ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης - Εύη Παπαδημητρίου

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ

(Προσφυγή υπ’ αριθ. 28504/05)

Απόφαση της 11.10.2007

Πρόεδρος: Λ. Λουκαίδης,

Δικαστές: Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ, N. VAJIC, A. KOVLER, E. STEINER,

S. E. JEBENS, G. MALINVERNI

Δικηγόροι: Ι. Κούρτοβικ - Ι Μπακόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ

       Ελευθερία έκφρασης και περιορισμοί της.  Η ελευθερία έκφρασης αποτελεί ουσιαστικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και πρωταρχική προϋπόθεση της προόδου της καθώς  και της ανάπτυξης του ατόμου. Με την επιφύλαξη της § 2 του άρθρου 10 της Συμβάσεως, αυτή δεν ισχύει μόνο για τις εγκωμιαστικές, τις αδιάφορες ή ακίνδυνες «πληροφορίες» ή «ιδέες» αλλά και για εκείνες που σοκάρουν , θίγουν ή προκαλούν ανησυχία. Αυτό επιβάλλει ο πλουραλισμός, η επιείκεια και το ανοιχτό πνεύμα, που αποτελούν απαραίτητα συστατικά μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Οι περιορισμοί της ελευθερίας έκφρασης που προβλέπονται από  την § 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η αναγκαιότητα δε κάθε περιορισμού πρέπει να αποδεικνύεται με πειστικό τρόπο.

       Η καταδίκη της προσφεύγουσας από τα ελληνικά δικαστήρια,  επειδή αφηγήθηκε την επώδυνη εμπειρία της στον τύπο, σε στερητική της ελευθερίας ποινή, παρόλο που είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, αποτελεί μία δυσανάλογη ποινή, στα πλαίσια του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Δεν υφίσταται σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας να εκφράζεται ελεύθερα και του επιδιωκόμενου σκοπού όταν: α) επιβάλλεται ποινής φυλάκισης στην προσφεύγουσα επειδή αναφέρθηκε στα όσα υπέφερε,  παρότι εκφράστηκε με ωμές και σκληρές λέξεις  που όμως αντικατόπτριζαν τον τρόπο με τον οποίο η ίδια αντιλαμβάνετο την σοβαρότητα της κατάστασής της  και β) όταν  τα ελληνικά δικαστήρια δεν τοποθέτησαν τα λεχθέντα στο ιδιαίτερο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ούτε υπολόγισαν την ακριβή διάσταση της απόγνωσης στην οποία βρίσκονταν η προσφεύγουσα την ώρα που έκανε τις δηλώσεις της.

 

Κατά το ΕΔΔΑ: 1)  το εύλογο συμφέρον της προστασίας της υπόληψης και της προσωπικότητας του εμπλεκομένου στην υπόθεση ιατρού δεν επαρκούσε για να δικαιολογήσει την ποινική καταδίκη της προσφεύγουσας και 2) Θα ήταν επαρκής η προστασία της υπόληψης του ιατρού με την χρησιμοποίηση των προσφερομένων από το ελληνικό αστικό δίκαιο μέσων.

Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (κατά πλειοψηφία) και της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας (ομόφωνα). Επιδικάζεται στην προσφεύγουσα για ηθική βλάβη το ποσό των 8.000 ευρώ.

Διατάξεις: άρθρα 6 παρ. 1,  10 ΕΣΔΑ

 «...ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ

4. Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1951 και κατοικεί στον Πειραιά.

5. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1997, με σκοπό να μειώσει το μέγεθος του στήθους της, η προσφεύγουσα υπεβλήθη σε μαστοπλαστική, από τον ιατρό Χ. Αμέσως μετά την επέμβαση, ένοιωσε δυνατούς πόνους στο στήθος, οι μαστοί της εξοιδήθησαν και δυσκολευόταν να κινήσει τα χέρια της. Ο ιατρός Χ. την πληροφόρησε ότι  από τις ιστολογικές εξετάσεις προέκυπτε και στους δύο μαστούς η ύπαρξη καρκινικών κυττάρων και ότι έπρεπε να υποβληθεί σε εκτομή. Η προσφεύγουσα βεβαιώνει ότι στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι υπήρχε αρχόμενο καρκίνωμα στο έναν μόνο μαστό.

6. Στις 11 Δεκεμβρίου 1997, η προσφεύγουσα υπεβλήθη σε πλήρη μαστεκτομή από τον ιατρό Κ., ο ιατρός Χ. που ήταν επίσης παρών κατά τη διάρκεια της επεμβάσεως, τοποθέτησε στη συνέχεια δύο προθέματα σιλικόνης. Λίγες μέρες αργότερα η τομή στο δεξιό μαστό διερράγη. Στις 21 και 25 Δεκεμβρίου 1997, ο ιατρός Χ. την εγχείρησε ακόμη δύο φορές προκειμένου να αφαιρεθούν τα ράμματα.

7. Στις 31 Δεκεμβρίου 1997, η προσφεύγουσα οδηγήθηκε εκ νέου στο χειρουργείο διότι το πρόθεμα στον δεξιό μαστό διερράγη και υπήρξε εκροή. Με τοπική αναισθησία, ο ιατρός Χ. της αφαίρεσε τα προθέματα από τους δύο μαστούς. Η προσφεύγουσα υποφέρει σήμερα από τα σοβαρά επακόλουθα των επεμβάσεων. 

8. Στις 9 Ιουλίου 2001, η προσφεύγουσα κατέθεσε αγωγή αποζημιώσεως κατά του ιατρού Χ. και της ιδιωτικής κλινικής στην οποία έλαβαν χώρο οι εγχειρήσεις. Στις 11 Ιανουαρίου 2002, ο ιατρός Χ. κατέθεσε αγωγή αποζημιώσεως κατά της προσφεύγουσας ζητώντας το ποσό των 200.000.000. δραχμών (588.941 ευρώ) προς αποζημίωση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της αγωγής που κατέθεσε η προσφεύγουσα. Στις 15 Φεβρουαρίου 2002, η προσφεύγουσα κατέθεσε δεύτερη αγωγή αποζημιώσεως, αυτή τη φορά κατά του ιατρού Κ. που είχε κάνει την μαστεκτομή καθώς και κατά της κλινικής. Στις 20 Ιουνίου 2002, ο ιατρός Κ. κατέθεσε αγωγή αποζημιώσεως κατά της προσφεύγουσας.

