ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης, Εύη Παπαδημητρίου

 

 

ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ

VILHO ESKELINEN ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

ΚΑΤΑ

ΦΙΛΑΝΔΙΑΣ

απόφαση της 19.4.2007

(αριθμ. προσφυγής 63235/00)

            

Πρόεδρος: MM.J.-P. Costa
Δικαστές: 
L. Wildhaber, X. Ροζάκης, N. Bratza, P. Lorenzen, F. Tulkens, G. Bonello, R. Türmen, M. Pellonpää, K. Traja, M. Ugrekhelidze, A. Kovler, L. Garlicki, J. Borrego Borrego, L. Mijović, Myjer, D. Jočienė
Δικηγόροι:
Paavo- Petäjä - Pasi Orava- Arto Kosonen

     

      Αλλαγή νομολογίας. Η ασφάλεια δικαίου,  η προβλεψιμότητα και  η ισότητα έναντι  του νόμου απαιτούν να μην αλλάζει το Δικαστήριο την νομολογία του χωρίς σοβαρό λόγο.

Αλλαγή της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ. Επεκτείνεται η προστασία των δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στα άτομα που ασκούν κρατική εξουσία. Οι εγγυήσεις της ΕΣΔΑ εκτείνονται και στους δημόσιους υπαλλήλους, αστυνομικούς , στρατιωτικούς κλπ. Οι ανωτέρω μπορούν να προσφεύγουν παραδεκτά στο ΕΔΔΑ. Αποκλείονται μόνον οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν τους επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο να έχουν πρόσβαση σε εθνικό Δικαστήριο και παράλληλα πρέπει να υφίσταται ιδιαίτερος χαρακτήρας της υφιστάμενης σχέσεως μεταξύ του δημόσιου υπαλλήλου και του κράτους αυτού. Τις προϋποθέσεις αυτές οφείλει να αποδείξει το κράτος.

Λογική προθεσμία. Η λογική προθεσμία σε αστικής φύσεως υποθέσεις, μπορεί να αρχίσει, ακόμη και πριν από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο στρέφεται ο προσφεύγων, εφόσον προβλέπεται διοικητική προδικασία.

Δικαστική ακρόαση. Οι προσφεύγοντες δεν στερήθηκαν της δυνατότητας ακροάσεως, αφού: α) υπέβαλαν  τους ισχυρισμούς τους εγγράφως και β) απάντησαν στη συνέχεια επί των ισχυρισμών των αντιδίκων τους.

Αρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ

 

1.                            Σύντομο ιστορικό

Οι M. Vilho Eskelinen και οι υπόλοιποι προσφεύγοντες, είναι αστυνομικοί. Όλοι τους είναι Φιλανδοί υπήκοοι και κατοικούν στη Φιλανδία.

 

Οι πέντε πρώτοι εκ των προσφευγόντων και ο κ. Hannu Matti Lappalainen ανήκαν στην αστυνομική διεύθυνση του Sonkajarvi. Βάσει της από το 1986 συλλογικής σύμβασης εργασίας είχαν δικαίωμα αποζημίωσης (επιδόματος εκτός έδρας) λόγω γεωγραφικής απομάκρυνσης από την κατοικία τους, αφού εργάζονταν σε μία απομακρυσμένη περιοχή της Φιλανδίας. Το προνόμιό τους αυτό καταργήθηκε το 1988. Οι προσφεύγοντες έλαβαν ως αποζημίωση ατομικά πρόσθετα επιδόματα.

 

Την 1η Ιανουαρίου 1990 και αφού είχαν μετατεθεί σε άλλη αστυνομική υπηρεσία ακόμη πιο απομακρυσμένη από τον τόπο κατοικίας τους, οι προσφεύγοντες έχασαν το προνόμιο του ατομικού πρόσθετου επιδόματος. Εντούτοις βεβαιώνουν  ότι η τοπική αστυνομική διεύθυνση τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους αποζημίωνε για την βλάβη που υπέστησαν.

 

Στις 3 Ιουλίου 1991 το Υπουργείο Οικονομικών αρνήθηκε να επιτρέψει την καταβολή, σε κάθε προσφεύγοντα, πρόσθετου ατομικού επιδόματος ύψους από 500 έως 700 Φιλανδικά μάρκα (84-118 ευρώ) μηνιαίως. Οι προσφεύγοντες ματαίως υπέβαλλαν αίτηση αποζημιώσεώς τους.

 

Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν έφεση κατά της απόφασης αυτής και ζήτησαν να τύχουν ακροάσεως έτσι ώστε να μπορέσουν να αποδείξουν ότι τους είχαν υποσχεθεί ότι θα τους αποζημιώσουν. Το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι την εποχή εκείνη μόνο το Υπουργείο Οικονομικών (και όχι η επαρχιακή αστυνομική διεύθυνση) μπορούσε να επιτρέψει την καταβολή επιδόματος. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι κανένα επίδομα δεν είχε καταβληθεί σε ανάλογες υποθέσεις.

 

Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν μία νέα προσφυγή, ζητώντας να τύχουν ακροάσεως και υπογραμμίζοντας ότι παρόμοια επιδόματα δόθηκαν σε υπαλλήλους άλλων αστυνομικών υπηρεσιών σε ανάλογες περιπτώσεις.

 

Στις 27 Απριλίου 2000 το Ανώτατο Φιλανδικό Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες  δεν είχαν εκ του νόμου δικαίωμα λήψεως ατομικού πρόσθετου επιδόματος και ότι η διενέργεια ακροάσεως ήταν περιττή δεδομένου ότι οι υποσχέσεις της επαρχιακής αστυνομικής διεύθυνσης  δεν είχαν καμία επιρροή επί της υποθέσεως.

 

2.                             Η απόφαση του ΕΔΔΑ:

«Β.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου

      1.  Εφαρμογή του άρθρου 6

      39.  Η κυβέρνηση  αμφισβητεί την εφαρμογή του άρθρου 6 για δύο λόγους: θεωρεί ότι δεν υπήρξε «δικαίωμα » και ότι εάν ακόμη υπήρξε, δεν ήταν «αστικής» φύσεως.

      (α) Η ύπαρξη  δικαιώματος

      40.  Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν στην παρούσα υπόθεση υφίσταται κάποιο «δικαίωμα». Σύμφωνα με τις αρχές που απορρέουν από την οικεία  νομολογία του (βλ. μεταξύ άλλων, την απόφαση Pudas κατά Σουηδίας, της 27ης Οκτωβρίου 1987, σ. Α σκέψη 125-Α, σελ. 14, § 31), η αμφισβήτηση ενός αναγνωρισμένου στο εσωτερικό δίκαιο «δικαιώματος» πρέπει να είναι αληθής και σοβαρή,  μπορεί να αφορά τόσο την ύπαρξη του όσο και την έκτασή του ή τους τρόπους ασκήσεώς του.  Τέλος η κατάληξη της διαδικασίας πρέπει να είναι ευθέως καθοριστική για τo δικαίωμα.

      41.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η περιφερειακή αστυνομική διεύθυνση είχε υποσχεθεί την αποζημίωση των προσφευγόντων. Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι είχαν καταβληθεί πρόσθετα επιδόματα και σε άλλες περιπτώσεις που δεν διέφεραν και πολύ από την περίπτωση των ενδιαφερομένων. Εξάλλου ούτε τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν ως αβάσιμες τις απαιτήσεις των προσφευγόντων. Εάν λοιπόν αληθεύει το γεγονός ότι  απερρίφθησαν, αυτό σημαίνει ότι τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν επί της ουσίας εξετάζοντας το θέμα της αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι υπό τις συνθήκες αυτές οι προσφεύγοντες μπορούν μαχητά να ισχυριστούν ότι υφίσταται « δικαίωμα » (βλ. την απόφαση Neves e Silva κατά Πορτογαλίας, της 27ης Απριλίου 1989, σ. Α σκέψη 153-Α, σελ. 14, § 37).

