ΕφΑθ 4684/2010

 

Απόλυση για πλημμελή εκπλήρωση καθηκόντων -.

 

Καταγγελία συμβάσεως εργασίας. ’κυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια. Απόλυση της εκκαλούσας επειδή η εφεσίβλητη εταιρία δεν ήταν ικανοποιημένη από την απόδοσή της, και όχι με το πρόσχημα της ύπαρξης οικονομοτεχνικών λόγων. Συνεπώς, η εφεσίβλητη ενήργησε προς υπεράσπιση του αληθινού συμφέροντός της, κατά το σχετικό διευθυντικό δικαίωμα και άρα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν έγκυρη.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 4684/2010

TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 5ο

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Καλόφωνο, Δημήτριο Οικονόμου - Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Βασιλική Παπαστεργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Ιανουαρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ... του κατοίκου Αθηνών, οδός ...,. αριθμός *, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ, 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Σωτήρη Μανιαδάκη.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «SPORT (ΣΠΟΡ) PLUS (ΠΛΑΣ) ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου Αττικής, επί της οδού Μ. αριθμ. * και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.. από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελένη Θ, Καρυοφύλλη.

 

Η ενάγουσα του και ήδη εκκαλούσα, με την από 17ης Σεπτεμβρίου 2004 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), που έχει κατατεθεί με αριθμό 3875/2004, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, εξέδωσε την υπ' αριθμόν 2364/2005 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η τότε ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 26ης Ιουνίου 2008 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 6375/2008, δικάσιμος της οποίας αρχικώς ορίστηκε η 10η Φεβρουαρίου 2009 (Τμήμα 5ο, πινάκιο 30) και έπειτα από αναβολή αυτής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου (αριθμός πινακίου 20) και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, Σωτήριος Μανιαδάκης και Ελένη Καρυοφύλλη, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ, 2 του Κ.Πολ.Δικ.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της 2364/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκου, κατά την «ιδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 Κ.Πολ.Δ), ασκήθηκε με νομότυπη κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε παρήλθε τριετία από την έκδοση αυτής (άρθρα 495 &κ, 511, 518 αρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δ), Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά ΐην ίδια διαδικασία (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ).

 

 

Με την από 17-9-2004 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε στις 22-4-2002 από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, ως βοηθός λογιστή, στην εκδοτική επιχείρηση που αυτή διατηρεί στο Χαλάνδρι Αττικής, στην οποία και προσέφερα τις υπηρεσίες της μέχρι τις 21-4-2004, αντί μηνιαίου μισθού 1.151,69, οπότε η εφεσίβλητη-εργοδότριά της, επικαλούμενη οικονομοτεχνικούς λόγους, προέβη στην καταγγελία της μετ αυτής εργασιακής σύμβασης. Επικαλούμενη περαιτέρω αφενός ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας, ως καταχρηστικής, καθόσον αυτή έγινε, όχι για τους προσχηματικά επικληθέντες από την εφεσίβλητη λόγους και αφετέρου υπερημερία της τελευταίας περί την αποδοχή εργασίας της, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται, όπως πριν από την απόλυση της, την εργασία της. να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.964,25 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 22-6-2004 έως 22-5-2005, με το νόμιμο τόκο για κάθε μισθό από το τέλος εκάστου μηνός, και τέλος, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της οφείλει επίσης το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηβικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, συνισταμένης στην προσβολή της προσωπικότητάς της.

 

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της, με σκοπό την αποδοχή της αγωγής.

 

 

Από τα άρθρα 669 παρ, 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1922/2007 ΕΕΔ 67,158 ΑΠ 1420/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 359/2009 προσκομιζόμενη, ΑΠ 1689/2006 ΕΕΔ 66,1031.). Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα μισθωτό, προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απολύσεως του, ο από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ' ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν και να καθορισθούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της καταγγελίας (ΑΠ 625/2008 ΕΕΔ 68,507 ΑΠ 97/2004 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).

