ΕφΛαρίσης 498/2015

 

Σύμβαση εργασίας - Μερική απασχόληση - Εκ περιτροπής εργασία - Συμβατική εκ περιτροπής εργασία - Διευθυντικό δικαίωμα - Σύστημα εκ περιτροπής εργασίας - Προληπτική δικαστική προστασία - Μικτός μισθός - Κρατήσεις υπέρ τρίτων -.

 

Υποπερίπτωση μερικής απασχόλησης η εκ περιτροπής εργασία η οποία δεν αναφέρεται σε λιγότερες ώρες ημερησίως, αλλά σε λιγότερες μέρες ή εβδομάδες ή μήνες μέσα στο έτος αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Δυνατή έγγραφη συμβατική εκ περιτροπής εργασίας με δυνατότητα διάφορων συνδυασμών της εναλλαγής χρονικών ενοτήτων εργασίας και μη εργασίας, με μόνο περιορισμό την παροχή ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο. Δυνατή μονομερής υπό εργοδότη επιβολή της μέχρις εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, επί περιορισμού  επαγγελματικής δραστηριότητάς του που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους, κατόπιν διαβούλευσης με εκπροσώπους των εργαζομένων, αδιαφόρως επίτευξης ή μη συμφωνίας. Κοινοποίηση συμφωνίας ή απόφασης σε οκτώ μέρες στην Επιθεώρηση Εργασίας, χωρίς ανάγκη έγκρισης της διοίκησης. ʼσκηση με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης του διαπλαστικού δικαιώματος επιβολής της, που εφαρμόζεται αναγκαία στο σύνολο της επιχείρησης αφού ο εργοδότης επιτρέπεται να επιβάλλει μόνο "σύστημα" εκ περιτροπής εργασίας που προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια ή περισσότερες θέσεις, σε διαφορετικές περιόδους αλλά σε τακτά διαστήματα, η δε εναλλαγή μπορεί να γίνεται είτε κατά ομάδες μισθωτών, είτε από ένα μισθωτό κάθε φορά εναλλάξ. Επιτρεπτή δικαστική προστασία αν η μη εξαρτώμενη εξ αντιπαροχής παροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου. Στη σύμβαση εργασίας όμως που η παροχή εξαρτάται από αντιπαροχή δεν χωρεί έννομη προστασία αν δεν συντρέχουν τα θεμελιούντα τη σύμβαση περιστατικά, ούτε με αναγνωριστική αγωγή. Αδιάφορη η επιρροή της εκ περιτροπής απασχόλησης στη σύνταξη του ενάγοντος, ο δε ισχυρισμός του ότι η δαπάνη γι’ αυτόν είναι επιλέξιμη ως καλυπτόμενη από πρόγραμμα Leader, συνιστά υπονόμευση της αρχής αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων. Οι εκ του νόμου υπό του εργοδότη κρατήσεις από το μισθό υπέρ τρίτων δεν αφαιρούνται από τις επιδικαζόμενες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους.

 

 

 

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 498/2015

 

 

1. Η από 18-2-2014, με αριθ. κατάθεσης 18/18-2-2014, έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας -εναγομένης, κατά της υπ' αριθμόν 201/11-11-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί τής από 28-12-2011 με αριθ. καταθ. 1345/29-12-2011 αγωγής της εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης, από το χρόνο δημοσίευσης της οποίας (11-11-2013) μέχρι την άσκηση της έφεσης (18-2-2014), δεν παρήλθε η καταχρηστική προθεσμία των τριών ετών (αρθρ. 518 §2, Κ.Πολ.Δικ.). Πρέπει επομένως αφού καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 522 ΚΠολΔ).

 

 

2. Η εφεσίβλητη- ενάγουσα, με την, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, από 28-12-2011, με αριθ. καταθ. 1345/29-12-2011, αγωγή της, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της, ζήτησε όσα αναφέρονται σ' αυτήν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχτηκε την αγωγή εν μέρει. Ήδη η εκκαλούσα-εναγόμενη, με την έφεσή της, παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης.

 

 

3. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ορθή εφαρμογή του νόμου και έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο, αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωση της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (αρθρ. 322 του Κ.ΠολΔ.) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (αρθρ. 536§ 1 Κ.ΠολΔ.). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα κατ' ουσία κατά ένα μέρος ή ολικά και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη, την εξαφανίζει και απορρίπτει την αγωγή, καθόσον δεν καθίσταται έτσι επιβλαβέστερη η θέση του εκκαλούντος. Περαιτέρω, μετά από έφεση του εναγομένου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να ερευνήσει αν η αγωγή, η οποία πρωτοδίκως έγινε δεκτή κατ' ουσίαν, είναι νόμω βάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί ο εκκαλών (εναγόμενος) να ζητεί την απόρριψη της. Στις περιπτώσεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει αγωγή για έναν από τους ως άνω τυπικούς λόγους (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, σελ. 332 επ.), δεδομένου ότι απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ. δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ' αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔ/νη 41. 51, ΑΠ 455/1995 Ελλ.Δ/νη 37.1319, ΑΠ 389/1994 ΝοΒ 43.251, Α.Π 1544/1990 ΝοΒ 29. 878, ΕΦ ΠΑΤΡ 112/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/576 βλ. Σ. Σαμουήλ «Η Έφεση» έκδ. 1993 παρ. 856).

