ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

 

Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος της 14.12.2006

(Αριθ. Προσφυγής 77574/01)

 

Επιμέλεια Βασίλης Χειρδάρης - Ευαγγελία Σαλαμούρα

 

         Πρόεδρος: Λ. Λουκαΐδης

         Δικαστές: Χ. Ροζάκης, F. Tulkens, Ν. Vajik, A. Kovler, D. Spielman, S. E. E. Jebens

         Δικηγόροι: B. Σκορδάκη - Μ. Απέσσος (σύμβουλος του ΝΣΚ), Ι. Μπακόπουλος (πάρεδρος του ΝΣΚ).

 

         1.- Το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, κυρίως ως προς  τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ένδικου μέσου.

       Οι περιορισμοί όμως: α)  δεν μπορούν να περιορίσουν την  ελεύθερη πρόσβαση με τέτοιο τρόπο ή σ’ ένα τέτοιο σημείο ώστε  να προσβάλλεται η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, β) πρέπει να επιδιώκουν ένα νόμιμο σκοπό και γ) να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας  μεταξύ του  μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου σκοπού,

         2.-  Η ιδιαίτερα φορμαλιστική προσέγγιση του παραδεκτού εμποδίζει την εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου που ασκείται.

       3.- Αποτελεί τυπολατρία η απαίτηση του ΑΠ να αναφέρεται στο δικόγραφο της Αίτησης Αναίρεσης οι όροι της σύμβασης της εργασίας, η συζυγική κατάσταση του προσφεύγοντος καθώς και η ηλικία και ο αριθμός των παιδιών του αφού αυτά προκύπτουν από τα δεδομένα του φακέλου της δικογραφίας  που είχε κατατεθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό μαζί με την αναίρεση και είχαν αναγραφεί και στο Σημείωμά που προσκομίσθηκε στη συζήτηση.

         4.- Η ανωτέρω απόρριψη της αναιρέσεως ως αόριστης για φορμαλιστικούς λόγους από τον ΑΠ αποτελεί παραβίαση  του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο.

         Καταδικάζεται η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

 

       Ο προσφεύγων είναι κλητήρας ελληνικής πρεσβείας σε χώρα της Ε.Ε. και η υπόθεσή του αφορούσε την καταβολή προσαυξήσεων επί του επιδόματος αλλοδαπής λόγω τέκνων.

 

«......ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

1. Γενικές αρχές

 

22. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη σταθερή νομολογία του σύμφωνα με την οποία αυτό δεν μπορεί να αντικαταστήσει  τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Κατ΄ εξοχήν οι εθνικές αρχές, ιδίως τα δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού είναι αρμόδια να ερμηνεύουν την εσωτερική νομοθεσία (βλέπε, μεταξύ άλλων, García Manibardo κατά Ισπανίας, αριθμ. 38695/97, § 36, ΕΣΔΑ 2000-II). Εξάλλου, το «δικαίωμα σε ένα δικαστήριο», του οποίου ιδιαίτερη πτυχή αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς που είναι σιωπηρά αποδεκτοί , κυρίως σχετικά με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ένδικου μέσου, επειδή από τη φύση του απαιτεί ρύθμιση από το Κράτος, και  από αυτή την άποψη υπάρχει ένα  περιθώριο αξιολόγησης. Παρόλα αυτά, αυτοί οι περιορισμοί δεν μπορούν να περιορίσουν την  ελεύθερη πρόσβαση του ενδιαφερόμενου με τέτοιο τρόπο ή σ’ ένα τέτοιο σημείο ώστε  να προσβάλλεται η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Τελικά, οι περιορισμοί αυτοί δεν συνάδουν  με το άρθρο 6 § 1 εκτός και αν επιδιώκουν ένα νόμιμο σκοπό και αν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας  μεταξύ του  μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. μεταξύ άλλων, Edificaciones March Gallego ΑΕ κατά  Ισπανίας , απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, συλλογή  των αποφάσεων 1998-I, π 290, § 34). Πράγματι, το δικαίωμα  πρόσβασης σε ένα δικαστήριο προσβάλλεται όταν οι περιορισμοί σταματούν να έχουν ως σκοπό τη νομική ασφάλεια και την χρηστή απονομή  της δικαιοσύνης και αποτελούν ένα είδος  εμποδίου στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης  από τα αρμόδια όργανα.

23. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επιπλέον ότι το άρθρο 6 της σύμβασης δεν αναγκάζει τα συμβαλλόμενα μέρη να ιδρύσουν Εφετεία ή αναιρετικά Δικαστήρια (βλέπε, κυρίως, Delcourt κατά Βελγίου, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1970, σειρά Α αριθ 11, PP 13-15, §§ 25-26). Παρόλα αυτά, εάν τέτοια δικαιοδοτικά όργανα  υπάρχουν, πρέπει να σέβονται τις εγγυήσεις του άρθρου 6 ,  κυρίως στο βαθμό που εξασφαλίζει στους διάδικους ένα αποτελεσματικό δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια για αποφάσεις σχετικές  με « δικαιώματά  και υποχρεώσεις  αστικού χαρακτήρα» .... Επιπλέον, η συμβατότητα των περιορισμών που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο με το δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο που αναγνωρίζεται από το άρθρο 6 § 1 της σύμβασης, εξαρτάται  από τα χαρακτηριστικά της  διαδικασίας  και πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν  το σύνολο της δίκης  που διεξάγεται  και το ρόλο που  παίζει το ανώτατο Δικαστήριο. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης μπορεί να είναι και πιο αυστηρές από τις προϋποθέσεις παραδεκτού των λόγων της έφεσης (Khalfaoui κατά Γαλλίας, αριθμ. 34791/97, § 37, CEDH 1999-IX).

24. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τελικά ότι οι διατάξεις οι  σχετικές με την τυπικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για το παραδεκτό ενός ενδίκου μέσου στοχεύουν στην εξασφάλιση της  χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και στο σεβασμό της αρχής της νομικής ασφάλειας. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να σέβονται αρχικά τους κανόνες που εφαρμόζονται (Miragall Escolano και άλλοι κατά Ισπανίας, αριθμ. 38366/97, 38688/97, 40777/98, 40843/98, 41015/98, 41400/98, 41446/98, 41484/98, 41487/98 και 41509/98, § 33, ΕΣΔΑ 2000-I). Επιπλέον, το Δικαστήριο ήδη έχει αναγνωρίσει ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης μπορούν να είναι πιο αυστηρές απ’ αυτές των λόγων της έφεσης  (Běleš και άλλοι κατά Τσέχικης Δημοκρατίας, αριθμ. 47273/99, § 62, ΕΣΔΑ 2002-IX). Πράγματι, επανειλημμένως έχει αποδειχτεί ότι η εφαρμογή των τυπικών προϋποθέσεων από τα εθνικά δικαστήρια είναι επιδεκτική να παραβιάσει το δικαίωμα πρόσβασης σ’ ένα δικαστήριο . Το θέμα είναι  πότε  η ιδιαίτερα φορμαλιστική προσέγγιση της νομιμότητας εμποδίζει την εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο. ..

 

2. Εφαρμογή των παραπάνω αρχών στα πραγματικά περιστατικά

 

25. Σε αυτήν την περίπτωση, η υποχρέωση του Δικαστηρίου συνίσταται στο να εξετάσει εάν ο τρόπος  με τον οποίο το ανώτατο αναιρετικό Δικαστήριο απέρριψε μερικώς τους λόγους αναίρεσης στέρησαν στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα του να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης . Για να γίνει αυτό, το Δικαστήριο θα εξετάσει κυρίως την ύπαρξη σχέσης αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού και των απαιτήσεων της νομικής ασφάλειας και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης.

26. Καταρχήν, το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι δεν έχει αρμοδιότητα να παρέμβει στον τρόπο με τον οποίο το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο πρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση  να ερμηνεύσει το άρθρο 562 § 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Πράγματι, αυτή η διάταξη δίνει στο δικαστή εισηγητή τη διακριτική εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν ενδεχομένως ο λόγος αναίρεσης είναι ασαφής ή αόριστος. Από κανένα σημείο της απόφασης 1143/2001 δεν προκύπτει ότι αυτή είναι αντίθετη στην ελληνική νομοθεσία ή αυθαίρετη ή δυσανάλογη με την Σύμβαση . Επιπλέον, δεν υπάρχει μέσα στο φάκελο καμία ένδειξη που να δίνει την εντύπωση  ότι αυτή η απόφαση ήταν  αυθαίρετη ή ότι ο ενδιαφερόμενος θεωρεί ότι ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόστηκε όπως έπρεπε.