9. Στις 29 Μαρτίου 2004 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε τη συνεκδίκαση των προαναφερόμενων αγωγών και διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (απόφαση υπ’ αρ. 1670/2004. Η διαδικασία εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου.

10. Εντωμεταξύ, λόγω του ότι ο ιατρός Χ. ήταν πασίγνωστος, η υπόθεση προκάλεσε το ενδιαφέρον του τύπου. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2002, οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες «Espresso» και « Traffic News», δημοσίευσαν δύο άρθρα σύμφωνα με τα οποία η προσφεύγουσα είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους που της πήραν συνέντευξη:

«Έτσι με άφησε ο Ιατρός Χ.», «γιατί προχώρησε σε μαστοπλαστική αφού αντιλήφθηκε ότι έπασχα από καρκίνο;», «Ο ιατρός Χ με έσφαξε σαν αρνί », «με έχει κατακρεουργήσει», «με κατέστρεψε», «φώναζα ότι θέλω να τον δω να του μιλήσω» «υγρό έτρεχε από το δεξιό μου στήθος».  

Η προσφεύγουσα βεβαιώνει ότι ορισμένες από τις παραπάνω εκφράσεις δεν ειπώθηκαν από εκείνη αλλά τις έγραψαν οι συντάκτες των άρθρων.

11. Μετά τη δημοσίευση των άρθρων αυτών  ο ιατρός Χ. κατέθεσε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της προσφεύγουσας, χωρίς ωστόσο να στραφεί εναντίον των εφημερίδων και των συντακτών των επίμαχων άρθρων.

12. Στις 9 Δεκεμβρίου 2002, κινήθηκε η ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας για συκοφαντική δυσφήμιση, πλημμέλημα που προβλέπεται από τα άρθρα 362 και 363 του ποινικού κώδικα (βλ. παρ. 18 κατωτέρω).

13.Στις 3 Ιουνίου 2003 πραγματοποιήθηκε η συζήτηση ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ο ιατρός Χ. δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής. Το δικαστήριο θεώρησε ότι «τα λεχθέντα, που μεταφέρθηκαν στον τύπο, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ιατρού Χ. και ότι [η προσφεύγουσα] γνώριζε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν ψευδείς».Την κήρυξε ένοχη και την καταδίκασε σε 13 μήνες φυλάκιση με αναστολή, καθώς και στα δικαστικά έξοδα, ύψους 73 ευρώ (απόφαση 45844/03). Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής.  

14. Στις 18 Μαρτίου 2004, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών μείωσε την ποινή που της είχε επιβληθεί, σε 5 μήνες φυλάκιση με αναστολή. Καταδίκασε επίσης την προσφεύγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων ύψους 220 ευρώ (απόφαση 2711/2004).

15. Στις 26 Απριλίου 2004, η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως. Προσκόμισε μεταξύ άλλων πολλές ιατρικές βεβαιώσεις αμφισβητώντας την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και τον τρόπο με τον οποίο το Εφετείο χειρίστηκε τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Υπογράμμισε επίσης το γεγονός ότι πολλές από τις φράσεις στις οποίες στηρίχθηκε η καταδίκη της δεν ήταν δικές της  αλλά  των συντακτών των επίμαχων άρθρων. Βεβαίωσε επίσης ότι το άρθρο 14 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, ισχύει και για τις αρνητικές κριτικές και ότι το γεγονός να εκφραστεί κάποιος δυσμενώς εναντίον ενός προσώπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συκοφαντική δυσφήμιση. Δήλωσε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να βλάψει τη υπόληψη του ιατρού Χ. και πίστευε το αληθές των δηλώσεων της.

16. Στις 10 Απριλίου 2005 ο Αρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως για το λόγο ότι ήταν αβάσιμη και καταδίκασε την προσφεύγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, ύψους 210 ευρώ (απόφαση υπ’ αρ. 18/2005). Η απόφαση αυτή καθαρογράφτηκε και επικυρώθηκε στις 8 Απριλίου 2005.

ΙΙ. ΟΙΚΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

17. Στο σχετικό άρθρο 14του Συντάγματος προβλέπεται: 

« 1. Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Kράτους»

18. Στις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα προβλέπεται: 

Αρθρο 362

«Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης»

Αρθρο 363

« Αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή (..).»

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ι. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΈΡΟΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΚΙΝΗΣΕ Η ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑ.

19. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι λόγω της διάρκεια της κινηθείσας από την ίδια αστικής διαδικασίας παραβιάστηκε η αρχή της «λογικής προθεσμίας» όπως προβλέπεται από το άρθρο 6§1 της Συμβάσεως,  το οποίο ορίζει ότι :

«Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθή (...) εντός λογικής προθεσμίας, υπό (...) δικαστηρίου (...), το οποίον θα αποφασίση (...) επί των αμφισβητήσεων περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του (..).»

20. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται στην θέση αυτή και βεβαιώνει ότι η μέχρι και σήμερα διάρκεια είναι λογική, εάν λάβει κανείς υπόψη του την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και το γεγονός ότι χρειάστηκε να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.

21. Η επίμαχη διαδικασία ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου 2001, με την κατάθεση αγωγής αποζημιώσεως της προσφεύγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εκκρεμεί μέχρι και σήμερα ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Διήρκεσε λοιπόν μέχρι και σήμερα 6 χρόνια για ένα βαθμό δικαιοδοσίας.

Α.  Παραδεκτό

22. Το Δικαστήριο  διαπιστώνει ότι ο λόγος δεν είναι προδήλως αβάσιμος υπό την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο σημειώνει εξάλλου ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο μη παραδεκτού. Συμφωνεί λοιπόν να τον κηρύξει παραδεκτό.