(β) Η αστική φύση του δικαιώματος

42.  Εν συνεχεία, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το στηριζόμενο στην απόφαση Pellegrin (που αναφέρεται ανωτέρω) επιχείρημα της κυβερνήσεως σύμφωνα με το οποίο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω το άρθρο 6 επειδή σχετικές με τους όρους εργασίας αμφισβητήσεις, δημοσίων υπαλλήλων όπως είναι και οι αστυνομικοί, αποκλείονται από το χώρο εφαρμογής του. Η παρούσα υπόθεση  αναφέρεται σε μία διαδικασία στα πλαίσια της οποίας αναζητήθηκε, αν οι πέντε πρώτοι προσφεύγοντες και ο αποβιώσας κ. Hannu Matti Lappalainen, δημόσιοι υπάλληλοι, μπορούσαν να διεκδικήσουν ένα πρόσθετο επίδομα. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό το Δικαστήριο πρέπει να υπενθυμίσει πως προέκυψε και που βασίστηκε η απόφαση Pellegrin καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η παραπάνω νομολογία εφαρμόστηκε στην πράξη στις μετέπειτα υποθέσεις.

      1. Περίληψη της νομολογίας

43.  Πριν από την απόφαση Pellegrin το Δικαστήριο είχε δηλώσει ότι οι σχετικές αμφισβητήσεις για το διορισμό, τη σταδιοδρομία και τη παύση της δραστηριότητας των δημόσιων υπαλλήλων, βρίσκονταν κατά γενικό κανόνα εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1. Η γενική αυτή αρχή του αποκλεισμού ήταν εντούτοις περιορισμένη και διευκρινίζονταν σε ορισμένες αποφάσεις. Π.χ. στην απόφαση Francesco Lombardo κατά Ιταλίας της 26ης Νοεμβρίου 1992, series Α σκέψη 249-Β, σελ. 26-27, § 17 και στην απόφαση Massa κατά Ιταλίας της 24ης Αυγούστου 1993, series Α, σκέψη 265-Β, σελ. 20, § 26) το Δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι οι αιτιάσεις των ενδιαφερομένων δεν αφορούσαν ούτε το «διορισμό», ούτε τη «σταδιοδρομία», και δεν αφορούσαν παρά εμμέσως στην «παύση της δραστηριότητας» ενός δημοσίου υπαλλήλου γιατί αναφέρονταν στη διεκδίκηση ενός δικαιώματος καθαρώς περιουσιακού που γεννήθηκε νόμιμα μετά από τη λήξη αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές και εν όψει του γεγονότος ότι το Ιταλικό κράτος πληρώνοντας τις επίδικες απαιτήσεις σύνταξης, δεν έκανε χρήση διακριτικών προνομίων και μπορούσε να συγκριθεί με έναν εργοδότη, μέρος μίας σύμβασης  εργασίας που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, το Δικαστήριο συμπέρανε  ότι οι επίμαχες απαιτήσεις είχαν αστικό χαρακτήρα, κατά το άρθρο 6 § 1.

      44.  Στην απόφαση Neigel κατά Γαλλίας της 17ης Μαρτίου 1997, Συλλογή  1997-ΙΙ, σελ. 411, § 44) το Δικαστήριο έκρινε ότι η αμφισβητούμενη από τη προσφεύγουσα απόφαση, η άρνηση δηλαδή της επανατοποθετήσεως της σε θέση δημόσιας υπηρεσίας, εκ της οποίας είχε απομακρυνθεί, αφορά συγχρόνως διορισμό, σταδιοδρομία και παύση δραστηριότητας δημοσίου υπαλλήλου. Το αίτημα δε της προσφεύγουσας ως προς την καταβολή του μισθού που θα είχε λάβει εάν είχε επανατοποθετηθεί δεν δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 6 § 1 δεδομένου ότι η καταβολή μιας τέτοιου είδους αποζημίωσης από το διοικητικό δικαστή  υποτάσσεται  «άμεσα στη προγενέστερη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της επανατοποθέτησης». Το Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η διαφορά δεν αφορούσε «αστικό» δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1.

45.  Σε άλλες αποφάσεις του, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζονταν όταν η απαίτηση του υπαλλήλου αφορούσε ένα αμιγώς αστικό (περιουσιακό) δικαίωμα όπως είναι η καταβολή δεδουλευμένων μισθών (βλ τις αποφάσεις de Santa κατά Ιταλίας, Lapalorcia κατά Ιταλίας και Abenavoli κατά Ιταλίας, της 2ης Σεπτεμβρίου 1997, Συλλογή 1997-β, σελ. 1663, § 18 σελ. 1677, § 21 και σελ. 1690, § 16 αντίστοιχα) - ή κατά το πλείστον αστικό (περιουσιακό) (βλ. την απόφαση Nicodemo κατά Ιταλίας, της 2ης Σεπτεμβρίου 1997, Συλλογή 1997-β, σελ. 1703, § 18) και δεν  αμφισβητήθηκε η διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως (βλ. τις αποφάσεις Benkessiouer κατά Γαλλίας και Couez κατά Γαλλίας, της 24ης Αυγούστου 1998, Συλλογές 1998-Β, Σ. 2287-88, §§ 29-30 και σελ. 2265, § 25 αντίστοιχα την απόφαση LE Calvez κατά Γαλλίας της 29ης Ιουλίου 1998, Συλλογή 1998-β, Σ. και 1900-01, § 58 και την απόφαση Cazenave de La Roche κατά Γαλλίας, της 9ης Ιουνίου 1998, Συλλογή 1998-ΙΙΙ, σελ. 1327, § 43).

46.  Το Δικαστήριο στην υπόθεση Pellegrin (§ 60) θεώρησε ότι η νομολογία αυτή περιέκλειε έναν βαθμό αβεβαιότητας για τα συμβαλλόμενα κράτη ως προς την έκταση των υποχρεώσεών τους υπό την έννοια  του άρθρου 6 § 1 όταν δημόσιοι υπάλληλοι αμφισβητούν τους όρους εργασίας τους. Το Δικαστήριο επιδίωξε να βάλει ένα τέλος στην υπάρχουσα αβεβαιότητα καθιερώνοντας μια αυτόνομη ερμηνεία του όρου «δημόσια λειτουργία», η οποία θα επέτρεπε την ίση μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων που εκτελούν ισοδύναμα ή παρόμοια καθήκοντα στα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση κράτη, ανεξάρτητα από το εσωτερικά εφαρμοστέο σύστημα απασχόλησης και ειδικότερα ανεξάρτητα της  φύσεως της νομικής σχέσης που υφίσταται μεταξύ διοικητικής αρχής και δημοσίου υπαλλήλου.

47.  Κινούμενο προς αυτή την κατεύθυνση, το Δικαστήριο υιοθέτησε ένα λειτουργικό κριτήριο, βασισμένο στη φύση των καθηκόντων και των ευθυνών του δημοσίου υπαλλήλου. Αυτοί που καταλαμβάνουν θέσεις που σχετίζονται με δημοσίου συμφέροντος αποστολή ή συμμετέχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, κατέχουν ένα μέρος της κρατικής κυριαρχίας. Το κράτος επομένως μπορεί νομίμως να απαιτήσει από αυτούς την ύπαρξη ενός δεσμού εμπιστοσύνης και πίστης. Αντιθέτως, για  τις άλλες θέσεις στις οποίες δεν εμφανίζεται η διάσταση της «δημόσιας διοίκησης», το παραπάνω συμφέρον εκλείπει (βλ. την απόφαση που προαναφέρεται § 65). Κατά συνέπεια το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 οι διαφορές εκείνες που αφορούσαν δημόσιους υπαλλήλους των οποίων τα καθήκοντα σχετίζονταν με ειδικής φύσης δραστηριότητες της διοικήσεως, στο βαθμό που η διοίκηση ενεργούσε ως κάτοχος  της δημόσιας εξουσίας επιφορτισμένη  με την προστασία των γενικών συμφερόντων του κράτους ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελούσαν οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία (βλ. § 66). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των διαφορών μεταξύ διοικήσεως και δημοσίων υπαλλήλων που κατείχαν θέσεις που περιελάμβαναν τη συμμετοχή τους στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας διέφευγαν του χώρου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 (§ 67).