27. Πράγματι, το ερώτημα που τίθεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι  αν ο τρόπος  με τον οποίο  το αναιρετικό Δικαστήριο έχει απορρίψει κάποιους λόγους ως απαράδεκτους, με το λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος είχε παραλείψει να αναφέρει κάποια πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως προέκυπταν από το φάκελο της υπόθεσης, είναι σύμφωνος με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο.

28. Το Δικαστήριο σημειώνει καταρχήν ότι στο άρθρο 566 § 1 του Κώδικα Πολιτικής  Δικονομίας,  έχει καθοριστεί  μία προϋπόθεση του παραδεκτού που αναφέρεται στον ασαφή χαρακτήρα ή όχι των λόγων αναίρεσης.  Αυτός ο κανόνας υπακούει, γενικά, στις απαιτήσεις της νομικής ασφάλειας και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Όταν ο αιτών στην αναίρεση κατηγορεί το Εφετείο ότι έχει προβεί σε λανθασμένη αξιολόγηση των γεγονότων  σε σχέση με τον νομικό κανόνα που εφαρμόζεται, είναι λογικό να απαιτείται  να  εκθέτει μέσα στους λόγους αναίρεσης  τα κρίσιμα γεγονότα που αποτελούν το αντικείμενο της πράξης του. Στην αντίθετη περίπτωση, το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση να ασκεί αναιρετικό έλεγχο κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, θα σχημάτιζε αυτό τα πραγματικά περιστατικά και θα τα ερμήνευε το ίδιο με βάση τον νομικό κανόνα που έπρεπε να εφαρμοστεί. Αυτή η υπόθεση δεν ευσταθεί, επειδή θα ισοδυναμούσε  με απαίτηση προς το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο να σχηματίζει το ίδιο τα πραγματικά περιστατικά και να τα εξετάζει πάλι το ίδιο. ’ρα , ο κανόνας που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σύμφωνος  με τον ιδιόμορφο ρόλο που παίζει το ακυρωτικό Δικαστήριο,  του οποίου  ο έλεγχος περιορίζεται στο σεβασμό του δικαίου (βλέπε, σε αυτό το σκεπτικό Brechos κατά Ελλάδας (déc.), αριθμ. 7632/4, 11 Απριλίου 2006).

29. Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς  ότι  οι λόγοι αναίρεσης του ενδιαφερόμενου ανάγκασαν το ακυρωτικό Δικαστήριο να σχηματίσει τα πραγματικά περιστατικά. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο δέχεται ότι η σύμβαση  εργασίας του ενδιαφερόμενου προέκυπτε σαφώς από το κείμενο των λόγων αναίρεσης. Επιπλέον, οι όροι της σύμβασης της εργασίας του, η συζυγική κατάσταση του ενδιαφερομένου καθώς επίσης η ηλικία και ο αριθμός των παιδιών του αποτελούσαν δεδομένα του φακέλου της υπόθεσης που κατατέθηκε μαζί με τους λόγους αναίρεσης . Επομένως, όλα  τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για την εξέταση των λόγων αναίρεσης ήταν στη διάθεση του ακυρωτικού  Δικαστηρίου.

30. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο ενδιαφερόμενος είχε καταθέσει σημείωμα απαντώντας στην γραπτή έκθεση του εισηγητή δικαστή που πρότεινε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης ως αόριστους. Σ’ αυτές τις προτάσεις του , ο ενδιαφερόμενος ανέφερε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του τα πραγματικά περιστατικά που προέκυπταν από  τα σχετικά του φακέλου. Παρόλα αυτά το  ακυρωτικό Δικαστήριο στην απόφασή του 1143/2001 δεν αναφέρεται καθόλου στους λόγους και στα επιχειρήματα του ενδιαφερόμενου. Έτσι, για το λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος παρέλειψε  να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά έβγαλε μία απόφαση που δεν έδινε απάντηση στην ουσία της διαφοράς.

