταθερή και άμεση χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, αφού προηγουμένως περισταλεί η συνταξιοδοτική δαπάνη. 

 

 

16. Επειδή, εξάλλου, εκτός από τις αναφερόμενες στις  προηγούμενες σκέψεις περικοπές των κύριων συντάξεών τους, οι συνταξιούχοι του Δημοσίου υποβλήθηκαν, παραλλήλως, και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της Χώρας, τέτοια δε μέτρα ήταν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και φορολογικών εκπτώσεων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρα 29 και 38 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και αντίστοιχες επεμβάσεις στη φορολογία ακίνητης περιουσίας, με μείωση του αφορολόγητου ορίου και αύξηση των φορολογικών συντελεστών του φόρου ακίνητης περιουσίας και επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκροδοτουμένων χώρων (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011 κ.ά.).

 

 

17. Επειδή, από τα εκτιθέμενα στην σκέψη 10 προκύπτει ότι με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη αφενός στη μείωση των συντάξεων των συνταξιούχων εν γένει του Δημοσίου και αφετέρου στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για όσους εκ των συνταξιούχων του Δημοσίου εξακολουθούσαν να τα λαμβάνουν, επικαλούμενος προς δικαιολόγηση των περικοπών αυτών, την ανάγκη να περισταλεί η δημοσιονομική δαπάνη των καταβαλλόμενων από το Δημόσιο συντάξεων, προκειμένου να διασφαλισθεί η πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής της Χώρας μέσω, κυρίως, περικοπών κρατικών δαπανών μεταξύ των οποίων και των συντάξεων (βλ. και τα αναφερόμενα στο Μνημόνιο Συνεννόησης, που έχει προσαρτηθεί στο ν. 4046/2012, σε εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε ο ν. 4093/2012). Μάλιστα ο νομοθέτης, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των διάφορων κατηγοριών συνταξιούχων λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, προέβη γενικώς σε μειώσεις των καταβαλλόμενων σε αυτούς συντάξεων, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης, ομοιόμορφα ως προς όλες τις κατηγορίες δικαιούχων, αποκλειστικώς και μόνο στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων συνολικών ποσών συντάξεων. Και ναι μεν ο διακηρυσσόμενος ως άνω σκοπός της περιστολής των δημοσιονομικών δαπανών αποτελεί πράγματι σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων από το Δημόσιο συντάξεων. Εν προκειμένω, όμως, και δεδομένου ότι οι επίμαχες περί αναπροσαρμογής των συντάξεων ρυθμίσεις του ν. 4093/2012 αφορούν και τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, δεν ελήφθη καθόλου υπόψη, κατά τον προσδιορισμό των ανωτέρω μειώσεων των συντάξεων, η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία κατοχυρώνει, κατά τα προεκτεθέντα, το Σύνταγμα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της μέσω αυτής παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στις συντάξεις των συνταξιούχων του Δημοσίου, ειδικώς κατά το μέρος που αφορούν αυτές τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω αμιγώς ποσοτικού (αριθμητικού) και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης, δηλαδή, συγκεκριμένης μεσοσταθμικής  μείωσης του εν γένει μισθολογικού κόστους του Δημοσίου (βλ. σχετικώς την οικεία ως άνω έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), το κύρος και η αποστολή του δικαστικού λειτουργήματος καθώς και η σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις σε βάρος των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι συντάξεις ειδικώς των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, σε σχέση αναλογίας με τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, δηλαδή η διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούσαν ως όργανα της τρίτης πολιτειακής εξουσίας. Η συνεκτίμηση δε, από μέρους του κοινού νομοθέτη, των ως άνω κριτηρίων και παραγόντων ήταν επιβεβλημένη, κατά το μέρος που οι επίμαχες περικοπές αφορούν συντάξεις τέως δικαστικών λειτουργών, ενόψει της, κατά τα ανωτέρω, ιδιαίτερης συνταξιοδοτικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών, η οποία απορρέει ευθέως από το, εξειδικεύον τις προκύπτουσες από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχές, άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ως εγγύηση της λειτουργικής και προσωπικής τους ανεξαρτησίας. