ΕΔΑΔ 18/12/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου - Απαράδεκτη αναίρεση -.

 

Μετά από προσφυγή Έλληνα πολίτη, του οποίου οι αναιρέσεις κατά τριών ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες από τον ’ρειο Πάγο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε διπλή παραβίαση του δικαιώματός του σε μια δίκαιη δίκη που εγγυάται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι α. η απόρριψη ως απαράδεκτων των αναιρέσεων, με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών που να βεβαιώνει ότι μετά τη λήξη της αναβολής της εκτέλεσης κρατείται σε αυτές προς έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών, προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος άσκησης των ενδίκων μέσων συνιστώντας ένα υπερβολικό εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και επομένως στο δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και β. παραγνωρίστηκε η αρχή της κατ' αντιδικία διαδικασίας, που συνιστά θεμελιώδη πτυχή του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, διότι ο ’ρειος Πάγος σε Συμβούλιο απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης για διαφορετικό λόγο από εκείνον για τον οποίο είχε προτείνει ο Εισαγγελέας την απόρριψη, με συνέπεια να αιφνιδιαστεί ο αναιρεσείων και να μην μπορέσει να αντικρούσει άλλον πιθανό λόγο αναίρεσης, πέραν εκείνου που πρότεινε ο Εισαγγελέας και δεν έκανε δεκτό ο ’ρειος Πάγος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αρ. πρωτ. REF0004833

   Τύπος εγγράφου: Απόφαση επί της ουσίας και δίκαιη ικανοποίηση.

   Τίτλος: ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΚΟΝΔΡΙΑΝΟΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

   Αρ. εφαρμογής: 00063000/00, 00074291/01, 00074292/01

   Ημερομηνία: 18-12-2003

   Απάντηση: Ελλάδα

   Συμπέρασμα: Παραβίαση του άρθρου 6-1, ηθική βλάβη, επαρκής βεβαίωση παραβίασης, μερική αποζημίωση δικαστικών εξόδων, διαδικασία της σύμβασης.

   Λέξεις-κλειδιά: Δικαστική προσφυγή, ποινική διαδικασία, δίκαιη δίκη, διαδικασία κατ' αντιμωλία.

   ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

   Τμήμα 1ο

   ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΚΟΝΔΡΙΑΝΟΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

   (Αιτήσεις αρ. 63000/00 και 74291/01 και 74292/01)

   ΑΠΟΦΑΣΗ

   ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 18 Δεκεμβρίου 2003

   Αυτή η απόφαση θα καταστεί οριστική σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 44 παράγραφος 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποστεί αλλαγές στη διατύπωση.

   Στην υπόθεση ΣΚΟΝΔΡΙΑΝΟΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

   Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1ο τμήμα) συνεδρίασε αποτελούμενο από τους:

   - Π. Λορένζεν, Πρόεδρο

   - Κ.Λ. Ροζάκης

   - Γκ. Μπονέλλο

   - Κα Φ. Τουλκένς

   - Ν. Ωάζικ

   - Ε. Λέβιτς

   - Κα Σ. Μποτουσάροβα, δικαστής

   - Και Σ. Νίλσεν, αναπληρωτής γραμματέας.

   Αφού σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο στις 27 Νοεμβρίου 2003, εξέδοσε και υιοθέτησε την κάτωθι απόφαση κατά την ημερομηνία αυτή.

   Διαδικασία:

   1. Στην αρχή της υπόθεσης, οι τρεις αιτήσεις (αρ. 63000/00, 74291/01 και 74292/01) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο υπήκοος αυτού του κράτους, ο κύριος ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΚΟΝΔΡΙΑΝΟΣ, ("ο αιτών"), εισήγαγε την υπόθεση στο Δικαστήριο την 29 Ιουλίου 2000 και 5 Αυγούστου 2000, δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών ("Η Σύμβαση").

   2. Ο αιτών παραστάθηκε από το δικηγόρο κ. Η. Μυλωνά, εγγεγραμμένο στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών. Η ελληνική κυβέρνηση ("η κυβέρνηση") παραστάθηκε από τον πληρεξούσιο κ. Μ. Απεσός, Σύμβουλο Επικρατείας και την κα Β. Πελέκου, εισηγήτρια του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   3. Ο αιτών ισχυρίστηκε ιδιαίτερα την παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη λόγω της ερήμην καταδίκης του, χωρίς να καταφέρει ακρόαση σε κανένα στάδιο της δικαστικής διαδικασίας. Επιπλέον, ο αιτών υποστήριξε ότι το Εφετείο απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη στηριζόμενο σε λόγους τους οποίους δεν είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί.

   4. Οι αιτήσεις δόθησαν στο 1ο τμήμα του Δικαστηρίου (άρθρο 52 παράγραφος 1 του κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα είναι αρμόδιο να εξετάσει την υπόθεση (άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα είναι αρμόδιο να εξετάσει την υπόθεση (άρθρο 27 παράγραφος 1 της Σύμβασης) και συγκλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού. Στις 8 Νοεμβρίου 2001, το Δικαστήριο αποφάσισε να συνάψει τις αιτήσεις.

