ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης - Εύη Παπαδημητρίου

ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΙΟΝΑΡΑΚΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ

(Προσφυγή υπ' αριθ. 1131/05)

Απόφαση της 5.7.2007

Πρόεδρος: Λ. Λουκαίδης,

Δικαστές: Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ, N. VAJIC, K. HAJIYEV , D. SPIELMANN, S. E. JEBENS, G. MALINVERNI

Δικηγόροι: Σ. Τσακιράκης - Ι Μπακόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από προσβολές της τιμής δια των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, αρχή της αναλογικότητας και αναιρετικός έλεγχος του Αρείου Πάγου.

Η δικαστική απόφαση κατά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για δυσφήμηση πρέπει να εμφανίζει μία εύλογη σχέση αναλογικότητας με την προσβολή της υπόληψης. Στο ύψος  της επιδίκασης της χρηματικής αυτής ικανοποίησης το Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίζει την προσωπική κατάσταση του εναγομένου και κυρίως τους μισθούς και τα εισοδήματά του, όπως αυτά προκύπτουν από την εξέταση του φακέλου της υπόθεσης. Η επιδίκαση από τα εσωτερικά δικαστήρια μιάς « μίνιμουμ χρηματικής αποζημίωσης» στερεί τον διάδικο από τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η βλάβη που υπέστη ήταν ενδεχομένως κατώτερη του ποσού αυτού.

Δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο. Η εφαρμογή από τα εσωτερικά δικαστήρια των τυπικών προϋποθέσεων ενός ενδίκου μέσου μπορεί να επιφέρει παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Το ίδιο συμβαίνει: α) όταν η ερμηνεία της νομιμότητας  είναι τόσο τυπική που εμποδίζει εκ των πραγμάτων την εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου και β) όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και εμποδίζουν την εξέταση της διαφοράς από το αρμόδιο δικαστήριο.

Ο ρόλος, οι ευθύνες και τα όρια του Τύπου κατά το ΕΔΔΑ. Ο ρόλος του τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι  ρόλος δημόσιου «φύλακα».  Στα πλαίσια αυτά είναι ανεκτή η χρήση μίας δόσης υπερβολής και πρόκλησης, που αποτελεί στοιχείο της ελευθερίας των δημοσιογράφων. Η ευθύνη του δημοσιογράφου-συντονιστή δεν συμπίπτει με εκείνη του προσώπου που αναφέρει λόγια υβριστικού και δυσφημιστικού χαρακτήρα.  Η αποστασιοποίηση του δημοσιογράφου  από το περιεχόμενο μίας συζήτησης δυναμένης να προσβάλλει τρίτους, να τους προκαλέσει ή να προσβάλλει την τιμή τους δεν συνάδει με τον ρόλο του τύπου που συνίσταται στην πληροφόρηση των γεγονότων, απόψεων και ιδεών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή.  Η υποχρέωση τους στην αποστασιοποίηση θα στερούσε την κοινωνία από την μετάδοση από τα ΜΜΕ ζωντανών πολιτικών αντιπαραθέσεων, οι οποίες αποτελούν τροφή της δημοκρατίας.  

Διατάξεις: άρθρα 6 παρ. 1 και 10 ΕΣΔΑ

 

«.. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ...

5. Ο προσφεύγων είναι δημοσιογράφος. Την επίμαχη εποχή ήταν συντονιστής και παρουσιαστής της ραδιοφωνικής εκπομπής  με τον τίτλο «Γειτονιές της Ελλάδος» που μετέδιδε απευθείας η Ελληνική Ραδιοφωνία (ΕΡΤ). Στις 24 Μαρτίου 1999 κάλεσε τον δημοσιογράφο Ε.Β., προκειμένου να σχολιάσει την Ελληνική εξωτερική πολιτική.

6. Στη συζήτηση μεταξύ άλλων σχολιάστηκε η « υπόθεση Οτσαλάν». Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν είναι τούρκος υπήκοος και πρώην αρχηγός του  εργατικού κόμματος του Κουρδιστάν (« ΠΚΚ »), τον οποίο δίωκαν οι τουρκικές αρχές για τρομοκρατικές πράξεις. Το Φεβρουάριο του 1999, εισήλθε παρανόμως στην Ελλάδα με τη βοήθεια ορισμένων ελλήνων και η διαφυγή του στην Κένυα διευκολύνθηκε από τα ίδια αυτά πρόσωπα. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε προηγουμένως ανακοινώσει ότι η είσοδος του Οτσαλάν εντός Ελληνικού εδάφους ήταν ιδιαιτέρως ανεπιθύμητη διότι θα επέφερε χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Έπειτα από την αποκάλυψη της διαμονής του Οτσαλάν στην Ελλάδα, ο  Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε ότι τα πρόσωπα που τον είχαν συνδράμει «είχαν πλήξει σοβαρά τα εθνικά συμφέροντα και έφεραν βαρεία ευθύνη». Και προσέθετε: « Αποτελούν μέρος του παρακράτους και θα αντιμετωπιστούν ως παρακράτος»  Τόσο οι συνθήκες εισόδου και παραμονής στην Ελλάδα του Οτσαλάν όσο και η μετέπειτα σύλληψη του στην Κένυα καθώς και η μεταφορά του στην Τουρκία μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των ελληνικών μέσων ενημέρωσης.

       7. Ο ** άσκησε κριτική σε αυτούς που υιοθετούσαν μία «υπερπατριωτική» προσέγγιση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και μεταξύ αυτών των προσώπων που συμμετείχαν στην υπόθεση Οτσαλάν.   Ειδικότερα δήλωσε: «Πρέπει να εξαρθρωθεί το παρακράτος. Δεν μπορεί να κυβερνάει τη χώρα, δεν είναι Ελλάδα ο *., ο *., ο *., ο παρακρατικός **., Αυτοί είναι όπως θα τους έλεγε ο **., οι φωνασκούντες κακούργοι του τύπου, τώρα είναι των Media θα μπορούσαμε να το πούμε στα σημερινά και νευροπαθείς ψευδοπατριώτες έτσι τους χαρακτήριζαν».

8. Ο ** ήταν ο δημοσιογράφος που το 1894 είχε χαρακτηρίσει τους οπαδούς της «Μεγάλης Ιδέας» ως «φωνασκούντες κακούργοι του τύπου » και ως «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες». Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν ένα πολιτικό σχέδιο που διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα από ορισμένους εθνικιστικούς χώρους. Αφορούσε ένα πολιτικό πρόγραμμα που είχε ως στόχο την ενσωμάτωση του συνόλου, του υπό ξένη κατοχή ελληνισμού, στο Ελληνικό κράτος. Το 1992 η τραγωδία στη Μικρά Ασία η ήττα των ελληνικών στρατευμάτων, έθεσε το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας ».  

9. Ο ** είναι δικηγόρος, ο οποίος είχε θέσει στο παρελθόν υποψηφιότητα στις βουλευτικές  και  ευρωβουλευτικές  εκλογές. Ο ** ήταν ενεργά αναμεμειγμένος στην υπόθεση Οτσαλάν. Όταν ο τελευταίος μετέβη στην Κένυα ο ** πήγε να τον συναντήσει και να του μεταφέρει μηνύματα και έγγραφα. Επιπροσθέτως, έπειτα από την σύλληψη του Οτσαλάν από τις τουρκικές δυνάμεις, ο ** έδωσε πολλές συνεντεύξεις επί του θέματος αυτού στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. 

 

Β. Η Διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων.

10. Την 23-06-1999, ο ** κατέθεσε αγωγή αποζημιώσεως στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για εξύβριση και δυσφήμηση κατά του **., του προσφεύγοντα, της ΕΡΤ και των δύο αντιπροσώπων της. Ζητούσε συνολικά το ποσό των 150.000.000 εκατομμυρίων δραχμών (440.000 ευρώ περίπου) ως αποζημίωση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Στην αγωγή του βεβαίωνε ότι « τα ενοχοποιητικά λεχθέντα τον υποβίβαζαν και πρόσβαλλαν με πρωτάκουστη βαρβαρότητα την πολιτική και επαγγελματική του ακεραιότητα καθώς και την προσωπικότητά του μέσα στα πλαίσια της Ελληνικής κοινωνίας και της δημόσιας ζωής της χώρας».

