ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΣΑΠΔ

(CCPR)

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΟΥΙΔΗ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επιμέλεια: Βασίλη Χειρδάρη

Απόφαση της 26.4.2006

(αριθμ. αναφοράς 1070/2002)

         Μέλη Επιτροπής: κ. Abdelfattah Amor, κ. Nisuke Ando, Κος Prafullachandra Natwarlal Bhagwati, Κα Christine Chanet, κ. Maurice Glèlè Ahanhanzo, κ. Edwin Johnson, κ. Walter Kälin, κ. Ahmed Tawfik Khalil, κ. Rajsoomer Lallah, κ. Michael O'Flaherty, Κα Elisabeth Palm, κ. Rafael Rivas Posada, Σερ Nigel Rodley, κ. Ivan Shearer, και κ. Hipólito Solari-Yrigoyen.

 

         Πρώτη ελληνική απόφαση ουσίας της Επιτροπής . Εφαρμογή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν. 2462/1997).

       Τα Δικαστήρια είναι υποχρεωμένα: 1) να ερευνούν τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία σε κάθε υπόθεση και 2) να λαμβάνουν υπ' όψιν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως ότι η ομολογία και οι καταθέσεις του στην προδικασία δόθηκαν κατόπιν εξαναγκασμού. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για όλες τις εκφάνσεις τις ποινικής διαδικασίας.

       Αυτοτελής υποχρέωση του Αρείου Πάγου να ερευνά τους ισχυρισμούς αυτούς. Η μη λήψη υπ' όψιν από τον Αρειο Πάγο των ανωτέρω ισχυρισμών ισοδυναμεί με παραβίαση του άρθρου 14 παρ.3 (ζ) του ΔΣΑΠΔ.

       Δίκαιη δίκη. Η επικύρωση μιας καταδικαστικής απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή από τον Αρειος Πάγο, συνιστά επικύρωση της διεξαγωγής της (συνολική) δίκης.

       Παραδεκτό Αναφοράς. Η Επιτροπή του ΔΣΑΠΔ δεν μπορεί να εξετάσει ισχυριζόμενες παραβιάσεις του Συμφώνου που συνέβησαν πριν τεθεί σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Κράτος Μέλος, εκτός εάν αυτές οι παραβιάσεις εξακολούθησαν και μετά από αυτήν την ημερομηνία ή συνεχίσθηκαν οι επιπτώσεις τους, οι οποίες από μόνες τους αποτελούν παραβίαση του Συμφώνου

       Η Επιτροπή Διαπιστώνει παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας του άρθρου 14 παρ. 3 (ζ) του ΔΣΑΠΔ.

       Διατάξεις: άρθρα 7, 10 παρ. 1, 14 παρ. 3 (ζ) και 1 του ΔΣΑΠΔ

 

 

Διαπιστώσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου .

 

1.1 Ο προσφεύγων ονομάζεται Α.Κ. είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε στις 21 Μαΐου του 1950, και αυτήν την περίοδο εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στις φυλακές της Κέρκυρας. Ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παραβιάσεων από την Ελλάδα των άρθρων 7, 10, παράγραφος 1, και 14, παράγραφοι 3 (ζ) και 1, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής αποκαλείται το Σύμφωνο).

 

Ο προσφεύγων αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο.

 

Το Σύμφωνο και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ στο Κράτος Μέλος στις 5 Αυγούστου του 1997.

 

Τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται από τον προσφεύγοντα.

2.1 Στις 17 Μαΐου του 1991, ο προσφεύγων συνελήφθη, ανακρίθηκε και αργότερα κατηγορήθηκε για κατοχή, αγορά, εισαγωγή στην Ελλάδα και εμπορία ναρκωτικών ουσιών, οπλοκατοχή, σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, και πλαστογραφία εγγράφου.

2.2 Στις 12 Οκτωβρίου 1992, κρίθηκε ένοχος σύμφωνα με την κατηγορία και καταδικάστηκε σε 18 έτη κάθειρξης από τριμελές ποινικό δικαστήριο. Κατά την έφεση, το Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας (το Εφετείο), με την απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1996, τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, συν ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και χρηματική ποινή. Στις 3 Απριλίου 1998, ο Αρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.

2.3 Σύμφωνα με τον Προσφεύγοντα , οι αποφάσεις του Εφετείου και του Ανώτατου Δικαστηρίου βασίσθηκαν, μεταξύ άλλων, στον ισχυρισμό ότι ο Προσφεύγων, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης μετά την σύλληψή του από την αστυνομία, ομολόγησε μερικώς την διάπραξη του εγκλήματος της διακίνησης και της κατοχής ναρκωτικών. Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν έκανε ποτέ μια τέτοια ομολογία με την δική του ελεύθερη θέληση, αλλά σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αφού είχε υποβληθεί σε βάναυση σωματική και φυσική βία από τους αστυνομικούς που τον είχαν ανακρίνει. Από 17 Μαΐου έως τις 27 Ιουνίου 1991, όσον καιρό ήταν υπό κράτηση στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση της Αθήνας (ΓAΔA), ο Προσφεύγων ξυλοκοπήθηκε άγρια και συστηματικά, κτυπήθηκε στο πρόσωπο, και τα πόδια του υποβλήθηκαν στο βασανιστήριο της «φάλαγγας». Ως αποτέλεσμα της κακοποίησης, ο προσφεύγων ομολόγησε ότι το διαμέρισμα της οδού Μαγνησίας, στην Αθήνα, όπου η αστυνομία είχε βρει την κοκαΐνη, την ηρωίνη και την κάνναβη, ήταν η δεύτερη κατοικία του και χρησιμοποιήθηκε για να αποθηκεύσει τα ναρκωτικά, τα οποία, σύμφωνα με τη κατηγορία, στη συνέχεια διοχέτευε στους χρήστες ναρκωτικών.

2.4 Ωστόσο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα, διέμενε σε διαφορετική διεύθυνση στην Αθήνα, και ότι το προαναφερθέν διαμέρισμα νοικιάστηκε από έναν από τους φίλους του, ο οποίος ζούσε εκεί και περιστασιακά επέτρεπε στον προσφεύγοντα να μένει σε ένα δωμάτιο.

