ΕφΑθ 6858/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προνομιακή κατάταξη εργατικών απαιτήσεων - Εργατικό ατύχημα - Κατάρρευση κτιρίου από σεισμό - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης - Αποζημίωση για στέρηση διατροφής και υπηρεσιών -.

 

Στην προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων περιλαμβάνονται όχι μόνο ο μισθός και τα κάθε φύσεως επιδόματα, αλλά και οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αποζημίωση από αδίκημα, χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, αποζημίωση για στέρηση άδειας, προσαύξηση για στέρηση άδειας, αποζημίωση για μη χορήγηση άδειας προς ανεύρεση άλλης εργασίας, αποζημίωση για μη έκδοση πιστοποιητικού εργασίας, μισθοί υπερημερίας, τόκοι υπερημερίας, έξοδα μετακίνησης - οδοιπορικά, και, γενικά κάθε απαίτηση από την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Καλύπτονται, επίσης, από το γενικό αυτό προνόμιο, οι απαιτήσεις από εργατικό ατύχημα. επομένως, και οι απαιτήσεις των μελών της οικογένειας του θύματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που αυτά υπέστησαν, συνεπεία θανάτου συγγενούς τους, λόγω εργατικού ατυχήματος, διότι στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω απαιτήσεις, όπως και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής ή υπηρεσιών, που παρείχε στους δικαιούχους ο κατ'αυτόν τον τρόπο θανατωθείς, προέρχονται από τη σύμβαση εργασίας, που λειτουργούσε και κατά την παροχή της οποίας ο συγγενής των δικαιούχων (εργαζόμενος) θανατώθηκε.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός απόφασης 6858/2006

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   Τμήμα 8ο

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντίνο Σταμαδιάνο, Γεωργία Μαρίνου Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κορρέ.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Μαΐου 2006 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήναι και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε με δήλωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Δρακάκης.

   Των εφεσίβλητων: 1} Μ. Κ. του Γ. για τον εαυτό του και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα και εκπροσώπου των ανηλίκων τέκνων του Μ. Κ. και Γ. Κ., κατοίκων Μενιδίου, 2) Κ. Ο. του Μ., κατοίκου Νέας Χαλκηδόνας Αττικής, 3) Δ. Κ. του Ι., κατοίκου Βίγλας Αρτας, 4) Α. συζ. Δ. Κ., θυγ. Ι. Κ., κατοίκου Βίγλας ʼρτας, 5) Ι. Κ. του Δ., κατοίκου Νέας Ιωνίας, Αττικής, 6) Σ. Κ. του Δ., κατοίκου Αθηνών, Π. Χ. του Η., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, 8) Κ. συζ Π. Χ., το γένος Γ. Τ., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, 9) Η. Χ. του Π., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, και 10) Δ. θυγ. Π. Χ., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, τους οποίους εκπροσώπησε με δήλωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ανδρέας-Αλέξιος Αναγνωστάκης.

   Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 26-2-2005 ανακοπή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με αριθμό κατάθεσης 30642/1611/2005, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

   Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμό 4143/2005 οριστική απόφαση, με την οποία δέχτηκε την ανακοπή.

   Την απόφαση αυτή προσέβαλε η τρίτη των καθών η ανακοπή (ήδη εκκαλούσα) με την από 10-1-2006 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό 346/2006, και προσδιορίστηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

   Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε, οι δε διάδικοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε.

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η υπό κρίση έφεση κατά της 4143/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