Β.  Επί της ουσίας

23. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μίας διαδικασίας εκτιμάται σύμφωνα με τις περιστάσεις της υποθέσεως και βάσει των καθιερωμένων από τη νομολογία του κριτηρίων και ειδικότερα βάσει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφορά της προσφεύγουσας και των αρμοδίων αρχών καθώς και βάσει του διακυβεύματος της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο. (βλ. μεταξύ άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC]. Αρ.30979/96, παρ. 43, CEDH2000-VII).

24. Το Δικαστήριο έχει πολλές φορές χειριστεί υποθέσεις που αφορούσαν παρόμοια, με αυτό στην παρούσα υπόθεση, ερωτήματα και συμπέρανε ότι παραβιάζεται το άρθρο 6§1 της Συμβάσεως (βλ. Frydlender που προαναφέρεται).

25. Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η Κυβέρνηση δεν προέβαλλε κανένα πραγματικό περιστατικό, ούτε κάποιο επιχείρημα ικανό να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα περίπτωση. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο εκτιμά ότι εν προκειμένω η διάρκεια της διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση της «λογικής προθεσμίας». Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως, όσο αναφορά τη διάρκεια της διαδικασίας που κίνησε η προσφεύγουσα ενώπιον των αστικών δικαστηρίων.

ΙΙ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

26. Η προσφεύγουσα καταγγέλλει την ποινική καταδίκη που της υπεβλήθη επειδή διαμαρτυρήθηκε για «την τρομερή παραμόρφωση του σώματός της». Διακρίνει μία απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στο πρόσωπό της, καθώς και την παραβίαση του δικαιώματος της να εκφράζεται ελεύθερα. Επικαλείται τα άρθρα 3 και 10 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο θα εξετάσει τον λόγο αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 10 της Συμβάσεως, μόνη σχετική εν προκειμένω διάταξη, ορίζει:   

« 1. Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.

2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπόμενους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας

Α. Παραδεκτό

27. Η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα δεν εξάντλησε προσηκόντως όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Αναφερόμενο κυρίως στην υπόθεση Ahmet Sadik κατά Ελλάδος, (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1996, Recueil des arrêts et décisions 1996-V), προβάλλει ότι το άρθρο 35 της Συμβάσεως δεν απαιτεί μόνο να επιληφθούν τα αρμόδια δικαστήρια της υπόθεσης αλλά και να προβληθούν ενώπιον των ιδίων αυτών δικαστηρίων, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα προβληθούν εν συνεχεία ενώπιον του Δικαστηρίου.  Στην παρούσα υπόθεση, εκτός από την περιεχόμενη στην αίτηση αναιρέσεως της, αναφορά στο άρθρο 41 της Συμβάσεως η προσφεύγουσα δεν προέβαλλε καθόλου το ζήτημα της  παραβίασης του δικαιώματος της να εκφράζεται ελεύθερα.

28. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη θέση αυτή.

29. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η βάση του κανόνα της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων που ορίζεται από το άρθρο 35§1 της Συμβάσεως συνίσταται στο γεγονός ότι ο προσφεύγων πριν προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει προηγουμένως να έχει δώσει στο υπεύθυνο Κράτος την δυνατότητα να θεραπεύσει τις παραβιάσεις με τα εσωτερικά διαθέσιμα μέσα, χρησιμοποιώντας τα προσφερόμενα από την εθνική νομοθεσία δικαστικά μέσα, με την προϋπόθεση ότι θα αποδειχθούν αποτελεσματικά και επαρκή (βλ. μεταξύ άλλων, Fressoz και Roire κατά Γαλλίας [GC], αρ. 29183/95, παρ.37 CEDH 1999-I). Εξάλλου, ο κανόνας της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων, πρέπει να εφαρμόζεται «με ελαστικότητα και χωρίς υπερβολικό φορμαλισμό». Συγχρόνως, δεν απαιτεί μόνο την προσφυγή ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων και την άσκηση ενδίκου μέσου προκειμένου να προσβληθεί μία ήδη εκδιδόμενη απόφαση αλλά συμπεριλαμβάνει επίσης την υποχρέωση να έχουν προβληθεί ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, το λιγότερο επί της ουσίας, σύμφωνα με τους τύπους και τις προθεσμίες που προβλέπει ο εσωτερικός νόμος,  οι λόγοι που θα προβληθούν εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Sejdovic κατά Ιταλίας [GC],αρ. 56581/00, παρ.44, CEDH2006-...)

30. Εν προκειμένω, από την ανάγνωση του φακέλου διαφαίνεται ότι η προσφεύγουσα στην αίτηση αναιρέσεως της στηρίχθηκε ρητά στο άρθρο 14 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης, προκειμένου να διεκδικήσει το δικαίωμά της να ασκεί κριτική στον ιατρό που την εγχείρησε. Εκφράζει λοιπόν ένα παράπονο που συνδέεται προφανέστατα, με την παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως (βλ. κατά την έννοια αυτή, Castells κατά Ισπανίας [GC], απόφαση της 23ης Απριλίου 1992, σειρά Α. αρ. 236, σελ. 20, παρ. 30-31). Κατά συνέπεια το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση.

31. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο λόγος αυτός δεν είναι προδήλως αβάσιμος υπό την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Συμβάσεως. Σημειώνει εξάλλου ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο μη παραδεκτού. Συμφωνεί λοιπόν, και τον κηρύσσει παραδεκτό.

B. Επί της ουσίας

1. Επιχειρήματα των μερών

32. Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι ουδέποτε στράφηκε κατά του προσώπου του ιατρού Χ. αλλά προέβη μόνο σε αρνητική κριτική των αποτελεσμάτων της εργασίας του. Βεβαιώνει ότι περιορίστηκε στην περιγραφή «της τραγικής κατάστασης της υγείας της και της δραματικής πραγματικότητας την οποία βιώνει σήμερα», χωρίς να επιθυμεί να δυσφημίσει το ιατρό Χ. Τα δικαστήρια όμως δεν εξακρίβωσαν την ακρίβεια των δηλώσεων της. Κατά την άποψή της, η καταδίκη της δεν ήταν απαραίτητη  εντός μίας δημοκρατικής κοινωνίας, εφόσον δεν δικαιολογούνταν από μία «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» και δεν ήταν ανάλογη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού.

33. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η καταδίκη της προσφεύγουσας μπορεί να θεωρηθεί ως επέμβαση στο δικαίωμα της να εκφράζεται ελεύθερα.  Εντούτοις, προβάλλει το γεγονός ότι η επέμβαση αυτή προβλέπονταν από τον νόμο, και εξυπηρετούσε ένα νόμιμο σκοπό, ήτοι την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων και ήταν απαραίτητη εντός μίας δημοκρατική κοινωνία όπως επιτάσσει το άρθρο 10§2 της Συμβάσεως. Πράγματι, σύμφωνα με τη Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα ξεπέρασε τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης. Σημειώνει δε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν δημοσιογράφος, γεγονός που θα δικαιολογούσε μία μεγαλύτερη ανοχή από μέρους των αρχών και ότι τα λεχθέντα δεν αφορούσαν ένα πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο αλλά ένα ιατρό, δηλαδή ένα απλό πολίτη έναντι του οποίου τα όρια της αποδεκτής κριτικής ήταν σαφώς στενότερα. Εξάλλου, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η ποινή που υπέβαλλαν στην προσφεύγουσα δεν ήταν ούτε αυστηρή, αφού είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, ούτε δυσανάλογη ως προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό.   

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α. Γενικές αρχές

34. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ελευθερία έκφρασης αποτελεί ουσιαστικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και πρωταρχική προϋπόθεση της προόδου αυτής και της ανάπτυξης του ατόμου. Με την επιφύλαξη της § 2 του άρθρου 10 της Συμβάσεως, ισχύει όχι μόνο για τις εγκωμιαστικές, τις αδιάφορες ή ακίνδυνες «πληροφορίες» ή «ιδέες» αλλά και για εκείνες που θίγουν, σοκάρουν ή προκαλούν ανησυχία. Έτσι προστάζει ο πλουραλισμός, η επιείκεια και το ανοιχτό πνεύμα, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υφίσταται μία «δημοκρατική κοινωνία». Η παραπάνω ελευθερία υπόκειται στις προβλεπόμενες από την § 2 του άρθρου 10 εξαιρέσεις και τις οποίες πρέπει να ερμηνεύσουμε στενά. Η αναγκαιότητα κάθε περιορισμού πρέπει να αποδεικνύεται με πειστικό τρόπο (βλ. παραδείγματος χάρη Lingens c. Autriche, arrêt du 8 juillet 1986, série A no 103, p. 26, § 42 και Nilsen και Johnesen κατά Νορβηγίας [GC], υπ’ αριθμ. 23118/93, παρ. 43 CEDH 1999-VIII).

35. Το επίθετο «αναγκαία» υπό την έννοια της § 2 του άρθρου 10, προϋποθέτει την ύπαρξη μίας «επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης». Τα συμβαλλόμενα Κράτη χαίρουν ενός περιθωρίου εκτίμησης προκειμένου να κρίνουν επί της υπάρξεως μίας τέτοιας ανάγκης, αλλά το περιθώριο αυτό  συνυπάρχει με τον ευρωπαϊκό ταυτόχρονο έλεγχο επί του νόμου και επί  των αποφάσεων που τον εφαρμόζουν, ακόμη και όταν προέρχονται από ανεξάρτητο δικαστήριο  (Janowski κατά Πολωνίας  [GC], υπ’ αριθμ. 25716/94, παρ. 30, CEDH 1999-I).

36. Ο ρόλος του Δικαστηρίου συνίσταται  στο να αποφασίζει αμετακλήτως αν ένας «περιορισμός» της ελευθερίας έκφρασης συμβιβάζεται με το άρθρο 10 της Συμβάσεως. Για να το επιτύχει εξετάζει την αμφισβητούμενη επέμβαση σε ξένες υποθέσεις υπό το φως του συνόλου της υποθέσεως έτσι ώστε να καθορίσει εάν ήταν «ανάλογη με τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό» και εάν τα επιχειρήματα των εθνικών αρχών ήταν «επαρκή και ουσιαστικά» έτσι ώστε να την αιτιολογούν. Το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί ότι οι εθνικές αρχές εφήρμοσαν κανόνες σύμφωνους με αυτούς του άρθρου 10 και ότι βασίστηκαν σε μία αποδεκτή εκτίμηση των ορθών πραγματικών περιστατικών (Steel et Morris c. Royaume-Uni, no 68416/01, § 87, CEDH 2005‑II).

37. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ακόμη ότι η φύση και η βαρύτητα των επιβληθέντων ποινών αποτελούν στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογικότητας της προσβολής του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης. (Cumpn και Mazre κατά Ρουμανίας [GC], αρ.33348/96, παρ.111, CEDH 2004-ΧΙ).

 

β. Εφαρμογή εν προκειμένω των ανωτέρω αρχών

38. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επειδή αφηγήθηκε την επώδυνη εμπειρία της στον τύπο, καταδικάστηκε σε ποινή δεκατριών μηνών φυλάκισης με αναστολή, η οποία μειώθηκε από το Εφετείο σε πέντε μήνες φυλάκιση με αναστολή. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η καταδίκη της προσφεύγουσας σε στερητική της ελευθερίας ποινή, παρόλο που είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, στα πλαίσια του άρθρου 10 αποτελεί μία δυσανάλογη ποινή ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Πράγματι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η δημοσίευση των επίμαχων άρθρων θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για το επαγγελματικό προφίλ του ιατρού Χ. Εντούτοις, δεν μπορεί να δεχθεί ότι το εύλογο συμφέρον της προστασίας της υπόληψης του εμπλεκομένου στην υπόθεση αυτή ιατρού ήταν αρκετό για να αιτιολογήσει την ποινική καταδίκη της προσφεύγουσας (βλ. mutatis mutatis, Bergens Tidende και λοιποί κατά Νορβηγίας, αρ. 26132/95, παρ. 60, CEDH 2000-ΙV). Τα παραπάνω ενισχύει το γεγονός ότι εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή αποζημιώσεως κατά της προσφεύγουσας και αντιστρόφως. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι προκειμένου να προστατευτεί η υπόληψη του εν λόγω ιατρού, θα επαρκούσε να επιλυθεί η υπόθεση, σε περίπτωση που η προσφεύγουσα βρισκόταν εν αδίκω, χρησιμοποιώντας τα προσφερόμενα από το αστικό δίκαιο μέσα. 

