ΕΔΑΔ ΣΙΓΑΛΑΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ (22/9/2005)

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Φορέας δικαιώματος εύλογης διάρκειας ποινικής δίκης - Εγκληση με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής - Νομική φύση πολιτικής αγωγής - Αστικός χαρακτήρας αξιώσεων πολιτικώς ενάγοντος - Εκταση εφαρμογής άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ -.

 

 

Η πολιτική αγωγή η οποία ασκείται με σκοπούς αμιγώς κατασταλτικούς ή για την ενίσχυση αστικής αγωγής αποτελεί πράξη εκδίκησης. Η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται δικαιώματα: α) στην κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά τρίτων και υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος καθώς και β) στην πολιτική αγωγή υπό την έννοια της ιδιωτικής εκδίκησης. Το δικαίωμα στην κίνηση της ποινικής δίωξης και της καταδίκης τρίτων δεν είναι αυτοτελές.

 

 

 

 

KEIMENO

 

 

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

            ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΙΓΑΛΑΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ της 22.9.2005

            Αριθμ. Προσφυγής: 19754/02

                   

          Πρόεδρος:  Λ.Λουκαίδης

            Δικαστές:   Χ.Ροζάκης,F.Tulkens,P.Lorenzen,N.Vajic,S.Botoucharova,Α.Kovler

          Δικηγόροι: Β.Χειρδάρης (προσφεύγοντος), Β.Κυριαζόπουλος (ΝΣΚ) και Μ.Παπιδά (ΝΣΚ).

 

         

            Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

          Στις 2 Απριλίου 1993 ο Δ.Μ. κατήγγειλε τον προσφεύγοντα, ως ηθικό αυτουργό εγκλημάτων τρίτων. Η μήνυσή του ετέθη στο αρχείο. Στις 2 Νοεμβρίου 1993 ο προσφεύγων κατέθεσε κατά του Δ.Μ. μήνυση, μετά δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, για ψευδή καταμήνυση. Αξίωσε, δε, 1.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης του, μετ΄επιφυλάξεως. Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 25 Νοεμβρίου 1999 από το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, και ο Δ.Μ. εκρίθη ένοχος. Κατά της αποφάσεως άσκησε έφεση, που εκδικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών στις 18 Δεκεμβρίου 2000, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη. Στις 15 Φεβρουαρίου 2002 ο Δ.Μ άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής αποφάσεως, η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί μετά την παραγραφή του αδικήματος. Τελικά η αναίρεση εκδικάσθηκε μετ΄ αναβολή από τον ’ρειο Πάγο στις 11 Δεκεμβρίου 2001, ο οποίος διέγνωσε ότι το αξιόποινο του αδικήματος είχε ήδη παραγραφεί από τις 2 Απριλίου 2001, και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του Δ.Μ.

          Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, παραπονούμενος για την υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας κατά του Δ.Μ., που είχε ως κύριο αποτέλεσμα την παραγραφή του αξιοποίνου του αδικήματός του, και  το ότι, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν κατέστη δυνατή η ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσής της, και επήλθε η ατιμωρησία του κατηγορουμένου-αντιδίκου του. Παράλληλα, στις 21 Φεβρουαρίου 2002, ο προσφεύγων κατέθεσε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών κατά του Δ.Μ. και άλλων τεσσάρων προσώπων, με αίτημα την επιδίκαση αποζημιώσεως, λόγω της ηθικής βλάβης του (από τη αδικοπραξία, επί της οποία η ως άνω ποινική διαδικασία), την οποία προσδιόρισε σε 880.400 Ευρώ.

 

            ΙΙ. ΣΚΕΠΤΙΚΟ (απόσπασμα)

          [……………………………………………………………………………….]

          17. Κατά το άρθρο 321 ελληνικού ΚΠολΔ, οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο. Με βάση την εν λόγω διάταξη, η ελληνική νομολογία δέχεται ότι οι οριστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο έναντι των πολιτικών (βλ. αντί πολλών ΕφΑθ 67/70 ΝοΒ 18/453).

