ΕφΑθ 501/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μισθωτοί δημοσίου - Επίδομα 176 ευρώ - Αρχή ισότητας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 1 ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 - Παραγραφή διετής - Έναρξη παραγραφής - Ένσταση παραγραφής -.

 

 

Η ειδική παροχή των 176 ευρώ μηνιαίως διατηρήθηκε και μετά την 1-1-04 και διατηρείται έως σήμερα. Η καταβολή ειδικής κατ' αποκοπή αμοιβής στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και των Νομαρχιακών Αυτ/σεων που εκτελούν το έργο της πρακτικής εξέτασης των υποψηφίων οδηγών καθώς και το βοηθητικό έργο των εξετάσεων αυτών δεν παρεμποδίζει την γέννηση της αξίωσης για χορήγηση της ειδικής ως άνω παροχής των 176 ευρώ. Οι εν λόγω παροχές είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού, δεδομένου ότι η ως άνω ειδική κατ' αποκοπή αμοιβή λόγω του εκτάκτου και απρόβλεπτου χαρακτήρα της δεν αποτελεί τακτική εισοδηματική παροχή όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 3061/2002. Λόγω δε της φύσεως των ως άνω παροχών ο προβλεπόμενος συμψηφισμός αυτών εισάγει άνιση μεταχείριση μη συντρέχοντος λόγου δημοσίου συμφέροντος και επομένως διάταξη της παρ. 1 της ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω της αντίθεσης της στη θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Απαιτήσεις των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσης απολαβές και αποζημιώσεις, έστω και αν στηρίζεται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου και στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν αυτές και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους. Η παραγραφή απαιτήσεων κατά του δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και προϋποθέτει ότι προεβλήθησαν από το Δημόσιο τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να συνθέσουν και να στοιχειοθετήσουν την ένσταση της παραγραφής, οπότε και αν αυτή δεν προτείνεται ευθέως, μπορεί το δικαστήριο με βάση τα προτεινόμενα περιστατικά να λάβει υπόψη αυτεπάγγελτα την παραγραφή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα περιστατικά αυτά είναι ικανά να συγκροτήσουν σαφή και ορισμένη ένσταση παραγραφής.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 501/2009

   ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   Τμήμα 4ο

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Γεώργα, Σταυρούλα Δημητρίου -Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Τόλκα.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Μαΐου 2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος του, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Θεόδωρος Νικ. Στριλάκος.

   ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. Α. Μ. του Ν., κατοίκου Περιστερίου Αττικής, 2. Κ. Λ. του Δ., κατοίκου Π. Φαλήρου, 3. Β. Μ. του Π., κατοίκου Π. Φαλήρου, 4. Γ. Χ. του Ν., κατοίκου Αγ. Δημητρίου, 5. Γ. Π. του Ν., κατοίκου Αγ. Βαρβάρας, 6. Μ. Ν. του Θ., κατοίκου Ν. Σμύρνης, 7. Ι. Φ. του Γ., κατοίκου Πειραιά, 8. Ε. Κ. του Μ., κατοίκου Καματερού, 9. Κ. Ν. του Ο., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, 10. Β. Μ. του Ν., κατοίκου Νέας Σμύρνης, 11. Α. Σ. του Β., κατοίκου Περιστερίου, 12. Β. Τ. του Κ., κατοίκου Αθηνών, 13. Ε. Α. του Δ., κατοίκου Δάφνης, 14. Γ. Τ. του Α., κατοίκου Καματερού, 15. Π. Κ. του Π., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, 16. Θ. Κ. του Γ., κατοίκου Ελληνικού, 17. Γ. Δ. του Σ. - Α., κατοίκου Αγ. Παρασκευής, 18. Δ. Γ. του Ι., κατοίκου Π. Φαλήρου και 19. Β. Κ. του Κ., κατοίκου Περιστερίου, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαριέττα Κούκα.

   Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες - εφεσίβλητοι (Α. Μ. κλπ), με την από 28 Δεκεμβρίου 2005 αγωγή τους προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2571/2005, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

   Συζητήσεως γενομένης επί της ως άνω αγωγής, το Ειρηνοδικείο Αθηνών εξέδωσε την υπ' αριθμ. 779/2006 απόφαση, με την οποία κήρυξε αυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ' ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

   Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε την υπ' αριθμ. 324/2007 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή.