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ως άνω ν. 4093/2012, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της, οι συγκεκριμένες μειώσεις των συντάξεων, κατά το μέρος που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίες επήλθαν με το νόμο αυτόν αποκλειστικά με βάση το προαναφερόμενο καθαρώς ποσοτικό κριτήριο του ύψους της καταβαλλόμενης σύνταξης εν γένει, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, καθώς και με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα προεκτεθέντα, έχουν επιβληθεί διαδοχικώς στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις κατά τα άνω, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο του αναγκαίου μέτρου που θέτει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) (πρβλ. αποφάσεις του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου 88/2013, 203/2014, 171/2016, πρβλ. και αποφάσεις Ολομ.  ΣτΕ 2287- 2288/ 2015, καθώς και Ολομ. Ελεγκτικού Συνεδρίου 4327/2014). Και  ναι μεν το Δημόσιο, με το από 8.12.2017 υπόμνημά του προς το παρόν Ειδικό Δικαστήριο, επικαλείται ως γενικότερο λόγο μείζονος δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντα τις επίμαχες περικοπές των συντάξεων, τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της Χώρας. Ανεξαρτήτως, όμως, του γεγονότος ότι οι επίμαχες περικοπές, οι οποίες συνιστούν μέτρα λαμβανόμενα για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, εν τούτοις, για πολλοστή φορά, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρεώσεως όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια ομάδα θιγόμενων προσώπων (συνταξιούχοι του Δημοσίου) (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4741/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 4327/2014), πάντως, ο ανωτέρω λόγος, περιοριζόμενος στην ανάγκη μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών του Δημοσίου προς διασφάλιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, την οποία επέβαλαν κυρίως «τα συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» (βλ. σχετικώς το προσαρτηθέν στο ν. 4046/2012 Μνημόνιο Συνεννόησης), δεν αρκεί, ούτε αυτός, για να καταστήσει συνταγματικώς ανεκτές τις συγκεκριμένες ως άνω περικοπές. Και τούτο διότι, ειδικώς ως προς τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, ενόψει και των προβλεπόμενων ποσοστών μείωσης του συνολικού ποσού των συντάξεων [ 15% και 20% για συντάξεις από 2.000,01 ευρώ και άνω και από 3.000,01 ευρώ και άνω, αντίστοιχα, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, οι κατέχοντες κατά την έξοδο από την υπηρεσία τους ανώτατους βαθμούς και τις αντίστοιχες θέσεις αυξημένης ευθύνης δικαστικοί λειτουργοί, όπως οι Πρόεδροι των ανωτάτων Δικαστηρίων, δηλαδή οι επικεφαλής της τρίτης κρατικής λειτουργίας, να υφίστανται τις μεγαλύτερες μειώσεις], δεν προκύπτει ότι ελήφθη πρόνοια για τη διατήρηση της απαιτούμενης από το Σύνταγμα σταθερής αναλογίας των συντάξεών τους με τις αποδοχές ενεργείας, συνεκτιμωμένων και των αλλεπάλληλων περικοπών που είχαν ήδη επιβληθεί στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών κατ’ εφαρμογή των προγενέστερων του ν. 4093/2012 προαναφερθέντων νόμων, οι οποίοι κρίθηκαν από το παρόν Δικαστήριο ως μη αντικείμενοι στις αφορώσες τη δικαστική λειτουργία συνταγματικές διατάξεις (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου 164/2015, 35/2014). Μάλιστα, εν προκειμένω, σύμφωνα με τους ειδικότερους ισχυρισμούς του ενάγοντος και τα προσκομισθέντα σχετικώς στοιχεία, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές των ομοιοβάθμων του ενάγοντος εν ενεργεία Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων (χωρίς συνυπολογισμό των προβλεπόμενων αντισταθμιστικών παροχών) ανέρχονταν, από 1.7.2015, σε ποσό μεγαλύτερο των 4.000 ευρώ, ενώ, αντιστοίχως, η μηνιαία σύνταξη του ενάγοντος διαμορφώθηκε με βάση τον ν. 4093/2012 (μετά την εφαρμογή επί του ακαθαρίστου ποσού και των μειώσεων των νόμων 4024/2011 και 4051/2012, ύψους, αντιστοίχως, 848,41 και 395,23 ευρώ) στο καθαρό ποσό των 2.382,40 ευρώ, υπολειπόμενη, ως εκ τούτου, των αποδοχών ενεργείας κατά ποσοστό ανώτερο του 40% και συνεπαγόμενη, πράγματι ανατροπή της ως άνω συνταγματικώς επιβαλλόμενης αναλογίας των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 6.11.2012 επί προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά Ουγγαρίας, υπόθεση C-286/12, σκέψη 72, απόφαση ΕΔΔΑ της 15.4.2014, Stefanetti και λοιποί κατά Ιταλίας, σκέψεις 64-66). Κατόπιν αυτών, κατά την πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 21), οι ανωτέρω διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κατά το μέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και ελήφθησαν υπόψη για τον επανυπολογισμό των συντάξεών τους κατά το άρθρο 14 παράγραφοι 1 περ. β και 2 περ. α του νεότερου ν. 4387/2016, αντίκεινται, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή, στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης που να μην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθμό με εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν.  

