ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης - Εύη Παπαδημητρίου

ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΣ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ

(Προσφυγή υπ' αριθ. 35522/04)

Απόφαση της 27.9.2007

Πρόεδρος: Λ. Λουκαίδης,

Δικαστές: Χ. Ροζάκης, K. Hajiyev , D. Spielmann, S. E. Jebens, E. Steiner

Δικηγόροι: Β. Βενιζέλος - Μ. Σπυρόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ και Ζ. Χατζηπαύλου, εισηγήτρια ΝΣΚ

Τεκμήριο αθωότητας και διοικητικά δικαστήρια. Το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μίας ποινικής δίκης . Εφαρμόζεται σε όλες  τις  διαδικασίες που αφορούν την οριστική απαλλαγή του κατηγορούμενου και στις διαδικασίες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις των δημοσίων αρχών που διαπιστώνουν ενοχή παραβιάζουν το ανωτέρω τεκμήριο όταν παραβλέπουν προγενέστερη αθώωση του κατηγορουμένου. Το τεκμήριο της αθωότητας παραβιάζεται, όταν από μία δικαστική απόφαση που αφορά έναν κατηγορούμενο αντανακλάται συναίσθημα ενοχής, ενώ η ενοχή του δεν έχει προηγουμένως αποδειχθεί δικαστικά. Το τεκμήριο της αθωότητας εφαρμόζεται και στις μεταγενέστερες διαδικασίες μετά την  οριστική απαλλαγή του κατηγορουμένου. Η έκφραση υποψιών και αμφιβολιών για την αθωότητα ενός κατηγορούμενου είναι απαράδεκτη μετά την οριστική απαλλαγή του.

Η αρχή «in dubio pro reo». Αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Δεν υφίσταται καμία ποιοτική διαφορά μεταξύ μίας απαλλαγής ελλείψει αποδείξεων και μίας απαλλαγής λόγω αμφιβολιών. Οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται λόγω των λόγων που λαμβάνονται υπόψη στην ποινική δίκη. Κατά το ΕΔΔΑ το διατακτικό μίας αθωωτικής απόφασης οφείλει να γίνεται σεβαστό από κάθε αρχή η οποία αποφαίνεται άμεσα ή έμμεσα επί της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου.

Το Διοικητικό Εφετείο και το ΣτΕ τα οποία κλήθηκαν να αποφασίσουν στην προκειμένη υπόθεση το κατά πόσο οι πράξεις του προσφεύγοντα έγιναν με πρόθεση, θεώρησαν ότι τα ποινικά δικαστήρια που τον απάλλαξαν λόγω αμφιβολιών δεν απεφάσισαν ότι δεν διέπραξε τις  παράνομες πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο. Η κρίση αυτή κατά το ΕΔΔΑ παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας.

Εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων σε σχέση με το  τεκμήριο αθωότητας.  Κατά το ΕΔΔΑ ο κανόνας της εξάντλησης  των εσωτερικών ενδίκων μέσων, πρέπει να εφαρμόζεται ελαστικά και όχι τυπολατρικά. Όσον αφορά την εξάντληση των ενδίκων μέσων σε σχέση με το τεκμήριο της αθωότητας αρκεί η αναφορά ότι το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε περί της ενοχής μη λαμβάνοντας υπόψη την απαλλαγή από το Ποινικό Δικαστήριο. Δεν είναι αναγκαία η ρητή αναφορά της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας αλλά αρκεί και  η παράθεση της παραβίασης της ουσίας του προστατευομένου δικαιώματος.

Διατάξεις: άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ

 «...3. Ο προσφεύγων παραπονείται, ότι τα διοικητικά δικαστήρια τα οποία κλήθηκαν να αποφασίσουν περί της ανάκλησης της παροχής εργατικής κατοικίας δεν έλαβαν υπόψη τους την προγενέστερη αθώωσή του στην  ποινική δίκη.  Αναφέρει για το λόγο αυτό τα άρθρα 6 της Συμβάσεως και 1 του υπ' αριθμ. 1 Πρωτοκόλλου.

4. Στις 7 Απριλίου 2006, το Δικαστήριο αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην κυβέρνηση. Βάσει του άρθρου 29§3 αποφάσισε ότι θα εξετάζονταν συγχρόνως το παραδεκτό και το βάσιμο της υπόθεσης.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

5. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1944 και κατοικεί στο Αργος.

