ΕφΑθ 7197/2014

 

Εργατικές διαφορές - Προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) - Γενικό Νοσοκομείο Σερρών - Συμβάσεις μαθητείας - Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας - Απλή σχέση εργασίας - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Παραγραφή απαιτήσεων κατά Δημόσιου -.

 

Κρίθηκε ότι ο προέχων σκοπός των καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων ήταν αυτός της παροχής εργασίας από τις ενάγουσες προς το Νοσοκομείο και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα μέρη, συνιστούν δε αυτές επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παρατεθείσες με όμοιες συμβάσεις και όχι συμβάσεις μαθητείας. Συνεπώς νόμιμος τυγχάνει ο επικουρικός αγωγικός ισχυρισμός, περί υπάρξεως απλής σχέσης εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο, οι συμβάσεις αυτές, μπορεί κατά νόμο να είναι άκυρες, λειτούργησαν όμως στην πραγματικότητα, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς, οι ενάγουσες δικαιούνταν να λαμβάνουν, κατά τις αρχές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, την αμοιβή που θα ελάμβαναν άλλοι, αντί αυτών, εργαζόμενοι, ασχολούμενοι με έγκυρη σχέση εργασίας. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η αμοιβή-μισθός που ελάμβαναν οι ενάγουσες, τόσο κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης που διήρκησε μέχρι το Μάρτιο του 2009, όσο και κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύμβασης υπολείπεται του νομίμου, ενώ δεν ελάμβαναν δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας. Όμως οι ένδικες αξιώσεις τους που αφορούν τη πρώτη δεκαοκτάμηνη σύμβαση έχουν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 § 3 ν.2362/1995. Ειδικότερα, από το χρόνο γενέσεως αυτών, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής την 2-3-2011 συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου, χρόνος παραγραφής για τις (επίδικες) αξιώσεις των εναγόντων που αφορούν τα έτη 2007, 2008 και μέχρι το Φεβρουάριο του 2009 για όσες εργάσθηκαν μέχρι τότε. Αντιθέτως διατηρούνται οι αξιώσεις των εναγουσών που απορρέουν από τις μισθολογικές διαφορές και τα επιδόματα αδείας και δώρα εορτών του έτους 2009 που ελάμβαναν οι απασχολούμενοι σε παρόμοιες θέσεις υπάλληλοι, από την έναρξη της δεύτερης σύμβασης (30-4-2009) και εντεύθεν και του έτους 2010 μέχρι τη λήξη της σύμβασης με τα ποσά που ελάμβαναν οι απασχολούμενοι σε παρόμοιες θέσεις υπάλληλοι και τα οποία το εκκαλούν δεν αμφισβήτησε.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 7197/2014

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Τμήμα 5ο

 

 

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Στρατσιάνη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Διονυσία Αλεβιζάκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ», που εδρεύει στις Σέρρες και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Βαϊνα.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …… του …., κατοίκου Σερρών, 2) ….. του ….., κατοίκου Σερρών, 3) …… του …., κατοίκου Κάτω Καμήλας Σερρών, 4) ……. του …., κατοίκου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, 5) …… του ….., κατοίκου Σερρών, 6) ……. του ….., κατοίκου Εμμανουήλ Παπά Σερρών, 7) ……. του ….., κατοίκου Σερρών και 8) ΝΠΔΔ με την επωνυμία Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), που εδρεύει στον ’λιμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Μπέη.

 

