ΕφΑθ 6417/2008

 

Καταγγελία σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) - Συστέγαση φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών (εκμάθησης πληροφορικής) - Πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

 

Δεν στοιχειοθετείται σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) που αφορά στη συστέγαση φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών (εκμάθησης πληροφορικής) και η καταγγελία αυτή είναι άκυρη. Πράξεις που συνιστούν αθέμιτο ανταγωνισμό. Δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει περίπτωση αθέμιτης απόσπασης πελατείας και εκμετάλλευσης της φήμης ή της οργάνωσης της εφεσίβλητης εταιρίας από τη συνέχιση από τον εκκαλούντα δικαιοδόχο και μετά την καταγγελία της λειτουργίας του φροντιστηρίου παρέχοντας υπηρεσίες εκμάθησης ξένων γλωσσών και πληροφορικής με τη χρήση διαφορετικού διακριτικού γνωρίσματος και χωρίς την πινακίδα της εφεσίβλητης. Δεν στοιχειοθετήθηκε συμπεριφορά αντικείμενη στα χρηστά ήθη που να θεμελιώνει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της εφεσίβλητης για ηθική της βλάβη, ούτε συμπεριφορά που να πληροί το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 6417/2008

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 14ο

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Πρόεδρο Εφετών, Βασίλειο Πέππα - Εισηγητή και Παρασκευή Μεντζελπούλου, Εφέτες και από τη Γραμματέα Αντωνία Χατζηπαναγιώτου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ...., κατοίκου Καλαμάτας, ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ, 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νικολάου.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΧΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα στην οδό Τζώρτζ αριθ. 14 και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ, 2 του ΚΠολΔ η πληρεξούσια δικηγόρος της Παναγιώτα Καρπουζάκη.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 23-10-2006 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 10451/2006, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 6174/2007 οριστική tou απόφαση με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από ο Εισηγητής 8-4-2008 έφεση του προς τo Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 3609/2008.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 

ΕΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ... κατά της 6174/07 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά ΐην τακτική διαδικασία, επί της από 23/10/06 αγωγής της εφεσίβλητης, για την αναγνώριση της ακυρότητας της υπαναχώρησης, άλλως καταγγελίας της επικαλούμενης σύμβασης δικαιόχρησης από τον εκκαλούντα και για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής της βλάβης, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), οι οποίοι αναφέρονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το προτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε μερικά την αγωγή.

 

 

Οι συμφωνίες Franchising, που προβλέπονται από τον 4087/1988 Κανονισμό της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αυτός διατηρήθηκε σε ισχύ με τον Κανονισμό 2790/1999 της Επιτροπής, γνωστές στη θεωρία και πρακτική, ως συμβάσεις βικαιόχρησης, είναι μικτές συμβάσεις, δηλαδή συμβατικές σχέσεις στις οποίες απαντώνται στοιχεία περισσοτέρων επωνύμων συμβάσεων ή και συμφωνιών που συνάπτονται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν το συγκεκριμένο είδος (μίσθωση έργου, πώληση), γίνεται δε αποδεκτό ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, ο οποίος προέχει στην όλη συμβατική σχέση, Οι κανόνες που διέπουν το τμήμα αυτό της συμβάσεως εφαρμόζονται πρωτευόντως στην συμβατική σχέση, οι δε κανόνες που διέπουν τα υπόλοιπα τμήματα δεν αγνοούνται, αλλά εφαρμόζονται συμπληρωματικά. Στην περίπτωση του Franchising, ο προέχων χαρακτήρας είναι η παροχή υπηρεσιών και η παραχώρηση αυλών αγαθών, ακόμη και όταν υπάρχουν συμφωνίες για αγορά ή για αγορά προς μεταπώληση, Εξάλλου, η μη ομαλή εξέλιξη της συμβάσεις αυτής, ως διαρκούς ενοχής, δημιουργεί πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την αδυναμία ή την υπερημερία της παροχής του οφειλέτη, αν υπάρχει αθέτηση κυρίας συμβατικής υποχρεώσεως (βλ, Απ. Γεωργιάδη «Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας», 2000, σελ. 235 επ., Εφ.Αθ. 2817/07 Αρμ, ΞΒ, 576). Προκειμένου για σύμβαση Franchising ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με την έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία Franchising ορισμένου χρόνου, αποτελεί καταρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα μέρος. Αλλά και ανυπαίτιοι λόγοι μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, εφόσον η συνέχιση της συμβάσεως αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του ενός μέρους (βλ. Απ, Γεωργιάδη «Η ανώμαλη εξέλιξη της συμβάσεως Franchising», Επισκ. ΕμπΔ 1996, 247 επ., Θεμελή «Η σύμβαση Franchising», αφιέρωμα στον Κ. Βαβούσκο, τ. Β' 1990, Σουφλερό «Οι συμβάσεις Franchising στο Ελληνικό Δίκαιο και κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού», 1989» σελ. 163). Τυχόν δε ανυπαρξία σπουδαίου λόγου ή αν ο προβαλλόμενος ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας δεν είναι τόσο σπουδαίος και σοβαρός, ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την πρόωρη λύση της συμβάσεως, καθιστά την καταγγελία της συμβάσεως ορισμένου χρόνου άκυρη (πρβλ. ΑΠ 1701/98 ΕλλΔ 42, 125, ΑΠ 112/04 αδημ., βλ. Εφ.Αθ. 2817/07 ό,π.).

