ΕφΠατρών 549/2017

 

Δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις - Διεθνής δικαιοδοσία - Αναγνώριση κι εκτέλεση αλλοδαπής αποφάσεως - Εκούσια δικαιοδοσία - Διατροφή ανήλικου τέκνου -.

 

Στις περιπτώσεις υποθέσεων διατροφής με στοιχεία αλλοδαπότητας όταν ο υπόχρεος σε διατροφή και εναγόμενος διαμένει στην ελληνική επικράτεια και ο δικαιούχος της διατροφής και ενάγων διαμένει στην Ουκρανία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υπόθεσης, αλλά δεν έχουν την αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα για την εκδίκασή της. Κατά τόπο αρμόδια να είναι τόσο τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και υπόχρεου προς διατροφή, αλλά και τα ουκρανικά σύμφωνα με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της κατοικίας του δανειστή, δικαιούχου της διατροφής και ενάγοντος στη σχετική δίκη.

 

 

 

Αριθμός 549/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από την Γραμματέα, Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ : ..., κατοίκου Γρανιτσέικων του Νομού Ηλείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Μίλη (του Δ. Σ Αθηνών) που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ... κατοίκου Ουκρανίας (...Μικολάγιβ), νομίμως εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από το Ελληνικό Δημόσιο και εν προκειμένω τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2 Ιουλίου 2002 και κυρώθηκε με το Ν. 3281/2004 (ΦΕΚ Α' 207/1-11-2004) περί «Κυρώσεως της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις» (άρθρο 3) και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ' του Ν. 3086/2002 (ΦΕΚ Α' 324) «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Κατάσταση των Λειτουργών και των υπαλλήλων του», η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Γεώργιο Δεληγιάννη, που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ : στον κ. Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, που δεν παραστάθηκε.

 

Η εφεσίβλητη-αιτούσα με την από 16.11.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ289/27-11-2012 αίτηση της που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτή.

 

Ο κυρίως παρεμβαίνων-εκκαλών με την από 11.1.2013 και με αριθμό καταθέσεως ΜΕ7/11-1-2013 κύρια παρέμβαση του, που άσκησε στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο ζήτησε να γίνει δεκτή αυτή και να απορριφθεί η προαναφερόμενη αίτηση της αιτούσας. Επί των υποθέσεων αυτών, που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 91/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που δέχτηκε την αίτηση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ως άνω κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλών με την από 11.6.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Ηλείας 44/2013 έφεση του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε με την 114/2016 πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών η 12η Ιανουαρίου 2017, οπότε και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (2.11.2017).

 

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινομένη από 11.6.2013 (αριθμ κατ. δικ. 44/14-6-2013) έφεση κατά της υπ' αριθμ 91/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ και 741 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο ( ως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατ άρθρο 44 του Ν.4446/2016), πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1, 741, 739 επ ΚΠολΔ), μετά και την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, με την επίδοση αντιγράφου της, σύμφωνα με τα άρθρα 748 παρ. 2 και 760 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πατρών (βλ. υπ'αριθμ 2481/11.1.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, …).

 