Οι ενάγουσες, και ήδη εφεσίβλητες, με την από 4-3- 2011 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 42628/1245/2011, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σʼ αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπʼ αριθμ. 1736/2013 οριστική του απόφαση, ερήμην του α' εναγομένου, Γενικού Νοσοκομείου Σερρών, με την οποία, απέρριψε την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο ΟΑΕΔ και δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτήν ως προς το α' εναγόμενο.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εκκαλούν με την από 6-10-2013 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5535/2013.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε, με την αντέφεση που άσκησαν οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, αφού πρώτα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, δήλωσε ότι το εκκαλούν παραιτείται του δικογράφου της έφεσης ως προς τον ΟΑΕΔ.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011 «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (ΑΠ 1906/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβλέπει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ερήμην, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου που ασκεί την έφεση, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιο λόγος της (έφεσης), αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχεις τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46 σελ. 1100, ΕφΛαμ 22/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν (πρώτο εναγόμενο στον πρώτο βαθμό) ασκεί έφεση κατά της με αριθμό 1736/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663-676 του ΚΠολΔ) ερήμην αυτού και έκανε δεκτή την αγωγή. Η υπόθεση αφορούσε την από 4-3-2011 αγωγή, η οποία στρέφονταν κατά του εκκαλούντος και του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία, Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε και δεν τυγχάνει διάδικος στη παρούσα δίκη. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από το ερήμην δικασθέν πρωτοδίκως πρώτο εναγόμενο ν.π.δ.δ (άρθρο 19 σε συνδ. με άρθρο 72 παρ. 4 του 3994/2011 και άρθρα 496, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 7-10-2013 και η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε σε αυτό στις 24-9-2013, σύμφωνα με την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Σερρών, που υπάρχει στο πρώτο φύλλο του αντίγραφου της που προσκομίζεται (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, σύμφωνα δε με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε και ως κατʼ ουσία βάσιμη (αφού σε αυτή περιέχονται λόγοι που πλήττουν τη βασιμότητα της αγωγής), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, ήτοι εν προκειμένω όσον αφορά τα κεφάλαια κατά τα οποία έγινε δεκτή η αγωγή, να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί η αγωγή από το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο κατά την ίδια ειδική διαδικασία με την οποία εκδόθηκε και η προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Εξάλλου, οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες με τις από 7-10-2014 προτάσεις που κατέθεσαν στο παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο, άσκησαν αντέφεση. Η αντέφεση αυτή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 674 παρ. 1 του ΚΠολΔ), είναι τυπικά δεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατʼ ουσία, συνεκδικαζόμενη με την έφεση, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.

 

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά και αν ακόμα αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αντέφεση για να είναι παραδεκτή πρέπει να αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν εκκληθεί με την έφεση ή σε αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα κεφάλαια, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δε μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθέση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια. Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια, με τις εκκληθείσες είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνης ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνης της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 729/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αντέφεση, με το μοναδικό λόγο της οποίας προσβάλλεται το κεφάλαιο της απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των εναγουσών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι το ως άνω κεφάλαιο, ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε, δεν πλήττεται με την έφεση και ως εκ τούτου δεν μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο, ενώ εξάλλου τούτο δεν συνέχεται αναγκαίως με τα εκκληθέντα κεφάλαια και δη με αυτά της αναγνώρισης της εργασιακής σύμβασης ως αορίστου χρόνου ή της καταβολής της διαφοράς αποδοχών, καθόσον ούτε προκριματικό ζήτημα για την παραδοχή των τελευταίων αποτελεί, ούτε τυχόν διάφορη κρίση επʼ αυτού (δηλαδή επί του σχετικού κεφαλαίου) επηρεάζει την κρίση επί των παραπάνω εκκληθέντων κεφαλαίων, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν.

 

 