 

 

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο ταυ πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, εκτιμώμενες ανάλογα με το βαθμό γνώσης και το μέτρο αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, ξεχωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους» τις 3203/06, 3206/06 ένορκες βεβαιώσεις των ...., αντίστοιχα, στη συμ/φο Αθηνών ..., που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη και έχουν όλες ληφθεί νομοτύπως» μετά από προηγούμενη κλήτευση του εναγομένου - εκκαλούντος, σε συνδυασμό με όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη» από το έτος 1995, έχει καταρτίσει σειρά προγραμμάτων, μεθόδους διδασκαλίας και παρουσίασης μαθημάτον ξένων γλωσσών, καθώς και σειρά συμβουλευτικών υπηρεσιών για τη λειτουργία ενός φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, όλη δε αυτή η τεχνογνωσία έχει αποτελέσει πακέτο δικαιόχρησης, με το ημεδαπό σήμα ΑΧΟΝ, που  έχει γίνει αμετάκλητα δεκτό με την 5339/96 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και τον, σύμφωνα με το καταστατικό της, διακριτικό τίτλο ΑΧΟΝ. Η εφεσίβλητη χορηγεί από το έτος 1995, to δικαίωμα άδειας και εκμετάλλευσης του ως άνω πακέτου δικαιόχρησης σε δικαιούχους, με σκοπό τη λειτουργία φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ΑΧΟΝ, σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, έναντι εφάπαξ τέλους εισόδου και ποσοστών επί των κερδών κάθε φροντιστηρίου. Το πακέτο αυτό εμπλουτίστηκε και ανανεώθηκε με την προσθήκη και άλλων υπηρεσιών  και συγκεκριμένα πληροφορικής, εκμάθησης χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών» μηχανογραφημένης λογιστικής και εκπαίδευσης καθηγητών, οι οποίες  αντιστοιχούν σε εργαστήριο ελεύθερων σπουδών, με σκοπό την παροχή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στους δικαιούχους του δικτύου. Οι τελευταίοι κάνουν χρήση της τεχνογνωσίας της εφεσίβλητης, παρέχοντας στα φροντιστήρια τους τα σύνολο των ανωτέρω υπηρεσιών, οι οποίες περιέχονται στις πανελλαδικές διαφημίσεις που εκπονεί η εφεσίβλητη, ως παρέχουσα τις εν λόγω υπηρεσίες και χρησιμοποιώντας το εξελιγμένο διακριτικό τους γνώρισμα «ΑΧΟΝ Διεθνές Δίκτυο Σπουδών», τo οποίο κατατέθηκε, ως σήμα και έχει γίνει αμετάκλητα δεκτό με την 3617/2000 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Εξάλλου, η εφεσίβλητη, για να γίνει γνωστή η τεχνογνωσία της στους δικαιούχους της, εκπαιδεύει αυτούς και το προσωπικό τους, με σεμινάρια, ενώ τους παρέχει και τη χρήση διοικητικών και εκπαιδευτικών εγχειριδίων, βιβλίων ξένων γλωσσών, καθώς και οπτικοακουστικού υλικού. Τα εγχειρίδια και τα βιβλία του συστήματος έχουν εκπονηθεί από ειδικό τμήμα εξειδικευμένων επιστημόνων - διδασκάλων και συμβούλων, που διατηρεί η εφεσίβλητη, διανέμονται δε αποκλειστικά στους δικαιούχους του συστήματος. Στις 1/9/03, καταρτίστηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και του εκκαλούντος σύμβαση δικαιόχρησης, με την οποία του παραχωρήθηκε η άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης του πακέτου δικαιόχρησης, για τη λειτουργία φροντιστηρίου ξένων γλωσσών ΑΧΟΝ, στην περιοχή της πόλεως της Καλαμάτας, για πέντε χρόνια, Ο εκκαλών συμφώνησε, να παρέχει υπηρεσίες εκμάθησης ξένων γλωσσών, κα6ώς και πληροφορικής (εκμάθηση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή και χειριομού internet) σύμφωνα με το πακέτο της δικαιόχρησης, ενώ συγχρόνως έλαβαν τα προαναφερθέντα εγχειρίδια, βιβλία και το οπτικοακουστικό υλικό της εφεσίβλητη, ώστε να περιέλθει σ' αυτόν η τεχνογνωσία της. Στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης, ο εκκαλών προέβη στην ίδρυση και λειτουργία φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εργαστηρίου εκμάθησης πληροφορικής, στην Καλαμάτα, σε κτίριο, όπου στεγαζόντουσαν και τα δύο  τμήματα, τα οποία λειτουργούσαν σε διαφορετικές αίθουσες. Μεταξύ των όρων της σύμβασης περιλαμβανόταν και εκείνος του άρθρου Β.2.γ, που προέβλεπε την καταβολή από το δικαιοδόχο στην εφεσίβλητη - δικαιοπάροχο συνολικού ποσοστού 10% επί των μηνιαίων ακαθάριστων εισπράξεων του δικαιοδόχου, καταβλητέου το πρώτο δεκαήμερο μετά τη λήξη κάθε μήνα. Επίσης) με το άρθρο Β21 συμφωνήθηκε υποχρέωση του δικαιοδόχου να απέχει από κάθε ενέργεια, που μπορεί να θεωρηθεί, ως ανταγωνιστική προς το δικαιοπάροχο και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, να μην ασκεί αμέσως ή εμμέσως όμοια ή παρεμφερή δραστηριότητα σε περιοχή, στην οποία ανταγωνίζεται με το δικαιοπάροχο ή ο Εισηγητής με άλλο δικαιοδόχο και την οποία υποχρέοιση διατηρεί για εύλογο χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τη λύση ή λήξη της σύμβασης, όπως επίσης, να μην προβαίνει ενεργώς σε παροχή υπηρεσιών της σύμβασης σε περιοχή  στην οποία δραστηριοποιείται ο δικαιοπάροχος ή άλλοι δικαιοδόχοι, Η επίδικη σύμβαση λειτουργούσε ομαλά, μέχρις ότου ο εκκαλών, με την από 27/7/06 εξώδικη δήλωση του, που επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, στις 