ΕφΠατρ 836/2010

 

Αμοιβές και επιδόματα έμμισθων δικηγόρων σε ΟΤΑ β’ βαθμού -Τόκος -.

 

 

Κρίθηκε ότι οι ενάγουσες δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής του εναγομένου ΝΠΔΔ ΟΤΑ β’ βαθμού (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) δικαιούνται την πάγια αντιμισθία τους όπως αυτή διαμορφώνεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, των μηνιαίων κατ’ αποκοπήν εξόδων κίνησης που καταβάλλονται πλέον ως τακτικό επίδομα στους υπαλλήλους των ΟΤΑ, της προσαύξησης της πάγιας αντιμισθίας τους που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, του επιδόματος ειδικής απασχόλησης. Η διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων που τελούν σε σχέση πάγιας αντιμισθίας, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στους ΟΤΑ α' βαθμού, σε  σχέση με τους δικηγόρους των ΟΤΑ β' βαθμού, στο βαθμό που δεν προκύπτει ότι τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την τέλεση των καθηκόντων τους, εμφανίζεται αυθαίρετη και αδικαιολόγητη, με αποτέλεσμα να αποτελεί δυσμενή διάκριση σε σύγκριση με τους λοιπούς δικηγόρους που παρέχουν τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες υπηρεσίες. Νόμιμο και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί καταβολής τόκων αλλά από την επίδοση της αγωγής. Ως αγωγή από την επίδοση της οποίας οφείλονται τόκοι, νοείται μόνο η καταψηφιστική αγωγή, όχι δε και η αναγνωριστική, η οποία δεν ενέχει άλλωστε όχληση προς εκπλήρωση της παροχής.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 836/2010

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Σπηλωτόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Στεφανία Καρατζά, Ελένη Κατσούλη-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2010 έτους, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Α' Εφεση

 

Των εκκαλουσών 1) .........., Δικηγόρου, επί παγία αντιμισθία στον ΟΤΑ β` βαθμού ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδικοίκηση Κεφαλληνίας-Ιθάκης», κατοίκου Αργοστολίου, η οποία παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ως διάδικος και Δικηγόρος και 2) ........., Δικηγόρου, επί παγία αντιμισθία στον ΟΤΑ β` βαθμού ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας-Ιθάκης», κατοίκου Αργοστολίου, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Αλκηστις Κατσούνη.

 

Του εφεσιβλήτου: Εδρεύοντος στο Αργοστόλι ΟΤΑ β` βαθμού με την επωνυμία «ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ & ΙΘΑΚΗΣ», νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Μπουρμπούλης.

 

Β' Εφεση

 

Του εκκαλούντος: Εδρεύοντος στο Αργοστόλι ΟΤΑ Β` βαθμού, με την επωνυμία «ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ & ΙΘΑΚΗΣ», νομίμως εκπροσωπουμένου, το

οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Μπουρμπούλης.

 

Των Εφεσιβλήτων: 1) .........., Δικηγόρου, επί παγία αντιμισθία στον ΟΤΑ β` βαθμού ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας-Ιθάκης», κατοίκου Αργοστολίου, η οποία παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ως διάδικος και Δικηγόρος και 2) ........., Δικηγόρου, επί παγία αντιμισθία στον ΟΤΑ β` βαθμού ΝΠΔΔ, με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας-Ιθάκης», κατοίκου Αργοστολίου, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Αλκηστις Κατσούνη.

 

Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες ..... και ..... της α` έφεσης με την από 13-5-2008 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτή.

 

Το Δικαστήριο, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1173/2008 οριστική του απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

 

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν προς το Δικαστήριο τούτο: α) οι εκκαλούσες ....... με την από 28-1-2009 έφεσή του και β) το εκκαλούν «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας & Ιθάκης» με την από 26-5-2009 έφεσή του (αριθ. έκθ. Κατ. 7/2-2-2009 και 46/26-2-2009, αντίστοιχα) ζητώντας να γίνουν δεκτές για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτές.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ` αυτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολ.Δ «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει, ότι παρά την κατάργηση των τεκμηρίων εκ της ερημοδικίας των διαδίκων (παραιτήσεως και ομολογίας της αγωγής) που θέσπιζαν τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολ.Δ, μετά την οποία εξέλιπαν πλέον οι λόγοι για τη χορήγηση αναιτιολόγητης ανακοπής και, κατ` επέκταση, εφέσεως με όμοια αποτελέσματα, εν τούτοις, η ανωτέρω διάταξη διατήρησε ευθέως την έφεση κατ` ερήμην αποφάσεως ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Τούτο ρητώς ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001, προκύπτει δε και από την αντιπαραβολή του άρθρου 528 προς τα άρθρα 522 και 535 ΚΠολ.Δ. Η διαφορά στη φραστική διατύπωση των δύο ομόλογων άρθρων 535 και 528 ΚΠολΔ καταδεικνύει ότι την μεν εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους επιφέρει η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως, ενώ την εξαφάνιση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της ως βάσιμου κατ` ουσίαν. Αν ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο την τύχη του ένδικου αυτού μέσου, είτε στρέφεται κατ` ερήμην είτε κατ` αντιμωλία αποφάσεως, αν δηλαδή ήθελε η εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως να επέρχεται μόνο με την κατ` ουσίαν παραδοχή κάποιου λόγου της εφέσεως, αρκούσε γι` αυτό η διάταξη του άρθρου 535, ενώ το άρθρο 528 θα ήταν περιττό. Η σκόπιμη, συνεπώς διατήρηση του άρθρου 528 με δομή ίδια ουσιαστικά με εκείνη που είχε προσδώσει ο Ν. 2207/1994, υποδηλώνει σαφώς ότι για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 1015/2005, ΑΠ 1906/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Εφ Θεσ 431/2009 ΕΠΟΛΔ 2009.525).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενες εφέσεις από α) 28-1-2009 και με αριθ. εκθ. Κατ. 7/2-2-2009 των ηττηθέντων εν μέρει πρωτοδίκως εναγουσών, και β) 26-5-2009 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. 46/26-5-2009 του ηττηθέντος εν μέρει πρωτοδίκως εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας και Ιθάκης» κατά της 1173/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά της συζήτηση της από 13-5-2008 αγωγής κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ.), με την οποία (απόφαση) έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή των εναγουσών και ήδη εκκαλουσών - εφεσιβλήτων και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει από 19-10-2004 και εφεξής την πάγια αντιμισθία τους προσαυξημένη κατά ποσοστό 20%, και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει το ποσό των 18.503,66 ΕΥΡΩ στην πρώτη από τις ενάγουσες και το ποσό των 1.635,44 ΕΥΡΩ στη δεύτερη, ως διαφορά των καταβληθεισών αποδοχών τους σε σχέση με τις καταβλητέες, έχουν ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 511 επ., 518 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνουν τυπικά δεκτές, (αφού συνεκδικαστούν κατά τα άρθρα 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), και η από 28-1-2009 έφεση των εναγουσών πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και με τους οποίους οι ενάγουσες παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, ζητώντας την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους. Περαιτέρω, κατά παραδοχή της από 26-5-2009 εφέσεως του εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας και Ιθάκης», πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί στο Δικαστήριο τούτο η υπόθεση και να ερευνηθεί η ένδικη από 13-5-2008 αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Με το άρθρο 92Α του Κώδικα Δικηγόρων, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1093/1980 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1816/1988 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Για δικηγόρος στο Πρωτοδικείο το 15ο μισθολογικό κλιμάκιο, β) Για δικηγόρο στο Εφετείο το 8ο μισθολογικό κλιμάκιο, γ) Για δικηγόρο στον Αρειο Πάγο το 1ο μισθολογικό κλιμάκιο (παρ. 1). Τα κατώτατα όρια αμοιβής της παραπάνω παραγράφου προσαυξάνονται και με τα επιδόματα που καταβάλλονται στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους σύμφωνα με τις ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις... (παρ. 2).

