ΕφΑθ 666/2017

 

Βίαιη διακοπή της δίκης - Επαναλαμβανόμενη συζήτηση - Διεκδικητική αγωγή - Αναγνωριστική κυριότητας αγωγή - Παραγραφή αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος -.

 

Βίαιη διακοπή δίκης λόγω θανάτου διαδίκου. Επανάληψη της συζήτησης για τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων. Όσα ο διάδικος επικαλέσθηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης θεωρούνται ως επικληθεντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Δεδικασμένο από τελεσίδικες αποφάσεις. Η παραγραφή διεκδικητικής αγωγής είναι εικοσαετής. Η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται σε παραγραφή, αν όμως παραγραφεί η αξίωση που ασκείται με την αντίστοιχη διεκδικητική αγωγή, εκλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την αναγνώριση της κυριότητας. Πενταετής η παραγραφή των αξιώσεων από αδικοπραξία. Αρχίζει αφότου ο δικαιούχος έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή είναι εικοσαετής και αρχίζει από την τέλεση της πράξης. Πενταετής παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια αποδοχή του διεκδικούμενου πράγματος. Αν όμως από την τέλεση της πράξης έχει παρέλθει εικοσαετία, η αξίωση για αποζημίωση έχει παραγραφεί. Δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός περί κατάληψης των επίδικων εδαφικών κτημάτων από τον εναγόμενο Δήμο, αλλά αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι η επίμαχη κατάληψη έγινε σε χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, οπότε η σχετική αξίωση προς αυτούσια απόδοση αυτών είχε υποπέσει σε παραγραφή.

 

 

 

 

Αριθμός 666/2017

 

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 2ο

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντιγόνη Καραϊσκου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Εφέτη και Κωνστάντια Π. Εμμανουηλίδου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο, διότι ήταν αδύνατο, να συγκροτηθεί αυτό κατ' άρθρο 254 παρ.3 του ΚΠολΔ από την ίδια σύνθεση, που δίκασε την υπόθεση την 18-1-2011 και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, επειδή ο Πρόεδρος Γεώργιος Χοϊμές και η εκ δεξιών Εφέτης Αγγελική Τζαβάρα προήχθησαν στο βαθμό του Αρεοπαγίτη, ο δε εισηγητής και εξ αριστερών Εφέτης Διονύσιος Παλλαδινός υπηρετεί πλέον στο ποινικό τμήμα του Εφετείου Αθηνών.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 18η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ (καθολικών διαδόχων αρχικού εκκαλούντος 2ης έφεσης-εφεσίβλητου 1ης έφεσης): 1) ... και 3) ... εκ των οποίων η 1η  παραστάθηκε με την από 17-10-2016 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα με την αυτή δήλωση εκπροσώπησε και τους λοιπούς και κατέθεσε προτάσεις, χωρίς να προσκομίσει γραμμάτιο προκαταβολής ενσήμων και εισφορών του ΔΣΑ, καθόσον τυγχάνει συγγενής β' βαθμού (αδέλφια) με τους λοιπούς(άρθρο 61 παρ. 3 του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.6 εδ. β του Ν.4205/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 82 παρ.2 του Ν. 4194/2013).

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ: 1) (εκκαλούντος 1ης έφεσης-εφεσίβλητου 2ης έφεσης) Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Δήμαρχο αυτού, τον οποίο εκπροσώπησε με την από 12-10-2016 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ (που κατατέθηκε την 17-10-2016) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του με πάγια αντιμισθία Στέλιος Μπεζαντές(ΑΜ ΔΣΑ 10510), που κατέθεσε προτάσεις, 2) (εφεσίβλητου 2ης έφεσης) Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Καραγ. Σερβίας αρ. 10), ο οποίος παραστάθηκε δια του δικαστικού αντιπροσώπου ΝΣΚ Βασιλείου Κουτσομπέλη, που κατέθεσε προτάσεις και 3) (εφεσίβλητης 2ης έφεσης) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας-Ε.ΥΔ.Α.Π.», με έδρα την Αθήνα (Γαλάτσι - Ωρωπού αρ. 156), νομίμως εκπροσωπούμενης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Καρατζογιάννη (AM ΔΣΑ 23755) , που κατέθεσε προτάσεις μαζί με το υπ' αριθμόν Π0271493/18-10-2016 γραμμάτιο προκαταβολής ενσήμων και εισφορών του ΔΣΑ.

 

Ο ... με την με αρ.κατ. 87198/3893/17-4-2007 αγωγή του, στρεφόμενος κατά του «Δήμου Αθηναίων», προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή . Ο «Δήμος Αθηναίων» κατέθεσε την με αρ. κατ.. 113054/5111/18-5-2007 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου στρεφόμενος προς το Ελληνικό Δημόσιο και την «ΕΎΔ.Α.Π. ΑΕ». Επί των ανωτέρω, αγωγής και ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης, οι οποίες συζητήθηκαν ερήμην της «ΕΎΔ.Α.Π. ΑΕ». και αντιμωλία των λοιπών, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 138/13-1-2010 οριστική απόφαση, με την οποία το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού απέρριψε το με αρ. κατ. 113054/5111/18-5-2007 δικόγραφο ως προσεπίκληση και το δέχθηκε ως ανακοίνωση δίκης, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

 

Την πιο πάνω οριστική απόφαση προσέβαλαν 1) ο εναγόμενος «Δήμος Αθηναίων» με την με αρ. κατ. 1920/3-3-2010 έφεση και 2) ο ενάγων ... με την με αρ. κατ. 3218/14-4-2010 έφεση στρεφόμενος και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της «ΕΎΔ.Α.Π. ΑΕ». Οι εφέσεις αυτές συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το πρώτον την 18-1-2011 και εκδόθηκε η υπ' αρ. 1788/15-4-2011 απόφαση, που απέρριψε την 2η έφεση ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και την «ΕΎΔ.Α.Π. ΑΕ» και περαιτέρω διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Ο εφεσίβλητος 2ης έφεσης-εκκαλών 1ης έφεσης (ενάγων) ... με την με αρ. κατ. 486/21-7-2011 κλήση του ζήτησε την ανάκληση της προρρηθείσης υπ' αρ. 1788/2011 απόφασης, η συζήτηση της  οποίας  (ανάκλησης) προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 11-10-2011 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 8-5-2012, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της διενέργειας βουλευτικών εκλογών. Επειδή ο ... απεβίωσε την 7-9-2012 και κληρονομήθηκε   από τους ..., οι τελευταίοι κατέθεσαν την με αρ. πρωτ. προσδ. 8976/13-11-2015 κλήση για τη σημερινή δικάσιμο, με την οποία αφενός γνωστοποίησαν το θάνατο του αρχικού ενάγοντα-εκκαλούντα 2ης έφεσης-εφεσίβλητου 1ης έφεσης και επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη και αφετέρου ζήτησαν να προσδιορισθεί εκ νέου η συζήτηση των ως άνω εφέσεων και της ανάκλησης των διατάξεων της προρρηθείσης υπ' αρ. 1788/2011 απόφασης.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου. Ο δικαστικός πληρεξούσιος του Ελληνικού Δημοσίου Βασίλειος Κουτσομπέλης ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για το λόγο ότι δεν, υπάρχει γνωμοδότηση του γνωμοδοτικού συμβουλίου.

