ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 8945/2003

 

Παραβίαση κανόνων οικοδομικής - Σεισμός - Κατάρρευση οικοδομής - Δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα - Ανθρωποκτονία - Σωματική βλάβη - Αδικοπραξία - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης - Παραγραφή - Αδικοπραξία κολάσιμη πράξη - Μακρότερη παραγραφή -.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αν από το προξενηθέντα κατ' άρθρο 286 ΠΚ κίνδυνο, που δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεσος και επικείμενος, αλλά αρκεί να είναι και κίνδυνος μέλλων να προκύψει από την σύμφωνα με τον προορισμό του κατασκευάσματος μέλλουσα χρησιμοποίησή του - επήλθε ο θάνατος ή η σωματική βλάβη ανθρώπου, ως κατ' ιδέαν συρρέον έγκλημα, τότε πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση της ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης τόσο με θετική συμπεριφορά όσο και με παράλειψη, λόγω και της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του δράστη προς αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος. Στο έγκλημα ενεργείας η προσβολή του αντικειμενικά οφειλόμενου καθήκοντος επιμελείας συνίσταται στην κατασκευή της οικοδομής κατά τρόπο ελαττωματικό. Στην πλημμέλεια της συμπεριφοράς αυτής οφείλεται και η κατάρρευση της οικοδομής και επομένως η πρόσκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης. Συγχρόνως όμως πραγματώνεται το εν λόγω έγκλημα της ανθρωποκτονίας η της σωματικής βλάβης και με παράλειψη, αφού με την ενέργειά του ο δράστης θέτει και τον κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία άλλων και έτσι βαρύνεται με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την πραγμάτωσή του. Χρόνος τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος είναι το χρονικό διάστημα αφότου έπρεπε το βραδύτερο να επιχειρηθεί η οφειλόμενη ενέργεια μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η υποχρέωση προς ενέργεια, δηλ. ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η παράλειψη, που διαρκεί - αν ο νόμος δεν ορίζει προθεσμία προς επιχείρηση της πράξης - εφόσον χρόνον εξακολουθεί να υφίσταται η προς την επιβαλλομένη ενέργεια υποχρέωση. Έτσι, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει από τότε που ο υπαίτιος παύει να παραλείπει, δηλ. από τότε που έπαυσε να υπάρχει ανάγκη αποτροπής του αποτελέσματος, π.χ. διότι η επισφαλής οικοδομή κατεδαφίστηκε, ή από τότε που ο υπαίτιος έπαυσε να είναι σε θέση να το αποτρέψει. Είναι δηλαδή δυνατόν η παραγραφή να αρχίσει από το τελευταίο, πριν από το αποτέλεσμα, χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δράστης μπορούσε αντικειμενικά να ενεργήσει αλλ' αντιθέτως ακόμη παραλείπει. Απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Ως τέτοια νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξεως, ενώ η γνώση της κατά ποσό εκτάσεως της ζημίας δεν είναι απαραίτητη. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή ανεξάρτητα από την γνώση ή την άγνοια του παθόντος, ή αξίωση παραγράφεται είκοσι έτη μετά την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελέσει συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή, για την παραγραφή των αστικών αξιώσεων έχει σημασία ο χρόνος παραγραφής στο ποινικό δίκαιο. Η παραγραφή μάλιστα του ποινικού νόμου υπερισχύει τόσο της πενταετούς όσο και της εικοσαετούς παραγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 937 Α.Κ., για να ισχύσει όμως η μακρότερη παραγραφή της αξιόποινης πράξεως πρέπει αυτή να είναι κακούργημα.

 

KEIMENO

 

Φέρονται προς συζήτηση: α) Η από 28-1-2003 έφεση των εναγόντων Ε.Τ., Ε.Τ. και Ν.Τ., η οποία έφεση όσον αφορά τον αρχικά εναγόμενο Γ.Τ., μετά τον θάνατο αυτού που επήλθε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, απευθύνεται πλέον κατά των Α. θυγατέρας Γ.Τ. και Ξ. χήρας Γ.Τ. ως καθολικών διαδόχων αυτού (άρθρο 517 Κ.Πολ.Δ.). β) Η από 10-12-2002 έφεση της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "RICOMEX Α.Ε. Ανώνυμος Εταιρεία Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικού Πολυουρεθάνης Α.Ε." και γ) Η από 10-12-2002 έφεση του εναγομένου Γ.Τ., ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση αυτής και στην δικονομική θέση του υπεισήλθαν η ως άνω θυγατέρα του Α.Τ. και η ως άνω σύζυγός του Ξ.Τ., ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και καθολικοί διάδοχοι αυτού, οι οποίες και συνεχίζουν την δίκη. Οι εφέσεις αυτές με τις οποίες προσβάλλεται η 2344/2002 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246 και 524 Κ.Πολ.Δ.).

   Με τις προτάσεις, που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι Φ Π, Σ. Α, Λ Κ, Π Θ, Δ Π και Κ Μ, άσκησαν το πρώτον (ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας - εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας "RICOMEX Α.Ε Ανώνυμος Εταιρεία Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικού Πολυουρεθάνης Α.Ε." και κατά των εκκαλούντων - εφεσιβλήτων, Ε.Τ., Ε.Τ. και Ν.Τ.. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Τούτο διότι, κατά γενικό κανόνα που συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 80 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση της αγωγής, δηλαδή, όπως ορίζεται στο άρθρο 215 Κ.Πολ.Δ., με κατάθεση δικογράφου και επίδοσή του στους διαδίκους. Και ναι μεν στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών εισάγεται, με το άρθρο 231 Κ.Πολ.Δ., εξαίρεση από τον ανωτέρω γενικό κανόνα και επιτρέπεται η πρόσθετη παρέμβαση να ασκηθεί και με τις προτάσεις, πλην όμως η εξαίρεση αυτή ισχύει στην δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όχι δε και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στο οποίο εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. (βλ ΑΠ 864/... ΝοΒ 1977 σελ. 330, Εφ.Αθ. 1058/1986 Ελλ.Δνη 27.649, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, εκδο. 1993 παρ. 1033).

   Με την από 19-11-2001 ένδικη αγωγή τους, οι ενάγοντες Ε.Τ., Ε.Τ. και Ν.Τ., ισχυρίσθηκαν ότι ο Β.Τ., σύζυγος της πρώτης εξ αυτών και πατέρας του δεύτερου και τρίτου, εργαζόταν, δυνάμει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "RlCOMEX Α.Ε Ανώνυμος Εταιρεία Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικού Πολυουρεθάνης Α.Ε." στο εργοστάσιο, που διατηρούσε αυτή στον Δήμο Αχαρνών (Αττικής), επί της Λεωφόρου Τατοΐου αριθμός 1, το οποίο (εργοστάσιο) κατά τον σεισμό που έγινε στην Αττική, στις 7-9-1999, κατέρρευσε ολόκληρο και από τα ερείπιά του ανασύρθηκε νεκρός και ο ανωτέρω Β.Τ., ο οποίος εργαζόταν σ' αυτό κατά την ώρα του σεισμού. Και ότι η κατάρρευση του εν λόγω κτιρίου της πρώτης εναγομένης και ο εξ αυτής προκληθείς θάνατος του συζύγου και πατέρα αυτών Β.Τ., ο οποίος απεβίωσε κατά την εκτέλεση της εργασίας της και εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε υπαιτιότητα και συγκεκριμένα σε ενδεχόμενο δόλο, άλλως επικουρικά σε βαριά αμέλεια, τόσο των αρμοδίων οργάνων της πρωτης εναγομένης, δηλαδή του δεύτερου εναγομένου Γ.Τ., του τρίτου εναγομένου Χ.Μ. και της τέταρτης εναγομένης Α. ς θυγατέρας Γ.Τ., οι οποίοι ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, όσο και των προστηθέντων από την πρώτη εναγομένη και τελούντων υπό τις οδηγίες και εντολές των ως άνω νομίμων εκπροσώπων της (δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των εναγομένων), δηλαδή του πέμπτου εναγομένου Μ.Τ., πολιτικού μηχανικού του έκτου εναγομένου Ν.Σ., αρχιτέκτονα μηχανικού, του έβδομου εναγομένου Α.Δ., αρχιτέκτονα μηχανικού και του όγδοου εναγομένου Κ.Α., πολιτικού μηχανικού, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα όσον αφορά την επί μέρους ευθύνη ενός εκάστου των εναγομένων. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησαν οι ενάγοντες, οι οποίοι, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, μετέτρεψαν το αίτημα της αγωγής τους σε αναγνωριστικό και περιόρισαν αυτό κατά 10 ΕΥΡΩ, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, οφείλουν: α) Στην πρώτη εξ αυτών Ε.Τ. το ποσό των 307.196.593 δραχμών ή 901.530 Ευρώ, ως αποζημίωση για την αναφερόμενη αποθετική ζημία αυτής, καθώς και 149.996.593 δραχμές ή 440.195 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο του συζύγου της, νομιμοτόκως τα ποσά αυτά από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά δε και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το επίδικο ατύχημα δεν οφείλεται σε ενδεχόμενο δόλο των εναγομένων, αλλά σε βαριά αμέλεια αυτών, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας οφείλουν σ' αυτήν το ποσό των 149.996.593 δραχμών ή 440.195 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο του συζύγου της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, β) Στον δεύτερο Ε.Τ. το ποσό των 149.996.593 δραχμών ή 440.195 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο του πατέρα του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και γ) Στον τρίτο Ν.Τ., επίσης το ποσό των 149.996.593 δραχμών ή 440.195 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο του πατέρα του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής, πριν από την συζήτηση αυτής, ως προς τον πέμπτο εναγόμενο Μ.Τ.. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού θεώρησε ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τον άνω εναγόμενο Μ.Τ., την απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν ως προς τους τρίτου (Χ.Μ.), τέταρτη (Α.Τ.), έκτο (Ν.Σ.), έβδομο (Α.Δ.) και όγδοο (Κ.Α.) των εναγομένων και έκανε εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά την επικουρική της βάση, ως προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία "RlCOMEX Α.Ε." και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο Γ.Τ., αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στους ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στην πρώτη εξ αυτών 30.000 Ευρώ (10.222.500 δραχμές), στον δεύτερο 90.000 Ευρώ (30.667.500 δραχμές) και στον τρίτο 90.000 Ευρώ (30.667.500 δραχμές).

   Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως παραπονούνται τώρα τόσο οι ενάγοντες όσο και η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτές λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, οι μεν ενάγοντες προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της, οι δε εναγόμενοι προκειμένου να απορριφθεί αυτή εξ ολοκλήρου. Να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες όπως έχουν δικαίωμα, δεν απευθύνουν την έφεσή τους και κατά του όγδοου εναγομένου Κ.Α., για το παραδεκτό της οποίας (εφέσεως) δεν είναι απαραίτητο, κατά την έννοια του άρθρου 517 Κ.Πολ.Δ., να στρέφεται αυτή εναντίον όλων των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, τέτοια όμως περίπτωση δεν υπάρχει μεταξύ περισσοτέρων υποχρέων από εργατικό ατύχημα (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Εφεση, εκδ. 1993, παράγρ. 336-337 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).

   Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 "περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων", συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 3 του Ν. 551/1915, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-20 ΒΔ, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού, ή σε περίπτωση θανάτου τούτου, των καθολικών διαδόχων του, ήτοι τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπομένης από το Ν. 551/1915 ειδικής αποζημιώσεως και μόνο εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο αυτού (εργοδότη) ή του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν υποχρεούται ο τελευταίος να καταβάλει στον παθόντα, ή στους καθολικούς διαδόχους του θανατωθέντος, την από το ως άνω άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπομένη "διαφορά" μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των υπό του Ι.Κ.Α. χορηγουμένων παροχών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται περαιτέρω ότι η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν τούτο προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του προσώπου, το οποίου προστήθηκε από τον εργοδότη. Καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα έγινε γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας. Η αυτή απαλλαγή ισχύει και για το πρόσωπο που προστήθηκε από τον εργοδότη (Ολομ. ΑΠ 1267/1976). Ο ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. παθών δικαιούται στις ως άνω, εκτός δόλου, περιπτώσεις μόνον των υπό του Ι.Κ.Α. χορηγουμένων παροχών. Διατηρεί όμως ο παθών αυτός, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι του θανατωθέντος, την αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, διότι η ως άνω απαλλαγή αυτών από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, ήτοι για αξίωση εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την μη περιλαμβανομένη σ' αυτήν ως άνω αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το Ι.Κ.Α. δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εν λόγω διαφορετικής φύσεως αξιώσεως, η επιδίκαση ή μη της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του δικαστηρίου (Ολομ. ΑΠ 1117/1986 ΔΕΝ 45.969). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ. ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για την ζημία που ο υπηρέτης ή ο πρoστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εκπροσώπηση από τον προστηθέντα των συμφερόντων του προστήσαντος δεν απαιτείται να είναι εμφανής στους τρίτους, η δε σχέση προστήσεως έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και δύναται να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου εντολής, ενώ στη βάση της σχέσεως προστήσεως δύναται να είναι και οποιαδήποτε άλλη βιοτική σχέση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, σημειουμένου ότι είναι αδιάφορο αν η ανωτέρω σχέση, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι ή αν η σχέση προστήσεως είναι διαρκής ή ευκαιριακή ενόψει τελέσεως συγκεκριμένης πράξεως, ούτε εξάλλου, η κατά τα άνω πρόστηση προϋποθέτει σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, υπό την έννοια της παροχής δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας, αλλά αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών ή μίας γενικής εποπτείας. Σε περίπτωση δε που ο προστηθείς αναθέσει την υπηρεσία σε άλλα πρόσωπα (υποπροστηθέντες), αυτοί θεωρούνται προστηθέντες του αρχικού προστήσαντος, ο οποίος φέρει και την ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 922 Α.Κ.

   Τέλος, ο προστήσας ευθύνεται, εφόσον η πράξη του προστηθέντος δεν είναι άσχετη ή ξένη, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ' αυτόν υπό την έννοια ότι η επιβλαβής ενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως. Επιρρίπτονται, δηλαδή, στον προστήσαντα όλοι οι τυπικά κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με την δραστηριότητα, την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα και αν ακόμη προήλθαν από κατάχρηση των καθηκόντων του προστηθέντος η υπέρβαση των διαταγών και οδηγιών που του δόθηκαν (ΑΠ 121/2002 Ελλ.Δνη 2002.1614, ΑΠ 127011981 Ελλ.Δνη 32.765, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607).

   Επειδή κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 2172/1993 "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση θανατώσεως του άλλου ανθρώπου, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ, υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος προσώπου (διανοητικό - γνωστικό στοιχείο του δόλου) και αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό (βουλητικό στοιχείο του δόλου, βλ. ΑΠ 1272/2001 Π.Χ. ΝΒ.509, ΑΠ 1206/2000 Π.Χ. ΝΑ.415, ΑΠ 413/1999 Π.Χ. Ν.41, ΑΠ 106/97, Π.Χ. ΜΗ.372, ΑΠ 449/96 Π.Χ. ΜΖ.69, ΑΠ 931/96, Π.Χ. ΜΖ.419, ΑΠ 1396/93 Π.Χ. ΜΓ.1156, ΑΠ 715/92, Π.Χ. Π.1395, ΑΠ 1039/90 Π.Χ. Ι.315, ΑΠ 923/78 Π.Χ. ΚΘ.70, ΑΠ 59178 Π.Χ. ΚΗ.411). "Ενδεχόμενος δόλος" ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχόμενου" (η ύπαρξη του οποίου απαιτεί ειδική αιτιολογία βλ. ΑΠ 1453/96 Π.Χ. ΜΖ.836, ΑΠ 423/87, Π.Χ. ΛΖ.725) υπάρχει στην περίπτωση που ο δράστης δεν επιδιώκει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει όμως ότι η εκπλήρωση της επιδίωξής του θα έχει ενδεχόμενη (πιθανή) συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρ' όλα αυτά προχωρεί στην τέλεση της πράξης του. Για τον προσδιορισμό της έννοιας "της αποδοχής" τους εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού δηλ. στοιχείου του ενδεχομένου δόλου η επιστήμη αλλά και η νομολογία δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά, προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις για την βουλητική στάση του δράστη προσδίδοντας σε αυτή το ακριβές της περιεχόμενο. Έτσι "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει σταθμίζω τα υπέρ και κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και κατά συνέπεια της βουλητικής στάσης του δράστη είναι το (αντικειμενικό) ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, διότι όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου είναι λογικό να συμπεραίνουμε ότι αυτός αποδέχεται το αποτέλεσμα. Αναφορικά εξάλλου με το δεύτερο από τα ανωτέρω κριτήρια, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης, που παραβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος επειδή τον ενδιαφέρει να επιτύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό, φέρεται από ενδεχόμενο δόλο.   Η "ελπίδα" εξάλλου και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη περί μη επέλευσής του από αυτόν προβλεπομένου ως ενδεχόμενου να επέλθει εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αδιαφορία του δράστη για το αποτέλεσμα εντάσσονται κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα άποψη στη νομολογία και στην επιστήμη στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς τον "ενδεχόμενο δόλο" έννοιας της "ευσυνείδητης αμέλειας" για την συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.   Το σχετικό ορθό επιχείρημα για την εν λόγω ένταξη της έννοιας της "ελπίδας" και των ανωτέρω συναφών εννοιών στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου είναι η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας παρά την ύπαρξη ελπίδος αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος δείχνει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός του ενδεχόμενου δόλου από την επιστήμη, ο οποίος γίνεται δεκτό ότι υπάρχει οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του έκρινε το τελευταίο ως τόσο σημαντικό ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν καθεαυτό (υπό την ευρεία έννοια) αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη. Ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση ότι το αποτέλεσμα τελικά δεν θα επέλθει (βλ. Ν. Χωραφά Ποιν. δίκαιο Τόμος 1ος, ειδ. 911 σελ. 277, Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό δίκαιο τεύχος δεύτερο έκδοση 1979 σελ. 283, 291, 292, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Δόλος - Αμέλεια ένα πρόβλημα πέρα από το ποινικό Δίκαιο Π.Χρ. ΜΕ/1189, Νικ. Ανδρουλάκη πώς διακρίνεται ο ενδεχόμενος δόλος από την ευσυνείδητη αμέλεια ΠΧ ΜΑ.12, ΑΠ 1061/1997 ΠΧ ΜΗ.373, ΑΠ 1124/95 ΠΧρ. ΜΣΤ.490, ΑΠ 272/93 ΠΧ ΜΓ.169. ΑΠ 1659/91 ΠΧ Μ3.293). Δεν είναι δε απαραίτητο ο δράστης για το αποτέλεσμα αυτό το οποίο ήλεγχε με την ενέργεια ή την παράλειψή του να είχε μέσα του καθημερινά εναργή τη γνώση και τη βούληση. Αρκεί ότι υπάρχει η επίγνωση στο περιθώριο της συνείδησής του (Ν. Ανδρουλάκης Ποιν. Δίκαιο Γενικό Μέρος σελ. 271-274, 290-291, Αγγ. Μπουρόπουλου Ερμ. Ποιν. Κώδ. Τόμος Α1 σελ. 40-41, Χωραφά Γενικές αρχές Ποινικού Δικαίου 1960 σελ. 491, Συστηματική Ερμηνεία του Κώδικα Αλεξ. Κατσαντώνης. Η διάκριση ενδεχόμενου δόλου και εν συνειδήσει αμελείας ΠΧ Κ. σελ. 322-341).

   Εξάλλου, κατά το άρθρο 15 ΠΚ "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Η διάταξη προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα το οποίο θεωρείται υφιστάμενο, οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση του αποτελέσματος, ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως, τιμωρείται όπως αυτός ο οποίος δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Υπόκειται ειδική μορφή εγκλήματος δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας αλλά και δια παραλείψως, ισουμένης νομικώς προς την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Όχι όμως οποιοαδήποτε παράλειψη με εγκληματικό αποτέλεσμα κατά την αντικειμενική υπόσταση εντάσσεται στην έννοια του εγκλήματος του δια παραλείψεως τελουμένου αλλά μόνο οσάκις ο φερόμενος ως παραλείψας είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή. από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέεται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος (βλ. ΑΠ 431/2001 ΠΧ 2002.30, ΑΠ 9/2001 Ποιν. Λογ. 2001.1279, ΑΠ 848/1993, ΠΧ 1999.448, ΑΠ 364/1995 ΠΧ 1995.743, ΑΠ 870/1995 ΠΧ 1995.1424, ΑΠ 751/1987 ΕλλΔ/νη 1988.909, ΑΠ 637/1995 και ΑΠ 1121/1995 ΠΚ 1996 σ. 264 και 60, αντίστοιχα βλ. πάντως ης επιφυλάξεις Ξ. Συμεωνίδου - Καπανίδου, Υπεράσπιση 1996, σελ. 266 Καϊφά-Γιαπάντι, παρατηρήσεις στην Υπερ. 2000, σελ. 839-840 ως προς την άποψη των τριών πρώτων και των δύο τελευταίων ως άνω αποφάσεων του Αρείου Πάγου, που απαιτούν τη συνδρομή των όρων του άρθρου 15 ΠΚ μόνο στην περίπτωση σύνθετης συμπεριφοράς). Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά την εκτέλεση οιουδήποτε οικοδομικού έργου επιβάλλει στον επιβλέποντα το έργο αυτό μηχανικό 1) η διάταξη του άρθρου 1 του Π.Δ 778/1980 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών αδειών" ισχύοντος από 26-2-1981 (άρθρο 24 αυτού) η οποία ορίζει "επί ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως κλπ. οικοδομών ... τηρούνται υπό την κατά νόμου υπευθύνου του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων". Τέτοιος δε υπεύθυνος του έργου κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως είναι κι ο επιβλέπων το έργο μηχανικός (βλ. ΑΠ 751/1987 Ελλ.Δ/νη 1988, ΑΠ 636/1993 ΠΧ ΜΓ.412), 2) η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 1396/1983 "υποχρεώσεις λήψης και τήρησης μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά έργα" ο οποίος αφορά τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων και τρίτων κατά την εκτέλεση των οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων (άρθρο 1), κατά την οποία "ο επιβλέπων (μηχανικός) εκτός από τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από άλλες διατάξεις, έχει και τις ακόλουθες: 1) Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεως και σταθερών ικριωμάτων ... Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. 3) Να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και να δίνει σχετικές οδηγίες. 4) Να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων έργων και εάν χρειάζεται να συντάσσει μελέτη για την προσαρμογή των προδιαγραφών των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται. 5) Να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου, στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του παρόντος, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, κατά περίπτωση και φάση έργου.

   Περαιτέρω κατά το άρθρο 286 ΠΚ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 2331/1995 "όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μίας κατεδάφισης με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους αναγνωρισμένους τεχνικούς Κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Το έγκλημα αυτό, του άρθρου 286 ΠΚ, είναι ουσιαστικό (αποτελέσματος) συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και στιγμιαίο, διότι επ' αυτού η προσβολή του προστατευόμενου έννομου αγαθού τελειούται με την εφάπαξ πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν παρατείνεται λόγω της μη άρσης, από το δράστη, του προξενηθέντος κινδύνου, οπότε είναι αδιάφορος για την τελείωση του εν λόγω εγκλήματος η ενδεχόμενη πραγμάτωση του κινδύνου και ειδικότερα η επέλευση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης. Έτσι χρόνος τελέσεως του εγκλήματος τούτου είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης κατά τη διεύθυνση ή διεξαγωγή οικοδομικού τινός έργου ενήργησε (από πρόθεση ή αμέλεια) παρά τους κοινούς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες με συνέπεια να προξενηθεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου και όχι ο χρόνος πραγματοποίησης του κινδύνου, δηλ. εκείνος κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος ή η σωματική βλάβη. Επομένως η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από ίον χρόνο ενεργείας του δράστη με απώτερο χρονικό σημείο την αποπεράτωση - παράδοση του έργου (βλ. ΑΠ ολομ. 641/1982 ΠΧ ΛΓ.60 και εκεί εισαγγ. Αγορ.κ. Φαφούτη). Κι αυτά, σε αρμονία προς τον κανόνα, υιοθετούμενο και από τις διατάξεις του άρθρου 17 ΠΚ, πριν από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 20 παρ. 5β' Ν. 2331/1995, ότι ο χρόνος τέλεσης ενός εγκλήματος είναι εκείνος κατά τον οποίο πραγματώθηκε η αξιόποινη συμπεριφορά. ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, με βάση την ορθή σκέψη ότι ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, η ικανότητα προς καταλογισμόν, η υπαιτιότητα, δε θα είχαν νόημα αν εσκοπούντο όχι ενόψει του χρόνου κατά τον οποίο ο τιμωρούμενος άνθρωπος έδρασε, αλλά ενόψει του χρόνου κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα (βλ. Ν. Χωραφά Ποιν. Δικ., εκδ. 1978 σελ. 422 στοιχ. Α. Μυλωνόπουλος, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου 1997, σελ. 67 επ., 74 επ. και εκεί παρ.).

