ΕφΑθ 4467/2010

 

Σύμβαση αποκλειστικής διανομής - Δικαιοδοσία - Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων -.

 

 

Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει συμφωνίας των μερών [άρθρα 3 § 1, 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, άρθρα 23, 24 κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη [άρθρο 3 § 1 κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)»]. Συμβατική ρήτρα σε (γραπτώς καταρτισθείσα) σύμβαση αποκλειστικής διανομής, με την οποία ορίζεται ότι αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι ορισμένο δικαστήριο άλλου κράτους, καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά. Συμβατική ρήτρα στην ίδια σύμβαση με την οποία ορίζεται ως αποκλειστικά εφαρμοστέο ορισμένο αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο, σε αντίθεση με το ελληνικό, δεν προβλέπει αξίωση αποζημίωσης πελατείας του διανομέα, αλλά μόνο του εμπορικού αντιπροσώπου, δεν προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη από μόνο το γεγονός ότι ο εφαρμοστέος αλλοδαπός κανόνας (είναι άγνωστος στην Ελλάδα ή) αντίκειται σε ελληνική αναγκαστικού δικαίου διάταξη.

 

 

Αριθμός 4467/2010

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

13ο Τμήμα

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κλεονίκη Θεοδωροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Θεόδωρο Τζανάκη, εισηγητή, Γεωργία Αλεξοπούλου, εφέτες, και τη γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 6 Μαΐου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ Εταιρείας με την επωνυμία *, που εδρεύει στη * Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Κουτσούκη.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ Εταιρείας με την επωνυμία *, που εδρεύει στο Μ* Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Δήμου - Δημητρίου Παπαναστασίου (του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών) και Αναστασίου Χριστόπουλου (του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).

 

Η ενάγουσα με την από 15.5.2008 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη κατά της ως άνω εναγομένης  ζήτησε όσα αναφέρονται σ αυτή. Συζητήσεως γενομένης κατά την 5.11.2008, επί της παραπάνω αγωγής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 1792/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας), με την οποία αυτό απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα με την από 23.6.2009 έφεσή της.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

Η ένδικη έφεση της ενάγουσας κατά της υπ' αριθμ. 1792/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 520 ΚΠολΔ).

 

Επομένως, είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί από ουσιαστική άποψη κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533,591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την από 15.5.2008 αγωγή της ισχυριζόμενη, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, ότι η εναγομένη προέβη σε παράνομη καταγγελία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, ζήτησε, επικαλούμενη δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική ευθύνη, κατά παραδεκτό περιορισμό αυτής με τις προτάσεις της, να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία οφείλει για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 146.839 ευρώ, άλλως 73.419,5 ευρώ, για αποζημίωση πελατείας το ποσό των 413.455,20 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 150.000 ευρώ.  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση η ενάγουσα εταιρεία για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ακολούθως την παραδοχή της αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθ.3 § 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔ 41.1599, ΑΠ 108/1998 Ελ Δ 29.1392, ΕφΑθ 6073/2002 Δνη 44.209, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). 

 

Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο.  Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 42, 43 και 44 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων όταν η συμφωνία γίνει εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο), με την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1288/1994). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά το lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθ. 281 ΑΚ (ΕφΑθ 6359/2003 ό.π.).  Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθ. 263 εδ. α' ΚΠολΔ, ΑΠ 703/2005, ΕφΛαρ 833/2006 Δικογραφία 2007.95, ΕφΑθ 717/2009 ΤΝΠ Νόμος). 

 

Τέλος, με βάση το άρθρο 44 οι παραπάνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο.  Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό.  Όμως η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί με βάση της γενικής αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως να κατισχύσει της βουλήσεως των μερών (ΕφΑθ 5034/2003 ΕλΔ 2004.524). Ειδικότερα, στο άρθρο 23 του 44/2001 Κανονισμού ορίζεται ότι: «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.  Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση.». Με την § 2 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι: «όταν μια τέτοια συμφωνία καταρτίζεται από μέρη εκ των οποίων κανένα δεν έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών δεν μπορούν να δικάσουν τη διαφορά, εφόσον το ή τα υποδειχθέντα δικαστήρια δεν έχουν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 ορίζεται ότι: «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία.  Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθ. 22». 