 

Το Δικαστήρια απέρριψε το αίτημα αναβολής και η υπόθεση συζητήθηκε.

 

Οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ήτοι των καλούντων και του 1ου των καθών η κλήση με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, των δε λοιπών με δηλώσεις στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1, 287 και 290 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν αποβιώσει ο διάδικος. Για να επέλθει η διακοπή της δίκης, απαιτείται να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο το γεγονός που επιφέρει τη διακοπή. Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ή από αυτόν που ήταν, όταν επήλθε ο λόγος της διακοπής, πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος της διακοπής. Η γνωστοποίηση πρέπει να γίνει με επίδοση δικογράφου προς τον αντίδικο ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου ή εκτός του ακροατηρίου, όταν επιχειρείται διαδικαστική πράξη, και όχι με τις προτάσεις. Η διακοπή επέρχεται από τη στιγμή που γνωστοποιείται ο λόγος της στον αντίδικο εκείνου του προσώπου, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Ο κληρονόμος του θανόντος διαδίκου μπορεί να επαναλάβει τη δίκη εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του. Σιωπηρή δήλωση συνιστά και η επίδοση κλήσης για περαιτέρω συζήτηση της επίδικης υπόθεσης(ΑΠ 194/2012 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, στις 7-9-2012, στην Αθήνα, απεβίωσε ο αρχικός ενάγων (εκκαλών 2ης έφεσης-εφεσίβλητος 1ης έφεσης) ..., χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο τελευταίος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, μόνο πλησιέστερο εν ζωή συγγενή και εξ αδιαθέτου κληρονόμο του είχε τον αδελφό του ..., ο οποίος αποποιήθηκε την κληρονομιά την 6-12-2012. Στη θέση αυτού κλήθηκαν ως κληρονόμοι κατ' άρθρο 1814 του ΑΚ τα τέκνα του ... (καλούντες), οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά, αλλά αντίθετα την 9-9-2013 υπέβαλαν και δήλωση φόρου κληρονομιάς. Τα ως άνω ανίψια του αρχικού ενάγοντα (εκκαλούντος 2ης έφεσης-εφεσίβλητου 1ης έφεσης), με την ιδιότητα των εξ αδιαθέτου κληρονόμων, για την οποία δεν υπήρξε αμφισβήτηση, γνωστοποίησαν το γεγονός του θανάτου στους αντιδίκους τους με την από 13-11-2015 κλήση τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου αυθημερόν και έλαβε αριθμό πρωτ. προσδ. 8976/2015. Με την κλήση αυτή οι καλούντες, αφενός γνωστοποίησαν στους αντιδίκους τους το θάνατο του αρχικού διαδίκου και την ιδιότητα αυτών ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του και την πρόθεση τους να επαναλάβουν εκούσια τη δίκη, που άρχισε με την άσκηση των ενδίκων εφέσεων με αρ. κατ. 1) 1920/3-3-2010 του εναγομένου «Δήμου Αθηναίων» και 2) 3218/14-4-2010 του ενάγοντος ..., (στρεφόμενη κατά του Δήμου Αθηναίων, του Ελληνικού Δημοσίου και της Ε.ΥΔ.Α.Π. ΑΕ), αμφότερες κατά της υπ' αρ. 138/2010 απόφασης: του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και της με αρ. κατ. 486/21-7-2011 αίτησης ανάκλησης διατάξεων της υπ' αρ. 1788/2011 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την επανάληψη  της συζήτησης για τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, που διέταξε η τελευταία (υπ' αρ. 1788/2011 απόφαση) και αφετέρου κάλεσαν τους αντιδίκους τους (Δήμο Αθηναίων, Ελληνικό Δημόσιο και Ε.ΥΔ.Α.Π ΑΕ) να συμμετάσχουν στη μετά από επανάληψη, συζήτηση αυτών. Συνεπώς, η δίκη αυτή επαναλαμβάνεται νόμιμα από τους ήδη καλούντες, ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος αρχικού ενάγοντα (εκκαλούντος 2ης έφεσης-εφεσίβλητου 1ης έφεσης).

 

 

Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται κατά το άρθρο 254 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠολΔ. συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο. Εκ του λόγου ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται, θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων. Οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει ως συνέπεια, όσα ο διάδικος επικαλέσθηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγουμένης συζήτησης θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ' αυτήν δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτήν συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγουμένης συζήτησης (ΑΠ 523/2016, ΑΠ 27/2015.ΑΠ 1589/2009 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

 

 