11. Στις 30 Απριλίου 2001 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχτηκε κατά ένα μέρος  την  αγωγή του. Το ως άνω δικαστήριο αποφάσισε μεταξύ άλλων ότι:

«Οι χαρακτηρισμοί αυτοί παρουσιάζουν τον ενάγοντα ως μέλος παρακρατικής οργάνωσης, ως δικτυωμένο παρακρατικό συνωμότη, φωνασκώντα εγκληματία του τύπου και των media νευροπαθή, ψευδοπατριώτη κινούμενο εναντίον των εθνικών συμφερόντων. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί (....) που αφορούν τον ενάγοντα είναι απαξιωτικοί της προσωπικότητας αυτού, προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του και είναι καταφρονητικοί. Επιπλέον η πρόθεση να προσβάλλουν τον ενάγοντα προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο ο πέμπτος εναγόμενος [**]  εκφράστηκε προς το πρόσωπο του ενάγοντα και ο τέταρτος εναγόμενος [ο προσφεύγων] επέτρεψε και ανέχθηκε τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ή να διακόψει τον συνομιλητή του. Ειδικότερα οι  χαρακτηρισμοί δεν αιτιολογούνται από το ενδιαφέρον του τετάρτου και πέμπτου εναγομένων για πληροφόρηση του κοινού, ενδιαφέρον που απορρέει από την δημόσια λειτουργία του τύπου. Εξάλλου, ο ενάγων είναι εν ενεργεία δικηγόρος και πολιτικό στέλεχος, χωρίς μισθό, ούτε εξαρτημένη σχέση, δίχως περιουσία, εργάζεται δε για να ζήσει την οικογένειά του. Έχει μία νόμιμη πολιτική δραστηριότητα στα πλαίσια του καθεστώτος μας (...) και εξέφραζε πάντα τις πολιτικές του απόψεις με εγκράτεια και χωρίς υπερβολές. Επίσης, ο τέταρτος εναγόμενος δεν σεβάστηκε ως όφειλε, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την δεοντολογία των δημοσιογράφων, υποχρεώσεις που προσβλέπουν στην προστασία του ατόμου αλλά παρουσίασε την εκπομπή «Γειτονιές της Ελλάδας» και υπό την ιδιότητα του συντονιστή επέτρεψε τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς από μέρους του πέμπτου εναγομένου, οι οποίοι στόχευαν στην περιφρόνηση της προσωπικότητάς του, την υποβάθμιση της υπόληψης και του ονόματος του ενάγοντα στη κοινωνία. Εξ άλλου αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, (...) τον βαθμό του δόλου του τετάρτου εναγόμενου, την οδύνη του ενάγοντα, το οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς των εναγομένων, το δικαστήριο αποφασίζει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη η οποία εκτιμάται στα 50.000.000 εκατομμύρια δραχμές, ποσό που αποτελεί άλλωστε το ελάχιστο της αποζημίωσης, και το οποίο κρίνεται ως εύλογο από το δικαστήριο (...) » (απόφαση υπ' αριθμ. 3830/2001)

12. Στις 20 και 21 Ιουνίου 2001, τόσο ο ** όσο και ο προσφεύγων από κοινού με τους άλλους εναγομένους άσκησαν έφεση. Στις 9 Απριλίου 2002 το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.  Ειδικότερα δε όσο αφορά τον προσφεύγοντα το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι : « ο τέταρτος εναγόμενος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης παρόλο ότι αντελήφθη ως υπεύθυνος παρουσιαστής της εκπομπής τη βαρεία προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα από τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος του εκ μέρους του πέμπτου εναγομένου, δεν επισήμανε εις αυτόν το ατόπημά του, ούτε ζήτησε από αυτόν τις σχετικές εξηγήσεις για τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, ή την ανάκλησή τους, δοθέντος μάλιστα ότι ο ενάγων δεν συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο στην εκπομπή, αλλά το αντιπαρήλθε και στο τέλος της συνέντευξης συμπερασματικά επιδοκίμασε τα λεχθέντα από τον πέμπτο εναγόμενο (....) »

13. Το Εφετείο Αθηνών αύξησε την χρηματική ικανοποίηση σε 55.000.000 εκατομμύρια δραχμές (161.408 ευρώ περίπου), ποσό που καταδικάζονται να καταβάλλουν οι πέντε εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα. (Απόφαση υπ' αριθμ. 3131/2002).

14. Στις 19 Ιουλίου 2002 ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι με την εφαρμογή από τα κατώτερα δικαστήρια του ελάχιστου ορίου αποζημίωσης, για δυσφήμιση μέσω ραδιοφώνου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4§10 του Ν. 2328/1995,  παραβιάστηκε το άρθρο 25§1 του Συντάγματος, διάταξη στην οποία καθιερώνεται η αρχή της αναλογικότητας σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Συμβάσεως. Ο προσφεύγων διαβεβαιώνει, ειδικότερα, ότι το ποσό των 161.408 ευρώ που επιδίκασε το Εφετείο ήταν υπερβολικό για ένα άτομο, διότι αναλογεί σε έξι χρόνια εισοδημάτων ενός καλά αμειβόμενου στελέχους, ή σε έξι χρόνων μισθώματα από ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Η προσβαλλόμενη  απόφαση είχε επισυναφθεί στην αίτηση αναιρέσεως.   

15. Την 15-06-2004, ο  Αρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντα. Ειδικότερα, όσο αφορά το σχετικό με τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ελάχιστου ορίου αποζημιώσεως, λόγο αναιρέσεως, ο Αρειος Πάγος  τον απέρριψε ως αόριστο. Θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε αναφέρει το κατά πόσο το Εφετείο έχει αποδεχθεί την αλήθεια των ισχυρισμών του σχετικά με το ύψος του ποσού των 161.408 ευρώ (απόφαση 772/2004).

16. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του ** και των εναγομένων ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων, ο προσφεύγων κατέβαλε στον ** 41.067,48 ευρώ για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη καθώς και 1.170 ευρώ για τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου.

...................

21. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, στην αίτηση ακυρώσεως πρέπει να προσδιορίζεται ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας ουσιαστικού δικαίου, το νομικό σφάλμα, με άλλα λόγια  να ορίζεται το που βρίσκεται η παραβίαση, κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου ή στη εφαρμογή του κανόνα. Επίσης πρέπει να  εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Εφετείο προκειμένου να απορριφθεί η έφεση. (Αρειος Πάγος υπ' αριθμ. 372/2002, 388/2002)

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ι. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

22. Ο προσφεύγων παραπονείται  ότι με την  απόρριψη από τον Αρειο Πάγο ως αορίστου του λόγου του υπερβολικού χαρακτήρα του προσδιοριζόμενου από το Εφετείο ποσού παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως, το οποίο ορίζει ότι :

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί (...) εντός λογικής προθεσμίας, από (...) δικαστήριο (...), το οποίο θα αποφασίσει (...) επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.»

Α.  Παραδεκτό

23. Το Δικαστήριο  διαπιστώνει ότι ο λόγος είναι βάσιμος υπό την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο σημειώνει εξάλλου ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο μη παραδεκτού. Συμφωνεί λοιπόν και δέχεται την προσφυγή.

Β.  Επί της ουσίας

1. Επιχειρήματα των μερών

24. Ο προσφεύγων βεβαιώνει ότι το Εφετείο δεν παρέθεσε καμία αιτιολογία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε στο ποσό το οποίο επιδικάσθηκε ως αποζημίωση της ηθικής βλάβης. Επιπλέον η απόφαση του Εφετείου είχε επισυναφθεί στην αίτηση ακυρώσεως και κατά συνέπεια βρίσκονταν στη διάθεση του Αρείου Πάγου. 