   5. Με την απόφαση της 26 Σεπτεμβρίου 2002, το Δικαστήριο κήρυξε παραδεκτές τις αιτήσεις.

   6. Τόσο ο αιτών όσο και η κυβέρνηση κατέθεσαν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους επί της ουσίας της υπόθεσης (άρθρο 59 παράγραφος 1 του κανονισμού).

   Επί των πραγματικών γεγονότων.

   Ι. Οι περιστάσεις του συγκεκριμένου θέματος.

   7. Στις 20 Ιουλίου 1990, 7 Ιουνίου 1991 και 25 Ιανουαρίου 1993, τρεις μηνύσεις κατατέθηκαν κατά του αιτούντος για εξύβριση και απειλές. Ο Εισαγγελέας Εφετών της Λάρισας παρέπεμψε τον αιτούντα στο Εφετείο Λάρισας για να εκδικάσει πρωτοδίκως την υπόθεση.

   8. Ο αιτών δεν εμφανίστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου Λάρισας. Το Εφετείο διάβασε το ιατρικό πιστοποιητικό που κατέθεσε μάρτυρας υπεράσπισης το οποίο είχε εκδοθεί την προηγούμενη ημέρα από το νοσοκομείο Ν. Ιωνίας και ανέφερε: "[ο αιτών] εισήχθη σήμερα την 16 Ιανουαρίου 1995 στην Β' παθολογική κλινική λόγω οξείας γαστρίτιδας. Το παρόν πιστοποιητικό εκδόθηκε με αίτηση του ενδιαφερόμενου για να χρησιμοποιηθεί κατά τη δικαστική διαδικασία".

   9. Ο μάρτυρας δήλωσε ότι ο αιτών του τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει ότι ασθενούσε και να τον παρακαλέσει να καταθέσει αυτό το πιστοποιητικό και να ζητήσει της αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας. Το Εφετείο αρνήθηκε να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης. Διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί προσηκόντως καμία ανώτερη βία επειδή δεν προέκυπτε από το πιστοποιητικό εάν ο κατηγορούμενος ήταν ήδη νοσηλευόμενος ή εάν η σοβαρότητα της κρίσης τον εμπόδιζε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου. Απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη.

   10. Στις 17 Ιανουαρίου 1995, το Εφετείο καταδίκασε ερήμην τον κατηγορούμενο με ποινή φυλάκισης τριών μηνών για την πρώτη υπόθεση και δύο μηνών φυλάκισης για εκάστη των άλλων δύο υποθέσεων, μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή των 1500 δραχμών για κάθε ημέρα κράτησης (αποφάσεις αρ. 77/1995, 81/1995 και 83/1995).

   11. Στις 23 Μαρτίου 1995, τρία αποσπάσματα αποφάσεων που αναφέρονταν στο διατακτικό των αποφάσεων κοινοποιήθηκαν στην κατοικία του αιτούντα και παραδόθηκε στη σύζυγο του. Ο αιτών ζήτησε και έλαβε από τον Εισαγγελέα έκθεση εκτέλεσης της ποινής μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 1999 (αποφάσεις αρ. 8/1999, 9/1999 και 12/1999).

   12. Στις 14 Ιουλίου 1999, ο αιτών έκανε αίτηση αναίρεσης κατά των τριών αποφάσεων. Στις 1 Οκτωβρίου 1999, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρότεινε την απόρριψη των προσφυγών με την αιτιολογία της καθυστέρησης, διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις είχαν κοινοποιηθεί στις 22 Μαρτίου 1995 και οι προσφυγές εισήχθησαν τέσσερα έτη και έξι μήνες αργότερα. Επιπλέον, ο αιτών δεν ανέφερε καμία αιτία που να αιτιολογεί όποια παρέκκλιση από τη τήρηση των νομίμων προθεσμιών. Ο Εισαγγελέας εισήγαγε τις προσφυγές ενώπιον του συμβουλίου του Αρείου Πάγου ώστε να απορριφθούν. Κάλεσε τον αιτούντα να παρουσιαστεί και να προβάλλει τους ισχυρισμούς του.

   13. Από τη στιγμή που έλαβε γνώση αυτής της πρότασης, ο αιτών εισήγαγε στις 29 Οκτωβρίου 1999 τρία συμπληρωματικά υπομνήματα. Με αυτά ο αιτών εξέφρασε παράπονα για την πρόταση του Εισαγγελέα και πρόσθεσε δύο λόγους προσφυγής αναίρεσης. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι προσφυγές του είχαν κατατεθεί με καθυστέρηση επειδή είχε καταδικαστεί ερήμην και δεν έλαβε ποτέ αντίγραφο των προσβαλλόμεων αποφάσεων. Το αποσπάσματα που κοινοποιήθηκαν στη σύζυγο του δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως νόμιμες και, κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη από το άρθρο 473 παράγραφος 1 προθεσμία δεν είχε ποτέ ξεκινήσει να τρέχει κατά αυτού.

