ΔΠρΑθ 4772/2010

 

Ευθύνη από καταστροφή κινητών πραγμάτων κατά την κατεδάφιση απαλλοτριωμένου ακινήτου -.

 

 

Εφόσον κατά το χρόνο κατεδάφισης του ακινήτου της ενάγουσας είχε ήδη επέλθει η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, είχε περάσει ικανό χρονικό διάστημα από την επίδοση της δικαστικής απόφασης που διέτασσε την αποβολή της από το ακίνητο χωρίς όμως η τελευταία να παραδώσει το απαλλοτριωμένο ακίνητο, δεν τίθεται θέμα παρανομίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και δεν συντρέχει περίπτωση υποχρέωσης αποζημίωσης για την καταστροφή πραγμάτων που βρίσκονταν στο ακίνητο κατά το χρόνο της κατεδάφισης.

 

 

Αριθμός απόφασης  4772/2010

 

ΓΑΚ  35775/04

                                        ΤΟ

                           ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

                               Τμήμα  9ο Tριμελές

 

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου  2009, με δικαστές τους Πέτρο Ασημάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Γεωργία Κολοκυθά Ελένη Αθ. Κουτρούμπα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα τον Δημήτριο Τσιχλή, δικαστικό υπάλληλο,

 

για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία 1-9-2004,

 

της ..., κατοίκου Αθήνας, (...), η οποία παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παυλόπουλο,

 

κατά των: 1) Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αγλαΐας Καραγεώργου,  2)του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία « Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» (Τ.Α.Π.), το οποίο  εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο  του Δ.Σ., και δεν παραστάθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητεί, όπως το αίτημα αυτής περιορίστηκε με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων Ελληνικού Δημοσίου και  ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» (Τ.Α.Π) να της καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αγωγής, εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 30.675,00 ευρώ ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη, κατά την άποψή της, κατεδάφιση του ακινήτου της, το οποίο κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο πλην όμως, όπως αυτή διατείνεται, κατά το χρόνο κατεδάφισής του δεν είχε συντελεσθεί η απαλλοτρίωση του,  καθώς και το ποσό των 150.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη την οποία υπέστη από την ως παράνομη κατεδάφιση  του ως άνω ακινήτου της, κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Με τέτοιο περιεχόμενο η αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει όμως να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εναγομένου Ταμείου, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως αυτού  κατ’ άρθρο 72 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των άρθρων 2, 8 και 10 του Οργανισμού του (ν.736/1977 ΦΕΚ Α 316) ο σκοπός αυτού εξαντλείται αποκλειστικά στη διάθεση των πόρων του για την κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για αρχαιολογικούς σκοπούς υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο και είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά τις διατάξεις του ν. 797/1971 (ΦΕΚ Α 1), κατά το βάσιμο ισχυρισμό του ως άνω Ταμείου. Εν όψει αυτών, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε νομότυπα, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία.

 

 

2. Επειδή, το άρθρο 17 του Συντάγματος (όπως ίσχυε πριν την αναθεώρηση της 6-4-2001 και έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση) όριζε τα εξής: « 1. . . . 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. 3. . . . 4. Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου. . . Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. . .». Εξ άλλου το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 797/1971 (ΦΕΚ 1 Α΄ ), το οποίο είναι εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ήδη ισχύοντος «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α΄), όριζε ότι η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως επέρχεται από την καταβολή στον δικαιούχο της αποζημιώσεως που προσδιορίσθηκε προσωρινώς ή οριστικώς ή από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γενομένης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καταθέσεως της αποζημιώσεως.