 

 

18. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με τις οποίες διασφαλίζεται και το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, η σύνταξη των αποχωρούντων από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών, η οποία αποτελεί «συνέχεια» των αποδοχών τους (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3540-1/2003 και Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 244/2017 σκέψη VI. A.1) και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, αποβλέπει στην εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και, τελικώς, στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Συνεπώς, κατά τη θέσπιση ρυθμίσεων που αφορούν τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, ακόμη και αν οι ρυθμίσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο ενός γενικού νομοθετήματος που διέπει περισσότερες ή και όλες τις κατηγορίες συνταξιούχων και ασφαλισμένων, πρέπει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες να προκύπτει ότι η τήρηση των ανωτέρω συνταγματικών εγγυήσεων αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής στάθμισης από μέρους του νομοθέτη σε σχέση με το διαμορφούμενο επίπεδο σύνταξης των δικαστικών λειτουργών. Τούτο δε διότι η σχετική ευχέρεια εκτιμήσεων και επιλογών, την οποία διαθέτει ο νομοθέτης ακόμη και στο πλαίσιο τυχόν επιχειρούμενης αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού και εν γένει ασφαλιστικού συστήματος, τελεί υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές συνταγματικές διατάξεις και τις εγγυήσεις που αυτές καθιερώνουν (πρβλ. απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 244/2017 σκέψη Χ.Α.5). Ο δε - θεμιτώς, καταρχήν, επιδιωκόμενος σκοπός της αναμόρφωσης των αρχών που διέπουν το συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν πρέπει, πάντως, να απολήγει σε συνταγματικώς μη επιτρεπτή ομοιόμορφη μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.

 

 

