ΕφΑθ 1499/2018

 

Λόγοι έφεσης - Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Ανάκληση απαλλοτρίωσης - Αμοιβή δικηγόρου -.

 

Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι λυσιτελείς, σαφείς και ορισμένοι. Όταν ο λόγος έφεσης αναφέρεται σε παράβαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προσδιορίζεται η παραβιασθείσα διάταξη και το συγκεκριμένο σφάλμα. Αυτοδίκαια άρση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το γεγονός της μεταγενέστερης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης δεν ασκεί έννομη επιρροή επί της αξίωσης του δικηγόρου προς λήψη της νόμιμης αμοιβής του για την προηγηθείσα δίκη, όπου καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Στην περίπτωση παράλειψης κατάθεσης από τον υπόχρεο προς αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του δικηγορικού συλλόγου, της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου του καθ’ ου η απαλλοτρίωση που παρέστη στη δίκη για τον καθορισμό της τιμής μονάδας, αυτός, ως το μέλος του δικηγορικού συλλόγου, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει ευθεία αγωγή, αφού τέτοιο δικαίωμα έχει ο άνω δικηγορικός σύλλογος υπέρ του οποίου γίνεται και η κατάθεση. Η αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την αποζημίωση λόγω της απαλλοτρίωσης και βαρύνει τον υπόχρεο της αποζημίωσης, αποτελεί δε αντιπαροχή στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής που συνδέει το διάδικο-δικαιούχο της αποζημίωσης με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

 

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1499/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 14°

 

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή: Βασιλική Ανδρουλάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1 Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Καρόλου αρ. 27, νομίμως εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ ...), την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Μαρκάκης.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών», που εδρεύει στην Πάτρα (οδός Γούναρη αρ. 30, Δικαστικό Μέγαρο Πατρών), νομίμως εκπροσωπουμένου (ΑΦΜ ...), το οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γαβριήλ Αποστολίδης.

 

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε Α.Ε.», με την από 25/11/2015 ανακοπή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 107379/13804/2015, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ'αριθμ. 3724/2016 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ' αυτή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 5/12/2016 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 50824/500572/6-12-2016.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της 3724/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 25-11-2015 ανακοπή, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 522 και 533 ΚΠολΔ).

 

Η ανακόπτουσα - εκκαλούσα ζήτησε με την ανακοπή, που άσκησε κατά του καθ'ου η ανακοπή - εφεσίβλητου, ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών», να ακυρωθούν η από 7-11-2015 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του με αριθμό 565/2015 Α' εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 744/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και η από 17/11/2015 έκθεση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου για τους λόγους που αναφέρονται στην ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 520 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε του ίδιου του εκκαλούντος. οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι λυσιτελείς (να επιφέρουν δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη - Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ. Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση, τ. Γ' σελ. 263), σαφείς και ορισμένοι. Πρέπει, δηλαδή, να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, ώστε να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους έφεσης) και να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος ν' αμυνθεί. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε ν' αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Ειδικότερα, όταν ο λόγος έφεσης αναφέρεται σε παράβαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προσδιορίζεται η παραβιασθείσα διάταξη και το συγκεκριμένο σφάλμα (Α.Π 305/2002 Ελ.Δ/νη 42. 318, ΑΠ 1009/1998 Ελ.Δ/νη 30, 1348, ΕφΔωδ. 313/2005, ΝΟΜΟΣ, Εφ.ΑΘ. 4707/1993 Ελ.Δ/νη 35y 471, Εφ.Πειρ. 724/1993 Ελ.Δ/νη 35, 1707, Μαργαρίτη, σε  Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμ. Κ.Πολ.Δ. τ. 1, 926). Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμος (αλυσιτελής) ο τρίτος λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας πάσχουν ακυρότητας, διότι επισπεύδονται από το καθ' ου νομικό πρόσωπο για το σύνολο της δικηγορικής αμοιβής υπέρ του ενός και όχι υπέρ αμφοτέρων των δικηγόρων, οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη υπέρ της καθ' ης η απαλλοτρίωση εταιρίας. Η εκκαλουμένη δέχθηκε, αφενός, ότι το δικαίωμα του καθ' ου η ανακοπή να διεκδικήσει και να εισπράξει το σύνολο της καθορισθείσας δικηγορικής αμοιβής ουδόλως εξαρτάται από το πρόσωπο των παρισταμένων στο δικαστήριο μελών του, αφετέρου, ότι η ανακόπτουσα δεν επικαλέστηκε βλάβη λόγω της αναφοράς του ονόματος του ενός δικηγόρου, που μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας των πράξεων της εκτέλεσης να μπορεί να θεραπευθεί (άρθρο 159 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Με τον τρίτο λόγο της έφεσης επικαλείται η εκκαλούσα σφάλμα της εκκαλουμένης συνιστάμενο στο ότι κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή των θεμελιωδών νομοθετικών διατάξεων, κατά παράβαση των πορισμάτων της νομικής επιστήμης απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω ο λόγος της έφεσης, είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος, διότι δεν καθορίζεται η παραβιασθείσα ουσιαστική διάταξη.

 

 

Στις διατάξεις των άρθρων 17 παράγραφοι 2 εδ. α' και 4 εδ. ε' του Συντάγματος, ορίζεται, ότι «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά τον χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης (άρθρο 17 παρ. 2 εδ. α')... Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης... διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως» (άρθρο 17 παρ. 4 εδ. ε'). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 11 παρ. 3 ν. 2882/2001 περί Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, που ισχύουν για τις απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1- 2-1971 και εφεξής (άρθρο 29 παρ. 2 του ίδιου νόμου), όπως η παράγραφος 3 ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με την παράγραφο 3α του άρθρου 39 ν. 4024/2011 (ΦΑ 226/27-10-2011), ορίζεται, ότι «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση, η δικαστική δαπάνη, καθώς και η αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων, η οποία επιδικάζεται κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4, κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το επόμενο άρθρο 8 (και ισχύει κατ'άρθρο 76 παρ. 5 ν. 4146/2013 και στις απαλλοτριώσεις, που δεν έλαβε χώρα παρακατάθεση του ποσού της αποζημίωσης). «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης». Από το συνδυασμό των άρθρων 114 εδ. 5 και 100 του ν.δ/τος 3026/1954 περί του Κώδικα Δικηγόρων (πριν την κατάργηση του με το νόμο 4194/2013), που ίσχυε κατά την έκδοση της 744/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία προσδιόρισε την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων των καθ' ων - δικαιούχων της αποζημίωσης, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου επί αίτησης προσδιορισμού αποζημίωσης απαλλοτριούμενων ακινήτων κανονίζεται από το άρθρο 100 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος. Το γεγονός της μεταγενέστερης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης δεν ασκεί έννομη επιρροή επί της αξίωσης του δικηγόρου προς λήψη της νόμιμης αμοιβής του για την προηγηθείσα δίκη, όπου καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου (ΑΠ 143/2014, Αρμ. 2015, 2207, ΕφΘράκης 372/2012 προσκομιζόμενη, όπου παραπομπή στην ΑΠ 13/1987 ΕλΔνη 1988, 114 Και ΑΠ 1406/1979, Ε ΕΝ 47,149). Η κρίση αυτή είναι σύμφωνη και με το πνεύμα της εισηγητικής έκθεσης του ν.δ/τος 3026/1954, που εξαιρεί την σπουδαιότητα του δικηγορικού λειτουργήματος και επιβάλλει την άσκηση αυτού υπό όρους αξιοπρέπειας, τέτοιο δε συνιστά και η αξίωση για τη νόμιμη αμοιβή του δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 100 και τις λοιπές διατάξεις, όταν παρέχει νομικές υπηρεσίες.

 

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής της εκθέτει η ανακόπτουσα, ότι δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ' ης η απαλλοτρίωση, διότι η ένδικη απαλλοτρίωση ουδέποτε συντελέστηκε με την εκ μέρους της, ως υπόχρεης, παρακατάθεση του ποσού της αποζημίωσης υπέρ των δικαιούχων εντός 18 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας. Επομένως, όπως επικαλείται, η απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως, κατ' άρθρο 11 παρ. 3 του νόμου 2882/2001 (ΚΑΑΑ). Ο λόγος αυτός της ανακοπής σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η μεταγενέστερη ανάκληση της απαλλοτρίωσης δεν αίρει την αξίωση του δικηγόρου για τη λήψη της νόμιμης αμοιβής του. Συνεπώς, η εκκαλούμενη, που κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει ν' αντικατασταθεί, όπως ανωτέρω, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε το νόμο, όσα δε αντίθετα επικαλείται η εκκαλούσα με το σχετικό λόγο της έφεσης της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), προκύπτει: 1) ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση οφείλει να καταθέσει τη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του δικηγορικού συλλόγου στον οποίον ο δικηγόρος που παρέστη στη δίκη είναι μέλος του και 2) ότι η κατάθεση της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων γίνεται υπέρ του κατά τα άνω δικηγορικού "συλλόγου, προκειμένου αυτός να παρακρατήσει τα προβλεπόμενα ποσοστά, που αποτελούν έσοδα αυτού προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού, χάριν, δηλαδή, των κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά ασθενέστερων μελών του. Κατ' ακολουθίαν, μετά την 7-5-2001 που τέθηκαν σε ισχύ οι ως άνω διατάξεις του ν. 2882/2001 ΚΑΑΑ και έχουν εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση, στην περίπτωση παράλειψης κατάθεσης από τον υπόχρεο προς αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του δικηγορικού συλλόγου, της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση, που παρέστη στη δίκη για τον καθορισμό της τιμής μονάδας, αυτός, ως το μέλος του δικηγορικού συλλόγου, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει ευθεία αγωγή, αφού τέτοιο δικαίωμα έχει ο άνω δικηγορικός σύλλογος υπέρ του οποίου γίνεται και η κατάθεση. Επίσης, η αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την αποζημίωση λόγω της απαλλοτρίωσης και βαρύνει τον υπόχρεο της αποζημίωσης, αποτελεί δε αντιπαροχή στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής, που συνδέει το διάδικο - δικαιούχο της αποζημίωσης με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΑΠ 702/2016, ΑΠ 1212/2012 και ΑΠ 1780/2011, ΝΟΜΟΣ).

 

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής της εκθέτει, περαιτέρω, η ανακόπτουσα, ότι η υποχρέωση καταβολής της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου συνεπεία δικαστικών ενεργειών αυτού κατά τη διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας λόγω κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ακίνητο βαρύνει τον εντολέα αυτού (του δικηγόρου) και όχι τον υπόχρεο σε καταβολή της αποζημίωσης. Ως εκ τούτου αφενός δεν νομιμοποιείται παθητικά η ανακόπτουσα κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη αυτής και αφετέρου νομιμοποιείται ενεργητικά για την επίσπευση της το μέλος του δικηγορικού συλλόγου, που παρέστη στη δίκη και είναι δικαιούχος της αμοιβής και όχι το νομικό πρόσωπο, δηλαδή ο δικηγορικός σύλλογος και ήδη καθ' ου η ανακοπή. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, υπόχρεος για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου δεν είναι η εντολέας αυτού, ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «... & ΣΙΑ Ο.Ε. για λογαριασμό της οποίας παρέστη στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η 744/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που αναγνώρισε δικαιούχους, καθόρισε προσωρινά την τιμή μονάδος και προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων, αλλά η ανακόπτουσα, που υποχρεούται να καταβάλει την αποζημίωση. Ομοίως, μόνο το καθ' ου η ανακοπή νομικό πρόσωπο, με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών» νομιμοποιείται ενεργητικά να ζητήσει την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής για λογαριασμό του μέλους του, ..., εντολοδόχου στη δίκη εκείνη της υπέρ ης η αποζημίωση, ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «... & ΣΙΑ Ο.Ε.» και άρα να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας. Επομένως, η εκκαλουμένη, που απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου της ανακοπής δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε, όσα δε αντίθετα επικαλείται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

Στη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 εδ. δ του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), ορίζεται, ότι «Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας αποτελεί ως προς τη δικαστική δαπάνη εκτελεστό τίτλο σε βάρος του υπόχρεου προς αποζημίωση εάν και οι δύο διάδικοι αποδέχθηκαν την απόφαση αυτή ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 20». Έτσι, σε περίπτωση αίτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει: 1) τα γενόμενα για την διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης έξοδα που ήταν απαραίτητα (άρθ. 189 παρ. 1 ΚΠολΔ), 2) την αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης για την παράσταση του ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου (άρθρο 109 του ν.δ/τος 3026/1954 περί Κώδικα Δικηγόρων) και 3) την αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης σε ποσοστό επί της καθοριζομένης προσωρινής αποζημίωσης (άρθρα 100 και 107 παρ. 1 και 114 παρ. 5 του ν.δ/τος 3026/1954 περί Κώδικα Δικηγόρων, ΑΠ 440/2017 και ΑΠ 358/2017, ΝΟΜΟΣ).

 

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα επικαλείται, ότι η με αριθμό 744/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο ως προς τη διάταξη της με την οποία προσδιορίζει τη δικηγορική αμοιβή του παραστάντος δικηγόρου της καθ' ης η απαλλοτρίωση και υπέρ ης η αποζημίωση στη δίκη εκείνη (ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «... & ΣΙΑ Ο.Ε. Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού στην έννοια της δικαστικής δαπάνης της παραγράφου 4 εδ. δ του άρθρου 18 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) εμπίπτει και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εντολέως - καθ'ου η απαλλοτρίωση στη δίκη για τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδος της αποζημίωσης. Η εκκαλούμενη απόφαση, που έκρινε ομοίως ορθά το νόμο εφάρμοσε και όσα αντίθετα επικαλείται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εφόσον, δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, επειδή η έφεση της απορρίφθηκε (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, το παράβολο το οποίο κατέθεσε πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της 3724/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίπτει αυτή κατ' ουσίαν.

 

Καταδικάζει την εκκαλούσα να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

 

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2018 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»