ΕφΑθ 5679/2015

 

Δημόσιες συμβάσεις - Προμήθειες ειδών Νοσοκομείου - Εγκυρότητα  σύμβασης - Επιμερισμός ειδών σε περισσότερες  μερικότερες ποσότητες - Υπολογισμός τόκου υπερημερίας -.

Η σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ήταν απολύτως άκυρη, όχι μόνον όταν δεν καταρτίστηκε έγγραφα, αλλά και όταν δεν προηγήθηκε διαγωνισμός ή δεν υπήρχε κάποια εξαιρετική περίπτωση επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το κατεπείγον. Η εκπλήρωση της σύμβασης κάλυπτε μόνον την ακυρότητα από την μη τήρηση του εγγράφου τύπου ως προς την αποδοχή της προτάσεως και όχι την ακυρότητα από τη μη τήρηση  των υπόλοιπων προϋποθέσεων. Συμβάσεις προμηθειών, για τις οποίες δεν έχει τηρηθεί ο προβλεπόμενος έγγραφος τύπος και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις κατάρτισής τους, είναι απολύτως άκυρες ως ιδιωτικές συμβάσεις και από αυτές δύναται να γεννηθεί μόνο αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η εφαρμογή των διατάξεων για την έναρξη της τοκογονίας και του ποσοστού του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας, προϋποθέτει αξίωση αμοιβής που στηρίζεται σε έγκυρη συμβατική σχέση. Δεν ισχύει όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού λόγω ακυρότητας της σύμβασης που συνάφθηκε με το ΝΠΔΔ γιατί αυτή λογίζεται, ως μη γενομένη. Τόκος 6% από επίδοση αγωγής.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης 5679/2015

 

 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

(Τμήμα 2° Δημόσιο)

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Παπανδρέου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κουφούδη, Αργυρούλα Νικολακούδη, -Εισηγήτρια, Εφέτες και από τον Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Του εκκαλούντος-εναγομένου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΘΩΡΑΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ Η ΣΩΤΗΡΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, λεωφόρος Μεσογείων 152 και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πληρεξούσια Δικηγόρο Σταμάτη Διαμαντάτο.

 

Της εφεσίβλητης-ενάγουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΥΤΟΜΑΤΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΙΑ - ……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Γέρακα Αττικής, οδός ……… αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την Πληρεξούσια Δικηγόρο Θεοδώρα Μήτσιου.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 29.06.2011 (αριθ. εκθ. κατ. 117891/6692/2011) αγωγή της κατά του ήδη εκκαλούντος και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την 181-/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε την αγωγή.

 

Κατά της απόφασης αυτής το εκκαλούν - εναγόμενο άσκησε την από 25.09.2014 έφεσή του, απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο αυτό (αριθμ. εκθ. κατ. 6197/25.09.2014 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και αριθ. πρωτ. προσδ 9342/05.11.2014 στο Εφετείο), για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ανωτέρω δικάσιμο, οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά είχαν παραδώσει στον Γραμματέα της έδρας μονομερείς δηλώσεις κατʼ άρθρο 242 ΚΠολΔ και είχαν προκαταθέσει τις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η από 25.09.2014 κρινόμενη έφεση (αριθμ. εκθ. κατ. 6197/25.09.2014 και αριθ.πρωτ.προσδ. 9342/05.11.2014) του ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΘΩΡΑΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ Η ΣΩΤΗΡΙΑ» κατά της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «ΑΥΤΟΜΑΤΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΙΑ - ……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και κατά της 1810/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατʼ αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία, και έκανε δεκτή την αγωγή της τελευταίας, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 § 1α ΚΠολΔ από την επίδοση της εκκαλουμένης (βλ. 6115/12.09.204 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… με επιμέλεια της εφεσίβλητης) με νομότυπη κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25.09.2014 (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου που ορίζεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 § 2 ν. 4055/2012, γιατί το εκκαλούν, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, απαλλάσσεται (άρθρο 28 § 4 του Ν.2579/1998 (ΦΕΚ A 31/17.2.1998), όπως και το Δημόσιο (άρθρο 11 του ν.δ. της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου») από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

 

 

Η ενάγουσα-ήδη εφεσίβλητη, με την από 29.06.2011 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (αριθ. εκθ. κατ. 117891/6692/2001) κατά του εναγομένου - ήδη εκκαλούντος ΝΠΔΔ, ισχυρίστηκε ότι μετά από δημόσιο ανοιχτό διαγωνισμό καταρτίστηκε μεταξύ αυτών η 121/09.12.2002 διοικητική σύμβαση, χρονικής διάρκειας ενός έτους, με την οποία ανέλαβε να προμηθεύσει το εναγόμενο με αντιδραστήρια και συνοδό εξοπλισμό για τη διενέργεια βιοχημικών εξετάσεων, με δυνατότητα μονομερούς ισόχρονης παράτασης της διάρκειάς της από εκείνο, δυνατότητα η οποία αξιοποιήθηκε, με συνέπεια τη λήξη της σύμβασης στις 09.12.2004. Ότι στη συνέχεια υπεγράφησαν μεταξύ τους τα 70/13.04.2006 και 44/16.04.2007 ιδιωτικά συμφωνητικά, με αντικείμενο την προμήθεια όμοιων ειδών και ότι κατά το χρονικό διάστημα από 22.11.2010 έως 22.03.2011, με διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ τους κατόπιν έγγραφων παραγγελιών των αρμόδιων οργάνων του εναγομένου, πώλησε σε αυτό με τα αναφερόμενα τιμολόγια-δελτία αποστολής, αντίγραφα των οποίων ενσωματώθηκαν στην αγωγή, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο ιατροτεχνικά είδη της εμπορίας της, τα οποία το εναγόμενο παρέλαβε ανεπιφύλακτα, πλην όμως αρνείται να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, ύψους 120.605,83 ευρώ, περιλαμβανομένου ΦΠΑ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε, μετά από παραδεκτό κατʼ άρθρο 223 ΚΠολΔ περιορισμό του αιτήματος με τις προτάσεις και δήλωση της Πληρεξούσιας Δικηγόρου της που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, λόγω μερικής εξόφλησης, τμήμα του ανωτέρω ποσού, ύψους 72.119,19 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα τιμολόγια του έτους 2010 και ενός του έτους 2011, κυρίως λόγω της ενδοσυμβατικής ευθύνης του και επικουρικώς, για την περίπτωση ακυρότητος των εν λόγω συμβάσεων, ως αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ίσης με το ποσό των ένδικων τιμολογίων που εξοικονομήθηκε από αυτό, το οποίο θα διέθετε για την απόκτηση των αυτών ειδών, από άλλο προμηθευτή, με έγκυρη σύμβαση και κατά το οποίο ωφελήθηκε με αντίστοιχη ζημία της ίδιας, νομιμότοκα κατʼ άρθρο 4 π.δ/τος 166/2003, δηλαδή μετά παρέλευση 60 ημερών από την παραλαβή των πωληθέντων (άρθρο 4 παρ.2 εδ.α, δ και 4 του Π.Δ. 166/2003), άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχτεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της.

