ΔΠρΑθ (τμήμα ν.1406 και αναστολών) 320/2013

 

Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης.

 

ΓΑΚ: 21627/2012

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

(ΤΜΗΜΑ Ν. 1406/1983 και Αναστολών)

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 16.1.2013, συγκροτούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Σουζάνα Βασιλική Αλεξοπούλου, η οποία ορίσθηκε με την από 5.11.2012 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 56 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με γραμματέα την Αικατερίνη Παλαιολόγου, δικαστική  υπάλληλο,

 

Για να δικάσει την από 30.10.2012 (ΓΑΚ 21627/2012) αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (κατ άρθρο 53 του ν.4055/2012 ):

 

της  ,  κατοίκου  Μοσχάτου Αττικής (οδός ), η οποία παραστάθηκε  με  δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ.2 εδ. β΄Κ.Διοικ.Δικ., του πληρεξουσίου του δικηγόρου της Κώστα Χριστοδουλόπουλου,

 

κατά του  Ελληνικού  Δημοσίου,  νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος  παραστάθηκε με τη  δικαστική αντιπρόσωπο  του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρία Παπίδα,

 

Το δικαστήριο άκουσε την  αντιπρόσωπο  του Υπουργού Οικονομικών, η οποία ζήτησε την απόρριψη της  αίτησης.

 

 

Η  κ ρ ί σ η  τ ο υ  Δ ι κ α σ τ η ρ ί ο υ   ε ί ν α ι  η  ε ξ ή ς:

 

 

            1. Επειδή,  με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας  καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετικά  τα 1291292 και 12191291 σειράς Α΄  ειδικά έντυπα), η αιτούσα ζητεί, παραδεκτώς, να της επιδικαστεί, νομιμοτόκως, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την  ηθική βλάβη που υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης   διάρκειας της δίκης που άρχισε με την κατάθεση  ενώπιον του  Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών  της από 1.4.2004 (ΓΑΚ 14170/2004) αγωγής της  κατά  του ν.π.δ.δ. με την  επωνυμία «Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι.) Αθήνας» και περατώθηκε με την έκδοση της 5388/2012  απόφασης του   Δικαστηρίου  αυτού (Τμήμα 20ο) καθώς και  το ποσό των 1.200 ευρώ ως δικαστική δαπάνη για την  παρούσα δίκη.

 

 

2. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ.1 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το ΝΔ. 53/1974 ( ΦΕΚ Α' 256) ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως ... εντός λογικής προθεσμίας υπό ... δικαστηρίου ... το οποίον θα αποφασίση ... επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως ...». Περαιτέρω, το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη ... συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Εξάλλου,   με τα  άρθρα 53 έως 58 του  Κεφαλαίου Δ΄ του  ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ( ΦΕΚ Α' 51/2.4.2012)  ρυθμίζεται η «Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης». Ειδικότερα,  στο  άρθρο 53   καθορίζονται οι  « δικαιούμενοι προς άσκησης της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση» και οι καθού η αίτηση ως εξής: «: «1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της  υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών», στο άρθρο 54   το αρμόδιο  δικαστήριο  προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, στο άρθρο 55  η προθεσμία (εξάμηνη από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης)  και τα  λοιπά θέματα του παραδεκτού της άσκησής της, στο άρθρο 56 παρ.1-3    η διαδικασία εκδίκασής της, στο άρθρο 56παρ.4  η προθεσμία για την έκδοση της σχετικής απόφασης  ως εξής: « 5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και καταυτής δεν ασκείται κανένα ένδικο μέσο»,  στο άρθρο 57 τα κριτήρια για τη διαπίστωση και την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης ως εξής: «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης ... β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων ...» και στο άρθρο 58  ρυθμίζονται ζητήματα εκτέλεσης της απόφασης ως εξής: «1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται  κατά τις οικείες , περί εντάλματος πληρωμής , διατάξεις εντός  έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου, η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση επιτρέπεται μετά την παρέλευση έξι μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών».