28/7/06, επικαλούμενος, ότι απαγορεύεται από το νόμο  η συλλειτουργία φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εκμάθησης πληροφορικής, καθώς και ότι απειλούνται σε βάρος του κυρώσεις, δήλωσε, ότι υπαναχωρεί από  τη  σύμβαση. Η εφεσίβλητη, με την από 1/8/06 εξώδικη διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στον εκκαλούντα, στις 7/8/06, του απάντησε, ότι η συστέγαση φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών (εκμάθησης πληροφορικής) είναι απολύτως νόμιμη, όπως γνωρίζει λόγω της αδιατάραχτης άσκησης της δραστηριότητας του μέχρι τότε και ότι η επίκληση παρανομίας γίνεται προσχηματικά, για να αποφύγει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς αυτήν και να αποχωρήσει από το δίκτυο. Η ως άνω δήλωση του εκκαλούντος, ενόψει του ότι αφορούσε διαρκή σύμβαση, ευρισκόμενη στη στάδιο της εκτέλεσης, συνιστούσε καταγγελία της επίδικης σύμβασης δικαιόχρησης, με βάση όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη (βλ. και Απόστολο Γεωργιάδη, ό,π, σελ. 238 επ.). Σχετικά με το ζήτημα της επιτρεπτής συλλειτουργίας, στο ίδιο κτίριο, φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εργαστηρίου εκμάθησης πληροφορικής πρέπει, να σημειωθούν τα ακόλουθα. Η στέγαση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, φροντιστηρίων και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών υπάγεται δε διάφορους περιορισμούς, που καθιερώνουν οι σχετικοί νόμου, Συγκεκριμένα δε κατά το χρόνο της επίδικης καταγγελίας 1) η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 682/77, που επιτρέπει τη συστέγαση ιδιωτικών σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, εφόσον διατίθενται ξεχωριστοί αύλειοι και κοινόχρηστοι χώροι για κάθε σχολείο, 2) η διάταξη του άρθρου 63 παρ. 6 εδ. α' του Α.Ν. 2345/1940» που απαγορεύει τη συστέγαση και συλλειτουργία φροντιστηρίων στοιχειώδους, μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ η διάταξη παρ. 6 εδ. β' του ίδιου άρθρου επιτρέπει, να συστεγάζονται όχι περισσότερα από δύο φροντιστήρια ξένων γλωσσών, μουσικής και ελεύθερων σπουδών, 3) η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 1966/91 που απαγορδύει τη συστέγαση ιδιωτικών σχολικών μονάδων τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης με εργαστήρια ελεύθερων σπουδών. Όμως, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απαγορεύουν, κατ' αρχάς ευθέως τη συστέγαση φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εργαστηρίων εκμάθησης πληροφορικής. Αλλ' ούτε και με διασταλτική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων θα ήταν επιτρεπτή τέτοια απαγόρευση» χωρίς τη συνδρομή δημόσιου συμφέροντος, ως εισάγουσα περιορισμούς στην άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων (άρθρα 5 παρ. 1, 16 παρ. 1, 106 παρ. 2 Σ, βλ. εκτενέστερα την από 29/6/06 γνωμοδότηση Νίκου Αλεβιξάτου, που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη), Πρέπει, να σημειωθεί, ότι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών προβλέπονται από το άρθρο 63 παρ. 1 του Α.Ν. 2545/1940 και για την ίδρυση τους απαιτείται ειδική άδεια, ενώ τα εργαστήρια ελεύθερων σπουδών προβλέπονται από το άρθρο 5 παρ. 4 του ν.δ. 4.10/9.10.1935 και λειτουργούν χωρίς άδεια. Εξάλλου, για μακρό χρονικό διάστημα η Διοίκηση έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση πραγματικών και νομικών καταστάσεων, με συστεγάσεις φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών, όπως αυτών εκμάθησης πληροφορικής, εκδίδοντας άδειες σε φροντιστήρια, συστεγαζόμενα με εργαστήρια ελεύθερων σπουδών. Το ίδιο συνέβη και με to φροντιστήριο ξένων γλωσσών του εκκαλούντος, για το οποίο χορηγήθηκε άδεια από τη Διοίκηση, παρά την εξ αρχής, από την ίδρυση του, συστέγαση στο ίδιο κτίριο τόσο του φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, όσο και του εργαστηρίου εκμάθησης πληροφορικής. Έτσι, ενώ δεν υπάρχει ρητή νομοθβτική απαγόρευση για την επίμαχη συστέγαση, κατά καιρούς, η Διοίκηση, με βάση την ερμηνεία που εκείνη δίνει στις ανωτέρω διατάξεις, δημιούργησε θέμα σε ορισμένους φροντιστηριούχους, όπως συνέβη με το φροντιστήριο της Κ. Μ., στην Παιανία, στην οποία το Γραφείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής, με το 952/8.5.2000 έγγραφο του, επισήμανε, on η συστέγαση επιτρέπεται βάσει του Α.