   Την απόφαση αυτή (324/2007) προσέβαλαν οι ανωτέρω διάδικοι με τις από 21 Δεκεμβρίου 2007 και 24 Δεκεμβρίου 2007 αντίθετες εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς 44/2008 και 10912/2007 αντίστοιχα.

   Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

   Ο πληρεξούσιος του Ελληνικού Δημοσίου, πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Θεόδωρος Στριλάκος, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος Μαριέττα Κούκα αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Με τις κρινόμενες από : 1) 21-12-2007 και 2) από 24-12-2007 αντίθετες εφέσεις των διαδίκων εκκαλείται η 324/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ( άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ) και έκανε δεκτή εν μέρει την από 28-12-2005 αγωγή των εναγόντων περί καταβολής μισθολογικών διαφορών επ' αφορμή συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

   Οι εν λόγω εφέσεις είχαν ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου (495 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και εμπρόθεσμα ήτοι εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. τασσομένης 30ήμερης προθεσμίας από την επίδοση της αποφάσεως ( που έγινε στις 27-12-2007, όπως προκύπτει από την 459 β έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθήνας Β. Χ., οι δε εφέσεις κατατέθηκαν στις 3-1-2008 και 24-12-2007 αντίστοιχα ) . Συνεπώς ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 511, 513 παρ. ιβ, 516 παρ. 1 και 517 Κ.ΠολΔ είναι παραδεκτές οι εφέσεις και πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (533 παρ. 1 και 520 παρ. 2 Κ.ΠολΔ ) να διαταχθεί δε η ένωση και συνεκδίκαση αυτών, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης ( ΚΠολΔ 246, 524 παρ. 1, 591 παρ. 1). Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι προσλήφθηκαν με έγκυρη έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου που καταρτίστηκε με το αρμόδιο όργανο του εναγόμενου, ως υπάλληλοι του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών τα χρονικά διαστήματα και με τις ειδικότητες που αναφέρουν στην αγωγή και εξακολουθούν να εργάζονται μέχρι σήμερα στην κεντρική υπηρεσία του ανωτέρω Υπουργείου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι έχουν δικαίωμα να λάβουν την ειδική παροχή του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, όπως επεκτάθηκε και για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών με την ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2005. Να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στη πρώτη ενάγουσα 7.744 ευρώ, σε κάθε ένα από τους δεύτερο έως και δέκατο έκτο και δέκατο όγδοο από 7.920 ευρώ, στον δέκατο έβδομο 7.216 ευρώ και στον δέκατο ένατο 7.744 ευρώ νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλιο έγινε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ως οφειλόμενα, εκ της μη καταβολής της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 όπως επεκτάθηκε για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών που δικαιούνται για το χρονικό διάστημα από 4-1-2002 έως 31-12-2005, άλλως και επικουρικώς να τους καταβάλει τα ως άνω ποσά με τις διατάξεις από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου των ΟΤΑ ή των ΝΠΔΔ κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί (109, 106 ΕισΝ.ΑΚ).

   Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δίκασαν κατά παραπομπή δυνάμει της 779/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθήνας, με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε την αγωγή ως εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη και 1) αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να λάβουν την ένδικη ειδική παροχή για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005 και 2) υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσόν των 4.224 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις τους οι διάδικοι και για τους επικαλούμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προκειμένου οι μεν ενάγοντες να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή τους, το δε εναγόμενο να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.

   Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι :« Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου » καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διάφορο τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και προβαίνοντας σε διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντο . Ακόμη ορίζεται ότι η συνδρομή των λόγων αυτών υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων τα οποία κρίνοντας αντισυνταγματική την εξαίρεση και εφόσον πρόκειται για παροχή προβλεπόμενη από το νόμο που καθιέρωσε την εξαίρεση, επιδικάζουν την παροχή και σε αυτούς οι οποίοι αυθαιρέτως εξαιρέθηκαν από την καταβολή της (Ολ.ΑΠ 15/1999 ΝοΒ 2000, 456, ΟλΑΠ 12/1997 ΝοΒ 1998,40, ΑΠ 456/1999 ΕλλΔνη 1999, 1726, ΑΠ 462/1999 ΕλΔνη 40, 1829, ΣτΕ 466/1999 στην Ειρ.Μυτ. 83/2005, Ειρ.Χίου 123/2005). Επιπλέον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ισχύοντος συντάγματος, που δεν τροποποιήθηκε κατά την πρόσφατη τροποποίηση «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους, ούτε παρέχεται άνευ οργανικού ή άλλου νόμου » έπεται ότι για να καταβληθεί σε μισθωτό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔΔ οποιαδήποτε μισθολογική παροχή με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, θα πρέπει να το προβλέπει οργανικός ή άλλος νόμος. Ακόμη με το Ν. 2470/1997 ο οποίος αντικατέστησε το Ν. 1505/1984 καθορίστηκε στο πλαίσιο μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ και ορίστηκε ότι (άρθρο 27 αυτού) κάθε μισθολογική παροχή, εκτός των προβλεπομένων από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν μπορεί να χορηγηθεί χωρίς τροποποίηση του . Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 παρ. 1. ν. 2738/1999, ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη Δημόσια Διοίκηση (ΔΣΕ κυρωθείσα με το ν. 2403/1996). «Η Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα των μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία» ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: «Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση». Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 προβλέπουν τα εξής:«... 1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001» . «2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) που δε συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των 176 ευρώ μηνιαίως». «3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες στον προϋπολογισμό των δυνατοτήτων». «4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού ποινές Υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπ' όψιν για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής τους, καθώς και τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους (...)» . Εν συνεχεία δυνάμει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 2 του ως άνω νόμου, εκδόθηκαν (κατά το άρθρο 43 παρ. 2 περ. β' του Συντάγματος) πλείστες ΚΥΑ δια των οποίων προβλέφθηκε η χορήγηση ειδικής αμοιβής ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002 και από 1-7-2002 και εφεξής ύψους 176 ευρώ στο επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου προσωπικό υπηρεσιακών μονάδων Υπουργείων αλλά και ΝΠΔΔ.

   Η αμοιβή αυτή χορηγήθηκε σε όλους τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ . Σε όλες δε τις ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι η καταβολή της αμοιβής αυτής έχει κληθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών κλπ) και ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων συνυπολογισμένη αυτής με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιωμάτων, ενώ κατά το άρθρο 1 του Ν. 3029/2002 η εν λόγω παροχή λαμβάνεται υπ' όψιν στη βάση του υπολογισμού της συντάξεως.

   Από όλα τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι η εν λόγω παροχή αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων εντασσόμενη στις τακτικές αποδοχές τους και χορηγούμενη αδιακρίτως σε όλο το προσωπικό (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) των οικείων Διοικητικών φορέων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν. 2470/1997, αλλά και στο νυν ισχύον από 1-1-2004 βάσει του Ν. 3205/2003, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων όρων εργασίας τους, κατά τρόπο τυχαίο και μη συναρτώμενο με κλαδικές ή άλλου είδους εργασιακές ιδιότητες.

   Κατ' εξουσιοδότηση δε της ως άνω διάταξης εξεδόθη και η ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 (ΦΕΚ Β 335/2003) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Μεταφορών και Επικοινωνιών, η οποία αναφέρει: «1. Χορηγείται μηνιαία ειδική παροχή σε όσους υπαλλήλους των Μεταφορών και Επικοινωνιών, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ εφόσον δεν λαμβάνουν την αμοιβή της αρ. 2/81283/0022/24-11-99 ΚΥΑ, όπως τροποποιήθηκε με τις υπ' αρ. 2/31564/002lfe-7-2002, 2/10962/0022/27-2-2003 όμοιες, ή τη λαμβάνουν μειωμένη, κατά το μέρος που υπολείπεται αυτής.

2. Το ύψος της ειδικής παροχής ορίζεται σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 ευρώ από 1-7-2002.

3. Η ειδική παροχή, εκτός της προαναφερόμενης στην παρ. 1 αμοιβής συμψηφίζεται και με οποιεσδήποτε άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις, εκτός των καταβαλλομένων από συμμετοχή σε συλλογικά όργανα, αποζημιώσεων που λαμβάνουν οι δικαιούχοι αυτής, ανεξάρτητα από την πηγή που καταβάλλονται.

4. Όσοι υπάλληλοι είναι αποσπασμένοι εντός ή εκτός των Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και λαμβάνουν αντίστοιχα επιδόματα ή αποζημιώσεις με  οποιαδήποτε μορφή, τα οποία αθροιστικώς υπερβαίνουν το ποσό της ειδικής παροχής, δεν δικαιούνται αυτή . Σε περίπτωση που τα εν λόγω επιδόματα και αποζημιώσεις υπολείπονται της ειδικής παροχής παρ. 1 της παρούσας, τότε καταβάλλεται η εκάστοτε προκύπτουσα διαφορά.