   Στην κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ιστορούν ότι, δυνάμει της 11843/22-9-2004 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμ/φου Πειραιώς Ε. Μ. Σ., εκπλειστηριάστηκαν αναγκαστικά δύο ακίνητα της οφειλέτριας - καθής η εκτέλεση εταιρείας "RICOMEX Ανώνυμη Εταιρεία Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικής Πολυουρεθάνης", με επίσπευση της Ε. (Ε.) Σ., και με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 3,521.230 ευρώ. Οτι οι ίδιοι αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό ως ακολούθως: ο πρώτος εξ αυτών Μ. Κ. (πρώτος εφεσίβλητος) για τον εαυτό του ατομικά για ποσό 115.174,90 ευρώ Απ' αυτό 7.630 ευρώ συνιστούν αποζημίωση για στέρηση των υπηρεσιών της συζύγου του Γεωργίας, που βρήκε το θάνατο στα ερείπια του εργοστασίου της οφειλέτριας - καθής η εκτέλεση εταιρείας, όταν τούτο κατέρρευσε στο σεισμό της 7-9-1999, εργαζόμενη εκεί ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Το υπόλοιπο ποσό αποτελεί χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστη από το θάνατο της συζύγου του. Ο ίδιος ανακόπτων, ως ασκών τη γονική μερίμνα της ανήλικης θυγατέρας του Μ. για το ποσό των 280.939,20 ευρώ, εκ των οποίων 25.883 ευρώ είναι η συνεισφορά της θανούσας μητέρας της Γεωργίας, όσο αυτή ζούσε, στη διατροφή της, και το υπόλοιπο χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη, που υπέστη από το θάνατο της μητέρας της. Και ως ασκών (ο αυτός ανακόπτων) τη γονική μέριμνα του ανηλίκου γιου του Γεωργίου για το ποσό των 284.882,59 ευρώ, εκ των οποίων 29,053 ευρώ είναι η συνεισφορά της θανούσας μητέρας του Γεωργίας στη διατροφή του, που αυτός στερήθηκε, και το υπόλοιπο ποσό συνιστά χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική του οδύνη λόγω του θανάτου της. Ο δεύτερος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Κ. Ο. αναγγέλθηκε για ποσό 85.973,56 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που δοκίμασε από το θάνατο της εγκύου συζύγου του Α., που εργαζόταν την ημέρα του σεισμού ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στο εργοστάσιο της οφειλέτριας - καθής η εκτέλεση, Ο τρίτος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Δ. Κ. για ποσό 49.704,25 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο της θυγατέρας του Α. Η τέταρτη των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Α. Κ. για ποσό 49.704,25 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο της θυγατέρας της Α., Ο πέμπτος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Ι. Κ. για ποσό 21.092,84 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο της αδελφής του Α., Ο έκτος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Σ. Κ. για ποσό 21.092,64 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο της αδελφής του Α.. Ο έβδομος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Π. Χ. αναγγέλθηκε για ποσό 49,704,25 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του γιου του Δ. την ημέρα του σεισμού στο εργοστάσιο της καθής η εκτέλεση, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Η όγδοη των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Κωνσταντίνο Χ. για ποσό 49.704,25 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του γιου της Δ.. Ο ένατος των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Η. Χ. για ποσό 21 092,84 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του αδελφού του Δ., Και η δέκατη των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων) Δ. Χ. για ποσό 21.092,64 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του αδελφού της Δημητρίου. Ότι στον προσβαλλόμενο 11995/2004 πίνακα κατάταξης δανειστών της άνω Συμβολαιογράφου κατατάχθηκαν (οι ανακόπτοντες) οριστικά και σύμμετρα έναντι των άνω απαιτήσεων τους: Ο πρώτος για τον εαυτό του ατομικά και ως ασκών τη γονική μέριμνα στα δύο ανήλικα τέκνα του για το συνολικό ποσό των 9.601,91 ευρώ, Ο δεύτερος για 1.215,83 ευρώ. Ο τρίτος για 707,05 ευρώ. Η τέταρτη για 707,05 ευρώ. Ο πέμπτος για 305,70 ευρώ. Ο έκτος για 305,70 ευρώ, Ο έβδομος για 709,51 ευρώ. Η όγδοη για 709,51 ευρώ, Ο ένατος για 308,16 ευρώ. Και η δέκατη για 308,16 ευρώ. Ζητούν δε οι ανακόπτοντες να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης για τους αναγραφόμενους λόγους, προς το σκοπό να αποβληθεί, μεταξύ άλλων, και η εκ των καθών τραπεζική εταιρεία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.". ήδη εκκαλούσα, και να καταταγούν οι ίδιοι στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ για τις προσδιοριζόμενες και μη καταταγείσες απαιτήσεις τους.