25. Η Κυβέρνηση ανταπαντά ότι ο λόγος αναίρεσης που βασίζεται στον υπερβολικά μεγάλο ποσό που επιδίκασαν τα εσωτερικά δικαστήρια για αποζημίωση της ηθικής βλάβης  απορρίφθηκε από τον Αρειο Πάγο με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν εξέθεσε στην αίτηση αναιρέσεως του το αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζονταν ο λόγος αυτός είχαν γίνει δεκτά από το Εφετείο ως αληθή. Ισχυρίζεται ότι ο Αρειος Πάγος εφήρμοσε απλά την πάγια νομολογία του όσο αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως και ότι το σφάλμα της διατύπωσης ενός αορίστου λόγου αναιρέσεως βαρύνει τον προσφεύγοντα.      

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου 

α. Γενικές αρχές

26. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει,  την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του δεν είναι να υποκαθιστά τα εσωτερικά δικαστήρια. Οι εθνικές αρχές και ειδικότερα τα ανώτατα τα και λοιπά εσωτερικά δικαστήρια είναι αυτά που κατά κύριο λόγο οφείλουν να ερμηνεύουν την εσωτερική νομοθεσία. (βλ. μεταξύ άλλων Garcia Manibardo c. Espagne nο 38695/97, § 36 CEDH 2000-IΙ). Εξάλλου το «δικαίωμα σε δικαστήριο» του οποίου η πρόσβαση αποτελεί ειδικότερη έκφανση, δεν είναι απόλυτο και επιδέχεται περιορισμούς σιωπηρά αποδεκτούς, ειδικά όσο αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού μίας προσφυγής, διότι από τη φύση της χρειάζεται την ύπαρξη κανονιστικού πλαισίου από το Κράτος.  Παρόλα αυτά οι περιορισμοί αυτοί  δεν δύνανται να περιορίσουν την πρόσβαση ενός  ατόμου σε δικαστήριο κατά τρόπο που να θίγεται ίδια η ουσία του δικαιώματος σε δικαστήριο. Τέλος δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 6§1 παρά μόνο εάν τείνουν σε ένα νόμιμο σκοπό και εφόσον υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιηθέντων μέσων και του σκοπού. (βλ. μεταξύ άλλων Edificaciones March Gallego S.A. c. Espagne, arrêt du 19 février 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-I, p. 290, § 34). Πράγματι υφίσταται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της καλής διοίκησης της δικαιοσύνης και εμποδίζουν την εξέταση της διαφοράς από το αρμόδιο δικαστήριο.  

27. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι το άρθρο 6 της Συμβάσεως δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα Κράτη να ιδρύσουν Εφετείο ή Ανώτατο Ακυρωτικό (Delcourt c. Belgique, arrêt du 17 janvier 1970, série A no 11, pp. 13-15, §§ 25-26)  Όμως εάν υπάρχουν οι δικαιοδοσίες αυτές οι εγγυήσεις του άρθρου 6 πρέπει να γίνονται σεβαστές, κυρίως όσο αφορά την εξασφάλιση της  αποτελεσματικής πρόσβασης σε δικαστήριο σχετικά με αποφάσεις που άπτονται των « αστικού χαρακτήρα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων » (Brualla Gómez de la Torre c. Espagne, arrêt du 19 décembre 1997, Recueil 1997-VIII, p. 2956, § 37). Επιπλέον, η συμβατότητα των προβλεπόμενων στο εσωτερικό δίκαιο περιορισμών  με το αναγνωρισμένο στο άρθρο 6§1 της Συμβάσεως δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας και πρέπει να συνυπολογίζεται η συνολική πορεία της δίκης στα εσωτερικά δικαστήρια καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισε το Ανώτατο Δικαστήριο, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μίας αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίες μπορούν να είναι αυστηρότερες από εκείνες ενώπιον του Εφετείου. (Khalfaoui c. France, no 34791/97, CEDH 1999-IX)

28. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τέλος ότι  οι κανόνες που αφορούν τις τυπικές προϋποθέσεις μίας προσφυγής στοχεύουν στην εξασφάλιση της χρηστής διοικήσεως της δικαιοσύνης και ειδικότερα του σεβασμού της αρχής της ασφάλειας του δικαίου. Εντούτοις πρέπει οι ενδιαφερόμενοι, να αναμένουν ότι οι κανόνες αυτοί θα εφαρμοστούν. (Miragall Escolano et autres c. Espagne, nos 38366/97, 38688/97, 40777/98, 40843/98, 41015/98, 41400/98, 41446/98, 41484/98, 41487/98 et 41509/98, § 33, CEDH 2000-I)

29. Σήμερα, το Δικαστήριο κατέληξε επανειλημμένα ότι η εφαρμογή από τα εσωτερικά δικαστήρια των τυπικών προϋποθέσεων μίας προσφυγής είναι ικανή να επιφέρει παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει όταν η ερμηνεία της νομιμότητας  είναι τόσο τυπική που εμποδίζει εκ των πραγμάτων την εξέταση της ουσίας της προσφυγής του ενδιαφερομένου. (Běleš et autres c. République tchèque, no 47273/99, § 69, CEDH 2002-IX ; Zvolský et Zvolská c. République tchèque, no 46129/99, § 55, CEDH 2002‑IX) Έτσι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μίας αιτήσεως αναιρέσεως μπορούν να είναι αυστηρότερες από εκείνες μίας Εφέσεως. (Běleš et autres c. République tchèque, précité, § 62).

β. Εφαρμογή εν προκειμένω των ανωτέρω αρχών

30. Το Δικαστήριο κρίνει χρήσιμο να υπενθυμίσει ότι ο προσφεύγων ενώπιον του Αρείου Πάγου βεβαίωσε ότι το ποσό των 161.408 ευρώ που επιδικάστηκε ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αντιστοιχεί σε 6 χρόνων εισοδήματα ενός καλά αμειβόμενου στελέχους ή σε 6 χρόνων μισθωμάτων από ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να αντικρούσει το επιχείρημα ότι το εν λόγω ποσό ήταν υπερβολικό. Στη συνέχεια ο Αρειος Πάγος απέρριψε το λόγο αναιρέσεως ως αόριστο, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να αναφέρει κατά πόσο το Εφετείο είχε δεχθεί την αλήθεια των ισχυρισμών του αναφορικά με το πόσο σημαντικό ήταν το επιδικασθέν ποσό.

31. Το Δικαστήριο θεωρεί εν προκειμένω, ότι το έργο του συνίσταται στην εξέταση εάν ο Αρειος Πάγος απορρίπτοντας τον λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βασίζονταν στην μη αναλογικότητα του επιδικασθέντος για την ηθική βλάβη ποσού, στέρησε από τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα να εξεταστεί η ουσία του αναιρετικού του λόγου. Προκειμένου λοιπόν να προχωρήσει στην εξέταση αυτή το Δικαστήριο θα στηριχθεί στον επιβεβλημένο, από τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης της δικαιοσύνης,  περιορισμό. 

32. Πρωτίστως, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι φαίνεται εξ αρχής λογικό ο Αρειος Πάγος να απαιτεί από τον αναιρεσείοντα όπως εκθέσει στο αναιρετήριο  τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έγιναν δεκτά από το Εφετείο. Σε αντίθετη περίπτωση, το Ανώτατο δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση με κανένα τρόπο να ασκήσει τον αναιρετικό επί της αποφάσεως έλεγχο του. Θα υποχρεούνταν να επαναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και να τα ερμηνεύσει το ίδιο σε σχέση με τον εφαρμοστέο από το Εφετείο κανόνα δικαίου. Η υπόθεση αυτή δεν ευσταθεί διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το Ανώτατο δικαστήριο θα έπρεπε να σχηματίσει το ίδιο του αναιρετικούς λόγους τους οποίους στη συνέχεια θα εξέταζε. Τελικά, ο νομολογιακός κανόνας, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, συμβαδίζει με την ιδιαιτερότητα του ρόλου του Αρείου Πάγου, του οποίου ο έλεγχος περιορίζεται στην τήρηση του δικαίου. (Brechos c. Grèce (déc.), no 7632/04, 11 avril 2006).