5. Η κατά τα ως άνω χορηγούμενη ειδική παροχή δεν καταβάλλεται για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε άδεια άνευ αποδοχών και σε κάθε άλλη ειδική άδεια, πλην των θεσμοθετημένων αδειών ( κανονικές, εκπαιδευτικές, κύησης και λοχείας κλπ) σε διαθεσιμότητα ή αργία και σε αναρρωτική άδεια, πλην αυτής που χορηγείται από τα Δημόσια Νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας του Δημοσίου, τις Πανεπιστημιακές Κλινικές, εφόσον έχουν προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, που αποδεικνύεται από σχετικά παραστατικά (εισαγωγή, εξιτήριο κλπ)...

8. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας παύει η ισχύς κάθε άλλης απόφασης, κατά το μέρος που ρυθμίζει διαφορετικά τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή θέματα ...».

   Το ανωτέρω άρθρο 14 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του, καταργήθηκαν από 1-1-2004, με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003 ΦΕΚ Α' 297. Όμως με την παρ. 2 του άρθρου 24 του ίδιου νόμου (3205/03) ορίζεται ότι τα ποσά που καταβάλλονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου διατηρούνται ως προσωπική διαφορά, μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Επομένως η ειδική παροχή των 176 ευρώ μηνιαίως διατηρήθηκε δυνάμει της άνω ρητής διάταξης και μετά την 1-1-04 και διατηρείται έως σήμερα.

   Εξάλλου η καταβολή ειδικής κατ' αποκοπή αμοιβής στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και των Νομαρχιακών Αυτ/σεων που εκτελούν βάσει των σχετικών διατάξεων και αποφάσεων το έργο της πρακτικής εξέτασης των υποψηφίων οδηγών καθώς και το βοηθητικό έργο των εξετάσεων αυτών δεν παρεμποδίζει την γέννηση της αξίωσης για χορήγηση της ειδικής ως άνω παροχής των 176 ευρώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 Ν. 3016/2002 καθώς και οι εν λόγω παροχές είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού, δεδομένου ότι η ως άνω ειδική κατ' αποκοπή αμοιβή λόγω του εκτάκτου και απρόβλεπτου χαρακτήρα της δεν αποτελεί τακτική εισοδηματική παροχή όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 3061/2002.

   Λόγω δε της φύσεως των ως άνω παροχών ο προβλεπόμενος συμψηφισμός αυτών εισάγει άνιση μεταχείριση μη συντρέχοντος λόγου δημοσίου συμφέροντος και επομένως διάταξη της παρ. 1 της ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω της αντίθεσης της στη θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Τέλος σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 που αντικατέστησε το ν.δ. 321/69 «περί κωδικός δημοσίου λογιστικού» απαιτήσεις των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσης απολαβές και αποζημιώσεις, έστω και αν στηρίζεται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου και στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη γέννησή τους. Η διάταξη αυτή πρέπει να συνδυασθεί με τις διατάξεις του άρθρου 251 ΑΚ και του εδ. α' του άρθρου 91 του ίδιου ως άνω νόμου όπου ορίζεται ότι «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιαδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Συνεπώς η διετία των ως άνω απαιτήσεων αρχίζει από το τέλος του έτους, κατά το τέλος του οποίου γεννήθηκαν αυτές και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους (βλ. Ολ.ΑΠ 29/2006 προσκομιζόμενη). Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 94 του ίδιου ως άνω νόμου η παραγραφή απαιτήσεων κατά του δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως δηλαδή κατά τα θετικά στοιχεία της παρόδου του οριζομένου προς τούτο χρόνου. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της επελθούσης παραγραφής προϋποθέτει ότι προεβλήθησαν από το Δημόσιο τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να συνθέσουν και να στοιχειοθετήσουν την ένσταση της παραγραφής οπότε και αν αυτή δεν προτείνεται ευθέως, μπορεί το δικαστήριο κατ' επιταγή της άνω διάταξης με βάση τα προτεινόμενα περιστατικά να λάβει υπόψη αυτεπάγγελτα την παραγραφή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα περιστατικά αυτά είναι ικανά να συγκροτήσουν σαφή και ορισμένη ένσταση παραγραφής (βλ. ΑΠ 1726/2002 Δνη 2003/1635 ΣτΕ 3850 Δι,Δικ. 15(2003) σελ. 635). Η παραγραφή δε του άρθρου 94 λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, όχι όμως και κατά τα αποθετικά στοιχεία που θεμελιώνουν την αντένσταση της διακοπής της παραγραφής και τότε πρέπει να προτείνεται από τους διαδίκους αφού το άρθρο 94 δεν διαλαμβάνει κάτι σχετικό για τη διακοπή της παραγραφής (ΑΠ 1524/1985 Δνη 86 (27) 1107).

   Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του παραπέμψαντος Ειρηνοδικείου Αθήνας και οι οποίες καταχωρήθηκαν στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα εξής : Οι ενάγοντες απασχολούνται δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου ως υπάλληλοι στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από 4-3-2002 η πρώτη ενάγουσα, 24-10-2000 ο δεύτερος έως και ενδέκατος των εναγόντων, 30-4-2001 οι δωδέκατος, δέκατος τέταρτος και δέκατος έκτος, 1-8-2002 ο δέκατος έβδομος, 26-11-2001 ο δέκατος όγδοος, Ιούνιο 1999 ο δέκατος πέμπτος και από το 1999 ο δέκατος τρίτος εξ αυτών. Δυνάμει του ν. 2470/1997 όπως ισχύει που αφορά την «Αναμόρφωση του μισθολογίου της δημόσιας διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 29 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιούνται να λαμβάνουν από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002 πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αμοιβή 88 ευρώ και από 1-7-2002 μέχρι και 31-12-2005 αντίστοιχη αμοιβή 176 ευρώ μηνιαίως η οποία χορηγήθηκε με ΚΥΑ σε πλείστες κατηγορίες υπαλλήλων της Δημόσιας Διοίκησης, καθώς ουδεμία μνεία γίνεται, τόσο στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, όσο και στις ΚΥΑ για ειδική αιτιολόγηση της καταβολής επίδικης πρόσθετης παροχής αναγόμενη στο είδος ή την ένταση ή τις εν γένει εργασιακές δραστηριότητες των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων της παροχής κατά τα αναφερόμενα και στην μείζονα πρόταση της παρούσης . Ειδικότερα οι ενάγοντες υπάγονται στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, όπως αυτό καθιερώθηκε και ισχύει από 1-1-1984 και εντεύθεν με το Ν. 1505/1984 από 1-1-1997 και εντεύθεν με το Ν. 2470/1997 και από 1-1-2004 και μέχρι σήμερα με το Ν. 3205/2003, δικαιούμενοι σε όλες τις προβλεπόμενες και χορηγούμενες εκ του νόμου παροχές, ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους στην απόληψη των ειδικών επιδομάτων και λοιπών αμοιβών ή παροχών που λόγω των ειδικών και ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας τους δικαιολογημένα λαμβάνουν. Το δικαίωμα τους δε αυτό καθίσταται εμφανέστερο για το λόγο ότι η επίδικη παροχή έχει χορηγηθεί σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου σε πλείστες κατηγορίες της Δημόσιας Διοίκησης και ΝΠΔΔ χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς οποιαδήποτε συνάρτηση με το είδος ή το εύρος της παρεχομένης εργασίας, με αποτέλεσμα η χορήγηση της να έχει προσβάλει λόγω της εν γένει κανονιστικής αντιμετώπισης της εξ αρχής χαρακτήρα επιμισθίου εργασίας, ήτοι γενικής προσαυξήσεως των τακτικών αποδοχών των εργαζομένων (ΣτΕ 898/2002) σωρευτικά με την ενιαία και απρόβλεπτη μισθολογική βάση του ν. 2470/1997 και ν. 3209/2003. Κατά συνέπεια και επειδή η εξαίρεση κατηγορίας εργαζομένων που τελούν υπό τις αυτές μισθολογικές συνθήκες από την απόληψη της παροχής αυτής, στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος) σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασίες (άρθρο 22 παρ. 1 περ. 1 του Συντάγματος) για την αποκατάσταση των οποίων πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε ειδική ρύθμιση (Ολ.ΑΠ 12/1992 Δνη 33,762). Το γεγονός δε ότι όπως αναφέρουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, τους καταβάλλεται ειδική κατ' αποκοπή αμοιβή (αρ. 2/81283/0022/24-11-99 ΚΥΑ όπως τροποποιήθηκε με τις αρ. 2/31964/0022/3-7-2002, 2/10962/0022/27-2-2003 όμοιες) δεν παρεμποδίζει την γέννηση της ένδικης αξίωσης τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 Ν. 3016/2002 καθώς η εν λόγω παροχή είναι έκτακτη, μη προβλέψιμη, τελούσα υπό προϋποθέσεις, δυνάμενη να ανακληθεί οποτεδήποτε και συνεπώς τυγχάνει απολύτως και καταφανώς ετεροειδής με την επίδικη, η οποία αποτελεί τακτική εισοδηματική παροχή και συνεπώς είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 (ΣτΕ 498/2004 ΝΟΜΟΣ).