   Η εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε την ανακοπή αυτή, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 11995/9-2-2005 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμ/φου Πειραιώς Ε. Μ. Σ., και κατέταξε στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ τις άνω απαιτήσεις των ανακοπτόντων. Συγκεκριμένα κατέταξε τον πρώτο εξ αυτών υπό τη διπλή ιδιότητα του, ήτοι για τον εαυτό του ατομικά και ως ασκούντα τη γονική μέριμνα επί των δύο ανηλίκων τέκνων του, για το ποσό των 684.496,69 ευρώ, τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη εξ αυτών νια το συνολικό ποσό των 231 .067,74 ευρώ, και τους έβδομο, όγδοη, ένατο και δέκατη εξ αυτών για το συνολικό ποσό των 145,094,28 ευρώ, Προς ικανοποίηση δε τούτων : απέβαλε από τον πίνακα 1). και 2) την τρίτη των καθών η ανακοπή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α. Ε." (ήδη εκκαλούσα) κατά το ποσό του 1.054,198,10 ευρώ, κατατάσσοντας στη θέση της τους ανακόπτοντες, περιοριζόμενης, ούτω, της κατάταξης της εν λόγω τράπεζας στο ποσό των 14,347,90 ευρώ.

   Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η τρίτη των καθών η ανακοπή τραπεζική εταιρεία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." με την κρινομένη έφεση της και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η εναντίον της ανακοπή.

   Κατά το άρθρο 975 παρ 3 του ΚΠολΔ, στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου αυτού κατατάσσονται στον πίνακα οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις δασκάλων, εφόσον όλες αυτές προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν την ημέρα του πλειστηριασμού. Με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 ορίστηκε ότι : "Στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ κατατάσσονται οι απαιτηθείς που έχουν σαν βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δασκάλων, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης. Αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας κατατάσσονται, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, στην τάξη αυτή. Η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής". Ο κοινωνικός σκοπός, που υπηρετεί η ευρύτατη αυτή διατύπωση του άνω άρθρου 31 του ν. 1545/1985, έγκειται στην ισχυρή αλλά δίκαιη προστασία εκείνων, που με την προσωπική τους εργασία βοηθούν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων (ΟλΑΠ 22/2000 ΕΜ 42,56). Έτσι, στην προνομιακή αυτή κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων περιλαμβάνονται .όχι μόνο α μισθός και τα κάθε φύσεως επιδόματα, αλλά και αϊ απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αποζημίωση από αδίκημα, χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, αποζημίωση για στέρηση άδειας, προσαύξηση για στέρηση άδειας, αποζημίωση για μη χορήγηση άδειας προς ανεύρεση άλλης εργασίας, αποζημίωση για μη έκδοση πιστοποιητικού εργασίας, μισθοί υπερημερίας, τόκοι υπερημερίας, έξοδα μετακίνησης - οδοιπορικά, και, γενικά, κάθε απαίτηση από την παροχή εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 1348/1995 ΕΜ 37.1077, ΕφΑθ 8470/2000 ΕλΔ 43.1471, βλ. 8. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 975, αριθ. 29, σελ. 932). Ι Καλύπτονται, επίσης, από το γενικό αυτό προνόμιο οι απαιτήσεις από εργατικό ατύχημα ι(βλ. Ι. Δούμπη, μελέτη σε ΕΜ 46.963 επ.).Επομένως, και οι απαιτήσεις των μελών της οικογένειας του θύματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που αυτά υπέστησαν, συνεπεία θανάτου συγγενούς τους, λόγω εργατικού ατυχήματος κατά την έννοια του νόμου 551/1914 (ΕφΠατρ 791/1998 προσκομιζόμενη), δηλαδή σε ατύχημα που επέρχεται εκ βίαιου συμβάντος σε εργάτη ή υπάλληλο των επιχειρήσεων ή εργασιών του άρθρου 2 του ν. 551/1915, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω απαιτήσεις, όπως και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής ή υπηρεσιών, που παρείχε στους δικαιούχους ο κατ' αυτόν τον τρόπο θανατωθείς, προέρχονται από τη σύμβαση εργασίας, που λειτουργούσε και κατά την παροχή της οποίας ο συγγενής των δικαιούχων (εργαζόμενος) θανατώθηκε) Μάλιστα, εν προκειμένω ανακύπτει εντονότερος ο σκοπός του νομοθέτη του ανωτέρω άρθρου 31 ν. 1545/1985, που απέβλεπε, για λόγους δικαιοσύνης, κοινωνικής ανάγκης και ειδικής σκοπιμότητας για την προστασία της ασθενούς τάξης των εργαζομένων, στην κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των απαιτήσεων, που έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας (ΕφΠατρ 791/1998, ΕφΛαρ 464/1995 ΕΜ 39.161, βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 975, αριθ. 26°, σελ. 931).

