ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

Απόφαση Γιαννούσης κατά Ελλάδος

επιμέλεια Παναγιώτας Καρούζου, Δικηγόρου DEA

Απόφαση της 14.12.2006

(Αριθ. Προσφυγής 2898/03)

 

Πρόεδρος: Λ. Λουκαϊδης

Δικαστές: Χ. Ροζάκης, F. Tulkens, P. Lorenzen, N. Vazid, D. Spielmann, S. Jebens

Δικηγόροι: N. Φραγκάκης - M. Kυριαζόπουλος (σύμβουλος Ν.Σ.Κ.), Ζ. Χατζηπαύλου (πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)

 

Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων. Διοικητικές διαφορές. Υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, ιδίως στο διοικητικό δίκαιο. Η έκταση της αιτιολογίας, ωστόσο, διαφοροποιείται ανάλογα με τη φύση της απόφασης και δεν απαιτείται να δίδεται λεπτομερής απάντηση σε κάθε ισχυρισμό.

Λήξη ισχύος προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Απονομή δικαιοσύνης σημαίνει εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Η χρήση από τον δικαστή τεχνασμάτων, που στοχεύουν στην αποφυγή της εξέτασης της ουσίας της διαφοράς, ισοδυναμεί με άρνηση απονομής της δικαιοσύνης, που πλήσσει το δικαίωμα πρόσβασης του διοικούμενου στο δικαστήριο.

Διατάξεις: άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 32 § 2 Π.Δ. 18/1989.

«... Eπί του Πραγματικού

 

Τα περιστατικά της υπόθεσης

6. Από το 1923, η προσφεύγουσα ειδικεύεται στην επεξεργασία υφασμάτων. Το  1951 μετέφερε την έδρα της στην Καλλιθέα, ένα προάστειο της Αθήνας, σύμφωνα με την εισήγηση των αρμοδίων πολεοδομικών υπηρεσιών.

7. Μεταξύ 1923 και 1993, η προσφεύγουσα εταιρία λειτούργησε αδιάλειπτα βάσει των αδειών λειτουργίας του εργοστασίου που η Διοίκηση της είχε χορηγήσει. Οι άδειες αυτές ήταν καθορισμένης διάρκειας.

8. Στις 17 Νοέμβρη 1993, η προσφεύγουσα υπέβαλε στη Διοίκηση αίτηση για παράταση της άδειας λειτουργίας. Στο μεταξύ, στις 12 Οκτώβρη 1993 κατέθεσε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) της λειτουργίας της, όπως απαιτούσε η σχετική νομοθεσία.

9. Στις 18 Νοέμβρη 1997, η Διοίκηση εξέδωσε Υπουργική Απόφαση, που ενέκρινε την  κατατεθειμένη από την προσφεύγουσα Μ.Π.Ε. επιφέροντας ωστόσο δύο τροποποιήσεις: κατά πρώτον η προσφεύγουσα έπρεπε να αντικαταστήσει το μαζούτ που χρησιμοποιούσε ως καύσιμο με ντήζελ και μακροπρόθεσμα με φυσικό αέριο. Κατά δεύτερον, έπρεπε να καταργήσει τη νυκτερινή βάρδια.

10. Στις 13 Απριλίου 1998, η προσφεύγουσα προσέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτηση ακύρωσης τη δεύτερη τροποποίηση της Μ.Π.Ε. ισχυριζόμενη ότι η κατάργηση της νυκτερινής βάρδιας θα έπληττε τη βιωσιμότητα της επιχείρησής της. Φαίνεται ότι η αίτηση αυτή εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

11. Το 1988, 1989 και 1999, οι περίοικοι του εργοστασίου κατέθεσαν ενώπιον των εσωτερικών δικαιοδοτικών οργάνων αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αναστείλουν τη λειτουργία του εργοστασίου, ισχυριζόμενοι ότι η παράταση της λειτουργίας του θα επιβαρύνει το περιβάλλον, καθώς και την ποιότητα ζωής τους.

12. Το Πρωτοδικείο της Αθήνας απέρριψε όλες τις ως άνω αιτήσεις. Έκρινε ότι η λειτουργία του εργοστασίου πληρούσε όλους τους τεχνικούς κανόνες, που προέβλεπε η νομοθεσία και δεν απειλούσε τη δημόσια υγεία.

13. Στις 16 Οκτωβρίου 2000, η προσφεύγουσα έλαβε από τη Διοίκηση μία παράταση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου για μία χρονικά ακαθόριστη περίοδο. Η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι «άδεια λειτουργίας  χορηγείται για αόριστο χρόνο, εφ’ όσον διαπιστωθεί από τα όργανα ελέγχου ότι από τη λειτουργία της δραστηριότητας εξασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος» (άρθρ. 13 § 4 του Ν. 2516/1997).