 

 

3. Επειδή, με  τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης  της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από τη σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ' επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση - πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), της 21.12.2010, Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των ως άνω άρθρων της Συμβάσεως και, ιδίως, του άρθρου 6 παρ. 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης.  Με τις διατάξεις αυτές ορίζεται  το αντικείμενο της αίτησης, το οποίο είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.   Επίσης, καθορίζονται τα κριτήρια για την εκτίμηση του της εύλογης διάρκειας της δίκης, τα οποία, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του  ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕΔΔΑ και αφορούν στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία, της υποθέσεως για τον αιτούντα (βλ. αποφ., ΕΔΔΑ, Fryflender κατά Γαλλίας [GC], Νο.30979/96, §43, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας [GC], Νο.25444/94, §67, Laino v. Italy [ GC ], No. 33158/96, § 18). Περαιτέρω, προβλέπονται  τρία στάδια, από τα οποία διέρχεται η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται  αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης.  Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα ως άνω  κριτήρια. Στο δεύτερο στάδιο, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται,  αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ, Cochiarella κατά Ιταλίας της 29.3.2006, Αγαθός κλπ. κατά Ελλάδος της 23.9.2004,  Θεοδωρόπουλος κατά Ελλάδος της 15.7.2004). Στο τρίτο στάδιο, εφόσον   κριθεί  ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει αφενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012 (ΣτΕ 4467/2012). Το επιδικαζόμενο από το εθνικό δικαστήριο  ποσό  μπορεί  να χαμηλότερο  από εκείνο  που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ σε ανάλογες υποθέσεις, καθόσον  η  δίκαιη ικανοποίηση  σε εθνικό επίπεδο  αποσκοπεί  στον ορθολογισμό των επιδικαζόμενων αποζημιώσεων για υπέρβαση του εύλογου χρόνου της διαδικασίας σύμφωνα  με  όσα αναφέρονται  την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου και γίνονται παγίως δεκτά με τη  νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ.  απόφ.  Gordana ADZI-SPIRKOSKA κατά της ΦΥΡΟΜ της 3.11.2011), απαιτείται, όμως, να μην είναι κατώτερο ενός εύλογου  ορίου  κατά τη νομολογία του  ΕΔΔΑ και του 66% του επιδικαζομένου από το ΕΔΔΑ ποσού κατά την  αιτιολογική έκθεση του ως άνω  νόμου και η  σχετική απόφαση  να συμφωνεί με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Τέλος, προς υλοποίηση των αρχών που έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες η δικαστική  απόφαση περί της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης  πρέπει να εκδίδεται ταχέως, να είναι αιτιολογημένη και να εκτελείται άμεσα  (βλ.αποφ.   Dubjakova κατά Σλοβακίας της 10.10.2004 και  Scordino κατά Ιταλίας της 26.3.2006), με τις προαναφερόμενες διατάξεις προβλέπεται  η ταχεία έκδοση της απόφασης (εντός δύο μηνών από τη συζήτησή της) και η   άμεση εκτέλεσή  της (εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης  στο καθού η αίτηση).  

 

 