 

 

3. Επειδή, ο συνταγματικός νομοθέτης, αποβλέποντας στην ταχεία και έγκαιρη πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως, αρκέσθηκε στην καταβολή της προσωρινής αποζημιώσεως μέσα στην προθεσμία του ενός και ημίσεως έτους από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Τούτο δε διότι η απόφαση για τον προσωρινό προσδιορισμό, εν όψει της φύσεως της σχετικής διαδικασίας, εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ η απόφαση που προβαίνει στον οριστικό καθορισμό απαιτεί, κατά τα συνήθως συμβαίνοντα, περισσότερον  χρόνον.  Έτσι, εφ΄ όσον εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση προβεί στην παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, σύμφωνα με τους όρους του νόμου, μέσα στην δεκαοκτάμηνη προθεσμία από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως, επιτυγχάνει την συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Είναι δε, ως προς τούτο, αδιάφορο αν μετά την ως άνω παρακατάθεση εκδοθεί δικαστική απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Η συγκατάβαση όμως αυτή του συνταγματικού νομοθέτη παρίσταται αλυσιτελής, όταν, πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που προβαίνει στον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί πια να επέλθει συντέλεση της απαλλοτριώσεως με παρακατάθεση της προσωρινής μόνο αποζημιώσεως, γιατί, έτσι, θα κατεστρατηγείτο η συνταγματική επιταγή για καταβολή πλήρους αποζημιώσεως που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος. Συνεπώς, εάν πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως έχει εκδοθεί απόφαση που προσδιορίζει οριστικά την αποζημίωση, για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτείται η καταβολή ή παρακατάθεση της οριστικής αποζημιώσεως εντός της ίδιας προθεσμίας, δηλαδή εντός ενός και ημίσεος έτους από τον καθορισμό της προσωρινής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι αναβίωση της προθεσμίας αυτής από τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως δεν προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις και μάλιστα αντιστρατεύεται το σκοπό των διατάξεων αυτών που είναι η ταχεία καταβολή του δικαστικώς οριζόμενου ποσού αποζημιώσεως. (Ολ.ΣτΕ 1467/2008,1000, 1001/2007, ).

 

 

4. Επειδή στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι : «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του δημοσίου συμφέροντος». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, απαιτείται η πράξη ή η παράλειψη να είναι παράνομη, δηλαδή, να παραβιάζεται με αυτή ορισμένη διάταξη νόμου που προστατεύει ορισμένο δικαίωμα του ιδιώτη ή και άμεσο συμφέρον αυτού (πρβλ. ΣτΕ 1595/1999). Περαιτέρω, απαιτείται να υπάρχει μεταξύ της παρανομίας της πράξης ή της παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου και του ζημιογόνου αποτελέσματος αιτιώδης σύνδεσμος (πρβλ. ΣτΕ 3027/1998), πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική συμπεριφορά, αυτή (η πράξη ή παράλειψη) ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση έκτακτου ή ασυνήθιστου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία (πρβλ. ΣτΕ 3422-4/1999, 2884-6/1999, 2763/1999, 3027/1998, 2311/1998, κ.α). Τέλος, το Δημόσιο υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης, σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, ενώ το Δικαστήριο, επιπλέον, μπορεί να επιδικάσει εις βάρος του Δημοσίου εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 2643/1998).

 

 

5.Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α’ 97) ορίζεται ότι: «1. Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφανσή του γι αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα. 2. ,, 3. Το αναφερόμενο στις προηγούμενες παραγράφους δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που διατέλεσαν διάδικοι, καθώς και αυτών που έγιναν, κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι : «1. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις. 2. … 3. … 4. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας» και στο άρθρο 79 παρ. 1 του αυτού Κώδικα ότι : «Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής. .. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί : α) … γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το δεδικασμένο προκύπτει από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δεν απαιτείται να έχουν καταστεί αμετάκλητες (σχ. ΑΠ 707/1975), κατά γενική δε δικονομική αρχή, προϋποθέσεις του δεδικασμένου είναι η ταυτότητα των προσώπων και η ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η απόφαση (σχ. Δ.Ε.Α. 2949/1989 ΔιΔικ 1990,99). Ως κριθέν ζήτημα θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση και αποτελεί αναγκαίο στήριγμά του, όχι δε άλλα περιστατικά, που αναφέρονται ιστορικώς ή πλεοναστικώς ή παρέργως και δεν είναι αναγκαία για να συναχθεί το συμπέρασμα του διατακτικού της απόφασης (σχ. ΣτΕ 3460/1994 κ.α.). Περαιτέρω, δεν ενδιαφέρει ο λόγος τελεσιδικίας της αποφάσεως που δημιούργησε το δεδικασμένο, ενώ μόνη η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν αίρει την τελεσιδικία αυτής (ΣτΕ 521/2007).