   Μετά την από 24-8-1995 τροποποίηση του άρθρου 235 ΠΚ με το άρθρο 20 παρ. 5α' Ν. 2331/1995 και την συνακόλουθα, τροποποίηση του άρθρου 112 ΠΚ με το ίδιο άρθρο του ίδιου νόμου, προστέθηκε παρ. 2, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης. Όμως η διάταξη αυτή κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του Νόμου αυτού. καθόσον, η νεότερη αυτή διάταξη είναι αυστηρότερη του παλαιού άρθρου για τον κατηγορούμενο αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής και ειδικότερα δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που τελέσθηκαν πριν την 4-9-1995 ημέρα που κατά τον συνδυασμό των άρθρων 20 και 25 Ν. 2331/95 με το άρθρο 103 ΕισΝΑΚ στον οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 25 του Νόμου αυτού ως προς την έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, άρχισε η εφαρμογή του τελευταίου άρθρου δέκα ημέρες μετά την από 24-8-1995 δημοσίευσή του στο ΦΕΚ (Α' 1170/24-8-1995).

   Ετσι, στις περιπτώσεις του δια παραλείψεως εγκλήματος της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 Π.Κ., ο δράστης, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη λειτουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης που εξυπηρετεί το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό (Ν. Χωραφάς ο.π. σελ. 166 στοιχ. Β) είναι ο εγγυητής της ασφάλειας του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος (ΑΠ 97/1985 ΠΧ ΛΞ.667-669), έχει το ειδικό νομικό καθήκον προστασίας του απειλούμενου εννόμου αγαθού, το οποίο θίγεται από το σχετικό έγκλημα (Γ. Μαγκάκης Γεν. Μερ. α' 133), τιμωρείται όχι γιατί προκάλεσε το αποτέλεσμα αλλά γιατί δια της παραλείψεώς του δεν το απέτρεψε, έτσι ώστε να διαταράσσονται οι όροι της κοινωνικής ζωής εξίσου ισχυρό)ς όπως και η δι' ενεργείας παραγωγή (βλ. Ν. Χωραφάς ο.π. σελ. 164-167 παρ. 44 Αγγ. Μπουρόπουλος Ερμ. ΠΚ υπ' αρθ. 15, Μυλωνόπουλος "το εξ αμελείας μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης και αποτελέσματος" ο.π. σελ 67 επ. και εκεί παρ. του ίδιου σχόλιο υπό την ΑΠ 751/1937 ο.π. σελ. 1000-1001, ΑΠ 431/2001 ΠΧ ΝΒ.30, ΑΠ 91/2001 Ποιν. Λογ. 2001.1279, ΑΠ 295/1995 ΠΧ ΜΕ.622 και υπ' αυτήν παρατ. Ν. Λίβου, ΑΠ 1497/1993 ΠΧ ΜΓ.1380, ΑΠ 870/1995 ΠΧ ΜΞ.1424, ΑΠ 364/1995 ΠΧ ΜΕ.743, ΑΠ 751/1987 Ελλ.Δικ. 29.999 επ. ΑΠ 97/1985 ο.π.). Αλλά αν από το προξενηθέντα κίνδυνο, κατ' άρθρο 286 ΠΚ που δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεσος και επικείμενος αλλά αρκεί να είναι και κίνδυνος μέλλων να προκύψει από την σύμφωνα με τον προορισμό του κατασκευάσματος μέλλουσα χρησιμοποίησή του - επήλθε ο θάνατος ή η σωματική βλάβη ανθρώπου, ως κατ' ιδέαν συρρέον έγκλημα (Αγγ. Μπουρόπουλος Ερμ. Π.Κ. υπ' άρθρο 236 σελ. 434 άρθρο 6 και εκεί παρ.), τότε πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση της ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης τόσο με θετική συμπεριφορά όσο και με παράλειψη, λόγω και της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του δράστη κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρο 235 Π.Κ., αλλά, κατά περίπτωση και των ως άνω ειδικών διατάξεων, προς αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος (βλ. Ν. Χωραφά ο.π. σελ. 167 Γ). Στο έγκλημα ενεργείας η προσβολή του αντικειμενικά οφειλόμενου καθήκοντος επιμελείας συνίσταται στην κατασκευή της οικοδομής κατά τρόπο ελαττωματικό. Στην πλημμέλεια της συμπεριφοράς αυτής οφείλεται και η κατάρρευση της οικοδομής και επομένως η πρόσκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης. Συγχρόνως όμως πραγματώνεται το εν λόγω έγκλημα της ανθρωποκτονίας η της σωματικής βλάβης και με παράλειψη, αφού με την ενέργειά του ο δράστης θέτει και τον κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία άλλων και έτσι βαρύνεται με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την πραγμάτωσή του. Χρόνος τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος - σε αρμονία, ως προς αυτό, με τον παραπάνω κανόνα της αξιόποινης συμπεριφοράς που θεσπίζεται με το άρθρο 17 ΠΚ - είναι το χρονικό διάστημα αφότου έπρεπε το βραδύτερο να επιχειρηθεί η οφειλόμενη ενέργεια μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η υποχρέωση προς ενέργεια (βλ. Ν. Χωραφά Ποιν. Δικ. Εκθ.1978, σελ. 423 στοιχ. Γ), δηλ. ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η παράλειψη, που διαρκεί - αν ο νόμος δεν ορίζει προθεσμία προς επιχείρηση της πράξης - εφόσον χρόνον εξακολουθεί να υφίσταται η προς την επιβαλλομένη ενέργεια υποχρέωση (Αγγ. Μαυρόπουλος, Ερμ. Π.Κ. υπ' άρθρο 17 σελ. 44, ΑΠ 161/1958 και εκεί εισαγγ. Προτ. Β. Σακελλαρίου ΠΧ Η.432). Έτσι, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει από τότε που ο υπαίτιος παύει να παραλείπει, δηλ. από τότε που έπαυσε να υπάρχει ανάγκη αποτροπής του αποτελέσματος, π.χ. διότι η επισφαλής οικοδομή κατεδαφίστηκε, ή από τότε που ο υπαίτιος έπαυσε να είναι σε θέση να το αποτρέψει. Είναι δηλαδή δυνατόν η παραγραφή να αρχίσει από το τελευταίο, πριν από το αποτέλεσμα, χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δράστης μπορούσε αντικειμενικά να ενεργήσει αλλ' αντιθέτως ακόμη παραλείπει (βλ. σχετ. Μυλωνόπουλο ο.π. σελ. 67-75 και εκεί παρ. του ίδιου σχόλιο υπό την ΑΠ 751/1987 ο.π. Ανδρουλάκη, Ποιν. Δικ. Γεν. μέρος 1986, σελ. 238-239 και εκεί παρ. Αλκ. Καραγιαννόπουλο Ποιν.Δικ. γεν. μέρος 1995, σελ. 194-195, του ίδιου Πρακτικά θέματα Γεν. Ποιν.Δικ. 1994, σελ 164-165, Μ. Καϊάφα-Γιαπάντι, κοινώς επικ. εγκλήματα 1999, σελ. 517-538, την ίδια, Υπερ. 1996, 558 επ. Αποστ. Γεωργιάδη "Η Αστική Ευθύνη από σεισμό" Κεφ. IV" η παραγραφή της ποινικής ευθύνης" και εκεί παρ. Ελλ.Δικ. 42,1181 επ. 1194 επ. CONTRA Γ.Α. Μαγκάκης Ποιν. Δίκαιο, σελ. 355). Περί των ανωτέρω βλέπε και το προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 2512/2002 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκαν ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, μεταξύ άλλων και ο δεύτερος εναγόμενος Γ.Τ., ο έκτος εναγόμενος Ν.Σ. και ο έβδομος εναγόμενος Α.Δ., για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, σκότωσαν άλλους μεταξύ των οποίων και τον σύζυγο και πατέρα των εναγόντων Β.Τ.. Εξάλλου κατά την διάταξη της παραγρ. 1 εδαφ. α' του άρθρου 937 Α.Κ. απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Ως τέτοια νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξεως, ενώ η γνώση της κατά ποσό εκτάσεως της ζημίας δεν είναι απαραίτητη. Κατά το εδάφιο β' της παραγρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου, σε κάθε περίπτωση δηλαδή ανεξάρτητα από την γνώση ή την άγνοια του παθόντος, ή αξίωση παραγράφεται είκοσι έτη μετά την πράξη. Με την διάταξη αυτή εισάγεται εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 251 Α.Κ., δεδομένου ότι ως αφετηρία της εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 937 Α.Κ. λαμβάνεται όχι η γένεση της αξιώσεως, αλλά η τέλεση της άδικης πράξεως ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ή έγινε αντιληπτή η ζημία. Τέλος, κατά την παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου 937 Α.Κ. αν η αδικοπραξία αποτελέσει συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή, για την παραγραφή των αστικών αξιώσεων έχει σημασία ο χρόνος παραγραφής στο ποινικό δίκαιο (ΑΠ 155/1986 Ελλ.Δνη 27.812).   Η παραγραφή μάλιστα του ποινικού νόμου υπερισχύει τόσο της πενταετούς όσο και της εικοσαετούς παραγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 937 Α.Κ., για να ισχύσει όμως η μακρότερη παραγραφή της αξιόποινης πράξεως πρέπει αυτή να είναι κακούργημα (ΑΠ 689/95 ΝοΒ 1996.1046, Απ.   Γεωργιάδη "Η αστική ευθύνη από σεισμό" στην Ελλ.Δ. 42 (2001) σελ. 1196).

   Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέρχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, τις υπ' αριθμ. 2245 έως και 2262/7-2-2002 δέκα επτά (17) ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων, τις υπ' αριθμούς 6469 και 6470 /11-4-2002 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που δόθηκαν με την επιμέλεια του έκτου εναγομένου Ν.Σ., ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων, τις υπ' αριθμ. 2729/13-3-2002 και 2730/14-3-2002 ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α.Σ.-Π., με την επιμέλεια του έβδομου εναγομένου, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων, τις υπ' αριθμ. 7968, 7969 και 7970/5-5-2003 ένορκες βεβαιώσεις. που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, πριν από την κατ' έφεση δίκη, με την επιμέλεια της εκκαλούσας - εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της και από όλα ανεξαιρέτως τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, στις 14.57', μετά από ισχυρό σεισμό μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας RICHTER, με επίκεντρο 18 χιλιόμετρα από την Αθήνα, στην περιοχή νοτιοδυτικά της Πάρνηθας, κατέρρευσε μέσα λίγα δευτερόλεπτα ολόκληρο το εργοστάσιο της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης εταιρείας "RICOMEX Α.Ε." που βρισκόταν στην οδό Τατοΐου αρ. 1. στο Δήμο Αχαρνών (Αττικής), στη θέση "Μονομάτι" ή "Μονοπάτι", εγκλωβίζοντας στα ερείπιά του δεκάδες ανθρώπων που εργάζονταν σ' αυτό κατά την ώρα του σεισμού. Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες των σωστικών συνεργείων ορισμένοι απεγκλωβίστηκαν ζωντανοί, ο απολογισμός όμως των νεκρών και των τραυματιών ήταν τραγικός. Τριάντα εννέα (39) νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των δύο άλλων εναγόντων Β.Τ. και πέντε (5) σοβαρά τραυματισμένοι. Η εταιρεία "RICOMEX Α.Ε." συνεστήθη αρχικά το έτος 1969 με την μορφή της ΕΠE και την επωνυμία "RICOMEX ΕΠΕ" και στη συνέχεια το έτος 1977 μετασχηματίσθηκε σε Α.Ε., δυνάμει του 185768/21-12-1977 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ.Β. (ΦΕΚ 3526/29-12-1977), είχε δε ως αντικείμενο εργασιών την παραγωγή, επεξεργασία και διάθεση αφρώδους ελαστικής πολυουρεθάνης. Συνιδρυτές αυτής ήταν ο Χ.Λ., που σκοτώθηκε κατά το σεισμό από την κατάρρευση του εργοστασίου, και ο δεύτερος εναγόμενος Γ.Τ., οι οποίοι κάλυψαν εξ ημισείας το εταιρικό κεφάλαιο, συμμετείχαν δε έκτοτε ανελλιπώς στο Δ.Σ. της εταιρείας. ο πρώτος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο δεύτερος Γ.Τ. ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος μέχρι το 1992 και έκτοτε ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. Πέραν αυτών στο Δ.Σ της πρώτης εναγομένης εταιρείας συμμετείχαν από τους διαδίκους 1) Η Ξ. σύζυγος Γ.Τ. από της συστάσεως της εταιρείας μέχρι την 30-6-1999, 2) Ο Χ.Μ. από 30-6-1979 έως 18-6-1982, από 2-7-1990 έως 30-6-1998 και από 1-7-1998 έως 7-6-1999 και 3) Η Α. θυγατέρα Γ. και Ξ.Τ. από 2-7-1990 έως 30-6-1998 και από 1-7-1998 έως 7-..-1999. Το εργοστάσιο κατασκευάσθηκε με βάση τις υπ' αριθμούς 2914/1976 και 17...1977 και 6022/1979 οικοδομικές άδειες της Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, εμβαδού κατά τον χρόνο εκδόσεως των αδειών 4.106 τ.μ., στο οποίο αργότερα προστέθηκε τμήμα 755,25 τ.μ. που προήλθε εξ αγοράς το έτος 1987 (βλέπε τα υπ' αριθμούς 13334/1975, 13578/1975, 21084/1977 και 34022/1987 προσκομιζόμενα συμβόλαια). Η πρώτη άδεια αφορούσε την ανέγερση (νέας) ισογείου οικοδομής μετά δύο υπογείων, η δεύτερη άδεια προσθήκη καθ' ύψος πρώτου ορόφου (πλήρους) και δευτέρου ορόφου (σε εσοχή) στην ίδια οικοδομή και η τρίτη προσθήκη κατ' επέκταση υπογείου (ουσιαστικά νομιμοποίηση αυθαίρετης επεκτάσεως δευτέρου υπογείου). Μηχανικοί, μελετητές και επιβλέποντες της οικοδομής στις δύο πρώτες άδειες ήταν ο Μ.Τ. (αρχικά πέμπτος εναγόμενος, ως προς τον οποίο οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής, λόγω θανάτου του, πολιτικός μηχανικός, αδελφός του δεύτερου εναγόμενου Γ.Τ. και ο έκτος εναγόμενος Ν.Σ. αρχιτέκτων μηχανικός, ενώ στην τρίτη μελετητής και επιβλέπων ήταν ο Μ.Τ., ο οποίος ήταν και ο εργολήπτης του όλου έργου. Η κατασκευή του πενταόροφου αυτού κτιρίου ολοκληρώθηκε περί τα μέσα Απριλίου του έτους 1979, οπότε η πρώτη εναγόμενη υπέβαλε στην Διεύθυνση Βιομηχανίας Ανατολικής Αττικής αίτηση για την χορήγηση άδειας λειτουργίας και έλαβε την υπ' αριθμόν 11194/1979 σχετική άδεια. Μεταγενέστερα και περί τα έτη 1992 και 1993 ανηγέρθηκαν πέριξ του κτιρίου, χωρίς μελέτη και άδεια της Πολεοδομίας, διάφορα κτίσματα (αποθήκες, υπόστεγα κλπ.) συνολικού εμβαδού 1150 τ.μ. για τα οποία συντάχθηκε η από 8-12-1993 έκθεση αυτοψίας και αυθαιρέτων κατασκευών της Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής. Περί το έτος 1994 κατασκευάσθηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα, χωρίς μελέτη και χωρίς άδεια, τρίτο υπόγειο, δι' εκσκαφής στο πρανές του οικοπέδου προς το ρέμα της Χελιδονούς κάτω από την επέκταση του δεύτερου υπογείου (βλ. απεικόνιση αυτού στην σελ. 13 της εκθέσεως της επιτροπής), κατασκευή ιδιαίτερα επικίνδυνη καθ' εαυτή, που επιβάρυνε, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω, την στατικότητα του κυρίως κτιρίου και την συμπεριφορά του υπό τον σεισμό. Το κτίριο διέθετε εκ κατασκευής ημιόροφο που κάλυπτε το ήμισυ περίπου του εμβαδού της εκ τ.μ. 845 κατόψεως του ισογείου και χρησιμοποιείτο για χρήση γραφείων της εταιρείας. Το έτος 1986 η εταιρία προέβη σε αυθαίρετη και χωρίς μελέτη επέκταση του ημιορόφου κατά 50 τ.μ. δια σιδηροκατασκευής προκειμένου να στεγάσει δύο γραφεία. Το έτος 1989 επεξέτεινε την σιδηροκατασκευή και στο υπόλοιπο εκ 372 τ.μ. εμβαδόν του ημιορόφου προκειμένου να καλύψει την κάτω απ' αυτόν αποθήκη. Στη συνέχεια και επειδή η σιδηροκατασκευή ήταν πρόχειρα κατασκευασμένη για να φέρει μόνο τα βάρη από την χρήση των δύο παραπάνω γραφείων, εντός του έτους 1992 η εταιρία απεφάσισε την πλήρη ανακατασκευή της σιδηροκατασκευής και την εξ υπαρχής διαρρύθμιση των χώρων του ημιορόφου, προκειμένου να εκμισθώσει αυτόν στην ιδρυθείσα το έτος 1992 από τους μετόχους της Χ.Λ. και Γ.Τ. (δεύτερο εναγόμενο) και την Γερμανική εταιρεία Freudelber εταιρία με την επωνυμία "ΕΣΤΙΑ Α.Ε." για τη στέγαση των γραφείων της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην ουσία ένα νέος όροφος και να επιβαρυνθεί σημαντικά η στατικότητα του κτιρίου. Η ενίσχυση της σιδηροκατασκευής έγινε με διάταξη σιδερένιων δοκών και υποστυλωμάτων και με τη χρησιμοποίηση βιομηχανικών "γιώτα" τα οποία στηρίχθηκαν στα υποστυλώματα από οπλισμένο σκυρόδεμα του ισογείου, στα οποία (υποστυλώματα) πέραν κάθε τεχνικής και λογικής διανοίχθησαν τέσσερις διαμπερείς τρύπες και τοποθετήθηκαν τεράστιες βίδες μήκους 30 χιλ. και μήκους 15-20 εκ. πέραν του μήκους των υποστυλωμάτων, επέμβαση ιδιαίτερα βλαπτική για τη στατικότητα του κτιρίου. Η εκτέλεση του έργου αυτού ανατέθηκε στο γραφείο του αρχιτέκτονα μηχανικού Α.Δ., εβδόμου εναγόμενου, ο οποίος ανέθεσε την σύνταξη της στατικής μελέτης στον πολιτικό μηχανικό Α.Β. και επέβλεψε την εκτέλεση αυτής μαζί με τον συνεργάτη του γραφείου του, πολιτικό μηχανικό Ε.Κ.. Η στατική αυτή μελέτη περιορίστηκε στην στατικότητα μόνο της σιδηροκατασκευής χωρίς να λάβει υπόψη την στατική επίδραση της τελευταίας στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, όπως έπρεπε να γίνει από τον πολιτικό μηχανικό Α.Β. κατά τους κανόνες της επιστήμης του και όπως ο έβδομος εναγόμενος Α.Δ. ανέφερε στο από 2-12-1991 έγγραφό του - προσφορά προς την εταιρία "RICOMEX". Αμέσως μετά τον σεισμό το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ συγκρότησε Επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτίων κατάρρευσης των κτιρίων, αποτελούμενη από έγκριτους επιστήμονες. Η Επιτροπή αυτή διερεύνησε επισταμένως το κτίριο της "RICOMEX", ήλεγξε αν αυτό κατασκευάσθηκε σύμφωνα με τις οικοδομικές άδειες και τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της κατασκευής του διατάξεις του ΒΔ 10-12/31-12-1945 "Περί Κανονισμού Φορτίσεως Δομικών Έργων" (ΦΕΚ 325 τ. Α'), του Β.Δ. 18-12/26-7-1954 "Περί Κανονισμού δια την μελέτην και εκτέλεσιν οικοδομικών έργων εξ ωπλισμένου σκυροδέματος" (ΦΕΚ 160 τ. Α') και του Β.Δ. 19-2/26-2-1959 "Περί αντισεισμικού κανονισμού οικοδομικών έργων" (ΦΕΚ 36 τ. Α') και αποφάνθηκε για τα αίτια της κατάρρευσής του. Στην από Μαρτίου 2001 τελική και εμπεριστατωμένη πορισματική της έκθεση, ομοίου περιεχομένου με την από Δεκεμβρίου 2000 προκαταρτική της έκθεση, η Επιτροπή αναφέρει και περιγράφει κατάφωρες παραβάσεις των παραπάνω νομοθετικών διατάξεων που αφορούν κυρίως το ωφέλιμο φορτίο του κτιρίου που λήφθηκε υπόψη (Κανονισμός Φορτίσεως Δομικών Έργων), μη τήρηση των διατάξεων του κανονισμού Οικοδομικών Έργων από Ω.Σ. περί μυκητοειδών πλακών χωρίς δοκούς, περί επιλύσεως πλαισίων και συντάξεως αναπτυγμάτων και λεπτομερειών οπλισμών, περί ελαχίστων ποσοστών διαμήκους οπλισμού των υποστυλωμάτων, περί συνδετηρίων κόμβων και υποστυλωμάτων (περιμετρικοί και εσωτερικοί συνδετήρες, ελάχιστες διάμετροι/μέγιστες αποστάσεις, άγκιστρα) και μη τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού Οικοδομικών Έργων περί κανονικού αντισεισμικού υπολογισμού των γωνιακών υποστυλωμάτων και περί ελαχίστων απαιτήσεων για τα γωνιακά υποστυλώματα. Ειδικότερα η Επιτροπή διαπίστωσε τις εξής δυσμενείς για την στατικότητα, ασφάλεια και συμπεριφορά υπό σεισμό του κτιρίου:

   1) Ενώ σύμφωνα με τις άδειες (και μελέτες) το κτίριο έπρεπε να είχε 4 στοίχους υποστυλωμάτων (σε αποστάσεις περίπου 6,75 - 9,30 - 6,75 = 22,80 μ. κατά πλάτος) σε διάταξη 8 σειρών (σε αποστάσεις περίπου 7 Χ 5,30 =37,10 μ. κατά μήκους), δηλ. συνολικώς 32 υποστυλώματα, κατά την αυτοψία βρέθηκε να έχει κατασκευασθεί με 4 στοίχους υποστυλωμάτων (σε αποστάσεις περίπου 3 Χ 7,60 = 22,80 κατά πλάτος) σε διάταξη 6 σειρών (σε αποστάσεις περίπου 5 Χ 7,50 =37 μ. κατά μήκος), δηλαδή συνολικώς με 24 υποστυλώματα.