48.  Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η απόφαση Pellegrin διατυπώνεται με κατηγορηματικό τρόπο. Από τη στιγμή που η εν λόγω θέση ανήκε στην   συγκεκριμένη κατηγορία, αποκλείστηκαν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 όλες οι διαφορές, ανεξάρτητα από τη φύση τους. Μία μόνο εξαίρεση προβλέπονταν: στις συνταξιοδοτικές διαφορές εφαρμόζονταν το άρθρο 6 § 1 επειδή από τη στιγμή που ο δημόσιος υπάλληλος συνταξιοδοτούνταν ο ειδικός δεσμός που τον συνέδεε με τη διοίκηση έπαυε να υφίσταται και  ο υπάλληλος βρίσκονταν σε μια κατάσταση απολύτως συγκρίσιμη με αυτή ενός υπαλλήλου στο ιδιωτικό δίκαιο. Ο ιδιαίτερος δεσμός εμπιστοσύνης και πίστης με το κράτος είχε παύσει και ο υπάλληλος δεν μπορούσε πλέον να κατέχει μέρος της κρατικής κυριαρχίας (βλ. την απόφαση που αναφέρεται ανωτέρω, § 67).

49.  Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι εφαρμόζοντας το λειτουργικό αυτό κριτήριο έπρεπε να υιοθετήσει, σύμφωνα με το αντικείμενο και το σκοπό της Σύμβασης, μια περιοριστική ερμηνεία των εξαιρέσεων στις εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 6 §1 (Pellegrin §§ 64-67). Επρόκειτο να περιοριστούν οι περιπτώσεις στις οποίες οι δημόσιοι υπάλληλοι δε θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την σωστή και αποτελεσματική προστασία που τους παρέχεται (όπως επιβεβαιώνεται και στην απόφαση Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 40, CEDH 2000-VII).

2.  Αναγκαιότητα αλλαγής της νομολογίας

      50.  Η απόφαση Pellegrin, είναι  ο τελευταίος σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της νομολογίας. Έπρεπε να εφαρμοστεί μια λειτουργική έννοια, βάσει της οποίας θα εξακριβώναμε, κατά περίπτωση, εάν λαμβανομένης υπόψη της φύσης των καθηκόντων και των ευθυνών που περιελάμβανε η εργασία ενός προσφεύγοντα υπήρξε άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και των λειτουργιών που στοχεύουν στην εξασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εν συνεχεία έπρεπε να καθοριστεί αν ο προσφεύγων, κατέχων μίας εκ των παραπάνω κατηγοριών θέση, είχε αναλάβει σχετικά με την δημόσια εξουσία καθήκοντα, δηλαδή αν η θέση του ενδιαφερομένου στην κρατική ιεραρχία ήταν τόσο σημαντική ή υψηλή ώστε να μπορούμε να πούμε ότι συμμετείχε στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και των λειτουργιών που στοχεύουν στην εξασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή της τοπικής αυτοδιοίκησης.

51.  Εντούτοις, η παρούσα περίπτωση, μας αποκαλύπτει ότι η εφαρμογή του λειτουργικού κριτηρίου μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Την εν λόγω χρονική περίοδο οι προσφεύγοντες ανήκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών. Οι πέντε εξ αυτών ήταν αστυνομικοί,  εργασία που αντικατοπτρίζει άριστα τις ειδικές δραστηριότητες των δημόσιων υπηρεσιών όπως αυτές καθορίζονται ανωτέρω.  Η θέση τους περιέκλειε την άμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και αφορούσε καθήκοντα που στοχεύουν στην διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος του Κράτους. Όσον αφορά τα καθήκοντα βοηθητικού διοικητικού προσωπικού, ήταν αμιγώς διοικητικά  χωρίς να τους παρέχεται δυνατότητα λήψης αποφάσεων και άμεσης ή έμμεσης άσκησης της κρατικής εξουσίας. Οι λειτουργίες τους λοιπόν δεν διαφοροποιούνταν από οποιουδήποτε άλλου βοηθητικού διοικητικού προσωπικού στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. Όπως σημειώνεται ανωτέρω, η απόφαση Pellegrin ανέφερε ρητώς την αστυνομία ως προφανές παράδειγμα των δραστηριοτήτων που περικλείουν άσκηση της δημόσιας εξουσίας και κατά συνέπεια μία ολόκληρη κατηγορία προσώπων αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6. Εάν προχωρήσουμε σε μία αυστηρή εφαρμογή της «προσέγγισης Pellegrin» θα διαφανεί ότι στην παρούσα υπόθεση το βοηθητικό διοικητικό προσωπικό απολαμβάνει  τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση των προσφευγόντων αστυνομικών, παρόλο που η διαφορά είναι η ίδια για όλους τους ενδιαφερομένους.

52.  Περαιτέρω, η εξέταση των διαφορών που επιλύθηκαν μετά από την απόφαση Pellegrin  μας αποκαλύπτει ότι είναι δύσκολο να καθοριστεί η φύση και το καθεστώς των καθηκόντων του προσφεύγοντα. Ομοίως η κατηγορία στην οποία αυτός ανήκει, στα πλαίσια της δημόσιας λειτουργίας, δεν είναι πάντα εύκολο να διαφοροποιηθεί βάση του πραγματικού του ρόλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο βαθμός συμμετοχής σε έναν ιδιαίτερο τομέα της δημόσιας λειτουργίας, ανεξάρτητα της φύσεως των αρμοδιοτήτων του ενδιαφερομένου, δεν είναι αρκετά ξεκάθαρος έτσι ώστε να μπορεί μετά βεβαιότητας να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 6.

 Π.x. στην υπόθεση Kępka κατά Πολωνίας ((Δεκ.), αριθ. 31439/96 και 35123/97, CEDH 2000-ΙΧ) το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων, που είχε θεωρηθεί  ακατάλληλος για να αναλάβει καθήκοντα πυρόσβεσης, εκτέλεσε καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του καθήκοντα καθηγητού στο πυροσβεστικό σώμα. Έπρεπε να θεωρηθεί ότι τα καθήκοντά του, που περιελάμβαναν την έρευνα και την πρόσβαση σε πληροφορίες υψηλής διαβάθμισης, αφορούσαν τον τομέα της εθνικής άμυνας – όπου το κράτος ασκεί κυριαρχική εξουσία - και εμπεριείχαν  έμμεση συμμετοχή στην εκτέλεση μίας αποστολής που στόχευε στην διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος (βλ. α contrario, Frydlender κατά Γαλλίας, προαναφέρεται, § 39). Συνεπώς, το άρθρο 6 ήταν μη εφαρμόσιμο. Αλλο παράδειγμα: στην υπόθεση Kanayev κατά Ρωσίας, (αριθ. 43726/02, § 18,27 Ιουλίου 2006), ο προσφεύγων ήταν εν ενεργεία αξιωματικός του ρωσικού ναυτικού (ανθυποπλοίαρχος), λόγω δε της ιδιότητάς αυτής ασκούσε ένα μέρος της κρατικής κυριαρχίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το άρθρο 6 § 1 δεν εφαρμόζεται ακόμα κι αν η διαφορά αφορούσε την μη εκτέλεση μιας υπέρ του ενδιαφερόμενου απόφασης με θέμα τα οδοιπορικά. Στην απόφαση Verešová κατά Σλοβακίας (που αναφέρεται ανωτέρω), το Δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρο 6 § 1 στην περίπτωση μίας δικηγόρου που εργαζόταν για λογαριασμό της αστυνομίας, λόγω της φύσης των λειτουργιών και των ευθυνών της αστυνομικής υπηρεσίας συνολικά, προφανώς χωρίς να λάβει υπόψη τον ατομικό ρόλο της προσφεύγουσας στους κόλπους της υπηρεσίας.