 

Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή, όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (βλ. ΔΕΚ 24.6.1981 Elephanten Schoh GMBH/Jaoqmain 150/1980, ΔΕΚ 7.3.1985 Spitzley/Sommer 48/84, ΕφΠειρ 546/2006 Αρμ. 2008,437).  Η ειρημένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα, επικουρικά ισχυρισμό άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως αναρμοδιότητας (βλ. ΔΕΚ 22.10.81 Rohr κατά Ossberger, 27/81 επί της ερμηνείας του άρθρου 18 ΔΣ των Βρυξελλών βλ. επίσης Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά.  Η Σύμβαση των Βρυξελλών,1989, άρθρ. 18 σελ 171 επ Επειρ 416/2004 Τράπεζα Νομ. Πληρ. ΔΣΑ, ΕφΠειρ 546/2006 οπ).

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισαν ότι η ελευθερία των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους των κανόνων σύγκρουσης νόμων και ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για την διευθέτηση των διαφορών θα πρέπει να αποτελεί από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου.  Ενόψει αυτών, με τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ορίστηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ότι «Η Σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη.  Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης.  Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης».  Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3... το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού.

Όπως εκτέθηκε παραπάνω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ΚπολΔ πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο, μπορεί να γίνει αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, οι οποίες έχουν περιουσιακό αντικείμενο, με ρητή έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, στην οποία αναφέρεται και η έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές.  Τυχόν τέτοια συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (βλ. ΑΠ 755/1993, ΕΕΝ 1994, 529, ΕφΑθ 2523/2005, βλ. ECJ, C-9/87, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ECR (1988) 1539, ECJ 27.9.1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis v Bankhaus Schroeder, Muenchmeyer, Hengst and Co. Andothers, [1988] ECR 5565, βλ. επίσης σχ. Και άρθρα 6.1 και 28 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΚ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρεία, που προήλθε από μετατροπή της ατομικής επιχείρησης του *, ισχυρίσθηκε με την ένδικη αγωγή της ότι κατά την 27.4.1988 συνήψε με την εναγομένη γερμανική εταιρεία (που έχει την έδρα της στο M* της Γερμανίας) έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής διανομής για τη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας και της Κύπρου, αορίστου χρόνου, που μπορούσε να καταγγελθεί από τα μέρη με δωδεκάμηνη προθεσμία προμήνυσης, εφόσον συνέτρεχε σπουδαίος λόγος, αλλά και χωρίς την τήρηση προθεσμίας στην περίπτωση παραβίασης ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σ αυτή (σύμβαση). Ότι κατά την 23.12.2005 η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής χωρίς σπουδαίο λόγο και χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης συμβατικής δωδεκάμηνης προθεσμίας. Ότι η εναγόμενη από το τέλος του έτους 2004 είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή ανταγωνιστικό σχέδιο σε βάρος της ενάγουσας με σκοπό να την εκτοπίσει από την αγορά και να υφαρπάξει την πελατεία της, υποκινώντας την πρώην υπάλληλό της * να καταγγείλει τη σύμβασή της με την ενάγουσα και ακολούθως προσλαμβάνοντάς την στη θυγατρική εταιρία που η εναγόμενη ίδρυσε στην Ελλάδα, προκειμένου να διανέμει τα προϊόντα της χωρίς πλέον τη συνεργασία της ενάγουσας. Ότι η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης κατόρθωσε να καθιερώσει τα αναφερόμενα στην αγωγή προϊόντα της εναγομένης στην ελληνική αγορά αποκτώντας σημαντικό μερίδιο αγοράς και έφερε νέους πελάτες στην εναγόμενη, από τους οποίους η τελευταία εξακολουθεί να έχει σημαντικά οφέλη. Ενόψει αυτών, η ενάγουσα επικαλούμενη ότι η εναγομένη προέβη σε παράνομη καταγγελία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, ζήτησε, επικαλούμενη δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική ευθύνη, κατά παραδεκτό περιορισμό αυτής με τις προτάσεις της ν αναγνωρισθεί ότι η τελευταία οφείλει για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 146.839 ευρώ άλλως 73.419,5 ευρώ, για αποζημίωση πελατείας το ποσό των 413.455,20 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 150.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2006, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

 