Ν. 2545/1940, με την προϋπόθεση ότι τα μαθήματα φροντιστηρίου ξένων γλωσσών δεν θα γίνονται στις ίδιες αίθουσες με τα μαθήματα του εργαστηρίου ελεύθερων σπουδών, ότι με τον όρο συστέγαση εννοείται, ότι το κέντρο ξένων γλωσσών και to εργαστήριο ελεύθερων σπουδών θα έχουν κοινή είσοδο, αλλά τα μαθήματα θα διδάσκονται σε διαφορετικές αίθουσες. Όμως, τόσο στο φροντιστήριο του εκκαλούντος, όσο και στα υπόλοιπα φροντιστήρια των δικαιοδόχων της εφεσίβλητης και σύμφωνα με το πακέτο δικαιόχρησης, που εκείνη τους παρέχει, τα δύο ως άνω τμήματα (φροντιστήριο ξένων γλωσσών και εργαστήριο εκμάθησης πληροφορικής) συστεγάζονται μεν στο ίδιο κτίριο, αλλά λειτουργούσαν και λειτουργούν σε διαφορετικές αίθουσες, διαμορφωμένες σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε τμήματος. Επίσης, έγγραφη όχληση, για την ανεπίτρεπτη, κατά την άποψη της Διοίκησης, παράλληλη λειτουργία φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εργαστηρίου εκμάθησης πληροφορικής, δέχτηκε η δικαιοδόχος της εφεσίβλητης ..., με το 1590/21,3.06 έγγραφο της Δ' Δ/νσης Β/θμιας Εκπαίδευσης Αθήνας, ενώ, αντίθετα, στο φροντιστηριούχο ..., στο Κορωπί, ο οποίος στο ίδιο οίκημα διατηρεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και εργαστήριο ελεύθερων σπουδών, μετά από σχετικό έλεγχο, με το 2291/16.5.06 έγγραφο της Δ/νσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής, έγινε μόνον η παρατήρηση να διατηρεί ξεχωριστά μητρώα μαθητών για ο Εισηγητής καθένα από τα παραπάνω τμήματα. Ο εκκαλών, μετά την αποχώρηση του από την ένδικη σύμβαση, κατά την έναρξη του εκπαιδευτικού  έτους της ίδιας χρονιάς (Σεπτέμβρισς του 2006), προχώρησε και πάλι στη λειτουργία φροντιστηρίου ξένων γλωσσών και εργαστηρίου εκμάθησης πληροφορικής, στην ίδια περιοχή, δηλαδή στην Καλαμάτα, στο ίδιο κτίριο, αλλά με το διαφορετικό διακριτικό γνώρισμα "EUROPEAN SCHOOL LAB ACTION". Πρέπει, να σημειωθεί, ότι ο εκκαλών μέχρι την ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του, δεν είχε δεχτεί κάποια έγγραφη, επίσημη όχληση από τη Διοίκηση, σχετική με τη συστέγαση των δύο τμημάτων. Ανεξάρτητα από την  κατά τα παραπάνω αντιφατική και διαφοροποιούμενη κάθε φορά συμπεριφορά και θέση  της Διοίκησης, σχετικά με ο κρίσιμο αυτό ζήτημα, που δεν απορρέει από αλλαγή του επί μακρό χρόνο ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, αλλά από πρόσφατη ερμηνεία που δίνει η Διοίκηση σε αυτό, δεν αποδεικνύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, ότι η διοίκηση προέβη οποτεδήποτε σε ανάκληση άδειας δικαιδόχου της βφεσίβλητης ή άλλου φροντιστηριούχου, εξαιτίας της κατά τα παραπάνω συστέγασης και ουλλειτουργίας των δύο τμημάτων, ούτε αποδεικνύεται, ότι επιβλήθηκαν σε οποιονδήποτε διοικητικά πρόστιμα ή ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για τον ίδιο λόγο, Αλλωστε και ο ίδιος ο εκκαλών, μετά την επίμαχη καταγγελία της ένδικης σύμβασης, συνέχισε να διατηρεί στο φροντιστήριο του τόσο το τμήμα ξένων γλωσσών, όσο και το τμήμα εκμάθησης πληροφορικής, τα οποία συστεγάζονται στο ίδιο κτίριο και λειτουργούν σε διαφορετικές αίθουσες, κάτι που συνέβαινε και πριν την καταγγελία. Οι οποιεσδήποτε τυχόν εσωτερικές διαρρυθμίσεις, στις οποίες προέβη εντός του κτιρίου του, ώστε να είναι περισσότερο διακριτή η ύπαρξη των τμημάτων, δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς την κατάσταση και δεν αναιρεί τη συστέγαση, ούτε τη συλλειτουργία τους, εφόσον υπό τον ίδιο επιχειρηματικό φορέα καλύπτεται η λειτουργία και των δύο τμημάτων, που συστεγάζονται στο ίδιο κτίριο. Επιπροσθέτως, ο εκκαλών δεν ζήτησε από την εφεσίβλητη, να του επιτρέψει, να προβεί σε κάποια εσωτερική διαρρύθμιση του χώρου του φροντιστηρίου του, ούτε υπέβαλε τέτοιο αίτημα με την ως άνω εξώδικη δήλωση του, αλλά προχώρησε στην καταγγελία της σύμβασης, ενώ ο ίδιος δεν είχε δεχτεί κάποια επίσημη παρατήρηση ή όχληση από τη Διοίκηση για να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, γεγονός που καταδεικνύει την πρόθεση του να αποδεσμευτούν απλώς από τη σύμβαση. Τέτοιες, άλλωστε, συγκεκριμένες ενέργειες, ως αξιούμενες από τη Διοίκηση για να μην υποστεί διοικητικές ή άλλες τυχόν κυρώσεις, δεν γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη, με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί υποχρέωση της τελευταίας να τον συνδράμει ή λάβει κάποια μέτρα, σχετικά με τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του επιδίκου πακέτου δικαιόχρησης. Με βάση όσα αναφέρθηκαν δεν αποδεικνύεται ότι το επίμαχο πακέτο δικαιόχρησης της εφεσίβλητης περιλάμβανε παροχή παράνομων υπηρεσιών. Περαιτέρω, η επίκληση από τον ιεκκαλούντα της δήθεν παράνομης παροχής υπηρεσιών από την εφεσίβλητη υπήρξε προσχηματική, ενώ ο ίδιος απέβλεπε στην πρόωρη αποδέσμευση του από την ένδικη σύμβαση δικαιόχρησης και την ανεξάρτητη πορεία του στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, απαλλαγμένος από τους περιορισμούς και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν γι' αυτόν από την ένδικη σύμβαση, ώστε δεν στοιχειοθετείται σπουδαίος λόγος, που να δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, to οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε τα ίδια και για το λόγο αυτό αναγνώρισε την ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας, αν και με μερικώς διαφορετικές αιτιολογίες, που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται με τις σχετικές αιτιολογίες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς εφάρμοσε το νάμο και 8ev έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλουντος, που διαλαμβάνονται στον 1° λόγο της εφέσεως του, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι.