          18. Στην ελληνική έννομη τάξη, η ποινική απόφαση δεν δεσμεύει τον πολιτικό δικαστή. Έτσι, εάν κινηθεί η ποινική δίωξη πριν, ή κατά τη διάρκεια, συναφούς αστικής δίκης, το πολιτικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αναβάλλει μέχρις ότου ο ποινικός δικαστής αποφανθεί οριστικά επί της κατηγορίας. Επίσης, το πολιτικό δικαστήριο δεν είναι καταρχάς δεσμευμένο από όσα οριστικώς εκρίθησαν επί της ασκηθείσας ποινικής διώξεως […]

          19. Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αναγνωρίζει τον μικτό χαρακτήρα, αστικό και ποινικό ταυτοχρόνως, της πολιτικής αγωγής (βλ. αντί πολλών Ολ. ΑΠ 1/97 ΝοΒ 1997)

[………………………………………………………………………………………]

          24. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει να απαντήσει στο ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, και δεν λαμβάνει θέση επί της δεύτερης παραβίασης που έλαβε χώρα στην υπόθεσή του, εξετάζοντάς την αποκλειστικά υπό το πρίσμα των αστικών αξιώσεών του. Κατά τον προσφεύγοντα, η στάση αυτή είναι άστοχη. Διευκρινίζει, ιδίως, ότι δεν κατέθεσε έγκληση μόνον με σκοπό την επιδίκαση, από τα ποινικά δικαστήρια, του ποσού των 1.000 δρχ., ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο και απαίτησε για λόγους καθαρά τυπικούς, καθόσον θα μπορούσε να προσφύγει εξαρχής στα αστικά δικαστήρια, αξιώνοντας αποκατάσταση της πραγματικής ηθικής βλάβης του. Υπογραμμίζει με ένταση ότι κατέφυγε στα ποινικά δικαστήρια, προκειμένου ο αντίδικός του να τιμωρηθεί με την επιβολή μιας ποινικής κυρώσεως. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η έκδοση ορθής αποφάσεως επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας είναι δικαίωμα όχι μόνον του κατηγορουμένου, αλλά και του παθόντος, ο οποίος δεν μπορεί να στερηθεί μιας αποφάσεως επί της κατηγορίας, και να περιοριστεί στην ικανοποίηση των αστικών δικαιωμάτων του.

          25. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι είχε πρόσφατα την ευκαιρία να επανεξετάσει τη νομολογία του για το ζήτημα των εγκλήσεων μετά δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Εξ αφορμής υποθέσεως κατά της Γαλλίας, το Δικαστήριο αποφάσισε «να θέσει τέρμα στην αβεβαιότητα του ζητήματος του κατά πόσον το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ εφαρμόζεται επί εγκλήσεων μετά δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, ενόψει του ότι ανάλογο σύστημα υφίσταται σε σημαντικό αριθμό κρατών-μελών της ΕΣΔΑ» (Perez κατά Γαλλίας, 47287/99, παρ. 56, ΕΔΔΑ 2004-Ι). Απεφάνθη υπέρ μίας καινούριας στάσης, υιοθετώντας «σύμφωνα με το αντικείμενο και το σκοπό της ΕΣΔΑ, μια συσταλτική ερμηνεία των εξαιρέσεων στις εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ» (Perez κατά Γαλλίας, οπ. π., παρ. 73), και απεφάνθη ότι μία έγκληση μετά δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, εκτός από την  περίπτωση μίας πολιτικής αγωγής με σκοπούς αμιγώς κατασταλτικούς, ή μίας καταγγελίας […] με σκοπό την ενίσχυση μιας, αστικού χαρακτήρα, αγωγής του εσωτερικού δικαίου […] (Perez κατά Γαλλίας, οπ. π., παρ. 70-71)