Κατ άρθρο 905 παρ.1 ΚΠολΔ «με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους». Ως εκ τούτου τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο σχετικά με την κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα τελούν υπό την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες, κατ' άρθρ. 28 του Συντάγματος, υπερέχουν των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ και συνεπώς τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζονται επί απόφασης δικαστηρίου χώρας, με την οποία η Ελλάδα έχει καταρτίσει διεθνή σύμβαση (ΑΠ 670/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Με τις διατάξεις δε του Ν. 3281/2004 κυρώθηκε και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για δικαστική συνδρομή σε αστικές υποθέσεις που υπογράφηκε στο Κίεβο στις 2/7/2002, όπου στην παρ. 3 του άρθρου 1 αυτού διευκρινίζεται ότι «για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, ως αστικές υποθέσεις θεωρούνται οι υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου», ενώ στις διατάξεις των άρθρων 20 έως 23 του ως άνω νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με την αναγνώριση και εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, δηλαδή ορίζονται οι προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση που εκδόθηκε σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη από το έτερο Συμβαλλόμενο Μέρος. Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 ορίζεται ότι «καθένα εκ των Συμβαλλομένων Μερών αναγνωρίζει και εκτελεί στην επικράτεια του τις ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, και έχουν κηρυχθεί εκτελεστές σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους: α) δικαστικές αποφάσεις επί αστικών υποθέσεων...», ήτοι αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου (σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου), στο άρθρο 21 ορίζεται ότι «1. Αρμόδια να αποφασίσουν επί αιτήματος για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης είναι τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους εντός της επικράτειας του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση. 2. Η αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης δύναται να υποβληθεί απευθείας από τον αιτούντα προς το αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου ζητείται να γίνει η αναγνώριση και η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. 3. Η αίτηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος, β. Περίληψη του αιτήματος, γ. Κατάλληλη υπογραφή. 4. Η αίτηση συνοδεύεται από: α. Επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, καθώς και πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως ή μερικώς εκτελεστή και οριστική, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν περιέχονται στην ίδια τη δικαστική απόφαση, β. Πιστοποιητικό που θα βεβαιώνει ότι ο ηττηθείς διάδικος που δεν παραστάθηκε στη δίκη κλήθηκε κατά τα δέοντα σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, γ. Μετάφραση των εγγράφων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, καθώς και μετάφραση του αιτήματος, εάν το εν λόγω αίτημα δεν έχει συνταχθεί στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί η απόφαση», ενώ στο άρθρο 22 του ως άνω νόμου ορίζονται περιοριστικά οι περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναγνώριση και η εκτέλεση δικαστικής απόφασης Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με το οποίο «η αναγνώριση και εκτέλεση μίας δικαστικής απόφασης μπορεί να μην γίνει δεκτή στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν παραστάθηκε στη δίκη επειδή δεν είχε κληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, β. Εάν μία οριστική απόφαση έχει εκδοθεί προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με την ίδια υπόθεση από δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση, γ. Εάν η απόφαση της οποίας η αναγνώριση ζητείται, είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του Συμβαλλόμενου Μέρους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση». Η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, με την έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 33 του ΑΚ, κρίνεται όχι από την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν την εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά από το εάν και κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που έδωσε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην Ελληνική Επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν στην Ελλάδα σε ορισμένο χρόνο και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή  κανόνων  αλλοδαπού  δικαίου, η οποία  μπορεί  να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα (βλ. ΟλΑΠ 6/1990, ΑΠ 1314/1994, ΑΠ 108/ 2001, ΑΠ 1255/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Γίνεται δε δεκτό ότι υπάρχει αντίθεση στη δημόσια τάξη λόγω εφαρμογής ορισμένης διάταξης του δικονομικού δικαίου αν η διάταξη αυτή δεν εξασφαλίζει επαρκή άμυνα στο διάδικο (βλ. ΕφΑΘ 6341/1999 ΑρχΝ 1999. 703). «δ. Εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, εντός της επικράτειας του οποίου η δικαστική απόφαση πρόκειται να αναγνωρισθεί και να εκτελεστεί, τα δικαστήρια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης της υπόθεσης»..