19. Επειδή, με τον ως άνω ν. 4387/2016 εισάγεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, νέο, ενιαίο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στο οποίο υπάγονται όλοι ανεξαιρέτως οι απασχολούμενοι, δηλαδή πέραν των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα και οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και οι αντίστοιχες κατηγορίες συνταξιούχων. Συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη είναι να διέπονται και οι δικαστικοί λειτουργοί, εν ενεργεία και συνταξιούχοι, από τις διατάξεις του ν. 4387/2016, μεταξύ δε αυτών και από τις προπαρατεθείσες μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 του εν λόγω νόμου. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις επιβάλλεται προσωρινό, μέχρι 31.12.2018, ανώτατο όριο ποσού 2.000 ευρώ στις καταβαλλόμενες ατομικές μηνιαίες συντάξεις των προσώπων που είχαν καταστεί συνταξιούχοι του Δημοσίου έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016), προβλέπεται δε και η εκ νέου καταβολή, από 1.1.2019, του τυχόν υπερβάλλοντος το ανώτατο αυτό όριο τμήματος της σύνταξης, μετά τον επανυπολογισμό αυτής κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του ίδιου νόμου. Σκοπός της μεταβατικής αυτής ρύθμισης είναι, κατά τα προκύπτοντα από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η οικονομική εξυγίανση και η μεσοπρόθεσμη διασφάλιση του ασφαλιστικού συστήματος καθώς και η άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων έως την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ο σκοπός δε αυτός αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων περιστολής των εν γένει συνταξιοδοτικών δαπανών του Δημοσίου. Ανεξαρτήτως, όμως, εάν η θέσπιση, αδιακρίτως, ενιαίων κανόνων επιβολής εισφορών και χορήγησης ασφαλιστικών παροχών για όλες τις κατηγορίες απασχολουμένων και συνταξιούχων, στο πλαίσιο ενιαίου φορέα, οργανωμένου ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης, και ιδιαιτέρως αν η υπαγωγή στο φορέα αυτόν λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, είναι ή όχι αντίθετη προς το άρθρο 4 του Συντάγματος ή προς άλλες τυχόν συνταγματικές διατάξεις, καθώς και αν η αναφερόμενη στο τρίτο Μνημόνιο δέσμευση για ενοποίηση όλων των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης σε μία ενιαία οντότητα αφορά και το φορέα παροχής της σύνταξης των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (βλ. απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 244/2017 σκέψεις VI. A., A.1. και Α.2, Χ. Α.2 και Α.4), πάντως, εν προκειμένω, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4387/2016, και ιδίως από την αιτιολογική του έκθεση, την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, τα πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής και τις μελέτες που συνοδεύουν τον εν λόγω νόμο, ουδόλως προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να αφορά ειδικώς το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών. Αντιθέτως, προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, εν ενεργεία και συνταξιούχοι, αντιμετωπίσθηκαν από το ν. 4387/2016 κατά τρόπο ενιαίο, τουλάχιστον με το σύνολο των απασχολουμένων στο Δημόσιο και εντάχθηκαν και αυτοί, όπως όλοι οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο, άμεσα και έμμεσα κρατικά όργανα, τόσο στις πάγιες ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου όσο και στις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 13 αυτού, χωρίς να έχει συνεκτιμηθεί, ειδικώς κατά τη θέσπιση, με το τελευταίο αυτό άρθρο, ανώτατου ορίου στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργιών, την οποία κατοχυρώνει, κατά τα ανωτέρω, το Σύνταγμα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και δι’ αυτής την εξασφάλιση της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, και χωρίς να προκύπτει, βάσει συγκεκριμένων εκτιμήσεων, ότι η σκοπούμενη με τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 διατήρηση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν ήταν δυνατή παρά μόνον με τη θέσπιση τέτοιων δραστικών μειώσεων στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Περαιτέρω, ναι μεν δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο κοινός νομοθέτης, επικαλούμενος εξαιρετικά σοβαρούς λόγους γενικότερου συμφέροντος, να προβαίνει στη θέσπιση, και δη προσωρινώς, ανώτατου ορίου στις καταβαλλόμενες συντάξεις μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι οι συνταξιοδοτούμενοι από το Δημόσιο λειτουργοί και υπάλληλοι. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, για τον υπολογισμό της καταβλητέας μηνιαίας σύνταξης, κατά τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο 13 του ν. 4387/2016, αφαιρούνται από το ανώτατο όριο των 2.000 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις για την υγειονομική περίθαλψη και την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων (παρά την, κατά τα προεκτεθέντα, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας της προβλέπουσας αυτήν διατάξεως με την προαναφερθείσα απόφαση 244/2017 του Ελεγκτικού Συνεδρίου), και, περαιτέρω, μετά και την αφαίρεση του παρακρατούμενου φόρου, το καθαρό ποσό σύνταξης που δικαιούνται έως τις 31.12.2018 οι υπαγόμενοι στη μεταβατική αυτή ρύθμιση συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, διαμορφώνεται, κατά κανόνα, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, σε ύψος μικρότερο ή ελάχιστα ανώτερο των 1.500 ευρώ (ειδικώς, για τον ενάγοντα, κατά τα προβαλλόμενα, σε 1.512,46 ευρώ). Με τα δεδομένα δε αυτά, η διάρρηξη της σχέσης αναλογίας μεταξύ σύνταξης και αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών, η οποία είχε ήδη επέλθει με τις περικοπές του ν. 4093/2012 κατά τα άνω, επιτείνεται πλέον κατά πολύ με την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, οι οποίες, θεσπισθείσες μετά την πάροδο έξι ετών από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, εμφανίζονται μεν ως εντασσόμενες στο πλαίσιο αναμορφώσεως του συνολικού ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος - και, επομένως, ως άσχετες με προηγούμενες περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών - στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούν συνέχεια των προηγούμενων αλλεπάλληλων περικοπών, καθεμία των οποίων επιβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς συνεκτίμηση των προηγηθεισών και, ως εκ τούτου, χωρίς καμία εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεών τους, με την επίκληση και μόνον των εκάστοτε δημοσιονομικών συνθηκών και δυσχερειών. Εξάλλου, το γεγονός ότι η τελευταία αυτή ρύθμιση του άρθρου 13 του ν. 4387/2016 περί επιβολής ανώτατου ορίου στις