 

 

4. Κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του Ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2369/1998, ρυθμίζεται η δυνατότητα του εργοδότη και του εργαζόμενου να συμφωνήσουν, κατά την σύναψη της εργασιακής σύμβασης την παροχή εργασίας κατά μερική απασχόληση, καθώς και τη δυνατότητα, να μετατρέψουν σε σύμβαση μερικής απασχόλησης μια εργασιακή σύμβαση που καταρτίστηκε ως σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Όπως επισημαίνεται, στην εν λόγω διάταξη, η μερική απασχόληση μπορεί να αφορά εργασία ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική. Δηλαδή, μπορεί να αναφέρεται στο ημερήσιο ωράριο εργασίας, το οποίο θα είναι μικρότερο του κανονικού, μπορεί όμως να αφήνει άθικτο το ημερήσιο ωράριο και να περιορίζει την εβδομαδιαία ή μηνιαία απασχόληση. Υποπερίπτωση της μερικής απασχόλησης αποτελεί η εκ περιτροπής εργασία η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από την παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990. Ο όρος "εκ περιτροπής εργασία", που συνδέεται με την εναλλαγή προσωπικού - χρονικών διαστημάτων εργασίας, ως μέτρο γενικής εφαρμογής πρωτοεμφανίστηκε με τον Α.Ν. 2000/1939 "Περί λήψεως μέτρων, καταπολεμήσεως της ανεργίας", για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη, η εκ περιτροπής εργασία, εντάχθηκε στον θεσμό της "μερικής απασχόλησης". Στο ισχύον δίκαιο και δη στο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 2639/1998 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 ν. 2874/2000 και αντικαταστάθηκε εκ νέου, με το άρθρο 2 Ν. 3846/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 3 Ν. 3899/2010 [ΦΕΚ Α' 212/17.12.2010] ορίζεται στην παρ. 3 εδ' α’ και β’ ότι "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου". Στο εδ. δ' του ιδίου άρθρου ορίζεται: "Αν περιοριστούν οι δραστηριότητες του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 260/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι εκ περιτροπής απασχόληση δεν αναφέρεται σε λιγότερες ώρες σε ημερήσια βάση, αλλά ως βάση χαρακτηρισμού θεωρούνται οι λιγότερες ημέρες ή εβδομάδες ή μήνες μέσα στο έτος αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Στην περίπτωση αυτή συνομολογείται ότι, μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης θα είναι συνεχής, ο μισθωτός θα παρέχει την εργασία του για ορισμένες μόνο ημέρες της εβδομάδας ή του μήνα, εναλλασσόμενος ατομικά ή ομαδικά με άλλους εργαζόμενους, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δυο ειδικότερες μορφές, 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση η σχέση εκ περιτροπής εργασία ιδρύεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, είτε πρωτογενώς, με την αρχική σύμβαση εργασίας είτε, κατά τη λειτουργία μιας σύμβασης πλήρους απασχόλησης, με μεταγενέστερη νεότερη συμφωνία των μερών. Με τη σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης συμφωνείται ότι, μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης είναι συνεχής, ο μισθωτός θα παρέχει την εργασία του απασχολούμενος κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας αλλά κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και με συνδυασμό αυτών, αμειβόμενος με ανάλογα μειωμένο μισθό. Εξ αυτού προκύπτει ότι η εκ περιτροπής εργασία ενέχει εναλλαγή ενοτήτων εργασίας και μη εργασίας, οι οποίες επιτρέπεται να συμφωνηθούν ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς, με μόνο περιορισμό να παρέχεται η ημερήσια εργασία κατά πλήρες ωράριο. Έτσι, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μειωμένη εβδομαδιαία εργασία (π.χ. επί συστήματος πενθήμερης εργασίας να παρέχεται η εργασία από μία έως τέσσερις ημέρες την εβδομάδα), ή συνδυασμός μειωμένης εβδομαδιαίας εργασίας για κάποιες μόνο εβδομάδες του μήνα (π.χ. τρεις ημέρες εργασίας κάθε δεύτερη εβδομάδα) ή η εναλλαγή πλήρους μηνιαίας εργασίας με μήνες περιορισμένου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, κ.ο.κ. Πάντως, ο όποιος συνδυασμός εκ περιτροπής εργασίας θα πρέπει να επιτρέπει εναλλαγή ενοτήτων απασχόλησης με μη απασχόληση, χωρίς όμως οι χρονικές ενότητες εργασίας και μη εργασίας να είναι απαραίτητα της ίδιας χρονικής έκτασης. Επίσης, ο νόμος δεν θέτει περιορισμούς ως προς την χρονική έκταση της συμβατικής εκ περιτροπής εργασίας, όπως αντίθετα κάνει στην περίπτωση της μονομερούς επιβολής της. Η ίδρυση της σχέσης αυτής δεν συνδέεται με καμία πρόσθετη ουσιαστική προϋπόθεση (π.χ. ορισμένους λόγους επιλογής της). Θα πρέπει, όμως, η σχετική συμφωνία, να είναι έγγραφη. Ο έγγραφος τύπος έχει συστατική ισχύ, υπό την έννοια ότι η έλλειψη του εγγράφου επιφέρει ακυρότητα της σχετικής συμφωνίας. Στη δεύτερη περίπτωση (εδ' δ' της ίδιας πιο πάνω διατάξεως), παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του συστήματος της μονομερούς επιβολής εκ περιτροπής εργασίας είναι: α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο να καταλήξουν σε συμφωνία, γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ) η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) ή η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) να κοινοποιηθεί απλώς εντός οκτώ [8] ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας, χωρίς η απόφαση αυτή υπόκειται σε έγκριση της διοίκησης, όπως συνέβαινε υπό το καθεστώς που ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου2 του Ν. 2639/1998, υπό το οποίο, για την επιβολή της απόφασης του εργοδότη, ήταν απαραίτητη η έγκριση του Νομάρχη (Βλ. Ν.