 

 

Περαιτέρω στο άρθρο 21 του Ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α` 297) ορίζεται ότι «»Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, οι διατάξεις του μέρους Α` του παρόντος νόμου, μπορεί να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, που δεν υπάγεται στις διατάξεις του μέρους αυτού, πλην όμως έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς και δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής». Κατ` εξουσιοδότηση του άνω άρθρου 21 του Ν. 3205/2003 εκδόθηκε η 2/8250/0022/2004 απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Κατάταξη Δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια» η οποία ορίζει τα εξής «1. Οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και τα Ν.Π.ΔΔ, των οποίων τα κατώτατα  όρια αμοιβής καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 1093/1980, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1816/1988, κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια, χωρίς περαιτέρω εξέλιξη, ως εξής: α) Δικηγόροι στο Πρωτοδικείο: στο 15ο Μ.Κ. β) Δικηγόροι στο Εφετείο: στο 8ο Μ.Κ. γ) Δικηγόροι στον Αρειο Πάγο: στο 1ο Μ.Κ. 2. Στους ανωτέρω καταβάλλεται το κίνητρο απόδοσης του άρθρου 12 του Ν. 3205/2003, 3. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 3205/2003 (βλ. Κώδικας Νομικού Βήματος, 2214) προκύπτει η σαφής βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπισθεί η μέχρι τότε διαμορφωμένη μισθολογική κατάσταση, με την καθιέρωση ενός νέου μισθολογίου για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, σε μια προσπάθεια κωδικοποίησης των σημαντικότερων διατάξεων μισθολογικού περιεχομένου που ίσχυαν μέχρι τότε, με σκοπό την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών, που είχαν διαμορφωθεί, κατά το δικαιότερο τρόπο. Ετσι με την παραπάνω ΥΑ επεκτεινόταν η καθιέρωση ενιαίας μισθολογικής αντιμετώπισης και στους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ, οι οποίοι αποτελούν μεν προσωπικό που δεν εμπίπτει ευθέως στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, πλην όμως έχει βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με τους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ.

 

 

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, εκτός από το βασικό μισθό τους, το κατώτατο όριο του οποίου καθορίζεται κατ` αναλογία με τα μισθολογικά κλιμάκια του μισθολογίου των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με το βαθμό του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου παρίστανται, λαμβάνουν ως προσαύξηση του μισθού τους και όλα τα επιδόματα που καταβάλλονται στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γι` αυτούς αντιμετωπίζονται δηλαδή μισθολογικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι της υπηρεσίας, στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Περαιτέρω σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 21 του Ν. 3274/2004 (ΦΕΚ Α` 195/19-10-2004) «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης» ορίζονται τα εξής: «2. Τα άρθρα 247 και 248 του Ν. 1188/1981 καταργούνται, τα δε άρθρα 245 και 246 του ίδιου νόμου αντικαθίστανται ακολούθως: άρθρο 245 Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων ...3. Αρθρο 246 Αντιμισθία α) οι διατάξει του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία β) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους ΟΤΑ  με πληθυσμό μέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για του ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας... γ) Στους παραπάνω δικαιούχος χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 6285/1999 (ΦΕΚ 35Α`) και το επίδομα της περιπτώσεως γ` της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α`), όπως κάθε φορά ισχύουν».

 

 

Στην Εισηγητική Εκθεση του παραπάνω νόμου δε γίνεται ειδικότερη αιτιολόγηση της επί πλέον αυτής προσαυξήσεως αποκλειστικά και μόνο στους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού, δεδομένου μάλιστα ότι ο σχετικός νόμος αφορά σε ζητήματα Οργανώσεως και λειτουργίας των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού, χωρίς να αποτελεί νόμο με αμιγώς μισθολογικό περιεχόμενο και ρυθμίσεις, όπως επρόκειτο περί του Ν. 3205/2003, που ήδη έχει αναφερθεί, αλλά και χωρίς να προκύπτει ότι η συγκεκριμένη διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ α` βαθμού απορρέει από την ανάγκη και επιδίωξη της λειτουργικής αποτελεσματικότητας των τελευταίων. Εξάλλου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2685/1999 «Κάλυψη δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων» ορίζεται ότι «3. Ειδικές διατάξεις με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση κατ` αποκοπήν εξόδων μετακίνησης σε υπαλλήλους για τις μετακινήσεις τους εντός έδρας διατηρούνται σε ισχύ και δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, τα κατ` αποκοπήν έξοδα μετακίνησης δύνανται να αναπροσαρμόζονται και να επεκτείνονται από 1.1.1998 σε υπαλλήλους του ίδιου Υπουργείου, που η φύση της εργασίας τους επιβάλλει συνεχείς μετακινήσεις εντός έδρας. Προκειμένου περί του προσωπικού των ΟΤΑ, τα κατ` αποκοπή έξοδα μετακίνησης καταβάλλονται από 1ης Απριλίου 1998, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. 2040222/4110/0022/19-6-1998, κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: ΘΕΜΑ: «Χορήγηση κατ` αποκοπή εξόδων κίνησης στους υπαλλήλους των ΟΤΑ»…..Αποφασίζουμε 1. Χορηγούμε στο προσωπικό των ΟΤΑ εφάπαξ ετήσια αποζημίωση, οριζόμενη σε 90.000 δρχ. για το έτος 1998 και σε 12.000 δρχ. από το έτος 1999 για την κάλυψη των δαπανών κίνησης στις οποίες υποβάλλονται λόγω της φύσεως της απασχόλησής τους. 2. Η αποζημίωση αυτή βαρύνει αποκλειστικά τους οικείους προϋπολογισμούς των ΟΤΑ και σε καμία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο τον Κρατικό Προϋπολογισμό, η δε καταβολή της θα γίνεται με ξεχωριστό τίτλο πληρωμής, τμηματικά στο τέλος κάθε τριμήνου...».