Με την από 4-3-2011 αγωγή τους οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες εξέθεσαν ότι με τα συμφωνητικά συνεργασίας που συνήφθησαν εντός του θέρους του 2007, μεταξύ αφʼ ενός του ΟΑΕΔ, αφʼ ετέρου του εκκαλούντος (εναγόμενου) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Νοσοκομείο Σερρών και εκ τρίτου μιας εκάστης των εφεσιβλήτων (εναγουσών), οι τελευταίες προσλήφθηκαν, στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, σε εκτέλεση σχετικού εργασιακού προγράμματος (stage), με βάση σχετική απόφαση του ΟΑΕΔ, στο εν λόγω νοσοκομείο, για χρονικό διάστημα δεκαοχτώ μηνών, με αμοιβή υπολογιζόμενη ανά μήνα σε 30 ευρώ ημερησίως για πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ ή ισότιμων τίτλων σπουδών και σε 25 ευρώ ημερησίως για πτυχιούχους ΙΕΚ, ΤΕΛ κλπ κατόπιν χρηματοδοτήσεως του ΟΑΕΔ. Ότι, στην πραγματικότητα δεν προσελήφθησαν, για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ούτε η σύμβασή τους ήταν σύμβαση μαθητείας, αλλά η απασχόλησής τους ήταν όμοια με των άλλων υπαλλήλων, έφερε δηλαδή χαρακτηριστικά της εξαρτημένης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Ότι σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων στην πραγματικότητα ουδέποτε εργάσθηκαν ως μαθητευόμενες αλλά απασχολήθηκαν, κατά τον παραπάνω χρονικό διάστημα, η πρώτη στη γραμματεία αποτελεσμάτων μικροβιολογικών εξετάσεων, η δεύτερη στο τμήμα αιμοληψίας, η τρίτη στο γραφείο προσωπικού, η τέταρτη στο τμήμα προμηθειών, η πέμπτη στο τμήμα διαχείρισης αναλώσιμου υλικού, η έκτη στο τμήμα αιμοληψίας και η έβδομη στο τμήμα προμηθειών. Ότι με δεύτερη σχετική σύμβαση, που υπεγράφη μεταξύ των ανωτέρω, απασχολήθηκαν επίσης από 30-4-2009 έως 30-10-2010 και με τον ίδιο σκοπό, ήτοι την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στις ίδιες θέσεις, επίσης με χρηματοδότηση του ΟΑΕΔ. Ότι στην πραγματικότητα και οι εν λόγω (δεύτερες) συμβάσεις έφεραν το χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού καθόλη τη διάρκεια της εργασίας τους κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ως άνω εναγόμενου και από τη φύση των συμβάσεών τους, δεν δικαιολογείτο η ορισμένη διάρκεια αυτών. Ότι ενόψει της λήξεως του συμφωνημένου χρόνου, τι εκκαλούν δήλωσε στις εφεσίβλητες ότι δεν θα αποδέχεται στο εξής την εργασία τους. Ότι εφόσον παρείχαν εργασία αντίστοιχη με αυτή των τακτικών υπαλλήλων, έπρεπε να αμείβονται και με τους αντίστοιχους μισθούς. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζήτησαν: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, ως διαφορά, τόσον από τη πρώτη όσο και από τη δεύτερη σύμβαση, μεταξύ των όσων τους κατεβλήθησαν (σύμφωνα με τη σύμβαση, ως μαθητευομένων) και των όσων, σύμφωνα με την πραγματική σχέση εργασίας που τους συνέδεε, όφειλαν κατά νόμο να τους καταβάλουν, άλλως κατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά της περί αδικοπραξίας διατάξεις, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, άλλως και σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι υπήρξε απλή σχέση εργασίας, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον ωφελήθηκαν οι εναγόμενοι, με το να αποφύγουν να καταβάλουν τα ως άνω χρηματικά ποσά σε μόνιμους υπαλλήλους, που, διαφορετικά, θα ήταν υποχρεωμένοι να προσλάβουν, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε κάθε μία από τις ενάγουσες, το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, για ηθική βλάβη λόγω της, από την ως άνω, παράνομη, συμπεριφορά των εναγόμενων, προσβολή της προσωπικότητάς τους, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, γ) να αναγνωρισθεί ότι η σχέση που συνδέει τις ενάγουσες με το εναγόμενο είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόλυσης τους και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδέχονται την προσηκόντως προσφερόμενη σε αυτούς εργασία, με απειλή χρηματικής ποινής 300 ευρώ στο καθένα για την περίπτωση αρνήσεως τους να συμμορφωθούν στην σχετική απόφαση. Επικουρικά ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλλουν την οφειλόμενη αποζημίωση λόγω απολύσεως τους, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις οι εναγόμενες παραιτήθηκαν από το καταψηφιστικό αίτημα περί καταβολής της διαφοράς αποδοχών που απορρέουν από τη πρώτη εργασιακή σύμβαση, το οποίο αίτημα μετέτρεψαν σε αναγνωριστικό, ενέμειναν δε στο καταψηφιστικό αίτημα όσον αφορά τις διαφορές αποδοχών εκ της δευτέρας εργασιακής