 

 

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως παραδεκτή και νόμιμη και ως προς τις δύο βάσεις της και, επί της ουσίας, δέχτηκε αυτήν ως προς την κύρια βάση της για το αιτηθέν ποσό, όπως περιορίστηκε κατά τα ανωτέρω, και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 72.119,19 ευρώ, εκ του οποίου 68.530,78 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατʼ άρθρο 4 § 4 Π.Δ. 166/2003, δηλαδή με το επιτόκιο υπερημερίας που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένο κατά επτά (7) ποσοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την οριστική παραλαβή των πωληθέντων έως την εξόφληση και 3.588,41 ευρώ, που αφορά στα αναφερόμενα σε αυτήν τελευταία τρία τιμολόγια, για τα οποία κρίθηκε ότι δεν αποδείχτηκε ακριβής ημερομηνία παραλαβής των πωληθέντων με συνέπεια να μην είναι δυνατή η εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου, με το νόμιμο τόκο κατʼ άρθρο 7 § 2 του ν.δ. 496/1974, από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 30.000 ευρώ και καταδίκασε το εναγόμενο στην καταβολή τμήματος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 3.720 ευρώ.

 

 

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν-εναγόμενο και για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφό της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

 

 

Ι. Από το άρθρο 24 § 4 του ΠΔ 394/1996, προκύπτει ότι η διοικητική σύμβαση προμήθειας τροποποιείται όταν τούτο προβλέπεται από συμβατικό όρο ή συμφωνήσουν σχετικά τα συμβαλλόμενα μέρη, ύστερα από γνωμοδότηση του αρμόδιου οργάνου ή φορέα που διενεργεί την προμήθεια. Η παρεχόμενη όμως από την ανωτέρω διάταξη ευχέρεια των μερών να τροποποιήσουν τη σύμβαση δεν καταλαμβάνει την τροποποίηση ουσιωδών όρων της διακήρυξης, όπως η δυνατότητα χρονικής παράτασης της σύμβασης πέραν του προβλεπόμενου από τη διακήρυξη και τη σύμβαση χρόνου, καθώς οι νομικές διατάξεις γύρω από τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων για προμήθεια υλικού από το δημόσιο δεν υποχωρούν, ως αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, στη βούληση των μερών ή στη λήψη απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του ΝΠΔΔ, με την οποία εγκρίνεται η τυχόν ανανέωση ή παράταση ισχύος σύμβασης πέραν του προβλεπόμενου από τη διακήρυξη, διότι τούτο είναι προφανές ότι οδηγεί σε καταστρατήγηση των νόμιμων διαδικασιών ανάθεσης και αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών που σκοπό έχουν τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος (πρβλ. ΔΕΦ Αθ. 30/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά, μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών για παράταση της συμβατικής διάρκειας της διοικητικής σύμβασης, που δεν προβλέπεται από τη διακήρυξη και τη σύμβαση που συνήφθη βάσει αυτής, δεν έχει νομικό έρεισμα και ως εκ τούτου διαφορές που αναφύονται στο πλαίσιο της πρόσθετης αυτής συμφωνίας δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως διοικητικές.

 

 

ΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών διατάξεων εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, ο οποίος επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά. Μεταξύ των ενδεικτικά προβλεπόμενων στην § 2 του ίδιου ως άνω άρθρου περιπτώσεων, περιλήφθηκαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο Γ), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής, ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Η σύμβαση, δε, είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη αυτής επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 28/2001, ΑΠ 435/2013, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1307/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες που παρέχουν σε αυτά τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα, επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού (ΑΠ 1682/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατʼ άρθρο 904 ΑΚ, η οποία έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού ως προς τα τελευταία δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με κάποια άλλη (ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 12/2013, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011, ΝΟΜΟΣ), όταν η υποκείμενη σχέση η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημόσιου δικαίου Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου από την οποία ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΕΔ 11/2013, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1697/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