   2) Ενώ κατά τις άδειες (και μελέτες) οι πλάκες του κτιρίου έπρεπε να ήταν δοκιδωτές (ZOELLNER) μίας κατευθύνσεως κατά πλάτος, πάχους 25 ή 30 εκ. με ικανές δοκούς κατά μήκους, διατομής 35/65 εκ ή 30/50 εκ. αυτές κατασκευάσθηκαν συμπαγείς, πάχους 25-35 εκ., χωρίς εσωτερικούς δοκούς και περιμετρικούς μόνο πέριξ των ανοιγμάτων (κλίμακας και ανελκυστήρων ), δηλαδή η πλάκα εδράζονταν κατ' ευθείαν στα υποστυλώματα και μάλιστα χωρίς την επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 59 παρ.2 του Β.Δ. 18.2/26.7.54 διαπλάτυνση στις κεφαλές τους. Πρόκειται για τη λεγόμενη μέθοδο της μυκητοειδούς πλάκας, η οποία δεν συνηθίζεται στις κατασκευές και ουσιαστικώς απαγορευόταν από τον ισχύοντα τότε Κανονισμό, αφού η εφαρμογή της προϋπέθετε πλήθος ειδικών ελέγχων, περιλαμβανομένου και του δυσμενούς ελέγχου διατρήσεως των πλακών, η οποία (διάτρηση πλακών) δυστυχώς επισυνέβη στο κτίριο κατά τον σεισμό, έλεγχοι οι οποίοι ουδόλως έγιναν στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνεται στην σελ. 40 της πορισματικής έκθεσης. Δηλαδή το κτίριο δεν κατασκευάσθηκε σύμφωνα με τις εγκεκριμένες από την Πολεοδομία μελέτες. Η κατασκευή με λιγότερα υποστυλώματα έστω και με μεγαλύτερες διατομές, σε μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους και με την παραπάνω μέθοδο ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντική για την στατικότητα και ασφάλεια του κτιρίου. Περαιτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πολλά από τα υποστυλώματα ήταν σχεδόν άοπλα, ενώ άλλα υποοπλισμένα με ιδιαίτερη δυσμενή και ψαθυρά συμπεριφορά ακόμη και έναντι κατακόρυφων φορτίων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Επιτροπή, το κτίριο δεν ήταν σε θέση να αναλάβει σεισμικό φορτίο, έστω και το προβλεπόμενο από τους τότε κανονισμούς (βλ. σελ. 68 του πορίσματος). Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η γενόμενη κατασκευή με 24 υποστυλώματα και με την μέθοδο της μυκητοειδούς πλάκας χωρίς δοκούς και χωρίς διαπλατύνσεις στις κεφαλές των στύλων είναι σύμφωνη με νέα μελέτη που συνετάγη εκκρεμούσης της εκδόσεως της άδειας και υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από όλες τις αρμόδιες αρχές, εξασφάλιζε δε την στατικότητα και ασφάλεια του κτιρίου, είναι εντελώς αναπόδεικτος, καθόσον τέτοια εγκεκριμένη μελέτη δεν ανευρέθη στην Πολεοδομία ούτε προσκομίζεται από τους εναγομένους. Το ανευρεθέν από την επιτροπή στον φάκελο της δεύτερης άδειας σχέδιο ξυλοτύπου που αφορούσε την πρώτη άδεια και δεν συμφωνεί με το εγκριθέν από την Πολεοδομία σχέδιο ξυλότυπου της ίδιας άδειας, δεν είναι εγκεκριμένο από την Πολεοδομία και προφανώς καταρτίσθηκε εκ των υστέρων προκειμένου να φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση.

   3) Ενώ κατά την άδεια και τις μελέτες το κτίριο είχε δύο πλήρη υπόγεια με πλήρη περιμετρικά τοιχεία πάχους 25 εκ. εφόλου του μήκους της περιμέτρου, τα υπόγεια αυτά βρέθηκαν ανοικτά (χωρίς τοιχεία) κατά 50% του μήκους της περιμέτρου. Επί πλέον διαπιστώθηκε, ότι όπου υπήρχαν τοιχεία, αυτά ήσαν και ασύνδετα με τον σκελετό και χωρίς καμία θεμελίωση, δηλαδή εδράζονταν χωρίς κανενός είδους πέδιλο κατευθείαν πάνω στο δάπεδο του δεύτερου υπογείου. Επίσης αντί ημιωρόφου στο ισόγειο κατά 50% του εμβαδού της κατόψεως, καλύφθηκε παράνομα, όπως προαναφέρθηκε, το 100% του εμβαδού, ενώ αντί β' ορόφου σε εσοχή κατά 3,5/4,0 μ. καλύφθηκε παράνομα το 100% της κατόψεως.

   4) Τοιχώματα ακαμψίας και αντοχής έναντι κυρίως σεισμού δεν προβλέπονταν υποχρεωτικώς από τις κείμενες διατάξεις, ούτε υπήρχε σχετική πρόβλεψη στις μελέτες. Παρά ταύτα βρέθηκαν αρκετά τέτοια τοιχώματα γύρω από τους δύο ανελκυστήρες και την κλίμακα, τα οποία όμως είχαν ελλιπή και πλημμελή όπλιση και σύνδεση με τις πλάκες. Επίσης, κατασκευάσθηκε "φυτευτό" τοίχωμα πάνω από το στέγαστρο και την είσοδο του κτιρίου, στην Β γωνία του. Όλα αυτά τα τοιχώματα ήταν κακώς και έκκεντρα διατεταγμένα στην κάτοψη του κτιρίου, με προβληματική συμπεριφορά και επιβαρυντικά έναντι σεισμού.

   5) Κατά την αρχιτεκτονική μελέτη, που όμως δεν λήφθηκε υπόψη στην στατική μελέτη, η περίμετρος και οι όψεις του κτιρίου διαμορφώνονταν με βαριά στοιχεία από έγχυτο ελαφρά οπλισμένο σκυρόδεμα σε δεύτερη όμως φάση, που εξασφαλίζει πλημμελή έως μηδενική μονολιθικότητα. Στην πράξη η λύση αυτή είχε υιοθετηθεί και εφαρμοσθεί ακόμη και για τα τοιχεία των δύο υπογείων, όπου αυτά κατασκευάσθηκαν. Έτσι, εκτός από τη μη μονολιθική συμπεριφορά και όσον αφορά τα τοιχεία των υπογείων και όσον αφορά τις υψίκορμες ανεστραμένες δοκούς- στηθαία στην περίμετρο των ορόφων, δημιουργήθηκαν σχεδόν σε όλη την περίμετρο ολόκληρου του κτιρίου καθ' υψος και "κοντά" υποστυλώματα, με μικρό λόγο διατμήσεως και ιδιαίτερα ψαθυρή συμπεριφορά έναντι σεισμού.

   6) Κατά τις μελέτες στους δύο πάνω ορόφους προβλέπετο ωφέλιμο φορτίο της τάξεως των 350 Kmg/m2. Στην πράξη υπήρχαν αποθήκες και λειτουργούσαν στους παραπάνω ορόφους βαριά μηχανήματα μέχρι το έτος 1998 για τα οποία έπρεπε να είχε προβλεφθεί ωφέλιμο φορτίο της τάξεως των 500 Kgm/m2, με αποτέλεσμα να καταπονείται το κτίριο. Το κτίριο είχε συνολικό φορτίο τουλάχιστον 1,20 φορές μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο στις άδειες και μελέτες, ενώ γενικώς τα συνολικά ίδια βάρη ήταν περίπου διπλάσια από τα ωφέλιμα φορτία (βλ. σελ.39 της έκθεσης της Επιτροπής) και