 

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την Π.604/117/Κηρ. Αττικής/5.2.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο 171 τ. Δ/1.3.1988 ΦΕΚ, απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και με δαπάνη του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, για δημόσια ωφέλεια και συγκεκριμένα για την ανάδειξη, προβολή και διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου Ελευσίνας, πέντε (5) ακίνητα, συνολικής εκτάσεως 2.081,50 τ.μ, με τα επεκείμενά τους. Τα απαλλοτριούμενα βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Ελευσίνας, επί της οδού ... στο Ο.Τ ... και εμφαίνονται (στο με κλίμακα Ι:200) από 3.7.1973 και με αριθμό 676 κτηματολογικό διάγραμμα-πίνακα, με αρ. 2,3,4,5 και 6. Από τα ακίνητα αυτά το με αρ. 5 ανήκει κατά κυριότητα στην ενάγουσα. την 1603/20.12.1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημιώσεως των απαλλοτριούμενων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα για την με αρ. 5 ιδιοκτησία της ενάγουσας καθορίστηκε στο ποσό των 95.000 δρχ. ανά τ.μ για την εδαφική έκταση και στο ποσό των 25.000 δρχ. ανά κ.μ για το κτίσμα. Ακολούθως, με την 11018/16.11.1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών καθορίστηκε οριστικά η τιμή μονάδας για την ως άνω ιδιοκτησία στο ποσό των 130.000 δρχ. ανά τ.μ για την εδαφική έκταση και στο ποσό των 30.000 δρχ. για το κτίσμα. Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την 1398/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, σύμφωνα με τον από 1.12.1995 διορθωτικό κτηματολογικό διάγραμμα-πίνακα η ιδιοκτησία της ενάγουσας εμφαίνεται να έχει επιφάνεια 732 τ.μ και όγκο κτισμάτων 1668 κ.μ. Για την αποζημίωση που προσωρινά καθορίσθηκε με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, από τον αρμόδιο φορέα, υπέρ των δικαιούχων, αρχικώς (22.2.1996) τo ποσό των 320.685.050 δρχ. (βλ. ανακοίνωση με αρ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛΛ./Φ.28/10.896/362, στο ΦΕΚ Δ’ 280/19.3.1996) και συμπληρωματικώς (17.5.1996), το ποσό των 37.021.950 δρχ. (βλ. ανακοίνωση με αρ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛΛ./Φ.28/24.284/822, στο ΦΕΚ Δ’ 546/27.5.1996). Στη συνέχεια, όλοι οι ιδιοκτήτες των απαλλοτριούμενων ακινήτων  συμπεριλαμβανομένης και της ενάγουσας με την από 9.7.1996 κοινή αίτηση τους προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η  δια της Π.604/117/Κηρ. Αττικής/5.2.1988 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας έχει αρθεί (ανακληθεί) αυτοδικαίως. Το ως άνω Δικαστήριο με την 851/1998 απόφασή του αφού έλαβε υπόψη : α) ότι ο καθορισμός της προσωρινής αποζημιώσεως έγινε εντός οκταετίας από της κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (για αρχαιολογικούς σκοπούς), β) ότι με την 1603/20.12.1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημιώσεως, παρακατατέθηκε νομίμως υπέρ των δικαιούχων, το συνολικό ποσό των 357.707.000 δρχ. και δημοσιεύθηκαν οι σχετικές ανακοινώσεις στο ΦΕΚ, εντός του χρονικού διαστήματος 1 και ½ έτους από της δημοσιεύσεως της δικαστικής αυτής αποφάσεως, και γ) ότι η ως άνω παρακατεθείσα προσωρινή αποζημίωση (αφού δεν ζητήθηκε ο απ’ ευθείας οριστικός καθορισμός αυτής), αποτελεί την πλήρη αποζημίωση, που επιτάσσει το σύνταγμα για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και τη στέρηση της ιδιοκτησίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η καταβολή ή η παρακατάθεση, εντός της