ΙΙΙ. Με το άρθρο 27 § 9 του Ν. 3867/2010 ορίστηκε ότι «για λόγους διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από προμήθειες των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, συμπεριλαμβανομένων των ψυχιατρικών και των πανεπιστημιακών κλινικών, των Νοσοκομείων «Αρεταίειο» και «Αιγινήτειο», του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης και των νοσοκομείων και των υγειονομικών μονάδων ΙΚΑ, οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή, δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών, καθώς και δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α), μέχρι την κατάργησή της από το άρθρο 37 του ν. 3784/2009 (ΦΕΚ 137 Α)», ενώ με τις παραγράφους 1 έως 7 του ίδιου άρθρου καθορίστηκε ο τρόπος και οι προϋποθέσεις εξόφλησης των προμηθειών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, εφόσον αυτοί ήθελαν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Στη συνέχεια, με τη διάταξη του άρθρου 41 § 4 του Ν. 4058/2012 ορίστηκε ότι «οι οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του Π.Γ.Ν. Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, οι οποίες έχουν προκύψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού της περιόδου των ετών 2007 - 2009, που δεν υπήχθησαν στη ρύθμιση του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 (Α' 128), ανεξαρτήτως του λόγου, δεν εκκαθαρίζονται από τους φορείς με τη συνήθη διαδικασία. Η καταβολή των υποχρεώσεων αυτών θα διενεργείται μόνο σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων». Ακολούθως, με το άρθρο 4 του Ν. 4132/2013 (ΦΕΚ Α' 59/7.3.2013) ορίστηκε ότι «1. Η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τρίτους των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων ΕΣΥ, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, των λοιπών Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που λειτουργούν υπό τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. και εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών, του ΝΙΜΙΤΣ και των στρατιωτικών νοσοκομείων που έχουν προκύψει από την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών και μέχρι του ύψους των υφιστάμενων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2011 υποχρεώσεων αυτών, σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ2 του ν. 4093/2012 (Α' 222), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση της παραίτησης των δικαιούχων από οποιαδήποτε άλλη αξίωση και ένδικο μέσο συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας. 2. Η αποδοχή της ρύθμισης από τους δικαιούχους συντελείται με την υποβολή σχετικής υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους του δικαιούχου, που κατατίθεται στην αρμόδια Υπηρεσία του νοσηλευτικού ιδρύματος». Από την διατύπωση του άρθρου 27 § 9 του Ν. 3867/2010 «...θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες...» προκύπτει σαφώς ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε την εν γένει αναδρομική νομιμοποίηση των άκυρων συμβάσεων προμηθειών, αλλά την εξομοίωση των δαπανών τους με νόμιμες, με βάση τις τιθέμενες στις §§ 1 έως 7 του ίδιου άρθρου προϋποθέσεις, της υπαγωγής δηλαδή στην οριζόμενη σε αυτές εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης των σχετικών οφειλών. Όπου ο νομοθέτης θέλησε τη νομιμοποίηση των άκυρων συμβάσεων, ήτοι την εξομοίωσή τους με έγκυρες, το όρισε ρητά, όπως με το άρθρο 43 εδάφιο α' του Ν. 3731/2008 περί «Δημοτικής αστυνομίας, αλλοδαπών, ιθαγένειας, ΕΛΑΣ κ.λπ. θεμάτων αρμοδιότητας Υπ. Εσωτ.», κατά το οποίο, «συμβάσεις μεταφοράς μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που καταρτίσθηκαν μεταξύ των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των αστικών ή υπεραστικών ΚΤΕΛ, τουριστικών λεωφορείων ή ταξί, για τις οποίες οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις δεν τήρησαν τη διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α)... θεωρούνται νόμιμες» (βλ. σχετ. ΑΠ 549/2011 ΠοινΔνη 2012.15 και ΠοινΧρ 2012.257). Αλλωστε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3867/2010, «...Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 τακτοποιούνται οι δαπάνες για τις προμήθειες των νοσοκομείων έως 31.12.2009, χάριν της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας. Συντρέχουν δε επιτακτικοί λόγοι για τη δημόσια υγεία προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχιση παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των νοσοκομείων της παρ. 1 του παρόντος από τους προμηθευτές, των οποίων ρυθμίζονται οι σχετικές υποχρεώσεις. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται και από το δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στο βαθμό που με τη θεσπισθείσα διάταξη επιτυγχάνεται η αιτούμενη εξυγίανση της παθογένειας του συστήματος προμηθειών και δεν υπερβαίνει το αιτούμενο από τις περιστάσεις μέτρο (π.χ. το κόστος σε βάρος των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, εάν δεν καταβληθεί το συμβατικό τίμημα, αλλά κινηθεί δικαστική διαδικασία καταβολής αποζημίωσης και δικαιωθούν οι προμηθευτές ενόψει των ήδη εκτελεσθεισών προμηθειών, θα είναι προφανώς μεγαλύτερο. Συνεπώς, αφενός λαμβάνεται υπόψη η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, αφετέρου εφαρμόζεται η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ειδικότερα η οικονομικότητα, η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα των δαπανών...». Καθίσταται, δηλαδή, σαφές ότι η εκ των υστέρων εξομοίωση με νόμιμων, των δαπανών των σχετιζόμενων με τις ακύρως συναφθείσες συμβάσεις, έγινε με σκοπό την ταχεία εξωδικαστική ρύθμιση, χάριν της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, προκειμένου να συνεχιστεί η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των νοσοκομείων, αλλά και να αποφευχθεί το κόστος της δικαστικής διεκδίκησης του οφειλόμενου τιμήματος, το οποίο θα προσαυξάνονταν με τόκους υπερημερίας, με δεδομένη την εκτέλεση των άκυρων συμβάσεων. Επομένως, η § 9 του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο της εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, ώστε να μπορούν αυτοί να ικανοποιηθούν, με επιτυχή θεώρηση των σχετικών ενταλμάτων πληρωμής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία στην περίπτωση των άκυρων συμβάσεων δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ανωτέρω διάταξη. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την μεταγενέστερη διάταξη της § 4 του άρθρου 41 του Ν. 4058/2012, κατά την οποία όσες οφειλές των νοσοκομείων δεν υπήχθησαν στη ρύθμιση του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 δεν εκκαθαρίζονται με τη συνήθη διαδικασία, αλλά μετά από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, προκειμένου δηλαδή να κριθεί από το Δικαστήριο το νόμιμο ή μη των σχετικών συμβάσεων. ’λλωστε, η άποψη ότι η με την ως άνω διάταξη της § 9 του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 νομιμοποιούνται γενικώς και θεωρούνται ως εξʼ αρχής νόμιμες οι άκυρες συμβάσεις, ανεξάρτητα από την υπαγωγή ή μη στη ρύθμιση, θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 § 1 του Σ), εφόσον θα εξασφάλιζε όμοια δικαστική ικανοποίηση των προμηθευτών που είχαν συνάψει με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ σύννομες συμβάσεις προμήθειας, με εκείνους που είχαν συνάψει άκυρες συμβάσεις, εξομοιούμενες με έγκυρες με βάση τη νομοθετική ρύθμιση [βλ. όμως την προσκομιζόμενη ΑΠ 543/2015 ΝΟΜΟΣ, που αφορά στη συναφή διάταξη της υποπαρ. Γ.2. περ. 3 του άρθρου μόνου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚΑ' 222/1.11.2012), η οποία αφορά στα στρατιωτικά νοσοκομεία, τα στρατιωτικά φαρμακεία, το ΝΙΜΙΤΣ και το Κέντρο Εφοδιασμού Ναυτικού], Εκτός των ανωτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 4132/2013 (ΦΕΚ Α' 59/7.3.2013), η οποία καταλαμβάνει όλες τις προμήθειες των νοσοκομείων μέχρι και 31.12.2011, τέθηκε ρητά ως προϋπόθεση για την εξόφληση αυτών (εγκύρων ή ακύρων, αφού ο νόμος δεν διακρίνει) η παραίτηση των δικαιούχων από οποιαδήποτε άλλη αξίωση και ένδικο μέσο συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας, της παραίτησης αυτής συντελούμενης με την υποβολή σχετικής υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους του δικαιούχου κατατεθειμένης στην αρμόδια Υπηρεσία των οφειλετών νοσηλευτικών ιδρυμάτων.

 

 