   7) Ενώ στις μελέτες είχε γίνει κατά τον τότε ισχύοντα Αντισεισμικό Κανονισμό ο ειδικός έλεγχος των περιμετρικών στοιχείων υποστυλωμάτων, δεν έγινε ούτε ο ειδικός έλεγχος των γωνιακών υποστυλωμάτων ούτε και ο κανονικός έλεγχος του συνόλου του κτιρίου και των υποστυλωμάτων.   Αν είχε γίνει οποιοσδήποτε στοιχειώδης έστω αντισεισμικός υπολογισμός, παρά το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν ουσιαστικώς η δόμηση με το σύστημα των μυκητοειδών πλακών, θα προέκυπταν σημαντικά ποσοστά οπλισμών υποστυλωμάτων, πολλαπλάσια αυτών με βάση τις άδειες ή την πραγματική κατάσταση, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στο κεφάλαιο "ΕΛΕΧΓΟΙ ΦΕΡΟΥΣΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ" σελ. 41 της πορισματικής έκθεσης. Προκύπτει δηλαδή ελλιπής οπλισμός των υποστυλωμάτων του κτιρίου, περιμετρικών και εσωτερικών.   Περαιτέρω προκύπτει ότι στα γραφεία του ημιωρόφου του κτιρίου, τα οποία όπως προαναφέρθηκε χρησιμοποιούσαν τόσο η ΡΙΚΟΜΕΞ όσο και η μισθώτρια εταιρία ΕΣΤΙΑ, εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαϊά τις απογευματινές ώρες της 6-10-1993, η οποία διήρκεσε όλη τη νύκτα μέχρι να κατασβεσθεί από την Πυροσβεστική και είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί ολόκληρος ο εξοπλισμός του ημιορόφου (μοκέτες, γραφεία, τηλέφωνα, ψευδοροφή κλπ.), να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες και να σπάσουν τα τζάμια των παραθύρων. Στην από 6-10-93 αναφορά του ανθυποπυραγού Μ.Π. δεν γίνεται αναφορά σε ζημιές στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, ούτε η Επιτροπή μπόρεσε να εντοπίσει στα χαλάσματα αξιόπιστα στοιχεία για τις συνέπειες την εν λόγω πυρκαϊάς. Η εταιρεία ΡΙΚΟΜΕΞ είχε ασφαλίσει το εργοστάσιο της έναντι πυρκαϊάς και υπέβαλε στις ασφαλιστικές εταιρίες δικαιολογητικά για καταβολή αποζημίωσης. Η εκτίμηση των ζημιών ανατέθηκε στην εταιρεία εμπειρογνωμόνων Π.** και ΣΙΑ Ο.Ε., η οποία στην 39615/93 έκθεση της αναφέρει, ότι από την πυρκαϊά, την θερμότητα, τους καπνούς και τα νερά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάσβεσή της προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές τόσο στην οικοδομή όσο και στο περιεχόμενο των γραφείων της επιχειρήσεως, προσδιόρισε δε την ζημία της οικοδομής στο ποσό των 26.362.313 δραχμών, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό εν όψει του ότι η όλη οικοδομή είχε ασφαλισθεί για το ποσό των 170.900.000 δραχμών. Εν όψει των στοιχείων αυτών, της από 18-11-1999 προανακριτικής καταθέσεως του μάρτυρα Δ.Τ., τεχνικού Διευθυντή της άνω εταιρείας, ότι η πυρκαϊά εκδηλώθηκε πλησίον υποστυλώματος, το οποίο είχε μαυρίσει από την φωτιά και της από 18-11-1999 προανακριτικής καταθέσεως της μάρτυρος Β.Κ., υπαλλήλου της ίδιας εταιρείας, ότι από την φωτιά είχε επηρεασθεί το τσιμέντο, συνάγεται και η προαναφερθείσα Επιτροπή ("Καταρρεύσεων") δέχθηκε ότι από την πυρκαϊά του 1993 είχε υποστεί ζημίες και ο φέρων οργανισμός της οικοδομής με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί εισέτι η στατικότητα του κτιρίου. Οι εργασίες αποκαταστάσεως των ζημιών της σιδηροκατασκευής ανατέθηκαν από την πρώτη εναγομένη στον έβδομο εναγόμενο Α.Δ., αρχιτέκτονα μηχανικό, ο οποίος όμως περιορίσθηκε στην επισκευή της σιδηροκατασκευής, χωρίς να επισκευάσει τις ζημίες των φερόντων των στοιχείων του ισογείου, ως όφειλε από την ιδιότητά του, ως μηχανικού και μπορούσε, εφόσον διαπίστωσε τις ζημιές αυτές στον φέροντα οργανισμό ης οποίες σε κάθε περίπτωση όφειλε να διαπιστώσει. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει, ότι η κατάρρευση του κτιρίου της πρώτης εναγομένης και ο εξ αυτής προκληθείς θάνατος και τραυματισμός των αναφερομένων παραπάνω εργαζομένων στην επιχείρηση μεταξύ των οποίων ήταν και ο σύζυγος και πατέρας των εναγόντων, Β.Τ., οφείλονται αφενός στην μη κατασκευή του κτιρίου σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης και τις εγκεκριμένες οικοδομικές άδειες και αφετέρου στις αυθαίρετες επεμβάσεις και κατασκευές περαιτέρω δε στην παράλειψη εκ μέρους των εναγομένων από της αποπερατώσεως της κατασκευής του κυρίως κτιρίου περί τα μέσα Απριλίου 1979 και των παραπάνω αυθαίρετων επεμβάσεων και κατασκευών και μέχρι της καταρρεύσεώς του, στις 7.9.1999, να αποκαταστήσουν τα ελαττώματα και τις κακοτεχνίες, να ενισχύσουν και αντικαταστήσουν την φέρουσα ικανότητα του κτιρίου, καθώς και να επιδιορθώσουν ης βλάβες στον φέροντα οργανισμό, που προήλθαν από τη πυρκαϊά του έτους 1993. Η κατάρρευση του κτιρίου έγινε εντός των πρώτων δευτερολέπτων από την εκδήλωση του σεισμού, προς το εσωτερικό του κτιρίου, ήταν δε άμεσα ψαθυρή, χωρίς δυνατότητα ανακατανομής της εντάσεως του σεισμού και καθολική. Ο κύριος μηχανισμός αστοχίας ήταν η διάτρηση των μυκητοειδών πλακών και η αποδιοργάνωση των κόμβων μεταξύ υποστυλωμάτων - πλακών, ταυτοχρόνως σε πλήθος θέσεων σε όλους σχεδόν τους ορόφους, σε συνδυασμό και με αστοχία των υποστυλωμάτων, των κοντών της περιμέτρου, αλλά και των άοπλων του εσωτερικού του κτιρίου (βλ. σελ. 67 της πορισματικής εκθέσεως της Επιτροπής). Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι αποκλειστική αιτία της καταρρεύσεως του κτιρίου ήταν το μεγάλο μέγεθος και η επιτάχυνση του σεισμού της 7.9.1999, η οποία ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη από τον ισχύοντα κατά τον χρόνο της κατασκευής Αντισεισμικό Κανονισμό του 1956, επικαλούμενοι προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους και την από Δεκεμβρίου 2000 Τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού καθηγητή του Ε.Μ.Π., Κ.Σ.. Ο ισχυρισμός τους, όμως αυτός δεν είναι βάσιμος, καθόσον από την Έκθεση της άνω Επιτροπής προκύπτει σαφώς, όπως προαναφέρθηκε ότι οι κακοτεχνίες, τα ελαττώματα και οι βλάβες που είχε υποστεί το κτίριο ήταν τόσες και τέτοιες που το κτίριο θα κατέρρεε και σε σεισμό πολύ μικρότερης εντάσεως διότι δεν ήταν σε θέση να αναλάβει σεισμικά φορτία (βλ. σελ. 68 της Εκθέσεως της Επιτροπής). Αν δεν υπήρχαν οι κακοτεχνίες και οι βλάβες, το κτίριο θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην ένταση και τα χαρακτηριστικά του σεισμού και ασφαλώς δεν θα κατέρρεε όπως δεν κατέρρευσαν εκατοντάδες άλλα κτίρια στην ίδια περιοχή, που είχαν κατασκευασθεί με τον Αντισεισμικό Κανονισμό του 1956, Ο μηχανικός Σ. δεν προέβη σε καμία επιτόπιο έρευνα, ανάλυση και υπολογισμό και αρκείται σε θεωρητική και μόνο αντίκρουση της εκθέσεως της Επιτροπής, η οποία αντίθετα προέβη σε επανειλημμένες επί τόπου έρευνες, ελέγχους, υπολογισμούς και αξιολογήσεις όλων των στοιχείων και δεδομένων και πειστικά και εμπεριστατωμένα θεμελιώνει τα συμπεράσματά της. Αλλωστε η κατάρρευση του εν λόγω κτιρίου δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στο έδαφος (ρωγμές, μετακινήσεις κλπ.), αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στην έκθεση της Επιτροπής, ούτε προέκυψε από κάποιο άλλο στοιχείο της δικογραφίας. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι κρίσεις και τα συμπεράσματα, που περιέχονται στην πορισματική έκθεση της Επιτροπής αυτής, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη γιατί δεν είναι αντικειμενικά, αφού δεν αποτελούν πόρισμα νόμιμα διορισμένων από το Δικαστήριο τούτο πραγματογνωμόνων. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να λεχθεί ότι το εν λόγω πόρισμα της συγκεκριμένης Επιτροπής δεν είναι μεν πόρισμα διορισμένων από το Δικαστήριο τούτο πραγματογνωμόνων, πληροί, όμως τους όρους εγκυρότητας του νόμου ως εγγράφου και επομένως σαν νόμιμο αποδεικτικό μέσο συνεκτιμάται από το Δικαστήριο μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ενόψει άλλωστε, και του ότι το Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, μπορεί να λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρ. 671 παρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται, εφόσον το δικαστήριο θεωρήσει τις αποδείξεις ανεπαρκείας (ΑΠ 132011988 ΝοΒ 198 438). Εν προκειμένω, από το σύνολο του προσκομιζομένου αποδεικτικού υλικού (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα μεταξύ των οποίων και εκθέσεις επιστημόνων, που διαθέτουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις κλπ.), το Δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του κρισίμου ζητήματος των αιτίων καταρρεύσεως του κτιρίου της πρώτης εναγομένης και ως εκ τούτου το αίτημα αυτής για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί.

   Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι την διοίκηση της πρώτης εναγομένης άσκησαν αποκλειστικά οι ιδρυτές της, X.Λ. και Γ.Τ., ο τελευταίος δε ακόμη και μετά το 1992 που ανέλαβε Πρόεδρος της Εταιρείας ΕΣΤΙΑ και παρέμεινε Αντιπρόεδρος της πρώτης εναγομένης. Επρόκειτο για μία καθαρά οικογενειακή επιχείρηση. Τα υπόλοιπα μέλη των δύο οικογενειών συμμετείχαν τυπικά και μόνο στο Διοικητικό Συμβούλιο χάριν συμπληρώσεως αυτού, χωρίς ποτέ να έχουν και να ασκούν οποιαδήποτε διαχειριστική εξουσία. Η Ξ.Τ., σύζυγος του Γ.Τ., ουδέποτε εργάσθηκε στην εταιρεία, επισκεπτόταν δε αυτή μόνο κατά τις διάφορες εκδηλώσεις που εγένοντο στα γραφεία του εργοστασίου κατά τις εορτές. Η Α.Τ. (τέταρτη εναγομένη) θυγατέρα του Γ. και της Ξ.Τ. και ο Χ.Μ. (τρίτος εναγόμενος γιος της Ε.Λ., συζύγου του Χ.Λ., ήταν ηλικίας 14 και 25 ετών, αντίστοιχα, τα μισά του έτους 1979 που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του εργοστασίου, εισήλθαν δε τυπικά στο Δ.Σ. μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, η πρώτη στις 2-7-1990 και ο δεύτερος στις 30-6-1979, εργαζόμενοι στο τμήμα πωλήσεων. Ουδέποτε ασχολήθηκαν και δεν χρειάσθηκε να ασχοληθούν με τον τρόπο κατασκευής του κτιρίου, ούτε από κάποιο στοιχείο προκύπτει ότι είχαν καθ' οιονδήποτε τρόπο πληροφορηθεί τα παραπάνω μη εμφανή γι' αυτούς που δεν είχαν σχετικές γνώσεις, σημαντικά και καθοριστικά για τη στατικότητα του κτιρίου κατασκευαστικά ελαττώματα. Κανένας μάρτυρας δεν βεβαιώνει το αντίθετο ούτε από κάποιο έγγραφο προκύπτει τέτοια γνώση των εναγομένων αυτών οι οποίοι ευλόγως έδειχναν εμπιστοσύνη στους γονείς τους, που ασκούσαν την πραγματική διοίκηση και εύλογα πίστευαν ότι εκείνοι ελάμβαναν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την διατήρηση του εργοστασίου σε κατάσταση που να εξασφαλίζει συνθήκες ασφάλειας για την ζωή και την σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων και των ίδιων. Όσες εργασίες έγιναν στο εργοστάσιο έγιναν με πρωτοβουλία και συναπόφαση των πράγματι διοικούντων την εταιρεία γονέων τους, χωρίς ποτέ περί των θεμάτων αυτών να ληφθεί απόφαση από το Δ.Σ. της εταιρείας, στα πρακτικά του οποίου δεν υπάρχει σχετική αναφορά. Αποκλειστική ευθύνη φέρουν εκ μέρους της εταιρείας οι παραπάνω ιδρυτές της, Χ.Λ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, σκοτώθηκε κατά το σεισμό και Γ.Τ., οι οποίοι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσουν προς αποκατάσταση των κακοτεχνιών και βλαβών του κτιρίου, πηγάζουσα από τα άρθρα 17 παρ. 1, 32 παρ. 1 του Ν. 1568/1985, 1 του Β.Δ. 25-8-1920 και 1 εδάφ. του Ν. 1512/1985, σύμφωνα με τα οποία οι εργοδότες, κύριοι και νομείς κτιρίων οφείλουν να δημιουργούν ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον στους εργαζόμενους στο εργοστάσιό τους και γενικά να λαμβάνουν κάθε απαιτούμενο μέτρο, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι από κάθε κίνδυνο που θα μπορούσε να απειλήσει την υγεία και την σωματική τους ακεραιότητα. Αλλά και οι έκτος και έβδομος των εναγομένων, μηχανικοί, Ν.Σ. και Α.Δ., είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση: α) από το άρθρο 286 παρ. 1 του Π.Κ. να ενεργήσουν κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες ώστε να μη προξενήσουν κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία ανθρώπων και β) από τις διατάξεις των άρθρων 1 του Π.Δ. 778/80, 7 του Ν. 1396/83 σε συνδυασμό και με την υπ' αριθμ. 3046/304/30-1/3-2-89 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ "Περί Κτιριοδομικού Κανονισμού" να συντάξουν τις μελέτες των παραπάνω οικοδομικών αδειών κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, να ενεργήσουν την επίβλεψη των έργων κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, να εξακριβώσουν την τήρηση των οδηγιών τους κατά την εκτέλεση του έργου και να φροντίζουν για την εφαρμογή της μελέτης και την άρση των τυχόν επικινδύνων έργων και για την τήρηση των προδιαγραφών ασφαλείας.