4. Επειδή, στην  συγκεκριμένη  περίπτωση,  από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα:  Την  1.4.2004 η αιτούσα, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης (Μάρκετινγκ) της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας  του  Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος  (Τ.Ε.Ι.) Αθήνας, κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 9.2.2004 (ΓΑΚ 14170/1.2.2004) αγωγή κατά του  ως ν.π.δ.δ., με  αίτημα να υποχρεωθεί το εναγόμενο  να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση  για την ηθική βλάβη που  υπέστη  λόγω της μη νόμιμης κίνησης πειθαρχικής και ποινικής δίωξης σε βάρος της  από τα αρμόδια προς τούτο  όργανά του. Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή  πρόβαλε ότι ο τότε Διοικητής του ως άνω ν.π.δ.δ. , κατά κατάχρηση εξουσίας και με σκοπό να  επιτύχει την εξέλιξη του  καθηγητή στο βαθμό του επίκουρου καθηγητή,  στις 30.6.1999  έδωσε εντολή για τη διενέργεια ΕΔΕ  «για τη διακρίβωση πειθαρχικών παραπτωμάτων και καταλογισμού ευθυνών κατά τη διαδικασία εξέλιξής του»  σε βάρος όλων των μελών του εκλεκτορικού σώματος που συμμετείχαν στην   από 9.6.1999 απόρριψη της σχετικής αίτησής του, μεταξύ των οποίων και η ίδια,   και, ακολούθως, διαβίβασε το   θετικό επί των παραπτωμάτων πόρισμα της ΕΔΕ στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχική και ποινική δίωξη σε βάρος τους  «για εσκεμμένη μεθόδευση αποκλεισμού της εξέλιξης» του καθηγητή, με αποτέλεσμα να  παραμείνει η ίδια σε θέση  πειθαρχικά και ποινικά διωκόμενου  για τέσσερα έτη και, συγκεκριμένα, μέχρι την αποστολή του από 27.8.2001 εγγράφου του Υπουργού Παιδείας  προς το ΤΕΙ Αθήνας, με το οποίο  γνωστοποιούνταν η  μη εκκίνηση της  πειθαρχικής  διαδικασίας λόγω της απουσίας των αναγκαίων προς τούτο πραγματικών περιστατικών και, κυρίως, μέχρι τη δημοσίευση της 72601/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθήνας, με την οποία αθωώθηκαν όλα τα μέλη του εκλεκτορικού σώματος από την αποδοθείσα κατηγορία. Η υπόθεση εισήχθη στο 20ο Τριμελές Τμήμα  του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και η εκδίκαση της προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 17.10.2008 (με την από 2.7.2008 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου). Κατά τη δικάσιμο αυτή, η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, αυτεπαγγέλτως, για τη δικάσιμο της 30.1.2009 (σύμφωνα με το  οικείο πρακτικό συνεδρίασης), λόγω έλλειψης διοικητικού φακέλου. Ο φάκελος της υπόθεσης με τις απόψεις του ΤΕΙ Αθήνας περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29.12.2008 (αριθμ. πρωτ.15902). Κατόπιν τούτων, η υπόθεση συζητήθηκε στη μετ αναβολή δικάσιμο της 30.1.2009, κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας δήλωσε ότι μετατρέπει το αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, για το ποσό των 40.000 ευρώ, και σε εν μέρει καταψηφιστικό, για το ποσό των 10.000 ευρώ. Η δίκη περατώθηκε με την 5388/2012 απόφαση του  Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Η άνω απόφαση λήφθηκε μετά από διάσκεψη της υπόθεσης που έγινε στις 3.6.2011 με τα μέλη που μετείχαν στη  σύνθεση εκδίκασής της σύμφωνα με τη σχετική πράξη που τίθεται  στο τέλος αυτής και υπογράφεται, αντί του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Ε. Σ. που συνταξιοδοτήθηκε (σχετικό το ΦΕΚ 1044/2.12.2011), από τον αρχαιότερο δικαστή Σ. Γ. κατ άρθρο 194 παρ.3 Κ. Διοικ.Δικ. και την εισηγήτρια Α. Τ. και δημοσιεύτηκε στις  17.4.2012, σε έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση με την αναφερόμενη στα  οικεία πρακτικά σύνθεση λόγω της συνταξιοδότησης του ως άνω Πρόεδρου Πρωτοδικών σύμφωνα με την πράξη που τίθεται στο τέλος της και υπογράφεται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ι. Π., Πρόεδρο του Τμήματος, και την Γραμματέα Κ. Κ. Εξάλλου, από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος του  προκύπτει ότι η απόφαση παραδόθηκε προς καθαρογραφή στις 18.4.2012, επιστράφηκε από αυτή στις 20.6.2012, παραδόθηκε στον εισηγητή προς θεώρηση στις 22.6.2012, επιστράφηκε από αυτόν στις 12.11.2012, παραδόθηκε για θεώρηση στον πρόεδρο στις 21.11.2012, επιστράφηκε από αυτόν στις 23.11.2012 και επιδόθηκε στην μεν αιτούσα στις 26.11.2013  στο δε ΤΕΙ Αθήνας στις 3.12.2012.

 

 

5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα προβάλλει ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υπόθεσής της από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο οποίος διήρκησε στο σύνολό του οχτώ χρόνια  και 16 ημέρες (από 1 Απριλίου 2004 έως 17 Απριλίου 2012), υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, χωρίς υπαιτιότητα της, καθώς δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο την αναβολή της συζήτησής της, και χωρίς η  υπόθεση  να εμφανίζει  οποιαδήποτε νομική ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία για το Δικαστήριο, αφού ως αντικείμενο είχε την αποζημιωτική ευθύνη του εναγόμενου ΤΕΙ κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ  και το ζήτημα αυτό  θεμελιωνόταν σε   συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν στην αγωγή και προέκυπταν από τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέλος, διατείνεται ότι η ανωτέρω  καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσής της αφενός της προκάλεσε  μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία και έντονο άγχος, δεδομένου ότι ανέμενε την έκδοση της απόφασης για να ανατραπεί η σε βάρος της αρνητική εικόνα στο εργασιακό της περιβάλλον, και αφετέρου  επιβάρυνε τη δικονομική της θέση σε συναφείς εκκρεμείς αστικές και ποινικές διαφορές, αφού, όπως ανέφερε και στο δικόγραφο της αγωγής της,  επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει το διατακτικό της απόφασης  τόσο  στη δικαστική διαμάχη με τον καθηγητή ,  η οποία  περιλάμβανε την εκ μέρους του  υποβολή   αναφορών και μηνύσεων  σε βάρος της για  μη νόμιμη άσκηση των καθηκόντων της ως καθηγήτριας του ΤΕΙ Αθήνας και μέλους των εκλεκτορικών σωμάτων και την  εκ μέρους της άσκηση κατ αυτού την από 8.5.2006 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας της, όσο και στην επίλυση της αστικής διαφοράς  με τον Πρόεδρο του ΤΕΙ , ο οποίος άσκησε σε βάρος της την 101019/2009 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση τα ανωτέρω εγείρει τις αναφερόμενες στην  παράγραφο 1 της παρούσας αξιώσεις.  