2.5 Για να υποστηρίξει αυτούς τους ισχυρισμούς, ο δικηγόρος του, προσκόμισε μια φωτογραφία του προσφεύγοντος από μια ελληνική καθημερινή εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε πέντε ημέρες μετά από τη σύλληψή του. Επιπλέον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι μετά από τη σύλληψή του, έμεινε στο νοσοκομείο Αγιος Παύλος στην Αθήνα για δεκατέσσερις μήνες προκειμένου να συνέλθει από τα βασανιστήρια και τη σοβαρή κακοποίηση που είχε υποστεί. Τελικά υπογραμμίζει ότι ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος της οδού Μαγνησίας δεν ανακρίθηκε ποτέ ούτε κλητεύθηκε από την αστυνομία, ούτε αυτός αναγνώρισε τον προσφεύγοντα ως μισθωτή του διαμερίσματος.

2.6 Ο προσφεύγων αναφέρεται στα πρακτικά της δίκης και στις αποφάσεις του Εφετείου και του Αρειου Πάγου και υποστηρίζει ότι αν και δήλωσε στο Εφετείο ότι είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια και σε κακομεταχείριση που οδήγησε στην δια βίας ομολογία του, οι ισχυρισμοί του δεν ερευνήθηκαν ούτε ελήφθησαν υπόψη. Παραθέτει φράσεις από τα πρακτικά της απόφασης του από το Εφετείο, στα οποία αναφέρεται ότι έχει δηλώσει: "Είπα στην αστυνομία ότι έφερα την κοκαΐνη από εκεί, επειδή κτυπήθηκα αλύπητα". Η απόφαση του Αρειου Πάγου αναφέρει ότι "ο κατηγορούμενος Κ. ομολόγησε μερικώς τις πράξεις που του αποδίδονται , σχετικά με την διακίνηση ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, περιόρισε την ομολογία του στην κατοχή των ποσοτήτων που κατασχέθηκαν ". Εντούτοις, ο Αρειος Πάγος δεν έκανε μνεία για τους ισχυρισμούς του Προσφεύγοντος σχετικά με την υποβολή του σε βασανιστήρια και σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

2.7 Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έχει εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα και δηλώνει ότι το ίδιο θέμα δεν εξετάζεται κάτω από άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού.

 

 

Η καταγγελία

3.1 Ο Προσφεύγων ισχυρίζεται παραβιάσεις των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από το Σύμφωνο, λόγω των βασανιστηρίων και της σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης του από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της ανάκρισής, η οποία οδήγησε σε μια ομολογία και μια μη δίκαιη δίκη.

3.2 Υποστηρίζει ότι είναι θύμα παραβίασης του άρθρου 7 του Συμφώνου, καθώς υποβλήθηκε σε βασανιστήρια (φάλαγγα) και σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άγριο, συστηματικό ξυλοδαρμό και γρονθοκόπημα) κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την αστυνομία.

3.3 Υποστηρίζει περαιτέρω ότι υπήρξε θύμα παραβίασης του άρθρου 10, παράγραφος 1, καθώς δεν του συμπεριφέρθηκαν με ανθρωπισμό και σεβασμό που αρμόζει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατά την διάρκεια της κράτησής του.

3.4 Ο Προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Κράτος Μέλος παραβίασε το άρθρο 14, παράγραφος 3 (ζ), στο ότι εξαναγκάστηκε να ομολογήσει την ενοχή του, ως συνέπεια του βασανισμού και της κακομεταχείρισής του κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την αστυνομία και κατά τη διάρκεια της προφυλάκισης του.

 

3.5 Τελικά ο Προσφεύγων ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, καθώς και ότι δεν απόλαυσε το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη ενώπιον του Εφετείου και του Ανώτατου Δικαστηρίου, επειδή οι αποφάσεις τους βασίσθηκαν, μεταξύ άλλων, στην ομολογία του που προήλθε από εξαναγκασμό.

 

 

Οι ισχυρισμοί του Κράτους Μέλους σχετικά με το παραδεκτό και την ουσία της Αναφοράς.

4.1 Σε παρατήρηση της 27ης Ιανουαρίου 2003, το Κράτος Μέλος σχολίασε σχετικά με το παραδεκτό και την ουσία της Αναφοράς. Δεν δέχεται τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για τα βασανιστήρια και τη σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, επισημαίνει ότι η ομολογία του συντάκτη δεν ελήφθη υπόψη κατά τη διάρκεια της δίκης, και υποστηρίζει ότι είχε μια δίκαιη δίκη.

4.2 Ως αναφορά τα πραγματικά γεγονότα, το Κράτος Μέλος υποδεικνύει ότι ο προσφεύγων αντιστάθηκε κατά την σύλληψή του στις 17 Μαΐου του 1991. Μια συμπλοκή επακολούθησε με τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, μετά την οποία ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου τον περιέθαλψαν για σωματικούς τραυματισμούς (μώλωπες). Εντούτοις, δεν νοσηλεύθηκε καθώς αυτό δεν κρίθηκε απαραίτητο.

4.3 Το Κράτος Μέλος υποδεικνύει ότι η έρευνα που έγινε στο αυτοκίνητο του προσφεύγοντα αποκάλυψε τρία εκατομμύρια δραχμές και ναρκωτικά σε διάφορες σακούλες, τα οποία κατασχέθηκαν . Περαιτέρω , ερευνήθηκε το σπίτι του όπου ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες ηρωίνης, κάνναβης και κοκαΐνης . Η έρευνα επεκτάθηκε και στη δεύτερη κατοικία του σε μια άλλη περιοχή της Αθήνας (Πατήσια), όπου επιπροσθέτως βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης πλαστογραφημένα έγγραφα, αστυνομικές ταυτότητες, διαβατήρια και παράνομα όπλα. Αφού υποβλήθηκε σε προκαταρκτική εξέταση από την αστυνομία, ο προσφεύγων πήγε στον Εισαγγελέα στις 18 Μαΐου, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του ως προς τις προαναφερθείσες κατηγορίες (παράγραφος 2.1). Την επόμενη ημέρα, οδηγήθηκε ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή για ανάκριση.