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις, που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, δεν μπορούν μετά τη δημοσίευση τους να ανακαλούνται από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε, ενώ, όσες δεν κρίνουν οριστικά, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 513 και 553 ΚΠολΔ, που χαρακτηρίζουν ως οριστικές αποφάσεις αυτές που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή ή κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση ή ανακοπή ή προσεπίκληση συνάγεται, ότι οριστική είναι η απόφαση του εφετείου ως προς τη διάταξη αυτή με την οποία κατ' αποδοχή λόγου εφέσεως, γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής ή προσεπίκλησης, καθ όλες ή μερικές από τις βάσεις του και απογυμνώνεται το Δικαστήριο από οποιαδήποτε στη συνέχεια εξουσία ως προς το αίτημα αυτό της αγωγής, της ανταγωγής, κλπ. για τις αντίστοιχες βάσεις (ΕφΠειρ 262/2014 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 410/2008 ΕλλΔνη 2008 σελ 828, Δ. Κονδύλη «Το Δεδικασμένο» εκδ. 2η παρ. 9 αρ. 1 σελ. 132). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του Δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά με ρητό και σαφή τρόπο (βλ. ΑΠ 300/2010, ΑΠ 240/2002 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν είναι οριστική και επομένως μπορεί να ανακληθεί από το ίδιο Δικαστήριο η απόφαση του, με την οποία έκρινε παραδεκτή την έφεση  και ερευνώντας την ουσία, δέχθηκε ως αποδειχθέντα ορισμένα στοιχεία της αγωγής, ακολούθως δε αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της ουσίας διέταξε πραγματογνωμοσύνη, αφού από την κρίση αυτή δεν κωλύεται η επανεξέταση, σε άλλη στάση της δίκης, των όσων έχουν κριθεί. Εξάλλου, έχει νομολογηθεί, ότι η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζητήσει τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής αξίωσης για την παροχή της προστασίας αυτής με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια κρίση. Η οριστικότητα της απόφασης του Εφετείου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετηρίου εγγράφου για παραδοχή της έφεσης (Ολ. ΑΠ 12/1989, ΑΠ 603/2008 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 331 και 332 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα, που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ιδίων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο της βασιζόμενης στην ίδια νομική και ιστορική αιτία διαφοράς, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους και τα αναφερόμενα στα άρθρα 325-329 του αυτού Κώδικα άλλα πρόσωπα, όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν εκείνο που έχει ήδη κριθεί (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 72/2015 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο ... με την με αρ.κατ. 87198/3893/17-4-2007 αγωγή του, στρεφόμενος κατά του «Δήμου Αθηναίων», προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να αναγνωρισθεί συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί δύο εδαφικών τμημάτων, εμβαδού 390,20 τμ και 14,47 τμ αντίστοιχα και κατά ποσοστό 30% σε εδαφικό τμήμα εμβαδού 296, 33 τμ , στην περιοχή Πατησίων Αθηνών, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και επιπλέον να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Δήμου να του αποδώσει αυτά και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση καταβολής ποσού 1600 ευρώ ανα τ.μ., νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ο εναγόμενος Δήμος κατέθεσε το με αρ. κατ. 113054/5111718-5-2007 δικόγραφο, τιτλοφορούμενο «ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση» απευθυνόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της Ε.ΥΔ.Α.Π,. Επί των ανωτέρω δικογράφων, που συνεκδικάσθηκαν την 29-9-2009 ερήμην της Ε.ΥΔ.Α.Π. και αντιμωλία των λοιπών, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 138/13-1-2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα συγκύριο των επίδικων εκτάσεων, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου Δήμου να του καταβάλει το ποσό 291.240 ευρώ (ήτοι 1000 ευρώ ανά τ.μ.), συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου και τέλος απέρριψε το με αρ. κατ. 3054/5111/18-5-2007 δικόγραφο ως προσεπίκληση, αλλά το δέχθηκε ως ανακοίνωση δίκης. Κατά της ανωτέρω απόφασης άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις, ήτοι 1) ο εναγόμενος Δήμος την με αρ. κατ. 1920/3-3-2010 έφεση, παραπονούμενος α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού του περί έλλειψης δικαιοδοσίας και β) για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη της ένστασης του περί απαραδέκτου της αναγνωριστικής αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ως συνέπειας της παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής και δη της αξίωσης αποζημίωσης για την αδυναμία αυτούσιας απόδοσης των επιδίκων και 2) ο ενάγων την με αρ. κατ. 3218/14-4-2010 έφεση, στρεφόμενος, πέραν του εναγομένου Δήμου, και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της Ε.ΥΔ.Α.Π. ΑΕ, παραπονούμενος α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος τοκοφορίας και το συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης και β) για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την αξία των καταληφθέντων εδαφικών τμημάτων και το ύψος της αποζημίωσης λόγω αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης. Επί των ανωτέρω εφέσεων, που συζητήθηκαν το πρώτον την 18-1-2011, το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμόν 1788/15-4-2011 απόφαση, με την οποία 1) απέρριψε την με αρ. κατ. 3218/14-4-2010 έφεση ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και την Ε.ΥΔ.Α.Π. ΑΕ ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι αυτοί δεν απέκτησαν την ιδιότητα του διαδίκου στην πρωτοβάθμια δίκη, καθόσον δεν άσκησαν παρέμβαση, παρά το ότι τους ανακοινώθηκε η δίκη, και επιπλέον καταδίκασε τον εκκαλούντα ... να τους καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας ποσού 300 και 500 ευρώ αντίστοιχα 2) απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση του Δήμου Αθηναίων 3) αφού συνεκδίκασε κατά τα λοιπά τις ως άνω εφέσεις, τις έκρινε τυπικά δεκτές (την 2η έφεση αναφορικά μόνο με τον εφεσίβλητο Δήμο Αθηναίων) 4) απέρριψε τον 1° λόγο της 1ης έφεσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας συμπεριλαμβάνοντας σχετική διάταξη στο διατακτικό και 5) διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη, ώστε να διακριβωθεί ο χρόνος κατάληψης των επίδικων εδαφικών εκτάσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι είναι παραδεκτή η σώρευση στο δικόγραφο της με αρ. κατ. 8976/13-11-215 κλήσης του αιτήματος για επαναφορά της συζήτησης της υπόθεσης με το αίτημα για ανάκληση μη οριστικής διάταξης της απόφασης που  διέταξε την επανάληψη της  συζήτησης (ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, ΕφΠειρ 62/2015 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, η διάταξη της υπ' αρ. 1788/2011 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου περί απόρριψης της με αρ. κατ. 3218/14-4-2010 έφεσης ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και την Ε.ΥΔ.Α.Π. είναι οριστική και απεκδύει το Δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με την έφεση αναφορικά με τους ανωτέρω και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ανακληθεί, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας. Και τούτο  ανεξάρτητα  του ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ε.ΥΔ.Α.Π. άσκησε την με αρ. κατ. 866/21-12-2010 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγομένου Δήμου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία όμως ουδέποτε εισήχθη προς συζήτηση.

 

  Κατά συνέπεια με την με αρ. κατ. 8976/13-11-2015 κλήση απαραδέκτως εισάγεται εκ νέου η με αρ. κατ. 3218/14-4-2010 έφεση ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και την Ε.ΥΔ.Α.Π.. Όσον αφορά το έτερο αίτημα, που περιλαμβάνεται στο με αρ. κατ. 486/21-7-2011 δικόγραφο και επαναφέρεται προς συζήτηση με την ένδικη κλήση, ήτοι της ανάκλησης της διάταξης για διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, κρίνεται επίσης απορριπτέο, διότι: 1) ήδη αυτή έχει διενεργηθεί και κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 20-4-2012 με αριθμό 89/11, 2) ουδέν δεδικασμένο γεννάται από την υπ' αριθμόν 1463/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που να δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, αναφορικά με την ένδικη υπόθεση, όπως ισχυρίζονται οι καλούντες, καθόσον δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων κατ' άρθρο 324 του ΚΠολΔ, επειδή η ως άνω απόφαση έκρινε αμετάκλητα επί αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας επί των ιδίων με τα επίδικα ακινήτων, που, όμως, άσκησε ο ...(αδελφός του αρχικού ενάγοντα) κατά του Δήμου Αθηναίων, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω και 3) η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης διατάχθηκε εν προκειμένω για να διακριβωθεί ο χρόνος κατάληψης των επιδίκων και κατ' επέκταση το ουσιαστικό βάσιμο της ένστασης περί απαραδέκτου της αναγνωριστικής αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ως συνέπειας της παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης για την αδυναμία αυτούσιας απόδοσης των επιδίκων, που πρότεινε ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων.