Η εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία με τις πρωτόδικες προτάσεις της (σελίδες 4 και 9 των προτάσεων), προέβαλε προεχόντως πριν από κάθε άμυνα επί της ένδικης υποθέσεως ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, ισχυριζόμενη, ότι στην επίδικη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, της οποίας τη σύναψη συνομολογεί, υπάρχει συμφωνημένη ρήτρα περί αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων για διαφορές που προκύπτουν από την παραπάνω σύμβαση με ταυτόχρονη πρόβλεψη ότι αποκλειστικά αρμόδιο για τις διαφορές αυτές είναι το Δικαστήριο του Μ* της Γερμανίας. Στην ένδικη ένσταση, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της η εναγομένη αναφέρει με σαφήνεια το περιεχόμενο της σχετικής ρήτρας. Η ένσταση αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη (άρθρα 3 και 4, 262 ΚΠολΔ και 23 44/2001 κανονισμού ΕΚ) και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση περί αοριστίας της παραπάνω ένστασης είναι αβάσιμα. Σημειώνεται ότι όσα αναφέρει παραπάνω η εναγομένη είναι επαρκή για τη θεμελίωση της ενστάσεως και δεν απαιτούνταν περαιτέρω πραγματικά περιστατικά και δη ότι η εναγομένη υπήρξε καθολική διάδοχος της ατομικής επιχείρησης του * και το εάν ο * και η * συνήνεσαν στην εναλλαγή αυτή του προσώπου του προμηθευτή. Εξάλλου, η ένσταση αυτή ουδόλως προβάλλεται αντιφατικά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη έφεσή της, δεδομένου ότι η εναγομένη όπως προκύπτει από τη νοηματική διατύπωση και τη σειρά των ισχυρισμών ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στις πρωτόδικες γραπτές προτάσεις, αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, προβάλλοντας καταρχήν την ένσταση αυτή και δεν αποδέχθηκε τη διεθνή δικαιοδοσία του Ελληνικού Δικαστηρίου. Από το σύνολο των υποβληθέντων ισχυρισμών καθίσταται σαφές, ότι η εναγομένη πρωτίστως αμφισβήτησε την διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, παραστάσα προς τούτο, και επικουρικά, για την πληρότητα της άμυνάς της κατά της αγωγής σε περίπτωση που ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο ότι υφίστατο διεθνής δικαιοδοσία αυτού υπέβαλε ισχυρισμούς επί της ουσίας της υποθέσεως. Συνεπώς, δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 του Κανονισμού, ώστε να κριθεί ότι εχώρησε παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας ως εκ μόνης της παραστάσεως της εναγομένης κατά τη δίκη. Συνεπώς, ο προβληθείς με την ένδικη έφεση από την εκκαλούσα - ενάγουσα σχετικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος.

 

Από την νόμιμα προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τα διάδικα μέρη από 27.4.1988 έγγραφη σύμβαση διανομής (άρθρο 10) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της δικαιοπαρόχου ατομικής επιχείρησης της ενάγουσας (όπως στην αγωγή ρητά η ίδια εκθέτει) και της ατομικής επιχείρησης του * και δικαιοδόχου της εναγομένης, όπως η τελευταία συνομολογεί, συμφωνήθηκαν τα εξής: «Συμφωνείται, ότι η παρούσα συμβατική σχέση υπόκειται σε γερμανικό δίκαιο και κρίνεται κατά το γερμανικό δίκαιο. Και στην περίπτωση που προκύψουν διαφορές από τη συμβατική σχέση συμφωνείται η εφαρμογή γερμανικού δικαίου (εν συντομία: ανάμεσα στους συμβαλλόμενους ισχύει αποκλειστικά γερμανικό δίκαιο). Τόπος εκπλήρωσης της παροχής καθώς και κατά τόπο δικαστική αρμοδιότητα ορίζεται το Μ* Γερμανίας». Επομένως, τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ρητά έχουν συμφωνήσει, ότι για τις διαφορές από τη μεταξύ τους σύμβαση αποκλειστικά αρμόδιο θα είναι το δικαστήριο του Μ* Γερμανίας, χωρίς κάποια επιφύλαξη ή εξαίρεση στην ως άνω δικονομική ρήτρα. Η προαναφερόμενη ρήτρα, με την οποία συμφωνήθηκε η κατάλυση της διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων ως προς την ενάγουσα, είναι απόλυτα σαφής, μη χρήζουσα, ούτε επιδεχόμενη αντίθετη ερμηνεία κατά τη lex fori συντρέχουσας αρμοδιότητας των Ελληνικών Δικαστηρίων καθώς στις περιπτώσεις, στις οποίες τα μέρη θέλησαν να υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, έστω και συντρέχουσα, ρητά το πρόβλεψαν. Από την ως άνω ρήτρα προκύπτει ότι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Μ* της Γερμανίας υπάγονται όλες οι διαφορές, που απορρέουν από τη μεταξύ τους σύμβαση διανομής όσο και οι συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, ενόψει και του ότι δεν γίνεται διάκριση γι' αυτές και αφού, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, η συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Εξάλλου, το αίτημα της εκκαλούσας - ενάγουσας για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ, σε σχέση με το ζήτημα αν η συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις κρίνεται αβάσιμο αφού περί αυτού, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, έχει ήδη αποφανθεί το ΔΕΚ, καθορίζοντας σαφώς, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, ότι τυχόν τέτοια συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονται χωριστά. Οι ενοχές που έχουν ως πηγή προελεύσεώς τους τη σύμβαση ή που απορρέουν από αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως ακόμη και στην περίπτωση συρροής συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης επιβάλλεται λόγω της συνάφειας να εκδικασθούν ταυτόχρονα από το ίδιο δικαστήριο, ώστε να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.

Περαιτέρω, η ρήτρα αυτή είναι έγκυρη, δεδομένου ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις εγκυρότητάς της (έγγραφος τύπος, ορισμένη έννομη σχέση και ρητή μνεία του τοπικά αρμόδιου Δικαστηρίου, δηλαδή του Δικαστηρίου του Μ*), όπως ειδικότερα αναφέρεται στη μείζονα σκέψη. Σημειώνεται επίσης ότι κατά την 3.12.2002 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δανείου με την οποία οι διάδικοι επιβεβαιώνουν την έλλειψη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων συνομολογώντας σ' αυτήν πέραν της σύμβασης του δανείου ότι για παρελθούσες, τρέχουσες και μελλοντικές συναλλαγές και για διάφορες θα εφαρμόζεται αποκλειστικά το γερμανικό δίκαιο και αρμόδια θα είναι τα δικαστήρια του Μ* της Γερμανίας.

 

Η προβληθείσα αντένσταση ακυρότητάς της ως άνω ρήτρας (που προέβαλε η ενάγουσα και επαναφέρει με την ένδικη έφεση), επειδή κατά τους ισχυρισμούς της, το γερμανικό δίκαιο, σε αντίθεση με το ελληνικό, δεν προβλέπει αξίωση αποζημίωσης πελατείας του διανομέα παρά μόνο του εμπορικού αντιπροσώπου, είναι νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι η ερευνώμενη ρήτρα δεν προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη από μόνο το γεγονός ότι ο εφαρμοστέος αλλοδαπός κανόνας είναι άγνωστος στην Ελλάδα ή αντίκειται σε ελληνική αναγκαστικού δικαίου διάταξη (βλ. Μαριδάκη, ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο Τ, σελ. 346, 347, Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τ. Ι, σελ. 60 - 61, όπου περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς και στη νομολογία). Είναι, εξάλλου, αυτονόητο, ότι κατά τη σύναψη μιας ρήτρας παρέκτασης και μιας ρήτρας περί συγκεκριμένου εφαρμοστέου δικαίου τα μέρη έχουν διαπραγματευτεί και συναποφασίσει εκ των προτέρων την υπεροχή της επιλεχθείσας δικαιοδοσίας και δικαίου έναντι άλλων, αφού σε αντίθετη περίπτωση τα μέρη θα είχαν συμφωνήσει και τυχόν συντρέχουσα δικαιοδοσία. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της ενάγουσας στην προσθήκη των προτάσεών της, ότι η εναγόμενη δεν αποτελεί καθολική ή ειδική διάδοχο της ατομικής επιχείρησης του * είναι αβάσιμος. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός ενέχει αντιφατικότητα γιατί ενώ με την ένδικη αγωγή της συνομολογεί την κατάρτιση της από 27.4.1988 έγγραφης σύμβασης διανομής με την εναγόμενη, το περιεχόμενο της οποίας επικαλείται και θέτει ως ιστορική βάση των αξιώσεών της, αναφέροντας ότι η εν λόγω σύμβαση μεταβιβάσθηκε στην ενάγουσα κατά τη μετατροπή της ατομικής επιχείρησης του * σε ανώνυμη εταιρεία, χωρίς να κάνει αναφορά ότι από την άνω μεταβίβαση εξαιρέθηκε με νεώτερη συμφωνία η επίδικη δικονομική ρήτρα, εν τούτοις όλως αβάσιμα εκ των υστέρων με την προσθήκη των προτάσεων, αποσκοπώντας να αποφύγει τη δέσμευση από την παραπάνω ρήτρα, προβάλλει τον παραπάνω ισχυρισμό.

Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε ότι υφίσταται έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων και κατ ακολουθία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, έστω και με άλλη κατά ένα μέρος αιτιολογία, ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε. Ενόψει αυτών, πρέπει να αντικατασταθεί η αιτιολογία και ν απορριφθεί η ένδικη έφεση (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν, λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεσή του.

 

Απορρίπτει αυτήν κατ' ουσίαν και

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα τη 2 Ιουλίου 2010 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 27η Αυγούστου 2010, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