ρηθείσης προθεσμίας του 1 και ½ έτους, της επί πλέον, βάσει της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως προκυψάσης διαφοράς, για να είναι πλήρης η αποζημίωση, έκρινε ότι έλαβε χώρα, σύννομη καθ’ όλα συντέλεση της κηρυχθείσης απαλλοτριώσεως και ότι συνεπώς δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αυτοδίκαιας άρσεως ή ανακλήσεως αυτής και απέρριψε την αίτηση των προαναφερομένων ιδιοκτητών των απαλλοτριούμενων ακινήτων. Αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε με την 223/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου,  το Ελληνικό Δημόσιο μετά την παρακατάθεση της αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων απέστειλε επιστολές στους ως άνω ιδιοκτήτες προκειμένου να παραδώσουν τα ακίνητά τους και ειδικότερα στην ενάγουσα απέστειλε την ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛΛ/Φ28/25289/682/28.5.1997 επιστολή (σχ. η 1181/3.6.1997 έκθεση επίδοσης της). Εντούτοις η ενάγουσα δεν παρέδωσε το ακίνητό της και το Δημόσιο με την από 18.5.1998 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε να αποβληθεί αυτή από το ακίνητό της. Με την 1833/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα απαλλοτριώσεων) η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και διατάχθηκε η αποβολή από το ακίνητο με αριθμό ΚΠ4 και τα επικείμενά του  της ενάγουσας και του Εμμανουήλ Δούκα, ο οποίος κατείχε δυνάμει μισθώσεως τμήμα του ακινήτου αυτού που το χρησιμοποιούσε ως κατάστημα. Ακολούθως, στις 8.10.1998 επιδόθηκε στην ενάγουσα με την 1458/8.10.1998 έκθεση επίδοσης ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ως άνω 1833/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, η ενάγουσα εξακολούθησε να μην παραδίδει το ακίνητό της και για το λόγο αυτό το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αναγκάστηκε να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της και να την αποβάλει δυνάμει των 96,97 και 98/6.10.1999 εκθέσεων αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελητρίας ….., οι οποίες αφορούν τα καταστήματα και την κατοικία που υπήρχαν στο απαλλοτριούμενο ακίνητο ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Εξάλλου, ενόψει του ότι τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα άρχισαν να παραδίδονται στο Δημόσιο είτε οικειοθελώς είτε δυνάμει της ανωτέρω 1833/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού προκήρυξε διαγωνισμό (κατ εφαρμογή του ν. 1414/1984 όπως ίσχυε και το π.δ 609/1985) για την ανάθεση σε εργοληπτική επιχείρηση το δημοσίου έργου «Κατεδάφιση απαλλοτριωμένων ακινήτων, αποκομιδή προϊόντων και περίφραξη δια μεταλλικού κιγκλιδώματος» στον Αρχαιολογικό χώρο Ελευσίνας. Με την ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/ 1107/39893/ 30.8.1999 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ανατέθηκε η εκτέλεση του παραπάνω έργου στον εργολήπτη Δημοσίων Εργων Παναγιώτη Μαρκόπουλο και υπεγράφη το από 8.9.