33. Εντούτοις, εν προκειμένω, θα ήταν δύσκολο να ισχυριστούμε ότι ο αναιρετικός λόγος δημιουργούσε στον Αρειο Πάγο την υποχρέωση να επαναφέρει τα πραγματικά περιστατικά. Σύμφωνα με το Δικαστήριο δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πρώτον ο ισχυρισμός που αναφέρεται στα έσοδα ενός καλοπληρωμένου στελέχους και στα ληφθέντα, από την μίσθωση ενός διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας, μισθώματα δεν αποτελούσαν πραγματικά περιστατικά που σχετίζονταν με τη διαφορά. Αντιθέτως, προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, υπό τη μορφή διδαγμάτων της κοινής πείρας, προκειμένου να ελεγχθεί ο λόγος του ενδιαφερομένου από την άποψη ότι το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για την ηθική βλάβη παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί αποτελούσαν μέρος του λόγου και όχι πραγματικά περιστατικά τα οποία θα έπρεπε να είχαν προηγουμένως εκτεθεί από το Εφετείο έτσι ώστε το Ανώτατο δικαστήριο να μπορέσει να ασκήσει τον έλεγχό του.

34. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου είχε επισυναφθεί στην αίτηση αναιρέσεως. Ο Ανώτατος δικαστής ήταν λοιπόν σε θέση εύκολα να συμβουλευτεί το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και να επαληθεύσει την ακρίβεια των ισχυρισμών που περιέχονταν στην αίτηση αναιρέσεως. (Zouboulidis c. Grèce, no 77574/01, § 29, 14 décembre 2006)

35. Υπό το φως των παραπάνω εκτιμήσεων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο δεν βρισκόταν σε αναλογία με τον σκοπό διαφύλαξης της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης της δικαιοσύνης.

36. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως, όσο αναφορά το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντα σε δικαστήριο.

ΙΙ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

37. Ο προσφεύγων καταγγέλλει την παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης λόγω της καταδίκης του από τα αστικά δικαστήρια στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον **. Αναφέρει το άρθρο 10 της Συμβάσεως το οποίο ορίζει:   

« 1. Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.

2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπόμενους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»

 

Α. Παραδεκτό

38. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος υπό την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο σημειώνει εξάλλου ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο μη παραδεκτού. Συμφωνεί λοιπόν, και τον κηρύσσει παραδεκτό.

B. Επί της ουσίας

1. Επιχειρήματα των μερών

39. Ο προσφεύγων βεβαιώνει ότι η υπόθεση αφορά την κατάφορη παραβίαση του δικαιώματός του να εκφράζεται ελεύθερα. Εκτιμά ότι δεν μπορεί να καθίσταται υπεύθυνος για τις δηλώσεις ενός τρίτου προσώπου κατά τη διάρκεια μίας ραδιοφωνικής εκπομπής στην οποία ήταν παρουσιαστής. Επιπλέον βεβαιώνει ότι οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις έγιναν στα πλαίσια μίας πολιτικής συζήτησης και αφορούσαν την δημόσια δραστηριότητα ενός προσώπου το οποίο ήταν αναμφισβήτητα δημόσιο πρόσωπο.

40. H Κυβέρνηση βεβαιώνει, πρώτον, ότι η αμφισβητούμενη επέμβαση βασίζονταν στον νόμο και ειδικότερα στα άρθρα 57,914 και 932 του Αστικού Κώδικα καθώς και στο άρθρο 4§10 του Ν. 2328/1995 σε συνδυασμό με το μοναδικό άρθρο του Ν. 1178/1981. Επίσης, θεωρεί ότι επεδίωκε ένα νόμιμο σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 10§2 της Συμβάσεως, δηλαδή την προστασία της υπόληψης και συγκεκριμένα της υπόληψης του **. Αναφορικά με την αναγκαιότητα του περιοριστικού μέτρου, η Κυβέρνηση ανταπαντά ότι οι εν λόγω δηλώσεις αποτελούσαν αβάσιμες αξιολογικές κρίσεις. Προσθέτει, πως παρόλο που ο προσφεύγων γνώριζε εκ των προτέρων τις πολιτικές θέσεις του καλεσμένου του, επέτρεψε τη διατύπωση υβριστικών εκφράσεων εκ μέρους του ** προς τον ** χωρίς να προσπαθήσει να τον διακόψει ή να απαιτήσει να ανακαλέσει. Για την Κυβέρνηση το επιδικασθέν από τα εσωτερικά δικαστήρια ποσό για την  αποκατάσταση της ηθική βλάβη ήταν ανάλογο των υβριστικών εκφράσεων και του γεγονότος ότι ελέχθησαν κατά τη διάρκεια μίας ραδιοφωνικής εκπομπής εθνικής εμβέλειας.

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α. Γενικές αρχές

41. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο ρόλος του συνίσταται να δικάζει σε τελευταίο βαθμό επί του κατά πόσο ένας «περιορισμός» της ελευθερίας έκφρασης μπορεί να συμβιβαστεί με το άρθρο 10 της Συμβάσεως. Για να το κάνει, εξετάζει την αμφισβητούμενη επέμβαση σε ξένες υποθέσεις υπό το φως του συνόλου της υποθέσεως έτσι ώστε να καθορίσει εάν ήταν «ανάλογος με τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό» και εάν τα επιχειρήματα των εθνικών αρχών για να τον αιτιολογήσουν εμφανίζονται ως «επαρκή και ουσιαστικά». Το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί ότι οι εθνικές αρχές εφήρμοσαν κανόνες σύμφωνους με αυτούς του άρθρου 10 και βασιζόμενες σε μία αποδεκτή εκτίμηση των ορθών πραγματικών περιστατικών (Steel et Morris c. Royaume-Uni, no 68416/01, § 87, CEDH 2005‑II).

42. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εκ των προτέρων τον καθοριστικό ρόλο του τύπου εντός μίας δημοκρατικής κοινωνίας, ρόλο δημόσιου «φύλακα»  (βλ. Bladet Tromso et Stensaas c. Norvège [GC],  no 21980/93, § 62, CEDH 1999-III). Εξ αιτίας του ρόλου αυτού του τύπου, η ελευθερία των δημοσιογράφων, εμπεριέχει την χρήση μίας δόσης υπερβολής, πρόκλησης. (Gawęda c. Pologne, no 26229/95, § 34, CEDH 2002‑II).

43. Όσο αναφορά την φύση δηλώσεων που θα μπορούσαν να προσβάλλουν την υπόληψη ενός ατόμου, το Δικαστήριο διακρίνει παραδοσιακά μεταξύ των γεγονότων και των αξιολογικών κρίσεων. Εάν η υλική υπόσταση των πρώτων μπορεί να αποδειχθεί, οι δεύτερες δεν επιδέχονται απόδειξη της ακρίβειάς τους. Όταν μία δήλωση αναλύεται σε αξιολογική κρίση, η αναλογία της επέμβασης σε ξένες υποθέσεις μπορεί να εξαρτάται από μία πραγματική βάση, διότι άνευ της βάσεως αυτής, μία  αξιολογική κρίση μπορεί να αποδειχθεί υπερβολική  (βλ. πχ , Feldek c. Slovaquie, no 29032/95, §§ 75-76, CEDH 2001-VIII).

44. Επιπλέον στα πλαίσια μίας διαδικασίας που αφορά δυσφήμηση ή εξύβριση, το Δικαστήριο πρέπει να ζυγίσει ορισμένους συμπληρωματικούς παράγοντες κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας του μέτρου. Πρώτον όταν πρόκειται για τον τρόπο μετάδοσης των λεχθέντων το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ μίας εκπομπής απευθείας μεταδιδόμενης και  μίας μαγνητοσκοπημένης εκπομπής. Όταν πρόκειται για προφορικές δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια μίας απευθείας μεταδιδόμενης εκπομπής, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το παραπάνω στοιχείο στερεί από τον παρουσιαστή της  την ευκαιρία να τις  επαναδιατυπώσει, να τις τελειοποιήσει, ή να τις αποσύρει πριν δημοσιοποιηθούν  (βλ., Fuentes Bobo c. Espagne, no 39293/98, § 46, 29 février 2000 ; Gündüz c. Turquie, no 35071/97, § 49, CEDH 2003‑XI).

