ΕφΑθ 2715/2016

Απομιμητικά Προϊόντα (πλαστά γυαλιά ηλίου adidas) -.

 

Αυτεπάγγελτη αστυνομική έρευνα και κατάσχεση μεγάλης ποσότητας απομιμητικών γυαλιών οράσεως και ηλίου διαφόρων γνωστών οίκων («CHRISTIAN DIOR», «ADIDAS», «ΝΙΚΕ», «VERSACE», «GUCCI», «CHANEL», «ARMANI»). Αγωγή μιας εκ των εταιρειών/δικαιούχου σήματος adidas για παράλειψη και αποζημίωση. Ευρωπαϊκό Σήμα. Κανονισμός 207/2009. Αστική προστασία σήματος. ’μυνα χονδρεμπόρου απομιμητικών προϊόντων. Η αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας/εφεσίβλητης προσδιορίστηκε στο ποσό των 30.000 Ευρώ. Το Εφετείο επικυρώνει την εκκαλουμένη απόφαση 555/2014 ΜονΠρωτΑθ. Απορρίπτει έφεση.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 2715/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 17ο

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Διονυσία Νίκα, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 29 Σεπτεμβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ADIDAS AG», που εδρεύει στην πόλη Herzogenaurach της Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Μαρκάκη.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: I) Εταιρείας με την επωνυμία «... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ» και τον διακριτικό τίτλο «...Μ.ΕΠΕ», που εδρεύει στους Αγίους Αναργύρους Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ..., κατοίκου Αθηνών, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή και νόμιμου εκπρόσωπου της ως άνω εταιρείας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Τσιμπουράκη.

 

Η ενάγουσα, και ήδη καλούσα-εφεσίβλητη, με την από 6-7-2012 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 121045/9383/2012, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 555/2014 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) με την από 28-2-2014 έφεση τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1407/2014, της οποίας η συζήτηση κατά την ορισθείσα, μετά από αναβολές, δικάσιμο της 17-9-2015 ματαιώθηκε.

 

Ήδη η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 8-12-2015 κλήση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (αρ. καταθ. 9991/2015), εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση από 28/2/2014 (αρ. εκθ. κατ. 1407/2014) έφεση κατά της υπ' αριθμ. 555/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από την επίδοση της εκκαλουμένης στις 4/2/2014 (σχετ. υπ' αριθμ. 9417Γ και 9418177-2-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) μέχρι την άσκηση της έφεσης στις 4/3/2014, με την κατάθεση του δικογράφου της στον αρμόδιο γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν παρήλθε η προθεσμία των τριάντα ημερών (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), επισυνάπτεται δε και το προβλεπόμενο για το παραδεκτό της ασκήσεως της (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) νόμιμο παράβολο 200 Ευρώ (σχετ. 060484, 060485 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και 1641192, 1641193 παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία (ήδη εφεσίβλητη) με την από 6/7/2012 (αρ. κατ. 121045/933/2012) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθεσε ότι τυγχάνει μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες που δραστηριοποιείται στο τομέα των ειδών αθλητικής και καθημερινής ένδυσης και υπόδησης και αποκλειστική δικαιούχος, μεταξύ άλλων, και των λεπτομερώς αναφερομένων στην αγωγή αλλοδαπών και κοινοτικών σημάτων, που ισχύουν νόμιμα στην ελληνική επικράτεια και διακρίνουν μεταξύ άλλων και προϊόντα της κλάσης 9 (που ενδιαφέρει στην ένδικη περίπτωση), ήτοι γυαλιά ηλίου και εν γένει είδη οπτικών ειδών και χαίρουν παγκοσμίου φήμης. Ότι στην Ελλάδα, τα αδιαλείπτως για περισσότερο από σαράντα (40) χρόνια και διανέμονται κυρίως μέσω της θυγατρικής της εταιρείας «Adidas Hellas Α.Ε». Ότι το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 πληροφορήθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη χονδρική αγορά επώνυμων προϊόντων λιανεμπορίου, προμηθεύοντας αλυσίδες σούπερ μάρκετ και άλλα καταστήματα λιανικής πώλησης και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος, (ήδη εκκαλούντες), χρησιμοποιεί αυθαίρετα, χωρίς την άδεια ή τη συναίνεση της και υπό συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού το σήμα της και διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της σε όμοια με τα δικά της προϊόντα, προκαλώντας σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, καθόσον διαθέτει και πωλεί στην ελληνική αγορά μεταξύ άλλων, γυαλιά ηλίου, κατ' απομίμηση των αντίστοιχων δικών της προϊόντων και κάνοντας χρήση των κατοχυρωμένων σημάτων της. Ότι με τον τρόπο αυτό οι εναγόμενοι προσέβαλαν τα αποκλειστικά της δικαιώματα επί των φημισμένων σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων της, δημιουργώντας κίνδυνο σύγχυσης στους καταναλωτές και εμπόρους λιανικής πώλησης ως προς την αληθή προέλευση των προϊόντων, βλάπτοντας τις λειτουργίες των σημάτων της (προέλευσης, εγγυητική, επενδυτική, διαφημιστική) και αποκόμισαν παράνομο όφελος από την αθέμιτη εκμετάλλευση της φήμης των σημάτων και διακριτικών της γνωρισμάτων. Ότι η παράνομη προσβολή των σημάτων της συνιστά άδικη πράξη από την οποία υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος η ενάγουσα ζήτησε α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή και να παραλείπουν στο μέλλον την εισαγωγή, εξαγωγή ,κατοχή, διαφήμιση, διάθεση προς πώληση, διανομή και εν γένει εμπορία γυαλιών ηλίου των αναφερομένων στην αγωγή γνησίων προϊόντων της. χωρίς την άδεια και τη συναίνεση της β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον και νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, 69.956 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την υπαίτια και παράνομη προσβολή του σήματος της και της μείωσης της φήμης και του εμπορικού της ονόματος στην αγορά, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει ως πολιτικώς ενάγουσα στα ποινικά δικαστήρια το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ, γ) να απειληθεί σε βάρος εκάστου εναγομένου χρηματική ποινή ύψους 10.000 Ευρώ, για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, και σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, δ) να διαταχθεί η απόσυρση από το εμπόριο των απομιμητικών προϊόντων, τα οποία φέρουν τα σήματα και διακριτικά της γνωρίσματα «adidas» και τα οποία είτε κατέχουν οι εναγόμενοι είτε έχουν διατεθεί σε τρίτους εμπόρους, καθώς και η καταστροφή αυτών με δαπάνες των εναγομένων ε) να διαταχθεί η δημοσίευση διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών καθώς και η ανάρτηση στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης ευρείας επισκεψιμότητας με δική της επιμέλεια και δαπάνες των εναγομένων, στ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ζ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη τη αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 121, 122, 125 παρ.3, 150 παρ.1,2,3 και 5, 157, 175, 177, 183 του Ν.4072/2012, των άρθρων 9,14,16 και 101 του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, των άρθρων 1 και 13 του Ν.146/1914, των άρθρων 340, 346, 57, 71, 914, 932 του ΑΚ , των άρθρων 907, 908, 946, 947 και 176 ΚΠολΔ, στη συνέχεια, ύστερα από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονούνται οι εναγόμενοι -εκκαλούντες με την κρινομένη έφεση τους, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη έτσι ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

 

Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η ένδικη αγωγή, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, είναι επαρκώς ορισμένη διότι διαλαμβάνει όλα τα κατά νόμο (άρθρα 216, 117, 118 ΚΠολΔ) απαιτούμενα στοιχεία, δεδομένου ότι περιγράφονται επαρκώς τα αγωγικά δικαιώματα της ενάγουσας επί των ένδικων σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων, ποιες είναι οι παράνομες πράξεις προσβολής των δικαιωμάτων της από τους εναγόμενους και ποια είναι η αιτιώδης συνάφεια της προσβολής αυτής με την επικαλούμενη ηθική βλάβη της ενάγουσας, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προκλήθηκε βλάβη στη φήμη και μοναδικότητα των σημάτων της, στη διαφημιστική και εγγυητική λειτουργία αυτών και στη διακριτική τους δύναμη και στη φήμη και το εμπορικό της όνομα στην αγορά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 121, 122, 125, 147, 150 και 153 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α' 86/11-4- 2012), ο οποίος, μεταξύ άλλων, τροποποιηθείς με το Ν. 4155/2013, περιέχει ρυθμίσεις για την προστασία των σημάτων και αντικατέστησε τον προγενέστερο Ν. 2239/1994, με γενική έναρξη εφαρμογής από τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ Α 86 την 11-4-2012, (άρθρα 183 και 330 παρ. 2), πλην των κεφαλαίων Δ (διαδικασία καταχώρισης), Η' (διεθνή σήματα) και Θ' (κοινοτικό σήμα), η ισχύς των οποίων αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του (άρθρα 330 παρ.2) προκύπτουν τα εξής: α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεικτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, τέτοιο δε σημείο μπορούν να αποτελέσουν ιδίως λέξεις, ονόματα, επωνυμίες, ψευδώνυμα, απεικονίσεις, σχέδια, αριθμοί γράμματα, ήχοι, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του. Συνεπώς κυρίαρχο στοιχείο στην έννοια του σήματος είναι η διακριτική δύναμη, που οφείλει να έχει το σήμα προκειμένου να γίνει δεκτό και να καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο σημάτων κατά το άρθρο 147 του ίδιου νόμου. Το σήμα, δηλαδή, οφείλει πρωταρχικά να επιτελεί διακριτική λειτουργία, με την οποία στενά συνδεδεμένη είναι η λειτουργία προέλευσης που ακολούθως αναπτύσσει, έτσι ώστε τα σηματοδοτούμενα προϊόντα ή υπηρεσίες να εμφανίζονται πλέον ως προϊόντα ή υπηρεσίες συγκεκριμένης επιχείρησης και να αποφεύγεται αντίστοιχα ο κίνδυνος σύγχυσης με άλλη επιχείρηση, είτε αυτός αφορά την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών είτε την ταυτότητα των επιχειρήσεων ως προς τους φορείς τους ή ως προς την ύπαρξη μεταξύ τους οργανωτικής σχέσης ή οικονομικής συνεργασίας. Κατά την έννοια αυτή ο κίνδυνος σύγχυσης, δηλαδή παραπλάνησης υπολογίσιμου μέρους του καταναλωτικού κοινού, ανάγεται σε κεντρική ιδέα για την παραδοχή, αλλά και για την προστασία του σήματος, αφού κατά μεν το άρθρο 124 παρ.1 εδαφ. β (όπως και κατά προηγούμενο άρθρο 4§1 εδ(β) του Ν.2239/1994), σήμα δεν γίνεται δεκτό εάν, «λόγω της ταυτότητας με προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού» (λόγος σχετικού απαραδέκτου), κατά δε το άρθρο 125§3 του ίδιου νόμου, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία, τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματος του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παραπάνω άρθρο (ΑΠ 1519/2014 ΑΠ ΕΕΜΠΔ 2015/164), β) Η καταχώριση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 122 και 134 επ. του ιδίου νόμου, παρέχει έκτοτε στον καταθέτη την προστασία του σήματος και ειδικότερα εκείνος που κατέθεσε νομίμως σήμα έχει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως αυτού και μπορεί να ασκεί αποκλειστικά αυτός τις επιμέρους εξουσίες που απορρέουν από το σήμα (άρθρ. 122, 125 παρ.1 εδ.α). Οι επιμέρους αυτές εξουσίες, που συνιστούν το θετικό περιεχόμενο του δικαιώματος στο σήμα, παρατίθενται ενδεικτικά στο άρθρο 125 (υπό το Ν.2239/94 άρθρ. 18 παρ.1) και έτσι ο δικαιούχος του σήματος έχει την εξουσία να επιθέτει αυτό στα προϊόντα ή εμπορεύματα τα οποία προορίζεται να διακρίνει, καθώς και στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί   αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις, καθώς και σε κάθε άλλο έντυπο υλικό, και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. Ως χρήση του σήματος θεωρείται και αυτή που γίνεται υπό μορφή που διαφέρει ως προς τα στοιχεία του, τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα του (άρθρο 125 παρ.2α του Ν. 4072/2012 - άρθρο 18 παρ. 2 του Ν.2239/94). Το αρνητικό περιεχόμενο του δικαιώματος στο σήμα εκδηλώνεται τόσο κατά τη διαδικασία καταχώρισης και διαγραφής όσο και κατά τη χρήση του στις συναλλαγές, συνίσταται δε, ειδικώς, όσον αφορά στην τελευταία αυτή περίπτωση στο ότι ο δικαιούχος του σήματος και μέχρι τη νόμιμη διαγραφή αυτού, δικαιούται να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματος του (άρθρο 18 παρ.3 του Ν.2239/94). Παραποίηση του σήματος, κατά την ορολογία του Ν.2239/1994, συνιστά η πιστή αντιγραφή ή αναπαράσταση αυτού κατά τα κύρια σημεία του ή στο σύνολο του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση αυτού προς άλλο ξένο σήμα, η οποία, όμως, λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντύπωσης, που προκαλεί η όλη παράσταση, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με μέτρο τον μέσο και όχι τον εξειδικευμένο χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια της θεώρησης, εκ πλάνης, του προϊόντος, στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος (ΑΠ 1519/2014, ΑΠ 1227/2008, ΑΠ 1660/2008 και 1604/2004, 330/2007, ΑΠ 1131/2005), ΔΕΚ C-425/1998 ΕλλΔνη 42.1462, ΔΕΚ C-81/2001 ΕλλΔνη 45. 288, ΕφΑΘ. 840/2012.ΔΕΕ 2012.457). Υπό το καθεστώς του νέου Νόμου 4072/2012 (άρθρο 125 παρ.3) το κατά τα άνω αρνητικό περιεχόμενο του δικαιώματος συνίσταται στο ότι ο σηματούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδεια του: α) σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί (υπό την έννοια της συγκεκριμένης ρύθμισης, ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολο του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή, (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 20-3-2003 επί της υπόθεσης υπ' αριθμ. C-291/00, LTJ Diffusion SA, ΤΝΠ Eur-Lex), β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητας του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης, και γ) σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω η απαγόρευση προσβολής προγενεστέρου σήματος διαβαθμίζεται σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση κατά την οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που επίσης ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο (ταύτιση σημάτων και προϊόντων). Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία είτε το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα όμοια με εκείνα που διακρίνει το τελευταίο, είτε το μεταγενέστερο σήμα ομοιάζει με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που ταυτίζονται με εκείνα που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα σημάτων και ομοιότητα προϊόντων η ταυτότητα προϊόντων και ομοιότητα σημάτων). Στο τρίτο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. Στην πρώτη περίπτωση, της ταυτότητος σημάτων και προϊόντων, η προστασία του προγενεστέρου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επικλήσεως και αποδείξεως κινδύνου συγχύσεως, ο οποίος θεωρείται κατ1 αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, που είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση (ΑΠ 1519/2014 ΕΕΜΠΔ 2015/164, ΑΠ 344/2013, ΑΠ 1477/ 2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΚ υποθ. 206/2011, αποφ. από 12-11-2002 Arsenal, σκέψη 50). Στη δεύτερη περίπτωση η προστασία του προγενεστέρου σήματος είναι σχετική και απαιτείται ως πρόσθετο στοιχείο κίνδυνος συγχύσεως ή συσχετίσεως των σημάτων. Για τοιούτο δε κίνδυνο γίνεται λόγος όταν, λόγω ομοιότητος των δύο σημάτων, μπορεί δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχειρήσεως, είτε στην ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων (ΑΠ 1423/2013, ΑΠ 1477/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο τρίτο επίπεδο (σήματα φήμης) ομοίως δεν απαιτείται να συντρέχει ο κίνδυνος σύγχυσης. Συμπερασματικά, εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος σύγχυσης, ως πραγματολογική παράμετρος προσβολής σήματος από τη χρήση άλλου διακριτικού σημείου, δεν απαιτείται στην πρώτη περίπτωση της διπλής ταυτότητας διακριτικών γνωρισμάτων και προϊόντων/υπηρεσιών και στην τρίτη περίπτωση της προστασίας σήματος φήμης. Τα «σήματα φήμης» αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία σημάτων, για να χαρακτηριστεί δε ένα σήμα φημισμένο απαιτείται επαρκής βαθμός γνώσης του από το κοινό το οποίο αυτό αφορά, δηλ. ανάλογα με το διατιθέμενο στο εμπόριο προϊόν ή υπηρεσία, είτε το ευρύ κοινό, είτε ένα πλέον εξειδικευμένο κοινό, π.χ. συγκεκριμένος επαγγελματικός κύκλος, χωρίς παράλληλα να απαιτείται να είναι γνωστό σε συγκεκριμένο ποσοστό του κατ' αυτόν τον τρόπο προσδιορισμένου κοινού. Στα σήματα αυτά ο νομοθέτης παρέχει διευρυμένη νομική προστασία πέραν της δια τα κοινά διακριτικά γνωρίσματα προβλεπομένης, προς τον σκοπό αφενός της αποτροπής του παρασιτικού ανταγωνισμού από τρίτους, πλην του δικαιούχου, συνισταμένου στην εμπορική αξιοποίηση της φήμης του σήματος προς ίδιον, αθέμιτο όφελος, και αφετέρου του κινδύνου υπονόμευσης της ιδιαιτέρας διακριτικής δύναμης. Η έννοια του των σημάτων αυτών "σήματος φήμης", μη προσδιοριζόμενη υπό του νομοθέτου, δύναται να καθοριστεί με βάση ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) αυξημένος βαθμός καθιέρωσης του σήματος στις συναλλαγές, υπό την έννοια ότι η ανταγωνιστική δύναμη της ένδειξης να εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, να έγινε δηλ. γνωστή πέραν από τον σχετικό κύκλο των καταναλωτών, β) η μοναδικότητα του σήματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί, χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, γ) να εμφανίζει το σήμα ορισμένο βαθμό ιδιοτυπίας στην εν γένει εμφάνιση και την εκφραστική του δύναμη, δ) να υπάρχει μία ιδιαίτερα θετική εκτίμηση του καταναλωτικού κοινού, αναφορικώς με τα προϊόντα που διακρίνει, ε) το σήμα καλύπτει σημαντικό μερίδιο αγοράς, ενώ έχει σημασία και η χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησης του, στ) έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές επενδύσεις από την επιχείρηση για την προβολή του, ζ) η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το σήμα χαίρει φήμης (ΑΠ 1609/2014, ΝοΒ 2015.284 και ΧΡΙΔ 2015/387, ΑΠ 249/2014 ΝοΒ 2014.1439, ΑΠ 371/2012 ΝοΒ 2012.1795). Εάν πρόκειται περί σήματος φήμης η χρησιμοποίηση του μεταγενεστέρου σήματος είναι απαγορευμένη, εάν θα προσπόριζε στον χρήστη αυτού, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος.  Επί ενός τέτοιου σήματος δεν είναι απαραίτητο να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης. Αρκεί ότι η χρήση του θα βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος φήμης ή θα προσπορίσει χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος στον μεταγενέστερο μη δικαιούχο. Ενόψει της ανωτέρω διευρυμένης νομικής προστασίας του σήματος φήμης, η προστασία του έναντι του κινδύνου της υπόσκαψης, δε συναρτάται οπωσδήποτε από τη διαπίστωση τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του φημισμένου σήματος και του υπό του μη δικαιούχου χρησιμοποιημένου σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης τους από το ενδιαφερόμενο κοινό. Αρκεί η ύπαρξη για την προστασία του σήματος φήμης κάποιου βαθμού ομοιότητος μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να είναι δυνατή υπό του καταναλωτικού κοινού συνειρμική διασύνδεση του υπό του μη σηματούχου χρησιμοποιουμένου σημείου και του σήματος φήμης. Αθέμιτο δε όφελος προσπορίζεται ο τρίτος, όταν, χρησιμοποιώντας το ξένο σήμα φήμης, μεταφέρει στα προϊόντα που παράγει ή εμπορεύματα ή υπηρεσίες που προσφέρει την καλή εντύπωση που έχουν για το σήμα οι συναλλαγές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο δικαιούχος του σήματος φήμης βρίσκεται σε οικονομικό και εν γένει οργανωτικό δεσμό με τον τρίτο ή ότι επεξέτεινε τη δραστηριότητα του και στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του τρίτου και εφόσον αυτός ο (τρίτος) καρπώνεται χωρίς αντάλλαγμα την προσπάθεια του σηματούχου να καθιερώσει το σήμα του στην αγορά. Βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος φήμης επέρχεται, κυρίως, όταν αυτό χάνει την ελκτική του δύναμη. Το τελευταίο επέρχεται ακόμη και όταν το διακριτικό γνώρισμα του τρίτου χρησιμοποιείται σε ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες. Έτσι, ακόμη και αν το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τις οποίες διακρίνει καθένα από τα συγκρουόμενα σημεία είναι ακριβώς το ίδιο ή συμπίπτει σε ορισμένο βαθμό, τα επίμαχα προϊόντα ή οι υπηρεσίες ενδέχεται να είναι τόσο ανόμοια, ώστε το οικείο κοινό να μην ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του το προγενέστερο σήμα (ΑΠ 249/2014, ΕλλΔνη 2014.432, ΑΠ 371/2012 ΕΕμπΔ 2012.691, ΑΠ 1030/ 2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι πιο πάνω διατάξεις αποσκοπούν στην προστασία του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης, αλλά συγχρόνως και του δικαιούχου του σήματος από τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης της φήμης του και υπονόμευσης της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του ονόματος με το οποίο κυκλοφορεί το προϊόν στην αγορά. Κίνδυνος σύγχυσης, εξάλλου, υπό στενή έννοια συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό, λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης από την οποία προέρχονται τα προϊόντα. Και αν μεν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων, γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο κίνδυνο, όταν η ανωτέρω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (ΑΠ 1604/2003, ΕφΑΘ. 840/2012 ό.π.). Επιπρόσθετα, ως παράμετροι κρισιολόγησης του κατά τα ανωτέρω κινδύνου σύγχυσης γίνονται δεκτές οι εξής τρεις: α) η ομοιότητα των σημείων. Αυτή αναλύεται σε οπτική, ακουστική ή εννοιολογική και αρκεί η αποδοχή μίας εκ των τριών αυτών κατευθύνσεων για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, κατόπιν συνολικής εκτίμησης, όμως, όλων των σχετικών παραγόντων της οικείας υπόθεσης, με καθοριστική σημασία να προσλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, η γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 6- 10-2005 στην υπόθεση C- 120/04, Medion, ΧρΙΔ 2006. 741 επ., σκέψη 26, ΔΕΚ, απόφαση της 22-6-2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ΤΝΠ Eur- Lex, σκέψη 40, Μαρίνος, Δίκαιο Σημάτων, Αθήνα 2007, σ. 178 έως 181, παρ. 381, 382, 384 και 387), β) Η ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία και προσδιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του σήματος στις συναλλαγές. Για τη σχετική αξιολογική εκτίμηση βαρύνουσα σημασία προσλαμβάνει η φύση και οι καταναλωτές αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία. Υπό το πρίσμα αυτό, παρόμοια είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες όταν προορίζονται για σκοπούς η χρήσεις παρεμφερείς, απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών και διανέμονται στα ίδια κανάλια διανομής (βλ. ΣτΕ 914/2001, ΕΕμπΔ 2002.439 και ΔΕφΑΘ. 3407/2002 ΕΕμπΔ 2003.917). Εντούτοις, η ένταξη ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας στην ίδια κλάση δεν έχει αποφασιστική σημασία για την κατάφαση της ομοιότητας των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως και αντίστροφα, η υπαγωγή δύο εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε διαφορετικές κλάσεις δεν οδηγεί αναγκαστικά στην άρνηση της ομοιότητας και τούτο, επειδή η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς, (βλ. σχετικά ΔΕΚ, απόφαση της 13-12-2004 στην υπόθεση Τ-8/03, Emilio Pucci, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40), γ) Η διακριτική δύναμη του σήματος που προσβάλλεται, η οποία εκτιμάται υπό μία σφαιρική προσέγγιση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του και με την αντίληψη των καταναλωτών των συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική ισχύς του προσβαλλόμενου σήματος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση του παραποιητικού ή απομιμητικού αυτού στις συναλλαγές (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 22-6-2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ό.π., σκέψεις 38 και 39). Σε κάθε περίπτωση, για την κρίση αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης λαμβάνεται υπόψη η δημιουργούμενη εντύπωση σε σημαντικό τμήμα των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, με συνεπακόλουθο η παραπλάνηση ενός μικρού τμήματος των καταναλωτών να μην αρκεί για την κατάφαση αυτού (βλ. Ρόκας, Σήματα - ερμηνεία του ν. 4072/2012, Αθήνα 2013, σ. 53, παρ. 16). Ο κίνδυνος σύγχυσης, εξάλλου, περικλείει και τον κίνδυνο συσχέτισης (νοητικής σύνδεσης) μεταξύ δύο σημείων, ο οποίος αφορά την περίπτωση κατά την οποία μολονότι τα δύο σημεία, συγκρινόμενα αυτοτελώς μεταξύ