 

6. Σε μη προσδιορισμένη ημερομηνία ο προσφεύγων κατέθεσε αίτημα ενώπιον του Οργανισμού Εργατικής Εστίας να του δοθεί από τον παραπάνω οργανισμό η χρήση κατοικίας. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο ενδιαφερόμενος δύναται να επωφεληθεί μίας τέτοιας κατοικίας υπό την προϋπόθεση ότι δεν κατέχει άλλα ακίνητα τα οποία μπορούν να του χρησιμεύσουν ως κατοικία. Σύμφωνα με αυτή την νομοθεσία ο προσφεύγων επισύναψε στην αίτησή του έγγραφα στα οποία περιγράφονταν η κατάσταση των ακινήτων του και αιτιολογούσαν την παροχή κατοικίας.

 

7. Το Φεβρουάριο του 1984, ο προσφεύγων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο ακίνητο αυτό, αφού προηγουμένως αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος της χρήσης του έπειτα από σχετική κλήρωση.

 

8. Στις 20 Φεβρουαρίου 1986, μετά από καταγγελία τρίτου προσώπου, ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας διέταξε έναν νέο έλεγχο της κατάστασης των ακινήτων του προσφεύγοντα. Το επιφορτισμένο με την διενέργεια του ελέγχου όργανο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ήταν ιδιοκτήτης  μίας κατασκευής η οποία είχε κτιστεί στην ίδια περιοχή.

 

9. Με την υπ' αριθμ. 17/1986 απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού ανακάλεσε την πράξη στεγαστικής συνδρομής με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων διέθετε και άλλα ακίνητα όπου θα μπορούσε να κατοικήσει και σε κάθε περίπτωση η ψευδής δήλωση επέφερε, από μόνη της, την εξαίρεσή του από τα ωφελήματα που παρέχει ο Οργανισμός.  Επιπλέον το αρμόδιο όργανο αποφάσισε να διώξει και ποινικά τον προσφεύγοντα για τον λόγο ότι ο τελευταίος « εκ προμελέτης εξαπάτησε τα όργανα του Οργανισμού» όσο αφορά την κατάσταση των ακινήτων που είχε. Στις 9 Ιουνίου 1987, η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 25/1987 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

1. Η Διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.

10. Μετά την υπ' αριθμ. 25/1987 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κινήθηκε η ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντα για απάτη και ψευδή δήλωση. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο προσφεύγων κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων ότι «εις γνώση του υπέβαλλε μία ψευδή δήλωση αναφορικά με τα ακίνητα που διέθετε».

 

11. Καταδικασθείς Πρωτοδίκως με την υπ' αριθμ. 293/1991 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, ο προσφεύγων κατέθεσε έφεση. Με την υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφασή του, το Εφετείο Ναυπλίου, τον έκρινε αθώο ως προς όλες τις κατηγορίες στις 18 Ιουνίου 1991. Το διατακτικό της απόφασης είχε ακολούθως:

«[το δικαστήριο] κηρύσσει αθώο το κατηγορούμενο:  α) (...) ότι σκόπιμα εξέθεσε με απατηλό τρόπο ενώπιον του Οργανισμού Εργατικής Εστίας ότι δεν διέθετε ούτε εκείνος αλλά ούτε και τα μέλη της οικογένειάς του ακίνητα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κατοικία (...)» και « (....) ότι σκοπίμως είχε καταθέσει μία ψευδή δήλωση αναφέροντας ότι ούτε εκείνος αλλά ούτε και τα μέλη της οικογένειάς του δεν ήταν ιδιοκτήτες κατοικίας ή άλλων ακινήτων (...)»

Πράγματι το Εφετείο Ναυπλίου θεώρησε, in dubio pro reo, ότι η ενοχή του προσφεύγοντα δεν είχε αποδειχθεί. Οι λόγοι της απόφασης ήταν οι παρακάτω :

«Συνάγεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, από τις ένορκες καταθέσεις κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, καθώς και από τα αναγνωστέα έγγραφα τα οποία διαβάστηκαν και αναφέρονται στις ένορκες καταθέσεις, την εξέταση του κατηγορούμενου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι υφίστανται αμφιβολίες όσο αφορά την ενοχή του κατηγορούμενου για τις πράξεις της απάτης και της ψευδούς δηλώσεως».

 

12. Ο Εισαγγελέας Εφετών δεν κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως με αποτέλεσμα η υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση να καταστεί αμετάκλητη.

 

2. Η διαδικασία ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.

 

13. Εν τω μεταξύ, στις 2 Σεπτεμβρίου 1987, ο προσφεύγων κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτηση ακυρώσεως κατά της υπ' αριθμ. 25/1987 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, η οποία ανακαλούσε την πράξη στεγαστικής συνδρομής. Στις 30 Μαρτίου 1990, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε την αίτηση. Αφού θεώρησε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να συμπεριλάβει στην δήλωσή των ακινήτων του την κατασκευή, της οποίας ήταν ιδιοκτήτης, και απέτυχε να αποδείξει ότι η παραπάνω παράλειψη δεν ήταν σκόπιμη. ( απόφαση 4424/1990).