 

 

Ακολούθως με αλλεπάλληλες αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών χορηγήθηκε εφάπαξ αποζημίωση του προσωπικού των ΟΤΑ α` βαθμού, ως κατ` αποκοπή έξοδα κίνησης, τα οποία ανήλθαν με την 2/6771/0022/04 απόφαση από 1-1-2004 και εντεύθεν σε 206 ΕΥΡΩ μηνιαίως, με την 2/35576/0022/05 απόφαση από 1-1-2005 μέχρι την 30-6-2005 σε 238 ΕΥΡΩ μηνιαίως και από 1-7-2005 μέχρι την 30-6-2006 σε 270 ΕΥΡΩ μηνιαίως και με την 2/50025/0022/06 απόφαση από 1-7-2006 και εντεύθεν σε 325 ΕΥΡΩ μηνιαίως. Εξάλλου σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 3205/2003 «Μισθολογικά λειτουργών, υπαλλήλων Δημοσίου, ΝΠΔΔ,-ΟΤΑ, ΕΛΑΣ, Πυρ/κού-Λιμενικού Σώματος» ορίζεται ότι «Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 6 Ειδικής απασχόλησης, για το προσωπικό των ΟΤΑ α` βαθμού οριζόμενο ως εξής: α) για το προσωπικό καθαριότητας εξωτερικών χώρων και αφοδευτηρίων, τους οδηγούς απορριματοφόρων αυτοκινήτων και ανοιχτών φορτηγών, τους χειριστές μηχανικών σαρώθρων, τους εργάτες και τεχνίτες αποχέτευσης, νεκροταφείων και ρίψης ασφάλτου, τους απασχολούμενους στην υγειονομική ταφή απορριμάτων και στους σταθμούς μεταφόρτωσης, καθώς και για τους μηχανοτεχνίτες συνεργείων αυτοκινήτων σε 132 ΕΥΡΩ. Β) για το εποπτικό προσωπικό καθαριότητας, τεχνικό προσωπικό, τεχνίτες εν γένει, υγειονομικό προσωπικό, γεωπονικό προσωπικό μουσικούς, πνευστών οργάνων, ένστολο προσωπικό Δημοτικής Αστυνομίας, τους οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων έργου και για όλους τους κλάδους της κατηγορίας ΥΕ, σε 116 ΕΥΡΩ, γ) Για το λοιπό προσωπικό σε 84 ΕΥΡΩ». Με τη διάταξη αυτή καθορίστηκε ένα ειδικό επίδομα για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ α` βαθμού, που διαβαθμίζεται ανάλογα με τις κατηγορίες του προσωπικού από 84 ΕΥΡΩ μέχρι 132 ΕΥΡΩ μηνιαίως (Ηδη μετά την αντικατάσταση της παρ. 6 με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3670/2008 διαβαθμίζεται ανάλογα με τις κατηγορίες του προσωπικού από 110 ΕΥΡΩ μέχρι 170 ΕΥΡΩ μηνιαίως). Τα επιδόματα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, με ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 21 παρ. 3 εδ. γ` του Ν. 3274/2004 χορηγήθηκαν και στους δικηγόρους των δήμων (ΟΤΑ α` βαθμού), χωρίς να γίνεται αναφορά στον άνω νόμο κάποιου λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των τελευταίων, που υπάγονται κατά τα λοιπά στον Κώδικα περί Δικηγόρων, στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς με τους δικηγόρους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ β` βαθμού, που προσφέρουν ουσιωδώς όμοιες υπηρεσίες με αυτούς.

 

 

Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει με εξαιρέσεις και διακρίσεις, άνιση μεταχείριση, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι όμως υπόκεινται στον έλεγχο των δικαστηρίων και δεν είναι αυθαίρετοι. Ετσι αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος της ειδικής ρύθμισης, είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση και πρέπει προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας να εφαρμοσθεί η ειδική ρύθμιση και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση. Ειδικότερη εκδήλωση της καθιερούμενης με το άρθρο 4 παρ. 1 της Συνταγματικής αρχής της ισότητας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. Β` αυτού, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και, επομένως, τα παραπάνω ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο και γενικά μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73, επ. 87 επ. Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 αυτού, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή  του νόμου, που περιέχει την ευμενή ρύθμιση (ΟλΑΠ 3/1997 ΕΕΔ 56.585, ΟλΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 1992.762, ΑΠ 933/2004 ΕΕΔ 204.1348, ΑΠ 751/2010, ΑΠ 754/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