   Ήδη το εναγόμενο με τις προτάσεις που κατέθεσε εννόμως ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις των εναγομένων καθό μέρος αφορούν το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2003 έχουν υποκύψει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995.

   Πράγματι μέρος των επιδίκων απαιτήσεων των εναγόντων και συγκεκριμένα εκείνο που αφορά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2002 έως 31-12-2002 και από 1-1-2003 έως 31-12-2003, έχει υποκύψει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1999, καθόσον από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκαν αυτές και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη, ήτοι από το 2002 και 2003 αντίστοιχα, έως την επίδοση της ένδικης αγωγής (30-12-2005) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, δίχως να συντρέχει κάποιος νόμιμος λόγος διακοπής ή αναστολής αυτής (παραγραφής) απορριπτόμενης στο σημείο αυτό της σχετικής αντένστασης περί διακοπής της παραγραφής η οποία προτείνεται από τους εναγόμενους ως απαράδεκτη κατ' άρθρο 269 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. καθόσον αυτή προβάλλεται με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσαν οι εναγόμενοι και όχι με τις προτάσεις τους, όπως ορίζεται από την ως άνω διάταξη. Επομένως οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν από το εναγόμενο για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-12-2005 τα κάτωθι ποσά: Η πρώτη ενάγουσα από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005 176 Ε Χ 24 μήνες = 4.224 ευρώ. Ο δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος, δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος, δέκατος όγδοος: Από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005 176 ευρώ Χ 24 μήνες = 4.224 ευρώ. Ο δέκατος έβδομος από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005. 176 Ε Χ 24 μήνες = 4.224 ευρώ. Ο δέκατος ένατος από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005 176 ευρώ Χ 24 μήνες = 4.224 ευρώ.

   Μετά ταύτα πρέπει η κρινομένη αγωγή η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες ως άνω διατάξεις, καθώς σε εκείνες των άρθρων 345, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 Κ.Πολ.Δ. (πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό καθόσον για τον πριν την επίδοση της αγωγής χρόνο υπήρχε αμφισβήτηση ως προς την καταβολή του, δεν υπήρχε δήλη ημέρα, καταβολής κατ' άρθρο 341 ΑΚ ούτε οχλήθηκε το εναγόμενο για την καταβολή του κατ' άρθρο 340 ΑΚ), να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της (παρελκομένης της έρευνας της επικουρικής βάσης) και α) να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να λάβουν την ειδική παροχή του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, έτσι όπως επεκτάθηκε και για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών με την ΚΥΑ 2/34608/022/2003 για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2005 και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 4.224 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με τις σκέψεις αυτές έκρινε ομοίως, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου λόγοι των εφέσεων ελέγχονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.

   Μετά από όσα προαναφέρθηκαν οι ένδικες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον βαθμό αυτό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν εν όλω λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 183, 178 παρ. 1, 191 ΚΠολΔ).

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

   Συνεκδικάζει τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ' αριθμ. 324/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εργατικών διαφορών).

   Δέχεται αυτές τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν. Και

   Συμψηφίζει εν όλω τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Σεπτεμβρίου 2008.

   Και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του μετεχόντων στη σύνθεση για την δημοσίευση ως Προέδρου του, Προεδρεύοντα Εφέτη Δημητρίου Γεώργα (λόγω προαγωγής) και αναχώρησης του Πρόεδρου Εφετών Ευτυχίου Εισηγήτρια Παλαιοκαστρίτη) και ως μελών των Εφετών Σταυρούλας Δημητρίου και Μαριάνθης Παγουτέλη, και με την παρουσία της γραμματέως Παναγιώτας Τόλκα, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι στις 30 Ιανουαρίου 2009.