   14. Στις 16 Νοεμβρίου 1999, ο αιτών και ο Εισαγγελέας εμφανίστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου.

   15. Στις 1 Φεβρουαρίου 2000, το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες για του ακόλουθους λόγους: "Σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 1 της ποινικής διαδικασίας, η προσφυγή αναίρεσης του καταδικασθέντος σε ποινή που του στερεί την ελευθερία είναι παραδεκτή εάν το πρόσωπο αυτό αποδείξει μέχρι τη στιγμή εξέτασης της προσφυγής και με βεβαίωση του διευθυντή των φυλακών ότι είχε τεθεί υπό κράτηση όταν κατέθεσε την προσφυγή. Μία τέτοια βεβαίωση δεν είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις όπως αυτή όπου αναφέρεται αναβολή εκτέλεσης της ποινής. Σύμφωνα με την έννοια αυτής της διάταξης, εάν η αναβολή εκπνέει πριν την εξέταση της προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να καταθέσει βεβαίωση επιβεβαιώνοντας ότι είχε τεθεί υπό κράτηση μετά τη λήξη της αναβολής ή να αποδείξει ότι είχε απαλλαγεί μίας τέτοιας υποχρέωσης. Με άλλα λόγια, η προσφυγή είναι παραδεκτή (...).

   Η εκτέλεση της προαναφερόμενης απόφασης (αρ. 77/1995) αναβλήθηκε δυνάμει της απόφασης αρ. 12/1999 του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας σύμφωνα με το άρθρο 556 παράγραφος 4 του Κώδικα ποινικής δικονομίας, για έξι μήνες, δηλαδή ως την 9 Σεπτεμβρίου 1999. Βέβαια, [ο αιτών], που κατέθεσε προσφυγή αναίρεσης στις 14 Ιουλίου 1999, δεν προσκόμισε μία βεβαίωση του διευθυντή των φυλακών μέχρι την ημέρα της συζήτησης της προσφυγής (16 Νοεμβρίου 1999) που να πιστοποιεί ότι μετά το τέλος της αναβολής της εκτέλεσης, ο αιτών κρατήθηκε στη φυλακή για να εκτελέσει την ποινή του. Επιπλέον, δεν προκύπτει από το φάκελο ότι ο αιτών κατέβαλε ήδη το ποσό στο οποίο καταδικάστηκε, ούτε ότι η προσφυγή του είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα δυνάμει του άρθρου 471 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής δικονομίας (...).

   II. Το εθνικό προσήκον δίκαιο και πρακτική.

   16. Οι προσήκουσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής δικονομίας αναφέρονται ως εξής:

   Αρθρο 471 παρ. 2

   "Κατ' εξαίρεση, η προθεσμία για την εκτέλεση των ένδικων μέσων αναίρεσης και την προσφυγή αναίρεσης δεν αναστέλλουν την προσβαλλόμενη απόφαση. Βέβαια, το δικαστήριο που εξέδοσε την απόφαση για την οποία έγινε η προσφυγή μπορεί, εάν ο Εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος το ζητήσουν, να αποφασίσει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης (..)".

   Αρθρο 476

   "1. Οταν η προσφυγή ασκείται είτε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα είτε κατά απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται είτε εκτός της προβλεπόμενης προθεσμίας είτε χωρίς να τηρηθούν οι σχετικοί όροι (...) είτε σε κάθε περίπτωση που ο νόμος προβλέπει ρητώς ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, το δικαστικό συμβούλιο, αφού λάβει την πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τα μέρη, δηλώνει την προσφυγή παραδεκτή και διατάσσει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (...).

   2. Η απόφαση που απορρίπτει προσφυγή ως απαράδεκτη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής αναίρεσης".

   Τα μέτρα για την ανακήρυξη των ένδικων μέσων ως απαράδεκτων από το δικαστικό συμβούλιο (διαδικασία χωρίς δημόσιο ακροατήριο) αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του Εισαγγελέα. Η πρόταση του Εισαγγελέα δε δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο μπορεί να διαφωνήσει με τον Εισαγγελέα είτε για να κηρύξει την προσφυγή ως απαράδεκτη είτε για να κηρύξει την προτεινόμενη από τον τελευταίο αιτιολογία ως απαράδεκτη. Το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να αποφανθεί μόνο για το απαράδεκτο και δεν μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας. Για το λόγο αυτό, εάν το δικαστικό συμβούλιο εκτιμά ότι η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη, διατάσσει την εξέταση της σύμφωνα με την τακτική διαδικασία. Αυτός που καταθέτει προσφυγή αναίρεσης πρέπει να έχει υπόψη του ότι κανένας λόγος για το απαράδεκτο δεν προκύπτει από το άρθρο 508.