Με την υπό κρίση από 13-5-2008 αγωγή οι ενάγουσες εκθέτουν ότι είναι δικηγόροι του εναγομένου ΝΠΔΔ ΟΤΑ β` βαθμού με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας και Ιθάκης» με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατέχοντας οργανική θέση προβλεπόμενη από τον ισχύοντα Κανονισμό του. Οτι ειδικότερα η πρώτη από τις ενάγουσες προσελήφθη από το εναγόμενο με την 442/5-2-2003 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης (ΦΕΚ τεύχ. ΝΠΔΔ 29/12.2.2003) σε κενή οργανική θέση του κλάδου Π.Ε. Δικηγόρων με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή και ανέλαβε υπηρεσία στις 24-2-2003, έχοντας ήδη προαχθεί σε Δικηγόρο παρ` Αρείω Πάγο, ενώ με την 3834/2-5-2008 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης τοποθετήθηκε Προϊσταμένη της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου. Οτι η δεύτερη από τις ενάγουσες, προσελήφθη με την 2745/23-4-2007 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης (ΦΕΚ, τεύχ. ΝΠΔΔ 862/30-10-2007) σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΠΕ Δικηγόρων σε 8ο μισθολογικό κλιμάκιο, με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή και ανέλαβε υπηρεσία στις 10-12-2007, και ότι αμφότερες υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του άρθρου 2 του Ν. 1093/1980, όπως αντικ. με το άρθρο 12 του Ν. 1816/1988. Οτι λόγω ευθείας εφαρμογής, δυνάμει της 2/8250/0022/2004 ΚΥΑ, του άρθρου 12 του Ν. 1816/1988, σε  συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999, αμφότερες δικαιούνται, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, των μηνιαίων κατ` αποκοπήν εξόδων κίνησης που καταβάλλονται πλέον ως τακτικό επίδομα στους υπαλλήλους των ΟΤΑ. Οτι ομοίως από την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν. 1816/1988 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 6 εδ. Γ` του Ν. 3205/2003 αμφότερες δικαιούνται του καθιερούμενου με την τελευταία αυτή διάταξη επιδόματος ειδικής απασχόλησης. Οτι, επικουρικά, αμφότερες δικαιούνται των ανωτέρω επιδομάτων λόγω αναλογικής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, με το οποίο χορηγήθηκαν τα επιδόματα αυτά στους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού, αφού η εξαίρεσή τους από τα εν λόγω επιδόματα δεν δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς ή δημοσίου συμφέροντος, και επομένως, συνιστά άνιση μισθολογική μεταχείριση προσώπων ίδιας κατηγορίας, εργαζομένων κάτω από τις ίδιες συνθήκες υπηρεσιακής κατάστασης και παροχής υπηρεσιών και αντίκειται ευθέως στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος).

 

 

Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι για τους ίδιους ως άνω λόγους αμφότερες δικαιούνται της προσαύξησης της πάγιας αντιμισθίας τους που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, η οποία (διάταξη) βάσει της αρχής της ισότητας τυγχάνει εφαρμοστέα χωρίς διάκριση και επί των δικηγόρων των ΟΤΑ β` βαθμού, με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή, που έχουν τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και εκτελούν καθήκοντα ταυτιζόμενα κατά περιεχόμενα προς εκείνα των δικηγόρων των ΟΤΑ β` βαθμού. Και ότι, παρότι υπηρετούν σε ΟΤΑ β` βαθμού με πληθυσμό κάτω των 100.000 κατοίκων, αμφότερες δικαιούνται της προσαύξησης ύψους 30% και όχι ύψους 20%, αφού η διάκριση αυτή συνιστά άνιση αντιμετώπιση. Ενόψει όλων των παραπάνω ζητούν: Α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμά τους και η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει τα άνω επιδόματα και δη α) στην πρώτη ενάγουσα από 1-1-2004 έως και 18-10-2004 και να υποχρεωθεί να της καταβάλει τα ποσά των 1.969,36 ΕΥΡΩ και 803,04 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) από 19-10-2004 έως και μήνα Απρίλιο 2008 μαζί με την προσαύξηση 30% άλλως μαζί με την προσαύξηση 20% και να υποχρεωθεί να της καταβάλει τα ποσά των 16.016,83 ΕΥΡΩ και 4.634,44 ΕΥΡΩ  αντίστοιχα, άλλως τα ποσά των 14.784,76 ΕΥΡΩ και 4.277,95 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) στη δεύτερη ενάγουσα από 10-12-2007 ως και το μήνα Απρίλιο 2008 μαζί με την προσαύξηση 30% άλλως μαζί με την προσαύξηση 20% και να υποχρεωθεί να της καταβάλει τα ποσά των 2.011,10 ΕΥΡΩ και 519,79 ΕΥΡΩ, άλλως τα ποσά των 1.856,40 ΕΥΡΩ και 479,80 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και Β) να αναγνωρισθεί το δικαίωμά τους και η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει από 19-10-2004 και εφεξής την αντιμισθία τους προσαυξημένη κατά ποσοστό 30%, άλλως κατά ποσοστό 20% (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων κίνησης και τους επιδόματος ειδικής απασχόλησης) και να υποχρεωθεί να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 27.755,49 ΕΥΡΩ, άλλως το ποσό των 18.503,66 ΕΥΡΩ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.567,91 ΕΥΡΩ, άλλως το ποσό των 1.711,94 ΕΥΡΩ, που αφορούν την προσαύξηση 30% άλλως 20% επί της πάγιας αντιμισθίας τους, για το χρονικό διάστημα από 19-10-2004 έως και το μήνα Απρίλιο 2008, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

 

 

Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι νόμιμη κατά την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1β` του Συντάγματος, 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999, 8 παρ. 6 περ. γ` του Ν. 3205/2003, 92 Α` του Κώδικα περί Δικηγόρων και 70 Κ.Πολ.Δ. Η αγωγή κατά την κύρια βάση της, με την οποία επιδιώκεται η καταβολή στις ενάγουσες των κατ` αποκοπήν εξόδων κίνησης και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης από την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν. 1816/1988 σε συνδ. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999 και 8 παρ. 6 περ. γ` του Ν. 3205/2003, είναι μη νόμιμη, καθόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, εκτός από το βασικό μισθό τους, λαμβάνουν ως προσαύξηση του μισθού τους και όλα τα επιδόματα που καταβάλλονται στους τακτικούς δημόσιους υπαλλήλους της υπηρεσίας, στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους και εν προκειμένω τα κατ` αποκοπήν έξοδα κίνησης και το επίδομα ειδικής απασχόλησης καταβάλλονται μόνο στους υπαλλήλους των ΟΤΑ α` βαθμού και όχι στους υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι σχετικοί δε λόγοι της από 28-1-2009 εφέσεως, με τους οποίους οι ενάγουσες αιτιώνται την εκκαλουμένη απόφαση ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι είναι μη νόμιμη την αγωγή κατά των άνω κύρια βάση της και απέρριψε αυτήν ως προς το αίτημα της καταβολής των κατ` αποκοπήν εξόδων κίνησης και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης στην πρώτη από τις ενάγουσες από 1-1-2004, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω είναι νόμιμο και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί καταβολής τόκων αλλά από την επίδοση της αγωγής καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 222 παρ. 1 περ. γ` ΚΠολ.Δ και 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 «περί του δημοσίου λογιστικού των ν.π.δ.δ.» που ορίζει ότι «ο νόμιμος τόκος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται σε 6% ετησίως πλην αν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής» προκύπτει, ότι η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών των ν.π.δ.δ. αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής, ως αγωγή δε, από την επίδοση της οποίας οφείλονται τόκοι, τόσο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρω 345-346 ΑΚ όσο και κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, με την οποία ο νομοθέτης απέβλεψε απλώς στη θέσπιση ευνοϊκότερης για τα ν.π.δ.δ. ρύθμιμης ως προς το ύψος του επιτοκίου και την έναρξη της οφειλής τόκων, νοείται μόνο η καταψηφιστική αγωγή, όχι δε και η αναγνωριστική, η οποία δεν ενέχει άλλωστε όχληση προς εκπλήρωση της παροχής (βλ. ΑΠ 955/2010, ΑΠ 272/2009, ΑΠ 1103/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. ....... αγωγόσημα και το ..... γραμμάτιο είσπραξης της ......).