Δ 1961/1954 και ΝΔ 711/1970). Από το ότι η επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας προβλέπεται αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις, για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας. Προκύπτει ακόμη ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας αν είναι εντελώς ασήμαντος ή αφορά ταμειακές δυσκολίες του εργοδότη, προβλήματα ρευστότητας ή εποχιακή μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Επίσης δεν ενδιαφέρει η αιτία που προκαλεί τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη (Β. Δούκα Μερική Απασχόληση σελ. 230). Θα πρέπει αντιθέτως, αφού απειλεί θέσεις εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους, να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό, που δεν είναι απαραίτητο να θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης (I. Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο 2014, σελ. 533, Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2014 αριθ. 2055 Δερμιτζάκη ΕΕργ.Δικ. 2012 1186, Τσιμπούκη ΕΕργ.Δικ. 2013 477). Το δικαίωμα του εργοδότη για επιβολή εκ περιτροπής εργασίας αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμά του, από τον νόμο, ασκούμενο με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης. Εντάσσεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη εν ευρεία έννοια. Με την άσκηση του ως άνω δικαιώματος, για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, μεταβάλλεται η κύρια συμβατική υποχρέωση του εργαζομένου, ενώ ταυτόχρονα μεταβάλλεται και η κύρια συμβατική υποχρέωση του εργοδότη. Επί πλέον, με την απονομή από τον νόμο στον εργοδότη του δικαιώματος αυτού θεσπίζεται εξαιρετικό δίκαιο, με το οποίο εισάγεται απόκλιση και από το άρθρο 656 ΑΚ. Ως αντιστάθμισμα προβλέπεται ο περιορισμός του εργοδότη να καταγγείλει τη σύβαση εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λογούς (ΑΠ 969/2011 Νοβ. 2012, 129). Το δικαίωμα για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν είναι διαρκές αλλά στιγμιαίο, δηλαδή με την περιέλευση της δήλωσης του εργοδότη στον εργαζόμενο - αποδέκτη της επέρχεται η διάπλαση, η οποία λαμβάνει χώρα σύμφωνα με το περιεχόμενο της δήλωσης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αυτή καλύπτει. Από την πρόβλεψη του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Από την άποψη αυτή επιβάλλεται, κατ' αρχήν, στον εργοδότη να επιλέγει το μέτρο αυτό προκειμένου να αποφύγει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Περαιτέρω, εκτός των πιο πάνω προϋποθέσεων, στην επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις. Με το Π.Δ. 240/2006, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ. θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Πάντως, κατά το άρθρο 38 ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 ν. 3846/2010, δεν απαιτείται και να επιτευχθεί συμφωνία, ανάμεσα στον εργοδότη και στους εκπροσώπους των εργαζομένων. Ο εργοδότης επιτρέπεται να προχωρήσει στην επιβολή του συστήματος, εκ περιτροπής εργασίας, ανεξαρτήτως της έκβασης των διαβουλεύσεων και της τυχόν διαφωνίας των εκπροσώπων των εργαζομένων. Στην περίπτωση δηλ. αυτή ο εργοδότης, αντί να απολύσει έναν ή περισσότερους μισθωτούς, έτσι ώστε να μειωθεί ο αριθμός τους για να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης, μπορεί, εφαρμόζοντας το σύστημα "εκ περιτροπής εργασίας", να αποφύγει τις απολύσεις κατανέμοντας τη διαθέσιμη εργασία στους υπεράριθμους πλέον εργαζόμενους. Επομένως, ήδη από τον σκοπό του μέτρου, προκύπτει ο συλλογικός του χαρακτήρας. Εφαρμόζεται δηλ. στο σύνολο της επιχείρησης ή της παραγωγικής της μονάδας, όπου εντοπίζεται ο περιορισμός της δραστηριότητας. Η συλλογική αυτή διάσταση του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι πριν την επιβολή του μέτρου, και για την εγκυρότητα αυτού, ο εργοδότης υποχρεούται να προσέλθει σε διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία ως άνω διάταξη ο εργοδότης επιτρέπεται να επιβάλλει μόνο "σύστημα" εκ περιτροπής εργασίας. Το σύστημα αυτό προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση, στην ίδια ή σε περισσότερες θέσεις εργασίας, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά σε τακτά χρονικά διαστήματα, την ίδια στιγμή που η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται είτε κατά ομάδες μισθωτών, εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, όταν οι υπόλοιποι θα καλύπτουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Ο ίδιος όρος (σύστημα) είχε υιοθετηθεί και στις παλαιότερες ρυθμίσεις γενικού χαρακτήρα που προαναφέρθηκαν σχετικά με τη μη συμβατική εκ περιτροπής εργασία. Έτσι, χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων μιας επιχείρησης ή συγκεκριμένου τμήματος αυτής, που εμφανίζει μειωμένη δραστηριότητα, (ΑΠ 1252/2014 ΝΟΜΟΣ, Β. Δούκα Μερική απασχόληση σελ. 237, I. Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο 2014, σελ. 533, Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2014 αριθ. 2055, Φ. Δερμιτζάκη ΕΕργ.Δικ. 2012 1186, Τσιμπούκη ΕΕργ.Δικ. 2013 477).