   Με την απόφαση αρ. 987/1987, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι για να εκτιμήσει το παραδεκτό των ένδικων μέσων, πρέπει να τοποθετηθεί επί της χρονικής στιγμής που αυτή ασκήθηκε (Ποινικά Χρονικά LZ 1987, παράγραφος 890).

   Αρθρο 508 παρ. 1

   "Η προσφυγή αναίρεσης του καταδικασθέντος σε ποινή που του στερεί την ελευθερία είναι παραδεκτή μόνο εάν αυτός αποδείξει, με βεβαίωση του διευθυντή της φυλακής, τη στιγμή εισαγωγής της προσφυγής ή αργότερα, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν τη συζήτηση, ότι είχε τεθεί υπό κράτηση όταν κατατέθηκε η προσφυγή. Αυτή η βεβαίωση δεν είναι απαραίτητη όταν προκύπτει από το φάκελο ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τεθεί υπό κράτηση ή εάν η εκτέλεση της ποινής αναβλήθηκε ή εάν η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη ποινή το ποσό της οποίας κατεβλήθη (...). Εάν, μέχρι την ημέρα της συζήτησης, δε δοθεί εντολή εκτέλεσης της ποινής, ο κατηγορούμενος πρέπει να καταθέσει μία βεβαίωση του αρμόδιου υπουργού που να πιστοποιεί τον επιτακτικό λόγο που εμπόδισε την εκτέλεση (...)".

   Με την απόφαση αρ. 1465/1998 (Ποινικά Χρονικά 1999, σελ. 826), ο Αρειος Πάγος εκτίμησε ότι "σε περίπτωση ερήμην καταδίκης, ο κατηγορούμενος πρέπει να λάβει πλήρες αντίγραφο της απόφασης και όχι απλά αποσπάσματα, λαμβάνοντας υπόψη του γεγονότος ότι αυτός ο τελευταίος πρέπει να λάβει γνώση όλων των γεγονότων κατά την ακροαματική διαδικασία" και ότι "η κοινοποίηση των απλών αποσπασμάτων δεν είναι νόμιμη ώστε να τρέξει η προθεσμία έφεσης και κάθε έφεση που ασκήθηκε δεν θεωρείται καθυστερημένη".

   Επιπλέον, με την πρόσφατη απόφαση αρ. 9/2002 (Ποινική Δικαιοσύνη, 2002, σελ. 1236) η ολομέλεια του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου έκρινε, αναφερόμενο στην προσήκουσα δικονομία του Δικαστηρίου, ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος κλήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του ποινικού τμήματος του Εφετείου, δε θα έπρεπε, ακόμα και ελλείψει αιτιολογίας, να στερηθεί του δικαιώματος του υπεράσπισης που του αναγνωρίζει το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, η υποχρέωση να καταστεί προηγουμένως φυλακιστέος ώστε η προσφυγή αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης να κηρυχθεί παραδεκτή, δεν αντικρούει ούτε το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής ούτε την αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ των άλλων, αποφάσεις αρ. 18/2002 και 13/2003, μη δημοσιευθείσες).

   Επί των νομικών πλευρών

   Ι. Επί του ισχυρισμού της παραβίασης του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης.

   17. Πρώτον, ο αιτών ισχυρίζεται ότι στερήθηκε προσφυγής αναίρεσης, δυνάμει του άρθρου 508 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε καταστεί φυλακιστέος. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι ο Αρειος Πάγος απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη, στηριζόμενος σε αιτιολογία την οποία δεν είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί. Επικαλείται το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης του οποίου το προσήκον απόσπασμα αναφέρει: "Κάθε πρόσωπο έχει νόμιμο δικαίωμα (...) να φέρει ενώπιον δικαστηρίου την υπόθεση του (...), το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας από πλευράς ποινικού δικαίου κατά αυτού του προσώπου

   Α. Υπεράσπιση προτάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου

   Ι. Ο αιτών

   18. Ο αιτών υπογραμμίζει ότι τη στιγμή που εισήγαγε τις προσφυγές αναίρεσης, η εκτέλεση της ποινής του είχε αναβληθεί εκπληρώνοντας τους όρους παραδεκτού των ένδικων μέσων. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι προσήκουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου που προβλέπουν το απαράδεκτο της προσφυγής αναίρεσης εάν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καταστεί φυλακιστέος είναι όμοιες με τις διατάξεις του γαλλικού και βελγικού κώδικα ποινικής δικονομίας τους οποίους το δικαστήριο κρίνει ότι αντίκεινται στο άρθρο 6 παράγραφο 1 της Σύμβασης κατά τις αποφάσεις του "Ομάρ κατά Γαλλίας", "Γκερίν κατά Γαλλίας", "Καλφάουϊ κατά Γαλλίας", "Βαν Πελτ κατά Γαλλίας" και "Γκεντάρ κατά Βελγίου". Επίσης, ο αιτών υπογραμμίζει ότι η στέρηση προσφυγής αναίρεσης είναι απαράδεκτη λόγω του γεγονότος ότι δεν μπόρεσε να ακουστεί κατά την ακροαματική διαδικασία του Εφετείου Λάρισας το οποίο τον καταδίκασε ερήμην με την αιτιολογία της μη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου.