 

 

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, εκτιμώμενες ανάλογα με το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, ξεχωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, από τις 9669/25-5-2005 και 9670/25-5-2005 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των ..., αντίστοιχα, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της, από τις 1341/25-5-2005 και 1342/25-5-2005 ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Σ. και Α. Δ., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου που προσκομίζει νόμιμα μετ' επικλήσεως η εφεσίβλητη, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της, από την 14127/2-12-2004 ένορκη κατάθεση της Σ. Β. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Γ.-Τ., που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η εκκαλούσα, καθώς και από τις 2083, 2084, 2085 και 2086 ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Σ., .. Κ., Β. Β. και Α. Π. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου που προσκομίζει νόμιμα μετ' επικλήσεως η εφεσίβλητη, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων, αλλά λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίου, σε συνδυασμό με όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως αποδεικνύονται τ' ακόλουθα:

 

 

Η εκκαλούσα προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη εκδοτική εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 22-4-2002 ως βοηθός λογιστή, με μηνιαίο μισθό 1151,69 ευρώ και με την ειδικότητα αυτή εργάσθηκε στην ως άνω επιχείρηση έως 22-6-2004, όταν η εφεσίβλητη κατήγγειλε εγγράφως την ένδικη σύμβαση εργασίας, καταβάλλοντας σ' αυτή τη νόμιμη αποζημίωση, Η απόλυση της εκκαλούσας έλαβε χώρα επειδή η εφεσίβλητη δεν ήταν ικανοποιημένη από την απόδοσή της. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, έκανε πολλά λάθη στην εργασία που της είχε ανατεθεί, δηλαδή στον χαρακτηρισμό και την καταχώριση των παραστατικών (τιμολογίων, αποδείξεων δαπανών, αποδείξεων παροχής υπηρεσιών κλπ), η ανεύρεση των οποίων απαιτούσε ικανό χρόνο, με αποτέλεσμα να επωμίζονται την παραπάνω εργασία άλλοι υπάλληλοι, αποσπώμενοι από τα δικά τους καθήκοντα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν δεχόταν παρατηρήσεις από τον προϊστάμενο της, δεν παραδεχόταν τα λάθη της και παρότι της δόθηκε ικανός χρόνος, δεν παρουσίασε βελτίωση. Για τους παραπάνω λόγους και όχι με το πρόσχημα της ύπαρξης οικονομοτεχνικών λόγων, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα, η εφεσίβλητη προέβη στην α πόλυσή της, προσλαμβάνοντας στη θέση της, ως βοηθό λογιστή, την Μ.Μ.. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κατά του προϊσταμένου της Ι. Σ. και των συναδέλφων της Α. Κ., Β. Β. και Α. Π., η εκκαλούσα υπέβαλε έγκληση για ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση, για το περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων τους, πλην όμως άπαντες αθωώθηκαν με την 14089/18-2-2009 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 

 

Αφού, λοιπόν δεν αποδείχθηκαν οι επικαλούμενοι με την αγωγή καταχρηστικοί λόγοι (προσχηματικοί οικονομοτεχνικοί λόγοι), η εφεσίβλητη ενήργησε προς υπεράσπιση του αληθινού συμφέροντος της, κατά το σχετικό διευθυντικό της δικαίωμα και συνεπώς, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, που έγινε νομότυπα, ήταν έγκυρη, ανεξαρτήτως της ύπαρξης του λόγου της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων από την εκκαλούσα.

 

 

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε τα ίδια περιστατικά και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εγκαλούσας που διαλαμβάνονται στην έφεσή της, είναι απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η εν λόγω έφεση στο σύνολό της.

 

 

Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, ως ηττώμενη, στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ,), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

- Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

- Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση κατά της 2364/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

 

- Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε εξακόσια (600) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Αυγούστου 2010 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 8 Σεπτεμβρίου 2010.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