53.  Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση ότι αν το «λειτουργικό κριτήριο» ληφθεί κατά γράμμα, αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 6 στις περιπτώσεις διαφορών όπου η κατάσταση ενός προσφεύγοντα δημοσίου υπαλλήλου είναι παρόμοια με αυτή οποιουδήποτε άλλου διάδικου, ή με άλλα λόγια, όποτε η διαφορά μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη δεν χαρακτηρίζεται από έναν «ιδιαίτερο δεσμό  εμπιστοσύνης και πίστης».

54.  Όπως επιβεβαιώθηκε στην απόφαση Martinie κατά Γαλλίας ([GC], αριθ. 58675/00, § 30, 12 Απριλίου 2006), ο χαρακτήρας του λειτουργήματος του προσφεύγοντα είναι αυτός που παίζει καθοριστικό ρόλο και όχι η φύση της διαφοράς. Ειδικότερα το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης αποφάσισε, όπως είχε και προηγουμένως αποφασίσει το Τμήμα, υπέρ της εφαρμογής του άρθρο 6 § 1 (απόφαση επί του παραδεκτού της 13ης Ιανουαρίου 2004), βασιζόμενη όμως σε διαφορετικό συλλογισμό. Ενώ το Τμήμα στήριξε την απόφασή του, κατά βάση στην φύση της διαφοράς μεταξύ προσφεύγοντα και κράτους - σχετικά με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να πληρώσει παράνομες καταβολές - προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες υποχρεώσεις ήταν αστικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 6 § 1, αφού τα ιδιωτικού δικαίου χαρακτηριστικά γνωρίσματα υπερίσχυαν στην περίπτωση αυτή ,  το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν δημόσιος υπάλληλος που εργαζόταν ως λογιστής σε ένα λύκειο και δεν συμμετείχε στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.

55.  Το Δικαστήριο ωθείται στο συμπέρασμα ότι το λειτουργικό κριτήριο, όπως εφαρμόζεται στην πράξη, δεν απλοποιεί την εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 6, στις διαδικασίες όπου συμμετέχει ένας δημόσιος υπάλληλος, και αντίθετα με τα αναμενόμενα δεν επέφερε επί του θέματος ένα μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, την απόφαση Perez κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 47287/99, § 55, CEDH 2004-I.).

56.  Στα πλαίσια αυτά  και για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο εκτιμά ότι το λειτουργικό κριτήριο που υιοθετείται στην υπόθεση Pellegrin πρέπει να οριστεί περαιτέρω. Σίγουρα προς όφελος της ασφάλειας του δικαίου, της προβλεψιμότητας και  της ισότητας έναντι  του νόμου, το Δικαστήριο δεν αποκλίνει άνευ σοβαρού λόγου, από τη προϋπάρχουσα νομολογία του. Εντούτοις εάν αποτύγχανε να διατηρήσει μια δυναμική και εξελικτική προσέγγιση θα διακινδύνευε να εμποδίσει κάθε μεταρρύθμιση ή βελτίωση (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Mamatkulov και Askarov κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 46827/99 και 46951/99, § 121, CEDH 2005-Ι.).

      57.  Η απόφαση Pellegrin πρέπει να επανατοποθετηθεί στα πλαίσια της προγενέστερης νομολογίας του Δικαστηρίου και να γίνει αντιληπτή ως μία πρώτη αποστασιοποίηση από την παλαιά αρχή του ανεφάρμοστου του άρθρου 6 στην περίπτωση των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και ως ένα πρώτο βήμα προς τη μερική εφαρμογή του. Η απόφαση αυτή αντικατοπτρίζει το βασικό αξίωμα σύμφωνα με τον οποίο ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, λόγω των λειτουργιών τους, δεσμεύονται με έναν πρόσθετο δεσμό εμπιστοσύνης και πίστης προς τον εργοδότη τους. Εντούτοις, γίνεται εμφανές από τις υποθέσεις που έκτοτε έχουν εκδικαστεί, ότι σε πολλά κράτη μέρη της Σύμβασης είναι επιτρεπτή η πρόσβαση των δημοσίων υπαλλήλων σε ένα δικαστήριο και οι παραπάνω μπορούν να προβάλλουν τις σχετικές με τους μισθούς και τις αποζημιώσεις διεκδικήσεις τους, καθώς και όσες αφορούν θέματα απόλυσης ή πρόσληψης, σε παραπλήσια βάση με εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το εθνικό σύστημα, δεν διακρίνει καμία σύγκρουση μεταξύ των ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους και του δικαιώματος προστασίας του ατόμου. Πράγματι, εάν ούτε η Σύμβαση ούτε τα πρωτόκολλά της εγγυώνται το δικαίωμα εισόδου στο δημόσιο λειτούργημα, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης από όλες τις απόψεις. (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, απόφαση Abdulaziz, Cabales και Balkandali, της 28ης Μαΐου 1985, σ. Α σκέψη 94, Σ. 31-32, § 60 και Glasenapp κατά Γερμανίας, απόφαση της 28ης Αυγούστου 1986, σ. Α αριθ. 104, σελ. 26, § 49).

58.  Επιπλέον, στα άρθρα 1 και 14 της Σύμβασης ορίζεται ότι «κάθε πρόσωπο εξαρτώμενο εκ της δικαιοδοσίας» των συμβαλλόμενων κρατών πρέπει να απολαμβάνει  «χωρίς καμία διάκριση» τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απαριθμούνται (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Engel και άλλων κατά Κάτω Χωρών απόφαση της 8ης Ιουνίου 1976, σ. Α σκέψη 22, σελ. 23, § 54). Κατά γενικό κανόνα, οι εγγυήσεις της Σύμβασης εκτείνονται και στους δημόσιους υπαλλήλους (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, απόφαση Schmidt και Dahlström κατά Σουηδίας, της 6ης Φεβρουαρίου 1976, σ. Α σκέψη 21, σελ. 15, § 33 Engel και άλλοι κατά Κάτω Χωρών, που αναφέρονται ανωτέρω, σελ. 23, § 54 Glasenapp κατά Γερμανίας, που αναφέρεται ανωτέρω, σελ. 26, § 49 και  Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασίλειου, απόφαση της 2ης Σεπτεμβρίου 1998, Συλλογή 1998-VI, σελ. 2378, § 56).

      59.  Υιοθετώντας την περιοριστική ερμηνεία του λειτουργικού κριτηρίου που συστήνει η ίδια η απόφαση Pellegrin, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υφίστανται πειστικοί λόγοι  έτσι ώστε να μην παρασχεθεί η προστασία του άρθρου 6 § 1 σε ορισμένες κατηγορίες προσφευγόντων. Στην παρούσα περίπτωση, οι προσφεύγοντες - οι αστυνομικοί  όπως και το βοηθητικό διοικητικό προσωπικό - είχαν, κατά την εθνική νομοθεσία, το δικαίωμα να θέσουν στην κρίση ενός δικαστηρίου τα αιτήματά τους προς αποζημίωση, δεν προέβαλαν όμως κανένα λόγο σχετικό με την ουσιαστική λειτουργία του κράτους, ούτε δε προέκυψε ανάγκη δημοσίας τάξεως, ικανά να  δικαιολογήσουν από τη φύση τους την κατάργηση της παρεχόμενης από τη Σύμβαση προστασίας, προς αποφυγή μίας άνισης ή υπερβολικά μακράς διαδικασίας.