   19. Επίσης, ο αιτών υπογραμμίζει ότι ο προαναφερόμενος λόγος του Εφετείου δεν είχε καμία σχέση με την πρόταση του Εισαγγελέα. Αντιθέτως, το δικαστικό συμβούλιο δεν αναφέρθηκε καθόλου στην αιτία για το απαράδεκτο που πρότεινε ο τελευταίος και στηρίχθηκε σε άλλο λόγο εκφράζοντας διαφορετική εκτίμηση των γεγονότων για την οποία το δικαστήριο δεν πληροφόρησε τον αιτούντα. Ομως, αυτός ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε καμία πληροφόρηση και ότι ήταν αδύνατο να προετοιμάσει κατά προσήκοντα τρόπο την υπεράσπιση του. Αναφερόμενος στην απόφαση "Κουαντρέλλι κατά Ιταλίας", ο αιτών προσθέτει ότι το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου δεν έλαβε υπόψη το υπόμνημα του στο οποίο τόνιζε ότι είχε λάβει μόνο τα αποσπάσματα των επίδικων αποφάσεων ώστε η προθεσμία προσφυγής αναίρεσης δεν είχε ποτέ αρχίσει να τρέχει. Από αυτή την άποψη, κατά τη γνώμη του αιτούντος, η παρούσα υπόθεση είναι όμοια με την υπόθεση "Πελισσιέ και Σασσί κατά Γαλλίας.

   2. Η κυβέρνηση.

   20. Η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι ο αιτών έπρεπε, με τη λήξη της αναστολής εκτέλεσης της ποινής του και καθώς οι προσφυγές του δεν είχαν ακόμα εξεταστεί, να καταβάλει τουλάχιστον το ποσό στο οποίο είχε καταδικαστεί. Εάν δεν επιθυμούσε να καταβάλλει αυτό το ποσό, όφειλε να ζητήσει οι προσφυγές του να έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα κατ' εφαρμογή του άρθρου 471 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

   21. Επίσης, σύμφωνα με την κυβέρνηση, όταν ένας κατηγορούμενος μαθαίνει ότι ο Εισαγγελέας πρότεινε η προσφυγή να κηρυχθεί απαράδεκτη, πρέπει να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου και να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος για το απαράδεκτο. Ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να αρκεστεί στην άρνηση που προέβαλλε στην πρόταση του Εισαγγελέα αλλά να ισχυριστεί γενικότερα το παραδεκτό της προσφυγής του επειδή το δικαστικό συμβούλιο δε δεσμεύεται με αυτή την πρόταση.

   22. Ομως, ο αιτών, νομικός κατ' επάγγελμα, γνώριζε τους επιβαλλόμενους από το νόμο όρους του παραδεκτού μιας προσφυγής. Βέβαια, όπως αναφέρει ο Αρειος Πάγος, ο αιτών δεν έκανε μνεία του άρθρου 508 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και δεν κατέθεσε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι εκπληρώθηκαν οι όροι που θέτει αυτό το άρθρο.

   Β. Κρίση του δικαστηρίου

   23. Το δικαστήριο παρατηρεί ότι ο αιτών ισχυρίζεται μία διπλή παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη το οποίο εγγυάται το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Πρώτον, ο αιτών εκτιμά ότι η απόρριψη της προσφυγής αναίρεσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 508 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τη αιτιολογία ότι δεν είχε προσκομίσει βεβαίωση του διευθυντή των φυλακών πιστοποιώντας ότι είχε τεθεί υπό κράτηση αγνόησε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Δεύτερον, ο αιτών ισχυρίζεται ότι δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί εαυτόν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας με αποτέλεσμα την καταδίκη του. Αφού καταδικάστηκε ερήμην πρωτοδίκως, δεν μπόρεσε να αντικρούσει τα επιχειρήματα του Εφετείου το οποίο κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές του για λόγο που αμφισβητεί το βάσιμο αυτών, ενώ ο Εισαγγελέας είχε προτείνει ένα άλλο λόγο απόρριψης.