          26. Το Δικαστήριο, συνεπώς, θα πρέπει να εξετάσει εάν το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ τυγχάνει εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση, και τούτο υπό το πρίσμα της ως άνω νομολογίας του. Αρχικά παρατηρεί ότι, στην ελληνική έννομη τάξη, ο διάδικος που υποβάλλει έγκληση μετά δηλώσεως παράστασης πολιτικής αγωγής, επιδιώκει πρωτίστως την εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας, προκειμένου να αποσπάσει από τα ποινικά δικαστήρια μία διακήρυξη ενοχής (déclaration de culpabilité) και, ταυτοχρόνως, μία ελαχίστη αποζημίωση (Διαμαντίδης κατά Ελλάδος, 71563/01, 20 Νοεμβρίου 2003). Τούτο επιβεβαιώνεται από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, που αναγνωρίζουν τον μικτό χαρακτήρα (αστικό και ποινικό) της  πολιτικής αγωγής. (βλ. παρ. 19). Κατά συνέπεια, η επίδικη διαδικασία δείχνει a priori να δύναται να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

          27. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το ότι ο προσφεύγων ξεκάθαρα διατύπωσε την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει αυτή την διαδικασία, για σκοπούς αμιγώς κατασταλτικούς. Το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει την παραδοχή του προσφεύγοντος, που τονίζει ότι ο βασικός λόγος, για τον οποίον απευθύνθηκε στα ποινικά δικαστήρια, ήταν το να επιτύχει μία απόφαση ενοχής. Όμως το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται το δικαίωμα κίνησης της ποινικής διαδικασίας κατά τρίτων (βλ. αντί άλλων Calvelli και Cirio κατά Ιταλίας, 32967/96, παρ. 51, ΕΔΔΑ 2002-Ι), όπως δεν εγγυάται δικαίωμα ούτε σε «ιδιωτική εκδίκηση», ούτε σε «λαϊκή αγωγή» (actio popularis). Ήτοι το δικαίωμα κίνησης της ποινικής δίωξης και καταδίκης τρίτων δεν μπορεί να γίνει δεκτό αυτοτελώς (Perez κατά Γαλλίας, οπ. π., παρ. 70). Είναι, εντούτοις, αυτό που δείχνει να διατείνεται ο προσφεύγων, αποδεχόμενος ότι το αίτημά του για επιδίκαση αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης, που διαλαμβανόταν στην έγκλησή του, είχε απλώς τυπικό χαρακτήρα, καθώς θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να αξιώσει αποκατάσταση της «αληθούς» ηθικής βλάβης του ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων.

          28. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, σε αντίθεση με το γαλλικό νομικό σύστημα που εξετάστηκε στην υπόθεση Perez, το οποίο και υιοθετεί την αρχή του ότι «το ποινικό δεδικασμένο δεσμεύει τον αστικό δικαστή» (le criminel tient le civil en état), ή, ακόμα, εκείνην «της απόλυτης ισχύος του ποινικού δεδικασμένου επί του αστικού» (Perez κατά Γαλλίας, οπ. π., παρ. 24 και 25), ήταν δυνατόν στον εδώ προσφεύγοντα, κατά το ελληνικό δίκαιο, παράλληλα με την υποβολή της εγκλήσεώς του να καταθέσει στα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια αγωγή αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης (Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδος, 54589/2000, παρ. 30 Απριλίου 2003). In concreto, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η παραγραφή του αξιοποίνου δεν προκάλεσε την απώλεια των αστικών αξιώσεων του προσφεύγοντος κατά του κατηγορουμένου, αφού ο πρώτος κατέθεσε στα ελληνικά αστικά Δικαστήρια, κατά του δεύτερου και άλλων τεσσάρων προσώπων, αγωγή αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης, ζημία που προσδιόρισε στο ποσό των 880.400 Ευρώ.