39.  Βέβαια το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιλύσει την διαφορά μεταξύ της προσφεύγουσας και του χειρουργού της. Εντούτοις, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η προσφεύγουσα έζησε μία επώδυνη εμπειρία από τις συνέπειες της οποίας υποφέρει μέχρι και σήμερα. Προκαλεί, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, έκπληξη το γεγονός ότι της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επειδή αναφέρθηκε στα όσα υπέφερε, χωρίς άλλο εμφανή σκοπό από εκείνο της εξωτερίκευση της απόγνωσής και της δυστυχίας της. Πράγματι ακόμη και αν η προσφεύγουσα εκφράστηκε με λέξεις ωμές και σκληρές, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε αντικατόπτριζαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν η ίδια την σοβαρότητα της κατάστασής της. Εξάλλου, οι δηλώσεις της δεν περιείχαν τίποτα ικανό να προκαλέσει υπόνοιες ελλείψεως καλής πίστης από μέρους της. Επί του θέματος αυτού το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί  ένα αμάλγαμα των προθέσεων της προσφεύγουσας και αυτών του σκανδαλοθηρικού τύπου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση αυτή προφανώς λόγω του ότι ο ιατρός Χ ήταν ευρέως γνωστός. Πράγμα που προφανώς συνέβη ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων, τα οποία δεν τοποθέτησαν τα λεχθέντα της προσφεύγουσας στο ιδιαίτερο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης ούτε υπολόγισαν την ακριβή διάσταση της απόγνωσης στην οποία βρίσκονταν η προσφεύγουσα την ώρα που έκανε τις δηλώσεις της.

40. Βάσει των παραπάνω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υπήρξε σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας να εκφράζεται ελεύθερα και τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως.

 

III. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ

 

  41. Η προσφεύγουσα, παραπονείται, βάσει του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Συμβάσεως, ότι η ποινική της δίκη δεν ήταν δίκαιη. Βεβαιώνει ότι τα δικαστήρια που την έκριναν επέδειξαν φαβοριτισμό υπέρ του ιατρού Χ, του πιο γνωστού πλαστικού της χώρας και προσώπου με κοινωνική επιρροή. Παραπονείται για την διαχείριση των αποδείξεων από τα εσωτερικά δικαστήρια που κλήθηκαν να επιλύσουν την διαφορά και υποστηρίζει ότι την καταδίκασαν στηριζόμενα στις δηλώσεις του ιατρού Χ, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα στοιχεία (ιατρικές βεβαιώσεις, φωτογραφίες, διεθνή δόγματα) που αποδείκνυαν ότι οι σοβαρές συνέπειες λόγω των οποίων υπέφερε ήταν αποτέλεσμα ιατρικού λάθους. Επικαλούμενη το άρθρο 13 της Συμβάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, η προσφεύγουσα παραπονείται επίσης ότι η ποινική διαδικασία της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο τελείωσε πάρα πολύ γρήγορα, γεγονός που της στέρησε το δικαίωμα να εξεταστεί σχολαστικά και προσεκτικά η υπόθεσή της από τα ποινικά δικαστήρια.

 

Επί του παραδεκτού

   42. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 19 της Συμβάσεως , το έργο του συνίσταται στην διασφάλιση του σεβασμού των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη από την Σύμβαση. Ειδικότερα, δεν κρίνει τα  υποτιθέμενα νομικά και περί τα πραγματικά περιστατικά σφάλματα των εσωτερικών δικαστηρίων, μόνο και στο μέτρο που θα μπορούσαν να προσβάλλουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προστατεύει η Σύμβαση (βλ. κυρίως Garcia Ruiz κατά Ισπανίας [GC], αρ.30544/96, παρ. 28, CEDH 1999-I). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το ίδιο τα πραγματικά στοιχεία που οδήγησαν ένα εθνικό δικαστήριο στην υιοθέτηση μίας απόφασης αντί μίας άλλης, διαφορετικά θα μετατρέπονταν σε δικαστή τετάρτου βαθμού και θα παραέβλεπε τα όρια της αποστολής του.

 

VΙ. ΩΣ ΠΡΟS THN ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

45. Κατά το άρθρο 41 της Συμβάσεως

«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των


Πρωτοκόλλων αυτής, και αν το εσωτερικό δίκαιο του υψηλού συμβαλλομένου μέρους δεν επιτρέπει ειμή την ατελή επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εν ανάγκη, στο αδικηθέν μέρος δικαία ικανοποίηση.»

Α. Ζημία

46. Η προσφεύγουσα ζητά για την αποκατάσταση της υλικής της ζημίας 2.600 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον των αστικών δικαστηρίων και 3.903 ευρώ για τα έξοδα ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, εκ των οποίων 503 ευρώ για την πληρωμή της δικαστική δαπάνης στην οποία καταδικάστηκε και 3.400 ευρώ  για την πληρωμή των δικηγορικών  αμοιβών. Ζητά επίσης για την ηθική βλάβη, 40.000 ευρώ «για κάθε παραβίαση» που υπέστη.

47. Η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα ως προς την υλική ζημία και βεβαιώνει ότι μόνη η αναγνώριση της παραβίασης αποτελεί δίκαιη και επαρκή ικανοποίηση για την υποτιθέμενη ηθική βλάβη.

48. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο μοναδικός αιτιώδης σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ των διαπιστώσεων της παραβίασης στην οποία κατέληξε και στην υλική ζημία την οποία υπέστη η προσφεύγουσα είναι εκείνος μεταξύ της παραβιάσεως του άρθρου 10 και της υποχρέωσης της προσφεύγουσας να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των 503 ευρώ πλέον κάθε ποσού από οφειλόμενους τόκους και να απορριφθούν οι λοιπές απαιτήσεις.