 

14. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1990, ο προσφεύγων κατέθεσε έφεση. Μετά από την αθώωση του (υπ' αριθμ. 1008/1991απόφαση) ο προσφεύγων κατέθεσε πρόσθετο υπόμνημα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, καλώντας το να λάβει υπόψη του την εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι η αθώωση του από το ποινικό δικαστήριο αποτελούσε απόδειξη ότι η παράλειψή του δεν εμπεριείχε δόλο. Στις 14 Απριλίου 1993, το Διοικητικό Εφετείο επιβεβαίωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Όσο αναφορά το αίτημα του προσφεύγοντα να λάβει υπόψη την υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση, το Εφετείο το απέρριψε με την αιτιολογία ότι δεν δεσμεύονταν, από την λύση που δόθηκε από τα ποινικά δικαστήρια. (απόφαση υπ' αριθμ. 397/1993).

 

15. Στις 19 Αυγούστου 1993, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων, ότι το Διοικητικό Εφετείο αποφάνθηκε επί της ενοχής του χωρίς να λάβει υπόψη την υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση και χωρίς να προβάλλει ουσιαστική αιτιολογία. Στις 22 Απριλίου 1999, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι παρόλο που το Διοικητικό Εφετείο δεν δεσμευόταν από την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου, όφειλε παρόλα αυτά να την λάβει υπόψη του. Έτσι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου προκειμένου να αποφασίσει εκ νέου. (απόφαση υπ' αριθμ. 1439/1999).

16. Στις 16 Φεβρουαρίου 2000, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε εκ νέου την προσφυγή του προσφεύγοντα και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (απόφαση υπ' αριθμ. 611/2000). Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να δηλώσει  όλη την περιουσία του και δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η παράλειψη του δεν ήταν σκόπιμη. Κατά συνέπεια, η εκ προθέσεως παράλειψη, επέφερε από μόνη της, τον αποκλεισμό του από την δυνατότητα λήψης εργατικής κατοικίας από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας. Όσο για το ότι ο προσφεύγων πρόβαλλε την αθώωση του για τις κατηγορίες της απάτης και της ψευδούς δηλώσεως, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν κατέληξαν στην ανυπαρξία των παράνομων πράξεων λόγω έλλειψης δόλου του προσφεύγοντα αλλά τον απάλλαξαν λόγω αμφιβολιών περί της ενοχής του.

 

17. Στις 16 Μαΐου 2000, ο προσφεύγων προσέφυγε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι είναι απαράδεκτο, σε ένα κράτος δικαίου, οι Διοικητικές Αρχές να θεωρούν ότι απέκρυψε την ύπαρξη των ακινήτων του ενώ τα ποινικά δικαστήρια τον είχαν αθωώσει για τις ίδιες πράξεις. Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι : 

« (...) στη υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση του το Εφετείο αναφέρει ότι «υπήρχαν αμφιβολίες», αλλά όλες οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων της χώρας μας είναι συντεταγμένες κατά τον τρόπο αυτό. Παρόλα αυτά όσο αναφορά την ουσία της υποθέσεως η συγκεκριμένη απόφαση με κηρύσσει «αθώο» κατά τρόπο ξεκάθαρο και κατηγορηματικό. Στο ουσιαστικό αλλά και στο δικονομικό ελληνικό δίκαιο η λέξη αθώος σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε τις πράξεις που του αποδίδονται. Κατά συνέπεια, εκείνος που αγνοεί ή θέτει υπό αμφισβήτηση μία οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου υποπίπτει σε σφάλμα  (..).»  

 

18. Στις 18 Μαΐου 2004, με την υπ' αριθμ. 1300/2004 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή για τους ίδιους λόγους που επικαλέστηκε και το Διοικητικό Εφετείο. Ειδικότερα, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων:

« (...) είχε αθωωθεί λόγω ύπαρξης αμφιβολιών περί της ενοχής του και όχι γιατί διαπιστώθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία  του εγκλήματος δεν πληρούνταν ή λόγω έλλειψης δόλου».

ΙΙ. ΟΙΚΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

19. Το άρθρο 58 του υπ' αριθμ. 341/1978 Προεδρικού Διατάγματος το οποίο εφαρμόζεται σε διαδικαστικά ζητήματα ορισμένων διοικητικών διαφορών και εφαρμόσιμο εν προκειμένω προβλέπει: 

«Περί του δεδικασμένο εξ αποφάσεων άλλων δικαστηρίων έχει εφαρμογήν το άρθρο 120 του Κ.Φ.Δ.(...)»