καταβαλλόμενες συντάξεις αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα (έως τις 31.12.2018), όπως προβάλλει το Δημόσιο με το προαναφερθέν υπόμνημά του, δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί αντιθέσεως των ανωτέρω διατάξεων προς τις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αφενός μεν η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου προβλέπεται, πάντως, για ικανό χρονικό διάστημα (τριάντα μηνών), αφετέρου δε το μέτρο αυτό συνεπάγεται περαιτέρω περικοπές στις ήδη μειωθείσες, κατά τα προεκτεθέντα, σε επίπεδο μη ανταποκρινόμενο στις συνταγματικές απαιτήσεις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Μάλιστα, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο υπολογισμός των συντάξεων κατ’ εφαρμογή των ως άνω μεταβατικών διατάξεων έγινε το πρώτον από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2017, είναι δυνατόν η εφαρμογή του μέτρου αυτού να οδηγήσει στον επανυπολογισμό των ποσών των συντάξεων που είχαν καταβληθεί στους δικαιούχους δικαστικούς λειτουργούς κατά το από 1.6.2016 έως 30.9.2017 χρονικό διάστημα χωρίς τις περικοπές που συνεπάγεται η επιβολή του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, και στην παρακράτηση από τις εφεξής καταβαλλόμενες συντάξεις του ποσού της διαφοράς, με συνέπεια για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παρακράτηση αυτή οι συνταξιοδοτικές παροχές των ήδη συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών να εμφανίζονται ακόμη περισσότερο μειωμένες. ’λλωστε, η εμφανιζόμενη ως προσωρινή (έως 31.12.2018) μείωση της καταβαλλόμενης σύνταξης δεν είναι πράγματι προσωρινή, εφόσον, και μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, η σύνταξη των δικαστικών λειτουργών δεν πρόκειται να επανέλθει όχι μόνον στο ποσό στο οποίο ανερχόταν πριν από την θεσπισθείσα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 περικοπή, αλλά ούτε καν στο μειωμένο ποσό στο οποίο ανερχόταν κατόπιν της περικοπής αυτής κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016. Τούτο δε ενόψει των θεσπιζομένων με το άρθρο 14 του ίδιου ν. 4387/2016 ρυθμίσεων, διότι - εκτός του ότι, μετά την τροποποίηση της περ. β΄ της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4472/2017, το τυχόν υπερβάλλον ποσό δεν καταβάλλεται, κατά τα προεκτεθέντα, ολόκληρο, όπως προβλεπόταν αρχικώς, αλλά μειωμένο κατά 18% - για τον επανυπολογισμό της σύνταξης (και ειδικότερα για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της) λαμβάνεται μεν υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίσθηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, αλλά εφαρμόζονται και τα ποσοστά αναπλήρωσης, που θεσπίζονται με το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, στο οποίο παραπέμπει ρητώς η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 14, η εφαρμογή δε των ποσοστών αυτών, ως εκ του ύψους και της κλιμακώσεώς των, συνεπάγεται περαιτέρω διατάραξη της αναλογίας μεταξύ της καταβαλλόμενης στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης και των αποδοχών ενεργείας (πρβλ. απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου 244/2017 σκέψη VI. A.3). Εξάλλου, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις διατάξεων του τελευταίου αυτού ν. 4387/2016 (βλ. τους προαναφερθέντες ν. 4461/2017, Α΄ 38/28.3.2017, ν. 4472/2017, Α΄ 74/19.5.2017, ν. 4488/2017, Α΄ 137/13.9.2017), οι οποίες ακολουθούν τους αλλεπάλληλους προγενέστερους νόμους, με τους οποίους θεσπίσθηκαν διάφορες περικοπές και μειώσεις, δεν διασφαλίζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου [πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 1738, 2649/2017 Ολομ., 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.• βλ. και το ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η)], και εντείνουν την αβεβαιότητα ως προς το συνταξιοδοτικό καθεστώς, γεγονός που, προδήλως, όχι μόνον επηρεάζει αμέσως τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά δεν συντελεί και στην επιτέλεση του δικαστικού λειτουργήματος από τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς χωρίς περισπασμούς (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 26.4.2006, Zubko και λοιποί κατά Ουκρανίας, σκέψεις 67-69, απόφαση ΔΕΕ της 6.11.2012, C-286/12, σκέψη 72). Με τα δεδομένα αυτά, λαμβανομένου υπόψη και του συνολικού ύψους των συνταξιοδοτικών περικοπών που έχουν επέλθει με τις προαναφερθείσες προγενέστερες διατάξεις και της εγγενούς δυσχέρειας αναπλήρωσης του περικοπτόμενου εισοδήματος, η περικοπή της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών κατ’ εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 13 του  ν. 4387/2016 μετά από τον επανυπολογισμό αυτής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14 του ίδιου νόμου, συνεπαγόμενος σοβαρή μείωση του εισοδήματός τους και ανατροπή των οικονομικών δεδομένων στα οποία δικαιολογημένα είχαν αποβλέψει, ουδόλως συνάδει προς τις συνταγματικές εγγυήσεις για τη διατήρηση, και μετά το πέρας του ενεργού υπηρεσιακού βίου των δικαστικών λειτουργών, επιπέδου διαβίωσης ανάλογου προς το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος και εγγύτερου κατά το δυνατόν προς εκείνο το οποίο εξασφάλιζαν οι αποδοχές τις οποίες ελάμβαναν στη θέση και στο βαθμό που κατείχαν κατά την αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία [πρβλ. αποφάσεις Ελεγκτικού Συνεδρίου Ολομ. 244/2017 σκέψη VI. A.3, 4327/2014 και το προαναφερθέν άρθρο 6 παρ. 6.4 του Ευρωπαϊκού Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών• βλ., άλλωστε, και τα εξαγγελλόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ίδιου του ν. 4387/2016 και στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού, σύμφωνα με τα οποία το εισαγόμενο με αυτόν νέο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης διατηρεί ως προς τους συνταξιούχους, «στο βαθμό του δυνατού, την εγγύτητα με το κεκτημένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής» (κατά τη διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης) και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης «όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου» (κατά τη διατύπωση του ως άνω άρθρου)]. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά την ομόφωνη (ως προς το ζήτημα αυτό) κρίση του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 21), οι προπαρατεθείσες μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, αντίκεινται και αυτές, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή, στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης η οποία να μην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθμό με εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν.     