 

 

5. Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 α ΚΠολ.Δικ., που ορίζει ότι επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία αν η παροχή, που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή, συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου σαφώς προκύπτει ότι αν η παροχή είναι εξαρτημένη από αντιπαροχή, όπως συμβαίνει στην εργασιακή σύμβαση, που ο μισθωτός κατά το άρθρο 648 παρ.1 Α.Κ. για να λάβει το μισθό του ή κάθε άλλη απολαυή είναι υποχρεωμένος να παρέχει την εργασία του, δεν χωρεί έννομη προστασία αν δεν συντρέχουν τα θεμελιούντα την έννομη σχέση της εργασιακής συμβάσεως περιστατικά, ούτε με τη μορφή της αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 4/1992 ΕλΔνη 1993, 65-67, ΕΕΝ/1991, 198, ΑΠ 639/1990 Ελ.Δνη Δνη1993, 65, ΕΕΝ/1993 139, ΕΕργΔ.1993, 270, ΝοΒ1992, 707, ΝοΒ 1993,686, Νίκας, εις Κεραμέα- Κονδύλη -Νίκα ΚΠολ.Δικ. αρθρ 69 αριθ. 2, ο ίδιος εις Πολιτική Δικονομία τ.Ι σελ. 441 σημ. 25 Χ.Τριανταφυλλίδης Η προληπτική δικαστική προστασία κατά το άρθρο 69 ΚΠολ.Δικ. σελ.63). Η εφεσίβλητη - ενάγουσα, με την, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, από 28-12-2011, με αριθ. καταθ. 1345/29-12-2011, αγωγή της, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις της (αρθρ. 223, 295, 297 ΚΠολΔ), ισχυρίστηκε ότι την 11.5.1993 προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως γραμματέας και έκτοτε παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς και αδιαλείπτως αντί των αναφερόμενων στην αγωγή μηνιαίων αποδοχών, βάσει των οικείων ΣΣΕ, οι οποίες τον Ιούλιο του 2011 ανέρχονταν στο ποσό των 1.795,23 ευρώ. Ότι, με την 327/3.10.2011 ανακοίνωσή της, η εναγόμενη, αφού προηγήθηκε διαβούλευση με τους λοιπούς εργαζομένους στην Γραμματεία, της επέβαλε, επικαλούμενη κακή οικονομική πορεία της και κίνδυνο απόλυσης, παρά τις προφορικές και γραπτές διαμαρτυρίες της, μονομερώς εκ περιτροπής εργασία, κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, με ανάλογη μείωση των αποδοχών της, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα και καθόσον αφορά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2011. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η εναγόμενη άσκησε το δικαίωμα της παράνομα, χωρίς ο περιορισμός της δραστηριότητας της να είναι σοβαρός και μόνιμος και χωρίς να προηγηθεί σοβαρή συζήτηση και χωρίς η εναγόμενη να δώσει οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων- ευνοϊκότερων για τους εργαζόμενους, ότι η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική, διότι η μείωση της δραστηριότητας, την οποία επικαλείται είναι αβάσιμη διότι οι αποδοχές της καλύπτονται από χρηματοδότηση του ΥΠΑΤΤ και της EE ως επιλέξιμη δαπάνη, που είναι εξασφαλισμένη, ότι στην περίπτωση της υφίσταται αντικείμενο πλήρους απασχόλησης τουλάχιστον μέχρι το έτος 2015, ότι η εναγόμενη, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2011, προσέλαβε έξι υπαλλήλους με προκήρυξη, (το περιεχόμενο της οποίας δεν αναφέρει), παρά την επικαλούμενη μείωση των εργασιών της και συγκεκριμένα (τον Β. Κ., γεωπόνο, τον Ε.Κ. (γεωπόνο) τον Α. Γ. (Γεωπόνο), την Γ.Κ. (Οικονομολόγο), τον Γ. Κ. (Γεωπόνο) και τον Α. Β.), ότι με την επικαλούμενη υπεύθυνη δήλωσή της προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχει δεσμευτεί να την απασχολεί στο πρόγραμμα leader και δεν βαρύνεται με καμία συμμετοχή στη μισθοδοσία της και έτσι άσκησε καταχρηστικά το διευθυντικό της. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη της οφείλει, από διαφορές αποδοχών των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου 2011, το ποσό των 248,49 € και για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2011, από διαφορές, εκ της επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας, το ποσό 2.636,44 €, για το μήνα Μάιο και Ιούνιο 2011, 109,20 € λόγω έκτης (6ης) τριετίας και συνολικά το ποσό 2.994,13 €. Τέλος, η εφεσίβλητη-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη, επειδή είναι υπερήμερη για την αποδοχή των υπηρεσιών της, υποχρεούται να της καταβάλει τους μισθούς που δικαιούται σύμφωνα με τη σύμβαση της (εναγομένης) με το Δημόσιο, τις ισχύουσες ΣΣΕ και το νόμο, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης από τον Ιαγουάριο 2012 μέχρι και το Δεκέμβριο 2015, οπότε λήγει το πρόγραμμα Leader και συνολικά το ποσό των 100. 