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ο Ανάδοχος ανέλαβε να εκτελέσει το παραπάνω έργο εντός ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών. Στη συνέχεια ο Ανάδοχος ξεκίνησε εργασίες κατεδάφισης των ακινήτων που είχαν ήδη αποδοθεί στο Δημόσιο. Μεταξύ των ακινήτων αυτών ήταν και το ακίνητο με αρ. ΚΠ3 το οποίο είχε πρόσοψη στην οδό … και επ’αυτού υπήρχαν τέσσερα (4) ισόγεια κτίσματα. Το ακίνητο αυτό ήταν όμορο με το ακίνητο της ενάγουσας και ειδικότερα το κτίσμα δ αυτού (ισόγεια πλακοσκεπής αποθήκη) βρισκόταν ακριβώς μπροστά και σε επαφή με το κτίσμα α’ (ισόγεια κατοικία) της ενάγουσας. Όπως, προκύπτει από το 2ο φύλλο του ημερολογίου του ως άνω έργου στις 24.9.1999 και ώρα 9.30 άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης του προαναφερομένου με αρ. ΚΠ3 ακινήτου κατά τη διάρκεια των οποίων από αμέλεια των προστηθέντων από τον Ανάδοχο εργατών επλήγη ο τοίχος της κατοικίας της ενάγουσας με αποτέλεσμα να καταρρεύσει λόγω της παλαιότητάς της το μεγαλύτερο μέρος της κατοικίας αυτής. Στη συνέχεια στις 27.9.1999 ο Ανάδοχος συγκέντρωσε τα κινητά πράγματα από το κατεδαφισμένο κτίσμα της ενάγουσας και την ενημέρωσε να έρθει να τα παραλάβει (σχ. το 3ο φύλλο του ημερολογίου του ως άνω έργου), στις 12.10.1999 αποθήκευσε τα διασωθέντα πράγματα σε στεγασμένο χώρο του Δήμου Ελευσίνας (σχ. 8ο φύλλο του ως άνω ημερολογίου) και τέλος στις 2.11.1999 μετέφερε τα ανωτέρω κινητά στο  κτίριο της πρώην Φιλαρμονικής του Δήμου Ελευσίνας (σχ. 16ο φύλλο του ίδιου ημερολογίου). Στις 9.11.1999 ξεκίνησαν οι εργασίες κατεδάφισης των υπολοίπων κτισμάτων του ακινήτου της ενάγουσας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 7 και 10.12.1999.(σχ. τα φύλλα 21ο και 34ο έως 37ο του ως άνω ημερολογίου). Τέλος, στις 10.12.1999 η ενάγουσα παρέλαβε τα κινητά πράγματα της που φυλάσσονταν σε κτίριο του Δήμου Ελευσίνας αφήνοντας όμως στο χώρο φύλαξης μερικά παλαιά έπιπλά και σιδερένια κιγκλιδώματα (σχ. φύλλα 37ο και 38ο  του ως ανω ημερολογίου). Εξάλλου, με την 4890/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διατάχθηκε το ελληνικό Δημόσιο και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων να πληρώσουν τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της προσωρινής (ΜΠΑ 1603/1994) και οριστικής τιμής μονάδας (Εφ.Αθ. 11018/1995) δηλαδή το ποσό των 21.960.000 δρχ. (129.540.000-107.580.00). Ηδη με την από 1.9.2004 αγωγή της, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι μη νόμιμα το εναγόμενο προχώρησε σε εργασίες κατεδάφισης δεδομένου ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση δεν είχε συντελεσθεί διότι δεν είχε καταβληθεί στους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες εντός δεκαοκταμήνου από τον προσωρινό προσδιορισμό βάσει της 1603/1994 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η πλήρης αποζημίωση, η οποία καθορίστηκε με την 11018/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ότι σε κάθε περίπτωση εκκρεμούσε στο Συμβούλιο Επικρατείας η με αρ. κατ. 748/14.7.1998 αίτηση αναιρέσεως κατά της 851/1998 απορριπτικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών περί αυτοδίκαιας άρσεως της ως άνω απαλλοτριώσεως. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 30.675 ευρώ που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη από την καταστροφή των κινητών πραγμάτων της που βρίσκονταν εντός της οικίας της κατά το χρόνο της κατεδάφισης (όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται κατά το είδος και την αξία τους στο δικόγραφο της αγωγής) καθώς και το ποσό των 150.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την απόρριψη της αγωγής ως νόμω και ουσία αβάσιμης υποστηρίζοντας ότι η απαλλοτρίωση είχε συντελεσθεί νόμιμα και ότι στην αντίθετη περίπτωση υπεύθυνος για την αποκατάσταση της ζημίας από την κατεδάφιση του ακινήτου της ενάγουσας είναι ο Ανάδοχος του έργου που πραγματοποίησε τις εργασίες κατεδάφισης. 