20. Η παράγραφος 3 του άρθρου 120 του Κ.Φ.Δ. προβλέπει:

« Δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν»

21. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν τα διοικητικά δικαστήρια, κρίνουν επί διοικητικών ποινών δεν δεσμεύονται από την προηγούμενη απαλλαγή του ενδιαφερόμενου από τα ποινικά δικαστήρια. Εντούτοις, υποχρεούνται να λάβουν υπόψη τους τις ποινικές αποφάσεις προκειμένου να σχηματίσουν την κρίση τους. (βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεων του ΣτΕ τις υπ' αριθμ. 1176/1989, 5962/1996,3915/1999,446/2003, 3587/2004).

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ι. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 2 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

22. Ο προσφεύγων παραπονείται  ότι, υπό το φως του άρθρου 6 § 2 της Συμβάσεως, ο τρόπος με τον οποίο τα διοικητικά δικαστήρια ερμήνευσαν την υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση του ποινικού δικαστηρίου Ναυπλίου, δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του από τις κατηγορίες της απάτης και της ψευδούς δηλώσεως. Η διάταξη την οποία επικαλείται ο ενδιαφερόμενος έχει ως εξής: 

Αρθρο 6§ 2

 

« Παν πρόσωπον κατηγορούμενο επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του»

Α.  Παραδεκτό

1. Επί  της ενστάσεως της μη εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

 

23. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα ένδικα μέσα εσωτερικού δικαίου, αφού δεν επικαλέστηκε κατά τρόπο ουσιώδη και άμεσο ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας όπως την εγγυάται το άρθρο 6 § 2 της Συμβάσεως. 

24. Ο προσφεύγων μάχεται τα προβαλλόμενα από την Κυβέρνηση επιχειρήματα.

25. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας της εξάντλησης  των εσωτερικών ενδίκων μέσων, πρέπει να εφαρμόζεται ελαστικά και όχι κατά υπερβολικά φορμαλιστικό τρόπο. (βλ. μεταξύ περισσοτέρων τις αποφάσεις Cardot κατά Γαλλίας της 19 Μαρτίου 1991, σειρά Α αρ. 200, σελ. 18§34 και Castells κατά Ισπανίας της 23ης Απριλίου 1992, σειρά 232, σελ. 19, §27). Εν προκειμένω ο ενδιαφερόμενος δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι το Διοικητικό Εφετείο αποφάνθηκε επί της ενοχής του μη λαμβάνοντας υπόψη την ποινική απαλλαγή, γεγονός που είναι απαράδεκτο να συμβαίνει σε ένα Κράτος δικαίου. Χωρίς να αναφερθεί ρητά στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, άντλησε τα επιχειρήματά του στην καταγγελία της παραβίαση της ουσίας του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 6§2. Κατά αυτόν τον τρόπο έδωσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την ευκαιρία να αποφύγει ή να διορθώσει την επικαλεσθείσα παραβίαση. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί η ένσταση αυτή.

2. επί της  ενστάσεως της μη εφαρμογής του άρθρου 6 §2.

26. Η Κυβέρνηση αμφισβητεί την εφαρμογή του 6§2 της Συμβάσεως.  Σημειώνει ότι, η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν αφορούσε μία «ποινικής φύσεως κατηγορία» και ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του «κατηγορουμένου» υπό την έννοια του άρθρου 6§2 της Συμβάσεως.  Πράγματι η ανάκληση της παροχής εργατικής κατοικίας ήταν διοικητική πράξη, στην οποία εφαρμόζονται οι κανόνες του διοικητικού δικαίου και όχι ποινική κύρωση. Οπότε η απόφαση των διοικητικών αρχών δεν στόχευε στην τιμωρία του προσφεύγοντα αλλά έτεινε στην ανάκληση της πράξης στεγαστικής συνδρομής, διότι ο τελευταίος δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από την οικεία νομοθεσία προϋποθέσεις. Εξάλλου, η Κυβέρνηση εκτιμά ότι η διοικητική διαδικασία δεν αποτελούσε συνέπεια ούτε υποχρεωτικό συμπλήρωμα της ποινικής διαδικασίας διότι ήταν μία απολύτως ξεχωριστή διαδικασία, ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων. Επιπλέον, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο τα διοικητικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τα συμπεράσματα που έχουν υιοθετήσει τα ποινικά δικαστήρια. Υπό το φως των παραπάνω,  η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι το  άρθρο 6 § 2 δεν εφαρμόζεται.