532,88€ (1795,23χ14 μισθοί επί 4 έτη, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων). Με δήλωσή της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιλαμβάνεται στις πρωτόδικες προτάσεις, η ενάγουσα περιόρισε το αίτημα της αγωγής σε 15. 437,95 για τα έτη 2012 και 2013 και μετέτρεψε το αίτημα της για καταβολή μισθών των ετών 2014 και 2015 σε αναγνωριστικό, διότι περιόρισε το αίτημα μόνον του μισθού από το ποσό των 1472 € μηνιαίως και όχι 1795, όπως αρχικά ζητούσε. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε α) να αναγνωριστεί ότι η σχέση εργασίας της με την εναγόμενη είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης και να υποχρεωθεί η τελευταία να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, όπως πριν την επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας, β) να αναγνωριστεί ότι η μονομερής μεταβολή του εργασιακού καθεστώτος της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης από πλήρη σε μερική, είναι άκυρη, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει 1.το ποσό των 2.994,13 ευρώ, που αφορά στη διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων μισθών και των οφειλομένων, με εργασιακό καθεστώς πλήρους απασχόλησης για τους μήνες Ιούλιο έως και Δεκέμβριο 2011, 2. το ποσό των 1795€ μηνιαίως, από 1-1-2012 έως 30-16-2012 και 1.472,09 μηνιαίως, από 1-7-2012 έως 31-12-2012, πλέον δώρων εορτών και επιδόματος αδείας και δη τη διαφορά μεταξύ καταβληθέντων και οφειλομένων των ετών 2012 (6.407,58 €) και 2013 (8.096,49€) και συνολικά ποσού 15.437,95 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση δ) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει, από 1 Ιανουαρίου 2014 έως 31 Δεκεμβρίου 2015 (ήτοι έως τη λήξη του προγράμματος Leader), το ποσό των 1.472,08 ευρώ μηνιαίως και δη 41.218,27 ευρώ και ε) να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή 200 ευρώ για κάθε ημέρα μη αποδοχής των υπηρεσιών της με εργασιακό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Με την ως άνω αγωγή, που κατατέθηκε στις 29-12-2011, ζητείται η ακυρότητα της δυνάμει της υπ' αριθ. 327/3.10.2011 ανακοίνωσης, για το χρονικό διάστημα 1-10-2011 έως 31-12-2011, επιβολής εκ περιτροπής εργασίας. Το κύρος της επιβολής του συστήματος αυτού, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 30-9-2012, που αναφέρεται στις προτάσεις της εφεσίβλητης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αποτελεί αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω το αίτημα της εφεσίβλητης-ενάγουσας να της καταβληθεί το ποσό των 1795 € μηνιαίως από 1-1-2012 έως 30-6-2012 και 1.472,09 μηνιαίως, από 1-7-2012 έως 31-12-2012, πλέον δώρων εορτών και επιδόματος αδείας και δη η διαφορά μεταξύ καταβληθέντων και οφειλομένων των ετών 2012 (6.407,58 €) και 2013 (8.096,49€) και συνολικά ποσού 15.437,95 ευρώ, νομιμοτόκως, από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει, από 1ης Ιανουαρίου 2014 έως 31 Δεκεμβρίου 2015, (ήτοι έως τη λήξη του προγράμματος Leader) το ποσό των 1.472,08 ευρώ μηνιαίως και δη 41.218,27 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι εν προκειμένω η απαίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας εξαρτάται από αντιπαροχή. Η εκκαλουμένη που έκρινε νόμιμο το αίτημα επιδίκασης διαφορών αποδοχών από 1-1-2012 έως 2-10-2013 (ημερομηνία συζήτησης της αγωγής) έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί, και το Δικαστήριο αφού κρατήσει την αγωγή, να την απορρίψει κατά τα αιτήματα αυτά ως απαράδεκτη.