          29. Εν όψει των ιδιαίτερων συνθηκών της παρούσας υποθέσεως, το Δικαστήριο φρονεί ότι βρίσκεται έναντι μίας καταστάσεως, όπου το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ αγγίζει τα όριά του, ως καθορίσθηκαν στην υπόθεση Perez. Έναντι των παραδοχών του προσφεύγοντος, επί των κινήτρων που προκάλεσαν την, από αυτόν, υποβολή εγκλήσεως μετά δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα υποβλήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την επίτευξη μίας ποινικής καταδίκης του κατηγορουμένου, και όχι με στόχο την προστασία των αστικών αξιώσεων του προσφεύγοντος. Υπ’ αυτές, όμως, τις προϋποθέσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι η επίδικη υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

          Με τα επιχειρήματα αυτά, το Δικαστήριο αποφαίνεται ομόφωνα ότι το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν τυγχάνει εφαρμοστέο στην κρινομένη περίπτωση.

 

          ΙΙΙ. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

          Η προπαρατεθείσα απόφαση είχε την ευκαιρία, εξ αφορμής μιας αιτιάσεως που έδειχνε τετριμμένη (επί της μακράς διάρκειας ελληνικής ποινικής δίκης-οποία πρωτοτυπία), να υιοθετήσει μία θέση που θεωρητικώς ανατρέπει σταθερές παραδοχές του ελληνικού ποινικού δικονομικού συστήματος.

          Κατά τα στην Ελλάδα κρατούντα[1], στην πολιτική αγωγή αναγνωρίζεται μικτός χαρακτήρας, ποινικός και αστικός, ενώ εξάλλου, το ποινικό δεδικασμένο δεν είναι δεσμευτικό για τον αστικό δικαστή της αυτής υποθέσεως (321 ΚΠολΔ). Το ακριβώς αντίθετο ισχύει στη Γαλλία (το σύστημα της οποίας εξέτασε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Perez) όπου τελικώς επικράτησε νομολογιακώς[2] και επιστημονικώς[3], μετά από μακρά αμφισβήτηση[4], η άποψη ότι η πολιτική αγωγή φέρει αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα (caractère patrimoniale). Εξάλλου, στη γαλλική έννομη τάξη το ποινικό δεδικασμένο είναι απόλυτα δεσμευτικό για τον αστικό δικαστή[5].

          Στην κρινομένη υπόθεση ο προσφεύγων (πολιτικώς ενάγων σε ελληνική ποινική δίκη) προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, με την αιτίαση ότι η μακρά διάρκεια της διαδικασίας οδήγησε στην ποινική ατιμωρησία του αντιδίκου του, λόγω παραγραφής του αξιοποίνου του αδικήματός του. Προς αντίκρουση, δε, των ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου (κατά το οποίο η ποινική παραγραφή, εκ της  βραδύτητας της  διαδικασίας, δεν επηρέασε την αστική αξίωση του προσφεύγοντος σε αποζημίωση, λόγω ηθικής βλάβης, που εκκρεμούσε  ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου), αντέταξε τον μικτό χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής, διατεινόμενος ότι ναι μεν διατηρούσε ακόμα ακέραιο και ενεργό το περιουσιακό του δικαίωμα σε αποκατάσταση της ζημίας του, πλην όμως απώλεσε οριστικώς το δικαίωμά του σε διάγνωση της ενοχής του αντιδίκου του, εκ της ενδιαμέσως επελθούσης ποινικής παραγραφής.

          Το ΕΔΔΑ θεμελίωσε την απόρριψη της προσφυγής σε δύο παραδοχές. Ουσιαστικώς, δέχθηκε ξεκάθαρα ότι η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη φέρει αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα, και όχι μικτό (σκέψη 27). Δικονομικώς, συνέδεσε την, υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος, προστασία του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, με τον κανόνα της μη δέσμευσης του έλληνα αστικού δικαστή από το ποινικό δεδικασμένο, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ (σκέψη 28), σε αντίθεση με τα εν Γαλλία κρατούντα. Με άλλα λόγια: Εφόσον η πολιτική αγωγή φέρει μόνον περιουσιακό χαρακτήρα, αποκλειστικώς αυτή η όψη της προστατεύεται από την ΕΣΔΑ. Εφόσον, συνεπώς, το περιουσιακό δικαίωμα αποζημιώσεως του προσφεύγοντος διατηρείτο in concreto άθικτο, παρά την ποινική παραγραφή, η προστασία από το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ καθίστατο περιττή, και αυτό δεν τύγχανε εφαρμοστέο.