4.4 Το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν διαμαρτυρήθηκε στον Εισαγγελέα στις 18 Μαΐου του 1991 για την υποτιθέμενη απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν και τον ανέκριναν, ούτε ζήτησε ο προσφεύγων να εξετασθεί από έναν ιατροδικαστή. Ομοίως, όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του τακτικού Ανακριτή για ανάκριση στις 19 Μαΐου του 1991, δεν παραπονέθηκε για κακομεταχείριση από την αστυνομία, ούτε ζήτησε μια ιατρική εξέταση. Ο προσφεύγων δεν έκανε επίσης καμία αναφορά ότι σωματική ή ψυχολογική βία χρησιμοποιήθηκε εναντίον του, από τα όργανα επιβολής του νόμου για να τον εξαναγκάσουν να ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείτο.

4.5 Το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι στις 22 Μαΐου του 1991, ο προσφεύγων ενημέρωσε κάποιον ανακριτή ότι η κατάθεσή του ,που έγινε ενώπιον των αστυνομικών στην Γενική Ασφάλεια ήταν άκυρη επειδή ήταν αποτέλεσμα της αστυνομικής βίας. Επισήμανε ότι ξυλοκοπήθηκε, δέθηκε, γρονθοκοπήθηκε στα μάτια και στα πλευρά, και εξαναγκάστηκε για να καταθέσει ότι κατέθεσε. Στο τέλος της κατάθεσης, ζήτησε να εξεταστεί από γιατρό, αλλά με μοναδικό σκοπό της παρουσίασης αποδείξεων ότι ήταν τοξικομανής, για να αποφύγει κατά συνέπεια την πιο βαρύτερη ποινή που επιβάλλεται στους εμπόρους ναρκωτικών. Δεν ζήτησε ποτέ να εξεταστεί για κακομεταχείριση και βασανιστήρια. Η ιατρική έκθεση δεν υπέδειξε οποιαδήποτε σημαντικά ευρήματα. Εάν είχαν υπάρξει σημάδια κακομεταχείρισης ή βασανιστηρίων, θα είχαν συμπεριληφθεί στην έκθεση της σωματικής κατάστασης, ακόμα κι αν το αντικείμενό της ήταν να διαπιστωθεί εάν ο προσφεύγων ήταν τοξικομανής ή όχι.

4.6 Στις 27 Ιουνίου 1991, ο προσφεύγων εισήχθη στο Νοσοκομείο των Φυλακών Αγιος Παύλος , για να αντιμετωπιστεί η αιματουρία (παρουσία αίματος στα ούρα), και στις 30 Αυγούστου, επέστρεψε στη φυλακή με τη δική του βούληση . Στις 11 Οκτωβρίου, εισήχθη ξανά στο νοσοκομείο για την ίδια αιτία, και στις 5 Νοεμβρίου, μεταφέρθηκε σε ένα καταλληλότερα εξοπλισμένο δημόσιο νοσοκομείο για να υποβληθεί σε ελέγχους για την αιματουρία και πιθανό καρκίνο. Το Κράτος Μέλος υπογραμμίζει ότι σε κανένα στάδιο της θεραπείας του στο Νοσοκομείο της Φυλακής δεν αντιμετωπίστηκε ο προσφεύγων ως θύμα απάνθρωπης μεταχείρισης και βασανιστηρίων. Ο προσφεύγων ζήτησε επανειλημμένα τη διακοπή της κράτησής του λόγω αμετάκλητης ζημίας της υγείας του, αλλά όλες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν. Επιπλέον, ποτέ δεν παρέμεινε ο προσφεύγων στο νοσοκομείο για δεκατέσσερις συνεχείς μήνες, όπως ισχυρίζεται στην Αναφορά του, για να θεραπευθεί από σοβαρούς σωματικούς τραυματισμούς στα πόδια ή στο κεφάλι ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός του.

 

4.7 Στις 10 Ιουλίου 1992, ο προσφεύγων εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο της Αθήνας, από όπου απέτυχε σε μια απόπειρα απόδρασης του τρεις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με το Κράτος Μέλος, οι γιατροί στο Νοσοκομείο της Φυλακής συμμετείχαν επίσης στο σχέδιο απόδρασης και εξέδωσαν τα ιατρικά πιστοποιητικά για να μεταφερθεί σε Δημόσιο Νοσοκομείο. Εντούτοις, αυτά τα πιστοποιητικά δεν ανέφεραν οποιαδήποτε συμπτώματα κακομεταχείρισης ή βασανιστηρίων του Προσφεύγοντος.

4.8 Ως προς το παραδεκτό ,το Κράτος Μέλος σημειώνει ότι τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται στην Αναφορά έλαβαν χώρα το 1991, πριν τεθεί σε ισχύ στην Ελλάδα το Σύμφωνο και το Προαιρετικού Πρωτόκολλο. Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τις παραβιάσεις του Συμφώνου που πραγματοποιήθηκαν πριν γίνει Κράτος Μέλος.

4.9 Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν έχει εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, δεδομένου ότι δεν έχει καταθέσει μια αγωγή για αποζημίωση, λόγω παράνομης βιαιότητας της αστυνομίας, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, σε περιπτώσεις πράξεων ή παραλείψεων των δημόσιων υπαλλήλων κατά την άσκηση των δημόσιων καθηκόντων, που τους ορίζονται, το κράτος είναι υπεύθυνο για τις ζημίες, παράλληλα με τον δημόσιο υπάλληλο που διέπραξε την πράξη ή παρέλειψε να λάβει μέτρα. Περαιτέρω, δεν έχει καταθέσει μήνυση στον Εισαγγελέα ή στα εθνικά δικαστήρια εναντίον του Κράτους Μέλους ή οποιωνδήποτε συγκεκριμένων αστυνομικών, για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι εάν είχε ενεργήσει έτσι, μια έρευνα και ποινικές διώξεις θα είχαν ασκηθεί εναντίον των αστυνομικών που κατά τους ισχυρισμούς συμμετείχαν σε τέτοιες πράξεις.

