ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2997/2003

 

Υιοθεσία ενηλίκου - Ανώτατο όριο ηλικίας υιοθετούντος -.

Εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, εφαρμόζοντας αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 1543 ΑΚ, που διέπει την υιοθεσία ανηλίκου και ορίζει, ότι αυτός που υιοθετεί δεν πρέπει να έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα ετών, έκρινε ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό του αιτούντος η προϋπόθεση της νόμιμης ηλικίας για την τέλεση της αιτούμενης υιοθεσίας, ενόψει του ότι αυτός κατά το χρόνο υποβολής  της αιτήσεως είχε υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του (διανύων το 101ο έτος) και απέρριψε, ως μη νόμιμη αίτηση υιοθεσίας από αυτόν των ενηλίκων  ανεψιών του (ηλικίας 55 και 48 ετών). Η ηλικία του υιοθετούντος ενηλίκου οριοθετείται από το νόμο κατ' απόκλιση από τη ρύθμιση για την υιοθεσία ανηλίκου και, ειδικότερα, καθιερώνεται γι' αυτόν που υιοθετεί, ως κατώτατο όριο ηλικίας το 40ο έτος, ενώ ουδόλως καθιερώνεται ανώτατο όριο ηλικίας καθόσον ο υιοθετούμενος ενήλικος έχει ήδη συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Καθιερώνεται, όμως, διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ έτη αλλά και στην περίπτωση αυτή δεν καθιερώνεται ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας.

 

 

   Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Γρηγόριο Καβέτσο, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Πορτσιλίβα και Αγγελική Αλειφεροπούλου-Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Βασιλική Κατσίφη.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροτατήριο του στις 13 Φεβρουαρίου 2003, για να δικάσει την υπόθεση:

    Των εκκαλούντων:1]Κ.Μ.Κ., 2]Ε.Γ.Κ. και 3]Α.Π.Γ. συζ. Ι.Α. του οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Βασίλειος Ευαγ. Πρασκευόπουλος με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

   Οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες με την από 11.11.2002 κοινή αίτησή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που έχει κατατεθεί με αριθμό 148459/2617/2002, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα έγγραφα αναφέροναι σ' αυτήν.

   Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1694/2002 οριστική του απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η κοινή αίτησή τους, περί κηρύξεως θετών τέκνων του πρώτου των αιτούντων - εκκαλούντων Κ.Κ. της δεύτερης και τρίτης των αιτούντων - εκκαλούντων Ε.Κ.Γ. και της Α.Π.Κ.Γ. και ΤΗΣ Μ.Ι.Α.

   Την απόφαση αυτή προσέβαλον οι εκκαλούντες με την από 7.1.2003 έφεσή τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 146/8.1.2003.

   Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

   Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με δήλωσή του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Η κρινομένη έφεση των αιτούντων (ήδη εκκαλούντων) κατά της 1694/2002

οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739,740 παρ. 1α' επ., 800 ΚΠολΔ) και με την οποία απορρίφθηκε η απευθυνόμενη ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου από 11.11.2002 (αρ. εκθ. κατ. 148459/2617/2002) κοινή αίτηση τούτων, περί κηρύξεως θετού τέκνου του πρώτου εξ αυτών (Κ.Κ. του Μ. και της Ε), που γεννήθηκε κατά το έτος 1901, των δεύτερης και τρίτης των αιτούντων και ήδη εκκαλούντων (Ε.Κ. του Γ. και της Μ. και Α.-Π.Κ. του Γ. και της Μ. συζ. Ι.Α.), ενηλίκων (55 και 48) ετών αντιστοίχως), συγγενών τρίτου βαθμού εξ αίματος του πρώτου αιτούντος και ήδη εκκαλούντος, ως τέκνων του αδελφού του υιοθετούντος, Γ.Κ. του Μ. και της Ε. έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, λοιπών, να γίνει τυπικά δεκτή και, εφόσον έχει τηρηθεί η, κατ' άρθρ. 760 σε συνδ. με αρθρ. 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, νόμιμη προδικασία δια της κοινοποίησεως αντιγράφου της εφέσεως με σημείωση για τον προσδιορισμό της παρούσας δικασίμου στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου τούτου (βλ. 4643Γ/4.2.2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι.Χ. Κολιτσίδα προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών), να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγω της (άρθρ. 533 σε συνδ. με 741 ΚΠολΔ), συνισταμένων σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατ' αποδοχή των οποίων ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης και η παραδοχή της αιτήσεως.

   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 2915/2001, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετημένος είνι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1580 ΑΚ, στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν θεσπίζεται διαφορετική ρύθμιση από τις διατάξεις που ακολουθούν. Η τελευταία διάταξη για τη ρύθμιση της υιοθεσίας ενηλίκου παραπέμπει στην ανάλογη εφαρμογή των ρυθμιστικών της υιοθεσίας ανηλίκων διατάξεων, εκτός αν πρόκειται για θέματα, για τα οποία οι ακολουθούσες διατάξεις των άρθρων 1581-1588 ΑΚ περιέχουν ειδικές ρυθμίσεις. Αποκλίσεις από τις διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκων περιέχει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1582 ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται κατώτατο όριο ηλικίας για το υιοθετούντα το 40ο έτος της ηλικίας του, όχι ως και το ανώτατο όριο ηλικίας, αφού τούτο ορίζει κατά λέξη, ότι "αυτός που υιοθετεί πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και να είναι μεγαλύτερο από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια". Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας, όπως προεκτέθηκε, αποκλίνει από εκείνη για την υιοθεσία ανηλίκου (αποκλείουσα, επομένως, την ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων για την υιοθεσία ανηλίκου), οριοθετείται η ηλικία του υιοθετούντος ενήλικο και καθιερώνεται γι' αυτόν που υιοθετεί, ως κατώτατο όριο ηλικίας το τεσσαρακοστό έτος, ενώ δεν καθιερώνεται ανώτατο όριο ηλικίας και τούτο, γιατί ο ενήλικος υιοθετούμενος έχει ήδη συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος. Καθιερώνεται, όμως, διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ έτη αλλά και στην περίπτωση αυτή δεν καθιερώνεται ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας (Β.Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο Β' εκδ. 2000 άρθρ. 1580 σελ. 1170 και άρθρ. 1582 σελ. 1172, Θ.Κ.Παπαχρίστου: Εγχειρίδιο Οικογ. Δικ. Β' εκδ. 1998 σελ. 251, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικ. Δικ. 2η εκδ. ΙΙ 1998 σελ. 361, βλ. και επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 7/2/2003 γνωμοδότηση Θ.Κ.Παπαχρίστου, Καθηγητή Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του εφαρμόζοντας αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 1543 ΑΚ, που διέπει την υιοθεσία ανηλίκου και ορίζει, ότι αυτός που υιοθετεί δεν πρέπει να έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα ετών, έκρινε ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό του πρώτου αιτούντος και ήδη εκκαλούντος η προϋπόθεση της νόμιμης ηλικίας για την τέλεση της αιτούμενης υιοθεσίας, ενόψει του ότι αυτός κατά το χρόνο υποβολής  της αιτήσεως είχε υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του (διανύων, ως γεννηθείς το έτος 1901, το 101ο έτος) και απέρριψε, ως μη νόμιμη, την προμνημονευόμενη αίτηση υιοθεσίας από αυτόν των ενηλίκων δεύτερης και τρίτης των αιτούντων και ήδη εκκαλούντων (ανεψιών του), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, αφού, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ηλικία του υιοθετούντος ενηλίκου οριοθετείται από το νόμο κατ' απόκλιση από τη ρύθμιση για την υιοθεσία ανηλίκου και, ειδικότερα, καθιερώνεται γι' αυτόν που υιοθετεί, ως κατώτατο όριο ηλικίας το 40ο έτος, ενώ ουδόλως καθιερώνεται ανώτατο όριο ηλικίας, που δεν δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον ο υιοθετούμενος ενήλικος έχει ήδη συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Γι' αυτό πρέπει, κατά παραδοχή των βασίμων σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Ακολούθως, αφού γίνει δεκτή η έφεση, ως και ουσιαστικά βάσιμη, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η αίτηση (η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1579 ΑΚ) περαιτέρω κατ' ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 σε συνδ. με 741 ΚΠολΔ).

   Από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδεικνύεται, ότι για την αιτούμενη υιοθεσία συναίνεσαν αυτοπροσώπως ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της κοινής αιτήσεώς του και οι τρεις αιτούντες, επί πλέον δε και ο σύζυγος της τρίτης τούτων, Ι.Α. Εξάλλου, από την εκτίηηση της ένορκης καταθέσεως του εξετασθέντος μάρτυρα, που περιέχεται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα γεγονότα: Οι αιτούντες είναι συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμόυ, αφού ο πρώτος από αυτούς είναι θείος των δεύτερης και τρίτης εκ τούτων, οι οποίες είναι τέκνα του αδελφού του πρώτου, Γ.Κ. του Μ, και της Ε. από το γάμο του τελευτάιου με τα ήδη αποβιώσασας Μ.Κ. Ο πρώτος των αιτούτων, ο οποίος είναι χήρος μετά τον κατά το έτος 1983 επισυμβάντα θάνατο της συζύγου του, Χ. και δεν έχει αποκτήσει τέκνα, κατά το χρόνο υποβολής της κρινόμενης αιτήσεως τούτων, ανεψιώς του (κόρες του προαναφερθέντος αδελφού του πρώτου), κατά τον ίδιο πιο πάνω χρόνο ήσαν ηλικίας 55 και 48 ετών, ως γεννηθείσες, αντιστοίχως, κατά τα έτη 1948 και 1955, άγαμη η δεύτερη και έγγαμη η τρίτη με΄τα του προαναφερθέντος Ι.Α., που συναίνεσε νομοτύπως για την αιτούμενη υιοθεσία της τελευταίας, και μητέρα τριών τέκνων. Οι αιτούντες είναι ικανοί προς δικαιοπραξία, υγιείς, τίμιοι, ηθικοί και αξιοπρεπείς και ο πρώτος τούτων (υιοθετών) έχει άμεμπτο ποινικό παρελθόν. Οι ίδιοι (αιτούντες) έχουν αναπτύξει μεταξύ τους ιδιαίτερο ψυχικό σύνδεσμο και οι σχέσεις του είναι εξαιρετικές διαπνεόμενες από συγγενική αγάπη, στοργή και αμοιβαίο σεβασμό, επί πλέον δε η οικονομική κατάσταση του πρώτου τούτων (υιοθετούντος), που είναι συνταξιούχος δικηγόρος, τέως βουλευτής και μεγαλύτερος από τις υιοθετούμενς ενήλικες δύο ανεψιές του πλέον των 18 ετών, έχει δε υπερβεί, κατά τα άνω, το 40ο έτος της ηλικίας του, είναι πολύ καλή, ενώ οι δεύτερη και τρίτη των αιτούντων είναι οικονομικά ανεξάρτητες, ως νομικός-συγγραφέας η δεύτερη και δικηγόρος, σύζυγος μαθηματικού - πανεπιστημιακού καθηγητή η τρίτη. Ενόψει, λοιπόν, της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής καταστάσεως του υιοθετούντος και των υιοθετούμενων, καθώς και η αμοιβαία ικανότητά τους προσαρμογής, το Δικαστήριο κρίνει, ότι αιτούμενη υιοθεσία είναι προς το συμφέρον των υιοθετουμένων και θα αποβεί προς όφελος τους, ενώ, τέλος, είναι επιτρεπτή κατά το νόμο η σύγχρονη υιοθεσία των δεύτερης και τρίτης των αιτούντων από το ίδιο πρόσωπο (άρθρο 1547 σε συνδ. με 1580 ΑΚ). Συνεπώς, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υιοθεσία αυτή και κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατατικό.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δέχεται τυπικά και κατ' ουσία την έφεση

   Εξαφανίζει την εκκαλούμενη, 1694/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).

   Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της αιτήσεως.

   Δέχεται αυτήν.

   Κηρύσσει θετά τέκνα του πρώτου εκκαλούντος-αιτούντος, Κ.Κ. του Μ και της Ε, τις δεύτερης και τρίτης των εκκαλούντων-αιτούντων, Ε.Κ. του Γ. και της Μ. και Α.-Π.Κ του Π και της Μ. συζ. Ι.Α.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Απριλίου 2003 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.