IV. Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 174 και 180 Α.Κ. είναι άκυρη, και ως τέτοια θεωρείται σαν να μη έγινε, κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο (ΑΠ 1719/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ). Το αν συνάγεται κάτι άλλο και όχι η ακυρότητα της δικαιοπραξίας προκύπτει ερμηνευτικώς από την έννοια και το σκοπό της συγκεκριμένης απαγορευτικής διάταξης, ενδεχομένως δε και από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1406/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αντιβαίνει δε σε απαγορευτική διάταξη κάποιου νόμου μια δικαιοπραξία όχι μόνο όταν έρχεται σε αντίθεση με αυτόν ευθέως, αλλά και όταν επιδιώκεται με αυτήν αποτέλεσμα που αποδοκιμάζεται από το νόμο (ΑΠ 676/2014, ΑΠ 1220/2012, Α.Π. 996/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, από το άρθρο 2 §§ 12 & 13V & VIII Ν. 2286/1995 (όπως η παράγραφος 13V III συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 § 3 Ν. 2503/1997), ο οποίος διέπει και τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα ΝΠΔΔ, μη εξαιρούμενων των νοσοκομείων όπως είναι το εκκαλούν (όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω), ορίζεται ότι οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων προμηθειών διακρίνονται σε συνοπτικές, ανοικτές, κλειστές και σε αντίστοιχες κατόπιν διαπραγμάτευσης, καθώς και ότι: α) ανοικτές είναι οι διαδικασίες (ανοικτός διαγωνισμός) που κάθε ενδιαφερόμενος προμηθευτής μπορεί να υποβάλει προσφορά, β) κλειστές είναι εκείνες (κλειστός διαγωνισμός) που μόνο οι προμηθευτές οι οποίοι έχουν προσκληθεί από το φορέα, που διενεργεί το διαγωνισμό, μπορούν να υποβάλλουν προσφορά, γ) συνοπτικές (πρόχειρος διαγωνισμός) είναι οι διαδικασίες που διενεργούνται μόνο για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών αγαθών αξίας κάτω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ECU ετησίας συνολικής δαπάνης, καθοριζομένης εκάστοτε με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου και δ) με διαπραγμάτευση (εξαιρετική ή απευθείας ανάθεση) είναι η διαδικασία που επί μέρους φορείς προσφεύγουν στους προμηθευτές της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους των υπό σύναψη συμβάσεων με έναν ή περισσότερους από αυτούς, με ή χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Η τελευταία ως άνω διαδικασία μπορεί να τηρηθεί, εκτός άλλων περιπτώσεων, για τις οποίες δεν υπάρχει επίκληση συνδρομής στην κρινόμενη υπόθεση, και στην περίπτωση της προμήθειας αγαθών, αξίας κάτω των 200.000 ECU, η δαπάνη των οποίων δεν υπερβαίνει σε ετήσια βάση κατά είδος το ποσόν το εκάστοτε καθοριζόμενο από τον Υπουργό Εμπορίου (§ 13 V, VIII του ίδιου άρθρου, βλ. και ΣτΕ 491/2005 ΝΟΜΟΣ). Με την Υ.Α. Π1/2391/1996 του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίσθηκε το ανωτέρω χρηματικό όριο (περιλαμβανομένου ΦΠΑ) σε 1.500.000 δραχμές ετησίως και αναπροσαρμόστηκε σταδιακά σε 15.000 με ΦΠΑ (Υ.Α. Π1/7446/31.01.2002 ΦΕΚ ΒΊ12) και σε 20.000 άνευ ΦΠΑ (ΥΑ Π1/3305/3.11.2010 -ΦΕΚ Β' 1789/12.11.2010). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και μετά την ισχύ του ν. 2955/2001 που αφορά στις προμήθειες των νοσοκομείων, εφόσον δεν υπάρχει σε αυτόν καταργητική ρήτρα. Επί των ως άνω συμβάσεων, εφόσον καθεμία έχει μικρή διάρκεια (κάτω του έτους), για να επιτρέπεται η σύναψή τους από το Δημόσιο με απευθείας ανάθεση, πρέπει η από αυτές προκαλούμενη ετήσια δαπάνη να μην υπερβαίνει τα ανωτέρω ποσά. Τούτο διότι, εάν στις άνω μικρής διάρκειας συμβάσεις ληφθεί υπόψη, ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της σύναψής τους με απευθείας ανάθεση, η για το Δημόσιο προκαλούμενη δαπάνη από εκάστη τούτων, τότε, προς καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 2 Ν. 2286/1995, θα ήταν δυνατόν να συναφθούν πολλές όμοιες και διαδοχικές συμβάσεις, με μικρή διάρκεια η καθεμία, ώστε να παρακάμπτεται νομίμως η διαδικασία του διαγωνισμού και να συνάπτεται η σχετική σύμβαση με απευθείας ανάθεση, αφού η για το Δημόσιο δαπάνη από καθεμία σύμβαση δεν θα υπερέβαινε τα ορισθέντα ποσά, πράγμα που δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη, πού ήθελε να τηρείται η διαδικασία του διαγωνισμού, η οποία εξασφαλίζει περισσότερες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, επομένως συνθήκες διαφάνειας και υγιούς ανταγωνισμού, για τις συμβάσεις από τις οποίες προκαλείται ετήσια δαπάνη για το Δημόσιο άνω των ανωτέρω ποσών (πρβλ. ΑΠ 1701/2005 ΕλλΔνη 2007.1661, ΕφΑΘ 3437/2015 αδημοσίευτη, ΕφΠειρ 143/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 463/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 758/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. και ΕΣ 118/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕΣ 8/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕΣ 22/2006 ΕΔΔΔΔ 2006.353). Με βάση τα ανωτέρω, συμβάσεις προμήθειας νοσοκομείων (ΝΠΔΔ), που συνήφθησαν με απευθείας ανάθεση, κατά παράβαση των όσων ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2286/1995, προς επιδίωξη αποτελέσματος που αποδοκιμάζεται από αυτές, είναι, με βάση τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας νομικής σκέψης, άκυρες κατʼ άρθρα 3 και 174 ΑΚ, με συνέπεια να θεωρούνται ως μη γενόμενες κατʼ άρθρο 180 ΑΚ και από αυτές δύναται να γεννηθεί μόνο αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατʼ άρθρο 904 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 766/2014 ΔΕΕ 2014.621, ΑΠ 1378/2011 ΝοΒ 2012.672, ΑΠ 322/2010 ΝοΒ 2010.1752, ΕφΑΘ 157/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1781/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 758/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η ακυρότητα είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, καθώς οι ανωτέρω νομικές διατάξεις περί συμβάσεων για προμήθεια υλικού από το δημόσιο και ΝΠΔΔ είναι αναγκαστικού δικαίου, όπως αναφέρεται στην νομική σκέψη υπό στοιχείο I., ήτοι δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ. Αναφορικά δε με την εφαρμογή του Ν. 2286/1995 και στα νοσοκομεία, που είναι ΝΠΔΔ όπως και το εκκαλούν, λεκτέα τα ακόλουθα: Με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2286/1995, που αφορά το πεδίο εφαρμογής αυτού, ορίσθηκε ότι «Στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται οι κάθε είδους προμήθειες αγαθών που ενεργούνται από: α) το Δημόσιο, β) τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) τα Ν.Π.Δ.Δ. που αποτελούν οργανισμούς της καθ' ύλην αυτοδιοίκησης, δ) τις δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ε) τις τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, είτε στο σύνολό τους, είτε κατά πλειοψηφία, στ) τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ζ) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις αυτών και η) τις ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω φορείς, ενώ με την § 5 περ. Γ του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι εξαιρούνται από την εφαρμογή του νόμου αυτού και «ι) Οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, εκτός του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων». Ακολούθως, με το άρθρο 8 § 8 του Ν. 2741/1999 (ΦΕΚΑ 199/28.2.1999), αντικαταστάθηκε η περίπτωση Γ του άρθρου 1 § 5 του Ν. 2286/1995 και ορίσθηκε ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου και «ι. Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης εκτός αυτών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων...». Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, που κατάργησε τα άρθρα 34 έως και 43 του προγενέστερου νόμου 2000/1991 που αφορούσαν τις συμβάσεις προμηθειών, δεδηλωμένος σκοπός του νομοθέτη ήταν η συμπερίληψη στο πεδίο εφαρμογής του και των νοσοκομείων, καθώς ήδη στην εισαγωγή της εισηγητικής έκθεσης (κεφάλαιο Α) αναφέρεται ρητώς ότι «1. Είναι γνωστό ότι ο κατ' ευφημισμόν εκσυγχρονισμός και η δήθεν αποκέντρωση των κρατικών προμηθειών που πραγματοποιήθηκαν με το ν. 2000/1991 είναι στην πραγματικότητα οπισθοδρόμηση στο 1959 - όπου ίσχυε κάτι ανάλογο - αφού το σύστημα που εισήγαγε: α... β. έχει σαν αποτέλεσμα να εκτραπούν του σκοπού τους συγκεκριμένοι φορείς (στρατός, νοσοκομεία κ.λπ.)». Εξάλλου, τα νοσοκομεία εκ της φύσεως και της αποστολής τους, δεν μπορούν να υπαχθούν εννοιολογικά στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης. Τούτο διότι εννοιολογικό στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης είναι η υποχρεωτική με νόμο καταβολή εισφορών προς κάλυψη ασφαλιστικών κινδύνων, όπως το γήρας, η ασθένεια κ.λ.π. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2.117) του Κανονισμού 549/2013, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον ορισμό που δίδεται για τους ως άνω οργανισμούς, αναφέρεται ότι: «2.117 Ορισμός: Ο υποτομέας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μονάδες (κεντρικές, ομόσπονδων κρατών και τοπικές), η κύρια δραστηριότητα των οποίων είναι να προσφέρουν κοινωνικές παροχές και οι οποίες πληρούν και τα δύο παρακάτω κριτήρια: α) με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση ορισμένες ομάδες πληθυσμού υποχρεώνονται να συμμετέχουν στο σύστημα ή να καταβάλλουν εισφορές και β) η γενική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του οργανισμού, όσον αφορά τον καθορισμό ή την έγκριση των εισφορών και των παροχών, ανεξάρτητα από τον ρόλο της ως εποπτικού φορέα ή εργοδότη. Συνήθως δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του ύψους των εισφορών που καταβάλλει ένα άτομο και του κινδύνου στον οποίο αυτό το άτομο εκτίθεται». Επιχείρημα υπέρ της μη υπαγωγής των νοσοκομείων στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και επομένως υπέρ της μη εξαίρεσης και αυτών από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2286/1995, συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2741/1999, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η περ. Γ της § 5 του άρθρου 1 του Ν. 2286/1995 και εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής του οι αναφερόμενοι σε αυτό Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά σε «ασφαλιστικούς οργανισμούς», ενώ ορίζεται ότι «με τη διάταξη της παραγράφου 8: α) επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2286/1995, με την τροποποίηση του άρθρου 1 παρ. 5 περίπτωση (ι) αυτού, σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς εκτός αυτών που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ώστε να διέπονται οι προμήθειες των φορέων αυτών από ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο...») (βλ. υπέρ της άποψης ότι τα νοσοκομεία δεν υπάγονται τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης ΕφΠειρ 143/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 463/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 758/2012 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, πρβλ. ΑΠ 430/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 766/2014 ΔΕΕ 2014.621, που δέχονται έμμεσα εφαρμογή του Ν. 2286/1995 και των κατʼ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντων ΠΔ 394/1996 και 118/2007, αντίθετα ΕφΑΘ 1781/2012 ΝΟΜΟΣ).