          Η εν λόγω απόφαση θέτει θέμα ασυμβατότητας ελληνικών ποινικών δικονομικών διατάξεων με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πρώτον, εμφανώς αντίθετη με την αντίληψη του ΕΔΔΑ είναι η διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 ΚΠοινΔ, κατά την οποία η πολιτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί αποκλειστικώς προς στήριξη της κατηγορίας (δηλαδή αμιγώς με κατασταλτικό σκοπό). Και δεύτερον, τίθεται σε αμφισβήτηση η επιλογή του έλληνα νομοθέτη να περιορίσει το ύψος της ποινικώς αιτούμενης αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης, σε αμιγώς συμβολικό ποσό, καταφανές προκάλυμμα μιας πολιτικής αγωγής κατ’ουσίαν τιμωρητικής.

          Φρονούμε, εξάλλου, ότι ο σταδιακός περιορισμός του ρόλου του πολιτικώς ενάγοντος, ως ενεργού υποκειμένου της ποινικής δίκης, δεν στερείται εγκληματολογικών και κοινωνιολογικών ερεισμάτων. Η ενίσχυση της δικονομικής θέσης του παθόντος, που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 70, υπήρξε το νομικό αντίκτυπο του κύματος αυξήσεως της εγκληματικότητας που έπληξε τις δυτικές κοινωνίες την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο[6]. Σήμερα, ωστόσο, δείχνει να προέχει η ανάγκη της ταχύτερης απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, εν όψει του, παρατηρούμενου σε διεθνές επίπεδο, κατακλυσμού των δικαστηρίων από ποινικές υποθέσεις, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την βραδεία εκδίκασή τους[7]. Και ειδικώς στην Ελλάδα, όπου η υπερβολή συνιστά ίδιον της δικονομικής συμπεριφοράς των πολιτών της, η σχολιαζόμενη απόφαση δύναται να επιτελέσει έναν εξόχως παιδαγωγικό ρόλο.

Σταύρος Ομήρου Χούρσογλου

Δικηγόρος-DEA

 

 

 

 

 



[1] Α.Καρράς, Ποινικό δικονομικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998, σελ. 415, Ν.Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Αθήνα, 1994, σελ. 76, Α.Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Αθήνα, 1982, σελ. 26 επ.

[2] Το γαλλικό ακυρωτικό τάχθηκε υπέρ του αποκλειστικώς περιουσιακού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής στη γνωστή υπόθεση του μολυσμένου αίματος (sang contaminé). Αιμοφιλικοί προσβλήθηκαν από τον ιό του AIDS, δια μεταγγίσεως αίματος μολυσμένου από αυτόν, και πλείστοι απεβίωσαν. Η γαλλική εισαγγελία άσκησε διώξεις για το πλημμέλημα της απάτης επί του προϊόντος (tromperie sur la marchandise). Η πολιτική αγωγή υπέβαλε και στον πρώτο, και στο δεύτερο βαθμό, ένσταση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας, με το επιχείρημα ότι το εν λόγω πραγματικό στοιχειοθετούσε το κακούργημα της δηλητηρίασης (empoisonnement, ειδική μορφή ανθρωποκτονίας κατά τον γαλλικό ΠΚ), και όχι το διωχθέν αδίκημα, που χαρακτήρισε καυστικά ως «το πλημμέλημα του μπακάλη» (le délit d’épicier). Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν. Ακολούθησε αναίρεση από την πολιτική αγωγή. Το γαλλικό ακυρωτικό την απέρριψε (Crim. 22 Ιουν. 1994, Bull. 249), και τούτο διότι, μεταξύ άλλων, ο αμιγώς περιουσιακός χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής στερεί από τον πολιτικώς ενάγοντα το έννομο συμφέρον του να βάλλει κατά του χαρακτηρισμού του, σε βάρος του, αδικήματος (που άπτεται μόνον της βαρύτητας της ποινής του υπαιτίου, και όχι του περιουσιακού δικαιώματος αποζημιώσεως). Ακόμα και αν κανείς διαφωνήσει με το εν λόγω σκεπτικό (βλ., λχ, J.P.Delmas Saint Hilaire, Sang contaminé et qualification pénale … avariée, G.P. , 18 Σεπτ. 1992), οφείλει να επικροτήσει τη στάση της γαλλικής δικαιοσύνης που, σε μία υπόθεση που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, αδιαφόρησε για τις κραυγές πλείστων αναρμόδιων, και έκρινε νομικά. Διδάσκοντας πολλούς…