   Σύμφωνα με τη σκέψη αυτή, οι προαναφερόμενες αναγγελθείσες απαιτήσεις των ανακοπτόντων (χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αποζημίωση για στέρηση διατροφής και υπηρεσιών), για τις οποίες η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε - χωρίς να πλήττεται κατά τούτο ότι προκύπτουν από τις 8947/2003 8948/2003 και 8949/2003  αποφάσεις του αμφισβητούνται, υπάγονται στο γενικό προνόμιο του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού απορρέουν από το πιο πάνω εργατικό ατύχημα, που έλαβε χώρα κατά τη στιγμή που τα θανατωθέντα σ αυτό συγγενικά πρόσωπα των ανακοπτόντων παρείχαν τη συμφωνημένη εξαρτημένη εργασία τους στην καθής η εκτέλεση εταιρεία. Αλλά, και αν θεωρηθεί ότι μια στενή ερμηνεία της άνω διάταξης αποκλείει την εφαρμογή της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διδομένη στη συγκεκριμένη περίπτωση, που συνοδεύεται από ιδιάζοντα περιστατικά, τέτοια χαλαρή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ βρίσκει οπωσδήποτε δικαιολόγηση και νόμιμη θεμελίωση στην αρχή της επιείκειας. Οι νόμοι, και γενικότερα οι κανόνες δικαίου, προσδιορίζουν τόσο τις έννομες συνέπειες, δηλαδή την κατάφαση ή την άρνηση της ισχύος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και τις προϋποθέσεις, με τη συνδρομή των οποίων επέρχονται αυτές οι έννομες συνέπειες, με τρόπο γενικό και αφηρημένο, Ο δικαστής, παρόλες τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει κάθε διαφορά ή υπόθεση, που φέρεται προς εκδίκαση, είναι υποχρεωμένο να τις υπαγάγει κατά τρόπο ισοπεδωτικό στις νομικές έννοιες του αφηρημένου κανόνα δικαίου και να διαγνώσει για όλες από κοινού τις ίδιες έννομες συνέπειες. Ωστόσο, αυτός ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας των κανόνων του δικαίου, με το να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες κάθε εξατομικευμένης περίπτωσης, οδηγεί κάποτε σε εξόχως ανεπιεική αποτελέσματα; που έρχονται σε αντίθεση με την κοινή περί δικαίου συνείδηση. Στο σημείο αυτό αναφαίνεται η αξία της αρχής της επιείκειας, που έρχεται να θεραπεύσει τις αδικίες, που προκαλεί η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του δικαίου, που είναι γενικοί και αφηρημένοι. Ο ίδιος ο νομοθέτης υποδεικνύει στο δικαστή να πράξει ό,τι εκείνος θα έπραττε, αν γνώριζε τη συγκεκριμένη, με τις απρόβλεπτες ιδιαιτερότητες, περίπτωση. Υπάρχουν πολλές διατάξεις στο δίκαιο, οι οποίες αποσκοπούν στο να αμβλύνουν την αυστηρότητα, που ορισμένες φορές ενέχει αυτή η γενική και αφηρημένη νομοθετική ρύθμιση, έτσι ώστε να μπορεί ο δικαστής να συνεκτίμησε, και τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Για παράδειγμα, με τις διατάξεις των άρθρων 915 κα. 916 ΑΚ δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον χωρίς να έχε, συνείδηση των πράξεων του, ιδίως επειδή δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Όμως, κατά τον αντίθετο κανόνα του άρθρου 918 ΑΚ μπορεί αυτός, που δεν ευθύνεται, να καταδικαστεί να πληρώσει εύλογη, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αποζημίωση, ύστερα από εκτίμηση της κατάστασης των μερών, αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού. Αυτή η εύλογη αποζημίωση παρέχεται εκ λόγων επιεικείας και επανορθώνει την ανεπιεική κατάσταση, στην οποία οδηγέ/ η εφαρμογή του βασικού κανόνα δικαίου, Στη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ εισάγεται η ρήτρα της επιείκειας ρητά: «σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους.». Στην ίδια άμβλυνση των ανεπιεικών συνεπειών αποβλέπει και η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. Είναι, όμως, πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις περιπτώσεις, όπου πρέπει να παρέμβει με τους λεγόμενους αντίθετους κανόνες δικαίου, που επανορθώνουν τις ανεπιεικείς καταστάσεις, στις οποίες ενδέχεται να οδηγεί ο βασικός κανόνας. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι αρχές της επιείκειας συνιστούν το αναγκαίο συμπλήρωμα της ιδίας της δικαιοσύνης, διότι και "το επιεικές δίκαιον εστί", Έτσι, η εφαρμογή της αρχής της επιείκειας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, αλλά συνιστά εκπλήρωση υπερεσιακού καθήκοντος (βλ. Κώστα Μπέη - παρατηρήσεις ΙΙ.2 στη Δίκη 26, σελ. 529-532, και Ευαγγελία Ποδηματά - "δικαιοσύνη και επιείκεια" στην Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Δ/2004, σελ. 819). Η υπό κρίση υπόθεση χρωματίζεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι τα προαναφερθέντα στενά συγγενικά πρόσωπα των ανακοπτόντων καταπλακώθηκαν από τα ερείπια του εργοστασίου της οφειλέτριας - καθής η εκτέλεση ανώνυμης εταιρείας "RICOMEX" κατά το σεισμό της 7-9-1999, και έτσι βρήκαν εκεί τραγικό θάνατο, Στους ανακόπτοντες, όπως έχει λεχθεί, επιδικάστηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αποζημίωση νια στέρηση διατροφής και στέρηση παροχής υπηρεσιών (στον πρώτο εξ αυτών με την άνω ιδιότητα), καθώς και χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη (σε όλους), που δοκίμασαν από το θάνατο συζύγου, μητέρας, τέκνου και αδελφού τους, αντίστοιχα. Με τις άνω αποφάσεις κρίθηκε ότι ο θάνατος αυτός από εργατικό ατύχημα είναι αποδοτέος σε ενδεχόμενο δόλο των οργάνων της οφειλέτριας - καθής η εκτέλεση εταιρείας, τα οπαία υπέπεσαν σε βαριές παραλείψεις σε ό,τι αφορά τη φροντίδα για τη στατική επάρκεια και την ασφάλεια της οικοδομής (εργοστάσιο κατά ειδικότερα, εκτιθέμενα στις αποφάσεις αυτές. Το επιδικασθέν στους δέκα (ουσιαστικά δώδεκα) ανακόπτοντες (εφεσίβλητους) συνολικό ποσό του 1.060.658,40 ευρώ εκμηδενίζεται σχεδόν, αν θεωρηθεί, όπως θεωρήθηκε από τη συντάξασα τον ανακοπτόμενο πίνακα Συμβολαιογράφο, ότι η εν λόγω απαίτηση δεν είναι εξοπλισμένη με το προνόμιο του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, με συνέπεια οι ανακόπτοντες να καταταχθούν ως απλοί εγχειρόγραφοι δανειστές σύμμετρα για το συνολικό ποσό {και των δέκα) των 14.879,03 ευρώ. Έτσι, από το τελικά διανεμητέο πλειστηρίασμα των 3.481.742,62 ευρώ, διατίθεται για τους δέκα (δώδεκα) ανακόπτοντες (εφεσίβλητους) το ευτελές ποσό των 14,879,03 ευρώ, ενώ ικανοποιείται πλήρως η εκκαλούσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, καταταχθείσα οριστικά και προνομιακά ως πρώτη προσημειούχος δανείστρια για το σύνολο της απαίτησης της ποσού 1.053.666,80 ευρώ. Αυτά, όμως, τα άκρως ανεπιεική, που θα προέκυπταν από μια αυστηρή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, πλήττουν ισχυρά την κοινή περί δικαίου συνείδηση. Με την εφαρμογή της αρχής της επιείκειας στην κρινομένη υπόθεση για τη χαλαρή ερμηνεία της προαναφερθείσας διάταξης, τίθεται ατομικός κανόνας δικαίου για την υπόθεση αυτή, που τελεί υπό τις προαναφερθείσες ιδιάζουσες συνθήκες, και αμβλύνεται η ως άνω ανεπιεικής συνέπεια. Τέλος, πρέπει να λεχθεί ότι ο περιορισμός της διετίας του άρθρου 975 παρ, 3 ΚΠολΔ δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, γιατί, με την εφαρμογή της ίδιας αρχής, η συγκεκριμένη περίπτωση του εργατικού αυτού ατυχήματος, έχει αναλογίες με την περίπτωση της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, αφού, με την ανωτέρω μονομερή υπαίτια ενέργεια της εργοδότριας, ο εργαζόμενος συγγενής των ανακοπτόντων έχασε, όχι απλά την εργασία του, αλλά αυτή τη ζωή του, και συνεπώς οι εντεύθεν ένδικες απαιτήσεις αποζημίωσης δεν υπόκεινται στον περιορισμό της διετίας αναδρομικά από την ορισθείσα για πρώτη φορά ημέρα για τη διενέργεια του πλειστηριασμού.