49. Εξάλλου το Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφεύγουσα υπέστη μία βέβαιη ηθική βλάβη η οποία δεν δύναται να καλυφθεί επαρκώς με μόνη την διαπίστωση της παραβίασης της Συμβάσεως. Αποφασίζοντας με δίκαιη κρίση της επιδικάζει 8.000 ευρώ  για το κεφάλαιο αυτό πλέον κάθε ποσού από οφειλόμενους τόκους.

 

Β. Έξοδα και δικαστική δαπάνη

50. Η προσφεύγουσα ζητά 3.000 ευρώ για τα έξοδα και την δικαστική δαπάνη ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη ή σημείωμα δικηγορικής αμοιβής.

51. Η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι  το συγκεκριμένο αίτημα είναι υπερβολικό και αναιτιολόγητο.

52. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι  η επιδίκαση των εξόδων και της δικαστικής δαπάνης βάσει του άρθρου 41 προϋποθέτει ότι τα ποσά αποδεικνύονται αληθή, αναγκαία και επιπλέον εύλογα (Ιατρίδης κατά της Ελλάδος, (δικαία αποζημίωση) [GC], nο 31107/96, § 54, CEDH 2000-ΧΙ). 

53. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι απαιτήσεις της προσφεύγουσας ως προς το κεφάλαιο των εξόδων και δαπανών ενώπιον του Δικαστηρίου δεν συνοδεύονται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Πρέπει λοιπόν να απορρίψει το αίτημα αυτό.

.......

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,  

1. Δέχεται ομοφώνως την προσφυγή, όσο αφορά τους λόγους που σχετίζονται με την διάρκεια της αστικής διαδικασίας που κίνησε η προσφεύγουσα και με το δικαίωμα αυτής να εκφράζεται ελεύθερα, την απορρίπτει κατά τα λοιπά.

2. Κρίνει ομοφώνως ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως.

3. Κρίνει με πέντε έναντι δύο ψήφων, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως.

4. Κρίνει ότι με πέντε έναντι δύο ψήφων,

α) το εναγόμενο Κράτος υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα προς το άρθρο 44 § 2 της Συμβάσεως, 503 ευρώ (πεντακόσια τρία ευρώ) για υλική ζημία και 8.000 ευρώ (οκτώ χιλιάδες ευρώ) για την ηθική βλάβη, πλέον οιουδήποτε ποσού δυναμένου να οφείλεται για φόρο,

β) από της εκπνοής της προθεσμίας αυτής και μέχρι της καταβολής, το ποσό αυτό θα προσαυξάνεται με απλό τόκο ίσο προς το ισχύον κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες


5. Απορρίπτει ομοφώνως το αίτημα περί δικαίας ικανοποιήσεως κατά τα λοιπά...»

 

       ΣΧΟΛΙΟ

Πολύ ενδιαφέρουσα η σχολιαζομένη απόφαση του ΕΔΔΑ που προσπαθεί να ισορροπήσει δύο θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτό της ελεύθερης έκφρασης και αυτό της προστασίας της υπόληψης και της προσωπικότητας του ατόμου.

Η προκειμένη απόφαση ως προς την παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ ελήφθη με πλειοψηφία 5 προς 2.  Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου εξέφρασε την άποψη, που υλοποιήθηκε σε απόφαση, ότι η ποινική κύρωση (πέντε μήνες φυλάκιση με αναστολή) που επιβλήθηκε  στην προσφεύγουσα, λόγω προσβολής της τιμής και της υπόληψης του ιατρού της δια των δηλώσεών της στα ΜΜΕ[1], είναι δυσανάλογη και επιφέρει παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος της έκφρασης.  Κατά το Δικαστήριο θα αρκούσε για την προστασία της υπόληψης του φερομένου ως θιγέντος ιατρού η προσφυγή του στα αστικά δικαστήρια[2]. Δύο εκ των Δικαστών του Πρώτου Τμήματος[3]   είχαν αντίθετη άποψη.

Για την πληρέστερη πληροφόρηση παραθέτομε τα κυριότερα αποσπάσματα της μειοψηφούσας άποψης[4]: «..το άρθρο 10 παρ.2 της Συμβάσεως προβλέπει ότι η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης μπορεί να υποβληθεί στις «προβλεπόμενες από τον νόμο κυρώσεις», χωρίς να προσδιορίζεται η φύση -ποινική ή αστική- των κυρώσεων αυτών. Εντούτοις, η παράγραφος 18 της απόφασης αναφέρει τις ποινικές κυρώσεις  που προβλέπει ο ελληνικός νόμος. Απομένει να καθοριστεί εάν υπήρξε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης,  που μεταφράζονταν για την προσφεύγουσα με την εν προκειμένω επιβαλλόμενη ποινική κύρωση και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, ερώτημα στο οποίο η πλειοψηφία απάντησε αρνητικά (παράγραφος 40 της απόφασης). ..... Οι απλοί πολίτες έχουν, ως ιδιωτικά πρόσωπα, το δικαίωμα να απαιτούν από το Κράτος ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας της προσωπικής τους αξιοπρέπειας και της επαγγελματικής τους φήμης. Η επώδυνη εμπειρία και η οδύνη της προσφεύγουσας, την οποία και συμμεριζόμαστε, δεν επαρκούν προκειμένου να αιτιολογηθούν τα λεγόμενά της προς τον ιατρό Χ. (βλ. παρ.10 της αποφάσεως) ο οποίος δικαιούτο να προστατευτεί η υπόληψή του. Κατά την γνώμη μας μία τέτοιου είδους προστασία είναι απαραίτητη στα πλαίσια μίας δημοκρατικής κοινωνίας. Η εθνική νομοθεσία προσέφερε στον ιατρό Χ την επιλογή μεταξύ διαφόρων μέσων προκειμένου να προστατευτεί και ειδικότερα, του μέσου εκείνου που και χρησιμοποίησε, ήτοι την κατάθεση μηνύσεως για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της ίδιας της προσφεύγουσας και όχι  κατά των εφημερίδων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η συκοφαντική δυσφήμιση τιμωρείται είτε ποινικά  είτε αστικά. Λόγω της σοβαρότητας των λεγομένων της ενδιαφερόμενης προς τον ιατρό Χ. κινήθηκε ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας..... Το Δικαστήριο δικαίως επισήμανε πολλές φορές ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις τα εθνικά δικαστήρια υποχρεώνονται συχνά να ισορροπήσουν μεταξύ δύο συγκρουόμενων αξιών,  τις οποίες εγγυάται η Σύμβαση, εν προκειμένω του δικαιώματος κάθε ατόμου στην προστασία της υπόληψής του, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε πολλές φορές ότι αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής που προβλέπεται από το άρθρο 8 της Συμβάσεως (βλ. μεταξύ άλλων Abeberry κατά Γαλλίας (απόφαση), 8 Φεβρουαρίου 2000), και της ελευθερίας έκφρασης του τύπου (βλ. White κατά Σουηδίας, αρ. 42435/02, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2006, παρ. 26). Μπορούμε λοιπόν να αναρωτηθούμε αν δεν είμαστε όλοι, στην πραγματικότητα όμηροι του «νόμιμου δημοσίου συμφέροντος» και εάν το δημόσιο συμφέρον (ακόμη και αυτού που προκαλείται από τον σκανδαλοθηρικό τύπο) μπορεί πάντα να αιτιολογεί την οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικής υπόληψης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, στην παρούσα υπόθεση είναι το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που θα έπρεπε να υπερισχύσει του τεχνητά προκληθέντος «δημοσίου συμφέροντος»».