31. Υπό το φως, των παρατηρήσεων που αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η απόρριψη των λόγων αναίρεσης υποδεικνύει μια προσέγγιση - των προϋποθέσεων του παραδεκτού του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε - ιδιαίτερα φορμαλιστική. Συνεπώς, ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης του ενδιαφερόμενου στο δικαστήριο δεν έχει ως σκοπό να εγγυηθεί τη νομική ασφάλεια και τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης.

32. Συνεπώς, έχει υπάρξει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης υπό το πρίσμα του δικαιώματος του ενδιαφερόμενου  να έχει πρόσβαση στα δικαστήρια....»

       Το Δικαστήριο στη συνέχεια επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγια ηθικής βλάβης και 500 ευρώ για δικαστικές δαπάνες.

 

         ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

 

         H τυπολατρική αντιμετώπιση από τον ΑΠ των λόγων αναίρεσης παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ

 

       Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΕΔΔΑ  καταδικάζει την Ελλάδα για παραβίαση της πρόσβασης σε Δικαστήριο για φορμαλιστικούς λόγους, κυρίως στις διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου,. Το κακό είναι ότι  η ιστορία επαναλαμβάνεται και το ανώτατο Ακυρωτικό μας δεν προσαρμόζεται επαρκώς  στις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου με αποτέλεσμα ένα συνεχές «μπαράζ» καταδικών της χώρας μας.

       Μόλις τον Ιούλιο είχαμε μία πρόσφατη καταδίκη της χώρας μας  στην υπόθεση Ευσταθίου και άλλοι κατά Ελλάδος της 27.7.2006 (ΝοΒ 54, 2006 σελ. 1170επ. με παρατηρήσεις Β. Χειρδάρη) και μέσα σε λιγότερους  από 5 μήνες  έχομε μια νέα καταδίκη για το ίδιο ακριβώς θέμα στην παρουσιαζομένη υπόθεση.

       Στην προκειμένη υπόθεση απερρίφθη η αναίρεση του  προσφεύγοντα από τον ΑΠ ως αόριστη γιατί στο δικόγραφο της  Αναίρεσής του ο προσφεύγων  : α) δεν προσδιόριζε την σύμβαση της εργασίας του, β) δεν ανέφερε την συζυγική κατάστασή του , γ) δεν ανέφερε  την ηλικία και τον αριθμό των παιδιών του. Όμως αυτά  προέκυπταν σαφώς από τα σχετικά που υπήρχαν στον  φάκελο της υπόθεσης που κατατέθηκε μαζί με την Αίτηση Αναίρεσης και τα προσδιόριζε επίσης ο αναιρεσείων στο Σημείωμά του που κατέθεσε στο Δικαστήριο. Επομένως, όλα  τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για την εξέταση των λόγων αναίρεσης ήταν στη διάθεση του ακυρωτικού  Δικαστηρίου. Παρόλα αυτά, αντί να εξετάσει την ουσία της Αναίρεσης, το Ακυρωτικό την απέρριψε ως αόριστη.  

       Το ίδιο είχε κάνει και στην προαναφερομένη υπόθεση Ευσταθίου και άλλοι, όπου οι αναιρεσείοντες  δεν εξιστορούσαν στην αίτηση αναίρεσης όσα είχε δεχτεί επί της ουσίας το Εφετείο, δηλαδή τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η κρίση του δικαστηρίου αυτού, ενώ αντίθετα αυτοί παρουσίασαν περιληπτικά στην αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Όμως τα γεγονότα  αυτά προέκυπταν από την αναιρεσιβαλλομένη εφετειακή απόφαση, η οποία προσκομίστηκε στο αναιρετικό Δικαστήριο και ήταν μέρος της δικογραφίας.

       Και στις δύο αυτές αποφάσεις το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  το Ανώτατο Ακυρωτικό απεφάνθη φορμαλιστικά και ότι παρεμποδίστηκαν  έτσι τα δικαιώματα των προσφευγόντων να εξετασθούν οι αναιρέσεις τους στην ουσία.

       Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην προκειμένη περίπτωση είναι αξιοπρόσεκτη:

       1. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατηρεί ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου αποτελεί πρωταρχικά έργο των ελληνικών δικαστηρίων.