4.10 Ως προς την ουσία και τους ισχυρισμούς για μη δίκαιη δίκη, το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι η ομολογία του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασής του δεν είχε καμία επίδραση στην καταδικαστική απόφαση. Το Κράτος Μέλος υπογραμμίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, που καταδίκασε αρχικά τον κατηγορούμενο το 1992, δεν έλαβε υπόψη την ομολογία του προσφεύγοντος στις 20 Μαΐου του 1991, για την έκδοση της απόφασης.

4.11 Το ίδιο συνέβη και στην Έφεση . Στην απόφαση του της 4ης Νοεμβρίου 1996, το Εφετείο επισήμανε ότι κατηγορούμενος δήλωσε ένοχος για την κατοχή μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ενώ αρνήθηκε την κατηγορία της εμπορίας ναρκωτικών. Περαιτέρω υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να δώσει μια λογική εξήγηση για την κατοχή μιας ζυγαριάς ακρίβειας (για ναρκωτικά), το μεγάλο χρηματικό ποσό που βρέθηκε στην εναλλακτική κατοικία του, ούτε τις μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και ηρωίνης που βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του, και για τούτο τον έκρινε ένοχο για όλες τις κατηγορίες. Το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι το Εφετείο δεν βάσισε το πόρισμά του στην ομολογία του προσφεύγοντος - επειδή η ομολογία δεν εισήχθη ποτέ ως αποδεικτικό στοιχείο. Το Κράτος Μέλος σημειώνει ότι: "Όπως εμφανίζεται από τα πρακτικά καθώς επίσης και από την εν λόγω απόφαση, μεταξύ των εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της απόφασης δεν γίνεται καμία αναφορά σε οποιαδήποτε ομολογία , που δόθηκε από τον κατηγορούμενο στους αστυνομικούς που διεξήγαγαν την προκαταρκτική έρευνα." Αντίθετα, η καταδίκη του και η ισόβια ποινή κάθειρξης του βασίστηκαν στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν, στην αδυναμία του να ανατρέψει τα αναμφισβήτητα στοιχεία, και στις αντιφάσεις των καταθέσεών του.

4.12 Το Κράτος Μέλος επισημαίνει ότι εάν η ομολογία είχε χρησιμοποιηθεί στο Εφετείο, ο προσφεύγων θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης ,με βάση το Αρθρο 171, παράγραφος 1, εδ. δ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας , ο οποίος προβλέπει ότι η απόφαση κηρύσσεται άκυρη εξ υπαρχής στο σύνολό της εάν το δικαστήριο δεχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο για τον καθορισμό της ενοχής ,το περιεχόμενο εγγράφων ή καταθέσεων που δεν διαβάστηκαν στη ακροαματική διαδικασία ή δεν επιβεβαιώθηκε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ο προσφεύγων, εντούτοις ,δεν υπέβαλε κανένα τέτοια αίτημα.

4.13 Επιπλέον, το Κράτος σημειώνει ότι ο Προσφεύγων ποτέ δεν ισχυρίσθηκε στα εθνικά δικαστήρια - συμπεριλαμβανομένου του Αρείου Πάγου - ότι το Εφετείο βάσισε την ποινή του σε έγγραφα που δεν παρουσιάστηκαν στην ακροαματική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση νέων στοιχείων θα ήταν παράνομη, και έτσι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τα έχει λάβει υπόψη στις διασκέψεις του και στο σκεπτικό των αποφάσεών του.

4.14 Σύμφωνα με το Κράτος Μέλος ο Αρειος Πάγος δεν είχε την δυνατότητα να εξετάσει τους ισχυρισμούς του Προσφεύγοντος για κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς αυτοί οι ισχυρισμοί αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά και όχι σε νομικά ζητήματα, και έτσι βρίσκονται έξω από την αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου.

4.15 Σε γενικές γραμμές, το Κράτος Μέλος αναφέρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια των ποινικών δικών είναι κυρίως ένα ζήτημα που αντιμετωπίζεται από το εθνικό δίκαιο, ενώ ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι να κρίνει το δίκαιο χαρακτήρα ολόκληρης της διαδικασίας. Δηλώνει ότι κατά γενικό κανόνα, το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει σχετικά με τα στοιχεία που παρουσιάζονται ενώπιον του.

4.16 Στους ισχυρισμούς για την παραβίαση του άρθρου 7 του Συμφώνου, το Κράτος Μέλος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα βασανιστηρίων ή σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, κατά παράβαση του άρθρου 7 του Συμφώνου. Αναφέρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί εάν η μεταχείριση υπερέβη ένα ελάχιστο όριο βιαιότητας, καθώς επίσης και εάν η μεταχείριση στόχευε στην εξευτελισμό και την ταπείνωση του θύματος.

Σχόλια του Προσφεύγοντος για τους ισχυρισμούς του Κράτους Μέλους

5.1 Στις 23 Απριλίου του 2003, ο προσφεύγων απάντησε στις απόψεις του Κράτους Μέλους. Σχετικά με την επιχειρηματολογία ως προς το παραδεκτό της Αναφοράς, ισχυρίζεται ότι τα βασανιστήρια που υπέστη είχαν συνεχή αποτελέσματα και μετά την θέση σε ισχύ του Συμφώνου, επειδή η ομολογία του προσφεύγοντος , που αποσπάσθηκε μετά από βασανιστήρια, ελήφθη υπόψη και κατηγορηματικά αναφέρεται στις αποφάσεις του Εφετείου (1996) και του Ανώτατου Δικαστηρίου (1998), η οποία οδήγησε στην καταδίκη του προσφεύγοντος. Επιπροσθέτως η κακομεταχείριση είχε ένα συνεχές τραυματικό αποτέλεσμα στην ψυχική του υγεία και στην προσωπικότητά του.