   Μετά την διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξεων και παραλείψεων των παραπάνω εκ των εναγομένων και του επελθόντος αποτελέσματος απομένει να ερευνηθεί αν το αποτέλεσμα οφείλεται σε υπαιτιότητά τους και συγκεκριμένα σε ενδεχόμενο δόλο τους ή σε ενσυνείδητη αμέλειά τους, ζήτημα το ποίο εξαρτάται από το αν αυτοί αποδέχθηκαν επιδοκιμαστικά το ενδεχόμενο της πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως, ήτοι της επελεύσεως του θανάτου των θυμάτων ή αν δεν ήταν σύμφωνοι μ' αυτό, πιστεύοντας ότι δεν θα επέλθει σε συνδυασμό και με το βουλητικό στοιχείο και των δύο αυτών μορφών υπαιτιότητας, που στις οριακές περιπτώσεις γειτνιάζουν στενά, υπό το πρίσμα όλων των προαναφερόμενων αντικειμενικών και υποκειμενικών περιστάσεων της πράξεως. Υπό τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι εναγόμενοι Γ.Τ., Ν.Σ. και Α.Δ., ενήργησαν με ενδεχόμενο δόλο. Ειδικότερα ο Γ.Τ. Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας από της συστάσεώς της και μέχρι το έτος 1992 και στη συνέχεια Αντιπρόεδρος αυτής μέχρι την κατάρρευση του κτιρίου από το σεισμό, ασκούσε μαζί με τον συνιδρυτή της εταιρίας Χ.Λ., τη διοίκηση της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα της έκδοσης των οικοδομικών αδειών και της ανέγερσης του κτιρίου. Ενώ γνώριζε τις προβλέψεις των οικοδομικών αδειών, σε συνεργασία με τους μηχανικούς Μ.Τ., αδελφό του, που έχει ήδη αποβιώσει και Ν.Σ., κατασκεύασε κτίριο διαφορετικό από το προβλεπόμενο από τις άδειες, με λιγότερα υποστυλώματα, χωρίς εσωτερικούς δοκούς και περιμετρικούς μόνο πέριξ της κλίμακας και των ανοιγμάτων των ανελκυστήρων, με συμπαγείς πλάκες χωρίς διαπλάτυνση των κεφαλών των υποστυλωμάτων και χωρίς τον αναγκαίο οπλισμό, με δεύτερο όροφο πλήρη και όχι σε εσοχή, με σκοπό να πετύχει μείωση του κόστους κατασκευής, ενώ στη συνέχεια προέβη στην αυθαίρετη επέκταση του δεύτερου υπογείου την οποία νομιμοποίησε με την τρίτη άδεια, καθώς και στην αυθαίρετη κατασκευή πλήθους κτισμάτων πέριξ του κυρίως κτιρίου εμβαδού 1150 τ.μ., για την οποία επιβλήθηκε από την Πολεοδομία πρόστιμο. Περαιτέρω προέβη σε αυθαίρετη επέκταση του ημιωρόφου με σιδηροκατασκευή και παρέλειψε να επιμεληθεί για την αποκατάσταση των ζημιών που προξενήθηκαν στα φέροντα στοιχεία του ισογείου από την πυρκαϊά του 1993, παρόλο που γνώριζε τις παραπάνω ιδιαίτερα σοβαρές κακοτεχνίες και ελαττώματα του κτιρίου, ότι δια της εν λόγω αυθαίρετης κατασκευής επιβαρύνονταν εισέτι η στατικότητα του κτιρίου και ότι το κτίριο υπέστη ζημιά στα φέροντα στοιχεία του από την πυρκαϊά του 1993. Ακόμη κάτω από την επέκταση του δεύτερου υπογείου που στηρίζεται σε κολώνες από σκυρόδεμα, στο πρανές του ακινήτου προς το ρέμα, διαμόρφωσε δι' εκσκαφής τρίτο υπόγειο επιβαρύνοντας έτσι με όλες τις αυθαίρετες κατασκευές την στατικότητα του κτιρίου. Οι ενέργειές του αυτές υποδηλώνουν βουλιμία του να επεκτείνει όσο γίνεται περισσότερο και με μικρότερες δαπάνες τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου του χάριν του επιχειρησιακού κέρδους κατά περιφρόνηση των νόμων και της ασφάλειας των εργαζομένων σ' αυτό. Ο εναγόμενος αυτός (Γ.Τ.), γνώριζε ότι συνεπεία της παραπάνω ελαττωματικής κατασκευής του εργοστασίου και των επιβαρυντικών για την στατικότητα αυτού επεμβάσεων και ζημιών που υπέστη ο φέρων οργανισμός του, ήταν ενδεχόμενο σε περίπτωση σεισμού με σεισμικό συντελεστή 0,04, που είχε ληφθεί υπόψη στις μελέτες των αδειών, να καταρρεύσει το κτίριο και να σκοτωθούν άνθρωποι που θα εργάζονταν ή θα βρίσκονταν σ' αυτό κατά την ώρα του σεισμού, πράγμα που αποδέχθηκε. Δηλαδή έχοντας πλήρη συνείδηση της επικινδυνότητας της δράσης του για την σωματική ακεραιότητα και τη ζωή των εργαζομένων στο εργοστάσιό του, όπως άλλωστε προκύπτει και από τις υποδείξεις του προς αυτούς να μην σταθμεύουν τα αυτοκίνητά τους πέραν της κόκκινης γραμμής που είχε χαραχθεί στο πρώτο υπόγειο προς το ρέμα της Χελιδονούς, έλαβε υπόψη του το ενδεχόμενο να σκοτωθούν εργαζόμενοι στο εργοστάσιό του από σεισμό και αφού στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με τη δράση του, δηλ. τη μεγιστοποίηση του επιχειρησιακού του κέρδους κατά τα προεκτεθέντα, έκρινε το τελευταίο ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν καθεαυτό αποδεκτό ή ήταν ακόμη αποδοκιμαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρίσει στις προαναφερθείσες πράξεις και παραλείψεις του, ελπίζοντας - ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση ότι το αποτέλεσμα τελικά δεν θα επέλθει. Η τυχόν ελπίδα του ότι θα αποφύγει το επελθόν αποτέλεσμα δεν ασκεί επιρροή, διότι ενεργώντας όπως ενήργησε το είχε ήδη αποδεχθεί, αφού κυριάρχησε μέσα του η σκέψη "εγώ θα προχωρήσω στην πράξη μου έστω κι αν είναι ενδεχόμενο να επέλθει κι αυτό το αποτέλεσμα", ενώ από το προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει ότι απέκλεισε την πιθανότητα επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.   Το γεγονός ότι ένας ή περισσότεροι εκ των μετόχων και των συγγενών του έχασαν την ζωή τους από την κατάρρευση του κτιρίου, όσο σημαντικό και λυπηρό και αν είναι δεν είναι αποφασιστικό στοιχείο και δεν αρκεί από μόνο του να οδηγήσει σε διαφορετική παραδοχή.   Ο ίδιος εναγόμενος από της αποπερατώσεως του κυρίως κτιρίου περί τα μέσα Απριλίου 1979 και των αυθαιρέτων κατασκευών τα έτη 1993-1994 και μέχρι την 7-9-99 από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση παρέλειψε να αποκαταστήσει τις γνωστές σ' αυτόν παραπάνω κακοτεχνίες και ζημιές του κτιρίου, να απομακρύνει τις αυθαίρετες κατασκευές και να ενισχύσει την στατικότητα του κτιρίου, όπως είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση κατά τα ανωτέρω και μπορούσε να πράξει, αφού εξακολουθούσε να συμμετέχει στη διοίκηση της εταιρίας και να εργάζεται στο εργοστάσιο αυτής. Αποτέλεσμα των παραπάνω ενεργειών κα παραλείψεών του, ήταν να καταρρεύσει το κτίριο κατά τον σεισμό της 7-9-1999 και να σκοτωθούν οι παραπάνω εργαζόμενοι και ευρισκόμενοι σ' αυτό άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος και πατέρας των εναγόντων, τον θάνατο των οποίων προέβλεψε ως ενδεχόμενο και τον αποδέχθηκε. Ο εναγόμενος μηχανικός Ν.Σ., αν και γνώριζε καλύτερα από τον καθένα, ως μελετητής και επιβλέπων την εκτέλεση του έργου κατασκευής του εργοστασίου (μαζί με τον Μ.Τ.), τις προβλέψεις των οικοδομικών αδειών, δηλαδή ο εναγόμενος αυτός, αν και εκπόνησε τις αρχιτεκτονικές και στατικές μελέτες του κτιρίου (εργοστασίου), βάσει των οποίων εκδηλώθηκαν οι σχετικές οικοδομικές άδειες και επέβλεψε την εκτέλεση του έργου, παρ' όλα αυτά κατασκεύασε από κοινού με τον Μ.Τ., κτίριο διαφορετικό από το προβλεπόμενο από τις εγκεκριμένες οικοδομικές άδειες και αντίθετα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, με τις προαναφερθείσες σημαντικές και ουσιώδεις αποκλίσεις από τις εγκεκριμένες μελέτες (με λιγότερα υποστυλώματα χωρίς επαρκή οπλισμό, χωρίς εσωτερικούς δοκούς και περιμετρικά μόνο γύρω από τα ανοίγματα, με την μέθοδο της μυκητοειδούς πλάκας, χωρίς διαπλάτυνση στις κεφαλές των υποστυλωμάτων και την διενέργεια ελέγχου διάτρησης των πλακών, χωρίς την διενέργεια ειδικού ελέγχου γωνιακών υποστυλωμάτων και κανονικού ελέγχου του συνόλου του κτιρίου κλπ.), συμμετέχοντας έτσι και συντελώντας ενεργητικά και ουσιαστικά στην κατάρρευση του κτιρίου και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος αυτός με τις πρωτόδικες και τις κατ' έφεση προτάσεις του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ενήργησε δε ως άνω με σκοπό να μειώσει κατά τις επιθυμίες των ιδρυτών της εταιρείας, το κόστος κατασκευής του εργοστασίου και για να αποκτήσει η εταιρεία περισσότερους ωφέλιμους χώρους παραγωγής και χρήσης. Γνώριζε δε ότι εξ αιτίας των παραπάνω εξαιρετικά επικινδύνων ενεργειών και παραλείψεών του, ήταν ενδεχόμενο σε περίπτωση σεισμού με σεισμικό συντελεστή 0,04, που είχε λάβει υπόψη του κατά τη σύνταξη των μελετών, να καταρρεύσει το κτίριο και να σκοτωθούν άνθρωποι, πράγμα που αποδέχθηκε, ενώ είναι αδιάφορο αν ήλπιζε ότι θα το αποφύγει, δεδομένου ότι ενεργώντας όπως ενήργησε το είχε ήδη αποδεχθεί, δηλαδή κυριάρχησε μέσα του η σκέψη "εγώ θα προχωρήσω στην πράξη μου έστω και αν επέλθει κι αυτό το αποτέλεσμα", ενώ από τα προεκτεθέντα περιστατικά δεν προέκυψε ότι αυτός πίστευε ότι δεν θα επέλθει αυτό, ούτε σε κάθε περίπτωση απέκλεισε την πιθανότητα την πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος, πράγμα που όφειλε να πράξει εκ της ιδιότητός του. Ο ίδιος εναγόμενος από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση παρέλειψε από τότε που αποπερατώθηκε το κτίριο περί τα μέσα Απριλίου 1979 και μέχρι την κατάρρευσή του την 7-9-99 να προβεί στην εκτέλεση των αναγκαίων οικοδομικών εργασιών για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών και την ενίσχυση του φέροντος οργανισμού του κτιρίου και να αποτρέψει έτσι το επελθόν αποτέλεσμα, αν και είχε ιδιαίτερη ως άνω νομική υποχρέωση ως μηχανικός και μπορούσε να πράξει, αφού εξακολουθούσε να έχει την ιδιότητα του μηχανικού και να κατοικεί στην περιοχή της Αττικής, γνώριζε δε τη συνεχιζόμενη λειτουργία της επιχείρησης. Αποτέλεσμα των παραπάνω ενεργειών και παραλείψεών του ήταν να καταρρεύσει το κτίριο κατά το σεισμό της 7-9-1999 και να σκοτωθούν οι παραπάνω εργαζόμενοι και ευρισκόμενοι σ' αυτό άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο σύζυγος και πατέρας των εναγόντων, το θάνατο των οποίων προέβλεψε ως ενδεχόμενο και τον αποδέχθηκε. Τα ίδια ισχύουν και για τον εναγόμενο μηχανικό Α.Δ., ο οποίος αν και γνώριζε ότι το κτίριο είχε κατασκευασθεί με τις παραπάνω ουσιώδεις και δυσμενείς για την στατικότητά του αποκλίσεις από τις εγκεκριμένες μελέτες, οι οποίες του τέθηκαν υπόψη από την πρώτη εναγομένη προέβη περί τα μέσα του έτους 199.. χάριν καλύτερης αμοιβής και εξυπηρετήσεως των επιχειρησιακών συμφερόντων της εταιρείας, στην εφαρμογή στατικής - τεχνικής μελέτης για την αυθαίρετη επέκταση του ημιορόφου κατά 422 τ.μ. με σιδηροκατασκευή, η οποία (μελέτη) αφορούσε την στατικότητα αυτής καθ' εαυτής της σιδηροκατασκευής, χωρίς να προβεί σε έλεγχο της στατικότητας του όλου κτιρίου ή του βαθμού επιβαρύνσεώς της, από την εν λόγω κατασκευή, ως όφειλε από την παραπάνω ιδιότητά του. Για την στήριξη μάλιστα της εν λόγω κατασκευής προέβη, όπως προαναφέρθηκε, στην διάτρηση των εξ οπλισμένου σκυροδέματος υποστυλωμάτων του ισογείου του κτιρίου, γεγονός που μείωσε σημαντικά την στατικότητα του κτιρίου. Επί πλέον παρέλειψε να αποκαταστήσει τις ζημιές που προκλήθηκαν στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου από την πυρκαϊά, μολονότι διαπίστωσε την ύπαρξή τους. Ο εναγόμενος αυτός προέβλεψε το ενδεχόμενο των πράξεων και των παραλείψεών του, την κατάρρευση του κτιρίου και το αποδέχθηκε με την προαναφερθείσα για τους εναγομένους Γ.Τ. και Ν.Σ. έννοια, ενώ από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση παρέλειψε από της αποπερατώσεως της σιδηροκατασκευής περί τα μέσα του 1992 και μέχρι την κατάρρευση του κτιρίου στις 7-9-1999 να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάστασή τους, δια της απομακρύνσεως της σιδηροκατασκευής και της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν στα υποστυλώματα, αν και είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση από την σύμβαση έναντι της εταιρείας, αλλά και ως μηχανικός είχε υποχρέωση να ενεργήσει σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης και να φροντίσει για την άρση των επικινδύνων έργων και την τήρηση των προδιαγραφών ασφαλείας. Και ο εναγόμενος αυτός μπορούσε να ενεργήσει ως άνω, αφού εξακολουθούσε να διαμένει στην περιοχή της Αττικής και να εξασκεί το επάγγελμα του μηχανικού. Έτσι συνετέλεσε και αυτός στην κατάρρευση του κτιρίου κατά τον σεισμό της 7-9-1999 και στον εκ της καταρρεύσεως αυτής προκληθέντα θάνατο των παραπάνω εργαζομένων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο σύζυγος και πατέρας των εναγόντων, τον οποίο (θάνατο) προέβλεψε ως ενδεχόμενο και τον αποδέχθηκε.