14. Την 1η Δεκεμβρίου 2000, ο Νομάρχης Αθηνών, με απόφασή του, τροποποίησε την αρχική άδεια λειτουργίας και έδωσε παράταση λειτουργίας του εργοστασίου για μιά περίοδο έξη μηνών, από 16 Οκτωβρίου 2000 μέχρι 16 Απριλίου 2001. Προκειμένου να αιτιολογήσει την τροποποίηση της αρχικής απόφασης, στη νέα απόφαση αναφερόταν στις καταγγελίες περιοίκων του εργοστασίου προς τη Διοίκηση για τη διατήρηση της νυκτερινής βάρδιας. Η απόφαση αναφερόταν επίσης στην αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την κατάργηση της νυκτερινής βάρδιας.

15. Με μία νέα απόφαση της 22ης Δεκεμβρίου 2000, ο Νομάρχης Αθηνών ανακάλεσε οριστικά την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου.

16. Στις 16 Ιανουαρίου 2001, η προσφεύγουσα εταιρία προσέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση του Νομάρχη της 22ης Δεκεμβρίου 2000 και κάθε συναφή πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης.

17. Στο μεταξύ, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής την ακύρωση της απόφασης που ανακαλούσε οριστικά την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου. Στις 29 Μαρτίου 2001, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Αττικής απέρριψε το ως άνω αίτημα.

18. Στις 22 Μαΐου 2001, η προσφεύγουσα προσέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την προαναφερόμενη πράξη με αίτηση ακύρωσης. Το  Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να συνεκδικάσει τις δύο αιτήσεις λόγω συνάφειας.

19. Στο μεταξύ, στις 15 Ιανουαρίου 2001, η προσφεύγουσα κατέθεσε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση αναστολής της απόφασης της 22ης Δεκεμβρίου 2000. Στις 10 Ιουλίου 2001, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέστειλε την ως άνω απόφαση. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2001, ο Δήμος Καλλιθέας κατέθεσε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ανάκλησης της ως άνω αναστολής, με το σκεπτικό ότι η λειτουργία του εργοστασίου επιβάρυνε το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των περιοίκων. Στις 27 Νοεμβρίου 2001, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε την αίτηση ανάκλησης του Δήμου Καλλιθέας και ανακάλεσε την απόφαση.

20. Η υπόθεση συζητήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2002. Στις 19 Ιουνίου 2002, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η δίκη έπρεπε να καταργηθεί διότι δεν ήταν σε θέση να κρίνει επί της ουσίας της υπόθεσης. Έκρινε ότι, αν δεχόταν τις αιτήσεις της προσφεύγουσας, θα επανέφερε σε ισχύ τόσο την απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2000, η οποία έδινε παράταση στη λειτουργία του εργοστασίου για ακαθόριστο διάστημα, όσο και αυτή της 1ης Δεκεμβρίου 2000, η οποία τροποποιούσε την πρώτη και περιόριζε χρονικά τη λειτουργία του εργοστασίου μόνο για μία περίοδο έξη μηνών. Έτσι, βάσει αυτής της υπόθεσης, η  ισχύς της αρχικής άδειας λειτουργίας θα είχε ήδη λήξει στις 16 Απριλίου 2001, ημερομηνία προγενέστερη της συζήτησης της υπόθεσης. Εξ άλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν θεώρησε την απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000 ως πράξη συναφή με την οριστική ανάκληση της  άδειας λειτουργίας και δεν προχώρησε στον έλεγχο της νομιμότητάς της. Κατέληξε ότι, όταν οι αιτήσεις ακύρωσης ασκήθηκαν, η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000 δεν ήταν πλέον σε ισχύ λόγω της ανάκλησής της από την απόφαση της 22ης Δεκεμβρίου 2000.

21. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε και θεωρήθηκε στις 21 Ιουνίου 2002.

Εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο

22. Το άρθρο  32 § 2 του Π.Δ. 18/89, όσον αφορά στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφέρει:

       «Καταργείται (...) η δίκη αν, μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης (....)».

Επί του Νομικού μέρους

Αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης

       23. Η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται ότι η κατάργηση της δίκης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, παραβίασε το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης:

       «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια (....) από δικαστήριο (....), το οποίο θα αποφασίσει (...) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσης (...)».

       24. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η απόρριψη της αίτησής της είναι το αποτέλεσμα μιας παράλογης εφαρμογής ενός δικονομικού κανόνα, που της στέρησε το δικαίωμα να δει την υπόθεσή της να κρίνεται επί της ουσίας.