27. Ο προσφεύγων αντιτίθεται στις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης. Ισχυρίζεται ότι η διοικητική διαδικασία δεν ήταν ανεξάρτητη από  την ποινική δίωξη, αλλά αποτελούσε την άμεση συνέπεια της.

28. Το Δικαστήριο, επαναβεβαιώνει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6§2 δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μίας ποινικής δίκης ικανής να παραβιάσει το τεκμήριο της αθωότητας. Πράγματι το Δικαστήριο απαιτεί μόνο, η εξέλιξη μίας απόφασης από μία παρόμοια διαδικασία να αφορά τον προσφεύγοντα. (βλ., mutandis mutandis Διαμαντίδης κατά Ελλάδος (αρ.2), αρ. 71563/01,  §§ 34-35, 19 Μαΐου 2005).

29. Επί αυτού, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το άρθρο 6§2 της Συμβάσεως εφαρμόζεται και στις διαδικασίες εκείνες που αφορούν την οριστική απαλλαγή του κατηγορούμενου (βλ. μεταξύ πολλών, τις αποφάσεις, Rushiti κατά Αυστρίας, αρ. 28389/95, 21 Μαρτίου 2000 και Lamanna κατά Αυστρίας, αρ. 28923/95, 10 Ιουλίου 2001). Πράγματι, προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις των δημοσίων αρχών μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα υπό το πρίσμα του άρθρου 6§2, όταν εξομοιώνονται με την διαπίστωση της ενοχής, παραβλέποντας ηθελημένα την προγενέστερη αθώωση του κατηγορουμένου. (βλ. Leutscher κατά Κάτω Χωρών, απόφαση της 26ης Μαρτίου 1996, Recueil des arrets et decisions 1996- ΙΙ,σελ. 436, §29 και Del Latte κατά Κάτω Χωρών, αρ. 44760/98, §30, 9 Νοεμβρίου 2004).

       30. Το Δικαστήριο θα αναζητήσει εάν η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων που δεν αφορούσε μία «ποινική κατηγορία» στο πρόσωπο του προσφεύγοντα, συνδέονταν με την ποινική διαδικασία κατά τέτοιο τρόπο που θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6§2.

 

31. Εν προκειμένω , το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τόσο η διαδικασία ενώπιον των Διοικητικών δικαστηρίων όσο η διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων αφορούσε τις ίδιες πράξεις και την ίδια συμπεριφορά, δηλαδή την παράλειψη από μέρους του προσφεύγοντα να δηλώσει επακριβώς τα περιουσιακά του στοιχεία. Το κεντρικό στοιχείο που εξέτασαν τα διοικητικά δικαστήρια, δηλαδή ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της παράλειψης, αποτελούσε μέρος των συστατικών στοιχείων των παράνομων πράξεων για τις οποίες ο προσφεύγων διώχθηκε ποινικά. Σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο και την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμη και αν τα διοικητικά δικαστήρια δεν δεσμεύονταν να ακολουθήσουν τα συμπεράσματα που είχαν υιοθετήσει τα ποινικά δικαστήρια, όφειλαν παρόλα αυτά να τα λάβουν υπόψη τους, προκειμένου να σχηματίσουν την κρίση τους. (βλ. παραπάνω, παρ. 19-21). Για το λόγο αυτό εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την απόφαση 397/1993 του Διοικητικού Εφετείου και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προκειμένου να λάβει υπόψη του την λύση που υιοθέτησε το Εφετείο Ναυπλίου. Για το Δικαστήριο από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το εσωτερικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι υπήρξε σχέση μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας.

 

32. Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η σχετική με την ανάκληση της παροχής εργατικής εστίας διαδικασία ήταν κατά τέτοιο τρόπο συνδεδεμένη με την ποινική διαδικασία ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6§2.

 

Β.  Επί της ουσίας

33. Η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι με δεδομένο ότι ο προσφεύγων απέτυχε να αποδείξει ότι η παράλειψη του δεν έγινε εκ προθέσεως, τα διοικητικά δικαστήρια δεν παρέβλεψαν την αθώωση του τελευταίου από τα ποινικά δικαστήρια και δεν αποφάνθηκαν επί της ενοχής του.

34. Ο προσφεύγων αντιτίθεται στα συμπεράσματα αυτά. Βεβαιώνει ότι ακόμη και αν απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών, κηρύχθηκε αθώος για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν.