 

 

6. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα , μεταξύ των οποίων και οι ενώπιον της συμβολαιογράφου Γ. Τ. ένορκες βεβαιώσεις υπ' αριθ. …./1-10-2013, …/1-10-2013 των Ε.Κ. και Λ. Γ., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν μετά νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου (βλ. την υπ' αριθ. …/26-9-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή καθώς και οι υπ' αριθμ. …/14-2-2012 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, Λ. Γ., Ε. Κ. και Γ. Κ. αντίστοιχα, ενώπιον της ιδίας συμβολαιογράφου, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παραδεκτώς δε λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτό για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων - (ΑΠ 313/1992 ΕλλΔνη 35.617, ΕφΑΘ. 4577/1996 ΑρχΝομολ 1997.25), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:

 

 

Η εκκαλούσα - εναγομένη είναι ανώνυμη αναπτυξιακή εταιρία των ΟΤΑ (άρθρο 252 του Ν 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων»), και, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, σκοπό έχει, μεταξύ των άλλων, τη συμβολή στην αξιοποίηση, ανάπτυξη, διαχείριση, συντήρηση και προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πόρων, στην εισαγωγή της καινοτομίας και επιχειρηματικότητας στο παραγωγικό σύστημα, στην εισαγωγή και διεύρυνση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην υποστήριξη και ανάπτυξη νέων συλλογικών δομών, κλπ. του Νομού Τ., στην υποστήριξη των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), των επιχειρήσεων των άλλων νομικών προσώπων που συνιστούν ή συμμετέχουν οι παραπάνω φορείς, την τεχνική υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την ενημέρωση, πληροφόρηση, την ενθάρρυνση λειτουργίας και επέκτασης βιώσιμων μονάδων, την προσαρμογή στις νέες τεχνολογικές απαιτήσεις. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της καταρτίζει συμβάσεις έργου με τεχνικό -επιστημονικό προσωπικό (γεωπόνους-οικονομολόγους-πολιτικούς μηχανικούς κλπ.), οι οποίες ανανεώνονται κάθε εξάμηνο, και απασχολεί, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τρεις εργαζόμενους για την Γραμματειακή υποστήριξη των έργων που αναλαμβάνει. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι: α) η εφεσίβλητη - ενάγουσα, πτυχιούχος Γαλλικής Φιλολογίας, η οποία προσελήφθη και εργάζεται στην εκκαλούσα από 1-5-1993, και κατά τον Ιούνιο 2011 είχε μισθό ανερχόμενο στο ποσό των 2.650€ (ετησίως 31.800), σύμφωνα με την τότε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, β) η Ε. Κ., Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με μηναίο μισθό 2.425 € (ετησίως 29.100) και γ) ο Λ. Σ., δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με μηνιαίο μισθό 2.265€ (ετησίως 27.180). Η εκκαλούσα -εναγομένη, με την από 2-9-2011 ανακοίνωση-πρόσκλησή της, προσκάλεσε τους εργαζόμενους στη Γραμματεία της τρεις εργαζομένους σε διαβούλευση, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας. Ήδη με την με αριθ. πρωτ. 238/22-7-2011 επιστολή της προς αυτούς τους είχε γνωστοποιήσει την οικονομική κατάστασή της και είχε προτείνει τη μείωση των μισθών αυτού (εργαζομένου) και των εργολαβικών αμοιβών του επιστημονικού προσωπικού. Ο νέος Γενικός Διευθυντής δέχτηκε μείωση της αμοιβής του κατά 28% σε σχέση με την αμοιβή του προκατόχου του, ενώ οι λοιποί προσφέροντες τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις έργου επιστημονικό προσωπικό δέχτηκαν μείωση των αμοιβών τους από 9 - 40%. Η διαβούλευση με τους τρεις υπαλλήλους της Γραμματείας έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011 και συντάχτηκε το με την ίδια ημερομηνία πρακτικό. Κατ' αυτήν η εφεσίβλητη-ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε, διατύπωσε τις αντιρρήσεις της και δεν έστερξε στην επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν είναι υπαίτια για την κατάσταση της εναγομένης και η εναγομένη οφείλει να βρεί τρόπους να αντιμετωπίσει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Μετά από αυτά η εναγομένη, με την 239/2011 απόφαση-πρακτικό του Διοικητικού της Συμβουλίου, αποφάσισε να επιβάλλει μονομερώς εκ περιτροπής εργασίας και κάλεσε: α) την εφεσίβλητη-ενάγουσα να εργάζεται Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, β) την Κ.Ε. Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή και γ) τον Λ. Σ., Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη. Την απόφασή της αυτή γνωστοποίησε εμπρόθεσμα (στις 6-10-2011) στην Επιθεώρηση Εργασίας. Όπως προκύπτει από την απόφαση η επιβολή την εκ περιτροπής εργασία αφορά για το τρίμηνο από 1-10-2011 έως 31-12-2011. Ακολούθως η εφεσίβλητη ενάγουσα με την υπ' αριθ. 589/2011 αίτησή της ζήτησε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να ανασταλεί προσωρινά η απόφαση της εκκαλούσας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων, μετά πέντε αναβολές, δίκασε την αίτηση στις 16-5-2012 και με την υπ' αριθ. 57/2012 απόφασή του, που δημοσιεύτηκε στις 15 Ιουνίου 2012, υποχρέωσε την εδώ εκκαλούσα «να αποδέχεται προσωρινά, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής που είχε ασκηθεί, τις υπηρεσίες της ενάγουσας, όπως και πριν την επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας». Η Διάταξη αυτή της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων είναι πρόδηλο ότι δεν αφορά την εκ περιτροπής εργασία του χρονικού διαστήματος 1-10-2015 έως 31-12-2015, αλλά αφορά την εκ περιτροπής εργασία που επεβλήθη