 

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού αναγνώρισε την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας, υποχρέωσε τον εκκαλούντα στην παροχή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης δικαιόχρησης, μέχρι τη λήξη της χρονικής της διάρκδίας, απειλώντας κατ' αυτού τις κοινές του άρθρου 946 ΚΠολΔ, ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως της ανωτέρω διατάξεως, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, που το έκρινε νόμιμο. Το ίδιο αίτημα, δηλαδή για την απαγγελία των ποινών του άρθρου 946 ΚΠολΔ, το έκρινε μη νόμιμο και το απέρριψε, ως προς τη διάταξη, που αφορούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως υπέρ της εφεσίβλητης λόγω ηθικής βλάβης, αναφέροντας, μάλιστα, ότι στην περίπτωση αυτή χωρεί άμεση εκτέλεση κατά to άρθρο 951 ΚΠολΔ. Επομένως, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που διαλαμβάνεται στον 6° λόγο της εφέσεως του, ότι το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε στις ποινές του άρθρου 946 Κ.ΠολΔ, ενώ στο σκεπτικό του είχε απορρίψει το σχετικό αγωγικό αίτημα, ως μη νόμιμο, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

 

 

Η εφεσίβλητη, προς θεμελίωση της αξιώσεως της για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης της από τη συμπεριφορά του εκκαλαύντος, ισχυρίστηκε με την παραπάνω αγωγή της, κατ' αρθή εκτίμηση του ουσιώδους περιεχομένου της, μεταξύ άλλων, ότι ο εκκαλών-εναγόμενος κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση δικαιόχρησης, πρόωρα, χωρίς σπουδαίο λόγο και προχώρησε στη συνέχιση της λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου του, παρέχοντας τις ίδιες, όπως και υπό το καθεστώς της συμβάσεως, υπηρεσίες, με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού της, χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία της και εκμεταλλευόμενοι τη φήμη της, μετά από προσυνεννόηση

και με άλλους δικαιοδόχους της, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, καθόσον από την όλη συμπεριφορά του μειώθηκε το κύρος της αλυσίδας των φροντιστηρίων της και δημιουργήθηκε η εντύπωση στο καταναλωτικό κοινό, στους σπουδαστές της, αλλά και στους δικαιοδόχους της, ότι παρέχει ανεπαρκείς υπηρεσίες, ιενώ εκ του λόγου τούτου δυσκολεύεται να συνάψει νέες συμβάσεις με υποψήφιους δικαιοδόχους. Με βάση το ως άνω περιεχόμενο της, η αγωγή διελάμβανε τα απαραίτητα περιστατικά, για την ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχειοθέτηση της ηθικής βλάβης της εφεσίβλητης, προς θεμελίωση αξιώσεως της για χρηματική της ικανοποίηση (άρθρα 914, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με άρθρο 1 ν. 146/1914). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και σιωπηρώς, ορθά απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος που προέβαλε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, περί αοριστίας της αγωγής και πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο σχετικός, περί τούτου με αριθμό 5 λόγος της εφέσεώς του.