 

 

6. Επειδή, εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο αντικρούει τη θέση της αιτούσας ως προς την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης προβάλλοντας ότι: α)  η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην υπό κρίση περίπτωση άρχισε στις 29.12.2008, ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε ο φάκελος  της διοίκησης στο Δικαστήριο και, έτσι, κατέστη ώριμη η υπόθεση και β) από το διάστημα που  ακολούθησε μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης και τη δημοσίευση της απόφασης  δεν πρέπει να συνυπολογιστούν τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν.1756/1988 (Α' 35), διήρκεσαν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους και, κατά τη διάρκεια των οποίων εκδικάζονταν, μόνο επείγουσες υποθέσεις. Επίσης, υποστηρίζει ότι  για το σχηματισμό σχετικής κρίσης πρέπει να  συνεκτιμηθεί η απουσία ενδιαφέροντος της αιτούσας για την επίσπευση της εκδίκασης της υπόθεσης  της  με την υποβολή αίτησης προτίμησης αλλά και ότι ο χρόνος εκδίκασής της δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εκείνη λόγω της αυτοτέλειας του αντικείμενου της σε σχέση με τις   σε βάρος της ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες. Επικουρικώς, ως προς το  ύψος της τυχόν δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης, το Ελληνικό Δημόσιο  θεωρεί ότι το ποσό αυτό δεν θα πρέπει να υπερβεί τα χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ,    με βάση τις αναφερόμενες στο υπόμνημά του αποφάσεις  του ΕΔΔΑ (Γλεντζές κατά Ελλάδος της 13.1.2011,  Κοκκινάτος κατά Ελλάδος της 5.4.2011,  Φράγκος κατά Ελλάδος της 10.5.2011, Καγκελάρης κατά Ελλάδος της 3.5.2012, Ιωάννου κλπ. κατά Ελλάδος της 12.6.2012 και ΣΙΤΟΒΟΛΟ ΒΟΛΟΥ Α.Ε. κατά Ελλάδος της 12.6.2012), με τις οποίες, κατά την άποψή του, επιδικάστηκαν μειωμένα σε σχέση με το παρελθόν χρηματικά ποσά (3.000- 4.000 ευρώ) για ηθική βλάβη, και με  αναλογική μείωση των τελευταίων αυτών ποσών, η οποία επιτρέπεται λόγω της καθιέρωσης  (εθνικού) ειδικού ενδίκου βοηθήματος για τη δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και λόγω της προκύπτουσας από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής  Αρχής πτώσης του βιοτικού επιπέδου της Χώρας τα τελευταία έτη. Τέλος, ως προς  την  επιδικαστέα δικαστική δαπάνη προβάλλει ότι αυτή πρέπει να έχει αιτιώδη συνάφεια   με την υπό κρίση αίτηση και να αποδεικνύεται.      