   24. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής, εκ του οποίου ο δικαίωμα πρόσβασης αποτελεί μία άποψη, δεν είναι απόλυτο: μπορεί να θέσει όρια, κυρίως όσον αφορά τους όρους παραδεκτού μιας προσφυγής. Βέβαια, τα εφαρμοζόμενα όρια δεν θα πρέπει να περιορίζουν το άτομο από την ανοικτή πρόσβαση με τρόπο ή μέχρι σημείου που ζημιώνει το δικαίωμα αυτό. Αυτά τα όρια πρέπει να έχουν έναν νόμιμο στόχο και πρέπει να υπάρχει μία σχέση λογικής αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (Μπρουάλλα Γκομέζ Ντε Λα Τόρρε κατά Ισπανίας, απόφαση της 19 Δεκεμβρίου 1997, συλλογή αποφάσεων 1997-VIII, σελ. 2955 παράγραφος 33, εκδόσεις Μαρκ Γκαλλέγκο ΑΕ κατά Ισπανίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, συλλογή 1998-1 σελ. 290 παράγραφος 34, Γκαρσία Μανιμπάρδο κατά Ισπανίας, αρ. 38695/97, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 2000 - II, παράγραφος 36).

   25. Το δικαστήριο δέχτηκε ήδη ότι η εμφάνιση ενός κατηγορούμενου έχει μεγάλη σημασία λόγω του δικαιώματος του ενδιαφερόμενου να ακουστεί κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και της ανάγκης να διαπιστωθεί η ακρίβεια των ισχυρισμών του και να εξεταστεί κατ' αντιπαράσταση με το θύμα ώστε να προστατευτούν τα δικαιώματα αυτών και των μαρτύρων. Εκτοτε, ο νομοθέτης ήταν a priori αρμόδιος να διευθετήσει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη ώστε να αποθαρρύνει αδικαιολόγητες αποχές (Βαν Γκεϋσέγκεμ κατά Βελγίου αρ. 26103/95 παράγραφος 3, ΕΔΑΔ 1999-1; Μεντένικα κατά Ελβετίας αρ. 20491/92 παράγραφος 54, 14 Ιουνίου 2001).

   26. Ομως, αυτό το δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νομοθέτη με σκοπό να εγγυηθεί την εμφάνιση ενός κατηγορούμενου δεν πρέπει να βλάψει την ίδια την ουσία του δικαιώματος δικαστικής προσφυγής. Ετσι, σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων, το δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση εξέτασης μιας προσφυγής αναίρεσης με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καταστεί φυλακιστέος πριν την ακροαματική διαδικασία έθετε μεγάλο εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και στο δικαίωμα για μία δίκαιη δίκη. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έχει ήδη δεχτεί ότι "το απαράδεκτο μιας προσφυγής αναίρεσης, βασιζόμενο μόνο στο γεγονός ότι ο αιτών δεν έχει καταστεί φυλακιστέος κατ' εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, περιορίζει από τούδε κάθε στέρηση ελευθερίας του ενδιαφερόμενου που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το γεγονός ότι αυτή η απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική για όσο διάστημα το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί της προσφυγής ή δεν έχει παρέλθει η προθεσμία προσφυγής". Το δικαστήριο έκρινε ότι "επέφερε βλάβη στην ίδια την έννοια του δικαιώματος προσφυγής επιβάλλοντας στον αιτούντα μία δυσανάλογη κατηγορία, ακυρώνοντας τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ, από την μία μεριά, της νόμιμης ανησυχίας να διασφαλιστεί η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και, από την άλλη μεριά, του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστή του Αρείου Πάγου και την εκτέλεση των δικαιωμάτων υπεράσπισης" (Ομάρ κατά Γαλλίας και Γκουερίν κατά Γαλλίας, αποφάσεις της 29 Ιουλίου 1998, συλλογή 1998-V, σελ. 1841 παράγραφος 40 και σελ. 1868 43, αντίστοιχα; Καλφάουϊ κατά Γαλλίας, αρ. 3479/97 παράγραφος 49, ΕΔΑΔ 1999-ΙΧ; Κρομπάχ κατά Γαλλίας, αρ. 29731/96 παράγραφοι 82-91, ΕΔΑΔ 2001-11; Γκεντάρ κατά Βελγίου, αρ. 34989 παράγραφοι 31-33, 20 Μαρτίου 2001).

   27. Στο συγκεκριμένο θέμα, το δικαστήριο αναφέρει ότι την 1 Φεβρουαρίου 2000 το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές του αιτούντα με μοναδική αιτιολογία ότι αυτός δεν είχε καταστεί φυλακιστέος κατ' εφαρμογή της δικαστικής απόφασης που αποτελούσε αντικείμενο της προσφυγής. Υπό αυτές τις συνθήκες, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι να καταλήξει σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό που υιοθετήθηκε με τις προαναφερόμενες αποφάσεις.