 

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1097, 1098 και 1099 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο κύριος πράγματος δικαιούται ασκώντας σχετική αγωγή, να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο τούτου την αναγνώριση της κυριότητας αυτού και την απόδοση του πράγματος, και μόνο αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 1097, 1098 ΑΚ, μεταξύ των οποίων είναι και η αδυναμία προς απόδοση του πράγματος, αποζημίωση ως προς την αξία αυτού (πράγματος). Όπως προκύπτει από τα άρθρα 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ η παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής είναι 20ετής και αρχίζει από την κατάληψη του πράγματος από τον εναγόμενο, με την οποία επέρχεται η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας, έτσι ώστε αυτό(δικαίωμα) δεν είναι πλέον δυνατόν να ασκηθεί (ΑΠ 402/2016, ΑΠ 41/2016 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ και Κ. Παπαδόπουλο «Αγωγές  Εμπραγμάτου Δικαίου», εκδ.1989, τ.Α',  σελ. 268). Αφετέρου, η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται σε παραγραφή, εάν όμως παραγραφεί η αξίωση που ασκείται με την αντίστοιχη διεκδικητική αγωγή, εκλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την αναγνώριση της κυριότητας και η αναγνωριστική αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 369/2015, ΕφΔωδ 87/2015, ΕφΔωδ 149/2014, όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ τόμος Α στο. άρθρο 70 παρ. 115 και Κ. Παπαδόπουλο ο.π. σελ. 345). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει, ότι η παραγραφή των αξιώσεων από αδικοπραξία είναι πενταετής και αρχίζει αφότου ο δικαιούχος έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε όμως περίπτωση η παραγραφή είναι εικοσαετής και αρχίζει α*τό την τέλεση της πράξης που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή η εικοσαετής παραγραφή αρχίζει και αν δεν έχει ακόμη γεννηθεί η αξίωση (ΑΠ 394/2014,ΑΠ 138/2012, ΕφΔωδ 149/2014 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 91 του ν.δ. 321 της 17/18-10-1969 "Περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού", το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.δ. 31/1968, εφαρμόζεται αναλόγως και για τον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφ' όσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος. Αν όμως από την τέλεση της πράξης έχει παρέλθει εικοσαετία, η κατά τα ως άνω αξίωση για αποζημίωση έχει παραγραφεί (ΑΠ 394/2014 οπ, ΑΠ 138/2012 οπ, ΕφΔωδ 149/2014 οπ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εναγομένου (ο ενάγων δεν γνωστοποίησε μάρτυρα), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων, φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες των επιδίκων, των οποίων η γνησιότητα ουδόλως αμφισβητήθηκε (ΑΠ 1286/2003 δημ. στη ΝΟΜΟΣ), της με αριθμό .../11 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του νομίμως διορισθέντος με την υπ' αρ. 1788/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονα ..., αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, όπως εκτίθεται κατωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ... (αδελφός του ενάγοντος) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. 10057/2000 αγωγή κατά του εναγομένου Δήμου Αθηναίων, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι απέκτησε την κυριότητα με κληρονομική διαδοχή και επικουρικά με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, κατά ποσοστό 50% επί ακινήτου 616 τμ και κατά ποσοστό 30% επί έτερου ακινήτου 400τμ, που αποτελούν εδαφικά τμήματα μείζονος έκτασης 12.000 τ.μ. περίπου στη θέση Ποδαρούς ή Καλάμια, σημερινά Πατήσια του Δήμου Αθηναίων και ότι ο εναγόμενος Δήμος κατέλαβε αυθαίρετα τα ως άνω ακίνητα και ζήτησε να αναγνωρισθεί η ως άνω συγκυριότητα του και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του αποδώσει τα επίδικα ακίνητα κατά το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας, άλλως, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης να του καταβάλει το ποσό των 187.036.000 δρχ.. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε την 27-11-2001 αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 2242/28-3-2002 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε τα καταψηφιστικά αιτήματα λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και αφού δίκασε την υπόθεση ως απλή αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, την δέχθηκε κατ' ουσίαν θεωρώντας ότι ο εναγόμενος Δήμος ομολόγησε τα θεμελιούντα την αγωγή πραγματικά περιστατικά. Ο εναγόμενος Δήμος άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την με αρ. κατ. 7558/2002 έφεση, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμόν 1524/2003 μη οριστική απόφαση, που δέχθηκε την έφεση κρίνοντας ότι ουδεμία ομολογία του Δήμου συνάγεται από τις προτάσεις του, εξαφάνισε την υπ' αριθμόν 2242/28-3-2002 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή,  διέταξε τη διεξαγωγή εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον Δικαστή, καθώς και τη διεξαγωγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα σχετικά ..., τοπογράφο μηχανικό, αναφορικά με το ζήτημα αν εμπίπτουν τα περιγραφόμενα στην ως άνω αγωγή ακίνητα στους τίτλους κτήσης του ενάγοντα ... και των δικαιοπάροχων του. Μετά τη διενέργεια της με αριθμό .../2005 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ..., η  υπόθεση συζητήθηκε εκ νέου αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 10090/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο ... «είναι συγκύριος μιας εδαφικής εκτάσεως επιφάνειας επτακοσίων ενός (701) τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται στη θέση «Ποδαρούς» ή «Καλάμια» και ήδη «Πατήσια» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, στα οικοδομικά τετράγωνα με τους αριθμούς 111 και 113 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του πιο πάνω Δήμου, εμφαίνεται με τα στοιχεία 200-201-202-217-152-151-46-45-1-222-214-215-206-205-200 στο από 13 Ιανουαρίου 2005 σχεδιάγραμμα του ορισθέντος με τη 1524/2003 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου ως πραγματογνώμονα αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..., το οποίο έχει επισυναφθεί στην από 13 Ιανουαρίου 2005 και με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 32/2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ανωτέρω πραγματογνώμονα και αποτελείται από τρία τμήματα και συγκεκριμένα: α) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 205-204-220-221-1-222-214-215-206-205, επιφάνειας τριακοσίων ενενήντα τετραγωνικών μέτρων και είκοσι τετραγωνικών εκατοστών (390,20 τ.