 

 

7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση, άρχισε  την 1.4.2004, με την κατάθεση της αγωγής της αιτούσας ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας και  έληξε στις 17.4.2012, με τη δημοσίευση της 5388/2012 απόφασης του 20ου Τμήματος του Δικαστηρίου (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ,  Van der Kar και Lissaur van West κατά Γαλλίας, αρ. 44952/98 και 44953/98 της 7ης Νοεμβρίου 2000, Malve κατά Γαλλίας, αρ. 46051/99,  της 20ης Ιανουαρίου 2001 και  Bouilly κατά Γαλλίας (αρ. 2), αρ. 57115/00, §12 της 24 Ιουνίου 2003). Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, οκτώ (8) έτη και δεκαέξι (16) ημέρες  για ένα (1) βαθμό δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου περί της έναρξης  του κρίσιμου  χρόνου  κατά την ημερομηνία διαβίβασης του διοικητικού φακέλου στο Δικαστήριο και περί μη συνυπολογισμού  σε αυτόν των  διαστημάτων  των δικαστικών διακοπών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, διότι τα  συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να οργανώνουν το νο‘ικό τους σύστημα ‘ε τέτοιο τρόπο, ώστε τα δικαστήριά τους να ‘πορούν να ικανοποιούν κάθε μία από τις απαιτήσεις  του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, και της  θεσπιζόμενης με αυτό υποχρέωσής τους να αποφασίζουν επί των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος της 21.2.2008, Comingersoll S.A. κατά Πορτογαλίας της 6.4.2000,  Vocaturo κατά Ιταλίας της 24.5.1991 και, ειδικότερα, για τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, Ξενόπουλος κατά Ελλάδος της 28.3.2002). Περαιτέρω,  από τα εκτιθέμενα στην σκέψη  4 της παρούσας απόφασης πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε, με τη συμπεριφορά της, στην καθυστέρηση   εκδίκασης της  υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου, αφού  ουδέποτε ζήτησε αναβολή της συζήτησής της. Επιπλέον, σε αυτή  δεν μπορεί  να  καταλογιστεί,  ως στοιχείο που συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας, η μη υποβολή αίτησης προτίμησης για την επίσπευση της εκδίκασης  της υπόθεσής της, όπως αβασίμως προβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός διότι η ευθύνη για την πρόοδο της διοικητικής δίκης,  κατά το οικείο δικονομικό σύστημα, ανήκει στα διοικητικά δικαστήρια και όχι στους διαδίκους  και, αφετέρου, διότι η  τυχόν υποβολή τέτοιας αίτησης δεν ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν δεκτή και θα οδηγούσε σε επίσπευση αλλά  θα μπορούσε και να έχει απορριφθεί (βλ. αποφ.ΕΔΔΑ,  Geteroni και λοιποί κατά Ιταλίας της 15.11.1996). Αντιθέτως, το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε κυρίως μεταξύ της κατάθεσης  της αγωγής της αιτούσας (1.4.2004) και του προσδιορισμού  αρχικής δικασίμου (17.10.2008) και, ακολούθως, μεταξύ της συζήτησης της υπόθεσης (30.1.2009) και δημοσίευσης της απόφασης (17.4.2012) οφείλεται αποκλειστικώς στο χειρισμό της υπόθεσης από το  δικαστήριο (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ, Gumuyten κατά Τουρκίας, Νο.47116/99, §§24-26 της  30.11.2004, Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας,  No.Φ09222/4263  της 3.4.2012, Ιωάννου και άλλοι κατά Ελλάδας της 12.6.2012), χωρίς, μάλιστα, να δικαιολογείται από τυχόν  νομική ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία  της υπόθεσης. Και τούτο, διότι για την επίλυσή της το Δικαστήριο ασχολήθηκε καταρχήν με το νομικό  ζήτημα της ευθύνης των ν.π.δ.δ. προς  ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σε τρίτον  από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106ΕισΝΑΚ με απλή παραπομπή σε προηγούμενη, πάγια, νομολογία του και, ακολούθως, με το πραγματικό ζήτημα της  σχετικής υποχρέωσης του εναγόμενου ΤΕΙ από τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής  πράξεις του τότε Διοικητή του σε βάρος της αιτούσας με  μελέτη των στοιχείων της δικογραφίας και, χωρίς, να  βρεθεί σε ανάγκη να  εκδώσει προδικαστική για τη συμπλήρωση της στοιχείων του φακέλου. Πέραν τούτων, όμως, το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν  ήσσονος εμβέλειας  για την αιτούσα, καθόσον η αγωγή της ασκήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν περατωθεί, ευνοϊκώς για την ίδια, οι διαδικασίες της πειθαρχικής και ποινικής δίωξής της και το αποτέλεσμα της απόφασης ούτε αναγκαίο για την αποκατάσταση της καλής της εικόνας στον επαγγελματικό της χώρο ήταν ούτε πρόκριμα για την επίλυση των αστικών και ποινικών διαφορών της με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο ιδιώτες αποτελούσε. Κατά συνέπεια,  μετά από την εκτίμηση  του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης με βάση τα προαναφερόμενα νόμιμα κριτήρια, κρίνεται ότι το χρονικό διάστημα των οκτώ (8) ετών και  δέκα έξι (16) ημερών που μεσολάβησε από την έναρξη μέχρι τη λήξη της επίμαχης διαδικασίας δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του Ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ,  και, περαιτέρω, ότι η καθυστέρηση αυτή  προκάλεσε πράγματι στην αιτούσα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ Comingersoll S.A. κατά Πορτογαλίας [GC], αριθ. 35382/97, § 29, CEDH 2000-IV), και ότι για την αποκατάσταση  της βλάβης αυτής  πρέπει να της  επιδικαστεί εύλογο χρηματικό ποσό ως δίκαιη ικανοποίηση. Ως προς τον καθορισμό του ποσού αυτού, εξάλλου, νόμω βασίμως προβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο η  αναλογική μείωση των επιδικαζόμενων  από το  ΕΔΔΑ  ποσών σε παρόμοιες υποθέσεις λόγω της καθιέρωσης ειδικού ένδικου βοηθήματος πλην, εν προκειμένω, οι επικαλούμενες από   αυτό  αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ανεξαρτήτως του αν με αυτές επιδικάζονται μικρότερα χρηματικά ποσά, αφορούν, κατά βάση, σε δίκαιη ικανοποίηση για δίκες οι οποίες, σε αντίθεση με την επίμαχη, εξελίχθηκαν όχι σε ένα (1) αλλά σε δύο (2) ή τρεις (3) βαθμούς δικαιοδοσίας. Απεναντίας, νόμω και ουσία βασίμως υποστηρίζεται  από το Ελληνικό Δημόσιο η  προσαρμογή των ίδιων ως άνω ποσών στην  προκύπτουσα από τα διαθέσιμα  στοιχεία της  Ελληνικής Στατιστικής Αρχής  σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και, συνακόλουθα, του διαθέσιμου κατά κεφαλή εισοδήματος (ΣτΕ 4467/2012). Με συνεκτίμηση των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη του χρόνου καθυστέρησης της δίκης  και του γεγονότος  ότι η αιτούσα δεν έλαβε  δικαστική δαπάνη  για τη διεξαγωγή της ή οποιαδήποτε άλλη ικανοποίηση από άλλα μέτρα για την υπερβολική καθυστέρησή της,  κρίνεται  ότι  πρέπει να επιδικαστεί  σε αυτή το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000)  ευρώ  για ηθική βλάβη, κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αίτησης.   