σύμβασης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη αγωγή κατά την εκ της συμβάσεως κύρια βάση της και τα παρεπόμενα υπό στοιχεία (γ) και (δ) αιτήματα, τυγχάνει μη νόμιμη, καταρχάς διότι οι παρεχόμενες με καθεστώς συμβάσεως μαθητείας υπηρεσίες των εναγόντων αποσκοπούν, σύμφωνα με άρθρο 20 Ν. 2639/1998, στην απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης και στη θεωρητική και πρακτική ενημέρωση με το εργασιακό περιβάλλον, συνιστώντας ως εκ τούτου γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης, την αποζημίωση απόλυσης κλπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 1592/2009, ΑΠ 581/2009), επιπρόσθετα δε ουδόλως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, καθόσον κατά την διάταξη της παρ. 1 της ρήτρας 2 του παραρτήματος της ως άνω Οδηγίας, ορίζεται ότι η Οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου με εξαίρεση: α) τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας και β) τις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημοσίου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης, στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι δεν εφαρμόζεται η συμφωνία πλαίσιο. Εξ ετέρου δε διότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε κατʼ ορθό νομικό χαρακτηρισμό ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον έχουν συναφθεί μετά την ισχύ του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία προς την ευρωπαϊκή οδηγία 1999/70/ΕΚ (που δεν αποτελεί πλέον άμεσα εφαρμοζόμενο δίκαιο) και η οποία προβλέπει στο άρθρο 1, συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την μετατροπή σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και δη μόνο αυτών των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του και ήταν ενεργείς κατά το χρονικό αυτό σημείο και όχι αυτών που έχουν καταρτιστεί μεταγενέστερα, όπως εν προκειμένω. Αντίθετα, οι επίδικες συμβάσεις έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του Ν. 290/1994, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν κατʼ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ακόμα και στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι οι εναγόμενοι φορείς δεν έχουν πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού, και συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του ΑΣΕΠ. Οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης προσκρούει στη ρητή απαγόρευση τόσο του άρθρου 21 παρ. 2 του ως άνω νόμου, όσο και στο άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Ούτε άλλωστε μπορεί να τύχει εφαρμογής η γενική διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ, αλλά και η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920, σύμφωνα με τις οποίες καθίσταται δυνατή η μετατροπή μίας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εάν ο καθορισμός της διάρκειας της δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβαση, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης διατάξεων του ίδιου νόμου (ν. 2112/1920), αφού όταν η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται υποχρεωτικά από το νόμο ως ορισμένη διάρκειας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με το νόμο 2190/1994, αυτή δεν συνιστά αδικαιολόγητο καθορισμό της διάρκειας της σύμβασης, ούτε καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 885/2014). Ομοίως απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη τυγχάνει η αγωγή και ως προς τις βάσεις της: α) για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφού αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα το οποίο δεν επικαλούνται προκειμένω, εφόσον οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι είχαν προσληφθεί, όπως αναφέρθηκε, ως μαθητευόμενοι και με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας αφενός και αφετέρου, δεν υπήρχε έγκυρη σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, κατά τα ανωτέρω όπως αυτοί ισχυρίζονται, και β) υπό τα αναφερόμενα στην αγωγή, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 914 Α.Κ., 105 Εισ. ΝΑΚ, εφόσον, πέρα από τις γενικές αναφορές των άρθρων αυτών και των άρθρων 281, 288 Α.Κ., δε γίνεται επίκληση άλλων, συγκεκριμένων διατάξεων, που τα αρμόδια όργανα των εναγομένων Νομικών Προσώπων παραβίασαν, σε σχέση με τις επικαλούμενες από τους ενάγοντες εργασιακές συμβάσεις καθώς και τι θα μπορούσαν διαφορετικά να πράξουν αυτά, ώστε να αποφευχθεί η επικαλούμενη ζημιά τους.