 

 

20. Επειδή, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β.3 του ν. 4093/2012, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη και για τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 14 του ν. 4387/2016, και του άρθρου 13 του εν λόγω ν. 4387/2016 αντίκεινται στο Σύνταγμα, μη νομίμως υπολογίσθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών η σύνταξη του ενάγοντος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως 30.11.2017.

 

Δεδομένου δε ότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν ως ανίσχυρες, για τον προσδιορισμό της σύνταξης του ενάγοντος κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ήταν εφαρμοστέες οι προϊσχύουσες αυτών διατάξεις. Η κρίση, εξάλλου, αυτή δεν συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου εκ μέρους του δικαστή, κατά παράβαση του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο». Και τούτο διότι η εφαρμογή των διατάξεων που ίσχυαν έως την ψήφιση των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4093/2012 και 4387/2016 για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως του ενάγοντος δεν αποτελεί θέσπιση νέων κανόνων δικαίου εκ μέρους του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά άσκηση έργου ανατεθειμένου κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος στα δικαστήρια και συνισταμένου στη μη εφαρμογή κανόνα δικαίου, που αντίκειται στο Σύνταγμα, και στην επίλυση της διαφοράς με την εφαρμογή, εάν υπάρχει, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, προγενέστερου νόμου (βλ. απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου 88/2013).