60.  Εάν δούμε σφαιρικά το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο αποτελεί πηγή πολύτιμων πληροφοριών (βλ. τις αποφάσεις Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 28957/95, §§ 43-45, 92 και 100, CEDH 2002-VI Posti και Rahko κατά Φινλανδίας, αριθ. 27824/95, § 54, CEDH 2002-VII και Meftah και άλλοι κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 32911/96, 35237/97 και 34595/97, § 45, CEDH 2002-VII), το Δικαστήριο σημειώνει ότι η απόφαση Pellegrin στηρίζεται στις κατηγορίες των δραστηριοτήτων και των επαγγελμάτων που απαριθμούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την εξαίρεση στην αρχή της ελεύθερης εισόδου (§ 66). Εντούτοις, το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζει μια ευρύτερη προσέγγιση του δικαστικού ελέγχου, όπως πιστοποιεί η απόφαση Marguerite Johnston κατά Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary (υπόθεση 222/84, Συλλογή 1986 σελ. 1651, § 18) Η υπόθεση αφορά μια γυναίκα αστυνομικό η οποία επικαλέστηκε την σχετική με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών οδηγία (76/207). Το δικαστήριο ακολούθησε το παρακάτω σκεπτικό:

«Η απαίτηση δικαστικού ελέγχου που ορίζεται [στο άρθρο 6 της οδηγίας του Συμβουλίου αριθ. 73/207] απεικονίζει μία γενική αρχή του δικαίου η οποία  στηρίζεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις  των Κρατών  Μελών. Η αρχή αυτή θεμελιώνεται και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της 4ης Νοεμβρίου 1950 που προβλέπουν την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Όπως αναγνωρίστηκε με την από κοινού διακήρυξη της 5ης Απριλίου 1977 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής καθώς και από την νομολογία του Δικαστηρίου,  οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας τις αρχές που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης της Σύμβασης στα πλαίσια του Κοινοτικού δικαίου».

Το νομολογιακό αυτό προηγούμενο όπως και ορισμένα άλλα, σε τομείς που συνδέονται με το κοινοτικό δίκαιο αποδεικνύουν ότι στο Ευρωπαϊκό δίκαιο ο δικαστικός έλεγχος εφαρμόζεται ευρέως.  Όταν ένα άτομο δύναται να επικαλεστεί ένα υλικό δικαίωμα που του εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο, η θέση του ως κατόχου του κρατικού ελέγχου, δεν καθιστά την υποχρέωση του δικαστικού ελέγχου μη εφαρμοστέα.  Εξάλλου, σχετικά με τα άρθρα 6 και 13 της Σύμβασης, το Δικαστήριο υπογράμμισε  την ευρεία τάση προς έναν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο (βλ τη υπόθεση Marguerite Johnston, που αναφέρονται ανωτέρω, και την υπόθεση Panayotova και άλλοι voor Vreemdelingenzaken en Integratie, C-327/02, Συλλογή 2004, σελ.Ι-11055 § 27), καθώς επίσης και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. από §§ 29-30).

      61.  Το δικαστήριο αναγνωρίζει ότι ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, ορισμένων κατηγοριών μισθωτών συντελείται προς το συμφέρον του κράτους. Εξάλλου, πρώτιστα τα συμβαλλόμενα κράτη, - και ιδιαίτερα τα εθνικά κοινοβούλια- και όχι το Δικαστήριο, είναι εκείνα που οφείλουν να προσδιορίσουν ρητώς, τους τομείς των δημοσίων λειτουργιών που περιλαμβάνουν, άσκηση των εγγενών στην κρατική κυριαρχία διακριτικών εξουσιών και όπου τα ατομικά συμφέροντα πρέπει να υποχωρήσουν. Το Δικαστήριο ασκεί τον εποπτικό του ρόλο υποκείμενο στην αρχή της επικουρικότητας (βλ. απόφαση Ζ και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 29392/95, § 103, CEDH 2001-V). Όταν μία εσωτερικής φύσεως επιταγή εμποδίζει την πρόσβαση ενώπιον ενός δικαστηρίου, το Δικαστήριο ελέγχει αν η εξαίρεση από τις εγγυήσεις του άρθρου 6  μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση της διαφοράς. Εάν όχι, δεν τίθεται καν ζήτημα και το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζεται.

Πρέπει εντούτοις, να υπογραμμιστεί,  ότι η παρούσα περίσταση διαφοροποιείται από τις περιστάσεις άλλων υποθέσεων, όπου λόγω των διεκδικήσεων που προβάλλονται, θεωρείται ότι άπτονται του αστικού και του ποινικού μέρους του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. μεταξύ άλλων, για τον υπολογισμό του ύψους του φόρου, την απόφαση Ferrazzini κατά Ιταλίας ([GC], §αριθ. 44759/98, CEDH 2001-VII) για θέματα ασύλου, υπηκοότητας και διαμονής σε μια χώρα, την απόφαση Maaouia κατά Γαλλίας([GC], αριθ. 39652/98, CEDH 2000-Χ) και για την επίλυση εκλογικών διαφορών μεταξύ βουλευτών την απόφαση Pierre-Bloch κατά Γαλλίας, που αναφέρεται ανωτέρω). Εν προκειμένω ο συλλογισμός περιορίζεται στην κατάσταση των δημόσιων υπαλλήλων.

62.  Ανακεφαλαιώνοντας, για να μπορέσει το εναγόμενο κράτος να προβάλει επιτυχώς ενώπιον του Δικαστηρίου, την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του προσφεύγοντα, προκειμένου να αποκλειστεί η παρεχόμενη από το άρθρο 6 προστασία, πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω δύο όροι: πρώτον,  βάση της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να αποκλείεται ρητώς η πρόσβαση σε δικαστήριο σε όσους ανήκουν στις εν λόγω θέσεις και κατηγορίες προσωπικού και δεύτερον, η γενόμενη παρέκκλιση πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους άμεσα συνδεόμενους με το κρατικό συμφέρον. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος ανήκει σε έναν τομέα ή σε μία υπηρεσία που συμμετέχει στην άσκηση του κρατικού ελέγχου δεν είναι αυτό καθεαυτό καθοριστικό. Για να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός, δεν αρκεί το κράτος να αποδείξει ότι ο εν λόγω δημόσιος υπάλληλος  συμμετέχει στην άσκηση του κρατικού ελέγχου ή ότι υπάρχει, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους χρησιμοποιεί και το Δικαστήριο στην απόφαση Pellegrin- ένας «ιδιαίτερος  δεσμός  εμπιστοσύνης και πίστης» μεταξύ του δημόσιου υπαλλήλου και του κράτους, ως εργοδότη. Πρέπει επίσης το κράτος να αποδείξει ότι το αντικείμενο της διαφοράς σχετίζεται με την άσκηση της κρατικής εξουσίας ή ότι θέτει υπό αμφισβήτηση τον προαναφερθέντα ιδιαίτερο δεσμό. Κατά συνέπεια, τίποτα κατ’ αρχήν δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό από την προστασία του άρθρου 6 των συνηθισμένων εργασιακών διαφορών, όπως εκείνων που αφορούν τους μισθούς, τις αποζημιώσεις, ή άλλα παρόμοια δικαιώματα – λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της υφιστάμενης σχέσεως μεταξύ ενός δημόσιου υπαλλήλου και του εν λόγω κράτους. Πράγματι, θα υπάρξει εκ προοιμίου  εφαρμογή του άρθρου 6. Το εναγόμενο κράτος καλείται να καταδείξει : πρώτον ότι κατά το εθνικό δίκαιο ο δημόσιος υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και δεύτερον, ότι ο αποκλεισμός των προστατευομένων από το άρθρο 6 δικαιωμάτων, είναι βάσιμος.