45. Δεύτερον  όσον αφορά το αντικείμενο των αμφισβητούμενων λεχθέντων το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα όρια μίας ανεκτής κριτικής στο πρόσωπο ενός πολιτικού, υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι ευρύτερα από εκείνα που αφορούν ένα απλό πολίτη, σε αντίθεση με τον δεύτερο, ο πρώτος εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά σε ενδελεχή έλεγχο των πράξεών του των κινήσεων του τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από τους πολίτες. Οφείλει κατά συνέπεια να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή (Lingens c. Autriche, arrêt du 8 juillet 1986, série A no 103, p. 26, § 42). Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση ενός πολιτικού αλλά εκτείνεται και σε κάθε πρόσωπο το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο πρόσωπο, δηλαδή αυτό που λόγω των πράξεων του (βλ. Krone Verlag GmbH & Co. KG c. Autriche, no 34315/96, § 37, 26 février 2002; News Verlags GmbH & Co.KG c. Autriche, no 31457/96, § 54, CEDH 2000‑I)  ή της θέσεως του (Verlagsgruppe News GmbH c. Autriche (no 2), no 10520/02, § 36, 14 décembre 2006), εισέρχεται στη σφαίρα την δημόσιας αρένας.

46. Τέλος το Δικαστήριο θεωρεί ότι κάθε απόφαση στην οποία επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση για δυσφήμηση πρέπει να εμφανίζει μία εύλογη σχέση αναλογικότητας με την προσβολή της υπόληψης (Tolstoy Miloslavsky c. Royaume-Uni, arrêt du 13 juillet 1995, série A no 316-B, pp. 75-76, § 49).  Επιπλέον προκειμένου να εκτιμηθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης ή των προστίμων στα οποία καταδικάζεται ο ενδιαφερόμενος, το Δικαστήριο συνυπολογίζει την προσωπική του κατάσταση και κυρίως τους μισθούς και εισοδήματά του όπως αυτά προκύπτουν από την εξέταση του φακέλου της υπόθεσης (βλ., Steel et Morris c. Royaume-Uni, précité, § 96 ; Marônek c. Slovaquie, no 32686/96, § 58, CEDH 2001‑III).

 

β. Εφαρμογή εν προκειμένω των ανωτέρω αρχών

47. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα μέρη συμφωνούν ότι οι εν λόγω αποφάσεις των εσωτερικών δικαστηρίων αποτελούν παρέμβαση στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης του προσφεύγοντα. Εξάλλου δεν αμφισβητείται ότι παρέμβαση « προβλέπονταν από τον νόμο » από τα άρθρα 57, 914 και 932 του Αστικού Κώδικα καθώς και από το άρθρο  4 § 10 του Ν 2328/1995 σε συνδυασμό με το μοναδικό άρθρο του Ν 1178/1981. Τέλος το εν λόγω περιοριστικό μέτρο είχε νόμιμο σκοπό υπό το πρίσμα του άρθρου  10§2 της Συμβάσεως, δηλαδή την προστασία της υπόληψης, εν προκειμένω του **.

48. Τα μέρη επικέντρωσαν την επιχειρηματολογία τους στην αναγκαιότητα της εν λόγω επέμβασης. Το Δικαστήριο θα ασχοληθεί κυρίως με το ερώτημα εάν η επέμβαση ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και αν τα επιχειρήματα που προέβαλλαν τα εσωτερικά δικαστήρια προκειμένω να την αιτιολογήσουν είναι αρκετά και επαρκή. Ειδικότερα, θα λάβει υπόψη την φύση των λεχθέντων, τον τρόπο μετάδοσης τους, το καθεστώς και το αντικείμενό τους και τέλος την αναλογικότητα της επιδικασθείσας χρηματικής αποζημίωσης.

49. Όσο αναφορά τη φύση των λεχθέντων το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εκφράσεις «παράλληλο κράτος», « φωνασκούντες κακούργοι του τύπου» και « ψευδοπατριώτες νευροπαθείς» είναι αξιολογικές κρίσεις μη ικανές να αποδειχθούν και όχι γεγονότα των οποίων το υλικό στοιχείο επιδέχεται αποδείξεως. Επιπλέον ο ** ρητά ανέφερε ότι οι όροι « φωνασκούντες κακούργοι του τύπου» και « ψευδοπατριώτες νευροπαθείς» είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από έναν άλλο δημοσιογράφο, με τους οποίους είχε χαρακτηρίσει το 1894 τους οπαδούς της «Μεγάλης Ιδέας», σχέδιο που έλαβε τέλος το 1922 με την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία. Είναι λοιπόν προφανές, ότι χρησιμοποιώντας τους όρους αυτούς ο **, ήθελε να παραλληλίσει την πολιτική κατάσταση της εποχής με εκείνη που υπήρχε στην Ελλάδα το 1922.

50. Τα λεχθέντα δεν στερούνταν πλήρως πραγματικής βάσεως. Τουναντίον, ο ** είχε συναντήσει τον Οτσαλάν κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Κένυα προκειμένου να του μεταβιβάσει μηνύματα και έγγραφα, μετά δε την σύλληψή του κ. Οτσταλάν από τις τουρκικές δυνάμεις, παρεχώρησε αρκετές συνεντεύξεις επί του θέματος αυτού στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τέλος το Δικαστήριο δεν παραλείπει το γεγονός ότι τα εσωτερικά δικαστήρια δεν έκαναν καμία διάκριση μεταξύ « γεγονότων» και « αξιολογικών κρίσεων» αλλά αναζήτησαν μόνο εάν οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν από τον ** θα μπορούσαν να προσβάλλουν την προσωπικότητα και την φήμη του ενάγοντος.  

51. Σχετικά με τον τρόπο διάδοσης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα λεχθέντα διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια μίας ραδιοφωνικής εκπομπής πολιτικού χαρακτήρα. Η εκπομπής στόχευε στην ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Επίσης οι αμφισβητούμενοι σχολιασμοί ήταν προφορικές δηλώσεις που έγιναν από τρίτο πρόσωπο κατά την διάρκεια μίας απευθείας μεταδιδόμενης εκπομπής, γεγονός που αφαίρεσε την δυνατότητα του προσφεύγοντα να τις ανακαλέσει στον αέρα (βλ., Gündüz c. Turquie, précité, § 49).  Επί του θέματος αυτού, το Δικαστήριο  θεωρεί ότι η ευθύνη του δημοσιογράφου-συντονιστή δεν συμπίπτει με εκείνη του προσώπου που είπε τα συγκεκριμένα λόγια υβριστικού και δυσφημιστικού χαρακτήρα, πιθανώς κρατώντας μία μαχητική στάση.        Πράγματι το γεγονός να απαιτείται γενικώς οι δημοσιογράφοι να αποστασιοποιούνται συστηματικά  και ουσιαστικά του περιεχομένου μίας αναφοράς ικανής να προσβάλλει τρίτους, να τους προκαλέσει ή να προσβάλλει την τιμή τους δεν συνάδει με τον ρόλο του τύπου που συνίσταται στην πληροφόρηση επί γεγονότων, απόψεων και ιδεών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή (βλ. Jersild c. Danemark, arrêt du 23 septembre 1994, série A no 298, p. 25, § 35 ; Thoma c. Luxembourg, no 38432/97, § 64, CEDH 2001‑III). Μία τέτοιου είδους απαίτηση θα έθετε ένα υπερβολικά βαρύ καθήκον στον δημοσιογράφο-συντονιστή μίας εκπομπής ο οποίος θα απέφευγε πιθανότατα να έρθει σε επαφή με πρόσωπα ικανά να εκφράσουν την άποψή τους μάχιμα και κατά τρόπο υπερβολικό, φοβούμενος να θεωρηθεί ως υπεύθυνος.  Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να στερήσει την κοινωνία από την μετάδοση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ζωντανών πολιτικών αντιπαραθέσεων, οι οποίες αποτελούν τροφή της δημοκρατίας.   