μετά την άσκηση της αγωγής και αφορά το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 30-9- 2012. Η ενάγουσα, συμμορφούμενη με την ως άνω εργοδοτική απόφαση από 1-10-2011 έως 31-12-2011, εργάστηκε μόνο τρεις ημέρες την εβδομάδα με πλήρες ωράριο και αντίστοιχη μείωση των αποδοχών της. Εν προκειμένω, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν συντρέχει περιορισμός της δραστηριότητας της εναγομένης, ο οποίος καθιστά την επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής απασχόλησης αναγκαία, ώστε να αποφευχθούν απολύσεις. Η εκκαλούσα, που δεν είναι κερδοσκοπική εταιρία αλλά εταιρία παροχής υπηρεσιών, κατά το παρελθόν προωθούσε πολλά προγράμματα και ο κύκλος εργασιών της ήταν μεγάλος. Το έτος 2007 είχε κύκλο εργασιών 1.134.000 €, κέρδη 1154 € και απασχολούσε 44 άτομα. Το έτος 2008 είχε κύκλο εργασιών 1.397.000 €, κέρδη 5.456 € και απασχολούσε 44 άτομα. Το 2009 είχε κύκλο εργασιών 871,000 €, κέρδη 2.213 € και απασχολούσε 40 άτομα. Το έτος 2010 είχε κύκλο εργασιών 443.000 €, ζημιές 178.000 € και απασχολούσε 13 άτομα. Το πρώτο εξάμηνο του 2011 παρουσίασε έλλειμμα € 36.000 σε σύνολο λειτουργικού και μισθολογικού κόστους 125.000 €, από το οποίο 25.000 € αφορούν αποκλειστικά μισθολογική δαπάνη της Ε. Κ. και Λ. Σ.. Κατά το έτος 2011 είχε μόνο ένα πρόγραμμα να υλοποιήσει. Οι τεχνικοί των οποίων οι συμβάσεις έληξαν στις 30-6-2011 επαναπροσλήφθηκαν με προκήρυξη στις 1-7-2011 και δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για καινούργιες προσλήψεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εφεσίβλητη - ενάγουσα. Με την με αριθ. πρωτ. 238/22-7-2011 επιστολή της προς τους εργαζομένους στη Γραμματεία ήδη είχε παράσχει πλήρη στοιχεία της πορείας και των οικονομικών της επιχείρησης. Ο περιορισμός της δραστηριότητάς της είναι πραγματικός, δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ενάγουσα είναι αβάσιμα. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι συμβάσεις των εργαζομένων αυτών, αν και υπαλλήλων εταιρίας παροχής υπηρεσιών, που προσελήφθησαν ως υπάλληλοι Γραφείου, μετετράπησαν το έτος 2003 σε συμβάσεις Γραμματέων με σημαντικές αυξήσεις και εμισθοδοτούντο, κατ' αποδοχή της εκκαλούσας - εναγομένης - εταιρίας, με βάση τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων των τεχνικών των εργοληπτικών επιχειρήσεων, που προβλέπουν μεγαλύτερες αποδοχές. Περαιτέρω, οι αιτίες του περιορισμού της δραστηριότητας της εναγομένης, όπως προαναφέρθηκε, δεν ενδιαφέρουν το νόμο. Ο περιορισμός αυτός αναπότρεπτα καθιστά ορατή την απόλυση ενός ή και δύο υπαλλήλων της Γραμματείας και μάλιστα εκείνων της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η εκκαλούσα-εναγομένη επέλεξε, αντί να απολύσει ένα ή δύο εργαζόμενους στην Γραμματεία, να επιβάλλει το ως άνω σύστημα εκ περιτροπής εργασίας για όλους και έτσι να περισώσει τις θέσεις εργασίας. Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης-ενάγουσας ότι η μισθοδοσία της δεν βαρύνει την εναγομένη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η τελευταία είναι ο εργοδότης της. Εξ άλλου ο ισχυρισμός της ότι η εναγομένη δεσμεύεται να την απασχολεί από την σύμβασή της με το Ελληνικό Δημόσιο, αφορά συμφωνία μεταξύ των άλλων (της εναγομένης και του Ελληνικού Δημοσίου) και αλυσιτελώς προτείνεται. Με την δήλωση αυτή δεν τροποποιήθηκε, και μάλιστα χωρίς τη σύμπραξη της εφεσίβλητης, η εργασιακή της σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση από την, προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, από 9-9-2008 υπεύθυνη δήλωση της εκκαλούσας -εναγομένης, με την οποία η τελευταία δηλώνει ότι «δεσμεύεται κατά την υλοποίηση του προγράμματος LEADER του ΑΞΟΝΑ 4: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ LEADER του προγράμματος ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2007-1013 (ΠΑΑ) να απασχοληθεί η εργαζόμενη στην εταιρία μας της κατηγορίας ΠΕ κα Κ. Π.» δεν προκύπτει ότι η εναγομένη ανέλαβε υποχρέωση πλήρους απασχόλησής της εφεσίβλητης και δεν συνάγεται από αυτήν ότι το εργασιακό καθεστώς της υπάλληλου αυτής θα παραμείνει αμετάβλητο ούτε ότι περιορίστηκαν τα δικαιώματα του εργοδότη. Απλώς το αντισυμβαλλόμενο Υπουργείο Ανάπτυξης θέλησε ο υπάλληλος Γραμματείας που συμμετέχει στην ομάδα εργασίας για την διεκπεραίωση του προγράμματος να είναι Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επομένως ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ενάγουσας ότι παραβιάζεται η συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απορριφτεί ως αβάσιμος. Τέλος η όποια επιρροή της εκ περιτροπής απασχόλησης στη σύνταξή της είναι νομικά αδιάφορη. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός της ότι η δαπάνη γι' αυτήν είναι επιλέξιμη δηλ. καλύπτεται από το πρόγραμμα που υλοποιείται συνιστά υπονόμευση της αρχής αλληλεγγύης μεταξύ εργαζομένων η οποία επιβάλλεται μονομερώς από το εργοδότη με βάση το Νόμο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εν όψει τούτων πρέπει να απορριφθεί ο περί ακυρότητας της επιβολής εκ περιτροπής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1-10-2011 έως 31-12-2011 καθώς και το αίτημα καταβολής ποσού 2.636,44€ που αποτελεί τη διαφορά αποδοχών που κατεβλήθησαν και εκείνων που θα κατεβάλλοντο εάν εργαζόταν και τις πέντε ημέρες την εβδομάδα. Η εκκαλουμένη που έκρινε ότι η επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας είναι καταχρηστική εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις.