63.  Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι βάσει της εθνικής νομοθεσίας, όλοι οι προσφεύγοντες  είχαν δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Συνεπώς, το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζεται εν προκειμένω.

64.  Το δικαστήριο επισημαίνει ότι το συμπέρασμα του σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6, δεν προδικάζει ουδόλως την απάντηση στο ερώτημα πως οι διάφορες εγγυήσεις που παρέχονται από το άρθρο (π.χ. η έκταση του ελέγχου που απαιτείται από τα εθνικά δικαστήρια βλ. την υπόθεση Zumtobel κατά Αυστρίας, της 21ης Σεπτεμβρίου 1993, σ. Α σκέψη 268-α, σελ. 14, § 32) πρέπει να εφαρμόζονται στις διαφορές που αφορούν  δημόσιους υπαλλήλους. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να εξετάσει παρά μόνο δύο από αυτές τις εγγυήσεις: την εγγύηση που σχετίζεται με την διάρκεια της διαδικασίας καθώς και εκείνη που αφορά την διεξαγωγή ακροάσεως.

2. Συμμόρφωση με το άρθρο 6

(α) Διάρκεια της διαδικασίας

 65.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σε αστικής φύσεως ζητήματα, η λογική προθεσμία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αρχίσει, ακόμη και πριν από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο στρέφεται ο ενάγων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά (βλ. την υπόθεση Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21ης Φεβρουαρίου 1975, σ. Α αριθ. 18, σελ. 15, § 32). Το παραπάνω ισχύει και στην περίπτωση των παρόντων προσφευγόντων, δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να προσφύγουν ενώπιον του περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου από τη στιγμή που δεν είχε εκδοθεί  εφέσιμη απόφαση επί του προς αναθεώρηση αιτήματός τους. (βλ. παράγραφο 19), (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, την απόφαση König κατά Γερμανίας, της 28ης Ιουνίου 1978, σ. Α αριθ. 27, σελ. 33, § 98,  την απόφαση Janssen κατά Γερμανίας, αριθ. 23959/94, § 40, της 20 Δεκεμβρίου 2001, και την απόφαση Hellborg κατά Σουηδίας, αριθ. 47473/99, § 59, της 28 Φεβρουαρίου 2006).

66.  Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, η λογική προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 6 § 1  άρχισε την ημέρα που προσέφυγαν ενώπιον της νομαρχίας, ήτοι στις 19 Μαρτίου 1993 (βλ. την προηγούμενη παράγραφο). Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η εν λόγω διαδικασία έλαβε τέλος με την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2000. Κατά συνέπεια, η διαδικασία διήρκεσε πάνω από επτά συναπτά έτη.

      67.  Το Δικαστήριο βασιζόμενο στα κριτήρια που καθιερώνει η νομολογία του, θα αξιολογήσει τον λογικό χαρακτήρα της διάρκειας της διαδικασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και ειδικότερα την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την συμπεριφορά του προσφεύγοντος καθώς και την συμπεριφορά των αρμόδιων αρχών. Στο τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει επιπλέον να λάβουμε υπόψη μας τις συνέπειες που θα έχει η διαφορά στους ενδιαφερόμενους (βλ. την απόφαση Philis κατά Ελλάδας (αριθ. 2), της 27ης Ιουνίου 1997, Συλλογή 1997-IV, σελ. 1083, § 35).

68.  Το δικαστήριο συντάσσεται με την άποψη των μερών ότι η παρούσα υπόθεση δεν είναι σύνθετη. Τα διακυβευόμενα θέματα δεν εμφανίζουν εξαιρετικό χαρακτήρα.

69.  Η δε συμπεριφορά των προσφευγόντων, δεν είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση της όλης διαδικασίας. Όσο για τις Αρχές, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η νομαρχία έλαβε την αίτηση των προσφευγόντων στις 19 Μαρτίου 1993. Συγκέντρωσε τις παρατηρήσεις και τις κοινοποίησε εν συνεχεία στους υποψηφίους προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, εκδίδοντας την απόφασή της στις 19 Μαρτίου 1997. Χρειάστηκαν λοιπόν τέσσερα έτη για να εξεταστεί η υπόθεση. Το μακρύ αυτό χρονικό διάστημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει των ενεργούμενων διαδικαστικών πράξεων αλλά ούτε  και βάσει της ανάγκης αναμονής εκδόσεως της σχετικής με την υπόθεση  Askola απόφασης, που  έγινε οριστική από τις 7 Δεκεμβρίου 1994.

      70.  Όσον αφορά τις διαδικασίες ενώπιον του περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου και του Ανώτατου Διοικητικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα δύο παραπάνω δικαστήρια χρειάστηκαν συνολικά τρία χρόνια για να αποφασίσουν. Θεωρεί ότι οι διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων δεν παρουσιάζουν αυτές καθαυτές κάποιο πρόβλημα.

71.  Εν τέλει, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της νομαρχίας εμφανίζει καθυστερήσεις για τις οποίες δεν δίνεται καμία ικανοποιητική εξήγηση. Επομένως παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης εξ αιτίας  της μακράς διάρκειας της διαδικασίας.

(β) Αναφορικά με την διενέργεια ακροάσεως

      72.  Οι αρχές που εφαρμόζονται περιγράφονται στην υπόθεση Jussila κατά Φινλανδίας ([GC], αριθ. 73053/01, §§ 40-45).

73.  Στην παρούσα περίπτωση, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να τύχουν ακροάσεως προκειμένου να μπορέσουν να αποδείξουν ότι η διοίκηση  της αστυνομίας τους είχε υποσχεθεί τη χορήγηση αποζημίωσης λόγω απώλειας προσδοκώμενου οικονομικού οφέλους. Τα διοικητικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι λόγω των περιστάσεων, η ακρόαση τους θα ήταν προδήλως περιττή καθώς η υποτιθέμενη υπόσχεση ήταν άνευ αντικειμένου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της κυβερνήσεως ήταν ορθό ότι όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν στην υπόθεση αυτή  μπορούσαν να εξεταστούν και να κριθούν επαρκώς, βάσει  των όσων είχαν εγγράφως υποβάλει τα μέρη.

74.  Το Δικαστήριο περαιτέρω παρατηρεί ότι οι προσφεύγοντες δεν στερήθηκαν της δυνατότητας να τύχουν ακροάσεως, αν και αποτελεί αρμοδιότητα των δικαστηρίων να κρίνουν επί της αναγκαιότητας επιβολής του μέτρου αυτού (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, την απόφαση Martinie κατά Γαλλίας, που αναφέρεται ανωτέρω, § 44) και ότι ως προς το ζήτημα αυτό η απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων ήταν αιτιολογημένη. Οι προσφεύγοντες είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τους ισχυρισμούς τους εγγράφως καθώς και να απαντήσουν στη συνέχεια επί των συμπερασμάτων των αντιδίκων τους. Το Δικαστήριο εκτιμά  ότι πληρούνταν οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας και δεν συμπεριλάμβαναν την διεξαγωγή ακροάσεως.

      75.  Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω μη διενέργειας ακροάσεως.

……..

ΙΙΙ. Η ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 1, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ

84. Οι προσφεύγοντες προέβαλλαν την παραβίαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 στη Σύμβαση….