   Κατόπιν τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που με τις ίδιες σκέψεις δέχτηκε το λόγο της ανακοπής των εφεσίβλητων ότι παρά το νόμο δεν κατετάγησαν στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ οι ένδικες απαιτήσεις τους, και ακολούθως, μεταρρυθμίζοντας τον ανακοπτόμενο πίνακα, κατέταξε στην πιο πάνω τάξη αυτούς (ανακόπτοντες) για τα ήδη αναφερθέντα χρηματικά ποσά που συνολικά ανέρχονται σε 1.060.658,40 ευρώ, αποβάλλοντας από τον πίνακα (και) την εκκαλούσα τράπεζα κατά το ποσό του 1.054,198,10 ευρώ, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους λόγους της έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.

   Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία η κρινομένη έφεση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, που χάνει τη δίκη (ΚΠολΔ 176, 183). Τέλος, πρέπει το παρόν Δικαστήριο να διατάξει, μετά από αίτηση της εκκαλούσας, να διαγραφούν από το δικόγραφο των προτάσεων των εφεσίβλητων οι αναγραφόμενες σ' αυτές φράσεις που αφορούν το Διοικητή της κ. Α. (στο διατακτικό της παρούσας αναφέρονται ειδικότερα) ως ανάρμοστες και μη αναγκαίες για την υπεράσπιση της υπόθεσης, ασχέτως αν καταχωρούνται ως περιεχόμενο εφημερίδας και εντός εισαγωγικών (ΚΠολΔ 296).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

   Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την έφεση,

   Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, που ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

   Διατάσσει τη διαγραφή από τις προτάσεις των εφεσιβλήτων, στη σελίδα 18, των φράσεων: "ο κ. Α. ..." με τον πιο προκλητικό τρόπο " δε δέχτηκε... να καταθέσει .... " γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του, τους βουλευτές και τον ίδιο το θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας", η συμπεριφορά αυτή δεν είναι καινούργια".

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου 2006 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 8 Σεπτεμβρίου 2006.