μ.) β) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 202-217-152-223-202, επιφάνειας δεκατεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και σαράντα επτά τετραγωνικών εκατοστών (14,47 τ.μ.) και γ) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 205-200-201-202-223-151-46-45-220-204-205, επιφάνειας διακοσίων ενενήντα έξι τετραγωνικών μέτρων και τριάντα τριών τετραγωνικών εκατοστών (296,33 τ.μ.) και ειδικότερα ότι ο ενάγων είναι συγκύριος των δύο πρώτων τμημάτων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και του τρίτου κατά ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου». Στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης αναφέρεται ότι ο ... απέκτησε τη συγκυριότητα των ανωτέρω εδαφικών τμημάτων εκ κληρονομιάς της αποβιωσάσης την 27-11-1985 μητέρας του ..., την οποία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμόν .../15-5-1985 (προφανώς από λάθος στην απόφαση αναγράφηκε ότι πρόκειται για έγγραφο του 2005) δήλωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσα, αλλά και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο νομής του και εκείνον των δικαιοπαρόχων του. Επιπλέον, αφηγηματικά αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση ότι συγκύριος κατά τα υπόλοιπα ποσοστά επί των ανωτέρω εδαφικών τμημάτων είναι ο αδελφός του ..., ήτοι ο ... (ενάγων στην κρινόμενη αγωγή) και ότι το 1987 ο Δήμος Αθηναίων κατέλαβε παράνομα και αυθαίρετα τα ως άνω εδαφικά τμήματα και τα μετέτρεψε σε πλατεία και πεζόδρομο. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο Δήμος Αθηναίων άσκησε αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 1463/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε ταύτη, με συνέπεια να καταστεί αμετάκλητη η υπ' αριθμόν 10090/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι σε όλη την ανωτέρω αντιδικία νομικός παραστάτης και πληρεξούσια δικηγόρος του ... ήταν η θυγατέρα του ..., δηλαδή η 1η καλούσα της παρούσας δίκης. Η ίδια, μάλιστα, μετά την έκδοση της προρρηθείσης απόφασης με αριθμό 10095/2005 του παρόντος Δικαστηρίου, που δικαίωνε τον πατέρα της, κατέθεσε και την κρινόμενη αγωγή με ενάγοντα τον θείο της ... συμπεριλαμβάνοντας στο δικόγραφο και το κείμενο της αγωγής που κατέθεσε ο ..., ζητώντας να αναγνωρισθεί η συγκυριότητα του ... επί των ως άνω εδαφικών εκτάσεων (όπως προσδιορίσθηκαν στο διατακτικό της με αριθμό 10095/2005 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου) και η υποχρέωση του εναγομένου Δήμου να του αποδώσει τις ανωτέρω και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης να τον αποζημιώσει. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ' αριθμόν 138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' αρχάς θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των καλούντων ότι από την ως άνω με αριθμό 10095/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που έκρινε υπέρ της   συγκυριότητας του ..., παρήχθη δεδικασμένο αναφορικά με την ένδικη αγωγή, καθόσον, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, ούτε δικαιώματος, διότι εν προκειμένω κατάγεται προς κρίση το τυχόν δικαίωμα συγκυριότητας του ..., τα όσα δε αφηγηματικά αναφέρθηκαν στην προρρηθείσα απόφαση περί συγκυριότητας του τελευταίου αποτελούν κρίσεις που εκφέρθηκαν από το Δικαστήριο πλεοναστικά (ΑΠ 1137/2006 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι με το υπ' αρ. .../1883 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... με αριθμό ..., ο ... απέκτησε εξ αγοράς από τον αληθή κύριο ... την κυριότητα ποσοστού 1/3 εξ αδιαιρέτου μιας εδαφικής έκτασης (αγρού και ήδη οικοπέδου) επιφάνειας 12 στρεμμάτων, που βρισκόταν στη θέση «Ποδαρούς» ή «Καλάμια» και ήδη «Πατήσια» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων και συνόρευε ανατολικά με την οδό Ηρακλείου, δυτικά με κτήμα αδελφών ..., βόρεια με ρέμα και νότια με κτήμα .... Στη  συνέχεια, με το υπ' αριθμόν .../1884 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... και με αριθμό ..., ο ... απέκτησε εξ αγοράς από τον αληθή κύριο ... την κυριότητα των υπολοίπων 2/3 εξ αδιαιρέτου της ίδιας πιο πάνω εδαφικής έκτασης . Με το υπ' αρ. .../21-10-1899 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφέν,  ο ... μεταβίβασε κατά κυριότητα την ανωτέρω εδαφική έκταση ως προίκα διατιμημένη στον ..., ο οποίος ήλθε σε γάμο με την εγγονή του ..., θυγατέρα ... με το υπ' αρ. .../11-10-1907 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ... συνήψε σύμβαση δανείου με την Τράπεζα Αθηνών, παραχωρώντας της το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί διαφόρων ακινήτων του, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω περιελθόν σε αυτόν λόγω προικός. Επειδή ο ... δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του, που απέρρεαν από την προαναφερθείσα σύμβαση δανείου, η Τράπεζα Αθηνών εξέθεσε τα ενυπόθηκα ακίνητα, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω, σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό κατά τον οποίο αυτή (η δανείστρια Τράπεζα) αναδείχθηκε τελευταία πλειοδότρια και εκδόθηκε στο όνομα της η υπ' αρ. .../4-2-1910 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσα. Με το υπ' αρ. .../17-2-1922 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφέν στον τόμο ... με αριθμό ... των Βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, η Τράπεζα Αθηνών μεταβίβασε λόγω πώλησης την κυριότητα της ανωτέρω εδαφικής έκτασης των 12 στρεμμάτων στο .... Ο τελευταίος κατέτμησε το μείζον ακίνητο σε 43 οικόπεδα και από αυτά πώλησε σε διάφορους αγοραστές τα δεκαέξι(16), τα οποία αποτυπώνονται με τους αριθμούς 13, 23, 18, 31, 32, 34, 28, 41, 24,14, 25, 27, 40, 39, 7 και 8 στο από 6-6-1922 σχεδιάγραμμα των μηχανικών ... που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό .../16-6-1922 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ... Στη συνέχεια με το υπ' αριθμόν .../26-6-1924 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μετάγραφέν στα αυτά Βιβλία στον τόμο ... με αριθμό ..., ο ... αναγνώρισε συγκυρία κατά ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου του υπολοίπου ακινήτου, που στο μεταξύ είχε διαιρεθεί σε 27 οικόπεδα (δηλ. εκείνα με τους αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, 9,10, 11, 12, 15, 16, 17, 19, 20, 2.1, 22, 26, 29, 30, 33, 35, 36, 37, 38, 42 και 43 στο προμνησθέν σχεδιάγραμμα), την ... βάσει προηγούμενης συμφωνίας που είχε γίνει