τους, δεν επιφέρουν κίνδυνο σύγχυσης, δημιουργείται πάντως από αυτά η εντύπωση είτε ότι τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες που φέρουν το σήμα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, είτε από διαφορετικές μεν, που έχουν όμως σχέση συνεργασίας (βλ. Ρόκα, ό.π. σ. 55, παρ. 27). Κατά πάγια κοινοτική νομολογία, η έννοια του μέσου καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων, η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης ή μη από την παραποίηση ή απομίμηση προϊόντων, συγκεκριμενοποιείται στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 20-3-2003 στην υπόθεση C-291/00, LTJ Diffusion SA, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 52, ΔΕΚ, απόφαση της 8-4-2004 στην υπόθεση C-53/01, Linde, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 41, ΔΕ Κ, απόφαση της 9-3-2012 στην υπόθεση Τ-32/10, Ella Valley Vineyards, ΤΝΠ Νόμος, σκέψη 25, Μαρίνος, Δίκαιο Σημάτων, ό.π., σ. 185, παρ. 395).

 

Όρια στο κατά τα άνω απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του σήματος θέτει το άρθρο 126 (άρθρ. 20 παρ.1 του Ν. 2239/1994), ορίζοντας στην παρ. 1 «ότι το δικαίωμα που παρέχει το σήμα στο δικαιούχο δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση τους, ως και ενδείξεις σχετικές με το είδος, την ποιότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλα χαρακτηριστικά τους, καθώς και το ίδιο το σήμα, αν τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, ιδίως όταν πρόκειται για εξαρτήματα ή ανταλλακτικά, με την επιφύλαξη όμως ότι η χρήση πρέπει να είναι σύμφωνη με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο» (ενώ υπό την ισχύ του ν.2239/94 οριζόταν επιπλέον ότι η χρήση δεν πρέπει να γίνεται με τη μορφή σήματος (εν είδει σήματος) (ΑΠ 1609/2014 ΧΡΙΔ 2015/387). Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η ειδική περίπτωση της σύγκρουσης σήματος, που αποτελείται από όνομα ή προσδιοριστικές δηλώσεις εμπορεύματος, προς παρεμφερές όνομα ή παρεμφερείς δηλώσεις, τις  οποίες  χρησιμοποιεί  άλλος ανταγωνιστής. Η σύγκρουση αυτή αίρεται με τον περιορισμό των από το πρώτο σήμα απορρεουσών εξουσιών υπέρ των άλλων ανταγωνιστών και της ολότητας, δηλαδή, με την κατάθεση του πρώτου σήματος, δεν εμποδίζεται άλλος να χρησιμοποιήσει το όνομα, την επωνυμία, την κατοικία του, όπως και δηλώσεις για το είδος, το χρόνο και τον τόπο παραγωγής, την ποιότητα, τον προορισμό, την τιμή ή το βάρος κάποιου προϊόντος ή εμπορεύματος ομοειδούς, αν η χρησιμοποίηση αυτή γίνεται κατά τα συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο (υπό δε την ισχύ του ν.2239/1994, η χρήση αυτή έπρεπε να μη γίνεται "εν είδει σήματος", δηλαδή για τον προσδιορισμό της προέλευσης προϊόντων ορισμένης επιχείρησης, με την επίθεση αυτού επάνω στα προϊόντα αυτά ή στα εμπορεύματα, ήτοι κατά τρόπο που δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης). Υποδεικνύεται, έτσι, με τη διάταξη αυτή και δεκτικότητα της κατάθεσης ως σήματος νεότερης ένδειξης, η οποία περιέχει τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή δηλώσεις, αν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (υπό το Ν.4072/2012) ενώ υπό το Ν.2239/1994 να μην χρησιμοποιούνται εν είδει σήματος. Η κρίση περί του αν η χρήση του σήματος είναι σύμφωνη με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο και δεν υποκρύπτει προσπάθεια παρασιτικής εκμετάλλευσης ή βλάβης ξένης φήμης του σήματος ή δημιουργία έμμεσου κινδύνου σύγχυσης ή παρεμποδιστικού ανταγωνισμού, επαφίεται στις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η χρήση του σήματος δεν συνάδει με τα συναλλακτικά ήθη ιδίως όταν γίνεται κατά τρόπο δυνάμενο να δημιουργήσει την εντύπωση ότι υπάρχει εμπορική σχέση μεταξύ του τρίτου και του κατόχου του σήματος, θίγει την αξία του σήματος, αντλώντας αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του, συνεπάγεται τη δυσφήμηση ή την υποτίμηση του εν λόγω σήματος και όταν ο τρίτος παρουσιάζει το προϊόν του ως απομίμηση ή αντίγραφο του προϊόντος που φέρει το σήμα του οποίου δεν είναι κάτοχος (ΔΕΚ 17-3-2005 ό.π.). τέλος, χρήση εν είδει σήματος υπάρχει όταν η χρήση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί κίνδυνος σύγχυσης στο μέσο καταναλωτή, ο οποίος μπορεί να συμπεράνει ότι η χρησιμοποιούμενη ένδειξη λειτουργεί ως διακριτικό γνώρισμα προϊόντων που σηματοδοτούνται με αυτό από άλλα ή όμοια εμπορεύματα, που έχουν όμως άλλη προέλευση ή ότι μεταξύ των επιχειρήσεων υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (ΑΠ 62/2013 ΕΕΜΠΔ, 2013/460, ΑΠ 344/2013, ΑΠ 1477/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εισαγόμενοι ως άνω περιορισμοί στο δικαίωμα χρήσης του σήματος, που αναλογικά ισχύουν και στα διακριτικά γνωρίσματα του άρθρο 13 του ν. 146/1914, είναι αναγκαστικού δικαίου και εξυπηρετούν είτε το ατομικό συμφέρον των ανταγωνιστών είτε το γενικό συμφέρον που επιβάλλει να μην αποκλεισθούν ορισμένες ενδείξεις από τη χρήση τρίτων κατά την κυκλοφορία των αγαθών ή υπηρεσιών με στόχο τη διαμόρφωση συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού (ΑΠ 571/2011, ΑΠ 330/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης του άρθρο 123 παρ.1 εδαφ.γ του Ν.4072/2012 (αντίστοιχο άρθρο 3§1 (γ) του Ν.2239/1994), που καθιστά απαράδεκτες ως σήμα τις ίδιες περιγραφικές ενδείξεις, ορίζοντας ότι δεν καταχωρούνται ως σήμα όσα συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, των ιδιοτήτων, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών τους. Δηλαδή ναι μεν απαγορεύεται η καταχώρηση ως σήματος των ως άνω περιγραφικών ενδείξεων, όμως εξασφαλίζεται παράλληλα η χρήση τους από τους τρίτους, αν αυτές γίνουν τελικά δεκτές και καταχωρηθούν ως σήμα στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχεται από το άρθρο 123 παρ.4 ν.4072/2012 (υπό τον Ν.2239/1994, από το άρθρο. 3 παρ.4), κατά την οποία οι ενδείξεις αυτές μπορούν, κατά παρέκκλιση, να γίνουν δεκτές ως σήμα, εφόσον μέχρι την τελευταία συζήτηση για την παραδοχή τους ως σήματος απέκτησαν διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης τους (ΔΕΚ 25.1.2007, OPEL, C-48/2005, σκέψη 42, Συλλ 2007 1-01017). Ειδικότερα η χρήση του ίδιου του σήματος από τρίτους επιτρέπεται, αν τούτο είναι αναγκαίο για να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, δηλαδή πρέπει η χρήση του σήματος να δηλώνει οπωσδήποτε σε τι κατά τον προορισμό του προϊόντος ή της υπηρεσίας αποβλέπει η χρήση τους, να είναι δε η δήλωση αυτή το αναγκαίο όσο και μοναδικό μέσο για την άμεση και πλήρη ενημέρωση του κοινού (ΔΕΚ 23.2.1999, BMW, C-63/1997, σκέψεις 58-60, Συλλ 1999. ΔΕΚ 25.10.2001, Toshiba, C-112/1999, σκέψη 34, Συλλ 2001 I- 7945), έστω και αν έτσι δηλώνεται παράλληλα το είδος του προϊόντος ή της παρεχόμενης υπηρεσίας ή γίνεται αναφορά σε άλλες ενδείξεις, αρκεί η χρήση του σήματος να μην είναι αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή  στο  εμπόριο  (ΔΕΚ 7.1.2004,  Gerolsteiner Brunnen, C-100/2002, σκέψη 24, Συλλ 2004 1-691, ΔΕΚ 16.9.2004, Anheuser Busch Inc, C-245/2002, σκέψεις 82, 83, Συλλ 2004 1-10989, ΔΕΚ 17.3.2005, Gillette, C-228/2003, σκέψεις 43 - 45, Συλλ 2005 Ι-2337) και υπό την ισχύ ν.2239/94 να μη γίνεται εν είδει σήματος, που σημαίνει ότι η χρήση του δεν θα πρέπει να ταυτίζει ή να συνδέει αυτόν που το χρησιμοποιεί με το δικαιούχο του σήματος, θίγοντας παράλληλα την αξία του, όπως προ πάντων συμβαίνει όταν οι τρίτοι αντλούν από τη χρήση του ξένου σήματος αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του ή προκαλούν με τη χρήση του σήματος τη δυσφήμηση ή την υποτίμηση του. Συνεπώς δεν αποτελεί νόμιμη χρήση του σήματος αυτή που γίνεται από τρίτους για να δηλωθεί μόνον το είδος (ΑΠ 1477/2011, 344/2013, ΑΠ 1519/2014) και όχι ο προορισμός ή και ο προορισμός του προϊόντος ή της υπηρεσίας, αν και στην πραγματικότητα τα δυο στοιχεία ενδέχεται να επικαλύπτονται με την έννοια ότι το είδος του προϊόντος ή της υπηρεσίας δηλώνει και τον προορισμό τους και αντιστρόφως. Συνοψίζοντας, δεν εμποδίζεται ο τρίτος, να χρησιμοποιεί σήμα άλλου ως επωνυμία του ή ως διακριτικό τίτλο της επιχείρησης του, προς διάκριση του στο εμπόριο, όπου δραστηριοποιείται και συναλλάσσεται και όχι για τον προσδιορισμό της προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησης του, υπό τον περαιτέρω, όμως, περιορισμό ότι η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα ισχύοντα στο εμπόριο και τη βιομηχανία συναλλακτικά ήθη. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, που χρησιμοποιεί το σήμα τρίτου ως επωνυμία ή διακριτικό τίτλο ή εν γένει διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης του, συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στην παραπάνω διάταξη. Επίσης υπό το δίκαιο που ισχύει, όταν πρόκειται για σήμα φήμης στην Ελλάδα, ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το σήμα φήμης, ιδίως με μορφή επωνυμίας ή διακριτικού γνωρίσματος της δικής του επιχείρησης, έστω και αν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωριστεί, εφόσον η χρησιμοποίηση του μεταγενεστέρου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος θα προσπόριζε σ' αυτόν, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού (άθρ.125 παρ.3 εδαφ.γ του Ν. 4072/2012 - άρθρα 4 παρ. 1γ και 26 παρ. 1 του Ν. 2239/1994). Η διεύρυνση αυτή της προστασίας του σήματος φήμης, πέραν των όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων, δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του έντονου διακριτικού του χαρακτήρα ή της φήμης του. Η επίκληση των όρων εφαρμογής του άρθρου 126 παρ.1 (άρθρου 18§1 υπό τον Ν. 2239/1994) θεμελιώνει ένσταση καταλυτική των προβαλλόμενων από το άρθρ. 150 του Ν.4072/2014 (άρθρο 24 παρ.1 ν.2239/94) αξιώσεων του σηματούχου. Η βασιμότητα της ένστασης αίρει μεν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής του σήματος, δεν αποκλείονται όμως άλλες αξιώσεις, όπως αυτές από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 146/1914.

 

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την αστική προστασία του σήματος την οποία απολαμβάνει ο δικαιούχος του σήματος, αυτή, υπό το καθεστώς του Ν. 4072/2012 (άρθρ. 150) συνίσταται στο ότι σε περίπτωση παράνομης χρήσης η κατ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο προσβολής σήματος από άλλον, ο νόμος παρέχει στο δικαιούχο μεταξύ των άλλων το δικαίωμα να ζητήσει άρση της προσβολής, παράλειψη της στο μέλλον καθώς και καταβολή αποζημίωσης (άρθρο. 150 παρ.1 ν.4072/2012, και υπό τον Ν.2239/94 άρθρο 26 παρ.1). Δεδομένου δε του απόλυτου χαρακτήρα του δικαιώματος, κάθε προσβολή είναι καταρχήν παράνομη, διότι περιέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία που παρέχει το δικαίωμα στον δικαιούχο, ώστε δεν ερευνάται περαιτέρω η τυχόν ύπαρξη πταίσματος του τρίτου, (ΑΠ 1609/2014 ΧΡΙΔ 2015/387). Σε περίπτωση δε που η προσβολή είναι υπαίτια μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση, καθώς και ηθική βλάβη. Τις αξιώσεις προσβολής του σήματος ασκεί αυτοτελώς και ο αδειούχος χρήσης σήματος εφόσον συναινεί και ο δικαιούχος (άρθρ. 132 παρ. 4 ν. 4072/2012 - και υπό τον Ν. 2239/1994 άρθρ. 16 παρ. 4).

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», «απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, κάθε πράξη, που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη της συγκεκριμένης (ανταγωνιστικής) ενέργειας και ανόρθωση της προσγενομένης ζημίας». Για τη στοιχειοθέτηση του ειδικού αυτού αδικήματος, που καθιερώνεται με την εν λόγω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ανταγωνιστών του δρώντας προσώπου εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο πρόσωπα φυσικά ή νομικά, που δρουν στο ίδιο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας. Πρέπει, δηλαδή, να συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας αγοράς σε συνδυασμό με το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, που ομοίως, πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές, με την έννοια ότι οι δύο έμποροι απευθύνονται στον ίδιο κύκλο προσώπων (ταυτότητα πελατείας) σε συνάρτηση με την ταυτότητα της εδαφικής περιοχής, ήτοι, η αγορά πρέπει, πέραν του στοιχείου της πελατείας, να προσδιορίζεται και από γεωγραφικά συντεταγμένα χωρικά πλαίσια που συμπίπτουν μεταξύ τους και εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η φερόμενη ως αθέμιτη ενέργεια, προκειμένου να εκληφθεί μία ενέργεια ως ανταγωνιστική, κατατείνουσα στο να πλήξει ένα φορέα οικονομικής δραστηριότητας από μία αθέμιτη ενέργεια άλλου ανταγωνιστή, β) η πράξη αυτή πρέπει να γίνεται με πρόθεση ανταγωνισμού, δηλαδή, με υποκειμενική πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων της επιχείρησης σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς, αναγκαία, να υφίσταται σκοπός πρόκλησης ζημίας στους τελευταίους, γ) η πράξη αυτή πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΟλΑΠ 2/2008, ολΑΠ 10/91, ΑΠ 864/2014, ΔΕΕ 2014/1079, ΑΠ 1517/2014 ΑΠ ΧΡΙΔ 2015.181) Η αντίθεση της δικαιοπραξίας προς τα χρηστά ήθη κρίνεται εκ του περιεχομένου της, ενόψει και του συνόλου των περιστάσεων που τη συνοδεύουν και όχι μεμονωμένα εκ του κινήσαντος αυτήν αιτίου ή του υποκειμένου σε αυτή σκοπού (ΟλΑΠ 398/1975, ΑΠ 1517/2014 ΧΡΙΔ 2015.181). Δηλαδή, η ανηθικότητα που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία πρέπει να προκύπτει είτε από το περιεχόμενο της είτε σε συνδυασμό με το σκοπό και τα ελατήρια των δικαιοπρακτούντων που τελούν σε γνώση ή υπαίτια άγνοια του ανήθικου περιεχομένου. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται το κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (Ολ.ΑΠ 398/75). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. (Απ 864/2014, ο.π).

 

Εξάλλου, ενόψει του ότι δεν προσδιορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο των χρηστών ηθών, επαφίεται στην κρίση του Δικαστή να μορφώσει την πεποίθηση του μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε περίπτωσης με τα δικά της ατομικά γνωρίσματα, ανάλογα με το αίσθημα και τις ιδέες κάθε ορθά, λογικά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο επιχειρείται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων αντίθετων με την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, ακόμη και αν η πράξη από μόνη της, αντιμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα, φαίνεται θεμιτή ή και νομικά ανεπίληπτη (ΟλΑΠ 398/1975, ΑΠ 79/2001, ΕλλΔνη 42.904, ΑΠ 1780/1999, ΕλλΔνη 2000.980, ΕφΑΘ. 6012/2005, ΔΕΕ 2006.278, ΕφΑΘ 4304/2012, ΔΕΕ 2013.128). Ενόψει, περαιτέρω, της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων κατά τις οποίες παραβιάζεται η παραπάνω γενική ρήτρα (των χρηστών ηθών) στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί ομοιόμορφη επίλυση των κατ' ιδίαν περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η συστηματική ταξινόμηση των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα με τις ακόλουθες   μορφές και συγκεκριμένα: α) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, β) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, που συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικά ανταγωνισμό, όπως αθέμιτη εκμετάλλευση διακριτικού γνωρίσματος - σήματος, επί του οποίου έχει δικαίωμα άλλο πρόσωπο, γ) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης και δ) πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς. Έτσι, μία μορφή εξειδίκευσης της γενικής αυτής ρήτρας συνιστά και η κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ίδιου ως άνω νόμου περίπτωση, σύμφωνα με την οποία «όποιος, κατά τις συναλλαγές, χρησιμοποιεί κάποιο όνομα, επωνυμία ή ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα - καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, με τρόπο, που να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, τα οποία άλλο πρόσωπο μεταχειρίζεται με νόμιμο τρόπο, μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη της χρήσης, υποχρεούμενου του υπαίτιου σε ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας του δικαιούχου στην περίπτωση που αυτός τελούσε σε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει ότι με την κατάχρηση αυτή υπήρχε πιθανότητα να προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαίτερη διακόσμηση των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών, ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων κάποιου άλλου προσώπου». Διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο, λ.χ το όνομα του ή η επωνυμία είτε η επιχείρηση, λ.χ ο διακριτικός τίτλος της, είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες λ.χ το σήμα και ο διασχηματισμός (ΑΠ 1423/2013, ο.π). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 ν. 146/1014, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ιδίου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δε γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό, Έτσι από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει : 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ Ολ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος, απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 571/2011,ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999, ΝοΒ 2011.2189, ΑΠ 1030/1008 ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1388/2004 - ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης. Η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων. Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σ' ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών αναφορικά είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε με την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση διακριτικών γνωρισμάτων είναι τα τελευταία να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας, με συνέπεια ονόματα, κοινότυπες εκφράσεις ή λέξεις, συνηθισμένα σχήματα και υλικά συσκευασιών, γνωρίσματα γένους κ.λ.π., να μην μπορούν αυτοτελώς να προστατευθούν ως διακριτικά γνωρίσματα ή σήματα, λόγω έλλειψης διακριτικής δύναμης τους, εκτός αν από το συνδυασμό περισσότερων στοιχείων αυτά αποκτήσουν διακριτική δύναμη. Ως καθιέρωση (που απαιτείται για την προστασία των διακριτικών γνωρισμάτων των παρ.2 και 3 του άρθρο 13 ν. 146/1914 και όχι και αυτών της παρ.1, τα οποία εφόσον υπέχουν ονοματική λειτουργία προστατεύονται από την χρήση τους στις συναλλαγές) δε νοείται επικράτεια ή να έχει επιτύχει καθολική αναγνώριση από το σύνολο των συναλλακτικών κύκλων. Για να κριθεί δε, εάν ένα διακριτικό γνώρισμα είναι πανομοιότυπο με ένα άλλο πρέπει να εκτιμάται γενικά από την πλευρά του μέσου καταναλωτή ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι εύλογα προσεκτικός και ενημερωμένος. Συνεπώς η ταυτότητα του πεδίου οικονομικής δραστηριότητας που δρουν οι ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους επιχειρήσει ή έστω η συγγένεια ή εγγύτητα των πεδίων καθεμιάς, συνιστούν λογικούς και αναγκαίους όρους για την επέλευση των έννομων συνεπειών από τη διενέργεια αθέμιτων πράξεων. Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ηχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 1409/1980). Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσης του διακριτικού ννωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση, ως και σε άρση της προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 γενικό, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 1 του ίδιου νόμου, στη δεύτερη, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση. Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επί πλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Δηλαδή ο παραβάτης των παραπάνω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσης του διακριτικού γνωρίσματος από το οποίο μπορεί να προκληθεί σύγχυση ή και σε αποζημίωση εκείνου ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι με τη χρήση μπορούσε να προκληθεί σύγχυση, όπως και σε άρση της προσβολής. Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού, δεν αποκλείεται επιπλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Η προαναφερόμενη γενική ρήτρα του άρθρου 1 Ν. 146/1914 εφαρμόζεται συμπληρωματικά - επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις (Ν.2239/1994 και ήδη Ν. 4072/2012) δεν επαρκεί.

 

Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν.146/1914 προκύπτει ότι για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται αφενός μεν πράξη που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή σχετικά με την προέλευση όμοιων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δε νοείται, όπως προαναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1423/2013, ΑΠ 34412012, ΑΠ 371/2012, ΑΠ 1477/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν, όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού" (ΑΠ 344/2013, ΑΠ 371/2012, ο.π).

 

 Εξάλλου, η ύπαρξη σκοπού ανταγωνισμού είναι ζήτημα πραγματικό που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ αόριστη νομική έννοια, δηλαδή έννοια που ο νομοθέτης απέφυγε να ρυθμίσει ως προς το αναγκαίο πλάτος και βάθος της, αποτελούν τα χρηστά ήθη, ως προς τα οποία, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αυτά εξειδικεύονται, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών αποτελούν κατ' αρχήν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΑΠ 1346/2000, ΑΠ 55/2003, ΑΠ 571/2011). Ωστόσο η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρο 5§1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο δηλαδή προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάσταση του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς.

 

 Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από τη περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον, καθώς και όταν προσβάλλεται η φήμη τους (ΑΠ 382/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005, 394). Η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο (932 ΑΚ), το δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ (ολΑΠ 9/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη νομολογία παρατηρήθηκε διάσταση όσον αφορά τη δυνατότητα ή όχι να ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ήδη δε εκδόθηκε, επ αυτού, η υπ' αριθμ. 9/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατά την κρατήσασα γνώμη της οποίας «α) ως προς το στοιχείο του "ευλόγου" της χρηματικής ικανοποιήσεως, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). β) η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (για τον προσδιορισμό του ποσού προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης), μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά για παραβίαση ευθέως ή εκ πλαγίου της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι η κρίση του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ». Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον οφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ1 αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, ήτοι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

 Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, με εκείνη του υπόχρεου ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η άσκηση αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων μ' αυτήν αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΕλΔνη 2002, 681, ΟλΑΠ 19/1998, ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 Έτσι απαιτείται ιδίως να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από συμπεριφορά του δικαιούχου, εν συναρτήσει με εκείνην του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμα του, το αν δε οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζονται επίσης και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 8/2001, ολΑΠ 1/97 ΝοΒ 46.17, ολΑΠ 17/95 ΕΕΝ 1995.150, ΑΠ 494/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 524/2014, ΕΦΑΔ 2014.945, ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 612/2012, ΑΠ 736/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 250 ΚΠολΔ, «αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία». Από την ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι για να διατάξει το Δικαστήριο την προδιαληφθείσα αναβολή, η οποία είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (ΕφΛαρ 15/13 ΔΙΚΟΓΡ 2013.52, ΕφΑαμ 56/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) πρέπει η ποινική αγωγή να είναι εκκρεμής ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου και να ασκεί επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς. Η αναβολή αυτή χορηγείται, όταν είναι απαραίτητη για τη διαλεύκανση της υποθέσεως και το σχηματισμό ασφαλούς δικαστικής κρίσεως. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν, να δημιουργεί δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν, την ποινική αξίωση της Πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε, την εναντίον του αστική αξίωση. Κατά τις διατάξεις, όμως, του ΚΠολΔ, ο Δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση, την αξία της ποινικής αποφάσεως. Εναπόκειται, λοιπόν, στην έμφρονα κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία για την βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής (ΑΠ 537/2012 ΝοΒ 2012. 2359, ΑΠ 522/2012, ΑΠ 58/2011.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμεν. 2011.1022, ΕφΛαρ 320/2011 Δικογραφία 2012.47).

 

Τέλος, λόγοι εφέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της εφέσεως, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης. Έτσι, η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζητήσεως, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό εφέσεως, διότι η αναβολή εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 522/2012 ΕΕμπΔ 2013.74, ΕφΘεσ 457/2011 ο.π.,ΕφΛαμ 56/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω δικαστηρίου, την υπ' αριθμ. 21.762/25-01-2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα κ. .... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., ληφθείσα, με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (σχετ. υπ' αριθμ. 7561Γ και 7562Γ/22-01-2013 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ....), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα μετ' επικλήσεως προσκομίζουν, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική μνεία (ΑΠ 1229/02 ΕλλΔνη 44.128, ΑΠ 587/92 ΕλλΔνη 35.1278), χωρίς να έχει παραλειφθεί κανένα για τη διάγνωση της ουσίας της διαφοράς, λαμβανόμενα υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (395 ΚΠολΔ), τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα κοινής πείρας και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία δραστηριοποιείται διεθνώς, από το 1920, στον τομέα της αθλητικής ένδυσης και υπόδησης και έχει καθιερωθεί παγκοσμίως ως μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες αθλητικών ειδών, εμπορεύεται δε επίσης και γυαλιά οράσεως και ηλίου, τα οποία φέρουν το λεκτικό σήμα και διακριτικό γνώρισμα "adidas". Στην Ελλάδα τα προϊόντα της ενάγουσας, υπό το ανωτέρω σήμα, κυκλοφορούν ευρύτατα για περισσότερο από σαράντα χρόνια και διανέμονται στην αγορά, κυρίως μέσω της θυγατρικής της εταιρείας «Adidas Hellas Α.Ε». Λόγω της άριστης ποιότητας, του σχεδιασμού τους αλλά και της ευρείας διαφήμισης τους τα εν λόγω προϊόντα έχουν καθιερωθεί ευρύτατα, ως προϊόντα μεγάλης φήμης, καταγράφοντας ετησίως σημαντικές πωλήσεις. Για την επιτυχημένη πορεία των προϊόντων της ενάγουσας βασικό ρόλο έπαιξε και η έντονη διαφήμιση τους στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά οι πωλήσεις των προϊόντων της ενάγουσας στην ελληνική αγορά ανήλθαν, το 2011, στο ποσό των 49.000.000 Ευρώ σημειώνοντας αύξηση 45% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ειδικότερα δε ως προς την κατηγορία των οπτικών ειδών - γυαλιών που φέρουν το ανωτέρω σήμα, ο κύκλος πωλήσεων στην Ελλάδα για την περίοδο 2009 -2012 υπερέβαινε τις 225.000 Ευρώ, ενώ για τη διαφημιστική προβολή των προϊόντων της που φέρουν το ανωτέρω σήμα και διακριτικό γνώρισμα δαπανήθηκαν την περίοδο 2004-2011, 8.000.000 Ευρώ. Εξάλλου, προς πληρέστερη προστασία των σχετικών δικαιωμάτων της, η ενάγουσα προέβη στην κατάθεση και καταχώριση της ένδειξης "adidas" ως εμπορικού σήματος σε πλήθος χωρών.    Ειδικότερα στην Ελλάδα είναι αποκλειστικός δικαιούχος μεταξύ άλλων των κατωτέρω σημάτων που διακρίνουν προϊόντα της κλάσης 9 (είδη οπτικών), που ενδιαφέρει στην ένδικη περίπτωση, και ειδικότερα α) του διεθνούς σήματος «adidas» με αριθμό 12506/19.3.2003 (αριθμός διεθνούς καταχώρισης 588920) που κατατέθηκε στις 19/3/2003 για να διακρίνει γυαλιά, γυαλιά ηλίου και προστατευτικά γυαλιά, στην κλάση 9, έγινε δεκτό προς καταχώρηση με την υπ' αριθμ. 2371/2004 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (Τεύχος 3, έτους 2004) και καταχωρήθηκε την 19/10/2004 και 3) του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Κοινοτικό Σήμα) "adidas", με αριθμό 005271580 το οποίο κατατέθηκε στις 28/7/2006 για να διακρίνει προϊόντα στην κλάση 9 (είδη οπτικών) και καταχωρήθηκε στις 3/72007. Εξάλλου η λέξη «adidas», η οποία άλλωστε αποτελεί και το κυρίαρχο χαρακτηριοτικό της επωνυμίας της ενόνουσας, έχει συνδεθεί στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού αποκλειστικά με την ενάγουσα ως η ταυτότητα της εταιρείας της, δηλαδή ως ένδειξη ικανή να διακρίνει τα προϊόντα της από άλλα προϊόντα. Η εναγομένη τυγχάνει   μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με αντικείμενο εργασιών α) τις εισαγωγές, εξαγωγές και εμπορία καλλυντικών προϊόντων, παραφαρμακευτικών προϊόντων, προϊόντων ατομικής υγιεινής και συναφών προϊόντων, ενδυμάτων, υποδημάτων, ειδών οικιακής χρήσης, αξεσουάρ μόδας, ηλεκτρικών ειδών,  μικροσυσκευών, χαρτικών, τροφίμων, ποτών και αναψυκτικών και γεωργικές και τουριστικές επιχειρήσεις, β) το σχεδιασμό, δημιουργία, παραγωγή συσκευασία για λογαριασμό της εταιρείας ή για λογαριασμό τρίτων καλλυντικών παραφαρμακευτικών απορρυπαντικών και καταναλωτικών προϊόντων, γ) την ίδρυση και εκμετάλλευση καταστημάτων λιανικής πώλησης καταναλωτικών και λοιπών προϊόντων. Στα πλαίσια του ανωτέρω σκοπού της δραστηριοποιείται στο εμπόριο τα τελευταία δύο χρόνια  και ειδικότερα στη χονδρική αγορά επώνυμων προϊόντων λιανεμπορίου  προμηθεύοντας αλυσίδες σούπερ μάρκες και άλλα καταστήματα λιανικής πώλησης με διάφορα καταναλωτικά προϊόντα της εμπορίας της (καλλυντικά, γυαλιά οράσεως και ηλίου, εσώρουχα, είδη ένδυσης κ.λπ.) διατηρώντας κατάστημα (αποθήκες) στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, αρχικά στην οδό ... και μετέπειτα στην οδό .... Στις αρχές του έτους 2012, η ενάγουσα κατέστη αποδέκτης παραπόνων από προμηθευτές και λιανέμπορους, που προμηθεύτηκαν απομιμητικά προϊόντα φέροντα το σήμα «adidas» και ειδικότερα γυαλιά και οι οποίοι διαμαρτυρήθηκον για την ποιότητα των σκελετών και των φακών. Από έρευνα που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε καταστήματα λιανικής διαπιστώθηκε ότι η αγορά είχε κατακλυσθεί από απομιμητικά προϊόντα ADIDAS όπως και άλλων εταιρειών, τα οποία εντοπίσθηκαν σε περίπτερα, μίνι μάρκετ και μαγαζιά τουριστικών ειδών. Τα ανωτέρω προκύπτουν καταρχήν από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ..., «είχαμε παράπονα από πελάτες λιανικής, είχαμε τις πληροφορίες ότι η αγορά είχε γεμίσει από απομιμητικά προϊόντα ADIDAS όπως και άλλων εταιρειών ... ψάχνοντας λοιπόν και έχοντας ένα δίκτυο πληροφοριών, φτάσαμε ότι υπάρχει η τάδε εταιρεία η οποία διακινεί .... Το δίκτυο αυτό πληροφοριών ξεκινάει πάντοτε από τους λιανέμπορους γιατί είναι αυτοί που θίγονται σε κύριο κομμάτι ..... Τα απομιμητικά αυτά προϊόντα εντοπίσθηκαν σε περίπτερα, μίνι μάρκετ, μαγαζιά που πουλούσαν τουριστικά είδη, εμείς στην αγορά αυτό που είδαμε ήταν από το 2010, το 2011 και 2012 επικεντρωθήκαμε πιο πολύ). Αντίστοιχου περιεχομένου τυγχάνει και η περιεχόμενη στην 21.762/2103 ένορκη ενώπιον Συμβ/φου βεβαίωση, κατάθεση του ..., υπεύθυνου πωλήσεων στο τμήμα πωλήσεων της ενάγουσας στην Ελλάδα («περί τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2012, σε εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε η adidas σε καταστήματα λιανικής στην Αττική, διαπιστώθηκε ότι η αγορά είχε κατακλυστεί από απομιμητικά γυαλιά ηλίου adidas. Οι έρευνες ξεκίνησαν αφότου η adidas Hellas υπήρξε αποδέκτης κύματος παραπόνων από καταναλωτές και λιανέμπορους που προμηθεύονταν τα απομιμητικά προϊόντα και διαμαρτυρήθηκαν για την ποιότητα των σκελετών και των φακών»). Οι ανωτέρω καταθέσεις, οι οποίες είναι σαφείς και πειστικές δεν αναιρούνται από κανένα αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο, ενισχύονται δε και από το υπ' αριθ. πρωτ. 1040/4/180-ε απόσπασμα του βιβλίου συμβάντων της 24/2/2013 της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, όπου αναφέρεται ότι «κατόπιν πληροφοριών που περιήλθαν στην υπηρεσία μας, πρωινές ώρες της 21/2/2012 διενεργήθηκε έρευνα, κατά τη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους της εταιρείας 57.082 τεμάχια γυαλιά ηλίου διαφόρων σχεδίων και χρωμάτων των εταιρειών ... , τα οποία σύμφωνα με εμπειρογνώμονα τυγχάνουν απομιμητικά». Ωσαύτως, αστυνομικοί του Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Απικής, πραγματοποίησαν έρευνα, τις πρωινές ώρες της 21 ης-2-2012, στις αποθήκες της εναγομένης στους Αγ. Αναργύρους (...), κατά τη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν στην ως άνω αποθήκη 57.082 τεμάχια γυαλιά ηλίου διαφόρων σχεδίων και χρωμάτων των εταιρειών «CHRISTIAN DIOR», «ADIDAS», «ΝΙΚΕ», «VERSACE», «GUCCI», «CHANEL», «ARMANI», τα οποία ήταν απομιμητικά αντίγραφα των γνησίων που εμπορεύονται οι ανωτέρω εταιρείες. Όσον αφορά στην ενάγουσα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 1.800 τεμάχια γυαλιά ηλίου, που έφεραν κατ' απομίμηση το ως άνω σήμα της. Τα κατασχεθέντα προϊόντα αποδόθηκαν με μεσεγγύηση στον δεύτερο εναγόμενο, διαχειριστή της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προμηθεύτηκε τα ως άνω απομιμητικά προϊόντα δυνάμει των υπ' αριθμ. .../19-1-2012 και .../20-1-2012 τιμολογίων-δελτίων αποστολής από την επιχείρηση εμπορίας εποχιακών ειδών, γυαλιών ηλίου παιχνιδιών του ..., με έδρα την οδό ... στο Κολωνό, στα οποία αναγράφεται στο μεν πρώτο τιμολόγιο η αποστολή στην έδρα της εναγομένης (... στους Αγ. Αναργύρους) 120.000 τεμαχίων γυαλιών ηλίου και οράσεως με τιμή μονάδας ανά τεμάχιο 0,05 Ευρώ και συνολικής αξίας μετά του ΦΠΑ 7.380 Ευρώ και στο δεύτερο τιμολόγιο η αποστολή 135.000 τεμαχίων, με την ίδια τιμή μονάδας και συνολικής αξίας μετά του ΦΠΑ 8.302 Ευρώ. Τα παραπάνω τιμολόγια, από τον έλεγχο που πραγματοποίησαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΔΟΥ Αγ. Αναργύρων, διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστά και ως εκ τούτου κατασχέθηκαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη έλαβε στην κατοχή της και διέθεσε στην ελληνική αγορά, εν γνώσει του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της, δεύτερου εναγόμενου, τα ως άνω απομιμητικά προϊόντα της ενάγουσας. Από τη διάθεση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την ομοιότητα των υπό κρίση των προϊόντων (ενάγουσας και εναγομένης) και τη σημαντική ομοιότητα του σήματος της ενάγουσας με το παραποιημένο σήμα επί των προϊόντων της εναγομένης, μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος σύγχυσης του σχετικού καταναλωτικού κοινού, σε κάθε δε περίπτωση, προκειμένου περί σήματος φήμης αρκούσε η συνειρμική διασύνδεση από το καταναλωτικό κοινό του σήματος φήμης και του χρησιμοποιούμενου από την εναγομένη σήματος, η οποία χρησιμοποιώντας το ξένο σήμα φήμης της ενάγουσας προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος, καρπούμενη χωρίς αντάλλαγμα την προσπάθεια της ενάγουσας να καθιερώσει το σήμα της στην αγορά και εκμεταλλευόμενη τη φήμη και τη διακριτική και διαφημιστική δύναμη αυτού. Η εναγομένη αρνείται ότι διέθεσε, στην ελληνική αγορά, εν γνώσει της, απομιμητικά προϊόντα της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος κατ ουσίαν. Η κρίση αυτή στηρίζεται καταρχήν στο γεγονός ότι η αγορά είχε κατακλυσθεί, όπως προεκτέθηκε, από απομιμητικά προϊόντα της ενάγουσας, όμοια με αυτά που κατασχέθηκαν στις αποθήκες της εναγομένης (σχετ. κατάθεση ... «το πλήθος των απομιμητικών γυαλιών που είχαν κατακλύσει την αγορά ήταν ίδια με αυτά που κατασχέθηκαν»). Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε προμηθευτεί, όπως προεκτέθηκε, 255.000 τεμάχια γυαλιών και κατά τον έλεγχο βρέθηκε πολύ μικρότερη ποσότητα από αυτή που είχε προμηθευτεί, ήτοι 57.082 τεμάχια, τα οποία και βρέθηκαν όλα απομιμητικά, συναγομένου ως εκ τούτου ότι τα υπόλοιπα είχαν ήδη διατεθεί πριν την επέμβαση της αστυνομίας. Η εναγομένη ισχυρίζεται βέβαια ότι στις αποθήκες της βρισκόταν το σύνολο των εμπορευμάτων που είχε παραλάβει με τα προαναφερόμενα τιμολόγια (ήτοι 255.000 τεμάχια γυαλιών) και ότι από αυτά βρέθηκαν απομιμητικά και κατασχέθηκαν μόνο 57.082 τεμάχια, ενώ το υπόλοιπο μέρος παρέμενε στις αποθήκες της αδιάθετο. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Στις σχετικές εκθέσεις κατάσχεσης και μεσεγγύησης, που βεβαιώνουν την ποσότητα των ευρεθέντων απομιμητικών προϊόντων, ουδεμία μνεία γίνεται περί υπάρξεως και άλλων προϊόντων στις αποθήκες της εναγομένης, όπως η τελευταία αβασίμως επικαλείται, αφού σε αυτήν την περίπτωση οι αστυνομικοί θα προέβαιναν σε έλεγχο, όπως όφειλαν, σε όλα τα υπάρχοντα στις αποθήκες προϊόντα και θα αναφερόταν στις οικείες εκθέσεις τόσο η μεγαλύτερη ποσότητα που ελέγχθηκε όσο και το μέρος αυτής που ήταν απομιμητικά προϊόντα, και επομένως, μη γενομένης σχετικής μνείας, αυτά που υπήρχαν κατά την ανωτέρω ημέρα στις αποθήκες της εναγομένης ήταν αυτά που ελέγχθηκαν και ήταν όλα απομιμητικά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη γνώριζε την παραποίηση του σήματος της ενάγουσας επί των προϊόντων που αυτή διέθεσε, λαμβανομένης υπόψη της συναλλακτικής εμπειρίας του νομίμου εκπροσώπου της σε συνδυασμό με το μικρό τίμημα αγοράς τους. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι αυτή (διά του νομίμου εκπροσώπου της) δεν ήλθε σε επαφή με τον προμηθευτή του εν λόγω εμπορεύματος, αλλά ήλθε σε επαφή με κάποιον κινέζο, ονόματι Σαν, ο ..., της εταιρείας «... &ΣΙΑ Ο.Ε», με τον οποίο αυτή (εναγομένη) συνεργάζεται στην έρευνα αγοράς και τελευταίος ενεργεί για λογαριασμό της παραγγελιοληψία και εύρεση παρκέτων στοκ από διάφορα προϊόντα, που είτε αγοράζει η ανωτέρω εταιρεία του και της τα μεταπωλεί, είτε μεσολαβεί για την απευθείας πώληση τους στην εναγομένη. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι ο ανωτέρω ... είδε τα σχετικά προϊόντα στον επί της οδού ... στον Κολωνό, αποθηκευτικό χώρο της αναφερόμενης στα οικεία τιμολόγια επιχείρησης του ανωτέρω κινέζου (...) και συμφώνησε την αγορά τους για λογαριασμό της ενάγουσας, στη συμφέρουσα τιμή των 0,05 Ευρώ ανά τεμάχιο και ότι τα προϊόντα που του δειγμάτισαν και παρήγγειλε δεν ήταν απομιμητικά προϊόντα γυαλιών ούτε της ενάγουσας ούτε καμίας άλλης εταιρείας. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της η εναγομένη εξέτασε ως μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τον προαναφερόμενο ..., ο οποίος συστοιχιζόμενος με τους ισχυρισμούς της εναγομένης, κατέθεσε ότι «δεν μας δειγματίσανε απομιμητικά προϊόντα, εμείς είδαμε περίπου 150-200 οδηγούς που ήταν γυαλιά όρασης, κατά βάση πρεσβυωπίας και κάτι γυαλιά ηλίου τα οποία ήταν no name, δηλαδή δεν ήταν επώνυμα .... στο δειγματισμό δεν είδαμε γυαλιά adidas ούτε μίας άλλης μάρκας τα παρέλαβα ο ίδιος, δεν τα είδα γιατί ήταν σε κλειστά κουτιά όταν ήρθαν τα γυαλιά απλά τα παραλάβαμε και είχαμε το δικαίωμα δύο μήνες το λιγότερο να κάνουμε ποιοτικό έλεγχο, διαλογή και εκκαθάριση έτσι ώστε τα κακής ποιότητας, τα μη εμπορεύσιμα προϊόντα δηλαδή να τα επιστρέψουμε στον προμηθευτή.... όταν πήγαμε να ανοίξουμε μετά από κάποιες μέρες κάποιες κούτες, συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχαν κάποια προϊόντα απομιμητικά». Η κατάθεση αυτή κρίνεται ήκιστα πειστική και μη επαρκής για να ανατρέψει την παραπάνω κρίση. Καταρχήν δεν κρίνεται πειστικό να έχει συμφωνήσει με τον κινέζο προμηθευτή την πώληση γυαλιών οράσεως και μη επώνυμων (no-name) γυαλιών ηλίου και αυτός να του αποστείλει απομιμητικά προϊόντα επώνυμων γυαλιών και μάλιστα με το ίδιο τίμημα. Το γεγονός ότι όλα τα αποσταλέντα προϊόντα τιμολογήθηκαν με το ίδιο τίμημα ανά τεμάχιο υποδηλώνει την ταυτότητα των εμπορευμάτων. Ούτε κρίνεται πειστικό ότι δεν άνοιξαν αμέσως τις κούτες με τα εμπορεύματα για να ελέγξουν το περιεχόμενο τους και ότι χρειάστηκαν ένα μήνα για να ολοκληρώσουν τη διαλογή, αφού αυτός, έχοντας αναλάβει την ανεύρεση προμηθευτή για την εναγομένη, ήταν υπόλογος απέναντι της και υπεύθυνος για το εμπόρευμα που της παρέδωσε, και επομένως και είναι προφανές ότι θα έσπευδε να το ελέγξει για να δει το περιεχόμενο του και αν αυτό ανταποκρίνεται στο παραγγελθέν. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη, ούτε επέστρεψε στον προμηθευτή τα παραδοθέντα προϊόντα, ούτε προέβη σε ενημέρωση των εταιρειών που κατασκεύαζαν τα γνήσια προϊόντα, ούτε κατήγγειλε την ως άνω προμηθεύτρια εταιρεία, στην οποία μάλιστα είχε καταβάλει τίμημα και η οποία την εξέθεσε σε κίνδυνο ποινικών διώξεων, ενέργειες στις οποίες προφανώς θα είχε αναμφίβολα προβεί εάν αλήθευε ο ισχυρισμός της ότι της παραδόθηκαν άλλα εμπορεύματα από αυτά που παρήγγειλε και μάλιστα απομιμητικά. Τέλος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα κατασχεθέντα γυαλιά ηλίου ήταν σε άθλια κατάσταση και μη εμπορεύσιμα και ότι εξεπλάγησαν από τούτο, αντιφάσκει με τα ιστορούμενα από την ίδια η οποία αναφέρει (σελ. 17 προτάσεων) ότι ο συνεργάτης της κ...., κατά το δειγματισμό των υπό πώληση προϊόντων, τον Ιανουάριο 2012, στην αποθήκη του Κινέζου προμηθευτή τα προϊόντα που του δειγματίσθηκαν «ήταν μουχλιασμένα και σε άθλια κατάσταση» και επομένως όλα τα προϊόντα που παρέλαβε η εναγομένη βρίσκονταν στην προπεριγραφείσα κατάσταση και εν γνώσει της τα παρήγγειλε και τα παρέλαβε. Το αίτημα της εκκαλούσας για αναβολή της προκειμένης δίκης, κατ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της μηνύσεως που υπέβαλε εναντίον της η εταιρεία «ΝΙΚΕ», για τα αφορώντα την τελευταία απομιμητικά προϊόντα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι το δικαστήριο δεν κρίνει σκόπιμο να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην προαναφερόμενη ποινική δίκη, η οποία σημειωτέον βρίσκεται εισέτι στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, αφού τυχόν τέτοια αναβολή μόνο καθυστέρηση και παρέλκυση της παρούσας δίκης θα επιφέρει ενόψει και του μακρού χρονικού διαστήματος για την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, της οποίας εξάλλου η απόφαση εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο. Ενόψει των ανωτέρω αποδείχθηκε η υπαίτια και παράνομη προσβολή από την εναγομένη των δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των σημάτων της, η οποία πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των αναφερομένων στη μείζονα σκέψη νομικών διατάξεων.

 

Ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός (ένσταση) της εναγομένης-εκκαλούσας, που επανέφερε παραδεκτώς με τις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου προτάσεις περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της, ενάγουσας επικαλούμενη ότι «η ενάγουσα επιδιώκει με προφανέστατο σκοπό να διαστρεβλώσει τα γεγονότα, ουδέν οφείλουμε σε αυτήν αλλά δια της άνω αγωγής της επιδιώκει οφέλη τα οποία επουδενί δικαιούται υπερβαίνοντας τα όρια της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ασκούσα αυτή με προφανή υστερόβουλο σκοπό», πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι τα ανωτέρω εκτιθέμενα δε συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος.

 

Από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ενεργήσασα και κατά τούτο μέσω του δεύτερου από αυτούς - νομίμου εκπροσώπου της- που ευθύνεται και ο ίδιος λόγω της αδικοπραξίας που τέλεσε ως όργανο της πρώτη κατά την ενάσκηση των καθηκόντων (άρθρο 71 ΑΚ), με σκοπό την αθέμιτη προσέλκυση της πελατείας και την εκμετάλλευση της καλής φήμης και οργάνωσης της εφεσίβλητης - ενάγουσας, η τελευταία, πέραν της οποιασδήποτε περιουσιακής της ζημίας, που δεν είναι αντικείμενο της παρούσας δίκης, υφίσταται και ηθική βλάβη καθόσον μειώθηκε η εμπορική της αξιοπιστία, το κύρος της, και η επαγγελματική της φήμη στην αγορά, κλονίζοντας τις θετικές παραστάσεις των καταναλωτών για τα προϊόντα της, που ως εκφάνσεις της προσωπικότητας της, θεμελιώνονται ακριβώς στη σταθερή ποιότητα των προϊόντων της και στις πολυετείς προσπάθειες που η τελευταία καταβάλλει, δραστηριοποιούμενη επί πολλά έτη στους παραπάνω τομείς, υποβαλλόμενη παραλλήλως και σε εκτεταμένες προς τούτο δαπάνες, λαμβανομένου υπόψη ότι τα προϊόντα που υπό το ανωτέρω σήμα εμπορεύεται αυτή (εφεσίβλητη - ενάγουσα) είναι υψηλής ποιότητας, αποτελούν έργο μιας ιδιαίτερα μακράς και επίπονης δημιουργικής προσπάθειας, για την παραγωγή και διάθεση τους διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια, ενώ για την καθιέρωση τους στο καταναλωτικό κοινό, προκειμένου να  κατακτηθεί  η εμπιστοσύνη  του  προς αυτά έγιναν ποιότητας και ουδεμία σχέση έχουν με τα προϊόντα της ενάγουσας, με συνέπεια να υποβαθμίζεται και να δυσφημείται με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα. Επομένως, με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, η εφεσίβλητη - ενάγουσα για την αποκατάσταση της ως άνω ηθικής της βλάβης δικαιούται ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, μετά από συνεκτίμηση όλων των κατά νόμο αναγκαίων στοιχείων, ήτοι αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τελέσεως της προσβολής του σήματος, ο βαθμός υπαιτιότητας του δεύτερου εναγομένου ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εξ αυτών, το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η οικονομική θέση των διαδίκων και η κοινωνική κατάσταση του εναγόμενου φυσικού προσώπου, σε συνδυασμό με την γενική αρχή του κράτους δικαίου περί μη παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, που επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού, ανέρχεται στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο και ανάλογο της βλάβης της ενάγουσας και το οποίο δεν είναι κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση μεγαλύτερο από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις.

 

Συνακόλουθα των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά κατέληξε στην ίδια κρίση δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου λόγοι της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος αυτής, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρ. 106,173, 183, 191 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων επί της από 28/2/2014 έφεσης κατά της υπ' αριθμ. 555/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ' ουσίαν.

 

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

 

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2016 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

 

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