Α.  Οι ισχυρισμοί των μερών

1. Οι προσφεύγοντες

85. Οι προσφεύγοντες βεβαιώνουν ότι δικαιούνταν κατ’ αρχήν αποζημιώσεως εκτός έδρας. Εν συνεχεία η κατάργηση της αποζημιώσεως αυτής επέφερε τη μείωση του χρηματικού ποσού το οποίο μπορούσαν να αξιώσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται στο Sonkajärvi. Στους τελευταίους  προκειμένου να αντισταθμιστεί η εν λόγο μείωση, καταβλήθηκε σε ατομική βάση ένα ατομικό συμπληρωματικό επίδομα ο οποίος αποτέλεσε μέρος  του βασικού μισθού τους αντισταθμίζοντας την παραπάνω μείωση. Το μέτρο αυτό ήταν σύμφωνο με την συνήθη πρακτική της διοίκησης κατά την οποία η παραχώρηση ενός προνομίου έπρεπε και να διατηρηθεί, όπως καταδείχθηκε και από την  επόμενη οδηγία (εκδοθείσα το 2003) αναφορικά με την εφαρμογή του συστήματος αμοιβών. Η αλλαγή αυτή πραγματοποιήθηκε πριν από την ενσωμάτωση των υπηρεσιών, η οποία επέφερε την απώλεια μέρους του μισθού τους (δηλ. το συμπληρωματικό επίδομα). Στους προσφεύγοντες είχε παραχωρηθεί ένα περιουσιακό δικαίωμα το οποίο τους αφαιρέθηκε με μονομερή κρατική  απόφαση.

      86. Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι η υπόθεση Nurmes είναι όμοια με τη δική τους. Στην υπόθεση αυτή, ένας αστυνομικός αποζημιώθηκε λόγω της μείωσης που σημειώθηκε στο μισθό του εξαιτίας της τοποθέτησής του στο αστυνομικό τμήμα της Nurmes (απόφαση της Νομαρχίας της Carelie du Nord). Η καταβολή της αποζημίωσης αυτής εξασφάλισε την διατήρηση του ύψους του μισθού του. Το ίδιο όμως δε συνέβη και για τους μισθούς των προσφευγόντων. Η υπόθεση Askola δεν  μπορεί να συγκριθεί με τη  δική τους, επειδή οι αστυνομικοί της Askola δεν είχαν ποτέ λάβει ούτε αποζημίωση λόγω μεταθέσεως τους σε απομακρυσμένη γεωγραφικά περιοχή ή λόγω μεταθέσεως τους σε τόπο όπου επικρατούν κακές κλιματολογικές συνθήκες, ούτε ατομικά επιδόματα. Οι ενδιαφερόμενοι αναφέρουν επίσης την υπόθεση « Mäntyharju », στην οποία οι δημόσιοι υπάλληλοι που μεταφέρθηκαν από τη Pertunmaa στο Mäntyharju, αποζημιώθηκαν, υπό την μορφή ατομικού πρόσθετου επιδόματος, για τα έξοδα μετακίνησης που πραγματοποιούσαν, προκειμένου να μεταφερθούν  από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο εργασίας τους. Οι προσφεύγοντες δεν έλαβαν καμία  τέτοιου είδους αποζημίωση.

       ……………….

       Β.  Η αξιολόγηση του δικαστηρίου

       93.  Το δικαστήριο εκτιμά  ότι οι προσφεύγοντες παραπονιούνται  βασιζόμενοι είτε στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, ως έχει είτε σε συνδυασμό αυτού με το άρθρο 14, ότι οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια απορρίπτοντας τα αιτήματά τους, δεν εφάρμοσαν ορθά την εθνική νομοθεσία.

       94. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Σύμβαση δεν παρέχει το δικαίωμα συνέχισης λήψης ειδικού ύψους μισθού (δείτε, τηρουμένων των αναλογιών, την απόφαση Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, αριθ. 60669/00, § 39, CEDH 2004-ΙΧ). Δεν αρκεί να στηριχθεί ο ενδιαφερόμενος στην ύπαρξη μιας «πραγματικής αμφισβήτησης» ή μιας «μαχητής αιτίασης» (§§ 37-38). Μια απαίτηση δεν  μπορεί να θεωρηθεί ως «περιουσιακή αξία» σύμφωνα με το σκοπό του άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 παρά μόνο όταν θεμελιώνεται στο εσωτερικό δίκαιο, π.χ. όταν επιβεβαιώνεται και από την πάγια νομολογία των εσωτερικών δικαστηρίων. (βλ.την απόφαση Kopecky κατά Σλοβακίας [GC], της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, Συλλογή 2004-ΙΧ, σελ. 144, § 45-52). Στην παρούσα περίπτωση προκύπτει από την οδηγία εφαρμογής (παράγραφος 22 ανωτέρω) ότι δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία εκ μέρους των προσφευγόντων λήψης πρόσθετου επιδόματος μετά την πραγματοποίηση της ενσωμάτωσης διότι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν πλέον το εν λόγω προνόμιο εάν ο τόπος τοποθέτησής τους μεταφέρθηκε εκτός του Sonkajärvi. Εξάλλου σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο δεν είχαν δικαίωμα αποζημιώσεως  των οδοιπορικών εξόδων.

95. Όσον αφορά το άρθρο 14 της Σύμβασης, λειτουργεί  μόνο σε συνδυασμό με κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων. Δεν έχει αυτόνομη ύπαρξη δεδομένου του ότι αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην    « χρήση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών» που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση. Βέβαια έχει και αυτόνομη εφαρμογή στο μέτρο που μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να είναι απαραίτητη η παραβίαση κάποιας ουσιαστικής διάταξης της Σύμβασης. Δεν εφαρμόζεται όμως αν τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών δεν εμπίπτουν σε μία από τις εν λόγω διατάξεις (βλ. την απόφαση Gaygusuz κατά Αυστρίας, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, Συλλογή 1996-IV, σελ. 1141, § 36 καθώς και την απόφαση Domalewski κατά Πολωνίας (Δεκ.), αριθ. 34610/97, CEDH 1999-V). Εν προκειμένω, δεν εφαρμόζεται καμία άλλη διάταξη της Σύμβασης.

      96.  Το Δικαστήριο λοιπόν θεωρεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 1, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.

……..

ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

1)  Αποφαίνεται με 12 ψήφους έναντι 5 υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, 2)   Αποφαίνεται με 14 ψήφους έναντι 3 ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της διάρκειας της διαδικασίας. 3)   Αποφαίνεται ομόφωνα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω ελλείψεως ακροάσεως. 4)   Αποφαίνεται με 15 ψήφους έναντι 2 ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης, 5)  Αποφαίνεται ομόφωνα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 στη Σύμβαση μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.6.  Αποφαίνεται  με 13 ψήφους έναντι 4:(α) ότι το εναγόμενο κράτος οφείλει να καταβάλει, μέσα σε τρεις μήνες, τα ακόλουθα ποσά: (i) 2.500 (δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ) σε κάθε προσφεύγοντα ως αποζημίωση της ηθικής του βλάβης (ii) 9.622,11 (εννέα χιλιάδες εξακόσια είκοσι δύο ευρώ και ένδεκα ευρώ) στους προσφεύγοντες από κοινού για τα έξοδα και τις δαπάνες τους. ….»