 

 

7. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά λαμβάνοντας κυρίως υπόψη ότι: α) με την Π.604/117/Κηρ. Αττικής/5.2.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού, (ΦΕΚ Δ  171/1.3.1988), κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και με δαπάνη του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, για δημόσια ωφέλεια και συγκεκριμένα για την ανάδειξη, προβολή και διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου Ελευσίνας, πέντε ακινήτων στο Δήμο Ελευσίνας μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το ακίνητο της ενάγουσας, β) την 1603/20.12.1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία προσδιορίστηκε η προσωρινή αποζημίωση των δικαιούχων καθώς και ότι πριν από την κατάθεση της ως άνω προσωρινής αποζημίωσης, δημοσιεύθηκε η 11018/16.11.1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία καθορίσθηκε η οριστική αποζημίωση για την επίμαχη απαλλοτρίωση, σε ύψος μεγαλύτερο της προσωρινώς προσδιορισθείσης, γ) για την αποζημίωση που προσωρινά καθορίσθηκε με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, από τον αρμόδιο φορέα, υπέρ των δικαιούχων, αρχικώς (22.2.1996) τo ποσό των 320.685.050 δρχ. (βλ. ανακοίνωση με αρ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛΛ./Φ.28/10.896/362, στο ΦΕΚ Δ’ 280/ 19.3.1996) και συμπληρωματικώς (17.5.1996), το ποσό των 37.021.950 δρχ. (βλ. ανακοίνωση με αρ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛΛ./Φ.28/24.284/822, στο ΦΕΚ Δ’ 546/ 27.5.1996), δ) την τελεσίδικη 851/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε κοινή αίτηση της ενάγουσας και των λοιπών φερομένων ιδιοκτητών των ακινήτων της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, για την άρση της ως άνω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, με την αιτιολογία ότι είχε συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ακινήτων τους, καθόσον δέχτηκε ότι η παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης (αφού δεν ζητήθηκε ο απ’ ευθείας οριστικός καθορισμός αυτής), αποτελεί την πλήρη αποζημίωση, που επιτάσσει το σύνταγμα για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και τη στέρηση της ιδιοκτησίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η καταβολή ή η παρακατάθεση, εντός της προθεσμίας του 1 και ½ έτους, της επί πλέον, βάσει της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως προκυψάσης διαφοράς, και ε) την 1833/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα απαλλοτριώσεων) με την οποία  διατάχθηκε η αποβολή της ενάγουσας από το απαλλοτριούμενο ακίνητο και την 1458/8.10.1998 έκθεση με την οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα ακριβές  αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω 1833/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ανεξαρτήτως της νομιμότητας της κρίσης του Διοικητικού Εφετείου περί της συντελέσεως της ως άνω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πριν την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης κατά τα εκτεθέντα στην 3η σκέψη της παρούσας, η απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη και δεσμευτική, ως παράγουσα δεδικασμένο και για το ζήτημα που έκρινε περί συντέλεσης της ένδικης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, κατά τα εκτεθέντα στην 5η σκέψη ενώ η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά αυτής δεν αίρει την τελεσιδικία, και συνεπώς κατά  το χρόνο της κατεδάφισης του ακινήτου της ενάγουσας στις 24.9.1999 είχε ήδη επέλθει η συντέλεση της ως άνω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και είχε περάσει ικανό χρονικό διάστημα από την επίδοση σε αυτή στις 8.10.1988 της δικαστικής απόφασης που διέτασσε την αποβολή της από το ακίνητο,  εντούτοις η ενάγουσα αδράνησε να παραδώσει το ακίνητό της και για το λόγο αυτό δεν τίθεται θέμα παρανομίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και δεν συντρέχει υποχρέωση αυτού αποζημιώσεως της ενάγουσας για την καταστροφή των κινητών πραγμάτων που τυχόν βρίσκονταν στο ως άνω ακίνητο κατά την κατεδάφιση απορριπτομένων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών της κρινόμενης αγωγής.

 

 

8. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν των  ανωτέρω, η υπό κρίση η αγωγή πρέπει να  απορριφθεί και να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα, κατ’ εκτίμηση των συντρεχουσών περιστάσεων (άρθρ 275 παρ. 1 εδ. ε του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 17-3-2010, και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 29-3-2010.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                          Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

Ο   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