 

 

Από την εκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρος που ενόρκως εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, από την 10/28-1-2010 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε νομότυπα, μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. 5829/8-1-2010 εκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας...) και από όλα ανεξαιρέτως τα, με επίκληση, νόμιμα προσαγόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

 

Οι ενάγουσες είναι δικηγόροι και παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο ΝΠΔΔ ΟΤΑ β` βαθμού, με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατέχουν δε οργανική θέση προβλεπόμενη από τον ισχύοντα κανονισμό του εναγομένου. Ειδικότερα η πρώτη ενάγουσα ...... προσελήφθη με την 442/5-5-2003 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης (ΦΕΚ τευχ. Ν.π.δ.δ./29/5-2-2003) σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΠΕ Δικηγόρων με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή και ανέλαβε υπηρεσία στις 24-2-2003, έχοντας ήδη προαχθεί σε δικηγόρο Παρ` Αρείω Πάγω, ενώ με την 3834/2-5-2008 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης τοποθετήθηκε Προϊσταμένη της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου. Εξάλλου η δεύτερη προσελήφθη με την 2745/23-4-2007 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας και Ιθάκης (ΦΕΚ τευχ. Ν.π.δ.δ./862/30-10-2007) σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΠΕ Δικηγόρων στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή και ανέλαβε υπηρεσία στις 10-12-2007. Αμφότερες οι ενάγουσες ως έμμισθες δικηγόροι του εναγομένου με πάγια αντιμισθία υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του άρθρου 2 του Ν. 1093/1980 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1816/1988, που προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Μετά την έκδοση του Ν. 3205/2003, που επίσης έχει αναφερθεί στην ίδια νομική σκέψη, με τον οποίο ο νομοθέτης θέλησε να αντιμετωπισθεί με την καθιέρωση νέου μισθολογίου για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, και των ΟΤΑ η μέχρι τότε διαμορφωμένη πολύπλοκη μισθολογική κατάσταση που αφορούσε του ιδίου εργαζομένους εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του νόμου αυτού, η 2/8250/0022/10-2-2004 ΚΥΑ. Σύμφωνα με αυτή η καθιέρωση της ενιαίας παραπάνω μισθολογικής αντιμετώπισης επεκτάθηκε και στους δικηγόρους που υπηρετούν με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, οι οποίοι αποτελούν προσωπικό ή δεν εμπίπτει με ευθέως στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, αλλά έχει βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με τους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ.

 

 

Ακολούθως δημοσιεύθηκε ο Ν. 3274/2004, που αναφέρεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου, που ειδικότερα εκτίθενται στην ίδια νομική σκέψη, 1) η πάγια αντιμισθία των δικηγόρων δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικάιου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάθε φορά από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξήθηκε κατά ποσοστό 20% για τους ΟΤΑ με πληθυσμό μέχρι 100.000 κατοίκους και κατά ποσοστό 30% για τους ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας, 2) χορηγήθηκε το ποσό των 206 ΕΥΡΩ μηνιαίως ως κατ' αποκοπή δαπάνη μετακίνησης, που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 2685/1999 και 3) χορηγήθηκε το επίδομα ειδικής απασχόλησης των 84 ΕΥΡΩ μηνιαίως που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ. 6 περ. γ` του Ν. 3205/2003. Ετσι με τις παραπάνω διατάξεις παρέχονται επί πλέον προσαυξήσεις μόνο στους δικηγόρους των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου και των ιδρυμάτων τους και αποκλείονται από αυτές οι δικηγόροι, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (οι οποίες κατά τα άρθρα 1 και 2 παρ. 1 του Ν. 2218/2004 είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου-ΟΤΑ β` βαθμού). Οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται από τους άνω ΟΤΑ β` βαθμού έχουν κατά κανόνα τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και εκτελούν τα ίδια κατά περιεχόμενο καθήκοντα, παρέχουν δε τις ίδιες ή συναφείς υπηρεσίες. Η διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ α` βαθμού σε σχέση με τους δικηγόρους των ΟΤΑ β` βαθμού, που τελούν σε σχέση πάγιας αντιμισθίας, δεν προκύπτει ότι τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ούτε εξάλλου, προέκυψε ότι επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Ούτε στην Εισηγητική Εκθεση του ως άνω νόμου, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, γίνεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση της χορήγησης της επιπλέον αυτής προσαύξησης αποκλειστικά και μόνο στους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού, δεδομένου μάλιστα ότι ο σχετικός νόμος αφορά σε ζητήματα οργανώσεως και λειτουργίας των ΟΤΑ α` και β` βαθμού. Ετσι η διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων που τελούν σε σχέση πάγιας αντιμισθίας, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στους ΟΤΑ α` βαθμού, σε  σχέση με τους δικηγόρους των ΟΤΑ β` βαθμού, στο βαθμό που δεν προκύπτει ότι τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την τέλεση των καθηκόντων τους, εμφανίζεται αυθαίρετη και αδικαιολόγητη, με αποτέλεσμα να αποτελεί δυσμενή διάκριση σε σύγκριση με τους λοιπούς δικηγόρους που παρέχουν τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες υπηρεσίες.