   28. Οσον αφορά το δεύτερο μέρος των ισχυρισμών του αιτούντος, το δικαστήριο αναφέρει την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν έχει αρμοδιότητα να αντικαταστήσει την εθνική δικαιοδοσία. Επιβάλλεται οι κρατικές αρχές και τα δικαστήρια να ερμηνεύσουν την εσωτερική νομοθεσία (βλέπε Μπουλί κατά Αυστρίας, απόφαση της 22 Φεβρουαρίου 1996, συλλογή 1996-11, σελ. 356, παράγραφος 29; Μπρουάλλα Γκομέζ Ντε Λα Τόρρε κατά Ισπανίας, προαναφερόμενο, σελ. 2955 παράγραφος 31). Ο ρόλος του δικαστηρίου περιορίζεται στο να ελέγξει τη συμμόρφωση των αποτελεσμάτων παρόμοιας ερμηνείας με τη Σύμβαση (Ανώνυμη εταιρεία "Σωτήρης και Νίκος Κούτρας ΑΤΕΕ" κατά Ελλάδος, αρ. 39442/98 παράγραφος 17, ΕΔΑΔ 2000-XII και δεύτερον, Ροντρίγκεζ Βαλίν κατά Ισπανίας, αρ. 47792/99 παράγραφος 22, 11 Οκτωβρίου 2001).

   29. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι κάθε ποινική δίκη, συμπεριλαμβανομένων των διαδικαστικών πλευρών, πρέπει να έχει χαρακτήρα αντιμωλίας και να εγγυάται την ισότητα των μέσων κατηγορίας και υπεράσπισης: αυτό αποτελεί βασική άποψη του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα για ποινική δίκη κατ' αντιμωλία επιβάλλει, τόσο για την κατηγορία όσο και για την υπεράσπιση, τη δυνατότητα να λάβει γνώση των παρατηρήσεων ή των αποδεικτικών στοιχείων που κατέθεσε ο άλλος διάδικος με σκοπό να επηρεάσει τη δικαστική απόφαση (Φιττ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 29777/96 παράγραφος 44, ΕΔΑΔ 2000-11). Κατ' εφαρμογή αυτού του κανόνα, το δικαστήριο αποφάνθηκε κυρίως ότι η μη κοινοποίηση των προτάσεων του Αντεισαγγελέα στον προσφεύγοντα πριν την ακροαματική διαδικασία, επιφέρει βλάβη στην αρχή της κατ' αντιμωλία εξέτασης (μεταξύ των άλλων, Ρέϊνχαρτ και Σλιμάν-Καϊντ κατά Γαλλίας, απόφαση της 31 Μαρτίου 1998, συλλογή 1998-11, σελ. 666 παράγραφος 107; Ρισέν και Γκοσέ κατά Γαλλίας, αρ. 31520/96 και 34359/97 παράγραφος 39, 23 Ιανουαρίου 2003). Ετσι, το δικαστήριο τονίζει ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από τις προαναφερόμενες υποθέσεις; στο συγκεκριμένο θέμα, οι προσφυγές αναίρεσης του αιτούντος κηρύχθηκαν απαράδεκτες για λόγο που ανέφερε το ίδιο το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου, χωρίς να ακολουθήσει την πρόταση του Εισαγγελέα.

   30. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η στέρηση των προσφυγών αναίρεσης με μοναδικό λόγο που ανέφερε αυτεπάγγελτα το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου παραβίασε την αρχή της εξέτασης κατ' αντιμωλία. Το δικαστήριο δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της κυβέρνησης σύμφωνα με τον οποίο το δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου, ως δικαιοδοσία, είναι ελεύθερο να βασίζει την κρίση επί του απαράδεκτου σε κάθε λόγο που κρίνει ως προσήκοντα.

   Βέβαια, το δικαστήριο δεν αγνοεί ότι στο συγκεκριμένο θέμα η πρόταση για το απαράδεκτο της προσφυγής προερχόταν μόνο από τον Εισαγγελέα και βασιζόταν σε ένα μόνο λόγο. Ετσι, ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να επικεντρώσει την επιχειρηματολογία του σε αυτό το σημείο. Η απουσία μνείας κάθε άλλου λόγου που θα μπορούσε να στηρίξει το απαράδεκτο έθετε τον κατηγορούμενο στον κίνδυνο του αιφνιδιασμού πολύ περισσότερο από το γεγονός ότι ο αιτών μπορούσε νομίμως να θεωρήσει ότι το άρθρο 508 δεν αποτελούσε βάση για την απόφαση για το απαράδεκτο:, συμπερασματικά, αυτό το άρθρο προβλέπει ότι η ποινή πρέπει να εκτελείται ή όχι (σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής) τη στιγμή που η προσφυγή ασκείται και η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται ότι η εφαρμογή μιας προσφυγής κρίνεται τη στιγμή της άσκησης της. Επίσης, στο συγκεκριμένο θέμα, αφού ο αιτών εισήγαγε τις προσφυγές του στις 14 Ιουλίου 1999, έκανε χρήση της αναστολής της ποινής που του δόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1999. Επιπλέον, υπήρχε λόγος άρνησης της πρότασης του Εισαγγελέα επειδή, σύμφωνα με τον αιτούντα, η προθεσμία προσφυγής αναίρεσης δεν είχε αρχίσει να τρέχει εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε λάβει πλήρες αντίγραφο της απόφασης του Εφετείου που τον καταδίκαζε.