 

 

8. Επειδή,  συνακόλουθα, και η αξίωση της αιτούσας για επιδίκαση δικαστικής δαπάνης για την παρούσα δίκη πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή και να  της επιδικαστεί το δίκαιο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για τα έξοδα που  κατέβαλε  για τη σύνταξη της κρινόμενης  αίτησης  και  την παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου  της κατά τη συζήτησή της.   

 

 

9. Επειδή,  κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των τριών (3) χιλιάδων ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση και το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ ως δικαστική δαπάνη  εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών (κατ άρθρο 58 παρ.1 ν.4055/2012), προσαυξανομένων των ποσών αυτών με τους νόμιμους  τόκους  από την  λήξη της  ως άνω προθεσμίας έως την εξόφλησή τους (βλ.  αποφ. ΕΔΔΑ,  Ιωάννου  και λοιπών κατά Ελλάδας της 12.6.2012, Αθανασίου κατά Ελλάδας της 1.6.2006,  Ξενόπουλος κατά Ελλάδας της 28.3.2002  κ.λ.π). Τέλος, πρέπει να  αποδοθεί στην αιτούσα  το  παράβολο που κατέβαλε. 

 

           Γ ι α    τ ο υ ς    λ ό γ ο υ ς    α υ τ ο ύ ς

 

 

Δέχεται εν μέρει την  αίτηση.

 

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των τριών (3) χιλιάδων ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση  και το ποσό των  τετρακοσίων (400) ευρώ ως δικαστική δαπάνη  εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών, προσαυξανομένων των ποσών αυτών με τους νόμιμους τόκους από την λήξη της ως άνω προθεσμίας έως την εξόφλησή τους.  

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση  της 31.1.2013.

 

 

 

            Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΟΥΖΑΝΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ          ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

 

 

Ακριβές αντίγραφο                                          Μ. Σεχοπούλου

Αθήνα...........                                                   α.α.

Ο Προϊστάμενος του Τμήματος                       6πλούν