52. Εξ άλλου όσο αναφορά το καθεστώς του στόχου των αμφισβητούμενων λεχθέντων το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο ενάγων είχε μία προσωπική σχέση με τον κ. Οτσαλάν, είχε παραχωρήσει συνεντεύξεις επί του θέματος αυτού, και στο παρελθόν ήταν υποψήφιος βουλευτής στις κοινοβουλευτικές και ευρωβουλευτικές εκλογές. Ως εκ τούτου ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας « απλός πολίτης » αλλά περισσότερο ως ένα πολιτικό πρόσωπο που συμμετείχε στην επικαιρότητα. Υπενθυμίζει επίσης ότι επρόκειτο για την πολιτική επικαιρότητα και για ένα θέμα που είχε μονοπωλήσει την εποχή εκείνη το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αναμφίβολα λοιπόν χωρίς να απευθύνονται σε ένα στην κυριολεξία πολιτικό πρόσωπο, εντάσσονταν στα πλαίσια μίας διαμάχης ιδιαίτερου δημοσίου ενδιαφέροντος. (βλ. Selistö c. Finlande, no 56767/00, § 51, 16 novembre 2004).

53. Τέλος, όσο αναφορά την σχέση αναλογικότητας μεταξύ του επιδικασθέντος ποσού και της προσβολής της φήμης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα αρμόδια δικαστήρια καταδίκασαν εις ολόκληρον τους εναγόμενους και μεταξύ αυτών τον προσφεύγοντα στην καταβολή στον ενάγοντα του ποσού των 55.000.000 εκατομμυρίων δραχμών (161.408 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση . Το Δικαστήριο σημειώνει ότι πρώτον τα δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντα κατά τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης. Αντιθέτως τα αρμόδια δικαστήρια εξίσωσαν την οικονομική κατάσταση των εναγομένων, του προσφεύγοντα δηλαδή και της ιδιοκτήτριας εταιρείας του ραδιοφωνικού σταθμού. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η εφαρμογή από τα εσωτερικά δικαστήρια μίας « μίνιμουμ χρηματικής αποζημίωσης» ( εν προκειμένω 147.000 ευρώ) στέρησε τον προσφεύγοντα από τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η βλάβη που υπέστη ο ** ήταν ενδεχομένως κατώτερη του ποσού αυτού.

54. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές δεν προέβαλαν τα απαραίτητα και επαρκή επιχειρήματα για να αιτιολογήσουν την καταδίκη του προσφεύγοντα από τα αστικά δικαστήρια στην καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στον ** και ότι αυτή δεν αντιστοιχούσε σε μία «επιτακτική κοινωνική ανάγκη».

Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως.

ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

55. .....

Α. Ζημία

56. Ο προσφεύγων ζητά 42.237, 48 ευρώ για την υλική ζημία, την οποία, όπως ισχυρίζεται, υπέστη και τα οποία κατανέμει ως εξής:

i. 41.067,48 ευρώ, ποσό που κατέβαλε ο ίδιος στον ** και το οποίο αντιστοιχούσε σε ένα μέρος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδίκασαν τα εσωτερικά δικαστήρια. Το ποσό αυτό είχε προσδιοριστεί μετά από συμφωνία μεταξύ του **, του προσφεύγοντα και των υπολοίπων εναγομένων στα πλαίσια της εσωτερικής διαδικασίας.  

ii.  1.170 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου.

57. Σχετικά με την ηθική βλάβη, ο προσφεύγων ζητά 30.000 ευρώ λόγο της ψυχικής ταλαιπωρίας και της στενοχώριας που βίωσε κατά την διάρκεια της διαδικασίας. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι κατά την μακρά περίοδο ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων, αποτέλεσε αντικείμενο μίας διαδικασίας που είχε ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της επαγγελματικής του υπόληψης. Αδυνατώντας να καταβάλει στον ** την οφειλόμενη αποζημίωση, ο τελευταίος προχώρησε σε κατάσχεση της οικίας του. Εν συνεχεία ο προσφεύγων βεβαιώνει ότι χρειάστηκε να δανειστεί από τους συγγενείς του και από τον φιλικό του κύκλο το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού. Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι η διαπίστωση παραβιάσεως θα αποτελούσε αυτή καθεαυτή δίκαιη ικανοποίηση.

58. Το Δικαστήριο διαπιστώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβίασης του άρθρου 10 και της υποχρέωσης καταβολής του προσφεύγοντα  41.067,48 ευρώ προς αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη ο ** καθώς και 1.170 ευρώ για τα έξοδα ενώπιον του Αρείου Πάγου. Πρέπει κατά συνέπεια να επιδικαστεί το ποσό των 42.238 ευρώ στον προσφεύγοντα, πλέον κάθε ποσού από οφειλόμενους τόκους.  

       60. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η  ίδια η αναγνώριση της παραβίασης του άρθρου 10 της Συμβάσεως αποτελεί δίκαιη και επαρκή ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο ενδιαφερόμενος  (Thoma c. Luxembourg, précité, § 74).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΩΣ,

1. Δέχεται την προσφυγή.

2. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως.

3. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως.

4. Κρίνει ότι

α) το εναγόμενο Κράτος υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα προς το άρθρο 44 § 2 της Συμβάσεως, 42.238 ευρώ (σαράντα δύο χιλιάδες διακόσια τριάντα οκτώ ευρώ) για υλική ζημία και 7.000 ευρώ (επτά χιλιάδες ευρώ) για έξοδα και δικαστική δαπάνη, πλέον οιουδήποτε ποσού δυναμένου να οφείλεται για φόρο,

β) από της εκπνοής της προθεσμίας αυτής και μέχρι της καταβολής, το ποσό αυτό θα προσαυξάνεται με απλό τόκο ίσο προς το ισχύον κατ' αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες


5. Απορρίπτει το αίτημα περί δικαίας ικανοποιήσεως κατά τα λοιπά...”

 Σημείωση

1. Σύντομο ιστορικό της διαφοράς.

1.1. Σε «ζωντανή» ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΤ της 24.3.1999, της οποίας παρουσιαστής ήταν ο προσφεύγων δημοσιογράφος Λ. έδωσε συνέντευξη ο επίσης δημοσιογράφος Ε.Β. Η συζήτηση αφορούσε, μεταξύ άλλων και την τότε επίκαιρη υπόθεση «Οτσαλάν», πρώην ηγέτη του κουρδικού PKK.

1.2. Ο συνεντευξιαζόμενος δημοσιογράφος Ε.Β., στα πλαίσια της συνέντευξης είπε τα εξής σχετικά με τον Φ.Κ., δικηγόρο, ασχολούμενο παράλληλα και με την πολιτική: «Πρέπει να εξαρθρωθεί το παρακράτος. Δεν μπορεί να κυβερνάει τη χώρα, δεν είναι Ελλάδα, ο Ν., ο Λ., ο Φ., ο παρακρατικός Φ.Κ. Αυτοί είναι, όπως θα τους έλεγε ο Βλάσσης Γαβριηλίδης, οι φωνασκούντες κακούργοι του τύπου, τώρα είναι των Media, θα μπορούσαμε να το πούμε στα σημερινά και νευροπαθείς ψευδοπατριώτες, έτσι τους  χαρακτήριζαν».

1.3. Ο δικηγόρος Φ.Κ. άσκησε κατά του δημοσιογράφου Λ. αγωγή με την οποία ζητούσε χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης ποσού 150.000.000 δραχ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την απόφασή του 3830/2001 έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του και επιδίκασε ποσό 50.000.000 δραχ. (το οποίο είναι και το minimum επί προσβολών με όργανο την πανελλήνιας εμβέλειας TV).

1.4. Το Εφετείο Αθηνών, με την απόφασή του 3131/2002 έκανε εν μέρει δεκτή έφεση του ενάγοντος και επιδίκασε ποσό 55.000.000 δραχ.

1.5. Ο Αρειος Πάγος, με την απόφασή του 772/2004, απέρριψε την αναίρεση του εναγομένου δημοσιογράφου Λ.

2. Οι ενδιαφέρουσες παραδοχές του Αρείου Πάγου.