5.2 Ως αναφορά τον ισχυρισμό ότι δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, σε σχέση με τις αξιώσεις του σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 10,παράγραφος 1 και 3 (ζ) ,ο προσφεύγων ισχυρίζεται πως η υπόθεσή του εκδικάσθηκε από τον Αρειο Πάγο, και δεν υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω ένδικα μέσα. Σε σχέση με τις αξιώσεις του Συμφώνου που πηγάζουν από τα άρθρα 7 και 10 παράγραφος 1, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν ξεκίνησε διαδικασίες αποζημίωσης , καθώς ο σκοπός του ήταν μια δίκαιη δίκη και όχι η χρηματική αποζημίωση. Αναφερόμενος πάνω σε αυτό, ισχυρίζεται ότι επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε για τα βασανιστήρια και την βάναυση κακομεταχείρισή του στον Ανακριτή και στο Εφετείο ,η διαμαρτυρία δε στο τελευταίο αναφέρεται στα πρακτικά της δικαστικής απόφασης του Εφετείου του 1996. Εντούτοις, δεν δόθηκε καμία σημασία στις δηλώσεις του και ο Εισαγγελέας δεν διενήργησε καμία έρευνα , ούτε αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη όπως θα έπρεπε να είχε πράξει σύμφωνα με τα άρθρα 137 Α και 137 Β του Ποινικού Κώδικα , τα οποία προβλέπουν την τιμωρία των εγκλημάτων βασανισμού και της κακομεταχείρισης από τα κρατικά όργανα. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, μία τέτοιου είδους καταγγελία δεν είχε καμία λογική προοπτική επιτυχίας ,καθώς η κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια από τους αξιωματούχους της αστυνομίας είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην Ελλάδα και οι καταγγελίες των θυμάτων ποτέ δεν καταλήγουν σε μια καταδικαστική απόφαση από τα δικαστήρια.

5.3 Ως προς την ουσία, ο προσφεύγων απέρριψε την επιχειρηματολογία του Κράτους Μέλους ότι η μόνη του ασθένεια που προήλθε μετά την σύλληψη του από την αστυνομία στις 17 Μαΐου του1991 ήταν «ένας ελαφρά σωματικός τραυματισμός (μώλωπες)».Αυτός επανέλαβε ότι είχε ξυλοκοπηθεί άγρια και βασανισθεί από την αστυνομία (συστηματικά γρονθοκοπηθεί στο πρόσωπο ,στα πλευρά και ότι είχε υποβληθεί σε φάλαγγα) κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του και της ανάκρισης . Αυτή η κακοποίηση συνεχίστηκε κατά την διάρκεια της προφυλάκισης του στις εγκαταστάσεις της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών (ΓΑΔΑ), από τις 17 Μαΐου έως τις 27 Ιουνίου του 1991,ακόμα και μετά αφού οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα στις 18 Μαΐου και στον Ανακριτή στις 19 Μαΐου.

5.4 Ο Προσφεύγων επίσης υποστηρίζει ότι η αιματουρία από την οποία υπέφερε, είναι σύνηθες σύμπτωμα βασανιστηρίων και βαριάς κακομεταχείρισης και ήταν το άμεσο και αναμφισβήτητο αποτέλεσμα του βασανισμού και της βαριάς κακομεταχείρισης που υπέστη .

5.5 Αυτός ισχυρίζεται ότι νοσηλεύτηκε από τις 27 Ιουνίου έως τις 30 Αυγούστου του 1991 για αιματουρία, και από 11 Οκτωβρίου 1991 μέχρι τις 4 Αυγούστου 1992, εξαιτίας της διάγνωσης αρθροπάθειας (πόνος) στα γόνατά του, στην πλάτη και την σπονδυλική στήλη , ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης που υπέστη όσο καιρό βρισκόταν σε προφυλάκιση. Απορρίπτει την υπόδειξη του Κράτους Μέλους ότι νοσηλεύτηκε και εξετάστηκε για την πιθανή ύπαρξη καρκίνου, αφού δεν είχε ποτέ συμπτώματα σχετικά με τον καρκίνο.

5.6 Σχετικά με τον ισχυρισμό του Κράτους Μέλους ότι ο Προσφεύγων δεν έκανε ποτέ καμία καταγγελία για κακομεταχείριση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πριν από την δίκη του, ο Προσφεύγων επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ότι διαμαρτυρήθηκε για βασανιστήρια και κακομεταχείριση σε όλες τις δικαστικές αρχές πριν και κατά την διάρκεια της δίκης του. Αναφέρει επίσης ότι είχε καταγγείλει την κακομεταχείρισή του στο Εφετείο, όπως επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της δίκης, όπου αναφέρεται ότι ο Προσφεύγων είπε ότι ομολόγησε στην αστυνομία, επειδή τον έδειραν στην αστυνομία χωρίς έλεος. Υποστηρίζει, εντούτοις ,ότι οι Ελληνικές αρχές δεν έδωσαν καμία σημασία στις καταγγελίες του.

5.7 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι οι Ελληνικές αρχές σπάνια ασκούν ποινική δίωξη κατά αστυνομικών που κατηγορούνται για κακομεταχείριση και αναφέρεται σε μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και στο Παρατήριο του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αναφέρει αρκετές κατηγορίες κακομεταχείρισης, οι οποίοι σε μερικές περιπτώσεις ισοδυναμούν με βασανιστήρια κρατουμένων, γενικά κατά την διάρκεια της σύλληψης ή στα αστυνομικά τμήματα και ως προς την απροθυμία άσκησης ποινικής δίωξης και από τις δικαστικές αρχές σε αστυνομικούς. Επικαλείται δε εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) που εκδόθηκαν μετά από επισκέψεις στην Ελλάδα το 1993.το 1997 και το 2001. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, «η κακοποίηση κρατουμένων από αστυνομικούς αποτελεί σχεδόν σύνηθες φαινόμενο τουλάχιστον για συγκεκριμένους τύπους υπόπτων εγκλήματος»

5.8 Τελικά, ο προσφεύγων επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ότι η ομολογία του που αποσπάσθηκε από βασανιστήρια απετέλεσε ένα από τα αποφασιστικά στοιχεία που επηρέασαν σοβαρά την ratio decidendi των αποφάσεων του Εφετείου και του Αρείου Πάγου. Στην απόφασή του, το Εφετείο παρατηρεί ότι ο Προσφεύγων «μερικώς ομολόγησε, περιορίζοντας την ομολογία του αποκλειστικά στην κατοχή της ποσότητας των ναρκωτικών που κατασχέθηκαν». Εντούτοις, καμία ομολογία δεν αναγνώσθηκε κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Η μοναδική αναφορά σε ομολογία στην ακροαματική διαδικασία ήταν η προαναφερθείσα ομολογία του προσφεύγοντος (παράγραφος 2.6),κατά την διάρκεια της οποίας αυτός ανέφερε κακομεταχείριση. Η απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι ο Προσφεύγων «μερικώς ομολόγησε ως προς την κατηγορία που του αποδόθηκε σχετικά με την διακίνηση ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, περιόρισε την ομολογία του μόνο στην κατοχή της ποσότητας των ναρκωτικών που κατασχέθηκε». Ο Προσφεύγων καταλήγει ότι η ομολογία του ελήφθη υπόψη από τα δύο δικαστήρια κατά την έκδοση των αποφάσεων για την υπόθεσή του και τον καταδίκασαν.