 

21. Επειδή, τα μέλη του Δικαστηρίου Καλλιόπη Χριστακάκου - Φωτιάδη και Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου διατύπωσαν την εξής γνώμη ως προς την συμφωνία προς το Σύνταγμα των προαναφερθεισών διατάξεων: Ο νομοθέτης με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 προέβη στις αναφερόμενες στη σκέψη 10 μειώσεις των συντάξεων των εν γένει συνταξιούχων του Δημοσίου, καθώς και στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, προκειμένου να διασφαλισθεί η πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και να περισταλεί η δημοσιονομική δαπάνη των καταβαλλομένων από το Δημόσιο συντάξεων. Η μείωση αυτή πλήττοντας τους συνταξιούχους με χαμηλά από συντάξεις εισοδήματα, αλλά περισσότερο εκείνους οι οποίοι δικαιούντο υψηλότερα ποσά συντάξεων, εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, λόγω της απειλούμενης κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος. Συνεπώς, αυτή η περικοπή είναι, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη. Ανταποκρίνεται περαιτέρω στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο καθήκον όλων των πολιτών να συμβάλουν με διάφορους τρόπους στην επίτευξη του παραπάνω στόχου. Και πράγματι οι επιβαρύνσεις με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού  είναι σαφώς ευρύτερες, δεδομένου ότι αυτές αφορούν όχι μόνο τους συνταξιούχους, και εν προκειμένω τους συνταξιούχους δικαστικούς, αλλά και ευρύτερες κατηγορίες πολιτών, όπως τους ελεύθερους επαγγελματίες, μέσω της αύξησης του φόρου εισοδήματος, τους καταναλωτές, μέσω της αύξησης του φόρου προστιθέμενης αξίας, τους ιδιοκτήτες ακινήτων μέσω του ΕΝΦΙΑ  κ.ο.κ. Συνεπώς, οι επιβληθείσες από τις διατάξεις του ν. 4093/2012 μειώσεις και σε συντάξεις δικαστικών λειτουργών κρίνονται δικαιολογημένες, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι συνεπάγονται σημαντική επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου (αποφάσεις παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου 164/2015, 35/2014). Αντιθέτως, οι επόμενες ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, οι οποίες προκαλούν περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων, επιτείνοντας την ήδη δυσμενή οικονομική κατάσταση των συνταξιούχων δικαστικών, δεν ανταποκρίνονται στο ειδικό καθεστώς  τους, όπως αυτό περιγράφεται παραπάνω στη σκέψη 8, σύμφωνα με τα κριθέντα και από τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 19. Κι αυτό, επειδή οι επανειλημμένες διαδοχικές μειώσεις καταλήγουν στο να μην εξασφαλίζεται στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, αντίστοιχο με την προηγούμενη επαγγελματική τους κατάσταση και το αντίστοιχο κύρος τους ως δικαστικών λειτουργών και κατά τη διάρκεια του μετεργασιακού τους βίου. Κατ’ ακολουθίαν, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ύψους των περικοπών που προηγήθηκαν, η ρύθμιση του άρθρου 13 του ν. 4387/2016 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 26, όπως και στις διατάξεις 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως έκριναν και τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 19. 

 

 

22. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι, μετά την επίλυση των ανωτέρω νομικών ζητημάτων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο είναι αρμόδιο να επιλύσει οριστικώς τη διαφορά, αφού αποφανθεί και για τυχόν οφειλόμενα δικαστικά δαπανήματα.

 

 

Δια ταύτα

 

 

Διαπιστώνει ότι το νομικό ζήτημα, το οποίο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου και αφορά τη συμφωνία προς το Σύνταγμα των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011 και 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012, έχει ήδη επιλυθεί με την 164/2015 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Επιλύει το αναφυόμενο στο πλαίσιο της κρινόμενης αγωγής νομικό ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β.3 του ν. 4093/2012, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη και για τον επανυπολογισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 14 του ν. 4387/2016, και του άρθρου 13 του εν λόγω ν. 4387/2016, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Παραπέμπει την κρινόμενη αγωγή προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 6 Μαρτίου 2018.

 

Η Πρόεδρος                                         Η   Γραμματέας

Ειρήνη Σάρπ                                          Ελένη Γκίκα

 

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»