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές, εργολαβικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε προς τον σκοπό ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτη δύναται να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας, Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδες στοιχείο, για τη θεμελίωση της αξιώσεως προς αποζημίωση επί αθέμιτου ανταγωνισμού, είναι και το να εκτελείται η πράξη, που φέρεται ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό, με πρόθεση ανταγωνισμού προς την από άλλο ασκούμενη εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, η συμβατική παράβαση δεν συνιστά καθ' εαυτή αθέμιτο ανταγωνισμό, συγκεκριμένη όμως συμβατική παράβαση μπορεί να είναι αντίθετη και προς τα χρηστά ήθη to ανταγωνισμού, απαγορευόμενη από το άρθρο 1 του Ν. 146/1944. Ειδικότερα, η παράβαση σύμβασης, που δημιουργεί μονομερή ή και αμοιβαία υποχρέωση για αποκλειστική συναλλαγή μεταξύ των συμβαλλομένων, συνιστά συγχρόνως και πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, μόνο αν με αυτή Εξυπηρετείται σκοπός ανταγωνισμού και συντρέχουν ειδικές συνθήκες, που της προσδίδουν αθέμιτο χαρακτήρα. Τέτοιο χαρακτήρα έχεν, όταν γίνεται με μεθοδεύσεις και με σκοπό την απόσπαση πελατείας, που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης ή και την εκμετάλλευση της ξένης φήμης ή οργάνωσης (Ν. Ρόκας σε ΕΕμπΔ 2001, 346-347, Γεωργακόπουλος «Αξίωση αποζημίωσης πελατείας διανομέα και καταχρηστική καταγγελία σύμβασης διανομής» σε ΔΕΕ 1998 σελ, 118, ΑΠ 704/07 ΝοΒ 2007, 2155, Εφ.Αθ. 1628/04 ΔΕΕ 2004, 1177). Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επί πλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 919, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση (βλ. Εφ.Αθ. 8221/2000 ΔΕΕ 2001, 280, Εφ.Αθ. 10146/1989 ΕλλΔ 32,196).

 

 