 

 

Συγκεκριμένα η εργασία των εναγουσών στο εναγόμενοι κρίνεται εξ` εξίσου επιφορτισμένη με εκείνη που παρέχουν οι συνέδελφοί τους δικηγόροι των δήμων, αφού στο εναγόμενο εντάσσονται οι Διευθύνσεις Βιομηχανίας, Γεωργίας, Εγγείων Βελτιώσεων, Διοικητικών Υπηρεσιών, Εμπορίου, Κοινωνικής Πρόνοιας, Κτηνιατρικής, Μεταφορών και Επικοινωνιών, Οικονομικών Υπηρεσιών, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, Προγραμματισμού και Ανάπτυξης, Τεχνικών Υπηρεσιών και Υγείας, οι οποίες δεν υπάγονται στους Δήμους. Ολες τις ανωτέρων Δ/νσεις οι ενάγουσες εκπροσωπούν ενώπιον των Δικαστηρίων της Χώρας, γεγονός που επιβάλλει συχνές μετακινήσεις αυτών στην Αθήνα και στην Πάτρα, αλλά και εντός του νομού. Επιπλέον το νομικό αντικείμενο των υποθέσεων του εναγομένου είναι εξ` ίσου περίπλοκο και εξειδικευμένο με εκείνο των δήμων, αφού οι ενάγουσες ασχολούνται με θέματα πολεοδομικής νομοθεσίας, νομοθεσίας δημοσίων έργων, περιβαλλοντικά θέματα, θέματα νομοθεσίας ίδρυσης και λειτουργίας χοιροτροφικών μονάδων κτλ., θέματα δηλαδή που απαιτούν χρονοβόρα και προσεκτική μελέτη. Ετσι οι δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου έχει την ίδια τουλάχιστον ποσοτική απόδοση με το συνάδελφό του της αντίστοιχης υπηρεσίας ΟΤΑ α` βαθμού. Επομένως, η ως άνω διάταξη, με την οποία προβλέπονται προσαυξήσεις της πάγιας αντιμισθίας των δικηγόρων και νομικών συμβούλων των δήμων, των ν.π.δ.δ. και των ιδρυμάτων τους, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή, συνιστά άνιση μισθολογική μεταχείριση προσώπων της ίδιας κατηγορίας εργαζομένων, κάτω από τις ίδιες συνθήκες υπηρεσιακής κατάστασης και προσφοράς υπηρεσιών και αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να τυχγάνει εφαρμοστέα, χωρίς διάκριση, και επί των εναγουσών, οι οποίες είναι δικηγόροι του εναγομένου με σχέση πάγιας αντιμισθίας και έχουν τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και αρμοδιότητες και καθήκοντα ταυτιζόμενα κατά περιεχόμενο προς εκείνα των ανωτέρω δικηγόρων.

 

 

Περαιτέρω η ίδια διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004 εισήγαγε διάκριση μεταξύ των δικηγόρων που υπηρετούν σε δήμους με πληθυσμό μέχρι 100.000 κατοίκους, προσαυξάνοντας την αντιμισθία τους σε ποσοστό 20% και των δικηγόρων που υπηρετούν, σε δήμους με πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους, προσαυξάνοντας την αντιμισθίας τους σε ποσοστό 30%. Στην αιτιολογική έκθεση που περιλαμβάνεται στην τροπολογία με την οποία εισήχθη προς ψήφιση και διαμορφώθηκε τελικώς ως άρθρο 21 του Ν. 3274/2004, ως δικαιολογία της προαναφερόμενης διάκρισης, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής. «... Η διαφοροποίηση του ύψους της αύξησης για τους δικηγόρους ΟΤΑ με πληθυσμό μεγαλύτερο των 100.000 κατοίκων δικαιολογείται αφενός μεν, από το γεγονός ότι οι δικηγόροι αυτοί διεκπεραιώνουν τον μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων δημοτικού ενδιαφέροντος απασχολούμενοι, σχεδόν αποκλειστικά, με τις υποθέσεις των εντολέων τους, που μείζονος ενδιαφέροντος και διαμορφώνουν στα δικαστήρια την κρατούσα νομολογία δημοτικών υποθέσεων διευκολύνοντας την επίλυση των προβλημάτων όλων των δήμων της χώρας, αφετέρου δε ότι ο αριθμός των υποθέσεων αυτών συναρτάται άμεσα με τον πληθυσμό των δήμων αυτών..». Από την προεκτεθείσα αιτιολογική έκθεση προκύπτει, ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η χορήγηση μεγαλύτερης προσαύξησης στους δικηγόρους των δήμων, των οποίων ο αριθμός και το είδος των υποθέσεων είναι τέτοιο, ώστε ουσιαστικά να καθίσταται επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων η αποκλειστική ή σχεδόν αποκλειστική απασχόληση των δικηγόρων τους με αυτές. Στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο αριθμός των υποθέσεων του εναγομένου είναι τέτοιος ώστε να είναι επιβεβλημένη η πλήρης ή σχεδόν πλήρης απασχόληση των εναγουσών με τις υποθέσεις του εντολέα τους,- εναγομένου, με αποτέλεσμα να μην έχουν την δυνατότητα να ασχολούνται και με υποθέσεις ιδιωτικής πελατείας. Το γεγονός ότι στο γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου δεν υπάρχει τμήμα Γραμματείας, με συνέπεια όλες οι διοικητικές και γραμματειακής φύσεως εργασίες να διεκπεραιώνονται από τις ενάγουσες καθώς και το ότι το αντικείμενο και οι αρμοδιότητες της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου είναι περισσότερο διευρυμένες σε σχέση με εκείνες της νομικής υπηρεσίας των δήμων, δεν καθιστούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες από τις ενάγουσες όμοιες με εκείνες που κατά τεκμήριο προσφέρουν οι δικηγόροι των μεγάλων δήμων της Χώρας, αφού ακόμα και έτσι δεν καθίσταται επιβεβλημένη η αποκλειστική ή σχεδόν αποκλειστική απασχόλησή τους με τις υποθέσεις του εναγομένου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ενάγουσες τελούν και παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό ανόμοιες συνθήκες εργασίας με τους συναδέλφους τους δικηγόρους που υπηρετούν στους δήμους με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων.

 

 