       25. Η Κυβέρνηση απαντά ότι το άρθρο 32 § 2 του Π.Δ. 18/89 έχει στόχο να εξασφαλίσει την ασφάλεια δικαίου και τη σωστή απονομή δικαιοσύνης. Πράγματι, η λήξη της ισχύος μιας διοικητικής πράξης συνιστά έναν αντικειμενικό λόγο για να διακοπεί η ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη δεν είναι σε ισχύ, η εξέτασή της από το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι άνευ αντικειμένου. Επιπλέον, το άρθρο 32 § 2 του Π.Δ. 18/89 προβλέπει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να συνεχίσει τη δίκη αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, όπως π.χ. την πρόβλεψη μελλοντικών αρνητικών συνεπειών από μία διοικητική πράξη, της οποίας στο μεσοδιάστημα έληξε η ισχύς. Η Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ένα τέτοιο έννομο συμφέρον, ότι η ακύρωση της πράξης που ανακαλούσε την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου θα επανέφερε σε ισχύ την απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε αυτό τον ισχυρισμό και τον απέρριψε, αφού προηγουμένως δέχθηκε ότι η ισχύς της απόφασης της 1ης Δεκεμβρίου 2000 είχε ήδη λήξει την 16η Απριλίου 2001. Τέλος, η Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα έκανε χρήση όλων των ένδικων βοηθημάτων, που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να εμποδίσει την ανάκληση της εν λόγω άδειας λειτουργίας.

26. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης υποχρεώνει τα δικαστήρια να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, χωρίς ωστόσο να απαιτείται να δίνεται λεπτομερής απάντηση σε κάθε ισχυρισμό. Η έκταση αυτής της υποχρέωσης διαφοροποιείται ανάλογα με τη φύση της απόφασης (Ruiz Torija και Hiro Balani κατά Ισπανίας, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 1994, σειρά Α Νο 303-Α και 303-Β, σελ. 12, § 29, και  σελ. 29-30, § 27, Higgins κ.ά. κατά Γαλλίας, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Συλλογή αποφάσεων 1998-Ι, σελ. 60, § 42). Η υποχρέωση αιτιολόγησης αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο διοικητικό δίκαιο. Σε αυτό τον τομέα, η προσβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα διοικητική πράξη επισύρει συχνά ανεπανόρθωτες συνέπειες στις προσωπικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες. Συνεπώς, απονομή δικαιοσύνης σημαίνει εξέταση της ουσίας της επίδικης διαφοράς. Το άρθρο 6 § 1 δεν επιτρέπει τη χρήση τεχνασμάτων, τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή εξέτασης της ουσίας της διαφοράς. Σε αυτή την περίπτωση, η στάση του δικαστή θα ισοδυναμούσε με άρνηση απονομής δικαιοσύνης, το οποίο θα επέφερε πλήγμα στο δικαίωμα πρόσβασης  στο δικαστήριο του κάθε διοικούμενου.

27. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η γενική προσέγγιση από τον νομικό σύμβουλο του Κράτους, όσον αφορά στο ζήτημα της ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων, ήταν εξαιρετικά φορμαλιστική και αντιφατική. Από τη μια, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχτηκε ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης της 22ης Δεκεμβρίου 2000, η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000 θα παρέμενε σε ισχύ, ενώ στο μεταξύ η ισχύς της τελευταίας είχε λήξει τη 16η Απριλίου 2001. Από την άλλη, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε έμμεσα τη νομιμότητα της απόφασης της 22ης Δεκεμβρίου 2000, θεωρώντας ότι, όταν ασκήθηκαν οι αιτήσεις ακύρωσης, η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000 δεν ήταν πλέον σε ισχύ λόγω της ανάκλησής της από την απόφαση της 22ης Δεκεμβρίου 2000. Κατέληξε, επομένως, ότι η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2000 δεν ήταν «μία πράξη συναφής», χωρίς όμως να εξετάσει την ισχύ της. Εν τούτοις, η νομιμότητα των αποφάσεων της 1ης και 22ης Δεκεμβρίου 2000 αποτελούσε το αντικείμενο της διαφοράς. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι οι δύο αυτές πράξεις ήταν συναφείς μεταξύ τους. Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας το είχε έμμεσα δεχθεί, θεωρώντας ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης της 22ης Δεκεμβρίου 2000, αυτή της 1ης Δεκεμβρίου 2000 θα παρέμενε σε ισχύ, ενώ στο μεταξύ θα είχε η λήξει η ισχύς της τη 16η Απριλίου 2001.

28. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, χρησιμοποιώντας ένα νομικό τέχνασμα, επικύρωσε την απαγόρευση συνέχισης της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου, χωρίς να αποφανθεί για τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή του να απαντήσει στο ερώτημα που του τέθηκε, υποχρέωση, που συνιστά κατά κύριο ρόλο τη δικαιοδοτική λειτουργία του.

29. Συνεπώς, παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά στο δικαίωμα της προσφεύγουσας να έχει μία δίκαιη δίκη.