Στην ένδικη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται, ότι ο εκκαλών, μετά την επίμαχη καταγγελία της ένδικης σύμβασης δικαιόχρησης και συγκεκριμένα με την έναρξη του νέου εκπαιδευτικού έτους, το Σεπτέμβριο του 2006, συνέχισε τη λειτουργία του φροντιστηρίου τους, παρέχοντας υπηρεσίες εκμάθησης ξένων γλωσσών και πληροφορικής. Τούτο, όμως, έγινε με τη χρήαη του πιο πάνω διαφορετικού διακριτικού γνωρίσματος και αφού κατέβασε την πινακίδα ΑΧΟΝ και άλλαξε τα χρώματα και τις όψεις του φροντιστηρίου του, σε σχέση με εκείνα που διατηρούσε, όταν λειτουργούσε, ως δικαιοδόχος της εφεσίβλητης. Επιπλέον, έπαψε να χρησιμοποιεί τα εγχειρίδια και βιβλία του πακέτου δικαιόχρησης της εφεσίβλητης, την οποία κάλεσαν με την ως άνω από 27/7/06 εξώδικη πρόσκληση του, που επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, στις 28/7/06, να τα παραλάβει, μαζί με όλο το υλικό που του είχε παραδοθεί για την εκτέλεση της ειδικής σύμβασης δικαιόχρησης. Επίσης, δεν αποδεικνύεται, ότι κατά την παροχή των ως άνω εκπαιδευτικών υπηρεσιών χρησιμοποιεί τις μεθόδους του πακέτου δνκαιόχρησης της εφεσίβλητης. Ειδικότερα, ο μάρτυρας αποδείξεως της εφεσίβλητης ..., στην ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκη εξέταση του» μεταξύ άλλων, κατέθεσε, ότι ο εκκαλών κάνει σχεδόν τα ίδια πράγματα με διαφορετικό βιβλίο, χωρίς να προκύπτει άμεση, προσωπική του αντίληψη περί τούτου, επικαλούμενος αορίστως καθηγητές παλιούς που δουλεύουν ακόμη και σπουδαστές και χωρίς τα σχετικώς κατατιθέμενα από αυτόν να ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Εντεύθεν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την έκτοτε λειτουργία του φροντιστηρίου του εκκαλούντος δεν προκλήθηκε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, ώστε τούτο να εκλαμβάνει, ότι η επιχειρηματική του  δραστηριότητα  ταυτίζεται με εκείνη του πακέτου δικαιόχρησης της εφεσίβλητης και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση αθέμιτης απόσπαση πελατείας και εκμετάλλευσης της φήμης ή της οργάνωσης της εφεσίβλητης. Επιπλέον, στη γεωγραφική περιοχή της Καλαμάτας, που απετέλεσε τη συμβατική περιοχή για τον εκκαλούντα, δεν δραστηριοποιείται η εφεσίβλητη, ούτε άλλος δικαιοδόχος της. Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, που προβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις της, προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, ότι δηλαδή μετά τον Κανονισμό 2790/99 της ΕΕ (άρθρο 4β) κηρύχτηκαν ανεφάρμοστοι ορισμένοι όροι των συμβάσεων παραγωγής ή διανομής, μεταξύ των οποίων και εκείνος για ορισμό γεωγραφικής περιοχής, στην οποία ο αγοραστής μπορεί να πωλεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες της σύμβασης και ως εκ τούτου, ως περιοχή, κατά την έννοια της ένδικης σύμβασης, πρέπει να εκλαμβάνονται και άλλες περιοχές, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αόριστος, Τούτο, διότι η εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει αν και σε ποιες συγκεκριμένες      παρακείμενες περιοχές λειτουργούν εκπαιδευτήρια δικαιοδόχων της, ενόψει του επικαλούμενου από την ίδια και εκτιθέμενου στην αγωγή της συμβατικού όρου   του  άρθρου  Β21 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού εκ μέρους του δικαιοδόχου εκκαλούντος σε άλλες περιοχές ισχύει με την προϋπόθεση, ότι στην οποιαδήποτε άλλη περιοχή δραστηριοποιείται η δικαιοπάροχος ή δικαιοδόχος της. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται, ότι κατά τον ίδιο χρόνο καταγγελίας της ένδικης σύμβασης δικαιόχρησης από τον εκκαλούντα, κατήγγειλαν και τη δική τους σύμβαση με αυτήν οι δικαιοδόχοι της «... και Σία Ο.Ε.», ... και «... Ο.Ε.», επικαλούμενοι τον ίδιο με την 1η εκκαλούσα λόγο» ενώ οι δικαιοδόχοι «... Ο.Ε.», «... και Σία Ο.Ε.», ... δεν συνέχισαν τη συνεργασία τους με την εφεσίβλητη, διότι έληξε η χρονική διάρκεια των συμβάσεων τους. Οι παραπάνω πρώην δικαιοδόχοι της εφεσίβλητης λειτουργούν στα εκπαιδευτήρια τους φροντιστήρια ξένων γλωσσών και εργαστήρια πληροφορικής, με διαφορετικό διακριτικό γνώρισμα, χωρίς ν' αποδεικνύεται, ότι χρησιμοποιούν την τεχνογνωσία της εφεσίβλητης και πολύ περισσότερο δεν αποδεικνύεται, ότι έχουν αποκτήσει κάποιο οικονομικό ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι της εφεσίβλητης, που διατηρεί στην αλυσίδα της περισσότερα από 100 εκπαιδευτήρια, δραστηριοποιούμενη συγχρόνως στην Αίγυπτο, την Πολωνία και την Αλβανία. Με βάση όλα όσα ήδη αναφέρθηκαν, δεν στοιχειοθετείται συμπεριφορά, αντικείμενη στα χρηστά ήθη, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 146/1914, εκ μέρους του εκκαλούντος, θεμελιωτική αξίωσης χρηματικής ικανοποιήσεως της εφεσίβλητης για ηθική της βλάβη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με την παραδοχή και μόνον ότι η ένδικη καταγγελία έγινε προσχηματικά, χωρίς ουσιαστικό και σπουδαίο λόγο» αλλά με μοναδικό σκοπό την επίτευξη της λύσης της συμβατικής σχέσης με την εφεσίβλητη, για την περαιτέρο) αυτόνομη δραστηριοποίηση του εκκαλούντος, δέχτηκε, ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά από μόνη της και πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, θεμελιωτική αξίωσης της εφεσίβλητης για χρηματική της ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης» την οποία επιδίκασε, προσδιορίζοντας την στο ποσό των 10.000 Ευρώ. Έτσι, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται περί τούτου ο εκκαλών με τους 2ο και 3ο λόγους της εφέσεώς του. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ο Εισηγητής των παραπάνω λόγων, ως ουσιαστικά βάσιμων, να γίνει δεκτή η έφεση, ώστε να εξαφανιστεί μερικώς η εκκαλουμένη και συγκεκριμένα κατά το κεφάλαιο και τη διάταξη της που αφορούν την επιδίκαση υπέρ της εφεσίβλητης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης» καθώς και κατά τη διάταξη της περί δικαστικής δαπάνης. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο κατά το παραπάνω μέρος, να δικαστεί κατ' ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). βάση δε όσα αναφέρθηκαν η αγωγή κατά το αίτημα της που αφορά την επιδίκαση υπέρ της εφεσίβλητης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, κατά τη νομική της θεμελίωση στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού, κατ' άρθρο 1 του ν. 146/1914, πρέπει να απορριφθεί, ως

ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, η ενάγουσα -εφεσίβλητη, στην ένδικη αγωγή της, to αίτημα της, για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το στήριξε επιπλέον 1) στις διατάξεις περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, κατά τα άρθρα 281 και 914 του ΑΚ, επικαλούμενη προς τούτο ανεπανόρθωτη βλάβη της, εξαιτίας της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως από τον εκκαλούντα, κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και 2) στις διατάξεις της με πρόθεση πρόκλησης ζημίας κατά τρόπο αντίθετο με τα χρηστά ήθη, κατ' άρθρο 919 του ΑΚ, ενόψει των αναφερόμενων στην αγωγή περιστάσεων, και κατά τα ειδικότερα σ' αυτήν εκτιθέμενα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ερεύνησε τις παραπάνω βάσεις, μετά την παραδοχή του ως άνω αιτήματος, κατά τη θεμελίωση του στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Κατόπιν τούτου, μετά τη μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τη διακράτησή της υπόθεσης, κατά το μέρος που εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, στο Δικαστήριο τούτο, πρέπει να ερευνηθούν οι ανώτερο) βάσεις της αγωγής (ΑΠ 1510/03 ΕΕΝ 2004, 373), που βρίσκουν τη νομική τους θεμελίωση στις παραπάνω διατάξεις και κατά τα παρακάτω εκτιθέμενα, επιπλέον των όσων ήδη εκτέθηκαν.