       2. Αναφέρει επίσης ότι ο Α.Π. με την απόρριψη της Αναίρεση ως αόριστης εφάρμοσε τον ΚΠολΔ και η απόφασή του δεν είναι αντίθετη με την ελληνική νομοθεσία, ούτε είναι αυθαίρετη, ούτε και  δυσανάλογη με την ΕΣΔΑ.

       3.- Το ερώτημα που ερευνά το ΕΔΔΑ είναι ένα:

       Εάν είναι σύμφωνη με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) η απόρριψη αναιρετικού λόγου ως απαράδεκτου  επειδή ο αναιρεσείων παρέλειψε  να αναφέρει κάποια πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως προέκυπταν από το φάκελο της υπόθεσης.

       4.- Η θέση του ΕΔΔΑ είναι:

       α) οι τυπικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για το παραδεκτό ενός ενδίκου μέσου πρέπει να στοχεύουν στην εξασφάλιση της  χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και τον  σεβασμό της αρχής της νομικής ασφάλειας.

       β) οι όροι του παραδεκτού στην αναίρεση  μπορούν να είναι αυστηρότεροι από αυτούς της έφεσης, οι περιορισμοί όμως πρέπει να  επιδιώκουν ένα νόμιμο σκοπό και να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας  μεταξύ του  μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου σκοπού,

         γ) Οι ασκούντες το ένδικο μέσο  πρέπει να σέβονται κατ΄αρχήν τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται από την εθνική νομοθεσία,

       δ) Η Αναίρεση πρέπει να εκθέτει τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων παραπονείται ο αναιρεσείων διαφορετικά το Ανώτατο Ακυρωτικό θα σχημάτιζε αυτό τα πραγματικά περιστατικά και θα τα ερμήνευε το ίδιο με βάση τον νομικό κανόνα που έπρεπε να εφαρμοστεί., όταν όμως αυτά προκύπτουν από την δικογραφία είναι φορμαλιστική η απόρριψη της Αναιρέσεως ως αόριστης και απαράδεκτης.

       ε) Το Ακυρωτικό πρέπει να απαντά στους λόγους και στα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος,

         στ) Η ιδιαίτερη φορμαλιστική προσέγγιση με την οποία απορρίπτεται η αναίρεση:

         i) εμποδίζει την εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου που ασκείται

       ii) αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής πρόσβασης στο δικαστήριο και

       iii) δεν εγγυάται τη νομική ασφάλεια και τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης.

       Η βασική τοποθέτηση του ΕΔΔΑ είναι πάγια σε σχέση με την άσκηση των ενδίκων μέσων και περιγράφεται στην ανωτέρω απόφαση. Σε αυτή την περίπτωση δεν συγχωρείται  σε εθνικά δικαστήρια η άγνοια ή η αγνόηση της πάγιας νομολογίας  του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το οποίο είναι αρμόδιο για την αυθεντική ερμηνεία της ΕΣΔΑ. Η βασική στόχευση των αποφάσεων του τελευταίου είναι η χωρίς τυπολατρικά εμπόδια πραγματική πρόσβαση στο Δικαστήριο του διαδίκου και η εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου. Η πρόσβαση δε στο Δικαστήριο πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό και όχι καθαρά τυπικό δικαίωμα. Επαινετή η με αριθμό 1567/2006 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του ΑΠ (ΝοΒ 54 (2006)1832, με παρατηρήσεις του υπογράφοντος) η οποία δίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην πρόσβαση σε Δικαστήριο κάνοντας δεκτή την Αναίρεση παρά την παράλειψη του αναιρεσείοντος να προσαρτήσει το έγγραφο της πληρεξουσιότητας κατά την  άσκηση της αναίρεσης ή να προσκομίσει εντός 20ημέρου αυτό, εφαρμόζοντας τις ανωτέρω αρχές της ΕΣΔΑ και την νομολογία του Στρασβούργου. Δυστυχώς ήρθε να την ανατρέψει η με αριθμ. 1927/2006 απόφαση του άλλου ποινικού τμήματος (ΣΤ) του ΑΠ που εξεδόθη πρόσφατα (30.11.2006) και η οποία μας «επαναπροσγειώνει» στην γνωστή από μακρόν τυπολατρική αντιμετώπιση του ενδίκου μέσου της Αναίρεσης.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