Είναι γεγονός ότι η στάθμιση των ανωτέρω αξιών ενέχει μια ιδιαίτερη δυσκολία, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε περιστάσεων, δεδομένου μάλιστα ότι η στάθμιση γενικά των αξιών δεν είναι δυνατόν  να υπάρχει κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο αλλά προσαρμόζεται στις συνθήκες κάθε περίπτωσης.

Το ίδιο το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί διαφορετικά σε περιπτώσεις που υπάρχει στάθμιση μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της υπόληψης ενός ατόμου.

Στην υπόθεση Cumbana & Mazare κατά Ρουμανίας της 17.12.2004 το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης (Ολομέλεια) του ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι η ποινική καταδίκη των προσφευγόντων από τα Ρουμανικά δικαστήρια ήταν  μεν περιορισμός της ελευθερίας έκφρασής τους πλην όμως δικαιολογημένος καθώς δεν απεδείχθη δικαστικά  η αλήθεια των καταγγελιών που δημοσιεύθηκαν στον Ρουμανικό τύπο. Όμως το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ρουμανία για την αυστηρότητα των ποινών που επιβλήθηκαν (φυλάκιση 7 μηνών, απαγόρευση άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος για ένα χρόνο κ.α.) με το σκεπτικό ότι το μέγεθος τους δεν εξυπηρετούσε τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της υπόληψης των μηνυτών και θα είχε αρνητική επίπτωση στον γενικότερο ρόλο του τύπου.

Στην απόφαση Pedersen & Baadsgaard κατά Δανίας της  ίδιας μέρας (17.12.2004) το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης διαπιστώνει ότι η φύση και η δριμύτητα της ποινής[5] που επιβάλλεται είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας της παρέμβασης[6] στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης  και αποφαίνεται ότι ήταν δικαιολογημένος ο περιορισμός  αφού οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ουδαμώς τα καταγγελλόμενα, ούτε όμως και η επιβληθείσα ποινή (φυλάκιση 20 ημερών μετατραπείσα σε χρηματική προς  400 Δανικές Κορώνες την ημέρα και συνολικά 8000 κορώνες, που αντιστοιχεί σε  περίπου 1078 ευρώ) ήταν δυσανάλογη  με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Το ΕΔΔΑ σε άλλες περιπτώσεις στην στάθμιση μεταξύ της προσβολής της υπόληψης και της ελευθερίας της έκφρασης χρησιμοποιεί και το κριτήριο του εάν δημοσιοποιήθηκαν ή όχι  οι επίδικες εκφράσεις. Έτσι  στην υπόθεση Yankov κατά Βουλγαρίας[7] της 11.12.2003 έκρινε ότι η Βουλγαρία παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ επειδή ο προσφεύγων καταδικάσθηκε σε ποινή περιορισμού 7 ημερών σε  απομονωμένο κελί για την αναγραφή σε χειρόγραφο βιβλίο του για τις συνθήκες των φυλακών που κρατείτο (μεταξύ άλλων ότι στους φυλακισμένους χορηγούντο πολύ κακής ποιότητας και ανεπαρκή τρόφιμα, ότι οι δεσμοφύλακες φώναζαν και χτυπούσαν τους φυλακισμένους με ρόπαλα εάν  παρέμεναν  περισσότερο από δύο λεπτά στην τουαλέτα κ.α.),  με το σκεπτικό ότι το περιεχόμενο του χειρογράφου βιβλίου αυτού δεν είχε δημοσιοποιηθεί, ούτε κυκλοφορήσει ακόμα και μεταξύ των κρατουμένων[8].

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει εκδώσει σωρεία αποφάσεων που αφορούν το δικαίωμα της έκφρασης αλλά και την στάθμισή του με άλλες αρχές και αξίες.  Κλασσικές πια είναι οι αποφάσεις του :  Handyside v. the United Kingdom,    7 .12. 1976, Series A αρ.. 24,  Lingens v. Austria, 8.7. 1986, Series A, αρ. 103, Jersild v. Denmark, 23.9.1994, Series A, αρ. 298,  Sürek v. Turkey (αρ.1) [GC], αρ. 26682/95, ECHR 1999-IV,  Janowski v. Poland [GC], αρ. 25716/94, ECHR 1999, I, Nikula v. Finland, αρ. 31611/96, 22.3.2002 και Lešník v. Slovakia , αρ. 35640/97, 11.3 2003) που περιγράφουν την νομολογιακή του ανάλυση για το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

       Είναι γεγονός ότι σε παγκόσμιο επίπεδο το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης υφίσταται σοβαρές προσβολές ιδίως δε από καθεστώτα με μη δημοκρατικές δομές και παραδόσεις.