 

 

7. Ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρα 26 παρ. 5 αν.ν.1846/1951, 22 και 32 ν. 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), όπως και φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κ.λ.π. Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά μέρος δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 135/2003 ΕΕΡΓΔ 2003/718, Δ/ΝΗ 2003/1320, ΕΔΚΑ 2004/286). Συνεπώς ο προβαλλόμενος με το-υπό ιιι σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσης ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα επιδίκασε τη διαφορά αποδοχών των μηνών Ιούνιου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2011 με βάση τις μικτές αποδοχές, χωρίς να αφαιρέσει τις υπέρ του ΙΚΑ κρατήσεις πρέπει να απορριφτεί. Περαιτέρω η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο 2011, 109,20 €, λόγω αύξησης των αποδοχών της με υπολογισμό έκτης τριετίας. Το ποσό αυτό το ζητά με την αγωγή της η ενάγουσα και το σχετικό παράπονο, που διατυπώνεται με το υπό ν σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσης, ότι δηλ. δεν αποτελεί αίτημα της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Μετά τα προαναφερθέντα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει την αγωγή και δικάζοντας αυτήν κατ' ουσίαν, να απορρίψει ό, ότι έκρινε απορριπτέο, να δεχθεί αυτήν εν μέρει, να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 357,65 € (248,49 € + 109,20€), με το νόμιμο τόκο, αφότου κάθε επί μέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο. Μετά την παραδοχή της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του ποσού των 120€, που κατατέθηκε με τα υπ' αριθ. …, υπέρ ΤΑΧΔΙΚ παράβολα και του ποσού των 80 € που κατατέθηκε με τα υπ' αριθ. … και …/2014, παράβολα, υπέρ του Δημοσίου.

 

 

Η δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων διότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (αρθρ.183,179 ΚΠολ.Δικ).