 

 

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α .ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, επιδόματα (δώρα) εορτών άδεια, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 589/2011, ΑΠ 1689/2010 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω το άρθ. 90§3 ν. 2362/1995 ορίζει ότι ʽΉ απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατʼ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή σε άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της”. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 90§3 ν. 2362/1995, με την οποία καθιερώνεται η βραχυπρόθεσμη αυτή διετής παραγραφή των ως άνω αξιώσεων κατά του Δημοσίου που είναι βραχύτερη της παραγραφής (πενταετία) που προβλέπεται από την §1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 (για τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου), τις §§ 2 και 3 του αρθ.86 για χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων και το άρθ.250 αριθ.6 και 17ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις υπαλλήλων και εργατών του ιδιωτικού τομέα (και η οποία έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης αξιώσεων που απορρέουν από τις περιοδικές παροχές και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομική κατάστασης αυτού, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων), δεν αντίκειται στο άρθ. 4§1 του Συντάγματος και την εξ αυτού απορρέουσα αρχή της ισότητας (ΑΕΔ 1/2012, που δεσμεύει και το Δικαστήριο τούτο, αρθρ.51 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.345/1976 Κώδικα περί του κατά το άρθ. 100 του Συντάγματος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου), ούτε στις διατάξεις των αρθ.6§1 της Διεθνούς Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, που κυρώθηκαν (εκ νέου) με το ν.δ.53/1974 και έχουν κατʼ άρθρ. 28§1 του Συντάγματος αυξημένη (υπερνομοθετική) ισχύ. Και τούτο, διότι οι διατάξεις αυτές (αρθ.4§1 του Συντάγματος, 6§1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής), οι οποίες εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να έχει έννομη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, παρεμποδίζουν μεν τον κοινό νομοθέτη να καταργεί (και ενοχικά) δικαιώματα (ακόμη και με την μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), δεν στερούν, όμως, απʼ αυτόν την ε¬ξουσία να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γε¬νικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ειδικότερα δε, δεν απαγορεύουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την ισχύ τους (ΟλΑΠ 1 και 2/2014, ΟλΑΠ 7/2014, ΟλΑΠ 4/2012, ΑΠ 11/2008). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 2362/1995, «Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατʼ αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιαδήποτε τρόπο αναγνώριση απʼ αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπʼ όψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». Η έννοια της τελευταίας από τις εν λόγω διατάξεις είναι το δικαστήριο λαμβάνει υπʼ όψιν και οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του Δημοσίου, την παραγραφή της απαιτήσεως, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, αρκεί δε προς τούτο να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφʼ ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω) και αφʼ ετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής. (ΑΠ 182/2014, 183/2014).

 

 