Επομένως, η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3β του Ν. 3274/2004 δεν εισάγει εν προκειμένω διαφορετική μεταχείριση και αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση εις βάρος των εναγουσών και δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει την αντιμισθία των εναγουσών, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις ισχύουσες για τους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού διατάξεις, προσαυξημένη κατά ποσοστό 20% επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε ως αβάσιμο κατ` ουσίαν το αίτημα της ένδικης αγωγής για καταβολή της αντιμισθίας των εναγουσών προσαυξημένης κατά ποσοστό 30% ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, γι` αυτό οι αντίθετοι σχετικοί λόγοι της από 28-1-2009 εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν. Περαιτέρω σε ότι αφορά τα κατ` αποκοπήν έξοδα κίνησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Ν. 2685/1999, προκειμένου περί του προσωπικού των ΟΤΑ, αυτά καταβάλλονται από 1ης Απριλίου 1998, σύμφωνα με την 2040222/4110/0022/19-6-1998 ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, με την οποία χορηγήθηκε στο προσωπικό των ΟΤΑ εφάπαξ ετήσια αποζημίωση, οριζόμενη σε 90.000 δρχ. για το έτος 1998 και σε 120.000 δρχ. από το έτος 1999 για την κάλυψη των δαπανών κίνησης, στις οποίες υποβάλλονται λόγω της φύσεως της απασχόλησής τους. Στη συνέχεια με αλλεπάλληλες αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών χορηγήθηκε εφάπαξ αποζημίωση στο προσωπικό των ΟΤΑ α` βαθμού ως κατ` αποκοπήν έξοδα κίνησης, τα οποία ανήλθαν με την 2/6771/0022/2004 απόφαση από 1-1-2004 και εντεύθεν σε 206 ΕΥΡΩ μηνιαίως, με την 2/35576/0022/2005 απόφαση από 1-1-2005 έως 30-6-2005 σε 238 ΕΥΡΩ μηνιαίως και από 1-7-2005 έως 30-6-2006 σε 270 ΕΥΡΩ μηνιαίως και με την 2/50025/0022/2006 απόφαση από 1-7-2006 και εντεύθεν σε 325 ΕΥΡΩ μηνιαίως. Την παραπάνω αποζημίωση λαμβάνουν όλοι οι τακτικοί υπάλληλοι των ΟΤΑ α` βαθμού, ανεξάρτητα από βαθμό, θέση και ειδικότητα, είτε μετακινούνται για τις ανάγκες της υπηρεσίας είτε όχι. Ετσι έχει διαμορφωθεί ως τακτικό επίδομα, που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση, ως προσαύξηση του μισθού τους. Η χορήγηση του επιδόματος αυτού και στους δικηγόρους που εργάζονται με πάγια αντιμισθία στους ΟΤΑ α` βαθμού με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004, των οποίων η φύση της απασχόλησής τους είναι διαφορετική από αυτήν των υπαλλήλων των ΟΤΑ α` βαθμού, χορήγηση η οποία γίνεται αποκλειστικά και μόνον λόγω της παροχής των υπηρεσιών τους προς τον ΟΤΑ και ανεξάρτητα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της καταβολής του ή όχι, συνιστά αδικαιολόγητη προνομιακή μισθολογική μεταχείριση έναντι των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία στους ΟΤΑ β` βαθμού.

 

 

Περαιτέρω σε ότι αφορά το επίδομα ειδικής απασχόλησης, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 περ. γ` του Ν. 3205/2003, τούτο, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν αποδείχθηκε ότι θεσπίσθηκε από  λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των δικηγόρων των ΟΤΑ α` βαθμού στους οποίους χορηγήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004 ή που να εξαρτά τη χορήγησή του από τις ιδιαιτερότητες ή από τη φύση των καθηκόντων και των υποχρεώσεων που υπέχουν. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, τα καθήκοντά τους είναι ουσιωδώς συναφή με εκείνα των δικηγόρων των ΟΤΑ β` βαθμού. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι συνέτρεχαν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος στους υπαλλήλους των ΟΤΑ α` βαθμού, που αναφέρονται στις υπό στοιχεία α` και β` κατηγορίες της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 3205/2003, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην ίδια νομική σκέψη (προσωπικό καθαριότητας, οδηγούς απορριμματοφόρων αυτοκινήτων, χειριστές σαρώθρων, εποπτικό προσωπικό καθαριότητας, τεχνικό προσωπικό κτλ.) η χορήγηση τούτου και στους δικηγόρους των δήμων (ΟΤΑ α` βαθμού) είναι αναιτιολόγητη. Επομένως η καταβολή των παραπάνω επιδομάτων στους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού με πάγια αντιμισθία, που υπάγονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων και στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς και προσφέρουν τις ουσιωδώς όμοιες δικηγορικές υπηρεσίες με τις παρεχόμενες από τις ενάγουσες προς το εναγόμενο ΝΠΔΔ ΟΤΑ β` βαθμού, χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όρους, εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος των τελευταίων. Συνεπώς, η εξαίρεση των εναγουσών από τα παραπάνω επιδόματα, χωρίς να δικαιολογείται από  διάφορο νομικό καθεστώς και χωρίς να συντρέχουν ειδικοί λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και της ίσης αμοιβής των εργαζομένων υπό τις ίδιες συνθήκες, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 22 παρ. 1β` του Συντάγματος. Κατά συνέπεια το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στις ενάγουσες τα κατ` αποκοπήν έξοδα κίνηση και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, και δη στην πρώτη για το χρονικό διάστημα από 19-10-2004 (έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 3274/2004) έως και το μήνα Απρίλιο 2008, και στη δεύτερη για το χρονικό διάστημα από 10-12-2007 έως και το μήνα Απρίλιο 2008, με την προσαύξηση 20% επί του ποσού αυτών, αφού τα εν λόγω επιδόματα χορηγήθηκαν με την προαναφερόμενη ρητή διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3γ του Ν. 3274/2004 και στους δικηγόρους των ΟΤΑ α` βαθμού και, επομένως αποτελεί ισχύουσα διάταξη, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο, μεταξύ αυτών που διαμορφώνουν κάθε φορά την αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, επομένως και την αντιμισθία των εναγουσών.

 