 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 του ΚΠολΔ, που καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει (κατά τόπο) αρμοδιότητα Ελληνικού Δικαστηρίου. Επομένως, προς διαπίστωση της συνδρομής ή όχι του ως άνω για την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης, απαιτουμένου εκτός των άλλων, όρου της υπαγωγής της υπόθεσης στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Κράτους, στο οποίο ανήκε το Δικαστήριο που την εξέδωσε, οφείλει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 22 - 45, 614, 616 και 622 του ΚΠολΔ, περί δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητος (δωσιδικίας) και βάσει αυτών να εξετάσει αν η διαφορά θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να αποκλείεται και η έγκυρη, κατά το Ελληνικό δίκαιο, συμφωνία των διαδίκων περί παρέκτασης της αρμοδιότητας. Κατά την έρευνα των στοιχείων, που θεμελιώνουν τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου, ο Ελληνας δικαστής δεν δεσμεύεται, κατ’ αρχήν, από τη διαδικασία ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου, καθώς και από τα συμπεράσματα του αλλοδαπού δικαστή για τα γεγονότα. Καθώς όμως δεν έχει εξουσία να αναδικάσει την υπόθεση, δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε ο αλλοδαπός δικαστής σε σχέση με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας του και επομένως οφείλει να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του, αν με βάση τα περιστατικά αυτά τα ελληνικά δικαστήρια θα είχαν δικαιοδοσία για την υπόθεση κατά τα άρθρα 3, 22 - 44 και 66 επ. ΚΠολΔ (βλ. σχ. Νικολόπουλο: σε Ερμ ΚΠολΔ Κεραμέως - Κονδύλη - Νίκα, κάτω από το άρθρο 905 αριθ. 23 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία,  ΕφΑΘ 6044/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 33 ΚΠολΔ και 321 ΑΚ, από τις οποίες η δεύτερη αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της αρμοδιότητας που ορίζεται στην ΚΠολΔ 33, όταν πρόκειται για εκπλήρωση χρηματικής παροχής, τέτοια δε αποτελεί και η καταβολή της διατροφής σε χρήμα, προκύπτει ότι υπάγονται στην αρμοδιότητα του άρθρου 33 ΚΠολΔ και οι διαφορές από την εκτέλεση των από το οικογενειακό δίκαιο συμβάσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο γάμος, καθώς και οι αξιώσεις διατροφής, αφού αυτές στηρίζονται στη συζυγική σχέση που απορρέει από το γάμο μεταξύ των διαδίκων και ο νόμος τις ορίζει ως συνέπεια της παραβίασης αυτής της σχέσης. Έτσι, στις υποθέσεις διατροφών μεταξύ κατιόντων και ανιόντων στη διάρκεια ή μετά τη λύση του γάμου κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής κατ' άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 321 ΑΚ, δηλαδή ο τόπος όπου ο υπόχρεος σε διατροφή οφείλει να την εκπληρώνει, δηλαδή να την καταβάλει, τέτοιος δε είναι ο τόπος της κατοικίας του δικαιούχου της διατροφής (Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, Τόμος Α', Αθήνα 1996, άρθρο 33, αριθμ. 5, σελ. 249). Η ανωτέρω δε ειδική δωσιδικία είναι συντρέχουσα με τη γενική δωσιδικία του τόπου της κατοικίας του εναγομένου κατ' άρθρο 22 ΚΠολΔ. Έτσι, στις περιπτώσεις υποθέσεων διατροφής με στοιχεία αλλοδαπότητας, ως στην προκείμενη περίπτωση, όταν ο υπόχρεος σε διατροφή και εναγόμενος διαμένει στην ελληνική επικράτεια και ο δικαιούχος της διατροφής  και  ενάγων διαμένει  στην Ουκρανία,  τα ελληνικά δικαστήρια έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υπόθεσης, αλλά δεν έχουν την αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα για την εκδίκαση της, διότι συντρέχουν η γενική δωσιδικία του άρθρου 22 ΚΠολΔ και η ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής κατ' άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 321 ΑΚ, με αποτέλεσμα κατά τόπο αρμόδια να είναι τόσο τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και υπόχρεου προς διατροφή, αλλά και τα ουκρανικά, σύμφωνα με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της κατοικίας του δανειστή, δικαιούχου της διατροφής και ενάγοντος στη σχετική δίκη.

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη με την ένδικη αίτηση της, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι με την από 30.11.2010 οριστική και εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένινσκιι της Ουκρανίας, ως αυτή διορθώθηκε με την από 1.7.2011 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, έγινε εν μέρει δεκτή η από Φεβρουαρίου 2009 αγωγή της κατά του εν διαστάσει συζύγου της, ..., κατοίκου Γρανιτσέικων Ν. Ηλείας, ήδη εκκαλούντος με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλει ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή στην αιτούσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους ..., του οποίου ασκεί την de facto επιμέλεια, το ποσό των 2.500 γριβνών (ισότιμου με 257,76 ευρώ) από 19/2/2009 και μέχρι την ενηλικίωση του ανήλικου τέκνου τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα συνολικού ποσού 171 γριβνών. Επικαλούμενη δε περαιτέρω, ότι α) ότι ο ως άνω εν διαστάσει σύζυγος της, που ηττήθηκε στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση διατροφής είχε νομίμως παρασταθεί σ αυτή β) ουδέποτε εκδόθηκε απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με την ίδια υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση του αλλοδαπού Δικαστηρίου γ) ότι και το ως άνω Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, κατά τις διατάξεις του ελληνικού Δικαίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση και δ) η απόφαση του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου δεν είναι αντίθετη προς την ελληνική δημόσια τάξη ζητούσε να κηρυχθεί αυτή εκτελεστή στην ελληνική επικράτεια. Ο εκκαλών με την από 11/1/2013 κύρια παρέμβαση, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο ως άνω δικόγραφο, ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω αίτηση. Επί της ως άνω αιτήσεως και κύριας παρέμβασης που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 740-781 ΚΠολΔ), εκδόθηκε η υπ' αριθμ 91/2013 εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκανε δεκτές αυτές ως νόμιμες, δέχτηκε την αίτηση και κατ’ ουσίαν, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο κυρίως παρεμβαίνων την από 24.7.2013 κρινομένη έφεση του, με την οποία ζητεί, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε, δεκτής γενομένης της κύριας παρέμβασης του, να απορριφθεί η ως άνω αίτηση.