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Μετά την έκδοση της με αριθμό 30391/5-3-2007 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ακολούθησε απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ, με την οποία καταρτίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν.2639/1998, πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων πτυχιούχων ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΤΕΕ. Εν συνεχεία, με τα συμφωνητικά συνεργασίας που συνήφθησαν μεταξύ αφʼ ενός του ΟΑΕΔ, αφʼ ετέρου του εκκαλούντος (εναγόμενου) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ” και εκ τρίτου μιας εκάστης των εφεσίβλητων - εναγουσών εντός του θέρους του 2007, σε διαφορετικές ημερομηνίες για κάθε μια (24-7-2007, 7-6-2007, 14- 6-2007, 7-6-2007, 10-8-2007, 7-6-2007, 24-7-2007 αντίστοιχα), οι τελευταίες προσλήφθησαν στο πλαίσιο του ως άνω σχετικού εργασιακού προγράμματος (stage), στο εν λόγω νοσοκομείο, για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών, με αμοιβή υπολογιζόμενη ανά μήνα σε 30 ευρώ ημερησίως για πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ ή ισότιμων τίτλων σπουδών και σε 25 ευρώ ημερησίως για πτυχιούχους ΙΕΚ, TEΛ κλπ κατόπιν χρηματοδοτήσεως του ΟΑΕΔ. Εξάλλου προέκυψε ότι στην πραγματικότητα αν και προσελήφθησαν, για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, η απασχόλησή τους ήταν παρόμοια με των άλλων υπαλλήλων, έφερε δηλαδή τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα η πρώτη στη γραμματεία αποτελεσμάτων μικροβιολογικών εξετάσεων, η δεύτερη στο τμήμα αιμοληψίας, η τρίτη στο γραφείο προσωπικού η τέταρτη στο τμήμα προμηθειών, η πέμπτη στο τμήμα διαχείρισης αναλώσιμου υλικού, η έκτη στο τμήμα αιμοληψίας και η έβδομη στο τμήμα προμηθειών. Εν συνεχεία, με δεύτερη σχετική σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ των ανωτέρω (βλ. σχετικό με αριθμό πρωτοκόλλου 1054/22-1-1991 έγγραφο του Διοικητή της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας Θράκης), οι ενάγουσες εφεσίβλητες απασχολήθηκαν επίσης από 30-4-2009 έως 30-10-2010, στις ίδιες θέσεις, πάντα με χρηματοδότηση του ΟΑΕΔ. Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι ενάγουσες παρείχαν την εργασία τους στο "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ”, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι αυτού, όπως ρητά αναφέρεται στις προσκομιζόμενες με αριθμό πρωτοκόλλου 166, 167, 163, 165, 169 και 162/8-1-2010 βεβαιώσεις του νοσοκομείου, εργαζόμενες κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο, πέντε ημέρες την εβδομάδα, εξυπηρετώντας πάγιες ανάγκες και υποκείμενες στον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του Νοσοκομείου, τα οποία καθόριζαν δεσμευτικά γι' αυτές, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής εργασίας τους, από την οποία και αποκόμιζε ωφέλεια των εν λόγω νπδδ, ενώ αμείβονταν μηνιαίως από τον ΟΑΕΔ με ημερομίσθιο, ανερχόμενο καθαρά σε 27,77 ευρώ για τους πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και σε 23,14 ευρώ για τους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο προέχων σκοπός των καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων ήταν αυτός της παροχής εργασίας από τις ενάγουσες προς το Νοσοκομείο και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα μέρη, συνιστούν δε αυτές επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παρατεθείσες με όμοιες συμβάσεις και όχι συμβάσεις μαθητείας. Συνεπώς νόμιμος τυγχάνει ο επικουρικός αγωγικός ισχυρισμός, περί υπάρξεως απλής σχέσης εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο, οι συμβάσεις αυτές, μπορεί κατά νόμο να είναι άκυρες, λειτούργησαν όμως στην πραγματικότητα, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς, οι ενάγουσες δικαιούνταν να λαμβάνουν, κατά τις αρχές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, την αμοιβή που θα ελάμβαναν άλλοι, αντί αυτών, εργαζόμενοι, ασχολούμενοι με έγκυρη σχέση εργασίας, και το σχετικό αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1α του Συντάγματος, 20 παρ. 15 του Ν.2639/1998, 648 επ. και 905 επ. Α.Κ. Περαιτέρω η αμοιβή-μισθός που ελάμβαναν οι ενάγουσες, τόσο κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης που διήρκησε μέχρι το Μάρτιο του 2009, όσο και κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύμβασης υπολείπεται του νομίμου, ενώ δεν ελάμβαναν δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας. Όμως οι ένδικες αξιώσεις τους που αφορούν τη πρώτη δεκαοκτάμηνη σύμβαση έχουν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 § 3 ν.2362/1995. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, από το χρόνο γενέσεως αυτών, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής την 2-3-2011 (σχετ. η με αριθμό 166Γ/2-3-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σερρών ......) συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 90§3 ν.2362/1995, χρόνος παραγραφής για τις (επίδικες) αξιώσεις των εναγόντων που αφορούν τα έτη 2007, 2008 και μέχρι το Φεβρουάριο του 2009 για όσες εργάσθηκαν μέχρι τότε, τούτο εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ' ν.δ.496/1975). Ως προς τα ως άνω κονδύλια συνεπώς η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Αντιθέτως διατηρούνται οι αξιώσεις των εναγουσών που απορρέουν από τις μισθολογικές διαφορές και τα επιδόματα αδείας και δώρα εορτών του έτους 2009 που ελάμβαναν οι απασχολούμενοι σε παρόμοιες θέσεις υπάλληλοι, από την έναρξη της δεύτερης σύμβασης (30-4-2009) και εντεύθεν και του έτους 2010 μέχρι τη λήξη της σύμβασης με τα ποσά που ελάμβαναν οι απασχολούμενοι σε παρόμοιες θέσεις υπάλληλοι και τα οποία το εκκαλούν δεν αμφισβήτησε. Ως ουσία αβάσιμα πρέπει να απορριφθούν τα κονδύλια που αφορούν το δώρο Πάσχα έτους 2009 και την εφάπαξ έκτακτη παροχή του άρθρου 17 ν. 378 αφού προσελήφθησαν μετά την τριακοστή Απριλίου του έτους αυτού και δεν δικαιούνταν τις εν λόγω παροχές. Ειδικότερα:

 

 

Α) όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα, καταρτίσθηκε η 2η σύμβαση της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 30-10-2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 4.257,30 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 4.835,73 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) Ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ=1.367 ευρώ μηνιαίως X 8 μήνες = 10.936 ευρώ, β) επίδομα αδείας 375,49 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 813,11 ευρώ και συνολικά 12.124,60 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 12.124,60 - 4.257,30 = 7.867,30 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ= 1367 μηνιαίως X 10 μήνες = 13.670 ευρώ, β) επίδομα αδείας 296,45 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 296,45 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων 486,17 ευρώ και συνολικά 14.749,07 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 14.749,07 - 4.835,73 = 9.913,35 ευρώ και συνολικά 17.780,64 ευρώ.

 

 

Β) όσον αφορά την δεύτερη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 30-10- 2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 3.378,07 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 4.835,73 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 53 ευρώ = 1.420 μηνιαίως X 8 μήνες = 1.360 ευρώ, β) ε-πίδομα αδείας 280,91 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 813,11 ευρώ και συνολικά 12.454,02 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 12.454,02 - 3.378,07 = 9.075,95 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 53 ευρώ = 1.420 X 10 = 14.200, β) επίδομα αδείας 296,45 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 296,45 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 486,17 ευρώ και συνολικά 15.279,07 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 15.279,07 -4.835,73 = 10.443,29 ευρώ και συνολικά 19.519,24 ευρώ.

 

 

Γ) όσον αφορά την τρίτη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 30-10-2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 721,88 ευ-ρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 5.747,35 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό: νόμιμος μισθός 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 μηνιαίως X 8 μήνες = 12.024 ευρώ, β) επίδομα αδείας 344,52 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 918,71 ευρώ και συνολικά 13.287,23 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 13,287,23 - 721,88 = 12.565,35 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός (για έξι μήνες) 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 X 6 = 9.018, και για τους λοιπούς 4 μήνες 1005 + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1551 X 4 μήνες =6.204, ήτοι σύνολο 9.018 + 6.204 = 15.222 ευρώ, β) επίδομα αδείας 334,95 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 334,95 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 576,86 ευρώ και συνολικά 16.468,76 ευ¬ρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 16.468,76 - 5.747,35 = 10.721,41 ευρώ και συνολικά 23.286,76 ευρώ.

 

 

Δ) όσον αφορά την τέταρτη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 29-10- 2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 3.376,03 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 5.747,35 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 μηνιαίως X 8 μήνες = 12.024 ευρώ, β) επίδομα αδείας 317,40 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 918,71 ευρώ και συνολικά 13.260,11 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 13,260,11 - 3.776,03 = 9.484,08 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός (για έξι μήνες) 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 X 10 = 15.030 ευρώ, β) επίδομα αδείας 334,95 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 334,95 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 549,31 ευρώ και συνολικά 16.249,21 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 16.249,21 - 5.747,35 = 10.501,86 ευρώ και συνολικά 19.985,94 ευρώ.