με το υπ' αρ. .../17-2-1922 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου. Στις 4-8-1924 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς διαθήκη, η ... και κληρονομήθηκε κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου από το σύζυγο της ... και κατά ποσοστό 6/16 εξ αδιαιρέτου από καθένα από τα τέκνα της .... Έτσι περιήλθε στους ανωτέρω κληρονόμους της, κατά τα πιο πάνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου στον καθένα, το 60% του προαναφερθέντος ακινήτου, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την ενεργό ανάμειξη τους στη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Στις 20-11-1924 απεβίωσε στην Ελβετία χωρίς διαθήκη ο ... και κληρονομήθηκε από τον πατέρα του ... και την αδελφή του ... κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου από τον καθένα. Έτσι περιήλθε στους τελευταίους, κατά ποσοστό 7/16 (=4/16 + 3/16) εξ αδιαιρέτου στον ... και 9/16 (=6/16 + 3/16) εξ αδιαιρέτου στη ..., το 60% του ανωτέρω ακινήτου, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά με την ενεργό ανάμειξη τους στη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Με την επέκταση του σχεδίου πόλης των Αθηνών, σε ολόκληρο το κτήμα των 12 στρεμμάτων καταργήθηκε η ρυμοτομία του και η κατανομή του σε οικόπεδα, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με το προαναφερθέν σχεδιάγραμμα των μηχανικών ... Επειδή δε οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να ορθογωνίσουν και να διαρρυθμίσουν τα οικόπεδα τους, έτσι ώστε αυτά να καταστούν οικοδομήσιμα, ανατέθηκε το έργο αυτό στο μηχανικό ..., ο οποίος συνέταξε το από 2-7-1926 σχεδιάγραμμα του μείζονος ακινήτου των 12 στρεμμάτων, που έχει επισυναφθεί στο υπ' αρ. .../1926 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου  Αθηνών .... Στη συνέχεια με το υπ' αρ. .../20-2-1929 συμβόλαιο ανταλλαγής ποσοστών του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφέν, ο ..., συγκύριος του μείζονος ακινήτου κατά ποσοστό 40%, μεταβίβασε στη ..., σύζυγο πλέον (μητέρα του ενάγοντος) και στον πατέρα της ..., το ποσοστό του στα οικόπεδα που εμφαίνονται με τους αριθμούς 34 και 35 στο από 2-7-1926 σχεδιάγραμμα του μηχανικού…, εμβαδού 430 και 653 τετραγωνικών πήχεων αντίστοιχα, μαζί με τη συνεχόμενη δεξαμενή 100 τετραγωνικών πήχεων και την ιδιωτική οδό αδιέξοδο πάροδο (δίοδο) διαστάσεων 7 Χ 15,35 πήχεων επί της οδού Ηρακλείου. Έτσι η ... και ο ... απέκτησαν κατά ποσοστό 100% το πιο πάνω τμήμα του μείζονος ακινήτου(συνολικού εμβαδού 1083 τπ= 430τπ+ 653τπ), παρέμειναν δε συγκύριοι κατά ποσοστό 60% στο υπόλοιπο ακίνητο και ειδικότερα στα οικόπεδα που αναφέρονται με τους αριθμούς 32 και 33 στο ίδιο πιο πάνω σχεδιάγραμμα, εμβαδού 370 και 338 τετραγωνικών πήχεων αντίστοιχα. Στις 22-7-1939 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς διαθήκη, ο , ο οποίος κληρονομήθηκε από τη θυγατέρα του ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, στην οποία περιήλθε και το ποσοστό του στα προαναφερθέντα οικόπεδα με την ενεργό ανάμειξη της στη διοίκηση και διαχείριση της κληρονομιάς. Έτσι περιήλθαν κατά κυριότητα σε αυτήν τα μεν οικόπεδα με τους αριθμούς 34 και 35 (κατά το σχεδιάγραμμα του μηχανικού) κατά ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου, τα δε οικόπεδα με τους αριθμούς 32 και 33 κατά ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου. Τα ανωτέρω ουδόλως αμφισβήτησε ο εναγόμενος Δήμος όσο ζούσε η , αλλά αντίθετα την αναγνώριζε ως ιδιοκτήτρια των ανωτέρω ακινήτων, δεδομένου ότι κατ' έτη 1977 και 1982 την κάλεσε σε καταβολή εισφοράς για υπεραξία λόγω της επέκτασης του σχεδίου πόλης και στο επί της οδού ακίνητο της, τόσο για το τμήμα κυριότητας της κατά ποσοστό 100%, όσο και για εκείνο στο οποίο είχε ποσοστό συγκυριότητας 60%, αναφορικά με το οικονομικό έτος 1972, υποχρέωση που βεβαιώθηκε το έτος 1977 . Κατά της εγγραφής της στους βεβαιωτικούς καταλόγους εισφοράς λόγω τροποποίησης του σχεδίου πόλης, οικον. έτους 1972, η άσκησε προσφυγή σε βάρος του εδώ εναγομένου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 12566/1978 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που ακύρωσε την ανωτέρω πράξη, δεχθέν ότι δεν είχε προσδιορισθεί ορθά η υπεραξία του ακινήτου ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας. Πλην όμως, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων παράλληλα, τουλάχιστον από το 1979, παράνομα και αυθαίρετα κατέλαβε τα κατωτέρω περιγραφόμενα τμήματα από την ως άνω ιδιοκτησία της και τα μετέτρεψε σε πλατεία και πεζόδρομο, χωρίς να τηρήσει τη νόμιμη διαδικασία συντέλεσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης διά της καταβολής αποζημίωσης ή παρακατάθεσης αυτής, εκμεταλλευόμενος την ανοχή και την καλή πίστη της τελευταίας, διαβεβαιώνοντας την ότι θα προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση αυτών σε εκτέλεση του από 23-3-1977 ΠΔ περί τροποποίησης και επέκτασης του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών(ΦΕΚ 131/25-4-1977). Ειδικότερα, όπως δέχθηκε και η προρρηθείσα 10095/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ο εναγόμενος Δήμος κατέλαβε μία εδαφική έκταση συνολικής επιφάνειας 701 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Ποδαρούς» ή «Καλάμια» και ήδη «Πατήσια» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, στα   με αριθμούς 111 και 113 Ο.Τ,  όπως αυτή αποτυπώνεται με τα στοιχεία 200 - 201 -202- 217 - 152 - 151 - 46 - 45 - 1 - 222 - 214 - 215 -206 -205 - 200 στο από 13/1/2005 σχεδιάγραμμα του πραγματογνώμονα αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, ..., που επισυνάπτεται στην προαναφερθείσα υπ' αριθμ. .../2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και αποτελείται από τρίτα τμήματα α) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 205 - 204 - 220 - 221 - 1 - 222 - 214 - 215 - 206 - 205, επιφάνειας 390,20 τ.μ. και αποτελεί τμήμα των οικοπέδων με  τους  αριθμούς 34 και 35 του από 2-7-1926 σχεδιαγράμματος του , β) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 202 - 217 - 152 - 223 - 202, επιφάνειας 14,47 τ.μ. και αποτελεί τμήμα της διόδου προς τη Λεωφόρο Ηρακλείου του ανωτέρω σχεδιαγράμματος και γ) το τμήμα που προσδιορίζεται με τα στοιχεία 205 - 200 - 201 - 202 - 223 - 151 - 46 - 45 - 220 - 204 - 205, επιφάνειας 296,33 τ.