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ στοιχεία, αφού αυτή περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα, κατά το κύριο αντικείμενο και την εξουσία για την υποβολή του, ήτοι γίνεται επίκληση σ αυτήν της συνδρομής όλων των προαναφερόμενων στη μείζονα σκέψη προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) που απαιτούνται από την ως άνω διεθνή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας, κυρωθείσα με το Ν.3281/2004, για την κατ άρθρο 905 παρ.1 ΚΠολΔ κήρυξη της προκείμενης αλλοδαπής απόφασης του Ουκρανικού Δικαστηρίου ως εκτελεστής στην ελληνική επικράτεια, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον σχετικό (πρώτο) λόγο της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι αόριστη, καθότι δεν αναφέρεται σ αυτήν ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των διαδίκων και ο τόπος γέννησης του ανηλίκου τέκνου, στοιχεία που ουδόλως απαιτούνται για το ορισμένο αυτής, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

Από την ανωμοτί εξέταση του κυρίως παρεμβαίνοντος που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς(ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη τέλεσε με τον κυρίως παρεμβαίνοντα και ήδη εκκαλούντα νόμιμο πολιτικό γάμο στις 22 Μαρτίου 2002 στον Πύργο Ηλείας (βλ. την υπ' αριθμ. 28/Α/02/27-3-2002 ληξιαρχική πράξη γάμου της Ληξιάρχου Πύργου), από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, τον ..., που γεννήθηκε στις 27/11/2002 στο Ρίο    Αχαΐας (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 15419/15-5-2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πύργου). Ο ανωτέρω γάμος των διαδίκων, οι οποίοι όσο ζούσαν μαζί κατοικούσαν στο δημοτικό διαμέρισμα Γρανιτσέικων του Δήμου Πύργου, δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού το καλοκαίρι του έτους 2008 η αιτούσα αποφάσισε να μεταβεί στην πατρίδα της, την Ουκρανία, με την πρόφαση ότι έπρεπε να τακτοποιήσει τα ταξιδιωτικά έγγραφα και το διαβατήριο της, αλλά στην πραγματικότητα μοναδικός της σκοπός ήταν να απομακρυνθεί μαζί με το τέκνο της από τη συζυγική εστία και να μην επιστρέψει σε αυτή, αφού έκτοτε ζει στην Ουκρανία μαζί με τον ανήλικο ..., ασκώντας την de facto επιμέλεια αυτού, παρά την αντίθετη θέληση του κυρίως παρεμβαίνοντα, ο οποίος μήνυσε την αιτούσα για την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της (αυτοδικία), για την οποία αυτή και καταδικάσθηκε με την με αριθμό 1265/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, εκδοθείσα ερήμην της. Ερήμην, επίσης, της τελευταίας εκδόθηκαν αφ’ ενός μεν η με αριθμό 256/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας με την οποία ανατέθηκε στον κυρίως παρεμβαίνοντα προσωρινά η ανάθεση της επιμέλειας του ως άνω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, η οποία του ανατέθηκε και οριστικά με την με αριθμό 110/2010 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, εκδοθείσα κατόπιν της από 9.12.2009 τακτικής αγωγής του τελευταίου, καταστάσας αμετάκλητης, ενόψει του ότι δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα κατ’ αυτής. Από το ίδιο, επίσης, αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από τον Φεβρουάριο του 2009 αγωγής της αιτούσας που αυτή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λενίσκιι της Ουκρανίας εναντίον του κυρίως παρεμβαίνοντος, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει ο κυρίως παρεμβαίνων και εν διαστάσει σύζυγος της μηνιαία σε χρήμα διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους ... μέχρι την ενηλικίωση του εκδόθηκε η από 30/11/2010 (αριθμός υπόθεσης 2-395/2010) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ο κυρίως παρεμβαίνων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην αιτούσα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου του το ποσό των 2.500 γριβνών ( ή 257,79 ευρώ) ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή του από τις 19/2/2009 έως την ενηλικίωση του, επιβλήθηκαν δε σε βάρος του και τα δικαστικά έξοδα ποσού 171 γριβνών. Περαιτέρω, η ανωτέρω απόφαση διορθώθηκε ως προς τα εμφιλοχωρήσαντα σε αυτή γραφικά και αριθμητικά της λάθη με την από 1/7/2011 απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου. Η ανωτέρω από 30/11/2010 απόφαση του ουκρανικού δικαστηρίου είναι οριστική στην Ουκρανία και εκτελεστή από 13/4/2011 (βλ. την από 25/7/2011 πληροφορία του Δικαστή του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένινσκιι). Επίσης, από την ίδια την από 30/11/2010 απόφαση του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένισκιι προκύπτει ότι ο κυρίως παρεμβαίνων και εναγόμενος στην υπόθεση διατροφής που συζητήθηκε στο ως άνω ουκρανικό δικαστήριο, ο οποίος ηττήθηκε, παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της, αλλά πέραν τούτου αυτός είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα προκειμένου να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ουκρανικού δικαστηρίου (βλ. την από 25/7/2011 πληροφορία του Δικαστή του Δικαστηρίου του Μικολάγιβ στην περιοχή Λένινσκιι).