 

 

Ε) όσον αφορά την πέμπτη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 14-5-2009 και διήρκησε από 25-5-2009 μέχρι 25-11-2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 3.748,28 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 5.229,07 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 71 ευρώ = 1.438μηνιαίως X 7 μήνες = 10.066 ευρώ, β) επίδομα αδείας 331,73 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 719,95 ευρώ και συνολικά 11.117,68 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 11.117,68 - 3.748,28 = 7.369,40 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 71 ευρώ = 1.438 X 11 = 15.818, β) επίδομα αδείας 296,45 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 296,45 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 551,38 ευρώ και συνολικά 16,962,28 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 16.962,28 -5.229,07 = 11.733,21 ευρώ και συνολικά 19.102,61 ευρώ.

 

 

ΣΤ) όσον αφορά την έκτη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 30-10-2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 5.025,46 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 5.747,35 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υ-πολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 μηνιαίως X 8 μήνες = 12.024 ευρώ, β) επίδομα αδείας 395,55 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 918,71 ευρώ και συνολικά 13.338,26 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 13/338,26 - 5.025,46 = 8.312,80 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός (για έξι μήνες) 957 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 90 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ = 1.503 X 10 = 15.030 ευρώ, β) επίδομα αδείας 334,95 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 334,95 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 549,31 ευρώ και συνολικά 16.249,21 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 16.249,21 - 5.747,35 = 10.501,86 ευρώ και συνολικά 18.814,66 ευρώ.

 

 

Ζ) όσον αφορά την έβδομη ενάγουσα, καταρτίστηκε η 2η σύμβασή της με το εκκαλούν ν.π.δ.δ. την 3-4-2009 και διήρκησε από 30-4-2009 μέχρι 30-10-2010. Η ανωτέρω έλαβε το έτος 2009 συνολικά ως αμοιβή το ποσόν των 4.257,30 ευρώ και το έτος 2010 έλαβε συνολικά 4.835,73 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά υπολείπονταν των νομίμων και συγκεκριμένα το έτος 2009 έπρεπε να λάβει: α) ως μηνιαίο μισθό : νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 71 ευρώ = 1.438μηνιαίως X 8 μήνες = 11.504 ευρώ, β) επίδομα αδείας 340,20 ευρώ και γ) δώρο Χριστουγέννων 813,11 ευρώ και συνολικά 12.657,31 ευρώ. Συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 12.657,31 - 4.257,30 = 8.400,01 ευρώ. Το έτος 2010 δικαιούνταν να λάβει α) ως μηνιαίο μισθό: νόμιμος μισθός 847 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 280 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ + ειδική παροχή 176 ευρώ + οικογενειακή παροχή 71 ευρώ = 1.438 X 10 = 14.380, β) επίδομα αδείας 296,45 ευρώ, γ) δώρο Πάσχα 296,45 ευρώ και δ) δώρο Χριστουγέννων (μειωμένο κατά 30 %) 486,17 ευρώ και συνολικά 15.459,07 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά 15.459,07 - 4.835,73 = 10.623,34 ευρώ και συνολικά 19.023,35 ευρώ.

 

 

Τα ως άνω ποσά υποχρεούται το δεύτερο εναγόμενο - εκκαλούν να καταβάλει στις ενάγουσες με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

 

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

Απορρίπτει την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση των εφεσιβλήτων.

 

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1736/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

 

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 4-3-2011 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση.

 

Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο.

 

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εκκαλούν να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσόν των δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (17.780,64), στη δεύτερη ενάγουσα το ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (19.519,24), στην τρίτη ενάγουσα το ποσόν των είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (23.286,76), στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (19.985,94), στη πέμπτη ενάγουσα το ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν δύο ευρώ και εξήντα ενός λεπτού (19.102,61), στην έκτη ενάγουσα το ποσόν των δεκαοκτώ χιλιάδων οκτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (18.814,66) ευρώ, στην έβδομη ενάγουσα το ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων είκοσι τριών ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (19.023,35) με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 31 Δεκεμβρίου 2014, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