 

           

Σχόλιο

 

Η αλλαγή νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και η ασφάλεια δικαίου

 

1. Πολύ σημαντική  η σχολιαζομένη απόφαση ESKELINEN κ.α. κατά Φιλανδίας του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ  . Με την απόφαση αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο  αλλάζει την νομολογία του και επεκτείνει την ομπρέλα προστασίας της ΕΣΔΑ και σε πολίτες που ήταν μέχρι της εκδόσεώς της, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων,  αποκλεισμένοι από το προνόμιο του να τύχουν δικαστικής προστασίας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Έτσι   η ανωτέρω απόφαση ανοίγει τις πύλες του Στρασβούργου σε αστυνομικούς, στρατιωτικούς, δικαστές, εισαγγελείς, διπλωματικούς υπαλλήλους, πυροσβέστες κ.α. δημόσιους υπαλλήλους ή φορείς κρατικής εξουσίας .  Ο κ. Βογιατζής,   Référendaire  στο ΕΔΔΑ, στις παρατηρήσεις του στο ΝοΒ (τομ. 55, σελ. 1923επ.) αναλύει διεξοδικά και διεισδυτικά την νομολογιακή αυτή αλλαγή. 

2. Η απόφαση αυτή δεν ήταν ομόφωνη. Τέσσερεις από τους δεκαεπτά δικαστές του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ  διαφώνησαν για την αλλαγή της νομολογίας και στην μειοψηφούσα άποψη περιλαμβάνεται και αυτή του πρώην Προέδρου του ΕΔΔΑ του κ. Wildhaber[1].

3. Η ασφάλεια του δικαίου αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης[2] αλλά και του κράτους δικαίου.  Οι συχνές αλλαγές της νομολογίας οιουδήποτε δικαστηρίου δημιουργούν ανασφάλεια στους ενδιαφερομένους  και στους διαδίκους και καθιστούν την έκβαση των υποθέσεων αβέβαιη και απρόβλεπτη.

4. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που λειτούργησε στην προκειμένη περίπτωση  το Δικαστήριο του Στρασβούργου (εφεξής «Δικαστήριο») στο θέμα της αλλαγής της νομολογίας και είναι υποδειγματική η σχολιαζομένη απόφαση στο θέμα αυτό. Κατ΄ αρχήν για να αλλάξει η νομολογία του Δικαστηρίου (επί σημαντικού θέματος) η απόφαση λαμβάνεται από το Τμήμα της Ευρείας Σύνθεσης[3] και όχι από τα Τμήματα. Στην υπόθεση Eskelinen παρατηρούμε τα εξής:

α) Το Δικαστήριο εμφανίζεται απολογητικά στην αιτιολογία του για αλλαγή της πάγιας νομολογίας του και αφιερώνει σημαντικό χώρο[4] για περιληπτική ανάπτυξη της προϋφισταμένης νομολογίας του και ιδίως για  αναλυτική αναφορά και ανάλυση στην υπόθεση Pellegrin (βλ. παρ. 43, 46-48 της απόφασης). Είναι ενδεικτικό ότι συνολικά γίνεται μνεία σε τριάντα τρεις (33) αποφάσεις του ιδίου του Δικαστηρίου, του ΔΕΚ κ.α.

β) προβαίνει σε πρωτοφανή εκτενή αναφορά για την αναγκαιότητα της αλλαγής της νομολογίας (παρ. 50-64) και αφού αναγνωρίζει την ανάγκη της ασφάλειας του δικαίου, της προβλεψιμότητας και  της ισότητας έναντι  του νόμου επισημαίνει ότι  το Δικαστήριο δεν αποκλίνει άνευ σοβαρού λόγου, από τη προϋπάρχουσα νομολογία του. Παρ΄όλα αυτά δικαιολογεί την αναγκαιότητα της αλλαγής της πάγιας νομολογίας του με το σκεπτικό ότι  εάν η νομολογία του Δικαστηρίου αποτύχει να διατηρήσει μια δυναμική και εξελικτική προσέγγιση κινδυνεύει να εμποδίσει κάθε μεταρρύθμιση ή βελτίωση. Βάζοντας αυτό το όριο κινδύνου το Δικαστήριο αποφάσισε να αλλάξει την πάγια νομολογία του που ακολούθησε επί αρκετά χρόνια με την απόφαση Pellegrin και να επεκτείνει τον δικαιοδοτικό του ρόλο σε ευρύτερο αριθμό προσώπων.

      γ) Χρησιμοποιεί νομολογία και επιχειρήματα από το ΔΕΚ,  χρησιμοποιεί το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και κάνει αναφορά στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.

δ) Η μειοψηφούσα κοινή άποψη  των τεσσάρων δικαστών εμμένει στην διατήρηση της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου και επισημαίνει ως συμπέρασμα[5] ότι «.. το Δικαστήριο ανέτρεψε την πάγια νομολογία του.  Έχει σίγουρα το δικαίωμα να το κάνει (παρόλο που ήταν σχετικά πρόσφατη). Γενικότερα όμως το Δικαστήριο ενεργεί κατ’ αυτό τον τρόπο όταν υπάρχουν νέες εξελίξεις και εφόσον προκύψει μια νέα ανάγκη. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση αυτή. Η εγκατάλειψη της πάγιας  νομολογίας, υπό τις συνθήκες αυτές δημιουργεί νομική αβεβαιότητα και, κατά τη γνώμη μας, δύσκολα τα κράτη θα μπορέσουν να προσδιορίσουν την έκταση των υποχρεώσεών τους.. ».

Σε κάθε περίπτωση η επέκταση της προστατευτικής ομπρέλας στα δικαιώματα ακόμα περισσότερων πολιτών της Ευρώπης όχι μόνον είναι ευπρόσδεκτη αλλά είναι και απαραίτητη. Η απόφαση του Δικαστηρίου αποκαθιστά την ανισότητα για ένα μέρος πολιτών που ναι μεν ασκούν άμεσα ή έμμεσα κρατική εξουσία αλλά δεν παύουν να αποτελούν και αυτοί θύματα παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων εκ μέρους της κρατικής εξουσίας που υπηρετούν. Ουσιαστικά το Δικαστήριο προχωρεί σε μια νέα προσέγγιση που δίνει περισσότερη βάση στο άτομο και το αποδεσμεύει από την ιδιότητά του. Εξ άλλου τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούν να έχουν διαχωριστικές γραμμές στο χώρο προστασίας τους. Η παραβίασή τους προσβάλλει τον άνθρωπο και την ανθρώπινη αξία και ο προσβαλλόμενος καθίσταται θύμα  ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του και της εξουσίας που διαθέτει και διαχειρίζεται.

Η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ είναι μία πρόοδος στα ανθρώπινα δικαιώματα και ενέχει όχι μόνο μία παιδαγωγική χρησιμότητα, όπως αναφέρει και ο κ. Βογιατζής στις παρατηρήσεις του στο ΝοΒ αλλά και μία εκπαιδευτική. Πληροφορεί τα εθνικά δικαστήρια της Ευρώπης πώς να αντιμετωπίζουν τις αλλαγές στην πάγια νομολογία τους και το πότε αυτές είναι αναγκαίες για να μην πλήξουν την νομική ασφάλεια των πολιτών. Αραγε  τα  ελληνικά δικαστήρια θα χρησιμοποιήσουν αυτή την υποδειγματική απόφαση του Στρασβούργου για να αλλάξουν την (τελευταίως παγιωμένη) τακτική τους της συχνής αλλαγής της νομολογίας τους που δημιουργεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα  στους διαδίκους και στην  κοινωνία;

Βασίλης Κ. Χειρδάρης

 



[1] Οι άλλοι τρεις μειοψηφούντες δικαστές είναι οι: Türmen (Τουρκίας), Borrego Borrego (Ισπανίας) και Jočienė (Λιθουανίας).

[2] Όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ

[3] οιονεί δικαστική ολομέλεια του Δικαστηρίου

[4] τις παραγράφους 43-49 της απόφασης

 

 

[5] σκέψη αριθμ.7 των μειοψηφούντων δικαστών