Περαιτέρω, η υπόθεση της διατροφής αυτής υπαγόταν κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου στην τοπική αρμοδιότητα του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρισκόταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι της μηνιαίας σε χρήμα διατροφής, δηλαδή στο Μικολάγιβ στην περιοχή Λένισκιι, όπου κατοικεί το ανήλικο τέκνο των διαδίκων και δικαιούχος της διατροφής (άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 321 ΑΚ), τα δε ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα εκδίκασης της υπόθεσης διατροφής, διότι κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου συνέτρεχαν η γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και στην παρούσα δίκη κυρίως παρεμβαίνοντος, με την οποία κατά τόπο αρμόδια ήταν τα ελληνικά δικαστήρια, με την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, σύμφωνα με την οποία κατά τόπο αρμόδια ήταν τα ουκρανικά δικαστήρια, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, χωρίς να συνάπτεται με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων το ζήτημα του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού του κυρίου παρεμβαίνοντος, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης του ότι αποκλειστική αρμοδιότητα είχαν τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 18 ΑΚ, το οποίο όμως ρυθμίζει το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας και όχι την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Εξάλλου, πριν από την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ουκρανικού δικαστηρίου δεν είχε εκδοθεί στην Ελλάδα άλλη οριστική απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων που να επιλύει το ζήτημα της διατροφής του ανήλικου ....

Περαιτέρω, η απόφαση του ουκρανικού δικαστηρίου με την οποία υποχρεώθηκε ο κυρίως παρεμβαίνων να καταβάλει στο ανήλικο τέκνο του ως μηνιαία διατροφή του το ως άνω ποσό, ουδόλως αντίκεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη, ως αυτός αβασίμως υποστηρίζει, για το λόγο ότι του έχει ανατεθεί με την προαναφερόμενη  με αριθμό 110/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου. Σημειωτέον ότι η ως άνω απόφαση, τόσο κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής διατροφής της αιτούσας για λογαριασμό του ανηλίκου, όσο και κατά το χρόνο έκδοσης της προκείμενης αλλοδαπής απόφασης αλλά έως και σήμερα δεν έχει εισέτι αναγνωρισθεί στη Ουκρανία, για το λόγο αυτό άλλωστε, αν και το γεγονός αυτό, ήτοι της ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου στον κυρίως παρεμβαίνοντα-πατέρα του με απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου, τέθηκε υπόψη του αλλοδαπού Δικαστηρίου, το τελευταίο δεν έλαβε αυτή υπόψη του (βλ. σκεπτικό της ως άνω απόφασης, στην 3η σελίδα αυτής). Και αυτό διότι η λύση που έδωσε το ουκρανικό δικαστήριο, ήτοι να κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή που άσκησε για λογαριασμό του ανηλίκου, η αιτούσα-μητέρα του, που εν τοις πράγμασι ασκεί την επιμέλεια του τελευταίου, αφού έχει τη γονική μέριμνα του και διαμένει μαζί της, περί επιδίκασης σε βάρος του υπόχρεου για τη διατροφή του, λόγω της ιδιότητας του ως γονέα του ανηλίκου-κυρίως παρεμβαίνοντα, μηνιαίας διατροφής του, ουδόλως προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη, ως η έννοια αυτής προεκτέθη στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι σε θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον Ελλαδικό χώρο, ούτε μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα.

 

Το Πρωτοβάθμιο συνεπώς Δικαστήριο που με παρόμοιες με την παρούσα σκέψεις, απορρίπτοντας την κύρια παρέμβαση, δέχθηκε την αίτηση κηρύσσοντας την ως άνω αλλοδαπή απόφαση εκτελεστή και στην Ελλάδα, ενόψει του ότι, ως αποδείχθηκε, συνέτρεχαν όλες οι προαναφερόμενες προς τούτο προϋποθέσεις, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία εκτίμησε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Πρέπει, επομένως ν’ απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσία αβάσιμη, να καταδικαστεί ο εκκαλών, ως ηττηθείς (άρθρο 176, 183, 741 και 746 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, τέλος, λόγω της ήττας του, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά της με αριθμό 91/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας κατά το τυπικό της μέρος.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, στην Πάτρα, στις 15 Δεκεμβρίου 2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