 

 

V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 ΑΚ "όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη". Ακόμη, κατά το άρθρο 908 εδ. α' του ίδιου Κώδικα "ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό". Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο ως άνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 435/2013, ΑΠ 1057/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

VI. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (βλ. Ολ.Α.Π. 3/2006, ΑΠ 1228/2012, ΑΠ 157/2011, 437/2011, 1005/2011, Α.Π. 1917/ 2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ/γμα 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών, ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 1 - 3 π.δ/τος 166/2003). Έτσι κατά το άρθρ. 4 παρ.2 του ως άνω π.δ/τος, που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του π.δ/τος 166/ 2003 ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ. 3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (παρ. 4). Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τις οφειλές νοσηλευτικού ιδρύματος, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, από εμπορική συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, το νοσηλευτικό ίδρυμα καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών που έγινε μετά την 5-6-2003, ημερομηνία έναρξης ισχύος του π.δ. 166/2003 και όχι από την επίδοση αγωγής, το οφειλόμενο δε ποσοστό τόκου ορίζεται στο ίδιο προεδρικό διάταγμα (βλ. ΟλΑΠ 10/2013, Α.Π.766/2014, Ε.Α.6273/2011, Ε.Α. 5760/2009, Ε.Λ. 417/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή, όμως, του ως άνω προεδρικού διατάγματος προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού λόγω ακυρότητας της μεταξύ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθείσας συμβάσεως, διότι αυτή λογίζεται, κατʼ άρθρο 180 ΑΚ, ως μη γενόμενη (βλ. ΕφΑΘ 700/2014 ΕλλΔνη 2014.1722, ΕφΑΘ 2422/2012 ΔΕΕ 2012.1015, ΕφΠειρ 143/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 253/2013 δημοσιευμένη σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΛαρ 293/2012 δημοσιευμένη σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ προκύπτει ότι για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., όταν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του ΠΔ 166/2003, απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. Η επιδικία αυτή αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφʼ όσον ο νόμος δε διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011 ΝοΒ 2011.460). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (πρβλ. ΟλΑΠ 3/2006), κατά μείζονα δε λόγο ούτε στις διατάξεις των άρθ. 341, 345 και 346 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 471/2014 ΝοΒ 2014.1670, ΑΠ 163/2013 ΝοΒ 2013.1901, ΑΠ 241/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 986/2013 ΕΠΟΛΔ 2013.844, ΑΠ 1057/2013 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……… και ………, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραληφθεί κάποιο από αυτά κατά την κατʼ ουσίαν διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη, δραστηριοποιείται στο χώρο της υγείας και της πληροφορικής, στον τομέα του εμπορίου και της έρευνας. Στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητάς της περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η εισαγωγή και εμπορία αιματολογικών αντιδραστηρίων, τα οποία διαθέτει στα νοσοκομεία. Με την 121/09.12.2002 σύμβαση μεταξύ αυτής και του εκκαλούντος ΝΠΔΔ (ν.δ.2592/1953, σε συνδυασμό με άρθρο 1 παρ.2 του ν. 2889/2001 και άρθρο 7 του ν.3329/2005), η οποία καταρτίστηκε μετά από δημόσιο ανοιχτό διαγωνισμό (αριθμός διακήρυξης 26459/21.12.2000), η εφεσίβλητη ανέλαβε να προμηθεύσει το εκκαλούν με αντιδραστήρια, με ταυτόχρονη δωρεάν παραχώρηση συνοδού εξοπλισμού για τη διενέργεια βιοχημικών εξετάσεων. Η πληρωμή συμφωνήθηκε να γίνεται με βάση τον αριθμό των εξετάσεων που θα διενεργούνταν, επί την συμβατική τιμή, μετά από κάθε τμηματική, οριστική, ποιοτική και ποσοτική, παραλαβή από τις αρμόδιες επιτροπές παραλαβής και η ενάγουσα αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα τον τρόπο που το νοσοκομείο προσδιορίζει τον αριθμό των εξετάσεων που έγιναν ανά χρονική περίοδο ελέγχου-προσδιορισμού πληρωμής. Ως χρόνος ισχύος της σύμβασης ορίστηκε ένα έτος από την υπογραφή της (09.12.2002) με δικαίωμα ετήσιας παράτασης εκ μέρους της υπηρεσίας, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του προμηθευτή με τους ίδιους όρους και τις τιμές της κατακύρωσης (Παράρτημα Α' § 1 της σύμβασης), δικαίωμα του οποίου έγινε χρήση, οπότε η διάρκεια της σύμβασης έληξε στις 09.12.2004. Το έτος 2006, με το 70/13.04.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να συνεχιστεί η προμήθεια αντιδραστηρίων με τους όρους και τις τιμές της ως άνω σύμβασης και το έτος 2007 με το 44/16.04.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε η περαιτέρω συνέχιση της προμήθειας των υλικών αυτών μέχρι να αναδειχτεί άλλος χορηγητής κατόπιν διαγωνισμού ή διαδικασίας διαπραγμάτευσης. Με τις συμφωνίες αυτές δεν παρατάθηκε η διάρκεια της αρχικής σύμβασης επειδή, πέραν του γεγονότος ότι είχε λήξει προ διετίας, δεν προβλέπονταν τέτοια δυνατότητα από αυτήν ή την προκήρυξη βάσει της οποίας συνήφθη και επομένως δεν μπορούσε με συμφωνία μεταξύ των μερών να τροποποιηθεί ουσιώδης όρος αυτής, όπως η χρονική διάρκεια της, δοθέντος ότι, κατά τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη υπό στοιχείο I., οι νομικές διατάξεις γύρω από τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων για προμήθεια υλικού από το δημόσιο δεν υποχωρούν, ως αναγκαστικού δικαίου, στη βούληση των μερών ή στη λήψη απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του ΝΠΔΔ. Περαιτέρω, οι συμφωνίες αυτές είχαν ετήσια χρονική διάρκεια, όπως ρητώς ορίζεται με την 9/17.04.2007 εγκριτική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του νοσοκομείου. Επομένως, οι κατωτέρω αναφερόμενες ένδικες συμβάσεις πώλησης, που συνήφθησαν μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων τρία έτη μετά, κατά το χρονικό διάστημα από 02.11.2010 μέχρι και 22.03.2011, μετά από έγγραφες παραγγελίες του εκκαλούντος δια του διοικητή του, με τα προσκομιζόμενα δελτία παραγγελίας υλικού και τμηματική παράδοση από την εφεσίβλητη, όπως το εκκαλούν ομολογεί, δεν εμπίπτουν στο χρονικό πλαίσιο ούτε της αρχικής σύμβασης, ούτε των δύο ιδιωτικών συμφωνητικών που ακολούθησαν, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο έφεσής του. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν το είδος της έννομης σχέσης που συνδέει τους διαδίκους όσον αφορά στις επίδικες μεταγενέστερες συμβάσεις, αποδείχτηκε ότι είναι ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν κοινές συμβάσεις πώλησης και όχι διοικητικές κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 1406/1983, αφού, ανεξαρτήτως της ικανοποίησης δημόσιου σκοπού, δεν προέκυψε, λόγω του άτυπου χαρακτήρα τους, ότι διέπονται από ιδιαίτερο νομικό κανονιστικό καθεστώς που να διαλαμβάνει εξαιρετικές ρυθμίσεις (ρήτρες) παρεκκλίνουσες από το κοινό αστικό δίκαιο υπέρ του εκκαλούντος. Τέτοιες ρήτρες δεν αποδείχτηκε ότι περιλήφθηκαν στις έγγραφες παραγγελίες αυτού, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, δηλαδή, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη υπό στοιχείο II., σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, από την οποία κυρίως εξαρτάται ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως διοικητικής. Επομένως, οι διαφορές που απορρέουν από την ερμηνεία και εκτέλεση των συμβάσεων αυτών δεν είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά ιδιωτικές διαφορές, υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τόσο ως προς την κύρια βάση της αγωγής όσο και ως προς την επικουρική, κατά τα αναφερόμενα στην ίδια σκέψη, δεδομένου ότι η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό είναι ιδιωτικού δικαίου, όπως προαναφέρεται. Τα ίδια ως προς την δικαιοδοσία του δέχθηκε, κατ' ορθή επομένως ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με την εκκαλούμενη απόφασή του και το Δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τους δεύτερο και πέμπτο λόγους της έφεσής του το εκκαλούν, επικαλούμενο τον αυτό ως άνω αβάσιμο ισχυρισμό του ότι οι ένδικες πωλήσεις υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αρχικής σύμβασης και των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών, ισχυρίζεται ότι προϋπόθεση για την πληρωμή των τιμολογίων που εκδόθηκαν για τις σχετικές συμβάσεις είναι η ολοκλήρωση από το ίδιο της διαδικασίας πιστοποίησης των εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν με τα πωληθέντα αντιδραστήρια, με βάση όρο της αρχικής αυτής σύμβασης, στην οποία παραπέμπουν τα ιδιωτικά συμφωνητικά. Επιπλέον, με τον δεύτερο λόγο ισχυρίζεται, επικουρικά, ότι ο όρος αυτός εφαρμόζεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2955/2001 περί προμήθειας νοσοκομείων και λοιπών μονάδων υγείας, στο πεδίο ισχύος της οποίας υπήχθησαν και οι ένδικες συμβάσεις, με το άρθρο 27 § 9 του Ν. 3867/2010, με το οποίο αυτές κατέστησαν κατά πάντα νόμιμες. Οι συναφείς αυτοί λόγοι, θεμελιούμενοι στην αυτή ως άνω, εσφαλμένη κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου, προϋπόθεση της υπαγωγής των ένδικων πωλήσεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αρχικής σύμβασης και των ιδιωτικών συμφωνητικών, πρέπει να απορριφθούν για το λόγο αυτό ως ουσία αβάσιμοι, κατά το κοινό τμήμα τους περί συμβατικής δέσμευσης ως προς την επικαλούμενη διαδικασία πληρωμής, δηλαδή κατόπιν πιστοποίησης των ιατρικών εξετάσεων. Ως προς το ως άνω επικουρικό σκέλος του δεύτερου λόγου ο ίδιος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, προεχόντως επειδή η διάταξη του άρθρου 7 Ν. 2955/2001, με την οποία ορίζεται η δυνατότητα της προσφοράς από τους προμηθευτές τιμής ανά εργαστηριακή εξέταση ή διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη ή καθορισμένα σύνολα εργαστηριακών εξετάσεων ή διαγνωστικών ή θεραπευτικών πράξεων, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κάλυψης των αναγκών των νοσοκομείων με τη διενέργεια διαγωνισμών, στους οποίους ρητώς η διάταξη αυτή αναφέρεται και όχι επί των κοινών συμβάσεων πώλησης που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, όπως οι εξεταζόμενες, εκτός κι αν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα στις έγγραφες παραγγελίες με βάση τις οποίες αυτές καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν, η ύπαρξη της οποίας δεν αποδείχτηκε. Δευτερευόντως, δε, διότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη υπό στοιχείο III., με το άρθρο 27 § 9 του Ν. 3867/2010 δεν νομιμοποιήθηκαν οι άκυρες συμβάσεις, αναδρομικά, καθʼ όλα, όπως εσφαλμένα το εκκαλούν υπολαμβάνει, αλλά απλώς εξομοιώθηκαν με νόμιμες οι δαπάνες που στο πλαίσιο των άκυρων αυτών συμβάσεων πραγματοποιήθηκαν, με σκοπό την ταχεία εξωδικαστική ρύθμιση της πληρωμής τους, χάριν της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, προκειμένου να συνεχιστεί η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των νοσοκομείων, αλλά και να αποφευχθεί το κόστος της δικαστικής διεκδίκησης του οφειλόμενου τιμήματος. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι από τις συμβάσεις που αναφέρονται στην αγωγή της εφεσίβλητης, εξήντα επτά (67) στον αριθμό, και ειδικότερα τριάντα τρεις (33) εντός των μηνών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2010 (από 22.11.2010 έως 31.12.2010), συνολικού ποσού 64.289,37 ευρώ και τριάντα τέσσερις (34) εντός των μηνών Ιανουαρίου-Μαρτίου του 2011 (19.01.2011 έως 22.03.2011), συνολικού ποσού 49.876,37 ευρώ ευρώ, η ενάγουσα περιόρισε το αίτημα της αγωγής της, λόγω εξόφλησης των λοιπών, στις 33 που αφορούν στις συμβάσεις του έτους 2010 πλέον μιας του έτους 2011 που αντιστοιχεί στο τιμολόγιο 55927/18.02.2011, ποσού 1.389,73 ευρώ. Επομένως, ένδικες είναι οι 34 αυτές συμβάσεις πώλησης, συνολικού ποσού 65.679,10 (64.289,37 +1.389,73) ευρώ με ΦΠΑ και όχι 72.119,19 ευρώ, στο οποίο η ενάγουσα είχε περιορίσει το αίτημά της, καθόσον για την εξαγωγή του ποσού αυτού άθροισε και τα ποσά τεσσάρων ακόμα τιμολογίων του έτους 2010 (54720/08.11.2010 ποσού 2.325 ευρώ, 54724/08.11.2010 ποσού 2.851,68 ευρώ, 54764/09.11.2010 ποσού 1.082,92 ευρώ και 548204/09.11.2010, το ορθό 15.11.2010), τα οποία δεν είχαν περιληφθεί στο δικόγραφο της αγωγής, και κατά τα οποία απαραδέκτως κατʼ άρθρο 223 ΚΠολΔ διευρύνθηκε το αίτημα με τις προτάσεις της. Ειδικότερα, τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για τις ένδικες συμβάσεις, ως προς το περιεχόμενο των οποίων δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση, είναι τα εξής:

 

α/α       ΕΤΟΣ    ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ / ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ      ΠΟΣΟ

 

1          2010    54875/22.11.2010       2.274,15

 

2          “           54876/22.11.2010       2.346,25

 

3          “           54877/22.11.2010       2.093,72

 

4          “           54878/22.11.2010       2.310,19

 

5          “           54879/22.11.2010       2.454,61

 

6          “           54880122.11.2010      2.526,79

 

7          “           54881/22.11.2010       2.418,52

 

8          "           54882/22.11.2010       2.552,25

 

9          “           54883/22.11.2010       2.476,31

 

10        “           54884/22.11.2010       2.454,08

 

11        “           54894/23.11.2010       2.400,41

 

12        “           55047/03.12.2010       1.245,35

 

13        “           75916/14.12.2010       992,65

 

14        “           55260120.12.2010      1.082,92

 

15        “           55261/20.12.2010       2.460,00

 

16        “           55262/20.12.2010       1.191,21

 

17        “           55263/20.12.2010       2.021,43

 

18        “           55264/20.12.2010       2.173,05

 

19        “           55265/20.12.2010       2.310,25

 

20        “           76037/22.12.2010       2.415,84

 

21        “           76038/22.12.2010       2.165,85

 

22        “           76039/22.12.2010       1.263,39

 

23        '           76040122.12.2010      1.263,39

 

24        “           76041/22.12.2010       1.457,73

 

25        “           76042/22.12.2010       222,00

 

26        “           76064/29.12.2010       411,55

 

27        2010    76111/31.12.2010       2.364,34

 

28        “           76112/31.12.2010       1.169,53

 

29        “           76106/31.12.2010       2.274,10

 

30        “           76107/31.12.2010       2.289,52

 

31        “           76108/31.12.2010       2.436,57

 

32        “           76109/31.12.2010       2.425,71

 

33        “           76110/31.12.2010       2.345,71

 

34        2011    55927/18.02.2011       1.389,73

 

ΣΥΝΟΛΟ           65.679,10

 