 

 

Κατά το άρθρο 281  ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, to δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 704/07 ΝοΒ 2007, 2155). Μάλιστα, εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 934 ΑΚ μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 73/99 ΕΕΝ 2000, 382). Εξάλλου, παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση ίου δικαιώματος, όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Συνεπώς, υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 914 AK επάγεται και το υπαιτίως ασκούμενο από τον συμβαλλόμενο διαρκούς συμβάσεως, δικαίωμα καταγγελίας αυτής, από την οποία προκλήθηκε ζημία του αντισυμβαλλομένου, εάν η άσκηση του διαπλαστικού αυτού δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν και τα χρηστά ήθη. Η ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως γεννάται κατά το άρθρο 919 ΑΚ, αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού αντίκειται στα χρηστά ήθη και ο υπόχρεος ενήργησε από πρόθεση. Το δικαίωμα, ωστόσο, του συμβαλλομένου να προβεί σε καταγγελία της συμβατικής σχέσεως, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η συνέπεια της, δηλονότι η λύση της συμβάσεως, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετα προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεως του (βλ. Ολ. ΑΠ 12/04 ΕΕμπΔ ΝΕ, 44, ΑΠ 1258/03 ΕΕμπΔ ΝΕ, 57).

 

 

Στην ένδικη περίπτωση, εκτός από τη δυσμενή επίπτωση στα συμφέροντα της ενάγουσας, που συνάπτεται με το χαρακτήρα της επίδικης καταγγελίας, ως πρόωρης και χωρίς σπουδαίο λόγο (ως προς την οποία η ενάγουσα προστατεύεται με την αναγνώριση της ακυρότητας της με αποτέλεσμα να παραμένουν ακέραια τα από τη σύμβαση δικαιώματα της), από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδεικνύονται περαιτέρω συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η πρόκληση ιδιαίτερα επαχθών συνεπειών για την ενάγουσα και μάλιστα της επικαλούμενης ανεπανόρθωτης βλάβης της, εξαιτίας της ως άνω πρόωρης και χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελίας της ένδικης σύμβασης από το εναγόμενο. Ειδικότερα, δεν απεδείχθη, ότι εξαιτίας της ένδικης καταγγελίας και του τρόπου που έγινε, απετράπησαν άλλοι συγκεκριμένοι υποψήφιοι δικαιοδόχοι, να συνάψουν σύμβαση δικαιόχρησης με την εφεσίβλητη, τέτοια, μάλιστα, συγκεκριμένα περιστατικά δεν κατατέθηκαν από τον ως άνω μάρτυρα αποδείξεως της ενάγουσας. Ούτε απεδείχθη, ότι από την αποχώρηση των παραπάνω τεσσάρων δικαιοδόχων, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, η αλυσίδα φροντιστηρίων της ενάγουσας, που περιλαμβάνει 110 φροντιστήρια στην Ελλάδα, υπέστη κλονισμό και μείωση του κύρους και της αξιοπιστίας της τόσο έναντι του καταναλωτικού κοινού, όσο και έναντι των λοιπών δικαιοδόχων της, ώστε να μην μπορεί να συνεργαστεί ομαλά με αυτούς. Μάλιστα, ο παραπάνω μάρτυρας αποδείξεως της ενάγουσας, στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ένορκη εξέταση του, αναφέρεται κυρίως σε οικονομικό και φορολογικό πρόβλημα που προκαλείται από υπάρχουσες οφειλές των αποχωρησάντων» κάτι που είναι ανεξάρτητο από τα αποτελέσματα της καταγγελίας, ενώ αορίστως εκφέρει την προσωπική του εκτίμηση για τη δημιουργία δυνατότητας να φύγουν και άλλοι. Ενόψει τούτων, αλλά και όλων των συνθηκών και περιστάσεων της ένδικης υπόθεσης, που ήδη αναφέρθηκαν, δεν στοιχειοθετείται συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία να πληροί to πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ, ως υπερακοντίζουσα προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ούτε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, που να πληροί το πραγματικό του άρθρου 919 ΑΚ, θεμελιωτική αξιώσεως της ενάγουσας για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συνεπώς, η αγωγή, ως ηρος το αίτημα της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης υπέρ της ενάγουσας, πρέπει, ν' απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά τις παραπάνω νομικές της θεμελιώσεις.

 

 

Μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά και μερικώς κατ' ουσία την έφεση.

 

Εξαφανίζει την 6174/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος της, που επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και κατά τη διάταξη της περί δικαστικής δαπάνης.

 

Κρατεί και δικάζει κατά το παραπάνω μέρος κατ' ουσία την υπόθεση.

 

Απορρίπτει την αγωγή κατά το αμέσως παραπάνω αίτημα της και ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

 

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, ενώ τα συμψηφίζει μεταξύ τους κατά τα λοιπά.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 30 Οκτωβρίου 2008 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 20 Νοεμβρίου 2008.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