 

Ζητήματα και διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής

Εξέταση του παραδεκτού

6.1 Προτού εξεταστεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός που περιέχεται στην Αναφορά, η Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πρέπει, σύμφωνα με τον κανόνα 93 του εσωτερικού Κανονισμού της, να αποφασίσει εάν είναι παραδεκτή ή όχι η Αναφορά σύμφωνα με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο του Συμφώνου.

6.2 Η Επιτροπή έχει διαπιστώσει ότι το ίδιο θέμα δεν εξετάζεται από άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας ή διευθέτησης για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 2(α) του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

6.3 Η Επιτροπή σημειώνει την ένσταση του Κράτους Μέλους ότι η Αναφορά είναι απαράδεκτη ratione temporis , καθώς σχετίζεται με γεγονότα που συνέβησαν πριν τεθεί σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στην Ελλάδα στις 5 Αυγούστου του 1997. Η Επιτροπή αναφέρεται σε προηγούμενη νομολογία της και επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να εξετάσει ισχυριζόμενες παραβιάσεις του Συμφώνου που συνέβησαν πριν τεθεί σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Κράτος Μέλος, εκτός και εάν αυτές οι παραβιάσεις εξακολούθησαν και μετά από αυτήν την ημερομηνία ή συνεχίσθηκαν οι επιπτώσεις τους, οι οποίες από μόνες τους αποτελούν παραβίαση του Συμφώνου. Η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξαν συνεχείς παραβιάσεις σε περιπτώσεις όπου τα Κράτη , με ενέργεια ή με ξεκάθαρα υπονοούμενα, έχουν επιβεβαιώσει προγενέστερες παραβιάσεις, αφότου το Προαιρετικό Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η καταγγελία του Προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1,αναφέρονται στην σύλληψή του και την προφυλάκισή του το 1991, πριν τεθεί σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Κράτος Μέλος και κηρύσσει το μέρος αυτό της Αναφοράς απαράδεκτο ratione temporis, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

6.4 Η καταγγελία του προσφεύγοντος αναφορικά με το άρθρο 7 αναφέρεται επίσης στην προαναφερθείσα περίοδο κράτησης και στις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της μεταχείρισης στην οποία υποβλήθηκε. Ο Προσφεύγων δεν τεκμηρίωσε την καταγγελία του, περί επιπτώσεων εξαιτίας της μεταχείρισης του θα συνιστούσε από μόνες τους μια παραβίαση του Συμφώνου και ως εκ τούτου θα πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται στην παράγραφο 6.3. Η Επιτροπή συνεπώς παρατηρεί ότι η καταγγελία που στηρίζεται στο άρθρο 7, λαμβανομένου υπ’ όψιν του άρθρου μόνου του, είναι απαράδεκτη ratione temporis, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου .

6.5 Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αν και ο Προσφεύγων καταδικάστηκε στο Εφετείο στις 4 Νοεμβρίου του 1996, πριν τεθεί σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Κράτος Μέλος, η απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου, εκδόθηκε στις 3 Απριλίου του 1998, αφού το Προαιρετικό Πρωτόκολλο είχε τεθεί σε ισχύ. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει την νομολογία της ότι μια απόφαση δεύτερου ή τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, επικυρώνοντας μια καταδικαστική απόφαση, συνιστά μια επικύρωση της διεξαγωγής της δίκης. Οι καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 14 ,παράγραφος 3(ζ) και 1, αναφέρονται στην διεξαγωγή της δίκης, η οποία συνεχίσθηκε αφού τέθηκε σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Κράτος Μέλος. Η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν εμποδίζεται από το απαράδεκτο, η εξέταση της Αναφοράς καθώς εγείρονται θέματα σχετικά με την δίκη του προσφεύγοντος.

6.6. Όσον αφορά το επιχείρημα του Κράτους μέλους ότι ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα εθνικά ένδικα μέσα σε σχέση με τις καταγγελίες του περί βασανιστηρίων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως αυτές οι καταγγελίες εγείρονται υπό το άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 3 (η), η Επιτροπή σημειώνει πως η απόφαση του Εφετείου συγκεκριμένα κάνει μνεία της καταθέσεως του προσφεύγοντος πως «ξυλοκοπήθηκε χωρίς έλεος» από την αστυνομία και συμπεραίνει πως το Κράτος μέλος γνώριζε τις καταγγελίες του προσφεύγοντος, για κακομεταχείριση, κατά την περίοδο της δίκης, και αποφαίνεται πως ο προσφεύγων έχει εξαντλήσει όλα τα εθνικά ένδικα μέσα.

 

6.7 Η Επιτροπή καταλήγει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή στο μέτρο που εγείρει ζητήματα σύμφωνα με το άρθρο 7 μαζί με το άρθρο 14, παράγραφος 3(ζ) και 14 παράγραφος 1 και προχωράει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Εξέταση της ουσίας της υπόθεσης

7.1 Η Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εξετάσει την παρούσα Αναφορά υπό το πρίσμα όλων των πληροφοριών που της παρείχαν τα συμβαλλόμενα μέρη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5,παρ.1, του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

7.2 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Κράτος Μέλος και ο Προσφεύγων έχουν δώσει ουσιαστικά αντικρουόμενες εκδοχές των γεγονότων, σχετικά με το περιστατικό της κακοποίησης του κατά την διάρκεια της προφυλάκισης, τους λόγους για την νοσηλεία του και την χρήση της ομολογίας του από τα δικαστήρια κατά την διάρκεια της δίκης.