       Το θεμελιώδες  αυτό δικαίωμα είναι ένα σύνθετο δικαίωμα που αφενός μεν περιλαμβάνει το δικαίωμα ενός ατόμου να εκφράζεται ελεύθερα και να διαδίδει ή μεταδίδει την έκφρασή του και την σκέψη του,  αφετέρου δε περιλαμβάνει το δικαίωμα τόσο του ατόμου όσο και της κοινωνίας των πολιτών να αναζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες και ιδέες όλων των ειδών μέσω οιουδήποτε μέσου, χωρίς την παρέμβαση των κρατικών αρχών.

       Όταν περιορίζεται  παράνομα το δικαίωμα ενός ατόμου στην ελευθερία της έκφρασης, παραβιάζεται ταυτόχρονα και το δικαίωμα του άλλου να παραλαμβάνει  και να πληροφορείται το περιεχόμενο της έκφρασης αυτού που την διαδίδει.

       Το ανωτέρω δικαίωμα προστατεύεται εκτός από την ΕΣΔΑ και σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο και από παρεμφερείς Διεθνείς Συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τα άρθρα 19 και 20 του ΔΣΑΠΔ, 13 και  14  της Αμερικανικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,  από το άρθρο 9 του Αφρικανικού Καταστατικού Χάρτη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, κ.α.

       Σημαντικό έργο στην νομολογιακή ανάλυση και θεμελίωση του δικαιώματος αυτού έχει αναπτύξει το Διαμερικανικό Δικαστήριο  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε Συμβουλευτική του Γνωμάτευση[9] κατόπιν σχετικού αιτήματος δημοσιογράφου από την Κόστα Ρίκα αναφέρει «...Στην ατομική διάστασή της, η ελευθερία της έκφρασης οδηγεί πέρα από τη θεωρητική αναγνώριση του δικαιώματος να μιλήσει κάποιος ή να γράψει. Περιλαμβάνει επίσης, και δεν μπορεί να χωριστεί από το δικαίωμα να χρησιμοποιηθεί οποιοσδήποτε μέσο κρίνεται κατάλληλο να μεταδώσει τις ιδέες και να τις φθάσει σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο. .... η έκφραση και η διάδοση των ιδεών και των πληροφοριών είναι αδιαίρετες έννοιες. Αυτό σημαίνει ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη διάδοση αντιπροσωπεύουν, στο ίσο μέτρο, έναν άμεσο περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης... Στην κοινωνική διάστασή της, η ελευθερία της έκφρασης είναι ένας τρόπος για την ανταλλαγή των ιδεών και των πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπινων όντων .... Περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιδιώξει να διαβιβάσει τις απόψεις του σε άλλους, καθώς επίσης και το δικαίωμα να παραληφθούν οι απόψεις και οι ειδήσεις από άλλους. Για το μέσο πολίτη είναι εξίσου σημαντικό να ξέρει τις απόψεις των άλλων ή να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες γενικά όπως είναι δικαίωμά του να μεταδώσει τις απόψεις του.... Εάν η ελευθερία της έκφρασης απαιτεί, σε γενικές γραμμές, ότι τα ΜΜΕ είναι ενδεχομένως ανοικτά σε όλους χωρίς διάκριση ή, ακριβέστερα, ότι δεν υπάρχει κανένα άτομο ή ομάδα που αποκλείται από την πρόσβαση σε μέσα αυτά, πρέπει να αναγνωριστεί επίσης ότι τα ΜΜΕ πρέπει, στην πράξη, να είναι αληθινά όργανα αυτής της ελευθερίας και όχι οχήματα για τον περιορισμό της. Είναι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας που κάνουν την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης πραγματικότητα....»

       Με το Διαμερικανικό Δικαστήριο  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ταυτίζεται και η Αφρικανική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση  The Law Office of Ghazi Suleima.κατά Σουδάν[10] που θεωρεί ότι «....Η άποψη της Αφρικανικής Επιτροπής επιβεβαιώνει εκείνων του Διαμερικανικού Δικαστηρίου των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων που υποστήριξε ότι: «η ελευθερία της έκφρασης είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος επάνω στον οποίο η ίδια η ύπαρξη μιας κοινωνίας στηρίζεται. Είναι αναπόφευκτη για το σχηματισμό της κοινής γνώμης. ... μια κοινωνία που δεν ενημερώνεται καλά δεν είναι κοινωνία που είναι αληθινά ελεύθερη»......».

       Θεωρώ ότι η σχολιαζομένη απόφαση του ΕΔΔΑ σε σχέση με τα περιστατικά της υπόθεσης σταθμίζει προς την σωστή  κατεύθυνση τα δύο δικαιώματα και ορθά γέρνει την πλάστιγγα προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, ευθυγραμμιζόμενη και με τις απόψεις των άλλων διεθνών περιφερειακών οργάνων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ

 

 

 

 

 



[1] Βλ. παράγραφος 10 απόφασης, όπου αναφέρονται οι επίμαχες φράσεις

[2] Παρ. 38 απόφασης

[3] ο Κύπριος κ. Λουκαίδης και ο Ρώσος κ. Kovler

[4] Η οποία στο επίσημο κείμενο στα Γαλλικά παρατίθενται, όπως και όλες οι μειοψηφίες στο ΕΔΔΑ μετά την απόφαση, και δεν ενσωματώνεται εντός του κειμένου της.

[5] Βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ Ceylan v. Turkey (Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης), αρ. Προσφυγής  23556/94, § 37, ECHR 1999-IV,  Tammer v. Estonia, αρ. Προσφυγής   41205/98, § 69, ECHR 2001-I και Lešník v. Slovakia, αρ. Προσφυγής  35640/97, § 63, ECHR 2003-IV

[6] Βλ. σκέψη 93 της απόφασης αυτής

[7] [7]« Η Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Ευρώπη», επιμ. Στεφ. Ματθία, εκδ. ΔΣΑ 2006, σελ. 152

 

[8] Βλ. σκέψη ΕΔΔΑ αρ. 139 της ανωτέρω απόφασης.

[9] Advisory Opinion No. 5, OC-5/85, Opinion of 13 November 1985

 

[10] African Commission on Human and Peoples’ Rights, Communication No. 228/99 ,Sixteenth Activity Report 2002-2003, Annex VII