μ. και αποτελεί τμήμα των οικοπέδων με τους αριθμούς 32 και 33 του ανωτέρω σχεδιαγράμματος. Το ότι η ως άνω κατάληψη έγινε  από  τον εναγόμενο Δήμο ήδη από το 1979, αποδεικνύεται από τα κατωτέρω: Α) στη με αριθμό 89/2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του , που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσας δίκης, επισημαίνεται ότι πέραν της αυτοψίας, φωτοερμηνεύθηκαν αεροφωτογραφίες της περιοχής, όπου βρίσκονται τα επίδικα εδαφικά τμήματα, ήτοι α) λήψης του έτους 1979 από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) με κλίμακα 1:15000, β) λήψης 10-5-1982 του Οργανισμού Κτηματογράφησης και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ) με κλίμακα 1:7000, γ) στερεοζεύγος αεροφωτογραφιών λήψης 1988 από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) με κλίμακα 1:15000 και δ) ψηφιακή ορθοφωτογραφία που προήλθε από αεροφωτογραφίες λήψης 2007-2009 του Εθνικού Κτηματολογίου. Ήδη στην αεροφωτογραφία του 1979 τα τρία ως άνω τμήματα εμφανίζονται ως ελεύθερος χώρος «αλάνα», δηλαδή χωμάτινος επίπεδος χώρος, όπου είναι εμφανής μία διαμόρφωση -αρχική διάνοιξη με χωματουργικά μηχανήματα (μπουλντόζα ή γκρέιτερ), χρησιμοποιείται για τη στάθμευση αυτοκινήτων, αλλά και για να διέρχονται αυτά από αδιαμόρφωτο χωμάτινο δρόμο, ενώ μόνο στο -γ-τμήμα υπάρχει στο κέντρο του ένα μεγάλο δένδρο. Διακρίνεται μικρό κτίσμα, πρόχειρες κατασκευές με λαμαρίνα και υπολείμματα περιμάνδρωσης, πλην όμως εκτός των επιδίκων ακινήτων και συγκεκριμένα βόρεια των -α- και -γ- τμημάτων. Στην αεροφωτογραφία του 1982 τα τρία ως άνω τμήματα εμφανίζονται ως έκταση υπό διαμόρφωση για να γίνει πάρκο και πεζόδρομοι. Συγκεκριμένα το τμήμα -α- καλύπτεται από τη νεοδιανοιγμένη ανώνυμη οδό μεταξύ των ΟΤ 113 και ΟΤ 111 και από τμήμα «χώρου πράσινου» οριοθετημένο με κράσπεδο, που κατασκευάσθηκε μεταξύ 1979-1982. Το τμήμα -β-αποτελεί αλάνα που χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων και το τμήμα -γ- απαρτίζεται από τρία επιμέρους τμήματα, ήτοι ένα αλάνας, ένα τμήμα της νεοδιανοιγμένης ανώνυμης οδού μεταξύ των ΟΤ 113 και ΟΤ111 και ένα τμήμα «χώρου πράσινου», οριοθετημένου με κράσπεδο, στο κέντρο του οποίου συνεχίζει να υπάρχει το δένδρο, που είχε αποτυπωθεί και στην αεροφωτογραφία του 1979. Στην αεροφωτογραφία του 1988 τα τρία ως άνω τμήματα εμφανίζονται ως έκταση που έχει εξ ολοκλήρου διαμορφωθεί σε «χώρο πράσινου» και έχει γίνει πάρκο και πεζόδρομοι. Συγκεκριμένα το τμήμα -α- καλύπτεται από την υλοποιημένη ανώνυμη οδό(πεζόδρομο) μεταξύ των ΟΤ 113 και ΟΤ 111 και από τμήμα «χώρου πράσινου»-πάρκου. Το τμήμα -β-αποτελεί αλάνα που χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων και το τμήμα -γ- απαρτίζεται από τρία επιμέρους τμήματα, ήτοι ένα αλάνας, ένα τμήμα της υλοποιημένης ανώνυμης οδού μεταξύ των ΟΤ 113 και ΟΤ111 και ένα τμήμα ολοκληρωμένου « χώρου πράσινου». Στην ψηφιακή ορθοφωτογραφία 2008-2009 το τμήμα -α- αποτυπώνεται ότι καλύπτεται από την υλοποιημένη ανώνυμη οδό που βρίσκεται μεταξύ των ΟΤ 111 και ΟΤ 113, καθώς και από το διαμορφωθέν από ετών πάρκο, με το κεντρικό κομμάτι αυτού πλακοστρωμένο (όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στην από  13-1-2005 πραγματογνωμοσύνη του ), το τμήμα-β- έχει πλακοστρωθεί και αποτελεί πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Ηρακλείου και το τμήμα-y- διακρίνεται σε τρία επιμέρους τμήματα, εκ των οποίων το ένα είναι πλακοστρωμένο και αποτελεί πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Ηρακλείου, το άλλο αποτελεί τμήμα της ανώνυμης οδού μεταξύ των ΟΤ 111 και ΟΤ 113 και το τρίτο έχει διαμορφωθεί σε χώρο πράσινου. Η σημερινή κατάσταση αποτυπώνεται και στις προσκομισθείσες φωτογραφίες, από την επισκόπηση των οποίων προκύπτει ότι η βλάστηση (δένδρα κλπ), του πάρκου - «χώρου πράσινου» φύεται από δεκαετιών. Β) Από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου - πολιτικού μηχανικού , που ορίζει ως χρόνο κατάληψης της επίδικης έκτασης το 1980 και ότι οι εργασίες διαμόρφωσης αυτών σε πάρκο και πεζόδρομο ολοκληρώθηκαν το 1983. Γ) Από την αλληλογραφία που είχε η με διάφορες υπηρεσίες αναφορικά με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των ως άνω εδαφικών τμημάτων, ήτοι την από 23-2-1976 επιστολή της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλης του Δήμου Αθηναίων προς τη , τις υπ' αρ. 151/1976 και 209/1977 εκθέσεις της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλης του Δήμου Αθηναίων, την υπ' αρ. 27757/887/1979 αίτηση της ... για σύνταξη πράξης προσκύρωσης, τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης και την από 26-2-1980 απάντηση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αττικής και την από 22-10-1985 δήλωση της προς τη Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών περί διατήρησης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Δ) Από το ότι στην με αριθμό .../2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του , η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αναφέρεται ότι στην υπ' αριθμόν .../15-5-1985 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών και το συνοδεύον αυτή από 17-3-1986 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού , (την οποία, σημειωτέον, ο ενάγων επικαλέσθηκε ως τίτλο κτήσης του επί των επιδίκων εκτάσεων δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, πλην όμως οι καλούντες δεν την προσκόμισαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), περιγράφεται ως κληρονομιαίο ακίνητο (καθόσον η …απεβίωσε την 27-11-1985) μόνο το οικόπεδο του ΟΤ 111 επί της οδού , εμβαδού 488,68 τ.μ., επί του οποίου ανεγέρθηκε πολυώροφος οικοδομή (όπως αποτυπώνεται και στην με αριθμό 9 πανοραμική φωτογραφία της επίδικης έκτασης που είναι συννημένη στην υπ' αριθμόν 32/2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης), ενώ οι επίδικες εκτάσεις, εμβαδού κατά τη μέτρηση 600 τ.μ. και 400 τ.μ. αντίστοιχα αναφέρονται ως απαλλοτριωθείσες λόγω ρυμοτομίας και Ε) Στην από 20-1-1997 εξώδικη δήλωση του (αδελφού του ενάγοντα) προς το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία κοινοποιήθηκε στη ΔΟΥ Δημοσίων Κτημάτων και στο Δήμο Αθηναίων, αν και αναφέρεται ότι η κατάληψη των ως άνω εκτάσεων έγινε από το Δήμο το 1987 σε εκτέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε με το από 23-7-1977 διάταγμα (ΦΕΚ 131/25-4-1977), χωρίς να έχει καταβληθεί οιαδήποτε αποζημίωση, εντούτοις για την ακριβή περιγραφή της καταληφθείσης εδαφικής έκτασης παραπέμπει στο από 4-7-1978 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού (που συντάχθηκε καθ' υπόδειξη της…), όπου απεικονίζεται ο πεζόδρομος, που σημαίνει ότι ήδη από την ημεροχρονολογία αυτή(4-7-1978) αποτυπωνόταν η καταληφθείσα εδαφική έκταση και διακρίνονταν από την υπόλοιπη ιδιοκτησία της.