7.3 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του για την κακοποίηση, είναι μια φωτογραφία εφημερίδας χαμηλής ποιότητας, ότι όπως ισχυρίζεται έμεινε στο νοσοκομείο για δεκατέσσερις μήνες για ανάλογη ιατρική θεραπεία, την έλλειψη ανάκρισης των ιδιοκτητών του διαμερίσματος από τον Εισαγγελέα που αναφέρεται στην ομολογία του και οι αναφορές των NGOς και CPT. Αφετέρου, το Κράτος Μέλος δηλώνει ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε να εξετασθεί από έναν γιατρό (ιατροδικαστή) ώστε να διαπιστωθεί η κακομεταχείριση, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από τον προσφεύγοντα. Η Επιτροπή περαιτέρω παρατηρεί ότι παρά το γεγονός ότι πέρασε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο τόσο γρήγορα μετά την ισχυριζόμενη κακοποίησή του και παρόλο ότι βρίσκονταν στην κατοχή του ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούν την νοσοκομειακή του περίθαλψη για την αιματουρία και αρθροπάθεια του στα γόνατα, την πλάτη και την σπονδυλική στήλη, αυτά τα πιστοποιητικά δεν δηλώνουν ότι αυτές οι παθήσεις προήλθαν από την αυτήν καθαυτή την κακοποίηση. Ούτε κανένα από αυτά τα πιστοποιητικά αναφέρουν ίχνη ή συνέπειες ξυλοδαρμού στο κεφάλι του προσφεύγοντος ή στο σώμα . Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων που είχε πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, είχε την δυνατότητα να ζητήσει ιατρική εξέταση και το έκανε με τον σκοπό να αποδείξει ότι ήταν τοξικομανής. Εντούτοις, παρέλειψε να ζητήσει ιατρική εξέταση με σκοπό να αποδείξει την κακομεταχείριση.

7.4 Περαιτέρω, όπως παρατήρησε το Κράτος Μέλος, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ερευνάται μια υπόθεση, είναι αποκλειστική υπόθεση των ανακριτικών αρχών κάθε κράτους, εφόσον δεν είναι αυθαίρετος. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων δεν έχει αποδείξει ότι οι αστυνομικοί που διεξήγαγαν την έρευνα ενήργησαν αυθαίρετα, με το να μην ανακρίνουν τους ιδιοκτήτες του διαμερίσματος της οδού Μαγνησίας. Τελικά οι εκθέσεις των NGOς και της Επιτροπής για την Πρόληψη κατά των Βασανιστηρίων που υπέβαλε ο προσφεύγων είναι γενικού χαρακτήρα και δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την κακοποίηση του προσφεύγοντος .Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ομολογία του προσφεύγοντος ήτο αποτέλεσμα συμπεριφοράς αντίθετης με το άρθρο 7 και δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 7, σε συνδυασμό με το άρθρο14 παρ.3 (ζ).

 

7.5 Για την παραβίαση του άρθρου 14 παρ.3 (ζ), η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Αρειος Πάγος γνώριζε για τους ισχυρισμούς της κακομεταχείρισης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ.3 (ζ) συμπεριλαμβάνουν την υποχρέωση του Κράτους Μέλους να λαμβάνει υπόψη κάθε ισχυρισμό ότι καταθέσεις που έγιναν από κατηγορούμενους σε ποινική υπόθεση δόθηκαν κατόπιν εξαναγκασμού. Γι' αυτό το λόγο, είναι αδιάφορο, εάν μια ομολογία βασίζεται πραγματικά ή όχι επάνω της, αφού αυτή η υποχρέωση αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις της ποινικής διαδικασίας. Στην παρούσα υπόθεση, η αποτυχία του Κράτους Μέλους, στο επίπεδο του Αρείου Πάγου, να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι η ομολογία του έγινε κατόπιν εξαναγκασμού, αποτελεί παραβίαση του άρθρου 14 παρ.3 (ζ).

7.6 Ως προς τον ισχυρισμό ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1, η δίκη και η καταδικαστική απόφαση βασίστηκε μεταξύ άλλων στην ομολογία του προσφεύγοντος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επιχείρημα του Κράτους Μέλους είναι ότι τα δικαστήρια δεν βάσισαν τις αποφάσεις τους πάνω στην ομολογία του προσφεύγοντος. Η Επιτροπή εμμένει στην νομολογία της ότι είναι πρωταρχικό για τα δικαστήρια των Κρατών Μελών να ερευνούν τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία σε κάθε υπόθεση. Είναι αρμοδιότητα των Εφετείων των Κρατών Μελών και όχι της Επιτροπής να αξιολογήσει την διεξαγωγή μιας δίκης, εκτός και εάν αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας πως η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων ήταν σαφώς αυθαίρετη ή ισοδυναμούσε με άρνηση απονομής δικαιοσύνης ή εάν ο δικαστής παραβίασε εμφανώς την υποχρέωσή του για αμεροληψία. Φαίνεται ότι η δίκη του προσφεύγοντος δεν έχει τέτοια ελαττώματα. Σύμφωνα με αυτή το μέρος της αναφοράς δεν αποδεικνύεται παραβίαση του άρθρου 14 παρ. 1.

8. Η Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.4 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, διαπιστώνει ότι τα γεγονότα ενώπιον της αποκαλύπτουν παραβιάσεις του άρθρου 14, παρ.3 (ζ) του Συμφώνου.

9. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.3 (α) του Συμφώνου, το Κράτος Μέλος έχει την υποχρέωση να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσφορη και αποτελεσματική αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας για τις καταγγελίες της κακοποίησης του και αποζημίωσης.

10. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, με το να γίνει ένα Κράτος μέλος του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, το Κράτος μέλος αναγνωρίζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να καθορίζει εάν έχει υπάρξει μια παραβίαση του Συμφώνου ή όχι και ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συμφώνου, το Κράτος Μέλος έχει αναλάβει να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα που βρίσκονται μέσα στην επικράτειά του και υπόκεινται στην δικαιοδοσία του, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Σύμφωνο, η Επιτροπή επιθυμεί να λάβει από το Κράτος Μέλος, μέσα σε ενενήντα ημέρες, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν ώστε να υλοποιηθούν οι Διαπιστώσεις της. Καλείται επίσης το Κράτος Μέλος, να δημοσιεύσει τις Διαπιστώσεις της Επιτροπής.