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα αντίθετα και απέρριψε ως αβάσιμη κατ` ουσίαν την αγωγή ως προς το αίτημα της χορήγησης των παραπάνω επιδομάτων και στις ενάγουσες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της από 28-1-2009 εφέσεως. Με βάση τα προεκτεθέντα οι ενάγουσες δικαιούνται την προσαύξηση 20% επί του ύψους της πάγιας αντιμισθίας τους και συγκεκριμένα: Α) Η πρώτη ενάγουσα: 1) για το χρονικό διάστημα από 19-10-2004 έως 30-10-2004 το ποσό των 173,76 ΕΥΡΩ (868,80 χ20%), 2) για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-12-2004 το ποσό των 724 ΕΥΡΩ (1.810 χ 20% = 362 ΕΥΡΩ Χ 2 μήνες), 3) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 30-6-2005 το ποσό των 2.172 ΕΥΡΩ (1.810 Χ 20% = 362 ΕΥΡΩ χ 6 μήνες), 4) για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-12-2005 το ποσό των 2.234,40 ΕΥΡΩ (1.862 χ 20% = 372 ΕΥΡΩ χ 6 μήνες) 5) για αναδρομικά 2005 το ποσό των 72,80 ΕΥΡΩ (364 ΕΥΡΩ χ 20%), 6) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-3-2006 το ποσό των 1.117,20 ΕΥΡΩ (1.862 χ20% = 372,40 ΕΥΡΩ χ 3 μήνες), 7) για το χρονικό διάστημα από 1-4-2006 έως 31-12-2006 το ποσό των 3.438 ΕΥΡΩ (1.910 Χ 20 % = 382 ΕΥΡΩ χ 9 μήνες), 8) για αναδρομικά 2006 το ποσό των 33,60 ΕΥΡΩ (168 ΕΥΡΩ χ 20%), 9) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 30-4-2008 το ποσό των 1.528 ΕΥΡΩ (1.910 Χ 20% = 382 ΕΥΡΩ Χ 4 μήνες), 10) για το μήνα Μάιο 2007 το ποσό των 440,30 ΕΥΡΩ (2.201,50 χ 20% = 440,30 ΕΥΡΩ ), 11) για αναδρομικά 2007 το ποσό των 47,70 ΕΥΡΩ (238 ΕΥΡΩ χ 20%), 12) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2007 έως 31-12-2007 το ποσό των 2.748,20 ΕΥΡΩ (1.963 χ 20% =392,60 χ 7 μήνες) και, 13) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 30-4-2008 το ποσό των 1.570,40 ΕΥΡΩ (1.963 χ 20% = 392,60 ΕΥΡΩ χ 4 μήνες). Ητοι συνολικά για την άνω αιτία η πρώτη από τις ενάγουσες δικαιούται το ποσό των 16.300,36 ΕΥΡΩ. Β) Η δεύτερη ενάγουσα: 1) για το μήνα Δεκέμβριο 2007 το ποσό των 258,70 ΕΥΡΩ (κατ` ορθό μαθηματικό υπολογισμό - 1.293,50 χ 20%) , 2) για το μήνα Ιανουάριο 2008 το ποσό των 243,63 ΕΥΡΩ (1.218,20 ΕΥΡΩ χ 20%), και 3) για το χρονικό διάστημα από 1-2-2008 έως 30-4-2008 το ποσό των 1.005,60 ΕΥΡΩ (1.676 ΕΥΡΩ χ 20% = 335,20 ΕΥΡΩ χ 3 μήνες). Ητοι συνολικά για την άνω αιτία η δεύτερη ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.507,94 ΕΥΡΩ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενάγουσες δεν δικαιούνται προσαύξησης 20% επί των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επί του επιδόματος αδείας, καθόσον αυτά καθορίζονται σύμφωνα με το βασικό μισθό και ανέρχονται το μεν δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας στο ήμισυ αυτού, το δε δώρο Χριστουγέννων σε ένα βασικό μισθό (αρθρ. 9 παρ. 1 και 2 του Ν. 3205/2003).

 

 

Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται: Α) για κατ` αποκοπήν έξοδα μετακίνησης για το χρονικό διάστημα από 19-10-2004 έως και το μήνα Απρίλιο 2008 το συνολικό ποσό των 12.320,64 ΕΥΡΩ (502,64 + 1.428 + 3.240 + 1.960 + 3.900 + 1.300 ) και με την προσαύξηση 20% το ποσό των 14. 784,76 ΕΥΡΩ (12.320,64 ΕΥΡΩ + 2.464,12 ΕΥΡΩ), Β) για επίδομα ειδικής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 19-10-2004 έως και το μήνα Απρίλιο 2008 το ποσό των 3.564,96 ΕΥΡΩ  (204,96 + 1.008 + 1.008 + 1.008 + 336) και με την προσαύξηση 20% το ποσό των 4.277,95 ΕΥΡΩ (3.564,96 + 712,99). Τέλος, η δεύτερη ενάγουσα δικαιούται: Α) για κατ` αποκοπήν έξοδα κίνησης για το χρονικό διάστημα από 10-12-2007 έως και το μήνα Απρίλιο 2008 το συνολικό ποσό των 1.547 ΕΥΡΩ (247 + 1.300) και με την προσαύξηση 20% το ποσό των 1.856,40 ΕΥΡΩ (1.547 + 309,40), και Β) για επίδομα ειδικής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 10-12-2007 έως και το μήνα Απρίλιο 2008 το συνολικό ποσό των 399,84 ΕΥΡΩ (63,84 + 336) και με την προσαύξηση 20% το ποσό των 479,80 ΕΥΡΩ (399,84 + 79,96). Ητοι συνολικά από όλες τις παραπάνω αιτίες η πρώτη ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 35.363,07 ΕΥΡΩ και η δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.844,14 ΕΥΡΩ.

 

 

Με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της η από 28-1-2009 έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί στο Δικαστήριο τούτο η υπόθεση για κατ` ουσίαν έρευνα (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ` ουσίαν η από 13-5-2008 αγωγή και α) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στις ενάγουσες από την 19-10-2004 και εφεξής την πάγια αντιμισθία τους, όπως αυτή διαμορφώνεται κάθε φορά από τις ισχύουσες διατάξεις γ` αυτές (συμπεριλαμβανομένων των κατ` αποκοπήν εξόδων κίνησης και τους επιδόματος ειδικής απασχόλησης) προσαυξημένη κατά ποσοστό 20% και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.363,07 ΕΥΡΩ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.844,14 ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφλησή τους. Λόγω της μερικής νίκης και ήττας κάθε διαδίκου, πρέπει να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός και να καταδικαστεί το εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

                          ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων, τις από 28-1-2009 (αριθμ. έκθ. Καταθ. 7/2-2-2009 και 26-5-2009 (αριθμ. έκθ. Καταθ. 46/26-5-2009) εφέσεις.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν την από 26-5-2009 έφεση του εναγομένου ΝΠΔΔ ΟΤΑ β` βαθμού με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεφαλληνίας και Ιθάκης».

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν την από 28-1-2009 έφεση των εναγουσών.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ 1173/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ` ουσίαν την από 13-5-2008 αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στις ενάγουσες από την 19-10-2004 και εφεξής την πάγια αντιμισθία τους, όπως αυτή διαμορφώνεται κάθε φορά από τις εκάστοτε ισχύουσες γ` αυτές διατάξεις (συμπεριλαμβανομένων των κατ` αποκοπήν εξόδων κίνησης και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης), προσαυξημένη κατά ποσοστό 20%.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριάντα  πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών ΕΥΡΩΝ και επτά λεπτών (35.363,07) και  στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων  ΕΥΡΩ και δεκατεσσάρων λεπτών (3.844,14), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφλησή τους.

 

Και

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε εννιακόσια (900) ΕΥΡΩ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα στις 2 Δεκεμβρίου 2010 και δημοσιεύθηκε σε

έκτακτη δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2010, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Ε.Φ.