[3] Εκτενής, επί του θέματος, διδακτορική διατριβή (P.Bonfils, L’action civile: Essaie sur la nature juridique d’une institution, P.U.M., Μασσαλία, 2000) κατέληξε υπέρ του αμιγώς περιουσιακού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής με την εύλογη φράση (σελ. 519): «Η νομική φύση της πολιτικής αγωγής είναι ακριβώς το ότι είναι… πολιτική» (La nature juridique de l’action civile est précisement d’être … civile).

[4] Υπέρ του μικτού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής (concéption dualiste): R.Merle-A.Vitu, Traité de droit criminel-Procédure pénale, Cujas, Παρίσι, 2001, σελ. 46, F.Boulan, Le double visage de l’action civile, J.C.P., 1973, I, σελ. 2563 επ., F.Giraud, Les actions civiles au tribunal correctionnel: conséquences civiles et répressives, R.S.C., 1995, σελ. 547 επ., Y.Mayaud, Les recours au juge répressif, Droit social, 1987, σελ. 510 επ. Υπέρ του αμιγώς περιουσιακού χαρακτήρα της (concéption unitaire): G.Stefani-G.Levasseur-B.Bouloc, Procédure pénale, Dalloz, Παρίσι, 2000, σελ. 184 επ.,  R.Vouin, L’unique action civile, D., 1973, σελ. 265 επ., J. de Poulpiquet, Le droit de mettre en mouvement l’action publique: conséquence de l’action civile ou droit autonome?, R.S.C., 1975, σελ. 37 επ.

[5] Η γνωστή αρχή «le criminel tient le civil en état», επί της οποίας βλ. R.Merle-A.Vitu, οπ. π., σελ. 1053 επ., G.Stefani-G.Levasseur-B.Bouloc, οπ. π., σελ. 905 επ. 

[6] Σύμφωνα με τα εγκληματολογικά δεδομένα (αντί πολλών T.Gurr, Crime trends in modern democraties since 1945, A.I.C., 1977, σελ. 41 επ, R.Gassin, Criminologie, Dalloz, Παρίσι, 1994, σελ. 264 επ.), στις δυτικές κοινωνίες παρατηρείται σταδιακή ποσοτική αύξηση της εγκληματικότητας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η οποία κορυφώνεται στη δεκαετία του 70, και αρχίζει να κάμπτεται στις αρχές της δεκαετίας του 80 (οπότε παρατηρείται στατιστικώς, για πρώτη φορά, ποσοτική πτώση της εγκληματικότητας)

[7] Το πρόβλημα είναι γνωστό με τον όρο «ποινικός πληθωρισμός» (inflation pénale), βλ. ενδεικτικώς Ν.Κουράκης, Η αποκλιμάκωση της ποινικής καταστολής-όροι και όρια, in Μνήμα Ν.Χωραφά, Η.Γάφου, Κ.Γαρδίκα, ΙΙ, Αθήνα, 1986, σελ. 153 επ., Θ.Γιαννόπουλος, Πληθωρισμός στην άσκηση ποινικών διώξεων και φθίνουσα δραστικότητα της γενικής πρόληψης των εγκλημάτων, ΠΧρ, ΜΒ, σελ. 911 επ.