 

Σημείωση: Η ανωτέρω απόφαση (Διαπιστώσεις) της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΔΣΑΠΔ είναι η πρώτη που εξεδόθη εναντίον της Ελλάδος και αφορά την ουσία υπόθεσης και διαπιστώνει παραβίαση της χώρας μας του Διεθνούς αυτού Συμφώνου. Είναι δε πολύ σημαντική γιατί προβαίνει σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις όσον αφορά το παραδεκτό και την έρευνα των ισχυρισμών του κατηγορουμένου.

Ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής ratione temporis η ίδια η Επιτροπή με πάγια νομολογία της κρίνει ότι οι Αναφορές που υποβάλλονται σ' αυτή προς έρευνα κρίνονται παραδεκτές εφόσον επικαλούνται παραβιάσεις του ΔΣΑΠΔ που έλαβαν χώρα μετά την θέση σε ισχύ αυτού αλλά και του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου. Κομβικό σημείο για την ημερομηνία της σχετικής παραβίασης είναι πότε συνετελέσθη η καταγγελλομένη παραβίαση και όχι πότε πραγματοποιήθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραβίαση.

Εάν όμως η παραβίαση συνετελέσθη πριν από την θέση σε ισχύ του ΔΣΑΠΔ και του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου αλλά οι επιπτώσεις συνεχίζονται και μετά την θέση σε ισχύ των ανωτέρω η αναφορά κρίνεται παραδεκτή αφού τείνει να παγιωθεί η νομολογία της Επιτροπής ότι οι επιπτώσεις της παραβίασης από μόνες τους αποτελούν παραβίαση. Ουσιαστικά Επιτροπή για την περίπτωση του παραδεκτού αυτονομεί τις επιπτώσεις των παραβιάσεων από τις ίδιες τις παραβιάσεις και εδράζει αρμοδιότητα ratione temporis. Κατά τον τρόπο αυτό δίνει ουσιαστικό νόημα στον πυρήνα των προστατευομένων δικαιωμάτων που δεν πρέπει να προσβάλλονται και να θίγονται από φορμαλιστικούς λόγους. Αυτό ακριβώς επαναλαμβάνει στην πρόσφατη αυτή απόφαση του Κουίδη και παγιώνει πλέον την νομολογία της στο θέμα αυτό προς όφελος αρκετών προσφευγόντων.

Το ουσιαστικότερο όμως που προσφέρει η Επιτροπή με την παρουσιαζομένη απόφασή της είναι η θέση της ότι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να ερευνώνται σε όλα τα επίπεδα της ποινικής διαδικασίας, ακόμα και ενώπιον του αναιρετικού Δικαστηρίου. Η θέση αυτή είναι αντίθετη με την πάγια νομολογία του Α.Π. που απαιτεί αιτιολόγηση μόνον των ιδιαιτέρων ισχυρισμών και όχι όλων. Η Επιτροπή δεν διακρίνει ούτε διαχωρίζει τους ισχυρισμούς, ζητά πλήρη έρευνα αυτών και κατά συνέπεια και αιτιολόγηση της τυχόν απόρριψης αυτών. Πολύ δε περισσότερο όταν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου αναφέρονται στην ομολογία του και συγκεκριμένα στο ότι εξαναγκάσθηκε λόγω κακοποίησής του στην αστυνομία να ομολογήσει πράξεις παρά την θέλησή του. Αναφέρει στην παρ. 7.6 αυτής «... είναι πρωταρχικό για τα δικαστήρια των Κρατών Μελών να ερευνούν τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία σε κάθε υπόθεση» . Έτσι η Επιτροπή με τις Διαπιστώσεις της επί της υπόθεσης αυτής διαπιστώνει παραβίαση του ΔΣΑΠΔ (άρθρ. 14 παρ. 3 ζ) εκ μέρους της ελληνικής δικαιοσύνης για την μη έρευνα των ισχυρισμών του κατηγορουμένου.

     Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην προκειμένη περίπτωση το πώς θα αντιδράσει η Ελλάδα στην απόφαση αυτή της Επιτροπής και συγκεκριμένα τι μέτρα θα λάβει για να υλοποιηθούν οι Διαπιστώσεις της. Η προθεσμία είναι 3 μηνών από την έκδοση της απόφασης (Διαπιστώσεων). Να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες της Ε.Ε. εφαρμόζουν τις Διαπιστώσεις της Επιτροπής. Στην προκειμένη περίπτωση οι Διαπιστώσεις (views) ζητούν να παράσχει η χώρα μας στον προσφεύγοντα αποτελεσματική αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας για τις καταγγελίες της κακοποίησής του και αποζημίωση.

     Θεωρώ ότι εκτός της εύλογης αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα οφείλει η πολιτεία να τροποποιήσει το άρθρο 525 παρ. 1 παρ. 5 του ΚΠΔ και να προσθέσει ως λόγο Επαναλήψεως της Διαδικασίας εκ μέρους του καταδικασθέντος και την περίπτωση όπου η Επιτροπή του ΔΣΑΠΔ διαπιστώσει παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας κλπ.

     Σε κάθε περίπτωση η ελληνική δικαιοσύνη, σε περίπτωση που της ζητηθεί επανάληψη της διαδικασίας από (καταδικασθέν) θύμα διαπιστωθείσης από την Επιτροπή του ΔΣΑΠΔ παραβίασης του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας ή της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε οφείλει να εφαρμόσει αναλογικά το άρθρο 525 παρ. 1 παρ. 5 του ΚΠΔ και σ' αυτή την περίπτωση, εφ' όσον βεβαίως τηρούνται οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής. Δεν νοείται άλλωστε καμία διάκριση υπέρ ή κατά διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, των οποίων οι Αποφάσεις ή οι Διαπιστώσεις πρέπει να είναι σεβαστές από το κράτος και τα όργανά του πολύ δε περισσότερο όταν διαπιστώνονται παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ. όλες οι Διεθνείς Συμβάσεις έχουν την αυτή (υπερνομοθετική) τυπική ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη.

                                                                                                                                         Βασίλης Χειρδάρης