35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το τεκμήριο αθωότητας το οποίο καθιερώνεται στο άρθρο 6§2, εμφανίζεται μεταξύ των απαιτούμενων, από το την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, στοιχείων μιας δίκαιης δίκης. Εξ αρχής η εγγύηση αυτή παραβιάζεται, όταν από μία δικαστική απόφαση που αφορά έναν κατηγορούμενο αντανακλάται το συναίσθημα ότι είναι ένοχος, ενώ η ενοχή του δεν έχει προηγουμένως αποδειχθεί δικαστικά (μεταξύ άλλων, Lavents κατά Λετονίας, αρ. 58442/00, §§125-126, 28 Νοεμβρίου 2002). Όπως δε αναδείχθηκε ανωτέρω, (βλ. παρ.25) η εγγύηση του άρθρου 6§2 της Συμβάσεως εφαρμόζεται στις μεταγενέστερες της οριστικής απαλλαγής του κατηγορουμένου διαδικασίες.

36. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εκ προθέσεως κατέθεσε ψευδή δήλωση σχετικά με την κατάσταση της περιουσίας του, απαλλάχθηκε οριστικά με την υπ' αριθμ 1008/1991 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Στη συνέχεια, στα πλαίσια της σχετικής με την νομιμότητα της ανάκλησης της παροχής εργατικής εστίας διαδικασίας, τόσο το Διοικητικό Εφετείο όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας τα οποία κλήθηκαν να αποφασίσουν το κατά πόσο η παράλειψη του προσφεύγοντα έγινε με πρόθεση, θεώρησαν ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν κατέληξαν στην ανυπαρξία  των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν ο τελευταίος λόγω έλλειψης δόλου αλλά τον απήλλαξαν λόγω αμφιβολιών περί την ενοχή του.

37. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν καλείται να εξετάσει το κατά πόσο τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονταν από την υπ' αριθμ. 1008/1991 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, αφού δεν έχει ως έργο την υποκατάσταση των εσωτερικών δικαστηρίων. Είναι κατά κύριο λόγο οι εθνικές αρχές και κυρίως τα δικαστήρια που οφείλουν να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο ( βλ. mutandis mutandis, τις αποφάσεις Brualla Gomez de la Torre κατά Ισπανίας, της 19ης Δεκεμβρίου 1997, Συλλογή 1997-VIII, σελ. 2955,§31, και Edificationes March Gallego S.A. κατά Ισπανίας, της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Συλλογή 1998-Ι, σελ. 290, § 33). Το ερώτημα που τίθεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το αν με τον τρόπο που ενήργησαν και τους λόγους των αποφάσεων ή από τις λέξεις που χρησιμοποίησαν στο αιτιολογικό τους, τα διοικητικά δικαστήρια άφησαν να δημιουργηθούν υποψίες σχετικά με την αθωότητα του προσφεύγοντα, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 6§2 της Συμβάσεως (Puig Panella κατά Ισπανίας, αρ. 1483/02, §54, 25 Απριλίου 2006).

38. Σχετικά, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι η έκφραση υποψιών περί την αθωότητα ενός κατηγορούμενου είναι απαράδεκτη μετά την οριστική απαλλαγή του. (βλ. κατά την έννοια αυτή, Sekanina κατά Αυστρίας, απόφαση της 25ης Αυγούστου 1993, σειρά Α αρ. 266 Α, σελ. 15-16, §30). Σύμφωνα με την νομολογία, από τη στιγμή που η απαλλαγή γίνει οριστική- ακόμη και αν πρόκειται για απαλλαγή λόγω αμφιβολιών, σύμφωνα με το άρθρο 6§2- η έκφραση αμφιβολιών περί την ενοχή συμπεριλαμβανομένων αυτών που εξάγονται από τους λόγους απαλλαγής δεν συμβιβάζεται με το τεκμήριο αθωότητας ( Rushiti κατά Αυστρίας, προαναφερόμενο, §31).

39. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι βάσει της αρχής «in dubio pro reo», που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, δεν πρέπει να υφίσταται καμία ποιοτική διαφορά μεταξύ μίας απαλλαγής ελλείψει αποδείξεων και μίας απαλλαγής απορρέουσας από μία άνευ αμφιβολιών διαπίστωσης της αθωότητας ενός προσώπου. Πράγματι, οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται λόγω των λόγων που κάθε φορά λαμβάνονται υπόψη στην ποινική δίκη. Αντιθέτως, στα πλαίσια του άρθρου 6§2 της Συμβάσεως, το διατακτικό μίας αθωωτικής απόφασης οφείλει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή η οποία αποφαίνεται άμεσα ή έμμεσα επί της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου.

40. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, τα διοικητικά δικαστήρια, ρητά και άνευ ενδοιασμού, στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε απαλλαχθεί λόγω αμφιβολιών, προκειμένου να αιτιολογήσουν το συμπέρασμά τους ότι παρέλειψε εκ προθέσεως. Έτσι, τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και το Διοικητικό Εφετείο χρησιμοποίησαν όρους που ξεπερνούσαν τα διοικητικής φύσεως πλαίσια της διαφοράς και δεν άφηναν καμία αμφιβολία περί της υποτιθέμενης πρόθεσης του προσφεύγοντα να μην συμπεριλάβει στη δήλωσή του όλα τα περιουσιακά του στοιχεία (βλ. επίσης, Y. κατά Νορβηγίας αρ.  56568/00, §46, CEDH2003-II). Βάσει των ανωτέρω, η σκέψη του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου, είναι ασυμβίβαστη με τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας.

41. Κατά συνέπεια, παραβιάζεται το άρθρο 6§2 της Συμβάσεως.

ΙΙ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ.

42. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η ανάκληση της πράξης απόδοσης κατοικίας από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας και η επικύρωσή της από τα διοικητικά δικαστήρια προσέβαλλαν το δικαίωμά σεβασμού της περιουσίας του, όπως αυτό προβλέπεται από στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το οποίο ορίζει:   

« 1. Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του (απολαύσεως των αγαθών του). Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύї νόμους ούς ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον (γενικόν) συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων»

Παραδεκτό

       43. Η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο όπως κρίνει απαράδεκτο τον λόγο αυτό. Βεβαιώνει αρχικά ότι ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα αφού δεν προέβαλλε τον λόγο αυτό ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων. Και επί της ουσίας, βεβαιώνει ότι ο προσφεύγων δεν κατείχε «αγαθό» υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

44. Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι καλείται να απαντήσει στην ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Κυβέρνηση, ο λόγος αυτός μπορεί να απορριφθεί για τους ακολούθους λόγους.

45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν εγγυάται ένα δικαίωμα απόκτησης αγαθών και εκείνος που προσφεύγει δεν μπορεί να επικαλεστεί τη  παραβίαση της διάταξης αυτής παρά μονό στο μέτρο που οι επίμαχες αποφάσεις αφορούν τα «αγαθά» που κατέχει, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Η περιεχόμενη στη διάταξη αυτή έννοια των «αγαθών» καλύπτει τόσο τα «υπάρχοντα αγαθά» (Van der Mussele κατά Βελγίου, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1983, σειρά Α αρ.70, σελ.23, § 48) όσο και τις απαιτήσεις, βάσει των οποίων ο προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει το λιγότερο «νόμιμη προσδοκία» ότι θα αποκτήσει την ουσιαστική απόλαυση ενός περιουσιακού δικαιώματος (βλ. Pine Valley Developments Ltd και λοιποί κατά Ιρλανδίας, της 29ης Νοεμβρίου 1991, σειρά Α αρ. 222, σελ. 23§ 51 και Pressos Compania Naviera S.A και λοιποί κατά Βελγίου, της 20ης Νοεμβρίου 1995, σειρά Α αρ. 332, σελ. 21, § 31). Αντιθέτως, μία υπό αίρεση απαίτηση η οποία αποσβήνεται με την μη υλοποίησή της αιρέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αγαθό» υπό την έννοια του  άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. (Malhous κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας (Δεκ.) [GC], αρ. 33071/96, CEDH 2000-XII).

46. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει αρχικά ότι ενώ το εσωτερικό δίκαιο παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να του παρασχεθεί κατοικία από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας, εντούτοις το παραπάνω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Πράγματι, η παροχή μίας τέτοιας κατοικίας υπόκειται σε ένα ορισμένο αριθμό προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης της μη κατοχής άλλων ακινήτων τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως κατοικία. Εν προκειμένω, ενώ οι αρχές αρχικά είχαν αναγνωρίσει στον προσφεύγοντα το δικαίωμα παροχής εργατικής κατοικίας, μετά από νεότερο έλεγχο της κατάστασης της περιουσίας του, τόσο οι αρχές όσο και τα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι απαιτούμενες από το εσωτερικό δίκαιο προϋποθέσεις, δεν πληρούνταν στην συγκεκριμένη περίπτωση.

47. Με δεδομένο ότι εναπόκειται πρωτίστως στα εσωτερικά δικαστήρια  να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το εσωτερικό δίκαιο (βλ. κατά αυτή την έννοια,  Garcia Ruiz κατά Ισπανίας, [GC], αρ. 30544, § 28, CEDH 1991-I, Kopecky κατά Σλοβακίας, [GC], αρ. 44912/98, § 56, CEDH 2004-ΙΧ), δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να απομακρυνθεί από το συμπέρασμα, των εσωτερικών δικαστηρίων, ότι η ανάκληση ήταν νόμιμη.

48. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο προσφεύγων δεν κατέχει ένα «αγαθό» υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Κατά συνέπεια, οι παρεχόμενες εγγυήσεις της διάταξης αυτής δεν εφαρμόζονται εν προκειμένου.

49. Συνεπάγεται ότι το μέρος αυτό της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Συμβάσεως.

ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

50. Κατά το άρθρο 41 της Συμβάσεως

«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των


Πρωτοκόλλων αυτής, και αν το εσωτερικό δίκαιο του υψηλού συμβαλλομένου

μέρους δεν επιτρέπει ειμή την ατελή επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εν ανάγκη, στο αδικηθέν μέρος

δικαία ικανοποίηση.»

Α. Ζημία

51. Ο προσφεύγων ζητά 187.052 ευρώ για την υλική ζημία, την οποία υπέστη από την ανάκληση της πράξης παροχής εργατικής εστίας. Ζητά ακόμη 30.000 ευρώ για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη.

52. Η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα για την αποζημίωση της υλικής ζημίας. Όσο αφορά την ηθική βλάβη, η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι το ζητούμενο ποσό είναι υπερβολικό και ότι μόνη η παραδοχή της παραβίασης, αρκεί ως δίκαιη αποζημίωση. Εναλλακτικά, η Κυβέρνηση εκτιμά ότι το ποσό που θα επιδικαστεί για τον κεφάλαιο αυτό δεν πρέπει να ξεπεράσει τα 1.000 ευρώ.

53. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διαπίστωση της παραβίασης απορρέει από σφάλμα σχετικό με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν διαπιστώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρατηρούμενης παραβίασης και της οιασδήποτε υλικής ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων. Κατά συνέπεια το κεφάλαιο αυτό των απαιτήσεων του πρέπει να απορριφθεί. Όσο αφορά την ηθική βλάβη, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο προσφεύγων υπέστη ηθική βλάβη λόγο του μη σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Κατά δίκαιη κρίση, του επιδικάζει το ποσό των 10.000 ευρώ για το κεφάλαιο αυτό.

Β. Έξοδα και δικαστική δαπάνη

54. Ο προσφεύγων ζητά επίσης το ποσό των 10.500 για τα έξοδα και την δικαστική του δαπάνη ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων και ενώπιον του Δικαστηρίου. Προσκομίζει απόδειξη 10.500 ευρώ για την ήδη καταβεβλημένη  πληρωμή της δικηγορικής αμοιβής για την εκπροσώπησή του ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων.

55. Η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι τα ζητούμενα ποσά είναι υπερβολικά. Σημειώνει ότι οι απαιτήσεις του προσφεύγοντα δεν είναι δικαιολογημένες και εκτιμά ότι το ποσό που θα επιδικαστεί δεν πρέπει να ξεπερνά τα 1.000 ευρώ.

56. Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να λάβει την αποζημίωση των εξόδων και της δικαστικής δαπάνης του, παρά στο μέτρο που αποδειχθεί το αληθινό, η αναγκαιότητα και ο εύλογος χαρακτήρας αυτών. (Ιατρίδης κατά Ελλάδας [GC] αρ. 31107/96, § 54 CEDH 2001-XI). Εν προκειμένω λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που διαθέτει και τα προαναφερόμενα κριτήρια, το Δικαστήριο κρίνει εύλογη την επιδίκαση του ποσού των 3.000 ευρώ για τα έξοδα και την δικαστική δαπάνη του προσφεύγοντα, πλέον οιουδήποτε ποσού δυναμένου να οφείλεται για τόκο.

Γ. Τόκοι υπερημερίας

57. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι υπερημερίας βάσει του επιτοκίου διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

1. Δέχεται ομόφωνα την προσφυγή, όσο αφορά το λόγο που αναφέρεται στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και την απορρίπτει κατά τα λοιπά.

2. Κρίνει, με έξι κατά μίας ψήφου, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Συμβάσεως.

3. Κρίνει με έξι κατά μίας ψήφου  ότι :

α) το εναγόμενο Κράτος υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα προς το άρθρο 44 § 2 της Συμβάσεως, 10.000 ευρώ (δέκα χιλιάδες ευρώ) για την ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ (τρεις χιλιάδες ευρώ) για έξοδα και δικαστική δαπάνη, πλέον οιουδήποτε ποσού δυναμένου να οφείλεται για φόρο,

β) από της εκπνοής της προθεσμίας αυτής και μέχρι της καταβολής, το ποσό αυτό θα προσαυξάνεται με απλό τόκο ίσο προς το ισχύον κατ' αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες


4. Απορρίπτει ομόφωνα το αίτημα περί δικαίας ικανοποιήσεως κατά τα λοιπά..»