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ετήσια δαπάνη του εκκαλούντος από τις επιμέρους μικρότερες πωλήσεις για το έτος 2010 και για το έτος 2011 (στο οποίο εμπίπτει το ανωτέρω μη εξοφληθέν τιμολόγιο του έτους αυτού), υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η ετήσια ανώτερη επιτρεπόμενη δαπάνη για κατάρτιση συμβάσεων από αυτό ως ΝΠΔΔ με απευθείας ανάθεση, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, κατά παράβαση όσων ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 12 και 13 & VIII του Ν. 2286/1995, όπως η παράγραφος 13V III συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 § 3 Ν. 2503/1997 και της ΥΑ Π1/3305/03.11.2010 (ΦΕΚ ΒΊ789/12.11.2010), οι οποίες εφαρμόζονται και στα νοσοκομεία ΝΠΔΔ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη υπό στοιχείο IV. Επομένως, ο επιμερισμός της ετήσιας αυτής δαπάνης σε επιμέρους μικρότερες με τα προαναφερόμενα τιμολόγια οδηγεί σε καταστρατήγηση των ως άνω νόμιμων διαδικασιών ανάθεσης και αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών, οι οποίες ως σκοπό έχουν τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, οι ένδικες συμβάσεις είναι άκυρες στο σύνολό τους, κατά τα άρθρα 3 και 174 ΑΚ, με συνέπεια να θεωρούνται ως μη γενόμενες (άρθρο 180 ΑΚ) και από αυτές δύναται να γεννηθεί μόνο αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως στην ίδια νομική σκέψη αναφέρεται. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως εφόσον οι ανωτέρω νομικές διατάξεις περί συμβάσεων για προμήθεια υλικού από το Δημόσιο και ΝΠΔΔ είναι αναγκαστικού δικαίου, πέραν του ότι εν προκειμένω αυτή προτείνεται με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Μετά δε την κατάφαση της ακυρότητας ως προς τη διαδικασία κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων, είναι άνευ αντικειμένου η περαιτέρω εγκυρότητα ή μη του τύπου που τηρήθηκε ως προς αυτές, δηλαδή με έγγραφο για τις πέραν του ποσού των 2.500 ευρώ ή με έγγραφη παραγγελία και εκτέλεσή τους. Κατʼ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό του εναγομένου-ήδη εκκαλούντος, περί ακυρότητας της διαδικασίας κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, χωρίς διαγωνισμό, ο οποίος (ισχυρισμός) είχε προταθεί με τις προτάσεις του και, δεχόμενο περαιτέρω εγκυρότητα αυτών ως προς τον τύπο σύναψής τους με έγγραφη παραγγελία και εκτέλεση, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την κύρια βάση της ως και ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε το αιτούμενο ποσό των 72.119,19 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, υπολογιζόμενο με βάση τις διατάξεις του Π.Δ. 166/2003, έσφαλε περί την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, είναι βάσιμος ο προαναφερόμενος τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για την αποδοχή της κύριας βάσης της αγωγής, καθώς και ο τρίτος, ο οποίος αφορά στην αποδοχή του παρεπόμενου αιτήματος της βάσης αυτής για επιδίκαση τόκων κατʼ άρθρο 166/2003 και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ο έκτος λόγος, που αφορά στα δικαστικά έξοδα δεν ερευνάται, επειδή μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης συνεξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων ως συνεχόμενο με την ουσία (Σαμουήλ Δ' έκδοση, σελ. 58-59 παρ. 193 και 542 αριθ. 10, σελ. 173). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η αγωγή προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, να απορριφθεί αυτή ως προς την κύρια βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη του εναγομένου, λόγω ακυρότητας της διαδικασίας κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων κατά τα προαναφερόμενα. Περαιτέρω, να εξεταστεί η επικουρική βάση αυτής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον δεν απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απλώς δεν εξετάστηκε μετά την αποδοχή της κύριας βάσης της αγωγής, η οποία μόνο δικάζεται πλέον και όχι η έφεση (άρθρα 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 225/2015, ΑΠ 560/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 2039/2014 ΧΡΙΔ 2015.354, ΑΠ 43/2008 ΝοΒ 2008.1284). Ως προς την επικουρική βάση της η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, καθόσον αποδείχθηκε ότι για τα προαναφερόμενα πωληθέντα είδη, που αντιστοιχούν στις ως άνω άκυρες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων εκδόθηκαν τα προαναφερόμενα τιμολόγια και παραδόθηκαν στο εναγόμενο τα αναφερόμενα σε αυτά ιατρικά είδη, το τελευταίο δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε καμία καταβολή. Συνεπώς, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο κατά την αξία των πωληθέντων, χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, και υποχρεούται να αποδώσει σε αυτήν την ωφέλεια που απέκτησε. Ο ισχυρισμός του, ο οποίος προτάθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και δεν εξετάστηκε μετά την αποδοχή της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, ότι δεν σώζεται ο πλουτισμός λόγω ανάλωσης των πωληθέντων υλικών, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Τούτο διότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη υπό στοιχείο V., ο πλουτισμός σώζεται και όταν, όπως εν προκειμένω, το αντικείμενο αυτού αναλώθηκε για τις ανάγκες του λήπτη, που θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες, στις οποίες θα υποβαλλόταν για την προμήθεια παρόμοιων ειδών από άλλον προμηθευτή. Η δαπάνη αυτή ταυτίζεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας με την τιμή πώλησης των ανωτέρω υλικών προς το εναγόμενο, το οποίο δεν απέδειξε ανταποδεικτικά κάτι διαφορετικό, και ανέρχεται σε ποσό 65.679,10 ευρώ. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος είχε προταθεί με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά επίσης δεν εξετάστηκε λόγω παραδοχής της κύριας βάσης της αγωγής, ότι η ενάγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ακυρότητα και επομένως κατʼ άρθρο 905 ΑΚ δεν έχει αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, επειδή η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε περίπτωση που η αναζητούμενη ωφέλεια στηρίζεται σε παροχή αχρεώστητη και όχι σε παροχή για αιτία παράνομη, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση αχρεωστήτου όταν πρόκειται για παροχή σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης, όπως εν προκειμένω (ΑΠ 633/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ο αυτός ως άνω ισχυρισμός, θεμελιούμενος και στην όμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 8 § 2 του ν. 3886/2010, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαραδέκτως προβληθείς το πρώτον με τις προτάσεις του προς το παρόν Δικαστήριο χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Εκτός αυτού είναι και μη νόμιμος, επειδή το ρυθμιστικό πεδίο του νόμου αυτού, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2007/66/ΕΚ, με αντικατάσταση των ν. 2522/1997 και 2854/2000, εξαντλείται στις διαφορές που αναφύονται στο στάδιο πριν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και με την ανωτέρω διάταξη ορίζονται οι συνέπειες της ακύρωσης σύμβασης μετά από προσφυγή που ασκείται στα διοικητικά δικαστήρια. Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ενστάσεις του εναγομένου, οι οποίες είχαν προταθεί πρωτοδίκως και απορριφθεί, επαναφέρονται στο Εφετείο από αυτόν ως εκκαλούντα, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μόνο με λόγο έφεσης περιεχόμενο στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), διαφορετικά, αν προταθούν με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι (ΑΠ 194/2012, ΑΠ 1710/2012, ΑΠ 504/2011, ΑΠ 88/2011, Α.Π. 1308/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος (ως προς αμφότερες τις βάσεις της αγωγής, κύριας και επικουρικής), ο οποίος προτάθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμος, και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, απαραδέκτως επαναφέρεται με τις προτάσεις προς το παρόν Δικαστήριο και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί. Κατʼ ακολουθίαν αυτών, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως προς την επικουρική βάση της, για το ποσό των 65.679,10 ευρώ, το οποίο το εναγόμενο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο (6%) από την επίδοση αυτής, εφόσον πρόκειται για αξίωση κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού λόγω ακυρότητας των μεταξύ αυτού και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθεισών συμβάσεων, οπότε δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003, το οποίο προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην υπό στοιχείο VI. νομική σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω ερμηνευτικής δυσχέρειας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρα 179 εδ. γ', 183 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατʼ αντιμωλίαν.

 

Δέχεται τυπικά και κατʼ ουσίαν την κρινόμενη έφεση.

 

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 1819/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Διακρατεί και δικάζει την αγωγή.

 

Δέχεται εν μέρει αυτήν, για το ποσό των 65.679,10 ευρώ.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο (6%) από την επίδοση της αγωγής.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2015 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Δεκεμβρίου 2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των Πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