   Ενόψει των ανωτέρω δεκτό)ν γενομένων ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικό)\' και των προεκτεθέντων νομικών σκέψεων, ο θάνατος του συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα των δύο άλλων εναγόντων, Β.Τ., ο οποίος όπως συνομολογείται, εργαζόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος, στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, επήλθε συνεπεία εργατικού ατυχήματος (βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας της), οφειλομένου σε από αποκλειστική υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρείας "RICOMEX Α.Ε.", πρώτης εναγομένης του νομίμου εκπροσώπου της Γ.Τ., δευτέρου εναγομένου και των προστηθέντων από την πρώτη εναγομένη μηχανικών Ν.Σ., έκτου εναγομένου και Α.Δ., εβδόμου εναγομένου, οι οποίοι εκτός του ότι δεν τήρησαν τα συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων που προβλέπονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ενήργησαν με ενδεχόμενο δόλο, κατά τα προεκτεθέντα και τα βασίμως υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες στην κύρια βάση της αγωγής τους. Αντιθέτως, κατά τα αποδειχθέντα, ουδεμία ευθύνη βαρύνει τον τρίτο εναγόμενο Χ.Μ. και την τετάρτη (ατομικά) εναγομένη Α.Τ. για το επίδικο εργατικό ατύχημα. Με τα δεδομένα αυτά, οι παραπάνω εναγόμενοι, πρώτη, δεύτερος, στην δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν, κατά τ' άνω ως καθολικοί διάδοχοι αυτού η Α.Τ. και η Ξ.Τ. έκτος και έβδομος, ευθυνόμενοι εκ δόλου, είναι υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουν την αποδειχθησαμένη (αποθετική) ζημία της πρώτης ενάγουσας και την ψυχική οδύνη που υπέστησαν οι ενάγοντες από τον θάνατο του συζύγου και πατέρα τους. Ζήτημα παραγραφής της απαιτήσεως αυτής των εναγόντων δεν τίθεται, εν προκειμένω, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, καθόσον ο χρόνος παραγραφής, ο οποίος, κατά τα εκτεθέντα, συναρτάται άμεσα με τον χρόνο παραγραφής του ποινικού αδικήματος (ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο), άρχισε να τρέχει από τον χρόνο καταρρεύσεως του κτιρίου, στις 7-9-1999 δηλαδή από τότε που έπαυσε να υπάρχει ανάγκη αποτροπής από τους υπαιτίους εναγομένους του αποτελέσματος αυτού, έκτοτε δε (7-9-1999) έως και την άσκηση της ένδικης αγωγής τον Δεκέμβριο του 2001, δεν παρήλθε προδήλως εικοσαετία. Στη συνέχεια, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο αποθανών Β.Τ., ήταν κατά τον χρόνο του θανάτου του, ηλικίας πενήντα (50) ετών και είχε συνάψει νόμιμο γάμο με την πρώτη ενάγουσα, με την οποία μέχρι του θανάτου του συμβιούσαν αρμονικά στην κοινή συζυγική κατοικία τους. Από τον γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τον Ε., δεύτερο ενάγοντα και τον Ν., τρίτο ενάγοντα, οι οποίο είναι ενήλικες. Για την εργασία του στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, ο θανών ελάμβανε κατά τον προ του θανάτου του χρόνο, όπως συνομολογείται, συνολικές μηνιαίες αποδοχές εκ δραχμών 450.000, από το ποσό αυτό θα συνεισέφερε για τη αντιμετώπιση των κοινών οικογενειακών αναγκών αυτού και της συζύγου του, ηλικίας σαράντα πέντε (45) ετών, όπως έκανε μέχρι τότε 120.000 δραχμές το μήνα, τις οποίες και στερήθηκε η πρώτη ενάγουσα, λόγω του θανάτου του, ζημιωθείσα έτσι αυτή έως και την άσκηση της αγωγής, κατά το ποσό των 2.880.000 δραχμών ή 8451,94 ΕΥΡΩ (120.000 δραχ. Χ 24 μήνες). Η απαίτηση της πρώτης ενάγουσας από την ως άνω αιτία για τον μετά την άσκηση της αγωγής χρόνο των 25 ετών κρίνεται πρόωρη και απορριπτέα, καθόσον δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί από τώρα η έκταση της ζημίας της και τούτο ενόψει της ηλικίας της (45 ετών) και των ειδικότερων συνθηκών της ζωής της, όπως αυτές θα διαμορφωθούν στο μέλλον. Τέλος το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της υπαιτιότητας των παραπάνω εναγομένων (πρώτης, δεύτερου, έκτου και εβδόμου) τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες σκοτώθηκε ο σύζυγος και πατέρα των εναγόντων, ένεκα των οποίων ενόψει και του στενού μεταξύ τους συγγενικού δεσμού, εδοκίμασαν αυτοί βαθύτατο πόνο και θλίψη, την οικονομική και περιουσιακή κατάσταση των ίδιων εναγομένων και των εναγόντων, καθώς και την κοινωνική θέση αυτών, άγεται στην κρίση, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι εύλογο ποσό για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν οι ενάγοντες, λόγω του θανάτου του συζύγου και πατέρα αυτών, είναι το ποσό των 90.000 Ευρώ (30.667.500 δραχμές) για τον καθένα από τους ενάγοντες.

   Κατά συνέπεια και συνακόλουθα προς όσα έχουν ήδη εκτεθεί, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή ως προς τους τρίτο εναγόμενο Χ.Μ. και τετάρτη εναγόμενη (ατομικώς) Α.Τ., δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως των εναγόντων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εσφαλμένα, όμως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή και ως προς τους έκτο εναγόμενο Ν.Σ. και έβδομο εναγόμενο Α.Δ.. Εσφαλμένα επίσης το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάρρευση του κτιρίου και ο εξ αυτού προκληθείς θάνατος του συζύγου και πατέρα των εναγόντων, οφείλεται σε βαρυτάτη ενσυνείδητη αμέλεια και όχι σε ενδεχόμενο δόλο της πρώτης εναγομένης εταιρείας "RICOMEX Α.Ε." και του δεύτερου εναγομένου Γ.Τ., δεχθείσα η εκκαλουμένη απόφαση την αγωγή (εν μέρει) κατά την επικουρική της βάση ως προς τους ως άνω δύο εναγομένους και αναγνωρίζοντας στη συνέχεια ότι οι εναγόμενοι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, στην πρώτη ενάγουσα μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ύψος της οποίας εσφαλμένα καθόρισε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσό των 30.000 Ευρώ, αντί του ως άνω ποσού των 90.000 Ευρώ, ενώ ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 90.000 ΕΥΡΩ ο καθένας. Για τα παραπάνω σφάλματα της εκκαλουμένης αποφάσεως παραπονούνται, βασίμως. οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους.

   Με βάση τις παραδοχές αυτές πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν η έφεση της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας "RICOMEX Α.Ε." και η έφεση του δεύτερου εναγομένου Γ.Τ., στην δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν η Ξ.Τ. και η Α.Τ. ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού και οι καθολικοί διάδοχοί του, και να καταδικασθούν οι άνω εκκαλούντες στην δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν η έφεση των εναγόντων και να εξαφανισθεί ως προς τους εφεσιβλήτους η προσβαλλόμενη απόφαση. Κρατουμένης δε της υποθέσεως στο παρόν Δικαστήριο και δικαζομένης κατ' ουσίαν της ένδικης αγωγής (άρθρ. 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά τη κύρια βάση της (οπότε παρέλκει η έρευνα της επικουρικής βάσης αυτής), ως προς τους πρώτη εναγομένη, δεύτερο εναγόμενο, στην δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν η Ξ.Τ. και η Α.Τ., έκτο εναγόμενο και έβδομο εναγόμενο και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, εκτός από τις άνω κληρονόμους του δεύτερου εναγομένου, οι οποίες ενώνονται κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας (άρθρο 1710 Α.Κ.), στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 98.451 Ευρώ (8.451,94 + 90.000) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 90.000 Ευρώ, νομιμοτόκως τα ποσά αυτά από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Πρέπει ακόμη να καταδικασθούν οι παραπάνω εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, των οποίων έγινε δεκτή η έφεση ως προς αυτούς και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων αυτών (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δ.    ) Τέλος η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν ως προς τον τρίτο εναγόμενο και την τετάρτη εναγομένη ατομικά και να καταδικασθούν οι ενάγοντες, λόγω της ήττας τους, στην δικαστική δαπάνη των εναγομένων αυτών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

   Συνεκδικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις κατά της 23442002 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

   Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 10-12-2002 έφεση 'της πρώτης εναγομένης εταιρείας, με την επωνυμία "RICOMEX Ανώνυμος Εταιρεία Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικής Πολυουρεθάνης Α.Ε.", καθώς και την από 10-12-2002 έφεση του δεύτερου εναγομένου Γ.Τ., στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν, λόγω θανάτου αυτού, η σύζυγός του Ξ.Τ. και η θυγατέρα του, Α.Τ.

   Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων - εναγόντων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) Ευρώ.

   Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την από 28-1-2003 έφεση των εναγόντων, Ε.Τ., Ε.Τ. και Ν.Τ.

   Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 2344/2002 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

   Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ' ουσίαν την από 19-11-2001 αγωγή.

   Απορρίπτει την αγωγή αυτή ως προς τον τρίτο εναγόμενο Χ.Μ. και ως προς την τετάρτη εναγομένη ατομικά Α.Γ.Τ..

   Καταδικάζει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εναγομένων Χ.Μ. και Α.Τ. και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) Ευρώ.

   Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, τον δεύτερο εναγόμενο στην δικονομική θέση του οποίου έχουν υπεισέλθει οι παραπάνω Ξ.Τ. και Α.Τ., τον έκτο εναγόμενο Ν.Σ. και τον έβδομο εναγόμενο Α.Δ.

   Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, εκτός από την Ξ. χήρα Γ.Τ. και την Α. θυγατέρα Γ.Τ., οι οποίες ευθύνονται κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, στην ενάγουσα Ε.Τ., το ποσό των ενενήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ένα ΕΥΡΩ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (98.450,94) και στον ενάγοντα Ε.Τ. το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) Ευρώ, και στον ενάγοντα Ν.Τ. το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο όλα τα παραπάνω ποσά από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Και

   Καταδικάζει τους αυτούς εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) Ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2003, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι