ΕγκΕισΑΠ 7/2005

 

Παραγραφή - Συνολική ποινή - Εκτέλεση ποινών -.

 

Η διάταξη του άρθρου 32 ν. 3346/2005, σύμφωνα με την οποία παραγράφονται και δεν εκτελούνται επιβληθείσες ποινές μέχρι έξι μηνών, ισχύει και για αποφάσεις που έχουν επιβάλει συνολική ποινή υπερβαίνουσα τους έξι μήνες, αν για τις επιμέρους πράξεις έχει επιβληθεί ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Ο ν. 3346/2005 δεν επέφερε αλλαγές  στις διατάξεις περί εκτέλεσης των αποφάσεων. Έτσι, αν η απόφαση, που είχε επιβάλει συμπλεκτικά ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή, δεν ήταν πριν τον νόμο αυτό εκτελεστή, συνεχίζει και μετά την ισχύ του να μην είναι εκτελεστή. Στις δε εκτελεστές αποφάσεις δεν συνεχίζει η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης μόνο για τη χρηματική ποινή. Όσον αφορά την τύχη των αποφάσεων για τις οποίες ασκήθηκε ένδικο μέσο, το άρθρο 32 δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αν προηγουμένως δεν κρίνει το αρμόδιο Συμβούλιο ή Δικαστήριο περί του παραδεκτού του ένδικου μέσου. Συνεπώς, πρέπει να αποσύρονται από το ακροατήριο ή να μην εισάγονται σε αυτό και να αρχειοθετούνται οι σχετικές υποθέσεις, αν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα ένδικο μέσο. Αντίθετα, αν τίθεται θέμα παραδεκτού, η υπόθεση εισάγεται προς κρίση και αν το ένδικο μέσο κριθεί ως απαράδεκτο, δεν υπάρχει ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 32 και η απόφαση θα εκτελεστεί κανονικά. Αν το ένδικο μέσο γίνει τυπικά δεκτό, η υπόθεση θα αρχειοθετηθεί.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Προς

   Τους κ. Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών του Κράτους

 

    Με αφορμή ερωτήματα που μας έχουν υποβληθεί αρμοδίως, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 και 32 του Ν. 3346/2005 και συμπληρωματικά με τα όσα αναφέρονται στην 2725/εγκ. 3/5-7-2005 εγκύκλιο μας, σας γνωρίζουμε τα εξής:

   Α) Σχετικά με το ερώτημα αν η διάταξη του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005, σύμφωνα με την οποία κάτω από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται α' αυτή παραγράφονται και δεν εκτελούνται επιβληθείσες ποινές μέχρι έξι (6) μηνών ισχύει και προκειμένου περί αποφάσεων που έχουν επιβάλει συνολική ποινή που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, αν για τις επί μέρους πράξεις έχει επιβληθεί ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ζήτημα έχει αντιμετωπιστεί νομολογιακά ήδη από πολλών ετών. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή της αυτοτέλειας των επί μέρους ποινών, που έχουν συνεπιμετρηθεί στη «συνολική ποινή», γίνεται δεκτό ότι οι περί παραγραφής διατάξεις διαφόρων ειδικών νόμων, ως και του άρθρου 114 ΠΚ αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή (βλ. ΑΠ 252/1968 Ποιν. Χρ. ΙΗ' 419, ΑΠ 457/1968 Ποιν. Χρ. ΙΘ' 89, ΑΠ 460/1968 Ποιν. Χρον. ΙΘ' 91 για την ειδική παραγραφή που προέβλεπε ο Ν. 379/1968 και ΑΠ 499/1964 Ποιν. Χρον. ΙΔ' 588, ΑΠ 523/1964 Ποιν. Χρον. ΙΕ' 148, 122/1965 Ποιν. Χρον. ΙΕ' 359 για την ειδική παραγραφή που προέβλεπε το Ν.Δ. 4367/1964, καθώς και Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, εκδ. 2005 υπό το άρθρα 94 παρ. 45 σελ. 1189). Πρέπει συνεπώς και στην περίπτωση της «ειδικής παραγραφής» του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005, να ισχύσουν οι ίδιοι κανόνες, ώστε η διάταξη να εφαρμόζεται, αν συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις και προκειμένου περί συνολικής ποινής που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, αν η ποινή που επιβλήθηκε για τις επιμέρους πράξεις δεν υπερβαίνει το όριο αυτό.

   Β) Σχετικά με το ερώτημα περί της τύχης των αποφάσεων που έχουν επιβάλει συμπλεκτικά ποινή φυλακίσεως μέχρι έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή και ειδικώτερα αν θα πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση ως προς την περί χρηματικής ποινής διάταξη της, πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα δεν αφορά αποφάσεις, που δεν μπορούσαν να εκτελεστούν πριν την ισχύ του Ν. 3346/2005, γιατί όπως ήδη έχω αναφέρει στην 2725/εγκ 3/5-7-2005 εγκύκλιο, ο νόμος αυτός δεν επέφερε αλλαγές στις ρυθμίσεις του Κ.Π.Δ., που προβλέπουν τα περί εκτελέσεως των αποφάσεων. Έτσι εφ' όσον η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή, συνεχίζει να μην είναι, αφού με την διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, που μπορεί να συνεχιστεί από το σημείο της διακοπής, αν συντρέξει περίπτωση νέας καταδίκης εντός του οριζομένου από το άρθρο 32 χρόνου. Αλλά και για τις αποφάσεις που ήταν εκτελεστές, δεν πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει διαχωρισμός. Γιατί αν για μεν την στερητική της ελευθερίας ποινή η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, αλλά ως προς την χρηματική ποινή η απόφαση να εισαχθεί στο αρμόδιο δικαστήριο, αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, τότε ανατρέπεται η πρόθεση του νομοθέτη να αποσυμφορήσει τα ακροατήρια από υποθέσεις που έκρινε ως μη σοβαρές. Θα υπήρχε άλλωστε στην περίπτωση αυτή η αντίφαση, να συνεχίζεται η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μόνον για τη χρηματική ποινή, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 31 του ίδιου Νόμου, αν κατά μιας πράξεως απειλείται χρηματική ποινή τότε εξαλείφεται αυτό καθ' εαυτό το αξιόποινό της.

   Γ) Σχετικά με το ερώτημα περί της τύχης των αποφάσεων για τις οποίες έχει ασκηθεί «απαράδεκτο ένδικο μέσο», έχω τη γνώμη ότι η διάταξη του άρθρου 32 δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν προηγουμένως το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, δεν κρίνει περί του παραδεκτού αυτού. Πρέπει συνεπώς να αποσύρονται από το ακροατήριο ή να μην εισάγονται σ' αυτό καν να αρχειοθετούνται οι σχετικές υποθέσεις, αν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως ένδικο μέσο, γιατί μόνον τότε έχουμε την προϋπόθεση του μη αμετακλήτου, που προβλέπει η παραπάνω διάταξη. Αντίθετα αν τίθεται θέμα απαραδέκτου η υπόθεση εισάγεται προς κρίση. Αν το δικαστήριο δεχθεί ότι το ένδικο μέσο ήταν απαράδεκτο, τότε δεν υπάρχει ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 32 και η απόφαση θα εκτελεστεί κανονικά. Αν αντιθέτως το ένδικο μέσο γίνει τυπικά δεκτό, τότε η υπόθεση θα αρχειοθετηθεί. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ήδη ο 'Αρειος Πάγος με σειρά αποφάσεων του, έκρινε ότι είναι απαράδεκτη η ενώπιον του εισαγωγή αναιρέσεων αποφάσεων, που αφορούν τις περιπτώσεις μπορούν να υπαχθούν στα άρθρα 31 και 32 του Ν. 3346/2005 και επέστρεψε τις σχετικές δικογραφίες προκειμένου να τεθούν στο αρχείο από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.