2.1. Δέχθηκε ο Αρειος Πάγος, για την επιστήριξη του διατακτικού του, κατ' αρχήν ότι ο Ν. 2338/1995 προβέπει ως κατώτατο όριο της χρηματικής ικανοποίησης στη συγκεκριμένη περίπτωση το ποσό των 50.000.000. Συνεπώς, το Εφετείο, με το να επιδικάσει το μείζον ποσό των 55.000.000 δραχ. δεν παραβίασε την εν λόγω διάταξη.

2.2. Δέχθηκε επίσης ότι ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι με την ανωτέρω διάταξη, που θέτει ως κατώτατο όριο της χρηματικής ικανοποίησης το ποσό των 50.000.000 δραχ. παραβιάζεται η αρχή της «αναλογικότητας» μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού και επιβαλλόμενου μέτρου, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο επιδίκασε μείζον ποσό και συνεπώς δεν στήριξε σ' αυτή το διατακτικό του.

2.3. Επίσης ενδιαφέρον είναι και το σημείο της απόφασης του Αρείου Πάγου που αναφέρεται στο ορισμένο του λόγου αναιρέσεως από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος δημοσιογράφος Λ. είχε προτείνει, με λόγο αναιρέσεως, ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει το ποσό των 55.000.000 ευρώ, παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντ., σε συνδ. με τα άρθρ. 14 του ίδιου Συντ. και 10 της ΕΣΔΑ, που εισάγει την αρχή της «αναλογικότητας», μεταξύ επιδιωκόμενου ποσού και επιβαλόμενου μέτρου, «τη στιγμή που αποδεικνύονταν και άλλα πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένως, α) το ότι σε περιπτώσεις ατυχημάτων με συνέπεια τη σοβαρή και μόνιμη βλάβη της υγείας κάποιου τα ελληνικά δικαστήρια επιδίκαζαν ποσά χρηματικής ικανοποιήσεως πολύ μικρότερα ... και β) το ότι το προαναφερόμενο ποσό .... αντιστοιχούσε σε μισθούς 6 ετών και άνω ενός καλά αμειβόμενου εργαζομένου στην Ελλάδα ή σε μισθώματα 6 ετών και άνω ενός διαμερίσματος στην Αθήνα».

2.4. Όπως είναι γνωστό, δέχεται πάγια ο Αρειος Πάγος ότι σε περίπτωση που με το λόγο αναιρέσεως αποδίδεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου με την ουσιασιατική του κρίση, θα πρέπει στο λόγο αναιρέσεως να αναφέρονται και τα πραγματικά γεγονότα που εκείνο δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ή μη, υπό τα οποία συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση (βλ. αντί άλλων ΟλΑΠ 32/96). Σε ακολουθία αυτής της μείζονας σκέψης του δικανικού του συλλογισμού ο Αρειος Πάγος απέρριψε ως αόριστο τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, «διότι δεν αναφέρεται σ' αυτόν κατά πόσο το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα τα ως άνω υπό στοιχ. α και β πραγματικά γεγονότα, υπό τα οποία και συντελέστηκα, κατά τις απόψεις του αναιρεσείοντος, η προβαλλόμενη παραβίαση».

3. Η προσφυγή στο ΕΔΔΑ του δημοσιογράφου Λ.

3.1. Ο εν λόγω δημοσιογράφος άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, επικαλούμενος παραβίαση των δικαιωμάτων του της ελευθερίας έκφρασης και της ελεύθερης πρόσβασης στα δικαστήρια.

3.2. Ως προς το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, το παράπονο του προσφεύγοντος συνίσταται στο ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε καθόλου τον τρόπο κατά τον οποίο ήχθη στην επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

3.3. Ως προς την ελευθερία έκφρασης, εκφέρει το παράπονο ότι ως παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής πολιτικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για απόψεις που εξέφρασε τρίτος, σχετικά με πρόσωπο δημόσιου ενδιαφέροντος.

4. Η απόφαση του ΕΔΔΑ.

4.1. Επί του λόγου της προσφυγής για παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης στα εθνικά δικαστήρια.

4.1.1. Κατ' αρχήν το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι μια «φορμαλιστική» ερμηνεία των εθνικών κανόνων, για την άσκηση των ενδίκων μέσων δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο στην πρόσβαση του διαδίκου στα δικαστήρια.

4.1.2. Αναγνωρίζει το ΕΔΔΑ ότι ο νομολογιακός κανόνας, κατά τον οποίο ο αναιρεσείων πρέπει να εκθέτει στο αναιρετήριο τα γενόμενα από το Εφετείο περιστατικά, συμβιβάζεται με το ρόλο του Αρείου Πάγου, του οποίου ο έλεγχος περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.

4.1.3. Εκτιμά όμως το ΕΔΔΑ ότι η παραδειγματική αναφορά των περιπτώσεων των 6 ετών μισθού ή ενοικίου διαμερίσματος, δεν αποτελούσαν γεγονότα της βάσης της δικαστικής διαφοράς, αλλά προτάθηκαν για πρώτη φορά στον Αρειο Πάγο για να ενισχύσουν το παράπονο του αναιρεσείοντος σχετικά με το ύψος του επιδικασθέντος ποσού της χρηματικής ικανοποίησης που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Επίσης εκτιμά το ΕΔΔΑ ότι σε κάθε περίπτωση ο ανώτατος δικαστής μπορούσε, σε κάποιο μέτρο, να καταφύγει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να επαληθεύσει ενδεχομένως την ακρίβεια πραγματικού ισχυρισμού που περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως.

4.1.4. Και καταλήγει το ΕΔΔΑ στην εκτίμηση ότι ο τεθείς περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς το σκοπό της διασφάλισης της νομικής ασφάλειας και της καλής διοίκησης της δικαιοσύνης.

4.2. Επί του λόγου της προσφυγής για παρεμπόδιση της ελευθερίας της έκφρασης των ΜΜΕ.

4.2.1. Κατ' αρχήν το ΕΔΔΑ διακρίνει μεταξύ των προφορικών δηλώσεων που γίνονται σε απ' ευθείας μετάδοση και εκείνων που γίνονται σε μαγνητοσκοπημένες εκπομπές, όπου ο παρουσιαστής έχει δυνατότητες ελέγχου τους πριν από τη μετάδοση.

4.2.2. Σε δεύτερο στάδιο, επισημαίνεται ότι τα όρια της κριτικής που αναφέρεται σε ένα πολιτικό πρόσωπο υπό αυτή του την ιδιότητα ή γενικά σε κάθε προσωπικότητα δημόσιου ενδιαφέροντος, είναι ευρύτερα από εκείνα της κριτικής που αναφέρεται σε ένα απλό κοινωνό.

4.2.3. Τέλος, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι κάθε απόφαση που αναφέρεται σε χρηματική ικανοποίηση για δυσφήμηση πρέπει να εμφανίζει μια λογική αντιστοιχία αναλογικότητας προς την προσβολή που προκλήθηκε στη υπόληψη. Και επί πλέον, προκειμένου να εκτιμήσει τη σπουδαιότητα της χρηματικής ικανοποίησης κ.λπ. που επιδικάστηκαν σε βάρος του καταδικασθέντος, το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη την προσωπική του κατάσταση και ιδίως τα εισοδήματα και τα οικονομικά του μέσα που προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.

4.2.4. Στη συνέχεια των ανωτέρω γενικών του παραδοχών, το ΕΔΔΑ προβαίνει σε απ' ευθείας εκτιμήσεις επί της υπόθεσης της προσφυγής. Κατ' αρχήν χαρακτηρίζει τα αναφερθέντα στην εκπομπή σε βάρος του προσβληθέντος Φ.Κ. ως αξιολογικές κρίσεις που δεν είναι δεκτικές απόδειξης, παρατηρεί δε ότι τα Ελληνικά δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση δεν έχουν κάνει μια τέτοια διάκριση. Παρατηρεί επίσης ότι η εκπομπή ήταν βήμα ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και μεταδιδόταν επ' ευθείας και συνεπώς ο παρουσιαστής δεν είχε τη δυνατότητα να αποσύρει αμέσως τη μετάδοση των προσβλητικών χαρακτηρισμών. Κρίνει ότι ο φερόμενος ως παθών είναι προσωπικότητα της επικαιρότητας, αφού υπήρξε και υποψήφιος για την Ευρωβουλή, είχε δε και προσωπική σχέση με τον Οτσαλάν.