 

 Από όλα τα ανωτέρω λεπτομερώς εκτεθέντα ουδόλως αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός περί κατάληψης των επίδικων εδαφικών τμημάτων το 1987, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου Δήμου ότι η κατάληψη έγινε από αυτόν ήδη από το 1979, όταν ουσιαστικά η απώλεσε τη φυσική εξουσίαση των επιδίκων, αφού αυτά είχαν διαμορφωθεί με χωματουργικά μηχανήματα κατ' εντολή του εναγομένου Δήμου σε «αλάνα», ενώ οι λοιπές εργασίες διαμόρφωσης σε χώρο πράσινου-πάρκο και πεζόδρομο ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1983. Κατά συνέπεια, από την κατάληψη των επιδίκων έως την έγερση της ένδικης αγωγής από τον , που κατατέθηκε την 17-4-2007, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας,  οπότε η σχετική αξίωση προς απόδοση αυτών είτε αυτούσιων είτε αποζημίωσης (για την περίπτωση της αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης) έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ως εκ τούτου εξέλειπε το έννομο συμφέρον του ενάγοντα προς αναγνώριση της συγκυριότητας του επί των επιδίκων και τούτο ανεξάρτητα από το ότι α) αν τα επίδικα εδαφικά τμήματα παρέμειναν στην κληρονομιαία περιουσία της ,  β) αν στην υπ' αριθμόν .../15-5-1985 δήλωση αποδοχής  κληρονομιάς  ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών , με την οποία ο   φέρεται να αποδέχθηκε την κληρονομιά της μητέρας του , δεν αναφέρονται τα επίδικα, όπως επεσήμανε η εκκαλουμένη και γι' αυτό απέρριψε τη βάση της αγωγής περί κληρονομικής διαδοχής και γ) αν δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες πράξεις νομής του ενάγοντα επί των επιδίκων που να θεμελιώνουν κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Τέλος, ας σημειωθεί ότι ένεκα της στενής συγγενικής του σχέσης με την 1η καλούσα (νομικό παραστάτη και του αδελφού του ) ήταν σε θέση να γνωρίζει εξ αρχής για την κατάληψη των επιδίκων από το Δήμο και τις έννομες συνέπειες της μη εναντίωσής του. Συνακόλουθα των ανωτέρω και γενομένου δεκτού κατ' ουσίαν του δεύτερου λόγου της κρινόμενης 1ης έφεσης (με αρ. κατ. 1920/2010), με τον οποίο επαναφέρεται η ένσταση του εναγομένου Δήμου, που προβλήθηκε  πρωτοδίκως, περί απαραδέκτου της  αναγνωριστικής αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ως συνέπειας της παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης για την αδυναμία αυτούσιας απόδοσης των επιδίκων, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη 138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού διακρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί η αγωγή (με αρ. κατ. 87198/3893/17-4-2007) ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, η 2η έφεση (με αρ. κατ. 3218/2010) πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν ως μη έχουσα πλέον αντικείμενο, αφού έχει κριθεί απορριπτέα η κρινόμενη αγωγή. Τέλος, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων(ενάγοντα και εναγομένου) αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας , θα πρέπει να συμψηφισθούν λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου κατ' άρθρο 179 του ΚΠολΔ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

-ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ η βιαίως διακοπείσα δίκη με το θάνατο την 7-9-2012 του εφεσίβλητου 1ης έφεσης-εκκαλούντα 2ης έφεσης από τους κληρονόμους του.

 

 -ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη μετά από επανάληψη συζήτηση της με αρ. 3218/2010 έφεσης ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΙΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ-Ε.ΥΔ.Α.Π.»

 

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την με αρ. κατ. 3218/2010 έφεση.

 

-ΔΕΧΕΤΑΙ κατ' ουσίαν την με αρ. κατ. 1920/2010 έφεση.

 

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ' αριθμόν 138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

-ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή (με αρ. κατ. 87198/3893/17-4-2007).

 

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

 

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Αθήνα  στις 19 Δεκεμβρίου 2016 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους στις 13 Φεβρουαρίου 2017

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