   31. Εχοντας υπόψη τις περιστάσεις του συγκεκριμένου θέματος και σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαστήριο κρίνει ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου του Αρείου Πάγου παραβίασε την αρχή της κατ' αντιμωλία εξέτασης. Επιπλέον, ο αιτών συνάντησε μεγάλα εμπόδια για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και κατά συνέπεια του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη.

   32. Υπήρξε κατά συνέπεια παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης.

   II. Επί της εφαρμογής του άρθρου 41 της Σύμβασης.

   33. Κατά το άρθρο 41 της Σύμβασης,

   "Εάν το δικαστήριο κηρύξει τη παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εθνικό δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους επιτρέπει την ατελή άρση των συνεπειών αυτής της παραβίασης, το δικαστήριο παρέχει στον ζημιωθέντα διάδικο, εάν συντρέχει λόγος, δίκαιη ικανοποίηση".

   Α. Βλάβη

   34. Ο αιτών ζήτησε το ποσό των 126.000 ευρώ για ηθική βλάβη λόγω παραβίασης του άρθρου 6 της Σύμβασης.

   35. Η κυβέρνηση έκρινε ότι δεν υπάρχει σχέση υπαιτιότητας μεταξύ της βλάβης που ισχυρίζεται ο αιτών και της καταδίκης του από τα εθνικά δικαστήρια. Ο αιτών δε θα εξέταζε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αρειος Πάγος εάν δεν είχαν κηρυχθεί απαράδεκτες οι προσφυγές του.

   36. Το δικαστήριο κρίνει ότι, στο συγκεκριμένο θέμα, μόνη βάση για την παροχή δίκαιης ικανοποίησης αποτελεί το γεγονός ότι δεν δόθηκαν στον αιτούντα οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Το δικαστήριο κρίνει ότι, μαζί με την κυβέρνηση, δε θα έπρεπε να εξεταστεί αυτό που θα αποτελούσε αποτέλεσμα της διαδικασίας στην αντίθετη περίπτωση. Το δικαστήριο κρίνει ότι η επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη είναι αποτέλεσμα της παραβίασης του άρθρου 6.

   Β. Δικαστικά έξοδα.

   37. Για τα δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, ο αιτών ζητάει το ποσό των 2500 ευρώ.

   38. Η κυβέρνηση δήλωσε έτοιμη να καταβάλλει στον αιτούντα το ποσό των 1700 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.

   39. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση του αιτούντος υπό το φως των αρχών που το απαλλάσσουν από τη νομολογία (αποφάσεις Νικόλοβα κατά Βουλγαρίας, αρ. 31195/96 παράγραφος 79, ΕΔΑΔ 1999-11, Οζτούρκ κατά Τουρκίας αρ. 22479/93 παράγραφος 83, ΕΔΑΔ 1999-VI και Βιτόλντ Λίτβα κατά Πολωνίας αρ. 26629/95 παράγραφος 88, ΕΔΑΔ 2000-ΙΜ). Το δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κατά το άρθρο 41 της Σύμβασης επιστρέφονται τα πραγματικά και απαραίτητα έξοδα που καταβλήθηκαν και αποτελούν λογικό ποσό. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αμοιβές που ο αιτών κατέβαλε πραγματικά στο δικηγόρο του για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου ανέρχεται, σύμφωνα με τα δικαιολογητικά που προσκομίστηκαν, στο ποσό των 1700 ευρώ. Οφείλεται στον αιτούντα το ποσό των 1700 ευρώ για το λόγο αυτό.

   Γ. Τόκοι υπερημερίας.

   40. Το δικαστήριο κρίνει δίκαιο να βασίσει το ποσοστό των τόκων υπερημερίας στο ποσοστό των τόκων του οριακού δανείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   1. Εχοντας υπόψη την παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης:

   2. Εχοντας υπόψη:

   Α. Οτι το εναγόμενο κράτος οφείλει να καταβάλει στον αιτούντα, εντός τριών μηνών από την ημέρα που η απόφαση θα γίνει οριστική σύμφωνα με το άρθρο 44 της Σύμβασης, 1700 ευρώ (χίλια επτακόσια ευρώ) για τα δικαστικά έξοδα και επιπλέον κάθε ποσό που οφείλεται λόγω φορολογίας; Β. Οτι από την ημέρα λήξης της εν λόγω προθεσμίας και μέχρι την πληρωμή, αυτό το ποσό θα αυξάνεται με το νόμιμο τόκο που είναι ίσος με το ποσοστό του οριακού δανείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

   3. Απορρίπτει την αίτηση επιπλέον δίκαιης ικανοποίησης.

   Συντάχθηκε στα γαλλικά, κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 18 Δεκεμβρίου 2003 κατ' εφαρμογή του άρθρου 77 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού.

   Σορέν Νίλσεν Πεερ ΛΟΡΕΝΖΕΝ Αναπληρωτής γραμματέας.