4.2.5. Εν τέλει, το ΕΔΔΑ, για τη σχέση αναλογικότητας του επιδικασθέντος ποσού των 55.000.000 δραχ. και της προσβολής της υπόληψης, παρατηρεί ότι τα Ελληνικά δικαστήρια δεν έκαναν καμία αναφορά στην οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος δημοσιογράφου κατά τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Επίσης, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι η εφαρμογή του minimum μέτρου των 50.000.000 στην αποζημίωση αποστέρησε τον προσφεύγοντα από τη δυνατότητα απόδειξης ότι η ζημία που υπέστη ο Φ.Κ. ήταν ενδεχομένως κατώτερη αυτού του ποσού. Και καταλήγει το ΕΔΔΑ ότι τα Ελληνικά δικαστήρια δεν παρέχουν κατάλληλες και επαρκείς αιτιολογίες προς δικαιολόγηση της καταδίκης του προσφεύγοντος σε χρηματική ικανοποίηση του Φ.Κ. και συνεπώς επήλθε παραβίαση του άρθρ. 10 της ΕΣΔΑ για την ελευθερία έκφρασης.

5. Κριτικές προσεγγίσεις.

5.1. Το ΕΔΔΑ εκθέτει πολύ χρήσιμες σκέψεις σχετικά: α) με την αοριστία των λόγω αναιρέσεως, στο μέτρο που εμφανίζεται ως εμπόδιο ελεύθερης πρόσβασης στα δικαστήρια, β) με την αρχή της αναλογικότητας και την επί του ζητήματος αυτού  αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων και γ) την ελευθερία έκφρασης των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

5.2.1. α) Η αοριστία των λόγων αναιρέσεως. Τελευταία οι καταδίκες της Χώρας μας για τη φορμαλιστική» προσέγγιση του Αρείου Πάγου στο ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης του διαδίκου ενώπιόν του είναι πολλές. Επισημαίνουμε την υπόθεση Perlala, απόφ. της 22.2.2007 (ΝοΒ 2007.520), την υπόθεση Ζουμπουλίδη, απόφ. της 14.122006 (ΝοΒ 2007.206) και την αναλυτική μονογραφία μου σε ΝοΒ 2007.28.

5.2.2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως φαίνεται από τα προεκτιθέμενα, ο Αρειος Πάγος απορρίπτει ως αόριστο το λόγο αναιρέσεως από τον αρ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρχή αναλογικότητας άρθρ. 25 παρ. 1 Συντ.). Κατ' αρχήν παρατηρείται ότι ο Αρειος Πάγος στην περί της οποίας ο λόγος απόφασή του έμμεσα δέχεται ότι μπορεί να ασκηθεί αναιρετικός έλεγχος για παράβαση της εν λόγω αρχής με την επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης σε μέτρο που δεν συμβιβάζεται με αυτή (γενικά όμως είναι γνωστή η διχογνωμία των Τμημάτων του ΑΠ). Όμως, απορρίπτει το λόγο αυτό ως αόριστο, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αποτελούν παραδοχές του Εφετείου. Στο σημείο τούτο, απαντάται μεθοδολογικό σφάλμα του Ακυρωτικού μας, αφού τα προαναφερθέντα στοιχεία του αναιρετηρίου (αντιστοίχηση της αποζημίωσης προς 6 έτη μισθών ή μισθωμάτων) ήταν προφανές ότι αποτελούν απλό επιχείρημα του αναιρεσείοντος για να καταδειχθεί η κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επιδίκαση του πράγματι (;) υπερβολικού ποσού των δραχ. 55.000.000. Αλλωστε, όπως επισημαίνει το ΕΔΔΑ, δεν ήταν και πολύ δύσκολο στον Αρειο Πάγο να προσφύγει στην ανάγνωση της απόφαση του Εφετείου. Έτσι, καταλήγει το ΕΔΔΑ με την τυπολατρία του Αρείου Πάγου, ο προσφεύγων στερήθηκε, κατά παράβαση του άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στα δικαστήρια.

5.3.1. β) Η αρχή της αναλογικότητας και η αιτιολόγηση της απόφασης. Η απόφαση του ΕΔΔΑ ευθέως και με απόλυτη σαφήνεια δέχεται ότι τα εθνικά δικαστήρια (και ο Αρειος Πάγος) πρέπει, κατά τη συγκεκριμενοποίηση του προσήκοντος ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη σχέση αναλογικότητας του επιδικασθέντος ποσού και της προσβολής της υπόληψης. Περαιτέρω δε ότι πρέπει να αναφέρονται και στα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης του υπόχρεου. Τέλος δε το ΕΔΔΑ αποφαίνεται ότι η εφαρμογή του minimum μέτρου των 50.000.000 στην αποζημίωση αποστερεί το διάδικο από τη δυνατότητα απόδειξης ότι η ζημία που υπέστη ο αντίδικός του ήταν ενδεχομένως κατώτερη αυτού του ποσού.

5.3.2. Παρατηρούμε ότι οι αν λόγω παραδοχές της απόφασης του ΕΔΔΑ αποτελούν πλέον έναυσμα επαναπροσδιορισμού της κατεύθυνσης της νομολογίας του Αρείου Πάγου σε τρία σημεία:

1) Στην εμπέδωση της άποψης ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται από τα δικαστήρια σε κάθε περίπτωση και η παραβίασή της αποτελεί ελάττωμα της απόφασης του ουσιαστικού δικαστηρίου, που ελέγχεται μέσω των αναιρετικών λόγων του άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ.

2) Πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου οι οικονομικοί όροι του υπόχρεου σε αποζημίωση και δεν αρκεί η μέχρι σήμερα απλή αναφορά ότι λήφθηκαν αυτοί υπόψη (βλ. αντί άλλων ΑΠ 289/97 ΝοΒ 1998.629· 440/2007 κ.λπ.).

3) Πρέπει να παγιωθεί η άποψη (βλ. ΑΠ 698/2007) ότι το κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης που προβλέπεται από το νόμο (λ.χ. 1178/81 για προσβολές δια του τύπου), μπορεί να μην τηρηθεί από τα δικαστήρια, αν τούτο επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας.

5.4. Η ευθύνη του Ελληνικού Κράτους. Παρόλο που κατά το εσωτερικό μας δίκαιο το Ελληνικό Δημόσιο δεν φέρει ευθύνη για τη ζημία που προκλήθηκε από αποφάσεις των δικαστηρίων του, αλλά προσωπική ευθύνη φέρουν μόνο οι δικάσαντες δικαστές (άρθρ. 99 του Συντάγματος), η ευθύνη του Ελληνικού Κράτους έναντι κάθε ζημιωθέντος από αποφάσεις των δικαστηρίων του, στηρίζεται στα άρθρ. 41 επ. της ΕΣΔΑ. Στην προκειμένη περίπτωση το ΕΔΔΑ καταδίκασε το εναγόμενο Ελληνικό Κράτος να καταβάλει στον προσφεύγοντα δημοσιογράφο το ποσό των 42.238 ευρώ που είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στον αντίδικό του, με βάση τις προαναφερόμενες αποφάσεις των δικαστηρίων του, καθώς και δικαστικά έξοδα 7.000 ευρώ.

Ένα ακριβό μάθημα για τη Χώρα μας, σχετικά με την έννοια των διατάξεων των άρθρ. 6 παρ. 1 και 10 της ΕΣΔΑ. Τι ποιητέον για το μέλλον; Θα εξακολουθούμε να αγνοούμε το υπερκείμενο δίκαιο της ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται από τα αρμόδια όργανα της Σύμβασης και ιδίως το ΕΔΔΑ;

Μιχαήλ Πολυκ. Μαργαρίτης

Αρεοπαγίτης ε.τ.